Ιστορίες από το ανεπιθύμητο μέλλον ή όταν το παρελθόν βαραίνει στο παρόν
Του Αλέκου Αναγνωστάκη*
Με αφορμή τη δημόσια συζήτηση που γίνεται λόγω του θανάτου του Κ. Μητσοτάκη ας ρίξουμε μια ερευνητική ματιά σε ορισμένα περιστατικά που φωτίζουν τη διαμόρφωση της ελληνικής οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας.
Γερμανία 12 Οκτωβρίου 1847.
Ιδρύεται στο Βερολίνο, πρωτεύουσα του τότε Βασιλείου της Πρωσίας, η Siemens από τον μηχανικό και εφευρέτη Werner Siemens (1816-1892) και τον μηχανικό Γιόχαν Χάλσκε (1814-1890).
Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, το 1870, ο Georg Siemens, ανιψιός του Werner Siemens, συμμετέχει στην ίδρυση της Deutsche Bank και γίνεται ο ανώτερος διευθυντής της. Από τότε η Deutsche Bank εξελίσσεται σε κύριο τραπεζικό οίκο της Siemens.
Το γερμανικό κεφάλαιο έκτοτε και σε συνεργασία με τη διαμορφούμενη ελληνική αστική τάξη επιδρά καθοριστικά στα ελληνικά πολιτικά και οικονομικά «πράγματα».
Η Siemens καθώς δυναμώνει απλώνεται όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στην Αγία Πετρούπολη (1855) και στο Λονδίνο (1858) όπου ιδρύει παραρτήματα. Στην Ιρλανδία το 1932 συγχωνεύεται με την εταιρεία «Ράινιγκερ Γκέμπερτ και Σαλ» και δημιούργησε το 1932 τη Siemens – Reiniger – Werke AG που κατασκεύαζε ιατρικά μηχανήματα.
Λίγα χρόνια μετά οι Ναζί με τη στήριξη δυναμικών μερίδων του γερμανικού κεφαλαίου καταλαμβάνουν την εξουσία. Η Siemens, όπως και η Deutsche Bank, πριν και κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος παίζουν πρωτεύοντα ρόλο, αλληλοϋποστηρίζονται.
Στην έκθεση του OMGUS (Office of Military Government, United States), της Στρατιωτικής Κυβέρνησης των ΗΠΑ στο έδαφος της Γερμανίας μετά τη συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας και το διαμοιρασμό της σε ζώνες κατοχής, αναφέρεται: «Η στενή σχέση μεταξύ της Deutsche Bank και της επιχείρησης Siemens έχει μια μακροχρόνια παράδοση και βασίζεται στα μεγάλα πλεονεκτήματα, τα οποία απέφερε και στους δύο συνεργάτες αυτή η σύνδεση της μεγαλύτερης τράπεζας με ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά συγκροτήματα στη Γερμανία.(…)
…Αυτός ο δεσμός εκδηλώνεται μέσα στην πυκνή αλληλοδιασταύρωση των εποπτικών συμβουλίων, γίνεται φανερός στην παρουσία των οκταψήφιων μετοχικών κεφαλαίων από τη Deutsche Bank στις συνεδριάσεις των μετόχων της Siemens, στην κατοχή μετοχών της Deutsche Bank από τη Siemens και στην εκτενή χρήση από τη Siemens των μηχανισμών της Deutsche Bank, και των θυγατρικών της επιχειρήσεων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό….»
Εξ αιτίας του ρόλου της τράπεζας κατά τη χιτλερική περίοδο η πολυσέλιδη Έκθεση του OMGUS καταλήγει:
«…1. Η Deutsche Bank πρέπει να διαλυθεί 2. Οι υπεύθυνοι συνεργάτες της πρέπει να κατηγορηθούν και να παραπεμφθούν ως εγκληματίες πολέμου ενώπιον δικαστηρίου 3. Τα διευθυντικά στελέχη της πρέπει να αποκλειστούν από την ανάληψη σημαντικών ή υπεύθυνων θέσεων στην οικονομική και πολιτική ζωή της Γερμανίας».
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η εμπεριστατωμένη Έκθεση του OMGUS δεν υιοθετήθηκε ποτέ από τους Συμμάχους.
Μετά την ανάδειξη του Τρούμαν στην προεδρία των ΗΠΑ έπαυσε να υπάρχει ο στόχος της «αποναζιστικοποίησης» του γερμανικού καθεστώτος που επιχείρησε η κυβέρνηση Ρούζβελτ.
