Ελλάδα: Δημοσιονομική κρίση – κοινωνικός μισθός

Κρίση, δημοσιονομική κρίση και κοινωνικός μισθός στην Ελλάδα

 

Του Θανάση Μανιάτη[1]

 

 

Οποιοσδήποτε είναι οπαδός της αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης, του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της οικονομίας και της κοινωνίας δεν μπορεί παρά να υποστηρίζει την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη και την αποδέσμευση από την ΕΕ επειδή ρήξη με το κεφάλαιο και τον αστισμό δεν μπορεί να γίνει με επιτυχία χωρίς τα ελάχιστα απαιτούμενα εργαλεία της αυτόνομης βιομηχανικής πολιτικής, αγροτικής πολιτικής, πολιτικής διεθνούς εμπορίου, συναλλαγματικής πολιτικής, με την ΕΚΤ να είναι υπεύθυνη για τη νομισματική πολιτική και το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας να εκμηδενίζει ουσιαστικά την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής.   

Όμως είναι άλλο αυτό το ζήτημα και άλλο η ανίχνευση και η αποτίμηση της διαδικασίας ή των διαδικασιών που μας έφεραν μέχρι εδώ, στη χειρότερη κρίση της ιστορίας του ελληνικού καπιταλισμού. Με άλλα λόγια δεν ταυτίζονται απαραίτητα το ζήτημα των αιτιών της τρέχουσας κρίσης γύρω από τις οποίες οφείλει να περιστραφεί η ιδεολογική διαπάλη με τις δυνάμεις του αστισμού για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση, και το ζήτημα της τοποθέτησης μας για τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη.  Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα μπορεί να προκύψει αβίαστα από τα προαπαιτούμενα για μια αντικαπιταλιστική διέξοδο από την κρίση χωρίς απαραίτητα να είναι το ευρώ και η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης η κύρια αιτία της κρίσης που βιώνει η ελληνική κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση για να αλλάξουμε πορεία και να πάμε κάπου αλλού, σε μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση πρέπει να ξέρουμε όσο το δυνατόν καλύτερα πως φτάσαμε, τι μας οδήγησε ως εδώ.

 Και για να γίνει αυτό,  είναι απαραίτητο ένα σαφές θεωρητικό πλαίσιο εντελώς διακριτό και διαφορετικό από τα αστικά συμβατικά οικονομικά, που στην περίπτωση μας δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας συνδέοντας έτσι την ελληνική κρίση με την κατάσταση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας και την τρέχουσα θεωρητική και εμπειρική συζήτηση που διεξάγεται γύρω από αυτήν στη μαρξιστική βιβλιογραφία.

Η τρέχουσα κρίση λοιπόν είναι έκφραση των νόμων κίνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μια δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά, και δη του πυρήνα του, της διαδικασίας συσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου, έχοντας τρεις κύριες διαστάσεις που αλληλοτροφοδοτούνται στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας. Η πρώτη, που εκδηλώθηκε το 2007 έχει να κάνει με την κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και ανεπαρκούς κερδοφορίας στον πυρήνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία) μέσω του μηχανισμού του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και που έχει  φέρει την παγκόσμια ανάπτυξη σχεδόν σε μηδενικό σημείο,                   

Διάγραμμα 1: Μειούμενοι ρυθμοί ανάπτυξης σε ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία 1960-2011 (Από το Monthly Review Vol 64, No 1)

Source: Data for U.S. from Bureau of Economic Analysis, National Income and Product Accounts, Table 1.1.1. Percent Change from Preceding Period in Real Gross Domestic Product, http://bea.gov/national/nipaweb/SelectTable.asp; Data for Japan and the European Union from World Bank, WDI database, http://databank.worldbank.org.

η δεύτερη με την κρίση υπερσυσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας που οφείλεται στον ίδιο μηχανισμό, και η τρίτη με τη δημοσιονομική κρίση του ελληνικού κράτους που οξύνθηκε ιδιαίτερα από τις δύο προηγούμενες πτυχές της κρίσης.      

Αντίθετα, η κρίση δεν είναι δεν οφείλεται ή δεν οφείλεται κυρίως στις παρακάτω διαδεδομένες και στο εσωτερικό της αριστεράς αντιλήψεις για τα αίτια της:

α) Χρηματοπιστωτική/τραπεζική κρίση προερχόμενη από την απληστία και αβλεψία των τραπεζιτών λόγω και της έλλειψης κατάλληλης  ρύθμισης, δηλαδή του φαινομένου της χρηματιστικοποίησης (financialization)  της οικονομίας κατά την τελευταία περίοδο,

β) Δημοσιονομική κρίση με τη μορφή της συσσώρευσης ενός υπέρογκου δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ κυρίως λόγω της υπερεπέκτασης του «σπάταλου κράτους»,

γ) Κρίση που οφείλεται στη συμμετοχή στην ευρωζώνη και απορρέει από τη δομή της ευρωζώνης με κοινό νόμισμα, χωρίς κοινή δημοσιονομική δομή που ευνοεί τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες της ζώνης και επιτείνει τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα απέναντι στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου,

δ) κρίση δυσαναλογιών (disproportionality) που εμφανίζονται αναπόφευκτα σε μια άναρχη ασυντόνιστη καπιταλιστική οικονομία όταν κάποιος τομέας (στην περίπτωση μας ο χρηματοπιστωτικός) επεκτείνεται αδικαιολόγητα σε σχέση με τους υπόλοιπους, παραβιάζοντας τις απαιτούμενες συνθήκες/αναλογίες αναπαραγωγής του συστήματος,

ε) Κρίση του Νεοφιλελευθερισμού που  έχοντας σαν βασικό συστατικό στοιχείο την επίθεση στους μισθούς και τις κοινωνικές παροχές της εργατικής τάξης καθήλωσε την αγοραστική δύναμη της πλειοψηφίας του πληθυσμού δημιουργώντας προβλήματα υποκατανάλωσης ή έλλειψης επαρκούς ενεργού ζήτησης, μια προσέγγιση εστιασμένη στη σφαίρα της κυκλοφορίας και της διανομής. Βέβαια το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα κατασκευάστηκε σαν απάντηση του συστήματος στην προτελευταία κρίση, αυτή των δεκαετιών 1960-70. Έτσι, η τρέχουσα κρίση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρίση του νεοφιλελευθερισμού μόνο με την έννοια ότι αποδεικνύεται η οριστική αδυναμία του να λύσει τα προβλήματα της προηγούμενης κρίσης συσσώρευσης κεφαλαίου.                     

Συνεπάγεται ότι η έξοδος από την κρίση δεν μπορεί να προκύψει αποκλειστικά από τις συνταγές που προτείνονται, δηλαδή 

α) την κατάλληλη ρύθμιση ή προσαρμογή του μεγέθους του χρηματοπιστωτικού συστήματος,

β) τη μείωση του δημόσιου τομέα και των ελλειμμάτων του

γ) μια «νέα Ευρώπη» ή ευρωζώνη της αλληλεγγύης, της δημοσιονομικής ενοποίησης, κλπ.,

δ)  την εγκατάλειψη της «νεοφιλελεύθερης λιτότητας» για χάρη ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου, απασχόλησης ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής με άμεσα μέτρα την αύξηση μισθών και κοινωνικών δαπανών ε) περιορισμού της χρηματιστικοποίησης του συστήματος με στροφή στον «παραγωγικό προσανατολισμό».

Στο εσωτερικό λοιπόν της Ελλάδας η κρίση είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και της δημοσιονομικής κρίσης δηλαδή μιας (για μια ακόμη φορά) συστημικής αποτυχίας και μιας (αστικής) ταξικής επιτυχίας στη μετα-δημοσιονομική διανομή του εισοδήματος. Η τελευταία αποτελεί την πιο ορατή πλευρά της κρίσης και την αιχμή του δόρατος της επίθεσης κράτους και κεφαλαίου στην εργατική τάξη (στο σύνολό της και όχι μόνο στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα όπως θα περίμενε κανείς αν το πρόβλημα ήταν κυρίως δημοσιονομικό) και γι' αυτό χρήζει λεπτομερειακής διερεύνησης και αποσαφήνισης.    

Τι είναι λοιπόν αυτό το τεράστιο δημόσιο χρέος και πως δημιουργήθηκε;  Η εξέταση του κρατικού προϋπολογισμού από ταξική σκοπιά υποδηλώνει κατ' αρχήν ότι συστηματικά δημόσια ελλείμματα και συσσώρευση χρέους μπορούν να προκύψουν από ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω ενδεχόμενα: α) μεγάλες παροχές στην εργατική τάξη β) μεγάλες παροχές στο κεφάλαιο και τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα ή/και μεγάλες δαπάνες για στρατό-αστυνομία-γραφειοκρατία γ) χαμηλή φορολόγηση της εργατικής τάξης και δ) χαμηλή φορολόγηση του κεφαλαίου και των ανώτερων εισοδηματικά στρωμάτων.

Για την πιο πρόσφατη περίοδο 1995-2011 το ελληνικό κράτος κάθε άλλο παρά σπάταλο μπορεί να χαρακτηρισθεί γενικά, καθώς οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 46.6% έναντι 48.0% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ-15. Οι μισθοί των ΔΥ ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν σχεδόν ίσοι με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 11%, ενώ οι δαπάνες στα παραδοσιακά πεδία του κράτους πρόνοιας υστερούσαν του ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά 1.7% του ΑΕΠ στην εκπαίδευση, 1.2% στην υγεία και 2.7% στην κοινωνική πρόνοια και προστασία. Αντίθετα, οι δαπάνες για τόκους δημοσίου χρέους στην Ελλάδα ήταν 6.7% του ΑΕΠ δηλαδή κατά 3.2% υψηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν 1.2% του ΑΕΠ μεγαλύτερες αντίστοιχα. Να σημειωθεί εδώ ότι οι τόκοι δημοσίου χρέους είναι σχεδόν ίσοι με το δημόσιο έλλειμμα της περιόδου (6.9% του ΑΕΠ) υποδηλώνοντας ότι ο πρωτογενής προϋπολογισμός ήταν ισοσκελισμένος για τα τελευταία δεκαέξι χρόνια.

Αντίθετα, είναι στην πλευρά των φορολογικών εσόδων όπου εντοπίζεται η μεγάλη διαφορά της ελληνικής δημοσιονομικής δομής από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή καθώς το σύνολο φόρων και εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα υστερεί σημαντικά, κατά 7.2% του ΑΕΠ του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως (5.8 ποσοστιαίες μονάδες από τις 7.2 συνολικά) στην εντυπωσιακά χαμηλή φορολόγηση εισοδήματος και πλούτου των μη μισθωτών δηλαδή εκείνου του συνασπισμού κοινωνικών στρωμάτων που στήριξε και στηρίζει το κυρίαρχο πολιτικό μπλοκ εξουσίας σε όλη σχεδόν την περίοδο της μεταπολίτευσης. Καθώς οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα είναι ίσοι με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και οι εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση υστερούν μόνο κατά 1.5% του ΑΕΠ του ευρωπαϊκού μέσου όρου είναι σαφές ότι η σημαντική απόκλιση προς τα πάνω του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρώπη οφείλεται στην επιτυχία των κυρίαρχων τάξεων να αποποιηθούν τα φορολογικά βάρη που τους αντιστοιχούν. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την καθαρά ταξική επιτυχία έχει παίξει η εμπέδωση και κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας με την αποστροφή της για τους φόρους αλλά και οτιδήποτε συλλογικό, με τη διαφορά βέβαια ότι η ιδιαίτερα χαμηλή φορολόγηση αφορούσε μόνο συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες ισχυρών και σε καμία περίπτωση την εργατική τάξη. Το αποκορύφωμα αυτής της συνεχιζόμενης επίθεσης και ενδεικτικό του βαθμού της ιδεολογικής υπεροχής του αστισμού ακόμη και στο χειρότερο σημείο της κρίσης είναι τα τρέχοντα σχέδια για περαιτέρω μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και των εισοδημάτων άνω των 100.000 ευρώ με παράλληλη αύξηση της φορολογίας ολόκληρου σχεδόν του υπόλοιπου πληθυσμού.. Με βάση τα παραπάνω θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μια «δημοσιονομική προσαρμογή» που και κοινωνικά δίκαιη θα ήταν και θα αναγνώριζε τα αίτια της δημιουργίας του υπέρογκου δημόσιου χρέους θα μείωνε τις στρατιωτικές δαπάνες τουλάχιστον κατά 1% του ΑΕΠ, θα αύξανε τη φορολογία εισοδήματος και πλούτου των μη μισθωτών καθώς και τους φόρους κερδών των Α.Ε. κατά 4-5% του ΑΕΠ και ή θα προχωρούσε σε παύση πληρωμών για τόκους και χρεολύσια (6-7% του ΑΕΠ) ή θα τα μείωνε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 3%. 

Εξετάζοντας το ταξικό πρόσημο του κρατικού προϋπολογισμού από μια άλλη σκοπιά βρίσκουμε ότι ο καθαρός κοινωνικός μισθός δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στις κάθε είδους κρατικές μεταβιβάσεις και παροχές σε είδος προς την εργατική τάξη (δαπάνες για υγεία, παιδεία, πολιτισμό, αναψυχή, στέγαση, συντάξεις μισθωτών, επιδόματα ανεργίας, προνοιακά επιδόματα, και όλες οι άλλες δαπάνες που αποτελούν οφέλη της εργατικής τάξης) και τους φόρους που πληρώνει σε ετήσια βάση (φόροι προσωπικού εισοδήματος, εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση, έμμεσοι φόροι, φόροι ακίνητης περιουσίας, για άδειες, κλπ) ήταν συστηματικά αρνητικός για ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο και εδικά για τα έτη 1995-2011ήταν κατά μέσο όρο 5.3% του ΑΕΠ. Η εργατική τάξη επιδοτεί το κράτος και πιθανά και το κεφάλαιο. Το δημόσιο χρέος δεν έχει σε τίποτα να κάνει με καθαρά οφέλη της εργατικής τάξης από το κράτος, αντίθετα έχει προκύψει κυρίως από τη χαμηλή φορολόγηση κεφαλαίου και πλούσιων στρωμάτων παρά τη «φορολογική εκμετάλλευση» των μισθωτών. Το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού για την περίοδο αυτή είναι μηδενικό μόνο χάρη στην καθαρή επιδότηση του κρατικού προϋπολογισμού από την εργατική τάξη. 

Το πολιτικό παρεπόμενο όλων των παραπάνω για μια κυβέρνηση που εκφράζει τα λαϊκά συμφέροντα είναι είτε η ολική άρνηση του χρέους και η παύση πληρωμών, είτε η προσπάθεια να εξυπηρετηθεί αποκλειστικά από τα εισοδήματα και κυρίως τον πλούτο εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων που είναι υπεύθυνα για τη δημιουργία του. 

Στην πράξη βέβαια η ιδεολογική υπεροχή του αστισμού, η κατάσταση του εργατικού κινήματος και οι θεωρητικές αδυναμίες της αριστεράς που είχαν οδηγήσει σε υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του συστήματος έστρωσαν το δρόμο για την επανάληψη του σκηνικού μέσω του οποίου επιχειρήθηκε η έξοδος από την κρίση της δεκαετίας του 1970. Όπως τότε που οι ψηλοί μισθοί και οι μεγάλες κοινωνικές παροχές ενοχοποιήθηκαν ως οι βασικές αιτίες της κρίσης έτσι και τώρα έπειτα από την αρχική αμηχανία και τις κατηγορίες εναντίον του «άπληστου» και αναποτελεσματικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των εκπροσώπων του, η αντεπίθεση του συστήματος χωρίς ισχυρή αντίσταση πήρε πάλι τη μορφή της μείωσης μισθών και κοινωνικών παροχών, της μεγάλης αύξησης της ανεργίας έτσι ώστε η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη.  Η δραματική μείωση της ζήτησης που προέκυψε μαζί με την εκμηδένιση των επενδύσεων λόγω της χαμηλής κερδοφορίας δημιούργησε συνθήκες «Μεγάλης Ύφεσης» βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια την αναπαραγωγή του ελληνικού καπιταλισμού. Έτσι, η κρίση χρέους έγινε η αφορμή και το όπλο για το επιχείρημα της ριζικής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. η  προσπάθεια για μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων και του χρέους σε συνθήκες διεθνούς ύφεσης και κρίσης πήρε τη μορφή επίθεσης ενάντια κύρια στο εισόδημα και τις εργασιακές συνθήκες της εργατικής τάξης αλλά και στις πιο αδύναμες μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου με σκοπό να ενεργοποιηθούν οι «εκκαθαριστικές λειτουργίες» της κρίσης σε όφελος κυρίως του ξένου ευρωπαϊκού κεφαλαίου το οποίο με τη θεσμοθέτηση και την εγκατάσταση των ειδικών οικονομικών ζωνών σχεδιάζει να μετατρέψει την Ελλάδα και ολόκληρο το Μεσογειακό Νότο σε αποθήκη εφεδρικού στρατού εργασίας, υπερεκμετάλλευσης και παραδειγματισμού και εκφοβισμού για την εργατική τάξη των χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου.

Το ότι η συνταγή του διεθνούς κεφαλαίου και των εγχώριων συμμάχων του για τη μείωση του χρέους προφανώς και δεν το μειώνει, το αντίθετο μάλιστα, δεν έχει να κάνει ούτε με λαθεμένες πολιτικές ούτε με νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες αλλά με το βασικό σχέδιο των κυρίαρχων κύκλων που προσπαθεί να ανιχνεύσει την έξοδο από την κρίση με την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος συσσώρευσης ακόμη πιο βάρβαρου από την εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού που έχουμε γνωρίσει.

