Τι βλέπεις Θοδωράκη;
Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή*

Πάνω που μάδαγα την μαργαρίτα και δεν μου έβγαινε, άρχισα ν’ απελπίζομαι. Σηκώθηκα, πήρα την κατηφόρα και έφτασα πρώτος στην πλατεία. Αμέσως μετά με ακολούθησε ο ίσκιος μου. Φλαπ! κολλήσαμε πριν το περίπτερο και αποφασίσαμε να σταθούμε μπροστά στις φυλλάδες.
Μνημόνιο ή καταγγελία; Δεν υπήρχε λουλούδι για δείγμα και έτσι το τσίπουρο ήταν βάλσαμο. Μετά το τρίτο άρχισαν οι έντονες συζητήσεις και στο πέμπτο έγιναν ακόμη πιο προσωπικές. Αγαπηθήκαμε. Ο Ευρωπαίος με τον Έλληνα και ο δεξιός με τον αριστερό ψάλτη. Κάτι τα κεφτεδάκια, κάτι η σαρδέλα η παστή, όλα καλά και ύστερα από την επικοινωνία, βρέθηκα σπίτι μεσημέρι και με καυτό ήλιο στο πρόσωπο. Χάθηκα λοιπόν για κάμποσο και εκεί που άκουγα νερά να κελαρύζουν και κότσυφες να λαλούν, είδα τον καπετάνιο αρματωμένο και πίσω του ασκέρι ολόκληρο.