Ο στόχος πλέον ήταν η ανασυγκρότηση της Γερμανίας ως σημαντικού παράγοντα του Ψυχρού Πολέμου. Η Deutsche Bank όχι μόνο δεν διαλύθηκε, αλλά τα στελέχη της αξιοποιήθηκαν στις σημαντικότερες θέσεις. Ο ισχυρός της άνδρας Χέρμαν Αμπς προσλήφθηκε ως άτυπος οικονομικός σύμβουλος από τις βρετανικές δυνάμεις κατοχής. Αργότερα χρημάτισε προσωπικός συνεργάτης του τότε Καγκελάριου Αντενάουερ.
Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα αλλά με εξαιρετικά χειρότερους όρους λόγω της ήττας του ΕΑΜ. Οι συνεργάτες των γερμανών, οι ταγματασφαλίτες και οι γερμανοτσολιάδες με ή δίχως παπιγιόν κυριάρχησαν στην οικονομική και πολιτική ζωή του τόπου.
H Deutsche Bank και tα μαύρα ταμεία της Siemens στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα ο όμιλος Siemens αντιπροσωπεύεται για πρώτη φορά το 1890 μέσω της εταιρείας Ζαχαρίου & Σία.
Η γερμανική εταιρεία ήδη από το 1927 είχε εξαγοράσει το 80% της Ελληνικής Εταιρείας Τηλεφώνων (ΕΤΕ). Το 1931 ιδρύεται και λειτουργεί με κεφάλαια της Siemens η Ανώνυμη Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία (ΑΕΤΕ). Το 1949 η εταιρεία μεταβιβάζεται στο ελληνικό κράτος, η οποία σήμερα είναι γνωστή με την επωνυμία ΟΤΕ.
Τα ίδια στελέχη τα οποία κατά τις παραμονές του πολέμου κατείχαν διευθυντικές θέσεις στην ΑΕΤΕ και την «Σήμενς Ελληνική Ηλεκτροτεχνική» ήταν ταυτόχρονα διευθυντικά στελέχη και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας! Αυτό συνεχίστηκε και την κρίσιμη περίοδο της ναζιστικής κυριαρχίας.
Στην περίοδο αυτή αναπτύσσεται για πρώτη φορά η σχέση της Γερμανικής Τράπεζας με τη Εθνική τράπεζα Ελλάδος, σχέση που συνεχίζεται στις μέρες μας.
Η πρόσφατη, σχετικά, ιστορική μελέτη για την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας του Γιώργου Παγουλάτου («Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, 1940-2000»), αναφέρεται, στη συμφωνία με την Deutsche Bank.
«…Μετά από άμεσες και επιτυχείς σχετικές διαπραγματεύσεις αντιπροσωπείας της Εθνικής υπό τον Διομήδη, οι δύο τράπεζες (Εθνική και Deutsche Bank) υπέγραψαν, στις 17 Ιουνίου 1941, κοινό συμφωνητικό που προέβλεπε τη σύσταση διμερούς ελληνογερμανικής επιτροπής, υπό την προεδρία του διοικητή της ΕΤΕ, για την εξέταση των προοπτικών ανάπτυξης στενότερων οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο ιδρυμάτων.
Το συμφωνητικό προέβλεπε την κοινή μελέτη προτάσεων της ελληνικής πλευράς για την εκβιομηχάνιση, εκμετάλλευση των υδατοπτώσεων, εξόρυξη λιγνίτη και μεταλλευμάτων και ανάπτυξη των γεωργικών καλλιεργειών της χώρας. Η συμφωνία με την Deutsche Bank (με τη σύμπραξη και της Siemens) προέβλεπε ειδικότερα τη σύσταση εταιρείας από τις δύο τράπεζες, συνολικού κεφαλαίου 240 εκατομμυρίων δραχμών».
Για τη σχέση ΕΤΕ και Deutsche Bank γίνεται ειδική αναφορά και στην Έκθεση του OMGUS: «Στην Ελλάδα δεν ακολουθήθηκε από τις κατοχικές δυνάμεις η συνήθης οδός της άμεσης ιδιοποίησης των περιουσιών των πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά επελέγη η οδός της «φιλικής συμφωνίας», δηλαδή η συνεργασία μιας μεγάλης γερμανικής τράπεζας (της Deutsche Bank) με μια μεγάλη ελληνική (την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, ΕΤΕ). … Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας ήταν η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα στην Ελλάδα.