Η Αριστερά και το εργατικό κίνημα οφείλουν να αναγνωρίσουν το βάθος, την έκταση  αλλά και την ακριβή φύση της τρέχουσας κρίσης. Οι όποιες πρόχειρες εκκλήσεις και υποσχέσεις για «ανάπτυξη» εκστομίζονται από τους πολιτικούς εκπροσώπους των κυρίαρχων τάξεων αποσκοπούν απλώς στο να κερδηθεί χρόνος, παραγνωρίζοντας τη σοβαρότητα της δομικής κρίσης και τις δυσκολίες αναπαραγωγής του ελληνικού καπιταλισμού αλλά και της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας που βάζει έτσι κι αλλιώς σοβαρούς περιορισμούς στην όποια ελληνική προσπάθεια εξόδου από την κρίση στο πλαίσιο του συστήματος. Η απάντηση της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς πρέπει να βασίζεται στη δική της ξεχωριστή ανάγνωση της ιστορικής συγκυρίας. Ξεχωρίζοντας τις μορφές εκδήλωσης της κρίσης στη χρηματοπιστωτική/τραπεζική που απαιτεί την εθνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στη δημοσιονομική, που νομιμοποιεί την άρνηση του χρέους από μια εργατική κυβέρνηση, και στη δομική κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που έχει δείξει για μια ακόμη φορά την αναποτελεσματικότητα και τον ανορθολογισμό της υφιστάμενης κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης πρέπει να προχωρήσει στην αμφισβήτησή της και στη ρήξη ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά με το σύστημα που έχει αρχίσει να δείχνει τα ιστορικά του όρια.

Σημείωση: Στηρίζεται στην εισήγηση στην εκδήλωση του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής για το Σχέδιο Β.

[1] Διδάσκει στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών

ΠΗΓΗ: Mon, 2012-11-05, http://aristeroblog.gr/node/1130

Όταν αφοπλίζεσαι – του Γιάννη Ποτ.

Όταν αφοπλίζεσαι

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου


Όταν αφοπλίζεσαι
οι εχθροί σου φορούν
το προσωπείο του φίλου
σε χτυπούν στην πλάτη
και χαμογελώντας σε παρηγορούν
Λένε πως δεν έφταιγες εσύ
αλλά οι στόχοι σου
 που ήταν ακραίοι και ανέφικτοι

Όταν αφοπλίζεσαι
Οι εχθροί που έγιναν φίλοι σου
ψάχνουν τα τιμαλφή σου
σκυλεύουν τις ιδέες σου
λοιδορούν τα όνειρά σου

Όταν αφοπλίζεσαι
Οι εχθροί σου που έγιναν φίλοι
 συστήνουν
τις αναγκαίες προσαρμογές
 στην πραγματικότητα
Συμβουλεύουν θυσίες και ευελιξία
κι αγάλι αγάλι χωρίς εξάρσεις
με βήματα μικρά να προχωράς
  να μη τρομάξει ο λαός

Όταν αφοπλίζεσαι
Οι εχθροί σου που έγιναν φίλοι
  μειλίχιοι συμβουλεύουν
 την υποταγή σου

1 Νοεμβρίου 2012, Γιάννης Ποταμιάνος

Σκέψεις: η ψευδεπίγραφη χριστιανικότητα του φασισμού

«Η γυναίκα Ιεζάβελ»: Σκέψεις πάνω στην ψευδεπίγραφη χριστιανικότητα του φασισμού…

 

Των Μιλτιάδη Κωνσταντίνου & Ευσταθίου Χ. Λιανού Λιάντη


Αλλά έχω κατά σου ολίγα, ότι αφείς την γυναίκά Ιεζάβελ,

η λέγει εαυτήν προφήτιν, και διδάσκει και πλανά τους εμούς δούλους

Αποκ. 2,20

 

Οφείλουμε να ξεκινήσουμε το παρόν άρθρο με μία έμπονη ιστορική παραδοχή: Οι μεγάλες χριστιανικές ομολογίες της Ευρώπης δεν αντιστάθηκαν στον φασισμό και τον ναζισμό, τον καιρό που αυτά τα ιδεολογήματα είχαν καταστεί κυρίαρχες κρατικές ιδεολογίες. Δεν προέταξαν τον σταυρωμένο Χριστό έναντι των φασκών και της σβάστικας, ούτε έθεσαν τον λόγο του Ευαγγελίου σε αντιδιαστολή με τα κηρύγματα μίσους των φασιστών. Σιώπησαν, συμπορεύτηκαν, ευλόγησαν, αλλά δεν αντιτάχθηκαν. Και αυτό αποτέλεσε και θα αποτελεί για πάντα μια σελίδα ντροπής για τα κυρίαρχα χριστιανικά ιερατεία εκείνων των δίσεκτων χρόνων.

Όμως, Εκκλησία δεν είναι (μόνον) τα ιεραρχικά σώματα και η διοίκηση· Εκκλησία είναι, κυρίως, οι άγιοι και οι μάρτυρες της κάθε εποχής. Στο αίμα των μαρτύρων της θεμελιώθηκε και θεμελιώνεται αιώνια η Εκκλησία, και οι χριστιανοί, που ομολόγησαν την αλήθεια του Χριστού και διώχθηκαν, φυλακίσθηκαν και εξοντώθηκαν από τον φασισμό, είναι η σύγχρονη δόξα της. Όπως πάντα συνέβαινε στην Ιστορία, η χριστιανική αλήθεια επαληθευόταν στη γενναιότητα και το μαρτύριο των λίγων.

Καμία χριστιανική ομολογία δεν θέλει σήμερα να θυμάται τους συνεργάτες των ναζιστών, ούτε, επίσης, να αποδέχεται χωρίς κριτήρια αληθείας την άτολμη συγγνώμη των μελών της που τους υποστήριξαν. Όλοι, ή σχεδόν όλοι, αν σκεφθούμε την ιδιόμορφη περίπτωση του καρδινάλιου Stepinac, έχουν καταδικασθεί στην απαξίωση της λησμονιάς. Και θα πίστευε κανείς, ότι μετά την αποκάλυψη των τερατωδών εγκλημάτων του φασισμού κατά αμάχων μειονοτήτων και του Ολοκαυτώματος στην ολότητά του, ο χριστιανικός κόσμος διέγραψε οριστικά κάθε ιδεολογικό συσχετισμό ή συμπάθεια προς αυτόν. Για κάποιους, όμως, υφίσταται ακόμα η «κρυφή γοητεία» του φασισμού.

Παρά την εγγενή αντιχριστιανικότητά του, ο φασισμός ασκεί έλξη προς τα συντηρητικά ακροατήρια ως ένα κίνημα που εκμεταλλεύεται τραντισιοναλιστικές αξίες και «θεοποιεί» την έννοια του έθνους, και, άρα, το υπερεγώ ενός λαού, καταξιώνοντας το κοινωνικό υποκείμενο, επειδή και μόνον ανήκει σε μία ορισμένη φυλετική ομάδα. Σε αυτά τα σημεία έγκεινται οι κύριες αντιστοιχίες του με τις idées fixes ενός μέρους της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, το οποίο αφήνοντας κατά μέρος την πανανθρώπινη προοπτική του χριστιανικού μηνύματος και τη ριζοσπαστική ισότητα, που εξήγγειλαν ο Χριστός και οι μαθητές του, επαναλαμβάνει τα ιστορικά processus και, εντελώς αυθαίρετα, προτιμά να περικλείσει την Εκκλησία στα όρια του έθνους-κράτους, στρέφοντάς τη εχθρικά προς τον ξένο, τον ανόμοιο. Κι εδώ εμφανίζεται η αντινομία και η ματαίωση της χριστιανικής ταυτότητας, τουλάχιστον του συνειδητού μέλους της Εκκλησίας, τη στιγμή που υιοθετεί τον φασισμό.

Όταν στα 1933 την εύθραυστη δημοκρατία της Βαϊμάρης διαδέχθηκε ο ναζιστικός ολοκληρωτισμός, οι εθνικοσοσιαλιστές θεωρητικοί προσπάθησαν να κατασκευάσουν μια ψευδεπίγραφη χριστιανική ομολογία, η οποία θα εξυπηρετούσε τη φασιστική κρατική μηχανή. Οι κύριοι άξονες αυτού που ονόμασαν «θετικό χριστιανισμό» ακύρωναν, ουσιαστικά, τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης, αντικαθιστώντας τη με ένα ρατσιστικό, νεο-παγανιστικό μόρφωμα, που χρησιμοποιούσε κατ' επίφαση το όνομα του Χριστού. Ως στόχους τους διακήρυξαν την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης ως χριστιανικού συγγράμματος και την «απο-εβραιοποίηση» της Καινής Διαθήκης (ειδικότερα του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου και των Παύλειων Επιστολών)· την επιβολή της θέσης για εκπλήρωση της Μεταρρύθμισης στο «μεσσιανικό» πρόσωπο του Αδόλφου Χίτλερ· τη φυλετική ταυτοποίηση του Ιησού ως Άριου, και την εισαγωγή αρχαίων γερμανικών παραδόσεων και δρυϊδικών μύθων σε αντικατάσταση των ιουδαϊκών στοιχείων του χριστιανισμού.

Σε αυτές τις θέσεις, αλλά και στη δημιουργία της Reichskirche, της ναζιστικής «εκκλησίας», αντέδρασε μια μικρή μερίδα Γερμανών ιερωμένων, θεολόγων και πιστών, που συγκρότησε την Bekennende Kirche (Ομολογούσα Εκκλησία) σε μια προσπάθεια να αντισταθεί στον εκφασισμό της προτεσταντικής ομολογίας. Στη Διακήρυξη Πίστεως του Barmen οι ηγέτες της Bekennende Kirche σημείωναν: «Απορρίπτουμε το ψευδές δόγμα ότι η Εκκλησία με ανθρώπινη αλαζονεία μπορεί να θέσει τον Λόγο και το έργο του Κυρίου στην υπηρεσία οποιωνδήποτε αυθαίρετα επιλεγμένων επιθυμιών, επιδιώξεων και σχεδίων». Οι ηγετικές φυσιογνωμίες της μικρής αυτής χριστιανικής ομάδας εξορίσθηκαν, οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και ορισμένοι εκτελέσθηκαν εκεί μέχρι το τέλος του Πολέμου. Από αυτούς ξεχώρισαν, για τη ρωμαλεότητα του πνεύματός τους, ο μεγάλος Karl Barth και ο «μάρτυρας» Dietrich Bonhoeffer. Αλλά, ακόμα, και η κατοπινή δικαίωση της χριστιανικής αντίστασης δεν ήταν πλήρης, μιας και ποτέ δεν αποδόθηκαν ευθύνες στα μέλη της Εκκλησίας, τον απλό λαό, που απορρίπτοντας τη χριστιανική αγάπη, αγάπησε ένα μεταφυσικό «εγώ» του έθνους ή της φυλής.

Ο χριστιανισμός μπορεί να είναι αληθινός μόνον όταν επιλέγεται, υφίσταται και διακονείται με απόλυτη ελευθερία και εμπνέεται από την αγάπη, όπως την περιέγραψε εν ανθηρώ έλληνι λόγω ο Παύλος. Οποιαδήποτε άλλη μορφή του είναι ψευδεπίγραφη, γιατί αμαυρώνει την εικόνα του ανθρώπου ως δημιουργήματος της αγάπης του Θεού και ακυρώνει την προοπτική του στην έκφραση της λυτρωτικής, αγαπητικής θυσίας του Λόγου. Ο φασισμός δεν μπορεί να συμβαδίσει μ' αυτή την ελευθερία της αγάπης –ούτε και με την ελευθερία της έκφρασης και της συνείδησης-, και για τούτο δεν μπορεί να είναι χριστιανικός. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, όταν δέχεται και αγκαλιάζει τους πάντες, και εδώ είναι χαρακτηριστική η θέση των Πατέρων, που ακόμα και αυτούς οι οποίοι συνειδητά θέτουν τον εαυτό τους εκτός Εκκλησίας, δεν τους θεωρούν υπενάντιους αλλά «εν δυνάμει» μέλη της. Ο φασισμός δρα, πάντοτε, αποκλείοντας ένα κοινωνικό σύνολο, παρουσιάζοντάς το ως «εχθρικό», προκειμένου να διεγείρει πάθη και ένστικτα αυτοσυντήρησης και να συσπειρώσει τους οπαδούς του. Η Εκκλησία – η πραγματική και ακέραια – αγκαλιάζει τους εχθρούς της· ο φασισμός κατασκευάζει τους εχθρούς του και, έπειτα, τους εκτελεί.

Στο εξαιρετικής ποιητικότητας ιδιόμελο που ψάλεται στην εκφορά του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή, ο Αριμαθαίος Ιωσήφ εμφανίζεται να παρακαλεί τον Πιλάτο να του παραδώσει το νεκρό σώμα του Ιησού με τα παρακάτω λόγια: «Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω. Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον». Ο πρώτος ξένος της χριστιανοσύνης είναι ο ίδιος ο Χριστός· αυτός που στην επίγεια ζωή του υπήρξε πρόσφυγας, διωκόμενος, πολιτικός κατάδικος, και πέθανε ως εγκληματίας στον σταυρό, μιλώντας για τη δική του «βασιλεία» σ' έναν ληστή.

Ο ξένος, ο «άλλος», ο διαφορετικός είναι πρόσωπο ιερό μέσα στον ζωντανό εκκλησιαστικό οργανισμό. Είναι αυτός που η κοινότητα των πιστών θα βοηθήσει και θα αγκαλιάσει σαν να είναι ο Χριστός, όπως Εκείνος είπε: «ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με [] αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Μπορεί αυτή η πρακτική αποδοχής και ενεργού συμπαράστασης προς τον ξένο να συνυπάρξει με το αβυσσαλέο μίσος και τη βία, που ασκεί ο φασισμός;

Σήμερα, που ο φασισμός εμφανίζεται και πάλι στον κοινωνικό χάρτη, απειλώντας τον «συν-άνθρωπο» οι ηγεσίες των Εκκλησιών δεν πρέπει να σιωπήσουν. Η επανάληψη του λάθους του Μεσοπολέμου και η ποιμαντική αδιαφορία θα οδηγήσει σε δεινή απαξίωση των εκκλησιαστικών ταγών και, ίσως, του ίδιου του χριστιανισμού. Άλλωστε, η Ορθοδοξία, που είναι η κυρίαρχη πίστη στον τόπο μας, δοξάσθηκε όταν ταύτισε τον λόγο της με το δίκαιο του αδύναμου, όταν επέλεξε να είναι διωκόμενη για την αλήθεια. Όπως ωραία το περιγράφει ο Φώτης Κόντογλου σ' ένα διήγημά του: «Η ορθοδοξία τότες ήτανε σαν και κείνη τη μάνα τη βασανισμένη, που την πονάνε τα παιδιά της πιότερο, παρά σαν είναι καλοπερασμένη. Αγάπη αληθινή είναι μονάχα κείνη πούνε πονεμένη αγάπη, απάνου σε τέτοιαν αγάπη θεμέλιωσε ο Χριστός τη γλυκιά την πίστη του».

[Συζήτηση και σχόλια για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]

* Ο Μιλτιάδης Κωνσταντίνου είναι καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ. Ο Ευστάθιος Χ. Λιανός Λιάντης είναι θεολόγος, επιμελητής εκδόσεων, υπ. δρ. στο ΑΠΘ.

ΠΗΓΗ: Ημερομηνία δημοσίευσης: 04/11/2012,  http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=725536

Ευαγγέλιο: βίωση της αποφατικής ψηλάφησής του

Από την ιδεολογική και δικανική, φαντασιακά, ερμηνεία του ευαγγελίου, στη βίωση της αποφατικής ψηλάφησης του

 

Του π. Δημητρίου Θεοφίλου [M. D.]

 

 

Είναι παρήγορο και ελπιδοφόρο το γεγονός ότι για πρώτη φορά στην νεώτερη ελληνική ιστορία έλληνες ιεράρχες, με μαζικότητα και κατηγορηματικότητα (εξαιρώντας φυσικά κάποιες αμετανόητες γραφικές πλέον περιπτώσεις), καταδικάζουν απερίφραστα το φασισμό και τα παράγωγά του στον ελλαδικό χώρο. Σε περιόδους κρίσεων και παρακμής ευδοκιμούν ακραία φαινόμενα είτε πολιτικής είτε θρησκευτικής προέλευσης. Δεν είναι τυχαίο πως ο φονταμενταλισμός στις διαφορετικές θρησκευτικές εκδοχές του (χριστιανική, ισλαμική, ιουδαϊκή),, συναντιέται και συνοδοιπορεί αντάμα με τον φασισμό.

Και οι δύο αυτές ακραίες τάσεις, αν αναλυθούν από ψυχολογική άποψη θα οδηγηθούμε στο ίδιο συμπέρασμα, σχετικά με την δημιουργία και την διατήρηση, τέτοιων και παρόμοιων, δυσπροσάρμοστων και αντικοινωνικών δράσεων και συμπεριφορών, που ενώ δρουν στο σκοτεινό παρασκήνιο της κοινωνίας και της ζωής διεκδικούν όλο και περισσότερο συχνά πυκνά τον τελευταίο καιρό, να «πατούν» σε κάποια αφορμή και να ξεπροβάλλουν από τις «αραχνώδεις» σπηλιές τους  και τα «ανήλια υποσυνείδητα» υπόγεια τους. Είναι διαπιστωμένες καταστάσεις διαταραχής που μετεξελίσσεται και μεταλλάσσεται σε σύνδρομο «σωτηρίας» του κόσμου, της πατρίδας, της πίστης, της οικογένειας.

Η ιδεολογικοποίηση του ευαγγελίου, και η μετατροπή της εκκλησίας από βίωση ορθόδοξης εμπειρίας και αποφατικής ψηλάφησης (η ψηλάφηση του Θωμά αποτελεί ένα τέτοιο διαπιστωμένο γεγονός), σε εγχειρίδιο κανονικού και ποινικού δικαίου  παραπέμπουν σε μια παραχαραγμένη «εκκλησιολογία» εξατομικευμένης ιδιωτικής θρησκευτικότητας, που όταν όλη αυτή η έκπτωση και εκτροπή  συναντήσει το «βρικόλακα» του φασισμού με ταυτόχρονο έλλειμμα θεολογικής αυτοσυνειδησίας και ιστορικής μνήμης, επιτρέπει στη συγκεκριμένη συγχρονία, να δημιουργηθεί ένα εκρηκτικό μίγμα μέσα σε ένα εξαιρετικά παθογόνο  περιβάλλον, που θυμίζει ένα σπίτι γεμάτο με υγραέριο και κάποιον να προσπαθεί να ανάψει ένα σπίρτο για να φωτιστεί «δήθεν» το σπίτι. Οι όποιες διαπιστώσεις και επισημάνσεις όμως, θα ήταν στείρες και ατελέσφορες, αν έμεναν στο διαγνωστικό επίπεδο, δίχως θέσεις και προτάσεις θεραπείας και αποκατάστασης. Η κοινωνία και η ζωή μας τούτη την ώρα την δύσκολη και κρίσιμη συνάμα, το τελευταίο που θα είχε να κάμει θα ήταν «μνημόσυνα» του ένδοξου παρελθόντος της, θα ήταν να ομφαλοσκοπεί υπνωτισμένη στο χθες και το πριν.

Η κοινωνία μας καλείται να δώσει «εξετάσεις» για το αύριο και το μετά, σε «άγνωστο κείμενο» που δεν διδάχθηκε ποτέ, σε ύλη που όταν διδάσκονταν  εμείς κάναμε «σκασιαρχείο» στις καφετέριες και την «dolce vita». Είναι μπροστά σε μια διαχείριση κρίσης, ασύμμετρα μεγαλύτερης, από αυτή που φαντάζονταν, ακόμα και στους χειρότερους εφιάλτες της και χρειάζεται «εδώ και τώρα» λήψη άμεσων μέτρων και αποφάσεων αυτοσυνειδησίας και αυτοεπίγνωσης, σταματώντας να αναζητεί «αποδιοπομπαίους τράγους» που θα τους φορτώσει της κάθε λογής και εποχής ανομίες και αμαρτίες της, αρνούμενη με επίταση να μετατραπεί η ζωή μας σε αρένα που διψάει για αίμα (habitare – to iuguolo)  και πεδίο σκοποβολής που ο ένας θα «στοχεύει» και θα «πυροβολεί» τον άλλο. Δεν μας φταίει η τύχη μας, οι οικονομικές συνθήκες, οι τράπεζες, το ΔΝΤ, η ΕΕ, οι ξένοι γενικώς ή οι μετανάστες ειδικώς, οι πολιτικοί, οι πολιτικές ή οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί και να υποθέσει ο καθένας με ρεαλιστικά ή εξωπραγματικά κριτήρια. Ένας και μοναδικός είναι ο αίτιος, ο εαυτός μας, αν δεν περάσουμε σε μια «μεταπολίτευση» από την ασύστολη δικτατορία του «εγώ» μας, Θεού πρόσωπο δεν πρόκειται να δούμε.

Αν δεν δικάσουμε και καταδικάσουμε τον εαυτό μας για πράξεις και για παραλείψεις ιδιαζόντως ειδεχθείς που μπορεί να είναι αργά μα ίσως και νωρίς, δεν έχουμε ελπίδα να αποτελματωθεί και να εξυγιανθεί η ζωή και η κοινωνία μας. Αν δεν αλλάξουμε, δεν μετανιώσουμε για τα διαγνωσμένα λάθη και πάθη μας, αναγνωρίζοντας ως κύριο υπαίτιο για τα χάλια και την κατάντια μας, τον εαυτό μας, μέσα από μια ειλικρινή αυτοκριτική, δεν έχουμε ελπίδα σωτηρίας (όλες οι πόρτες κινδύνου έχουν σφραγιστεί μην το ξεχνάς…), ούτε με τη φυσική αλλά ούτε με τη μεταφυσική έννοια του όρου.

 

ΠΗΓΗ: Ημ. Δημοσίευσης: Nov 3, 2012, http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=10944

 

ΥΓ: Το αρθρο δημοσιευεται με αδεια του υπ. της ιστοσελίδας της πηγης.

Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα της αριστεράς

Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα της αριστεράς

 

Του Πάνου Παπανικολάου

 

 

Βαρίδια από το παρελθόν που ταλαιπωρούν την ρεφορμιστική αριστερά, με αντανάκλαση και στην αντικαπιταλιστική πτέρυγα, σε μια εποχή «ή του ύψους ή του βάθους» όπως η σημερινή που μπορεί να οδηγήσει γρήγορα είτε σε επαναστατική ρωγμή ή σε στρατηγική ήττα.

1) Η κοινοβουλευτική αποχαύνωση.

Την ίδια στιγμή που καταρρέουν με εκκωφαντικό τρόπο στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας όλα τα στερεότυπα και τα ιδεολογήματα του αστικού κοινοβουλευτισμού, η αριστερά όχι μόνο δεν κάνει το αποφασιστικό βήμα από εργατική – επαναστατική σκοπιά, δηλαδή να κάνει μαζικό αίτημα πάλης την ανατροπή του σάπιου πολιτεύματος και την αντικατάστασή του από θεσμούς άμεσης εργατικής δημοκρατίας, αλλά αντίθετα το … «υπερασπίζεται» ενάντια στην «υποβάθμισή» του από τις «μνημονιακές κυβερνήσεις» !.

Και αυτό σε μια περίοδο που από την μία η σήψη του αστικού κοινοβουλευτισμού αλλά και ο ταξικός του χαρακτήρας βγαίνουν στην επιφάνεια με αποκαλυπτικό τρόπο (σκάνδαλα, χρηματισμός, λίστες κλπ) ενώ από την άλλη στο λαϊκό κίνημα ωριμάζει η προοπτική της άμεσης δημοκρατίας (π.χ. λαϊκές συνελεύσεις στο Σύνταγμα και γενικά στις πλατείες).

Έτσι, η αριστερά αντί να αποτελεί την συγκροτημένη, ταξική, ριζοσπαστική πτέρυγα του λαϊκού αντικοινοβουλευτικού αισθήματος, φαντάζει σαν μέρος του πολιτικού συστήματος αφήνοντας ανοικτό το πεδίο στην συντηρητική και ακροδεξιά προπαγάνδα. Η αντικαπιταλιστική αριστερά, το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πρέπει τολμηρά και επειγόντως να βάλουν στην κορυφή της πολιτικής τους αντζέντας την διεκδίκηση ανατροπής του αστικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και την αντικατάστασή του από θεσμούς άμεσης δημοκρατίας (ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα, λαϊκή εθνοσυνέλευση, λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές και τους χώρους εργασίας κλπ) που θα συγκεντρώνουν στα χέρια τους όλη την εξουσία – νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική.

2) Η ευρωλαγνεία.

Ενώ η χούντα κεφαλαίου – ΕΕ – ΔΝΤ – τρικομματικής συγκυβέρνησης διαρκώς εξαπολύει τον γνωστό εκβιασμό («ή αυτή η πολιτική ή αλλιώς έξω από το ευρώ») η αριστερά αντί να σηκώσει τολμηρά το «γάντι» που πετά ο αντίπαλος και να του το επιστρέψει «στα μούτρα», διαρκώς υπεκφεύγει και δίνει την εντύπωση πως «μασάει» στον εκβιασμό. Πρώτα και κύρια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με το σχήμα «αυτή η αντιλαϊκή πολιτική είναι που θα μας πετάξει έξω από το ευρώ» (το οποίο εμείς το θέλουμε, όπως προκύπτει αυτονόητα). Στη συνέχεια το αριστερό ρεύμα του ΣΥΝ και συνιστώσες όπως η ΚΟΕ και η ΔΕΑ που τρέχουν να … εξαφανίσουν πρόσφατες τοποθετήσεις τους υπέρ της εξόδου από την ευρωζώνη για να «προστατεύσουν» την ηγεσία από την πολεμική των καθεστωτικών δυνάμεων.

Έπειτα το ΚΚΕ, που ενώ έχει αντι – ΕΕ φρασεολογία παραπέμπει το αίτημα εξόδου από την ευρωζώνη στην στρατηγική θέση εξόδου από την ΕΕ στα πλαίσια συνολικής αντιμονοπωλιακής διεξόδου και δεν το προκρίνει σαν αυτοτελές σημερινό πεδίο ταξικής πάλης.

Τέλος δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που επίσης μιλούν γενικά και αόριστα για «ρήξη» με το ευρώ και όχι για ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΑΜΕΣΑ ΜΕ ΛΑΪΚΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ. Έτσι, δίνεται το δικαίωμα στα κυβερνητικά στελέχη και στα καθεστωτικά ΜΜΕ να προπαγανδίζουν καθημερινά τον εκβιασμό, τονίζοντας πως «σε μια επτακομματική βουλή που εκφράζει όλο το πολιτικό φάσμα, κανένας δεν θέτει θέμα εξόδου από την ευρωζώνη» (π.χ. Βορίδης στην ΕΡΤ 3, 19-10).

Κοντά στα άλλα, έτσι συγκαλύπτεται ο φιλοσυστημικός ρόλος της ακροδεξιάς που φυσικά δεν λέει κουβέντα για ευρώ και ΕΕ. Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει άμεσα να αναβαθμίσει την υπάρχουσα «πρωτοβουλία ενάντια στο ευρώ και στην ΕΕ» σε ΜΑΖΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ – ΚΙΝΗΜΑ, που από την μια θα αναδεικνύει τον αντιδραστικό – ταξικό χαρακτήρα της ΕΕ και από την άλλη θα προωθεί το αίτημα μονομερούς εξόδου από την ευρωζώνη, περιγράφοντας πλήρως και πρακτικά τους όρους με τους οποίους αυτό μπορεί να γίνει πράξη. Στο μέτωπο – κίνημα αυτό φυσικά έχουν θέση δυνάμεις προερχόμενες από το «μέτωπο ΑΑ» ή αποχωρήσαντες από το ΕΠΑΜ κλπ, αλλά φυσικά με αίτημα την άμεση έξοδο από την ευρωζώνη και όχι τη θολή «ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ».

3) Η περί των εκλογών αυταπάτη.

Στις εκλογές του Ιουνίου αναδείχτηκε ένα πολύ επικίνδυνο και ανησυχητικό φαινόμενο : η ιδεολογική συριζοποίηση του κόσμου της αριστεράς. Η αυταπάτη της άμεσης εκλογικής – κυβερνητικής λύσης κυριάρχησε συντριπτικά, με αποτέλεσμα ένας στους δύο ψηφοφόρους του ΚΚΕ και δύο στους τρεις ψηφοφόρους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (σε σχέση με τον Μάϊο) να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό σε μια αριστερά όπως η ελληνική που είχε δώσει για δεκαετίες σκληρό αγώνα ενάντια στην εκλογικίστικη λογική του «μικρότερου κακού» στην διακυβέρνηση … Σήμερα, τέσσερεις μήνες μετά, δεν έχει γίνει κανένα σοβαρό βήμα για τον απεγκλωβισμό της αγωνιστικής αριστερής συνείδησης από τον αστικό εκλογικό κρετινισμό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργεί την προοπτική του «ώριμου φρούτου», φαντασιώνεται την ομαλή εκλογική μετάβαση και αδυνατεί να μετασχηματίσει την γενική εκλογική επιρροή σε δυναμική οργανωτική συγκρότηση. Η πολιτική αυτή υπνηλία εκφράζεται και στην αντικαπιταλιστική αριστερά, που με τη σειρά της αδυνατεί να μετασχηματίσει σε επαναστατική – πολιτική συγκρότηση την συνδικαλιστική της επιρροή.

Αντίθετα οι καθεστωτικές δυνάμεις ανασυγκροτούνται με ταχύτατους ρυθμούς. Κατ' αρχήν, Οικοδομείται ένα πανίσχυρο ολοκληρωτικό κράτος και από κοντά του ένα ισχυρό ακροδεξιό παρακράτος με αλληλοδιαπλεκόμενους μηχανισμούς καταστολής, τρομοκρατίας και προβοκάτσιας. Το σύμπλεγμα εξουσίας – ΜΜΕ προπαγανδίζει τόσο ασύστολα την κυρίαρχη πολιτική, ώστε καθημερινά και ο πιο δύσπιστος διαπιστώνει την ύπαρξη ενιαίου κέντρου καθοδήγησης με 24ωρη λειτουργία. Το κόμμα της ΝΔ με δόλωμα την «κουτάλα» της εξουσίας ξαναφτιάχνει τους μηχανισμούς του, σε αγαστή συνεργασία με το μεγάλο κεφάλαιο, την αστυνομία και τις ακροδεξιές συμμορίες.

Σε αυτό το περιβάλλον, η αριστερά φαντάζει να βαδίζει αμέριμνη με αφέλεια χειρότερη από αυτήν της ΕΔΑ την δεκαετία του ΄60. Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει άμεσα να πάρει δραστικά μέτρα ενάντια στην ιδιότυπη αυτή «υπνηλία», που πρώτα και κύρια πρέπει να είναι πολιτικά και ιδεολογικά. Οι πρωτοπόροι αγωνιστές του λαϊκού και εργατικού κινήματος πρέπει επειγόντως να συνειδητοποιήσουν πως η ροή της ιστορίας θα κριθεί ανάλογα με τον βαθμό ταξικής πολιτικής συγκρότησης της κοινωνικής πλειοψηφίας, από την οποία προκύπτουν οι πραγματικοί συσχετισμοί. Πως η «εκλογική ανάθεση» σε έναν πολιτικό σχηματισμό της αριστεράς «να κυβερνήσει» με το λαϊκό κίνημα στον ρόλο του παρατηρητή, δεν είναι απλά αδιέξοδη αλλά κυριολεκτικά καταστροφική -είναι συνταγή στρατηγικής ήττας στις σημερινές συνθήκες.

4) Η έλλειψη μάχιμης αντικαπιταλιστικής πολιτικής.

Ο ΣΥΡΙΖΑ με το ιδεολογικό σχήμα «τα κακά μνημόνια που πνίγουν την οικονομία» συσκοτίζει την απλή αλήθεια : το Δ΄ Ράϊχ του γερμανικού κεφαλαίου βασίζεται στην ιστορική συμμαχία του κεφαλαίου αυτού με τις τοπικές πλουτοκρατίες των επιμέρους χωρών. Η συμμαχία αυτή είναι ολοκληρωτική και συντριπτική. Εκφράζεται με μηχανισμούς οικονομικούς (τραπεζικό σύστημα κλπ) και πολιτικούς.

Η ντόπια αστική τάξη προς όφελος της συμμαχίας αυτής αδίστακτα σπάζει όλους τους παλιούς δεσμούς με τη μεσαία τάξη και την πάλαι ποτέ εργατική αριστοκρατία. Έχει αποδειχτεί περίτρανα τα 3 τελευταία χρόνια πως δεν υπάρχει κανένα σοβαρό κομμάτι της αστικής τάξης που να αντιτίθεται στην πολιτική ΕΕ – ΔΝΤ ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Ισπανία ούτε στην Πορτογαλία.

Χαρακτηριστικά, τις τελευταίες μέρες η τρόϊκα «πιέζει» για μέτρα που αποτελούν αποκλειστικά «δωράκι» στους ντόπιους μεγαλοεργοδότες (π.χ. αναδρομική περικοπή αποζημιώσεων για απολύσεις που έχουν ήδη γίνει). Δεν μπορεί να υπάρχει αντιμνημονιακή – και φυσικά πολύ περισσότερο αντι ΕΕ – πολιτική που να μην είναι ταυτόχρονα αντικαπιταλιστική πολιτική.

Και όμως : η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στον πολιτικό της λόγο ταυτίζεται με τους Ανεξάρτητους Έλληνες καλλιεργώντας μια γενική αντιμνημονιακή θολούρα, ενώ το ΚΚΕ παραπέμπει την επαναστατική αντικαπιταλιστική προοπτική στην «άλλη ζωή» αφού πρώτα «ωριμάσει» ο ανώριμος λαός. Είναι χαρακτηριστικό πως συγκεκριμένες καταγγελίες (π.χ. το σκάνδαλο με τη βίλα της κ. Γιάννας Αγγελοπούλου πρόσφατα) που αποκαλύπτουν τον ρόλο συγκεκριμένων εκπροσώπων της πλουτοκρατίας γίνονται πιο συχνά από άλλους (π.χ. πρώην σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές όπως ο Φωτόπουλος) παρά από την κοινοβουλευτική αριστερά.

Οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, παρά το γεγονός πως ομολογουμένως προβάλλουν την αντικαπιταλιστική ανατροπή στον καθημερινό τους λόγο, αδυνατούν να την εντάξουν πειστικά σε ένα άμεσο πρόγραμμα λαϊκής – εργατικής επαναστατικής προοπτικής. Π.χ. διστάζουν να προβάλλουν σαν άμεσο αίτημα που θα τίθεται προς ψηφοφορία στις συνελεύσεις των σωματείων την κοινωνικοποίηση – κατάσχεση ολόκληρου του ΑΕΠ υπέρ της επιβίωσης του λαού και της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.