Κατά το έτος 1939, το κεφάλαιό της και το αποθεματικό της ανερχόταν σε 1.205.000.000 δραχμές και ολόκληρο το ενεργητικό της σε 12,5 δισεκατομμύρια δραχμές. Εκείνη την εποχή διατηρούσε 97 υποκαταστήματα και μια θυγατρική στη Νέα Υόρκη, την Hellenic Trust Company. … Η τράπεζα δεν έχει ανάγκη χρημάτων, έχει μεγάλη ρευστότητα και διαθέτει εκείνη τη στιγμή 11 δισεκατομμύρια δραχμές (225 εκατομμύρια Reichsmark) σε καταθέσεις».
Πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή τη «φιλική συμφωνία» της Deutsche Bank με την ΕΤΕ έπαιξε ως διαμεσολαβητής η Siemens. (Ελευθεροτυπία 21. 2 2010)
Από τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στη «φιλική συμφωνία» μεταξύ Deutsche Bank και ΕΤΕ, ξεχωρίζει και ο Κωνσταντίνος Γουναράκης, ο οποίος, κατά τα ειωθότα, ήταν ταυτόχρονα διευθυντικό στέλεχος της ΕΤΕ, της ΑΕΤΕ και της «Σήμενς Ελληνική Ηλεκτροτεχνική»! Επίσης ο γερμανομαθής πανεπιστημιακός οικονομολόγος Ιωάννης Παρασκευόπουλος ο οποίος, είκοσι χρόνια αργότερα, το 1963 και το 1966, ορκίζεται πρωθυπουργός.
Η δεκαετία του 50 επιστρέφει από το μέλλον
Ας πάμε όμως λίγα χρόνια μετά, στο 1954, πρωθυπουργός είναι ο στρατάρχης Παπάγος, υπουργός Συντονισμού ο Σπύρος Μαρκεζίνης.
Στις τρεις Απρίλη του 54 θα πέσει ο «κεραυνός Μαρκεζίνη». «Ο υπουργός Συντονισμού κ. Σπύρος Μαρκεζίνης υπέβαλε για λόγους υγείας την παραίτησίν του. Η παραίτησις εγένετο αποδεκτή» αναφέρει ανακοίνωση από το Γραφείο του πρωθυπουργού. Κανένας τότε δεν πίστεψε τους «λόγους υγείας».
Είκοσι ημέρες πριν από την παραίτηση ήταν στην Αθήνα για επίσημη επίσκεψη ο καγκελάριος της Γερμανίας Adenauer. Στο κοινό ανακοινωθέν αναφέρεται και το εξής:
«Ο Καγκελάριος υπεγράμμισεν ότι εκτέλεσις της από 11/11/1953 Συμφωνίας της Βόννης θα συμβάλει εις την εφαρμογήν των σχεδίων ανασυγκροτήσεως της ελληνικής κυβερνήσεως».
Η Συμφωνία, στην οποία αναφερόταν ο καγκελάριος, είχε υπογραφεί από τον Μαρκεζίνη και τον τότε γερμανό υπουργό Οικονομίας δρα Erhart, αρχιτέκτονα της οικονομικής ανόρθωσης της μεταπολεμικής Γερμανίας.
Η συμφωνία αφορούσε την ανάθεση, χωρίς διαγωνισμό, (γεγονός που επαναλαμβάνεται το 1990) στη Siemens του εκσυγχρονισμού του ΟΤΕ και του τηλεπικοινωνιακού δικτύου και την παροχή στην Telefunken άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού και ραδιοφωνικού δικτύου σ’ όλη τη χώρα. (σ.σ. H Telefunken ανήκε στο συγκρότημα της Siemens).
Το γεγονός καταγγέλλει με δημόσια προσωπική δήλωση ο Παπάγος στις 10/11/1954. Στη δήλωση κατηγορεί τον Μαρκεζίνη ότι είχε δεσμεύσει τη χώρα απέναντι στις δυο γερμανικές εταιρείες χωρίς καν να ενημερώσει τον πρωθυπουργό!
Στον Παπάγο είχαν «διοχετευθεί» από ιδιώτη φωτοτυπίες των επιστολών που είχαν ανταλλάξει Μαρκεζίνης και Erhard. Αργότερα θα αποκαλυφθεί ότι ο «ιδιώτης» ήταν ο περίφημος Βουλπιώτης.
Και ενώ ακόμα συνεχίζεται ο πολιτικός σάλος, (είχε παραιτηθεί και ο τότε υπουργός δημοσίων έργων και μετέπειτα «εθνάρχης» Κ Καραμανλής δίχως να γίνει δεκτή η παραίτηση) η Γερμανική κυβέρνηση πιέζει και ζητά υλοποίηση των συμφωνηθέντων. Η κυβέρνηση Παπάγου υποχωρεί κατά κράτος και προχωρά σε νέα ελληνογερμανική συμφωνία με την υπογραφή του τότε υπουργού της ΕΡΕ Παπαληγούρα.