5) Το σύμπλεγμα ελιτισμού, αβανγκαρντισμού και ανθρωποφοβίας.

Η σοβαρή αυτή «αρρώστια» έχει μεταδοθεί από την ηγεσία του ΚΚΕ σε όλη την αριστερά. Ο περιορισμός της παρέμβασης σε ένα ευνοϊκό, προνομιακό ακροατήριο «που καταλαβαίνει», για να προλάβουμε πριν μας το φάνε οι άλλοι …

Με την ίδια λογική, ενώ (σωστά) η αριστερά καταγγέλλει την προσπάθεια των καθεστωτικών δυνάμεων να σπείρουν την αμορφωσιά, την θρησκοληψία, την μεταφυσική και την συνωμοσιολογία, από την άλλη πολύ συχνά εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια παρέμβασης σε κοινωνικές μάζες ευάλωτες ακριβώς σε αυτόν τον σκοταδισμό, θεωρώντας σημαντικότερη την στοχοπροσήλωση σε στρώματα και ομάδες πιο "εύκολες", με τις οργανώσεις της αριστεράς αλληλοδιαγκωνιζόμενες στις ομάδες αυτές για την αύξηση της επιρροής τους.

Παρά τα τεράστια βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει ακόμα πολλά να διορθώσει τόσο όσον αφορά την τόλμη, όσο και την τέχνη της επαναστατικής πολιτικής στα πιο πλατειά στρώματα, στα "βαθειά νερά" της κοινωνικής πλειοψηφίας, στα σχολεία, στις γειτονιές, στους ανέργους κλπ. Η εμπειρία π.χ. από τις πλατείες πέρισυ είναι πολύτιμη και πρέπει ιδιαίτερα να συζητηθεί και να αξιοποιηθεί. Επίσης, να συζητηθεί και να αξιοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο κάθε εμπειρία από χώρους εργασίας και κατοικίας που έχει κατακτηθεί αυτό το ζητούμενο, δηλαδή της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής παρέμβασης με καθολικούς όρους.

6) Η οραματική νεκροφιλία.

Πάλι με βασική ευθύνη του ΚΚΕ, η αριστερά έχει την τάση να προσκολλάται με αντιδιαλεχτικό τρόπο σε "πρόσωπα" και "περιόδους" της ιστορίας, με νοοτροπία οπαδού ποδοσφαιρικής ομάδας και όχι με αντίληψη εργατικής πολιτικής. Η νοοτροπία αυτή αφορούσε και την "ευρωκομμουνιστική" αριστερά (προνομιακές σχέσεις με το καθεστώς Τσαουσέσκου, "κινεζούπολη" στα φεστιβάλ του "Ρήγα Φεραίου" κλπ) αλλά αφορά και τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς – "θρησκευτικού" τύπου προσωπολατρεία για προσωπικότητες όπως ο Μάο, ο Τρότσκι, ακόμα και ο Κιμ – ιλ – Σουνγκ.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην κεντρική προεκλογική της συγκέντρωση τον περασμένο Μάη διακήρυξε για άλλη μια φορά πως "εμείς είμαστε με τον ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΥΠΑΡΞΕΙ ΑΚΟΜΑ". Αυτό πρέπει να γίνει "φραγκοδίφραγκα" μάχιμης ιδεολογικής γραμμής. Να ξεκαθαρίζεται καθημερινά πως η αντικαπιταλιστική αριστερά σε αντίθεση με την ρεφορμιστική δεν έχει "όραμα" ούτε το καθεστώς του Μπρέζνιεφ, ούτε αυτό του Τενγκ – Τσιάο – Πινγκ, πως αυτά αποτελούσαν ουσιαστικά καπιταλισμό με σοσιαλιστικό μανδύα γι' αυτό είχαν την εξέλιξη που είδαμε (από την μία … εκούσια παράδοση και κατάρρευση, και από την άλλη εισαγωγή του φριντμανισμού και των πιο άγριων αγοραίων ρυθμίσεων από την δεκαετία του '90).

Παραπέρα, να γίνει επιτέλους (και αν όχι τώρα, πότε; ) μια συντροφική συγκροτημένη συζήτηση για τον απολογισμό του κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα που άμεσα θα καταλήξει σε ορισμένες βασικές "θέσεις αρχής", που θα μπορούν να διατυπώνονται στην καθημερινή πολιτική διαπάλη. Το απλώς να "προσπερνάμε" τα ζητήματα αυτά σε μια εποχή που η πολιτική συζήτηση στις μάζες έχει ανέβει σε ΑΣΥΛΛΗΠΤΟ βαθμό και που κυκλοφορούν και παγιώνονται συντηρητικές -απλοϊκές (π.χ. "Στάλιν και Χίτλερ ήταν οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος", "ο κομμουνισμός απέτυχε, το μαγαζί έκλεισε") ή ακροδεξιές – φασιστικές απόψεις, είναι ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟ. Ούτως ή άλλως ακόμα και στον πιο στενό περίγυρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς αυτή η συζήτηση ΓΙΝΕΤΑΙ "στα κεφενεία", στο ίντερνετ κλπ. Είναι ζωτική ανάγκη να γίνει οργανωμένα με κριτήριο και ζητούμενο την συγκρότηση ΜΑΧΙΜΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ.

7) Ο σεχταρισμός.

Παρά τα τεράστια βήματα υπέρβασης που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια (η ίδια η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι το καλύτερο παράδειγμα), υπάρχουν ομάδες στην "μικρή" αριστερά που σαφώς κινούνται με κριτήριο τον ατομικισμό και τους μικροεγωισμούς, ενώ η επίκληση ιδεολογικής ή όποιας καθαρότητας είναι τελείως προσχηματική. Το σημαντικότερο, υπάρχουν οργανώσεις ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΡΣΥΑ οι οποίες δίνουν την εντύπωση πως κάνουν το δικό τους "παιχνιδάκι" χρησιμοποιώντας απλά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν όχημα στενών και οργανωτίστικων επιδιώξεων.

Το σπουδαιότερο που πρέπει να χαρακτηρίζει μια πολιτική συνεργασία αντικαπιταλιστών επαναστατών είναι ΝΑ ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ χωρίς κουτοπονηριές. Οι νοοτροπίες αυτές αποτελούν ΒΡΑΧΝΑ και ΤΡΟΧΟΠΕΔΗ στην ανάπτυξη της επαναστατικής πτέρυγας. Ο νοών νοείτο …

Η επαναστατική υπέρβαση των παραπάνω είναι στις σημερινές συνθήκες ζήτημα ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ. Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού, και πολύ σύντομα θα κριθεί αν θα πάει μπροστά ή πισω, προς την ελπιδοφόρα επαναστατική προοπτική της νέας εποχής ή προς την πιο μαύρη νύχτα του σκοταδισμού, αν θα αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή για τους λαούς της ευρώπης και του κόσμου.

ΠΗΓΗ: 2012-11-05, http://aristeroblog.gr/node/1131

ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ NOBEL ΕΙΡΗΝΗΣ

ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ NOBEL ΕΙΡΗΝΗΣ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

«Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης 2012. Με τη σημαντική αυτή διάκριση ανταμείβεται για την εξηκονταετή συμβολή της στην ειρήνη και συμφιλίωση των λαών, τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα» (12.10.1912). Είναι απόσπασμα από ανακοίνωση στο διαδίκτυο της Ευρωπαϊκής επιτροπής, ανακοίνωση μέσω της οποίας η ΕΕ αυτοεγκωμιάζεται!  Ίσως κάποιος σκεφθεί: Αν πρέπει να επιρριφθεί μομφή σε κάποιους, αυτοί είναι οι της επιτροπής απονομής του βραβείου και όχι οι παραλήπτες αυτού. Ας εξετάσουμε τα πράγματα διεξοδικότερα.

Το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης είναι ένα από τα πέντε βHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B5%CE%AF%CE%B1_%CE%9D%CF%8C%CE%BC%CF%80%CE%B5%CE%BB"ραβεία Νόμπελ, που θεσπίστηκε από το Σουηδό βιομήχανο και εφευρέτη ΆλφρεντHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CF%86%CF%81%CE%B5%CE%BD%CF%84_%CE%9D%CF%8C%CE%BC%CF%80%CE%B5%CE%BB" Νόμπελ. Με βάση τη διαθήκη του Νόμπελ το βραβείο αυτό πρέπει να δίνεται «στο πρόσωπο που είχε τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην αδελφοποίηση των εθνών, στην κατάργηση ή τη μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων και στη διεξαγωγή και προώθηση ειρηνευτικών διαδικασιών». Το Νόμπελ Ειρήνης απονέμεται σε ετήσια βάση στο Όσλο, πρωτεύουσα της Νορβηγίας. Τα μέλη της επιτροπής κρίσεως διορίζονται από το νορβηγικό κοινοβούλιο. Η πρώτη απονομή στον Ερρίκο Ντυνάν, ιδρυτή του «Ερυθρού Σταυρού», υπήρξε άκρως επιτυχής.

Η Νορβηγία είναι χώρα, η οποία δια του κοινοβουλίου της αποφάσισε την ένταξή της στο ΝΑΤΟ (1949), τη συντήρηση στρατευμάτων της συμμαχίας στο έδαφος της, τη διάθεση λιμανιών και χωρικών υδάτων στα βαλλιστικά υποβρύχια των ΗΠΑ (1983). Ποια η σχέση της Νορβηγίας με την ΕΕ; Τόσο το 1973 όσο και το 1995 παρά την υπογραφή των αντίστοιχων Συνθηκών προσχώρησης, δεν κατάφεραν οι τότε κυβερνήσεις να τις επικυρώσουν λόγω αρνητικών δημοψηφισμάτων. Η προσφυγή σε δημοψήφισμα μαρτυρεί το επίπεδο δημοκρατίας μιας χώρας και στην περίπτωση της Νορβηγίας αυτό δείχνει να είναι πολύ υψηλό. Δεν είναι όμως και το ιδανικό. Για την ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν διεξήχθη δημοψήφισμα. Δεν διεξήχθησαν επίσης δημοψηφίσματα για τη συμμετοχή στρατευμάτων της χώρας στους πολέμους του ΝΑΤΟ στη Σερβία και στο Αφγανιστάν. Ας μη φανταστούμε όμως ότι οι αντιρρήσεις που εξέφρασε ο νορβηγικός λαός στα δύο δημοψηφίσματα για την ένταξη στην ΕΕ οφείλονται στο ισχυρό κομμουνιστικό-«αντιευρωπαϊκό» κίνημα της χώρας. Ο νορβηγικός λαός, που έδειξε ηρωικό φρόνημα κατά τον Β΄ μεγάλο πόλεμο και υπέστη πολλές θυσίες λόγω της αντίστασής του στις δυνάμεις του «Άξονα», δεν υιοθέτησε τη ρήξη που χαρακτήρισε σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο τους λαούς της Νότιας Ευρώπης. Αγωνίζεται όμως να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Αυτό το γνωρίζουν οι κυβερνήσεις του, οι υποταγμένες ασφαλώς, όπως και όλες οι άλλες στα ισχυρά υπερεθνικά κέντρα εξουσίας. Γι' αυτό και προς το παρόν αποφεύγουν να τον προκαλέσουν κατά το ανάλογο της πρόκλησης των λαών του Νότου από τις κυβερνήσεις των χωρών αυτών. Όταν η πρόκληση καταστεί πολύ ισχυρή, τότε κάποιοι λαοί αντιδρούν απρόβλεπτα για τους παγκόσμιους διαφεντευτές της εξουσίας. Αυτό συνέβη πρόσφατα στην Ισλανδία, στην οποία ο λαός κατήγαγε θριαμβευτική νίκη κατά των διεθνών τοκογλύφων και των εντοπίων πολιτικών, πρακτόρων των συμφερόντων εκείνων.

Η Νορβηγία είναι από τις λίγες χώρες που δεν πέρασε τη θηλιά του εξωτερικού δανεισμού στον λαιμό της! Πονοκέφαλο για την κυβέρνηση αποτελεί το πλεόνασμα. Κατά το παρελθόν θέρος απασχόλησε τη νορβηγική Βουλή, αν θα έπρεπε να χαριστεί το υπόλοιπο του φόρου, ως τη λήξη του έτους, στους πολίτες ή να διατεθεί το πλεόνασμα ως ανθρωπιστική βοήθεια σε φτωχή χώρα. Λόγω αδυναμίας του κοινοβουλίου να αποφασίσει, το θέμα παραπέμφθηκε στον νορβηγικό λαό, ο οποίος με ποσοστό 72% αποφάνθηκε να διατεθεί το πλεόνασμα ως ανθρωπιστική βοήθεια. Και αυτή αποφασίστηκε να δοθεί στο Βιετνάμ! (Μάλιστα Έλληνες, άρχοντες και αρχόμενοι).

Η Νορβηγία είναι χώρα που προκαλεί τα διεθνή κέντρα εξουσίας. Αφού οι προσπάθειες να υποταχθεί στην ΕΕ απέτυχαν, πρέπει το κύρος της να εξανεμίζεται με τις άστοχες αποφάσεις της επιτροπής απονομής του βραβείου Νόμπελ ειρήνης. Και δεν υπήρξαν αυτές λίγες. Σημειώνουμε κατ' αρχήν ότι οι πλείστοι από τους τιμηθέντες ανήκουν σε χώρες της Δύσης, υπεύθυνες για την αθλιότητα στον πλανήτη μας, και μάλιστα είναι και πολιτικοί. Κάποιοι μη πολιτικοί είναι παντελώς άγνωστοι στο ευρύ κοινό. Αναφέρουμε κάποιους βραβευθέντες: Χένρυ Κίσινγκερ (!!!) (1973), Μοχάμεντ HYPERLINK "http://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%9C%CE%BF%CF%87%CE%AC%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CF%84_%CE%91%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%AC%CF%81_%CE%B5%CE%BB-%CE%A3%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AC%CF%84&action=edit&redlink=1"Σαντάτ και ΜεναχέμHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%9C%CE%B5%CE%BD%CE%B1%CF%87%CE%AD%CE%BC_%CE%9C%CF%80%CE%AD%CE%B3%CE%BA%CE%B9%CE%BD&action=edit&redlink=1" HYPERLINK "http://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%9C%CE%B5%CE%BD%CE%B1%CF%87%CE%AD%CE%BC_%CE%9C%CF%80%CE%AD%CE%B3%CE%BA%CE%B9%CE%BD&action=edit&redlink=1"Μπέγκιν (1978) (ο ξεπουλητής του λαού του και το γεράκι), Λεχ Βαλέσα (1983) (εμφανώς πολιτικοί οι λόγοι), EιρηνευτικέςHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/w/index.php?title=E%CE%B9%CF%81%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%B4%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%BC%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9F%CE%97%CE%95&action=edit&redlink=1" δυνάμεις του ΟΗΕ (1988) (να γελάσουμε ή να κλάψουμε;), ΤενζίνHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%A4%CE%B5%CE%BD%CE%B6%CE%AF%CE%BD_%CE%93%CE%BA%CE%B9%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%BF&action=edit&redlink=1" HYPERLINK "http://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%A4%CE%B5%CE%BD%CE%B6%CE%AF%CE%BD_%CE%93%CE%BA%CE%B9%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%BF&action=edit&redlink=1"Γκιάτσο, ο 14ος Δαλάι Λάμα (1989) (σαφώς πολιτική η απόφαση. Σήμερα το διεθνές κεφάλαιο εγκωμιάζει το ωμό κινεζικό καθεστώς!), Μιχαήλ HYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B9%CF%87%CE%B1%CE%AE%CE%BB_%CE%93%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%BC%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%83%CF%8E%CF%86"Γκορμπατσώφ (1990) (ευτυχώς δεν συνέχισαν με τον Γιέλτσιν!), ΓιασέρHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CE%B1%CF%83%CE%AD%CF%81_%CE%91%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AC%CF%84" Αραφάτ, Σιμόν HYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%B9%CE%BC%CF%8C%CE%BD_%CE%A0%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%82"Πέρες, Γιτζάκ HYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%84%CE%B6%CE%AC%CE%BA_%CE%A1%CE%AC%CE%BC%CF%80%CE%B9%CE%BD"Ράμπιν (1994) (τα αποτελέσματα τα βλέπουμε σήμερα στη λωρίδα της Γάζας!), Ηνωμένα ΈθνηΚόφιHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%8C%CF%86%CE%B9_%CE%91%CE%BD%CE%AC%CE%BD" Ανάν (2001) (δεν πρόλαβε να ειρηνεύσει και την Κύπρο! Το δημοψήφισμα χάλασε το σχέδιο!), ΤζίμHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%B6%CE%AF%CE%BC%CE%B9_%CE%9A%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B5%CF%81"υHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%B6%CE%AF%CE%BC%CE%B9_%CE%9A%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B5%CF%81" Κάρτερ (2002) (ουδέν σχόλιο), Διακυβερνητική HYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%85%CE%B2%CE%B5%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AE_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%91%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CE%AE_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BB%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82"εHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%85%CE%B2%CE%B5%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AE_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%91%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CE%AE_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BB%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82"πιτροπή για την HYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%85%CE%B2%CE%B5%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AE_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%91%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CE%AE_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BB%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82"κHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%85%CE%B2%CE%B5%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AE_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%91%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CE%AE_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BB%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82"λιματική HYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%85%CE%B2%CE%B5%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AE_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%91%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CE%AE_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BB%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82"αHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%85%CE%B2%CE%B5%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AE_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%91%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CE%AE_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BB%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82"λλαγήΑλ HYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BB_%CE%93%CE%BA%CE%BF%CF%81"Γκορ (2007) (εμπορεύτηκε πολύ καλά την υποκριτική ευαισθησία του!), ΜάρτιHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B9_%CE%91%CF%87%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%AC%CE%B1%CF%81%CE%B9" HYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B9_%CE%91%CF%87%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%AC%CE%B1%CF%81%CE%B9"Αχτισάαρι (2008) (το 1999 είχε ισοπεδωθεί από το ΝΑΤΟ η Σερβία. Είχε βάλει και αυτός το χέρι του!), ΜπαράκHYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%BA_%CE%9F%CE%BC%CF%80%CE%AC%CE%BC%CE%B1" HYPERLINK "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%BA_%CE%9F%CE%BC%CF%80%CE%AC%CE%BC%CE%B1"Ομπάμα (2009) (ουδέν σχόλιο!).

Ο νορβηγικός λαός δεν ευθύνεται για τις προγραμματισμένες αυτές αστοχίες. Η στάση του όμως γενικά είναι ενοχλητική για τους παγκόσμιους εξουσιαστές. Η αποσταθεροποίηση είναι ένα από τα μέσα που χρησιμοποιούν για να αναγκάσουν έναν λαό να υποκύψει. Και δεν είναι άσχετο με την επιδίωξη αυτή το φονικό που έσπειρε ο Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ σε κατασκήνωση νέων τον Ιούλιο του 2011 με 77 θύματα. Ο διεθνής τύπος πρόβαλε τον οπωσδήποτε ψυχικά διαταραγμένο εκτελεστή ως κλασικό ναζιστή και ρατσιστή. Όμως σε βιβλίο του αυτός εκφράζει συμπάθεια προς τον σιωνισμό, τον οποίο προβάλλει ως πρότυπο, και καταφέρεται κατά του Χίτλερ. Στην κατασκήνωση οι νέοι του σοσιαλιστικού κόμματος  μεταξύ άλλων κατήγγειλαν την πολιτική του Ισραήλ, όπως κάνουν κατά καιρούς κάποιοι αξιοπρεπείς Σκανδιναβοί. Μήπως λοιπόν…

Όσο για την τιμημένη Ευρωπαϊκή Ένωση, που κοντέψαμε να λησμονήσουμε, ο αναγνώστης ας αναρωτηθεί αν πληροί κάποιον από τους όρους που έθεσε στη διαθήκη του ο Άλφρεντ Νόμπελ. Και για πολλά άλλα πρέπει να αναρωτούμαστε.

 

 Μακρυγιάννης, 5-11-2012

Παλαιότερα ιεράρχες υμνούσαν δικτάτορες – ΟΧΙ πάλι…

Παλαιότερα ιεράρχες υμνούσαν δικτάτορες – αυτό δεν πρέπει να ξαναγίνει

 

Συνέντευξη του Μητρ. Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιεροθέου (Βλάχου) [στον Κώστα Παπαγιάννη]

 

«Αντιχριστιανικές κι απάνθρωπες» χαρακτηρίζει τις πράξεις βίας κατά των μεταναστών ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος μιλώντας στην "Αυγή" της Κυριακής. Ο ιεράρχης τονίζει ότι το μεταναστευτικό πρέπει να επιλυθεί από ένα οργανωμένο κράτος κι όχι από οργισμένους πολίτες και με βία. Παράλληλα σημειώνει ότι πρέπει να διδασκόμαστε από την Ιστορία κι ότι δεν πρέπει να επαναληφθούν φαινόμενα ιεραρχών που συνεργάστηκαν με δικτατορικά καθεστώτα.

Ο μητροπολίτης Ιερόθεος μιλά ακόμη για την κρίση αποδίδοντας σημαντική ευθύνη για τη δημιουργία της στη φιλαυτία των ανθρώπων, ενώ επισημαίνει ότι η φιλανθρωπία της Εκκλησίας δεν είναι η λύση στην κρίση, καθώς «ο άνθρωπος δεν θέλει να γίνει ζητιάνος, θέλει να οικονομεί τα προς το ζην με αξιοπρέπεια».

 

* Η χώρα αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή οικο­νο­μική κρίση. Τι ρόλο μπορεί να παίξει η Εκκλησία στην αντιμετώπιση της κρίσης; Το φιλανθρωπικό έργο αρκεί;

Η πρόσφατη οικονομική κρίση πράγματι είναι πρωτοφανής, όπως τη χαρακτηρίζετε. Πολλοί θεωρούν ότι έχει γεωπολιτικά χαρακτηριστικά και συνδέεται με ανταγωνισμούς μεταξύ δυτικών και ανατολικών οικονομιών. Οι γεωπολιτικές στρατηγικές θέλουν να έχουν το πάνω χέρι στην περιοχή μας, ειδικά γύρω από τη Μεσόγειο Θάλασσα, και οι παγκόσμιες κοινωνίες έχουν τα σχέδιά τους.

Η Εκκλησία δεν μπαίνει σε τέτοιες αναλύσεις, αλλά νοηματοδοτεί τον βίο των ανθρώπων, συνέχει τον κοινωνικό ιστό. Βεβαίως, δεν είναι θρησκεία για να ικανοποιεί απλώς τα θρησκευτικά συναισθήματα των ανθρώπων, γιατί τότε όντως θα ήταν το «όπιο του λαού», για να αποκοιμίζει τους ανθρώπους, ώστε να επιβιώνουν οι ισχυροί που εκμεταλλεύονται τον λαό. Η Εκκλησία είναι κοινότητα, όπως την αισθανόταν ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ο οποίος στο όνομα αυτής της Εκκλησίας αγωνίστηκε εναντίον κάθε κατεστημένου, όπως φαίνεται στα απομνημονεύματά του. Η Εκκλησία πρέπει να λειτουργεί με την αρχαία έννοια του όρου, ως συνάντηση των ανθρώπων, ως εκκλησία του Δήμου, έχοντας κέντρο τον Θεό.

Έτσι η Εκκλησία, ως μεγάλη οικογένεια και πνευμα­τικό ιατρείο, προσπαθεί να θεραπεύσει τα προβλήματα των ανθρώπων. Άλλωστε ο άνθρωπος δεν έχει μόνον ψυχή, αλλά και σώμα, δεν έχει μόνον πνευματικές, αλλά και υλικές ανάγκες. Έτσι η Εκκλησία εξασκεί φιλανθρωπία σε όσους έχουν ανάγκη, όπως πολλές φορές έχει ανακοινωθεί.

Αλλά αυτό δεν είναι λύση. Ο άνθρωπος δεν θέλει να γίνει ζητιάνος, αλλά θέλει να δουλεύει και να οικονομεί τα προς το ζην με μόχθο και αξιοπρέπεια, ζητά δουλειά και δικαιοσύνη, απαιτεί το κράτος να διοργανωθεί, για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, όχι μόνον να εισπράττει τους φόρους, αλλά οι φόροι να είναι ανταποδοτικοί στην κοινωνία.

* Τι οδήγησε στην κρίση; Η Εκκλησία υποστηρίζει ότι δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και πνευματική. Τι σημαίνει αυτό ακριβώς για τις αιτίες της κρίσης;

Το θέμα έχει πολλές πλευρές και ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του ερμηνεία. Αν δούμε το θέμα από κοινωνικής πλευράς, τότε διαπι­στώνεται ότι φταίνε οι πολιτικοί, τουλάχιστον όσοι άσκησαν αμέσως ή εμμέσως εξουσία όλα αυτά τα χρόνια και δεν μπόρεσαν να προβλέψουν ή να ανατρέψουν τα επερχόμενα. Και δεν μπορούν να δικαιολογούνται ότι η αντιπο­λίτευση, τα συνδικάτα, οι δημοσιογράφοι κ.λπ. δεν τους επέτρεψαν να κάνουν ορθή πολιτική, γιατί ο ηγέτης ψηφίζεται από τον λαό για να ηγείται και όχι να άγεται και φέρεται από διάφορες δυνάμεις.

Όμως, η Εκκλησία βλέπει τα πράγματα και πέρα από αυτά. Βέβαια, θα πρέπει να κάνω μια διευκρίνιση. Όταν κάνουμε λόγο για Εκκλησία, δεν πρέπει να εννοούμε τους κληρικούς ή μερικούς που εκκλησιάζονται, αλλά όλους εκείνους που είναι βαπτισμένοι και ζουν δυνάμει και ενεργεία στον εκκλησιαστικό χώρο.

Πάντως, η κρίση δεν είναι έξω από εμάς, αλλά μέσα μας. Πρόκειται για μια νοοτροπία ευδαιμονίας, εκμετάλλευσης, ευμάρειας, συσσώρευσης υλικών αγαθών εις βάρος του λαού και της ίδιας της κοινωνίας. Αυτό δείχνουν η φοροδιαφυγή, τα καταναλωτικά δάνεια, η αδιαφάνεια στα οικονομικά. Πάντως, δεν μπορεί κάποιος κληρικός να ζει με άνεση, όταν άνθρωποι γύρω του πεινάνε και υποφέρουν.

Τελικά, ένα βασικό αίτιο της πνευματικής κρίσης που έχει και συνέπειες στην κοινωνία είναι το υπαρξιακό κενό, η φιλαυτία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτή η φιλαυτία είναι αντίθετη με τη φιλοθεΐα και τη φιλανθρωπία, είναι μισοθεΐα και μισανθρωπία.

* Πρόσφατα, μαζί με αρκετούς ακόμα μητροπολίτες, ταχθήκατε δημοσίως κατά της Χρυσής Αυγής. Έχει διατυπωθεί το επιχείρημα ότι οι πρακτικές και οι πολιτικές απόψεις της οργάνωσης αυτής είναι αντίθετες με την ουσία της χριστιανικής διδασκαλίας. Συμφωνείτε;

Θα έχετε προσέξει ότι εκφράσθηκα εναντίον του ρατσισμού και της βίας από οπουδήποτε και αν προέρχονται. Δεν μπορώ ως ιεράρχης να αποδεχθώ ιδεολογικά συστήματα που έχουν φασιστικές και ναζιστικές νοοτροπίες, συστήματα νιτσεϊκά και απάνθρωπα, που χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους βιολογικής και κοινωνικής ευγονικής για να υπερισχύσει μια ράτσα εις βάρος άλλων ανθρώπων. Δεν μπορώ να δεχθώ βιαιότητες εναντίον απλών, φτωχών, ασθενών και απροστά­τευτων ανθρώπων. Με συγκλονίζουν πολύ τέτοιες συμπεριφορές, γιατί όλα αυτά είναι αντιχρι­στιανικά και απάνθρωπα.

Όμως, προβληματίζομαι έντονα από το ότι η γενιά του Πολυ­τεχνείου εξεγέρθηκε εναντίον της χούντας ζητώντας ένα καλύτερο μέλλον και όμως στη Μεταπολίτευση μερικοί από αυτούς που απέκτησαν εξουσία και κυβέρνησαν τη χώρα οδήγησαν τον λαό σε αυτήν τη μεγάλη κοινωνική και οικονομική κρίση. Προβληματίζομαι γιατί γκρεμίζονται τα οράματα του λαού με ωραίες λέξεις, όπως «μεταπολίτευση», «αλλαγή», «σοσιαλισμός», «κάθαρση», «εκ­συγ­χρο­νισμός», «επανίδρυση του κράτους», «Χρυσή Αυγή» κ.λπ. Με αυτά που λέω δεν σημαίνει ότι υιοθετώ τον συμψηφισμό, αλλά όλα αυτά τα χρόνια το σύστημα ήταν άρρωστο.

Τελικά, είναι αρμοδιότητα της δημο­κρατικής πολιτείας να θέτει δημοκρατικούς κανόνες για τη διαχείριση των κοινών, να φροντίζει για την ασφάλεια των πολιτών και να καλλιεργεί στους ανθρώπους αληθινή δημοκρατική συνείδηση με τη σωστή παιδεία.

* Από την άλλη μεριά κάποιοι ιεράρχες δείχνουν να συμπλέουν με τη Χρυσή Αυγή και να επικροτούν κάποιες από τις πολιτικές της. Πώς σχολιάζετε αυτήν την επιλογή;

Η Εκκλησία δεν είναι πολιτικός σχηματισμός για να επιβάλλει κομματική πειθαρχία στα μέλη της και να τους υποδεικνύει πώς να εκφράζονται. Ο κάθε ιεράρχης αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα στη Μητρόπολή του και εκφράζεται ανάλογα. Δεν κρίνω δηλώσεις των ιεραρχών. Εκφράζω την άποψή μου και προσπαθώ να συντονίζω την πράξη με τον λόγο ή μάλλον προσπαθώ ο λόγος να είναι απόρροια της πράξης.

Νομίζω ότι πρέπει να σεβόμαστε το δημοκρατικό σύστημα, όπως αυτό εκφράζεται στο κοινοβούλιο με τη συμπολίτευση και την αντιπο­λίτευση. Το πώς όμως θα λειτουργεί το κοινοβούλιο θα πρέπει να το ρυθμίσουν οι ίδιοι οι πολιτικοί. Εμείς δεν μπορούμε να υιοθετούμε πρακτικές που υπονομεύουν τη Δημοκρατία.

Σε παλαιότερους χρόνους υπήρξαν ιεράρχες οι οποίοι συμμετείχαν στο «ανάθεμα» του Βενιζέλου, ύμνησαν δικτα­τορικά καθεστώτα, συνεργά­στηκαν με τη χούντα. Τέτοια φαινό­μενα δεν πρέπει να επαναληφθούν σήμερα από τους ιεράρχες. Πρέπει να διδασκόμαστε από την Ιστορία.

* Το ζήτημα της μετανάστευσης διχάζει την κοινωνία. Πώς πιστεύει η Εκκλησία ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα;

Ο Έλληνας από αρχαιοτάτων χρόνων έκρυβε μέσα του έναν «μετανάστη» και ταξίδευε σε όλο τον κόσμο. Γινόταν πολίτης κάθε χώρας, χωρίς να χάνει την εθνική του ταυτότητα και τη φιλοπατρία του. Σήμερα ο κόσμος, με τα μέσα που διαθέτει, συνεχώς μετακινείται.

Νομίζω δεν δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα η νόμιμη μετανάστευση, όταν γίνεται μέσα στα πλαίσια που θέτει η σωστά οργανωμένη πολιτεία, αλλά προβλήματα δημιουργεί η κατευθυνόμενη από διάφορα κέντρα λαθρο­μετανά­στευση, που κάνει τους λαθρομετανάστες θύματα και τις χώρες προτεκτοράτα.

Νομίζω ότι η μετανάστευση και η λαθρομετανάστευση αντιμετω­πίζονται από ένα οργανωμένο κράτος και όχι από τους οργισμένους πολίτες του, από νόμιμους θεσμούς με αρχές και όραμα, προοπτική και ευαισθησία και όχι με τη βία. Το θέμα αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα και υπευθυνότητα και όχι με επιπόλαιες κινήσεις. Με ενοχλεί πολύ το ότι άνθρωποι και λαοί θεωρούνται πιόνια στη διεθνή σκακιέρα των ποικιλώνυμων συμφερόντων.

ΠΗΓΗ: Ημερομηνία δημοσίευσης: 04/11/2012, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=725196

Χρωστούμε την πάλη (+) του Νίκου Καρούζου

Χρωστούμε την πάλη

 (+) Του Νίκου Καρούζου*

 Σύντροφε,

θα κατεδαφίσουμε ποτέ την κοινωνική δυστυχία;

Χρωστούμε την πάλη, βεβαίως.

Αύριο περιμένω να συνταχθούμε χαρούμενοι,

για να γλυτώσουμε τη διαλεκτική

της επαναστατικής αιθρίας

από τις ανούσιες θεωρητικές συζητήσεις.

  Συνέχεια

ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΕΥΡΩΠΗ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΞΕ-ΓΕΛΑΣΕ!

ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΕΥΡΩΠΗ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΞΕ-ΓΕΛΑΣΕ!

 

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

 

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΙΝΑΙ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΩΣΗΣ

Την ταραγμένη δεκαετία του  '60, ο στρατηγός Ντε Γκολ έ­λεγε ότι η πολιτική ζωή της Ελλά­δας είναι απόκρημνη σαν τις βου­νοκορφές της και πολυσχιδής σαν τις θάλασσες της. Η Ελλάδα των γαλάζιων και κόκκινων καφενεί­ων, η Ελλάδα του εμφυλίου και της ξένης επέμβασης, η Ελλάδα των λαϊκών κινημάτων και των στρατιωτικών πραξικοπημάτων, η Ελλάδα του πεζοδρομίου και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρο­νημάτων, η Ελλάδα της ανάτασης και της τρομοκρατίας, μα πάνω απ' όλα η απρόβλεπτη Ελλάδα, η χώρα όπου όλα παίζονται, όλα διακυβεύονται και όλα είναι δυ­νατά:

Μ' αυτή την εικόνα βαθιά ριζωμένη στο συλλογικό της υπο­συνείδητο μεγάλωσε η γενιά μας, όπως κι η γενιά των πατεράδων μας. Για Έλληνες και ξένους, η χώρα μας ήταν πάντα, από τον εμ­φύλιο μέχρι τα μέσα της δεκαε­τίας του '80, μια βαλκανική μισοτριτοκοσμική «ανωμαλία», πιο κοντά, από πολιτική άποψη, στη Βολιβία και τη Χιλή παρά στους Ευρωπαίους και ΝΑΤΟικούς ε­ταίρους της. Περιττό να πούμε ό­τι, στη συνείδηση της ελληνικής Αριστεράς, η ελληνική «ιδιομορ­φία» ήταν1 πάντα πηγή ικανοποίη­σης, αν όχι και έπαρσης. Η πολι­τική γεωγραφία μας ήταν μάλλον απλή: Ο ριζοσπαστισμός, η πόλω­ση, οι ρήξεις και οι ανατροπές εί­ναι προϊόντα που ευδοκιμούν κα­τεξοχήν στον πληβειακό Νότο και τη μυστηριακή Ανατολή – φαίνε­ται ότι δεν τα σηκώνει το ψυχρό κλίμα του αναπτυγμένου Βορρά και της ορθολογικής Δύσης.