Οι Γερμανοί «ξανάρχονται με άλλα ρούχα», το δεξιό κόμμα «Ελληνικός Συναγερμός» διασπάται. Ο τότε αρχηγός των Φιλελευθέρων Γ. Παπανδρέου μιλά για «πολιτικήν και ηθικήν κρίσιν».
H ΕΔΑ ανακοινώνει πως «Το ζήτημα παίρνει την μορφήν ανταγωνισμού μεταξύ γερμανικού και αμερικανικού κεφαλαίου διά την κατάκτησιν της ελληνικής αγοράς».
Αλλά ποιος ήταν ο Βουλπιώτης;
Ο Βουλπιώτης ήταν γαμπρός του Καρλ Φρίντριχ Ζίμενς, είχε παντρευτεί την κόρη του Χέρτα. Γι αυτό και είχε ανοιχτή και προσωπική επικοινωνία με τον Χίτλερ.
Ήταν επίσης εκείνος που, κατά ομολογία του, εισηγήθηκε την ιδέα για τα κατοχικά Τάγματα Ασφαλείας (με την υποστήριξη των Ιωάννη Ράλλη, Θεόδωρου Πάγκαλου και Στυλιανού Γονατά). Στον στενό πυρήνα των εκλεκτών του φίλων περιλαμβάνεται η ναζιστική αφρόκρεμα, ονόματα όπως του ίδιου του ναυάρχου Κανάρις, επικεφαλής της Διεύθυνσης Κατασκοπείας και Αντικατασκοπείας του Γ’ Ράιχ.
Όπως μας πληροφορεί πάλι η ίδια μελέτη του Γιώργου Παγουλάτου: «Στο πλαίσιο της εκβιομηχάνισης, η Εθνική Τράπεζα αναβίωσε, το 1958, την παλαιά συνεργασία της με την Deutsche Bank… Συστάθηκε κοινή επιτροπή των δύο τραπεζών για τη συγκεκριμενοποίηση των κοινών επιδιώξεων στη βάση μελετών της Εθνικής για τη γενική οικονομική κατάσταση της χώρας και τις συνθήκες της ελληνικής βιομηχανίας» (σ. 260). Το 1958 επιστρέφει με σύγχρονους όρους στο 1941!
Οι καιροί αλλάζουν, το παρελθόν στοιχειώνει
Μεταπολιτευτικά και από τη δεκαετία του ’90 οι σημαντικότερες συμβάσεις (ορισμένες) μεταξύ Siemens Ελλάς και ελληνικού δημοσίου είναι οι παρακάτω: η ψηφιοποίηση των τηλεφωνικών κέντρων του ΟΤΕ (μαζί με την Intracom), το σύστημα C4I για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, το τρίτο τμήμα του Προαστιακού (μαζί με τις Τέρνα και Άκτωρ), ντιζελάμαξες και τροχαίο υλικό ΟΣΕ και ΗΣΑΠ, το πρόγραμμα τηλεπικοινωνιών «Ερμής» του Ελληνικού Στρατού (μαζί με την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία).
Αλλά το 1989, λίγο πριν από την εκλογική νίκη της Ν.Δ., ο εισαγγελέας ματαίωσε τη σύμβαση που είχε υπογράψει ο ΟΤΕ με τη γερμανική Siemens και την Intracom του κ. Σωκράτη Κόκκαλη. Μετά τις εκλογές, όμως, η υπόθεση πήρε άλλη τροπή.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1989 και στις 31 Ιανουαρίου 1990 υπογράφονται συμβάσεις του τότε, ακόμη, κρατικού ΟΤΕ, με τις δύο εταιρείες (Intracom και Siemens) συνολικού ύψους 31,5 δισεκατομμυρίων δραχμών.
Η δεύτερη σύμβαση οδήγησε τον τότε υπουργό Μεταφορών κ. Κεφαλογιάννη στα πρόθυρα της παραίτησης και σε παρασκηνιακή σύγκρουση με τον τότε πρόεδρο της Ν.Δ. κ. Κώστα Μητσοτάκη. Όπως περιγράφει στην «Κ» ο κ. Κεφαλογιάννης, διαπίστωσε ότι «δεν επρόκειτο για την καλύτερη τεχνολογία αλλά και η τιμή ήταν διπλάσια απ’ ό,τι στην διεθνή αγορά». Λέει μάλιστα ότι εισηγήθηκε να πραγματοποιηθεί διαγωνισμός, τον οποίο, κατόπιν απόφασης του υπουργικού Συμβουλίου, ανέλαβε να υλοποιήσει μια τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από τον κ. Κεφαλογιάννη, τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας κ. Γιώργο Γεννηματά και τον υπουργό Προεδρίας κ. Νίκο Θέμελη.