Για τους σημερινούς 16ρηδες, αυτή η εικόνα της ελληνικής πολι­τικής ζωής είναι τόσο εξωπραγ­ματική όσο θα φαινόταν στα δικά μας μάτια η αναγγελία μιας σο­σιαλιστικής επανάστασης από τους Εσκιμώους της Αρκτικής. Χρόνια, τώρα, η μέχρι αφασίας ευρωπαϊκή ομαλότητα έχει πάρει τη θέση της πολιτικής οξύτητας, οι γκρίζοι λογιστές έχουν εκτοπί­σει τους χαρισματικούς ηγέτες, και οι νυσταλέοι τηλεοπτικοί διά­λογοι τις μαζικές κομματικές συ­γκεντρώσεις. Επιτέλους, γίναμε Ευρώπη ως προς τα πολιτικά μας ήθη. Ακόμα περισσότερο, θάλεγε κανείς ότι η μέχρι χτες πολιτικά «ανώριμη» Ελλά­δα, βάλθηκε να γίνει, μεσούντος του Σημιτικού εκσυγχρονισμού, δακτυλοδεικτούμενο υπόδειμα «ευρωσπασίκλα», ξεπερνώντας σε νομιμοφροσύνη και αυτούς τους πρώτους δι­δάξαντες.

Όπως συμβαίνει συνήθως, η νοσταλγία για το παρελθόν θρέφει την παράλυση μπροστά στο μέλλον. Η απομυθοποίηση είναι γι' αυτό κάτι παραπάνω από αναγκαία. Μια πιο ώριμη (και πιο μαρξιστική) ανάγνωση της νεοελληνικής «ιδιομορφίας» θα έπειθε ότι η πολιτική «ανωμαλία», οι διαρκείς εναλλαγές του «κρύου» και της «ζέστης», των κινημάτων και των εκτροπών, δεν οφείλο­νται τόσο στη δύναμη των δύο α­ντίπαλων κοινωνικών πόλων, όσο στην παράλληλη αδυναμία τους. Η χαρακτηριστικά μεσογειακή μας «υπερπολιτικοποίηση» και ο σχεδόν μόνιμος «Βοναπαρτισμός» στις μορφές διακυβέρνη­σης παραπέμπουν -όπως και στην περίπτωση της μετεπαναστατικής Γαλλίας- στην κοινωνι­κή και πολιτική αδυναμία τόσο της αστικής όσο και της εργατι­κής τάξης, και στην παράλληλη ι­σχύ της ενδιάμεσης μικροαστικής μάζας. Η ιδιομορφία αυτή ξεκι­νάει από την ίδια την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους: Όπως και στη Γαλλία, η σχετική κοινωνική ατροφικότητα και πο­λιτική αδυναμία της πρώιμης α­στικής τάξης, την υποχρεώνει να στηριχθεί στα λαϊκά στρώματα, δίνοντας ένα πληβειακό χαρα­κτήρα στην αστικοδημοκρατική επανάσταση. Αποτέ­λεσμα αυτής της ιδιομορφίας είναι ο μετεπαναστατικός «ιστορικός συμβιβασμός» της νέ­ας άρχουσας τάξης με πολυπληθή αγροτικά στρώματα τα οποία μοι­ράζονται τη γη και την πολιτική ε­ξουσία, με συνέπεια τη χαρακτη­ριστική νεοελληνική μικροαστική πλημμυρίδα, εμπόδιο όχι μόνο στην «ομαλή» ανάπτυξη του ελλη­νικού καπιταλισμού, αλλά και του συνειδητού εργατικού κινήματος.

Από τη μια πλευρά, εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο μια «μικροαστική-αστική τάξη» της αρπαχτής και της ξένης βοήθειας, γεμάτη ανασφάλεια, ανίκανη να ενσωματώνει αποτελε­σματικά τους αντιπά­λους της, με μόνιμη ροπή προς τον «ποπουλίστικο» φασι­σμό, τύπου Μεταξά ή Παπάγου. Ακόμα και όταν έρχεται η ώρα να μιλήσουν τα τανκ, η χούντα των «βλαχοσυνταγματαρχών» θα προλάβει τη «σο­βαρή» χούντα των ανακτόρων και των στρατηγών, που προετοίμαζαν ό­λες οι μερίδες της «σοβαρής» με­γαλοαστικής τάξης. Από την άλλη πλευρά, συναντάμε μια Αριστερά που βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι ιστορικό της πεπρωμένο είναι να φέρει σε πέρας τον εκσυγχρονισμό που δεν μπορεί να ολοκληρώσει η αστική τάξη, μια Αριστερά, που κρύβει την κόκκινη σημαία πίσω από τη γαλάζια, προτάσσοντας τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα απέναντι στα ταξικά.

Όλα αυτά, ασφαλώς, δεν οφείλο­νταν μόνο σε κάποιες πλάνες ή α­νεπάρκειες των κατά καιρούς η­γεσιών. Σε μεγάλο βαθμό αντα­ποκρίνονταν στην κοινωνική θέ­ση και ψυχολογία ενός «μικροα­στικού προλεταριάτου» που στη­ριζόταν στο συμπληρωματικό ει­σόδημα από το χωριό ή από το μαγαζάκι, στεγαζόταν κάτω από το ιδιόκτητο αυθαίρετο, έσπαγε πιάτα στα ίδια μαγαζιά με τους ταξικούς του αντιπάλους και ο­νειρευόταν να ανοίξει τη δική του δουλειά όταν θα έβαζε στην άκρη ένα καλό κομπόδεμα. Με άλλα λόγια, όσο κι αν είχαμε να περη­φανευόμαστε για τις «ακραίες» πολιτικές μας παραδόσεις, η πι­κρή αλήθεια είναι ότι κοινωνικά και πολιτιστικά είμαστε περισσό­τερο «κεντρώοι» από οποιαδήπο­τε, ίσως, άλλη χώρα της Ευρώ­πης!

Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε την περίφη­μη υπερπολιτικοποίηση των προηγού­μενων δεκαετιών. Η υ­περτροφία του πολιτικού στοιχείου, και αντίστοιχα η ατροφία του κοινωνικού δεν ο­φείλονται μόνο στις ιδιαιτερότη­τες του εμφύλιου, της ξένης επέμ­βασης και της αντιδικτατορικής πάλης. Σε μεγάλο βαθμό αποτε­λούν στρατηγική επιτυχία της ελ­ληνικής αστικής τάξης, που κατά­φερε να αποσπάσει το προλετα­ριάτο από την οικονομική και κοινωνική σφαίρα του ταξικού α­γώνα, δηλαδή από την πάλη για την κατάργηση της αστικής ιδιο­κτησίας και του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας. Και μάλιστα, η απόσπαση μέσω της «πολιτικής» έγινε όχι στο όνομα της πάλης για την κατάκτηση της εξουσίας αλλά με τον πολύ πιο στενό, μετριοπαθή ορίζοντα της νομιμοποίησης της πολιτικής ομαλότητας, της «πραγματικής δημοκρατίας» και της «αλλαγής». Ανεξάρτητα από τις οξύτατες μορφές που έπαιρνε ο πολιτικός αγώνας, το κοινωνικό του περιεχόμενο ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, σαφώς υποβαθμισμένο.

Ακόμα και στην αντιδικτατορική πάλη και τη μεταπολίτευση, πα­ρότι ένα νέο, πιο ώριμο και δυνα­τό προλεταριάτο βρίσκεται ήδη ε­πί σκηνής, είναι οφθαλμοφανής η αντίθεση πολιτικού ριζοσπαστισμού-κοινωνικού συντηρητισμού στις γραμμές του αριστερού κινή­ματος συμπεριλαμβανομένων και των πιο πρωτοπόρων τμημάτων του.

Όπως ήταν φυσικό, αυτή η α­ντίφαση δεν μπορούσε να κρατή­σει στο διηνεκές. Όσο καθυστέ­ρησε να έρθει η «ομαλοποίηση», τόσο εντυπωσιακή μορφή πήρε ό­ταν επιτέλους έγινε πραγματικό­τητα: Η Ελλάδα της πιο μισαλλό­δοξης Δεξιάς και της πιο ακραίας Αριστεράς της Ευρώπης, δημι­ούργησε την τερατογέννεση της κυβέρνησης Τζανετάκη. Ο «ιστο­ρικός συμβιβασμός που τόσα χρόνια κυνηγούσε το ιταλικό ΚΚ, έμελλε να πραγματωθεί από το «αδιάλλακτο» ΚΚΕ. Το κοινωνι­κό «κέντρο» τελικά θριάμβευε πάνω στην πολιτική «πόλωση», α­ναγκάζοντας μάλιστα τους ίδιους τους ιστορικούς ηγέτες της επο­χής της «ανωμαλίας» να επισφρα­γίσουν τη μετάβαση στη «νέα ε­ποχή». Σε λίγο θα τους εξοστρά­κιζε οριστικά στο πολιτικό περι­θώριο, φέρνοντας στο προσκήνιο τα ασπόνδυλα του εκσυγχρονι­σμού, τους «φυσικούς» πολιτι­κούς εκπροσώπους του ενδιάμε­σου κοινωνικού βάλτου.

Ωστόσο, για άλλη μια φορά, ο ελληνικός καπιταλισμός παρακο­λουθεί τις διεθνείς τάσεις με τη χαρακτηριστική γι' αυτόν διαφο­ρά φάσης. Ο ελληνικός «Μάης» της μεταπολίτευσης ήρθε όταν οι «γίπις» είχαν αρχίσει κιόλας να γίνονται «γιάπις». Ο «σοσιαλι­σμός» του ΠΑΣΟΚ, όταν μεσου­ρανούσαν τα άστρα της Θάτσερ και του Ρήγκαν. Ο «νεοφιλελευ­θερισμός» του Μητσοτάκη, όταν οι μαύροι καίγανε το Λος Άντζε­λες. Και η απολίτικη, τεχνοκρατι­κή αφασία του Σημίτη, όταν σε ό­λο τον καπιταλιστικό κόσμο α­κούγονται δυνατά τα τύμπανα του κοινωνικού πολέμου, και οι πιο διορατικοί εκπρόσωποι του αστι­κού κόσμου κηρύσσουν την επι­στροφή των ιδεολογιών. Η διαλε­κτική της Ιστορίας το έφερε έτσι ώστε, η Ελλάδα του κοινωνικού «κέντρου» να είναι θέατρο της πολιτικής ακρότητας, και η Ελλά­δα του πολιτικού κέντρου θέατρο της κοινωνικής πόλωσης. Σ' αυτό το σκηνικό, η πολιτική θα επι­στρέψει αναπόφευκτα και θριαμ­βευτικά, αυτή τη φορά όχι σαν φάρσα αλλά σαν έπος: Όχι λόγω αδυναμίας μιας μικροαστικής α­στικής τάξης και ενός μικροαστι­κού προλεταριάτου, αλλά σαν Αρμαγεδών της αποφασιστικής αναμέτρησης των δύο ώριμων και ισχυρών, πλέον, πρωταγωνιστών του σύγχρονου ιστορικού δράματος. Αν λοιπόν δικαιούμαστε να τρέφουμε κάποια πολιτική νοσταλγία, αυτή είναι όχι για το παρελθόν αλλά για το μέλλον. Εδώ είναι Ευρώπη, δεν είναι παίξε-γέλασε!

 

ΠΗΓΗ: Εβδομ. Εφημερίδα «ΠΡΙΝ», 1-2-1998. Το είδα: 4-11-2012, http://kokkinhshmaia.wordpress.com/1998/02/01/….83/

Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ:

Η κλιμάκωση του πολέμου, ο συσχετισμός δυνάμεων, ο (νέο)μερκαντιλισμός, η πολιτική του μηδενικού αθροίσματος, η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, οι διαπραγματευτικές μας δυνατότητες, οι σημερινές λύσεις της Ελλάδας και οι μεγάλες ευθύνες όλων μας

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Σε αδρές γραμμές, η γρήγορη επίθεση εναντίον ενός λαού και η ακαριαία επικράτηση, θέτει υπό έλεγχο το περιβάλλον και παραλύει ή υπερφορτώνει τις αισθήσεις του αντιπάλου, επηρεάζοντας την ικανότητα του να κατανοεί τα γεγονότα. Σκοπός της μεθόδου «σοκ και δέος», είναι να καταστεί ο αντίπαλος εντελώς ανίκανος να λειτουργήσει – πόσο μάλλον να αντισταθεί".   

Ανάλυση

Είναι προφανές πως ο γερμανικός κίνδυνος είχε υποτιμηθεί σοβαρά από τις Η.Π.Α, οι οποίες είχαν επικεντρώσει την προσοχή τους κυρίως στην Κίνα – κατά δεύτερο λόγο, στη Ρωσία (η αποτυχία του ΔΝΤ, κατά τη διάρκεια της ρωσικής χρεοκοπίας, να λειτουργήσει υπέρ των Η.Π.Α., είναι ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της πρόσφατης ιστορίας του – σε αντίθεση με τη Γερμανία, η οποία εκμεταλλεύτηκε σωστά την ξαφνική κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, εξαγοράζοντας πολύ φθηνά την επανένωση της).

Η «νεομερκαντιλιστική» λοιπόν οικονομική επέλαση της Γερμανίας στην Ευρωζώνη, με την παράλληλη επέκταση της στην υπόλοιπη Ευρώπη, φαίνεται πως έχει στεφθεί με απόλυτη επιτυχία – πόσο μάλλον όταν το Βερολίνο έχει υποκαταστήσει σχεδόν ολοκληρωτικά τις Βρυξέλλες. Μοναδικό ίσως «ψεγάδι» της όλης διαδικασίας είναι η εισβολή του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη, την οποία όμως η ίδια η Γερμανία προκάλεσε – αν και με στόχο να το αντικαταστήσει αργότερα με το ESM, αφού χρησιμοποίησε το «Ταμείο» αφενός μεν για να αναλάβει τη «βρώμικη δουλειά» προς όφελος της, αφετέρου για να το εκμεταλλευθεί, μαθαίνοντας από τις γνώσεις και τις εμπειρίες του. 

Εάν τελικά η Μ. Βρετανία εγκαταλείψει οριστικά την ΕΕ, παρά το ότι διαισθάνεται που ακριβώς οδηγείται η ήπειρος μας, παράλληλα με την αποδεδειγμένη αδυναμία της Γαλλίας να αντιμετωπίσει τη Γερμανία (ήδη η καγκελάριος ανέφερε επίσημα ότι «ανησυχεί για την οικονομική κατάσταση της Γαλλίας», με προφανή στόχο την τοποθέτηση των αγορών εναντίον της) «ο κύβος θα έχει ριφθεί» – είτε καταρρεύσει το ευρώ, είτε όχι.

Στην πρώτη περίπτωση, η γερμανική επέλαση θα συνεχισθεί, με τη δημιουργία δορυφόρων (Ολλανδία, Αυστρία, Φιλανδία κλπ.), καθώς επίσης «οικονομικών ζωνών» ολοκληρωτικής επιρροής της (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία κοκ), άμεσα εξαρτημένων από τη βιομηχανία της. Στη δεύτερη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν καταρρεύσει τελικά το ευρώ, η Γερμανία θα αναδειχθεί στον αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα της Ευρώπης – με την δουλική υποταγή όλων των «εταίρων» της, στις δικές της επιθυμίες και στα δικά της σχέδια (η καγκελάριος ανέφερε επίσης ότι, «δεν μπορεί μία χώρα που χρωστάει πάνω από το 90% του ΑΕΠ της, να απαιτεί την εθνική της ανεξαρτησία».)

Κατά την άποψη μας η Ιταλία, η οποία έχει μεγάλα οικονομικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει άμεσα η πρόσβαση της στις αγορές, είναι δύσκολο να αντιμετωπίσει μόνη της τη Γερμανία – ειδικά όταν η Ισπανία ευρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης, η οποία απειλεί να συμπαρασύρει ολόκληρο το Νότο.

Από την άλλη πλευρά πιθανολογούμε ότι, η Πολωνία επιλέγεται ως αντικαταστάτρια «εταίρος» της Γερμανίας, στη θέση της Γαλλίας – με κριτήριο τόσο το μέγεθος της οικονομίας της, καθώς επίσης την αποδοχή της γερμανικής υπεροχής εκ μέρους της, όσο και την επιρροή της σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίες δεν συμπαθούν καθόλου τη Ρωσία.

Ο μοναδικός κίνδυνος σήμερα, όσον αφορά την ηγεμονία της Γερμανίας, φαίνεται να είναι η Ρωσία – η οποία τοποθετείται πλέον ανοιχτά υπέρ της οικονομικής ενίσχυσης τόσο της Ελλάδας, όσο και της Κύπρου (άρθρο μας), με φόντο αφενός μεν τον «ελλιμενισμό» του πολεμικού ναυτικού της, αφετέρου τα πιθανότατα πολύ πλούσια υποθαλάσσια ενεργειακά κοιτάσματα (ΑΟΖ) των δύο χωρών. Εκτός αυτού, η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία, είναι ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα του Βερολίνου – γεγονός που ίσως αποβεί μοιραίο στο μέλλον.    

Περαιτέρω, το μεγάλο όπλο της Γερμανίας, το «μπαζούκας» της δηλαδή, είναι η ΕΚΤ – με τη βοήθεια της οποίας έχει τη δυνατότητα να επιβάλλεται σε όλες τις άλλες χώρες, αφού αφενός μεν την εξουσιάζει (άρθρο μας), αφετέρου ελέγχει μέσω αυτής όλο το τραπεζικό σύστημα  της Ευρώπης, το οποίο είναι εξαιρετικά «επισφαλές». Ας μην ξεχνάμε εδώ τα λόγια του M. A. Rothschild, σύμφωνα με τον οποίο «Άφησε με ελεύθερο να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος ψηφίζει τους νόμους του».

Ένα επόμενο όπλο της Γερμανίας, που όμως δεν έχει τεθεί ακόμη σε πλήρη λειτουργία (όταν συμβεί, τότε θα μεταλλαχθεί σε ένα γερμανικό ΔΝΤ), είναι το ESM – μέσω του οποίου θα εξαγοράζει καταρχήν τα τραπεζικά συστήματα των «εταίρων» της οι οποίοι, όχι μόνο δεν θα αντιστέκονται αλλά, αντίθετα, θα την παρακαλούν (όπως συμβαίνει ήδη με την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα κοκ. οι οποίες, με στόχο να μην επιβαρυνθεί το δημόσιο χρέος τους, πιέζουν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους μέσω του ESM). 

Συνεχίζοντας, η Κίνα είναι αναμφίβολα ένας πολύ σημαντικός ανταγωνιστής της Γερμανίας (άρθρο μας), με προσβάσεις τόσο στην Ελλάδα ή στην Ιταλία, όσο και αλλού, όπως έχουμε αναλύσει στο κείμενο μας «Η κινεζική επιδημία». Αν και στις δύο χώρες φαίνεται να υπερισχύει ο κρατικός (απολυταρχικός) καπιταλισμός (όπως και στη Ρωσία), ένα είδος σύγχρονου εθνικοσοσιαλισμού καλύτερα, με «νεομερκαντιλιστικές» δομές, η συνεργασία μεταξύ τους δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί.

Περαιτέρω, η Ιαπωνία διευρύνει επίσης τις δραστηριότητες της στην Ευρώπη, εξαγοράζοντας γερμανικές επιχειρήσεις – γεγονός που όμως δεν φαίνεται να ενοχλεί τη Γερμανία, η οποία την αντιμετωπίζει περισσότερο με πνεύμα συνεργασίας (ενδεχομένως με στόχο τον κοινό εχθρό των δύο χωρών, την Κίνα, στην οποία δεν πρόκειται να επιτραπεί αδιαμαρτύρητα η είσοδος στην παραγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας).

Στα πλαίσια αυτά, με την Τουρκία να επισκέπτεται τη Γερμανία, «παρακαλώντας» ουσιαστικά για την ένταξη της στην ΕΕ, δεν μπορεί κανείς να μην διακρίνει ορισμένες ομοιότητες με το παρελθόν – αφού οι πρώην σύμμαχοι του 2ου παγκοσμίου πολέμου ευρίσκονται σε «πορεία σύγκλισης» μεταξύ τους. Η χώρα μας βέβαια, εάν δεν συνεχίζει να αποτελεί το Δούρειο Ίππο των Η.Π.Α., φαίνεται να έχει επιλέξει αυτή τη φορά τη γερμανική πλευρά – κρίνοντας τουλάχιστον από την μονομερή πολιτική που ακολουθείται από μία κυβέρνηση, η οποία στηρίζει όλες της τις ελπίδες στην καγκελάριο. 

Ολοκληρώνοντας, η καταλυτική διαφορά μεταξύ των Η.Π.Α. και της Γερμανίας (Κίνας, Ιαπωνίας, Ρωσίας), καθώς επίσης των χωρών που ακολουθούν το «παράδειγμα» του ενός ή του άλλου, από οικονομικής πλευράς, είναι το ότι οι Η.Π.Α. διακρίνονται από ένα ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, ενώ η Γερμανία από πλεονασματικό.

Στον Πίνακα Ι που ακολουθεί, φαίνεται η αδυναμία των Η.Π.Α. όσον αφορά το εμπορικό τους ισοζύγιο, σε σχέση με τη Γερμανία, την Κίνα και τη Ρωσία (της οποίας το εξαγωγικό εμπόριο δεν είναι ανάλογα ασφαλές ή μερκαντιλιστικό με τις υπόλοιπες, αφού στηρίζεται στην ενέργεια και στις πρώτες ύλες):

ΠΙΝΑΚΑΣ I: Οι πέντε πιο πλεονασματικές και ελλειμματικές οικονομίες παγκοσμίως, με κριτήριο το εμπορικό ισοζύγιο – σε εκ. $ το 2010

Χώρα

Πλεόνασμα

Χώρα

Έλλειμμα

 

 

 

 

Γερμανία

201.737

Η.Π.Α.

-689.932

Κίνα

182.725

Μ. Βρετανία

-152.830

Σ. Αραβία

152.000

Ινδία

-106.540

Ρωσία

151.621

Γαλλία

-85.325

Ιαπωνία

77.218

Τουρκία

-71.598

Πηγή: WP. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Από πολιτικής πλευράς τώρα, στις Η.Π.Α. το κράτος είναι στην υπηρεσία του ατόμου (φιλελευθερισμός και νεοφιλελευθερισμός), ενώ στη Γερμανία (Κίνα κλπ.) το άτομο είναι στην υπηρεσία του κράτους (κρατικός καπιταλισμός ή ένα είδος εθνικοσοσιαλισμού) – με την οικονομική αστυνομία σήμερα (ΣΔΟΕ), να έχει αντικαταστήσει τα κάποτε «τάγματα ασφαλείας» (SS), ειδικά όσον αφορά την «απομύζηση» και την τρομοκρατία των πολιτών.   

Κατ' επέκταση, η ιδιωτική περιουσία των Η.Π.Α. είναι τεράστια (περί τα 38 τρις $), ενώ το δημόσιο χρέος επίσης (15 τρις $), όπως και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού – ενώ στην Κίνα ισχύει το αντίθετο, αφού η περιουσία των πολιτών της είναι χαμηλή, ενώ το δημόσιο χρέος μηδαμινό. Όσον αφορά δε τη Γερμανία, φαίνεται ότι τώρα αλλάζει πορεία, με στόχο την άμεση μείωση του δημοσίου χρέους της, αφού αυξάνει συνεχώς τα φορολογικά της έσοδα, τα οποία θα ξεπεράσουν τα 600 δις € το 2012 – ενώ μειώνει τις δαπάνες, με τη βοήθεια των «εταίρων» της (μηδενικά επιτόκια δανεισμού κλπ.),

Κλείνοντας, όταν δημιουργούνται τέτοιου είδους «ασυμμετρίες» στην παγκόσμια οικονομία, οι πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι – όπως αποδείχθηκε ιστορικά τους αιώνες της «βασιλείας» του μερκαντιλισμού. Οφείλουμε να σημειώσουμε δε πως, όταν αναφερόμαστε στη Γερμανία, δεν εννοούμε φυσικά τους πολίτες της, αλλά την πολιτική της ηγεσία (η οποία ενεργεί κάτω από τις εντολές ενός βιομηχανικού κατεστημένου διεθνούς εμβέλειας, με πρωσικά χαρακτηριστικά και με απολυταρχικές δομές).      

ΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ

Αν και έχουμε αναφερθεί επιγραμματικά στο παρελθόν, θεωρούμε σκόπιμο να αναλύσουμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του, έτσι ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τη «νεομερκαντιλιστική» πολιτική που φαίνεται να ακολουθεί η Γερμανία (με κάποιες παραλλαγές φυσικά, «εναρμονισμένες» με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες). 

Αναλυτικότερα, με κριτήριο τις ανάγκες των απολυταρχικά κυβερνωμένων κρατών του 16ου – 18ου αιώνα, για αυξανόμενα και σίγουρα δημόσια έσοδα, έτσι ώστε να μπορεί να πληρώνεται ο στρατός, καθώς επίσης ο συνεχώς μεγαλύτερος δημόσιος τομέας (κρατικοί υπάλληλοι), δημιουργήθηκε σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη ένα οικονομικοπολιτικό σύστημα, το οποίο διακρινόταν από την ολοκληρωτική σχεδόν παρεμβατικότητα του κράτους στην οικονομία. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του συστήματος ήταν η επίτευξη πλεονασμάτων στο εξωτερικό εμπόριο – η αύξηση των εξαγωγών δηλαδή, με την παράλληλη μείωση των εισαγωγών, έτσι ώστε να μεγεθύνεται η ποσότητα των χρημάτων (τα αποθέματα χρυσού τότε).

Η εξαγωγή πρώτων υλών εμποδιζόταν, με στόχο την παραγωγή και πώληση έτοιμων προϊόντων, τα οποία μπορούσαν να εξασφαλίσουν πολύ υψηλότερες τιμές πώλησης, θέσεις εργασίας στο εσωτερικό κλπ. Απαγορευόταν δε αυστηρά η εξαγωγή ευγενών μετάλλων, κυρίως του χρυσού, ενώ τα υψηλά επιτόκια καταθέσεων είχαν στόχο την υποκίνηση των αποταμιευτών, να μην τοποθετούν τα χρήματα τους σε άλλες χώρες.

Παράλληλα, οι εξαγωγές ενισχύονταν με τη βοήθεια της επανεξαγωγής προϊόντων, τα οποία εισάγονταν σε χαμηλές τιμές από τις χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού – μία πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα από τη Γερμανία η οποία, με τη βοήθεια του ισχυρού ευρώ, καθώς επίσης της αυξημένης ρευστότητας της, πιέζει προς τα κάτω τις τιμές των προϊόντων που εισάγει από την Ασία ή αλλού (προϊόντα που στη συνέχεια επανεξάγει στους ευρωπαϊκούς «δορυφόρους» της).     

Αντίθετα, με σκοπό την ενίσχυση των επενδύσεων στη βιομηχανία, παρατηρήθηκε το 17ο αιώνα μία δραματική πτώση των επιτοκίων δανεισμού – όπως συμβαίνει σήμερα στη Γερμανία, με τη βοήθεια της αυξημένης εισροής χρημάτων από την περιφέρεια, για λόγους ασφαλείας (αφού προηγουμένως επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε, δυστυχώς με τη βοήθεια των εταιρειών αξιολόγησης των Η.Π.Α., η δημιουργία συνθηκών ανασφάλειας στις χώρες του Νότου – με αποτέλεσμα τη μαζική εκροή καταθέσεων από τις εκεί τράπεζες, με κύριο προορισμό τη Γερμανία).         

Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η σκόπιμη μείωση των εισαγωγών εκείνη την εποχή επιτυγχανόταν με την επιβολή δασμών στα ξένα προϊόντα – σήμερα, με τη μείωση της εσωτερικής κατανάλωσης, η «διαχείριση» της οποίας πραγματοποιείται με τη βοήθεια της μισθολογικής πολιτικής (αμοιβές χαμηλότερες από την παραγωγικότητα, αυξήσεις μικρότερες του πληθωρισμού, πάγωμα μισθών – μεθόδους που χρησιμοποίησε η Γερμανία, μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη, με στόχο την ηγεμονία της).

Οι πόλεμοι εκείνης της περιόδου, καθώς επίσης η συνεχώς αυξανόμενη εχθρότητα μεταξύ των κρατών, ήταν το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, κυρίως επειδή ο μερκαντιλισμός «ορίζει» το εξωτερικό εμπόριο ως ένα παιχνίδι «μηδενικού αθροίσματος» – μία συναλλαγή δηλαδή, στην οποία ο ένας κερδίζει και ο άλλος χάνει, αφού τα συνολικά έσοδα είναι δεδομένα και σταθερά.

Συνεχίζοντας, μία πολιτική, με την οποία συμφωνούσαν όλοι οι οπαδοί του μερκαντιλισμού τότε, ήταν η συνεχής καταπίεση της εργατικής τάξης. Τόσο οι βιομηχανικοί εργάτες, όσο και οι χωρικοί, υποχρεώνονταν να ζουν στα όρια του ελάχιστου δυνατού – έτσι ώστε τα προϊόντα που παρήγαγαν να κοστίζουν όσο το δυνατόν φθηνότερα. Ο στόχος ήταν η μέγιστη δυνατή αύξηση της παραγωγής, με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, σε καθεστώς πλήρους αδιαφορίας για το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.

Κατά την τότε επικρατούσα άποψη (κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα στη Γερμανία, ενώ επίσης κάτι ανάλογο απαιτεί η Γερμανία από τους εταίρους της, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας), μόνο μία χώρα που θα κατάφερνε να προσφέρει στους εργαζομένους της τα ελάχιστα μέσα επιβίωσης με σκληρή εργασία, θα ήταν δυνατόν να επιτύχει την ανώτατη δυνατή παραγωγή, με το ελάχιστο δυνατόν κόστος.

Εκτός αυτού, σύμφωνα πάντοτε με το μερκαντιλισμό, οι υψηλότερες αμοιβές, ο ελεύθερος χρόνος ή η μόρφωση των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, θα επιβάρυναν το κόστος των επιχειρήσεων, θα περιόριζαν την ανταγωνιστικότητα τους, θα οδηγούσαν τους εργαζομένους στην «οκνηρία» και θα δημιουργούσαν μεγάλες ζημίες στο κράτος.

ΝΕΟΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ

Ο μερκαντιλισμός ουσιαστικά απορρίφθηκε από τον φιλελεύθερο Βρετανό A. Smith, ο οποίος αρνήθηκε επίσης να ασχοληθεί με την πολιτική χρήματος θεωρώντας πως τα προϊόντα, οι άνθρωποι και οι θεσμοί αποτελούν τις βάσεις, επάνω στις οποίες μπορεί να οικοδομηθεί ειρηνικά, σε συνθήκες ελευθερίας και δημοκρατίας, καθώς επίσης ορθολογιστικά, η ευημερία μίας κοινωνίας και ενός κράτους.

Εν τούτοις, πολλοί οικονομολόγοι θεώρησαν πως ο μερκαντιλισμός, σε ορισμένους τομείς του, δεν είναι λανθασμένος. Ο κυριότερος όλων είναι ο J. M. Keynes, ο οποίος συμπεριέλαβε κάποια στοιχεία του μερκαντιλισμού στη θεωρία του – αναφέροντας ότι η ποσότητα χρήματος, το εξωτερικό ισοζύγιο και τα βασικά επιτόκια, είναι πολύ σημαντικά για μία οικονομία (απόψεις που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως βάση του σύγχρονου μονεταρισμού).

Ο A. Smith απέρριπτε τη μερκαντιλιστική «επικέντρωση» στην παραγωγή – πιστεύοντας πως η κατανάλωση είναι ο μοναδικός δρόμος για την ανάπτυξη της οικονομίας. Αντίθετα, ο Keynes θεωρούσε ότι, η παραγωγή είναι σχεδόν στον ίδιο βαθμό σημαντική με την ενίσχυση της κατανάλωσης – κατανοώντας επίσης πως, στην τότε σύγχρονη εποχή, η επιδίωξη αυξημένων αποθεμάτων σε ευγενή μέταλλα ήταν λογική.

Η τοποθέτηση του αυτή οφειλόταν στο ότι, πριν την καθιέρωση των χάρτινων χρημάτων (1973), η αύξηση των αποθεμάτων του χρυσού ήταν ο μοναδικός τρόπος αύξησης της ποσότητας χρήματος – με τη βοήθεια της οποίας μπορούσαν να ενισχυθούν τόσο οι παραγωγικές επενδύσεις, όσο και η κατανάλωση (σήμερα, η αύξηση της ποσότητας χρήματος επιτυγχάνεται από την «εκτύπωση» νέων – είτε από τις κεντρικές, είτε από τις εμπορικές τράπεζες). 

Επειδή τώρα οι Η.Π.Α. στην αρχή της δεκαετίας του 1930, απέσυραν τα χρήματα τους από το εξωτερικό, σαν αποτέλεσμα της μεγάλης ύφεσης, ενώ πολλές χώρες-οφειλέτες τους δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους, λόγω υπερχρέωσης των οικονομιών τους (κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα με τη Γερμανία και το Νότο), ο Keynes αντιλήφθηκε τη σπουδαιότητα του (εξωτερικού) ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Κατάλαβε επίσης πως, όταν όλα μαζί τα υπερχρεωμένα κράτη προσπαθούν να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές, για να εξοφλήσουν τα χρέη τους, καθώς επίσης για να ενισχύσουν την εσωτερική αγορά εργασίας (όπως ουσιαστικά συμβαίνει σε κάποιο βαθμό σήμερα), η Γερμανία δεν θα μπορούσε να επιτύχει πλεονασματικό ισοζύγιο, έτσι ώστε να πληρώσει τις υποχρεώσεις της (επανορθώσεις του 1ου παγκοσμίου πολέμου).

Προσπάθησε λοιπόν να πείσει τους δανειστές της Γερμανίας να περιορίσουν τις απαιτήσεις τους, εάν δεν ήθελαν να δημιουργηθούν εκρηκτικές συνθήκες στην Ευρώπη – δυστυχώς χωρίς επιτυχία, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε, μέσα από τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, στο ναζισμό και στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (γεγονός που σήμερα δεν φαίνεται να καταλαβαίνει η Γερμανία, σχεδιάζοντας τη δημιουργία αποικιών χρέους, στις οποίες θέλει θα εγκαταστήσει βιομηχανίες φθηνού εργατικού δυναμικού και ασυναγώνιστου κόστους, συγκριτικά με την Ασία – με, ουτοπικό προφανώς, στόχο, την κυριαρχία εν πρώτοις της ΕΕ και στη συνέχεια του πλανήτη). 

Αντίθετα λοιπόν με την θεωρία της ελεύθερης αγοράς (laissez-faire) του A. Smith, ο Keynes, λόγω της παγκόσμιας τότε κρίσης, επανάφερε στο προσκήνιο τη μερκαντιλιστική ιδέα της ενεργητικής επέμβασης του κράτους στην οικονομία – κάτι που οδήγησε αργότερα στην πολιτική του «new deal» στις Η.Π.Α. εκ μέρους του προέδρου Roosevelt (μαζική ενίσχυση της απασχόλησης με τη βοήθεια του κράτους), η οποία υιοθετήθηκε από πολλές άλλες χώρες και διήρκησε μέχρι τη δεκαετία του 1970.

Οι ομοιότητες τώρα μεταξύ του Κεϋνσιανισμού και των θεωριών που τον «μιμήθηκαν», καθώς επίσης του προηγηθέντος μερκαντιλισμού, οδήγησαν στο να ονομασθούν οι οπαδοί αυτών των οικονομικών θέσεων «νεομερκαντιλιστές» – ενώ άλλα οικονομικά συστήματα, τα οποία ενέχουν ορισμένα μερκαντιλιστικά στοιχεία, όπως το άκρως προστατευτικό οικονομικό σύστημα της Ιαπωνίας (λιγότερο της Γερμανίας), ονομάζονται επίσης νεομερκαντιλιστικά.

Ολοκληρώνοντας, στην περίοδο του μερκαντιλισμού δημιουργήθηκαν οι περισσότεροι σύγχρονοι οικονομικοί θεσμοί – όπως τα χρηματιστήρια, το μοντέρνο τραπεζικό σύστημα και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί. Σε γενικές γραμμές δε οι «μερκαντιλιστές» ήταν κυρίως είτε επιχειρηματίες, είτε κυβερνητικοί υπάλληλοι – σε καμία περίπτωση εργαζόμενοι.

Η ΕΛΛΑΔΑ

Από το ξεκίνημα σχεδόν της κρίσης, όλοι αναφέρονται στη βιωσιμότητα ή μη του χρέους της πατρίδας μας – ενώ παράλληλα «πριονίζονται» διαρκώς οι όποιες προσπάθειες περιορισμού ή/και εξυπηρέτησης του, παρά το ότι εφαρμόζονται «απάνθρωπα» προγράμματα εξαντλητικής λιτότητας και υπερφορολόγησης (οικονομική γενοκτονία).

Την ίδια στιγμή βέβαια η προπαγάνδα, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, στην κυριολεξία οργιάζει – με στόχο τη χειραγώγηση των μαζών και τη θυματοποίηση τους, έτσι ώστε να συνεχίσουν να αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας τους, την κατάλυση των πάσης φύσεως δικαιωμάτων τους, τη φτωχοποίηση, την υποδούλωση, τους ύπατους αρμοστές κοκ.

Στα πλαίσια αυτής της προπαγάνδας, χρησιμοποιούνται ακόμη και κατάλογοι «δυνητικών» φοροφυγάδων (πλαστοί ή μη), έτσι ώστε τα ελληνικά και παγκόσμια μέσα ενημέρωσης να βρίσκουν ευκαιρία να κατηγορούν τους πολίτες της πατρίδας μας, καθώς επίσης τους πολιτικούς της, ως αποκλειστικούς ενόχους της χρεοκοπίας της – παρά το ότι δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία χώρα που πλήττεται από τη διαφθορά ή/και που ήλθε αντιμέτωπη με την αδυναμία πληρωμών (μη εξαιρουμένης φυσικά της Γερμανίας). Πόσο μάλλον όταν αυτό συμβαίνει σε συνθήκες μεγάλης, διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, με ασυμμετρίες τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες φαίνεται πως οδηγούν σε σημαντικότατες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, μετά το εγκληματικό PSI, με το οποίο πυροβολήσαμε στην κυριολεξία τα πόδια μας, το δημόσιο χρέος μας περιορίσθηκε κατά 106 δις €. Το χρέος μας λοιπόν, από τα 368 δις € που ήταν στα τέλη του 2011, μειώθηκε περίπου στα 262 δις € – στα οποία, εάν προσθέσουμε το έλλειμμα του 2012 ύψους περίπου 13 δις € (όπως αναγράφηκε στο προσχέδιο του προϋπολογισμού), θα ήταν στα τέλη του 2012 ίσο με 275 δις € (και όχι 343 δις € που αναφέρονται, με την αυθαίρετη πρόσθεση ενισχύσεων προς τράπεζες, ταμεία κλπ., οι οποίες δεν «περνούν» παραδόξως μέσα από το έλλειμμα).

Η λύση τώρα που έχει στη διάθεση της η κυβέρνηση, εάν θα είχε την ικανότητα να διαπραγματευθεί σωστά, καθώς επίσης εάν πράγματι επιθυμεί να γίνει βιώσιμο το χρέος μας, χωρίς να περιμένει μάταια τον από μηχανής θεό (μέσα από την πολιτική της υποτέλειας και των υποκλίσεων απέναντι στην καγκελάριο), είναι να απαιτήσει τα εξής:

(α) Επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των 275 δις €, με χρεολυτικές δόσεις ανάλογες με τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού μας, έτσι ώστε να μπορούν πραγματικά να πληρώνονται – τουλάχιστον όσον αφορά τα δάνεια των κρατών της ΕΕ, καθώς επίσης της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, τα οποία δεν υπέστησαν καμία διαγραφή.

(β)  Επιτόκιο λίγο υψηλότερο από το βασικό της ΕΚΤ, αφού δεν είναι δυνατόν να κερδοσκοπούν οι «εταίροι» μας, δανείζοντας μας. Στην προκειμένη περίπτωση και για τα 175 δις € περίπου του συμφωνημένου δανεισμού μας από την ΕΕ, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ (οι ιδιώτες δεν μπορούν να υποχρεωθούν σε μία ακόμη ζημία), εάν πληρώναμε επιτόκιο 1%, αντί 5%, η εξοικονόμηση στον προϋπολογισμό μας θα ήταν περί τα 7 δις € – ενώ θα επιβαρυνόμαστε με ετήσιο τόκο 1,75 δις € για τα κράτη, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, καθώς επίσης με 4,25 δις € για τους ιδιώτες (συνολικά με 6 δις €, αντί 13 δις € σήμερα – οπότε το έλλειμμα μας θα ευρισκόταν στα πλαίσια του 3%).   

(γ) Διαγραφή εκείνου του ποσού από την ΕΚΤ, το οποίο δεν πλήρωσε αγοράζοντας ομόλογα του ελληνικού δημοσίου από τη δευτερογενή αγορά. Πρόκειται για περίπου 20 δις €, αφού αγόρασε ελληνικά ομόλογα 50 δις €, κατά μέσον όρο στο 60% της αξίας τους (30 δις €). Στην περίπτωση αυτή τόσο οι τόκοι, όσο και τα χρεολύσια, θα μειώνονταν ανάλογα.

(δ)  Ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον ESM (προβλέπεται για την Ισπανία, την Ιρλανδία κλπ.), έτσι ώστε να μην προστεθεί το ποσόν στο δημόσιο χρέος μας – υπό την προϋπόθεση βέβαια της επιστροφής του από τις τράπεζες μας, εντός πέντε ετών, για να αποφευχθεί η αφελληνισμός τους (απόλυτα εφικτό, εάν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών και επαναφέρουν τις καταθέσεις τους στην Ελλάδα – ύψους περί τα 100 δις €).

Εάν η κυβέρνηση μπορέσει να διαπραγματευθεί σωστά τα παραπάνω (η εξόφληση των οφειλών της Γερμανίας απέναντι μας παραμένει πάγια απαίτηση), τότε το χρέος μας θα γίνει βιώσιμο, περιοριζόμενο στα 255 δις € – οπότε στο 131% του ΑΕΠ (εάν το ΑΕΠ μειωθεί ακόμη περισσότερο, στα 195 δις €). Την ίδια στιγμή όμως θα μηδενισθούν σχεδόν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μας, οπότε θα είναι δυνατή η εξυπηρέτηση του – γεγονός που θα συμβάλλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, στην επαναφορά των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, στην αισιοδοξία, στις επενδύσεις, στην αύξηση της κατανάλωσης κοκ.

Σας αποτέλεσμα όλων αυτών το ΑΕΠ μας θα αρχίσει να αυξάνεται, οπότε θα περιορίζεται σταδιακά το ποσοστό του χρέους επί του ΑΕΠ – παράλληλα, θα αυξάνονται τα έσοδα του δημοσίου, επιτρέποντας σιγά-σιγά την αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων.

Εάν τώρα η κυβέρνηση δεν μπορέσει να τα καταφέρει, παρά το ότι αυτά που ζητάει είναι έντιμα, εφικτά και λογικά, τότε οφείλει να αρνηθεί τη δόση της ντροπής – επιλέγοντας άμεσα την αναβολή (στάση) πληρωμών εντός της Ευρωζώνης (κανένας δεν μπορεί να μας αποβάλλει, χωρίς τη θέληση μας), αφού είναι εντελώς ανέντιμο και αναξιοπρεπές να δανείζεται κανείς χρήματα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι δεν έχει καμία δυνατότητα επιστροφής τους.

Αυτό σημαίνει βέβαια ότι θα είμαστε από αμέσως υποχρεωμένοι να επιβιώσουμε, στηριζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις και χωρίς καθόλου δανεισμό – κάτι που είναι σε μεγάλο βαθμό εφικτό, κρίνοντας από τα περιορισμένα πλέον πρωτογενή μας ελλείμματα. Θα υπάρξουν φυσικά σημαντικές δυσκολίες, οι τράπεζες μας ίσως χρειασθεί να κρατικοποιηθούν, είναι πολύ πιθανόν να απαιτηθεί η πληρωμή κάποιων οφειλών του δημοσίου με υποσχετικές (όπως η Καλιφόρνια) και διάφορα άλλα, τα οποία όμως δεν θα είναι η συντέλεια του κόσμου – αρκεί να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των Πολιτών προς την Πολιτεία και να προηγηθεί η σωστή προετοιμασία.   

Η κυβέρνηση πρέπει λοιπόν να μην αποδεχθεί τα 31,5 δις €, αναλαμβάνοντας το ρίσκο της χρεοκοπίας – την οποία έτσι ή αλλιώς δεν πρόκειται να αποφύγουμε στο μέλλον, εάν βέβαια δεν συναινέσουμε στη μετατροπή της Ελλάδας σε γερμανικό προτεκτοράτο.   

Σε κάθε περίπτωση, είναι καλύτερα να αναστείλει τις πληρωμές των δανειστών της η πατρίδα μας σήμερα (αν και θα ήταν προτιμότερο να το είχε επιλέξει το 2010), όσο επώδυνα και αν είναι τα επακόλουθα, παρά να το αναβάλλει για αργότερα – όπου δυστυχώς θα οδηγηθεί στη χρεοκοπία, σαν τη στυμμένη λεμονόκουπα (λεηλατημένη δηλαδή, πάμπτωχη και με εξαθλιωμένους πολίτες).    

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αυτό που οφείλουμε όλοι εμείς οι Έλληνες να σκεφθούμε ήρεμα, τόσο οι «υπέρμαχοι» της πολιτικής της Τρόικας, όσο και οι επικριτές της, είναι το εάν η πατρίδα μας ευρίσκεται σε καλύτερη θέση, σε σχέση με το 2008 ή με το χρόνο της εισβολής του ΔΝΤ και της Γερμανίας στην επικράτεια μας. Εάν έχουν μεσολαβήσει δε σωστά βήματα έκτοτε, όσο οδυνηρά και αν ήταν ή συνεχίζουν να είναι τα μέτρα λιτότητας, πρέπει να «ψηφίσουμε» θετικά – χωρίς κανέναν ενδοιασμό.

Στα πλαίσια αυτά, το δημόσιο χρέος μας το 2008 ήταν 262 δις € ή ίσο με το 113% του ΑΕΠ μας – ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού μας δεν ξεπερνούσε το 5%, με ανέπαφη τη δημόσια και ιδιωτική μας περιουσία, το βιοτικό μας επίπεδο, τη βιωσιμότητα των τραπεζών μας, τις συντάξεις, τους μισθούς, τα «κακώς κείμενα» του δημοσίου κοκ.

Παράλληλα, τόσο το επιχειρηματικό πλαίσιο ή η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, όσο και το Κράτος Δικαίου, ήταν και είναι στην ίδια ακριβώς κατάσταση – δεν έχουν δηλαδή σε καμία περίπτωση καλυτερεύσει, παρά τη ραγδαία μείωση της κατανάλωσης και του ΑΕΠ, τη δραματική αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας, της εγκληματικότητας κλπ.

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η πτώση του ΑΕΠ κατά 40 δις €, κυρίως λόγω της πολιτικής λιτότητας, έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση των δημοσίων εσόδων κατά 10 δις € ετήσιαόσο δηλαδή ο φόρος των ακινήτων (χαράτσι) για 10 χρόνια, έντεκα φορές την αξία της ΔΕΗ (!) και σαράντα φορές την αξία της Τράπεζας της Ελλάδας (με το σύνολο των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις, από την εκποίηση δηλαδή των δημοσίων επιχειρήσεων, να υπολογίζεται μόλις 3 δις € παραπάνω – στα 13 δις €!).

Σήμερα λοιπόν, μετά από μία καταστροφική ύφεση, μετά από την απώλεια της εθνικής μας ανεξαρτησίας, καθώς επίσης μετά από μία διαγραφή χρέους 106 δις €, η οποία μας εξευτέλισε διεθνώς, καταστρέφοντας παράλληλα τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά μας ταμεία, το δημόσιο χρέος μας τοποθετείται (αυθαίρετα) στα 345 δις € ή στο 175% του ΑΕΠ μας – ενώ δεν διαφαίνεται καμία προοπτική για το μέλλον μας.

Την ίδια στιγμή η Αγροτική Τράπεζα έχει εκποιηθεί έναντι 95 εκ. €, έχουμε επιβαρυνθεί με χρέη της ύψους περί τα 12 δις €, η Δωδώνη εκποιείται έναντι 21 εκ. € (!), ενοικιάζεται σκανδαλωδώς μία τεράστια έκταση εντός της Αθήνας μόλις για 0,45 το τετραγωνικό μέτρο (!), το χρηματιστήριο μας έχει καταρρεύσει, η αγορά ακινήτων επίσης, οι κερδοφόρες κοινωφελείς επιχειρήσεις προγραμματίζεται να ιδιωτικοποιηθούν με εξευτελιστικό τίμημα, οι τράπεζες έχουν χρεοκοπήσει, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν, οι νέοι Έλληνες μεταναστεύουν, η Ελλάδα έχει χάσει και το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας, καθώς επίσης τόσα πολλά άλλα, τα οποία είναι εξαιρετικά οδυνηρό να αναφέρει κανείς.

Όσον αφορά δε το «ευρωπαϊκό όνειρο», τη δημιουργία δηλαδή των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, εάν πιστεύει κανείς ότι είναι δυνατόν να συμβεί με την πρωσική Γερμανία εντός της ΕΕ και με πρωτεύουσα το Βερολίνο, οφείλει να «ψηφίσει» υπέρ – σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση όμως είναι υποχρεωμένος να αντισταθεί, ακόμη και με κίνδυνο να καταρρεύσει εντελώς το βιοτικό του επίπεδο ή/και το κοινό νόμισμα.

Περαιτέρω, η Ελλάδα είχε μεν πολύ καλύτερες λύσεις στο παρελθόν, συνεχίζει όμως να έχει κάποιες – αρκεί φυσικά να βρεθεί μία επαρκής, υπερήφανη και θαρραλέα  κυβέρνηση, η οποία να έχει την ικανότητα να διαπραγματευθεί σωστά, λέγοντας παράλληλα ολόκληρη την αλήθεια στους Έλληνες Πολίτες, όσο οδυνηρή και αν υποθέσουμε ότι θα ήταν.

Άλλωστε εκείνοι που πληρώνουν το τίμημα πρέπει και να αποφασίζουν, έχοντας γνώση – όχι να υπεξαιρείται η ψήφος τους για δεύτερη φορά, μέσω κενών υποσχέσεων, οι οποίες ήταν εκ των προτέρων γνωστό στους κυβερνώντες ότι δεν πρόκειται να τηρηθούν.

Ολοκληρώνοντας, την επόμενη εβδομάδα δεν κρίνονται τα νέα μέτρα λιτότητας των 13,5 δις € ή ο εργασιακός μεσαίωνας που προγραμματίζεται, με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλά η νομιμοποίηση της κυβέρνησης να τα επιβάλλει, καθώς επίσης η έγκριση ή μη της πολιτικής υποτέλειας που ακολουθεί – εκτός αυτού, τόσο το μέλλον των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης, όσο και η επιβίωση ή όχι της Δημοκρατίας στον πλανήτη.

Υπενθυμίζουμε τέλος ότι, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία – όπως επίσης οδυνηρές θυσίες, εάν επιθυμεί ένας λαός να διατηρήσει την εθνική του κυριαρχία, την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπεια του.   

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 04. Νοεμβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος (μακροοικονομία), πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2733.aspx