Στη συνέχεια, όπως λέει ο κ. Κεφαλογιάννης, αντί να γίνει ο διαγωνισμός, «οι τρεις αρχηγοί (Κώστας Μητσοτάκης, Ανδρέας Παπανδρέου, Χαρίλαος Φλωράκης) περιφρόνησαν την Επιτροπή, δηλαδή το θεσμικό όργανο που κατά το Σύνταγμα είχε την αρμοδιότητα διαχείρισης αυτής της υπόθεσης».
Το 1954 επανέρχεται στα 1989!
Η ιστορία της Siemens επαναλαμβάνεται. Όχι φυσικά με τον ίδιο τρόπο.
Προπολεμικά έδινε 2-3% «προμήθειες». Μεταπολιτευτικά έδινε το 10% των κερδών της σε πολιτικούς και την «ελίτ». Από αυτό «αποδέκτες του 2% ήταν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα και το υπόλοιπο 8% εξατομικευμένα σε πολιτικούς. Στελέχη της Siemens έχουν ισχυριστεί ότι συνολικά το ποσόν των 130 εκατομμυρίων μάρκων είχε δοθεί σε Έλληνες,
Φυσικά η εταιρεία ακολουθούσε την ίδια πολιτική ανά τον κόσμο για να προωθήσει εμπορικές συμφωνίες. Ανάμεσα, μόνο, στο 1999 και 2006 δαπάνησε γι αυτό το σκοπό 1,3 δις ευρώ σε αμφιλεγόμενες πληρωμές (δωροδοκίες) σε διάφορες χώρες.
Οι καιροί λοιπόν αλλάζουν. Στην Ελλάδα τη θέση του Βουλπιώτη καταλαμβάνει, από τη δεκαετία του 1990, ο Μιχάλης Χριστοφοράκος, γερμανοσπουδαγμένος φυσικός, ειδικευμένος στη διοίκηση επιχειρήσεων. Τότε ο Ιωάννης Βουλπιώτης ήταν δοσίλογος των ναζί.
Ο πατέρας του Μιχάλη Χριστοφοράκου», ο γυναικολόγος Νικόλαος Χριστοφοράκος, ήταν στο ίδιο εδώλιο με τον Βουλπιώτη στην δίκη των δοσίλογων της Κατοχής. Στη δίκη αποκαλύφθηκε ότι κατέδωσε τους καθηγητές της Ιατρικής Κωνσταντίνο Χωρέμη, θεμελιωτή της παιδιατρικής και Νικόλαο Λούρο, διότι διοχέτευαν φαρμακευτικό υλικό από τον Ερυθρό σταυρό σε αναξιοπαθούντες (χειμώνας 1941) και αντάρτες.
Και οι 2 αθωώθηκαν. Ο δικαστής που τους αθώωσε βασίστηκε στην μαρτυρία του Πάνου Χατζηπάνου, μετέπειτα υπουργού Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Τσαλδάρη, που καταδικάστηκε για χρηματισμό όταν ήταν Υπουργός («υπόθεσις καυσίμων»). Ο Χατζηπάνου ήταν ευνοούμενος βοηθός στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών του δοσίλογου κατοχικού πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου (έρευνα του ιστορικού Δημοσθένη Κούκουνα).
Μετά τις δίκες των δοσίλογων ο Βουλπιώτης κατέφυγε τελικά στη Γερμανία. Ο Χριστοφοράκος, όταν το 2006 αποκαλύπτεται και στην Ελλάδα το σκάνδαλο Siemens, διέφυγε επίσης στην Γερμανία. Εκεί δικάστηκε στα μαλακά από την γερμανική Δικαιοσύνη, πρακτικά αθωώθηκε.
Οι καιροί λοιπόν αλλάζουν αλλά ο χώρος προστασίας «τους» διιστορικά παραμένει αναλλοίωτος.
Προπολεμικά και μεταπολεμικά το σύνολο σχεδόν των αστικών κομμάτων εμπλέκονται στη δράση του ηγεμόνα του γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα. Μεταπολιτευτικά, σύμφωνα με την Κατερίνα Τσάκαλου, «δεξί χέρι» του Χριστοφοράκου, ο Χριστοφοράκος είχε αναπτύξει στενές σχέσεις με όλα τα πλέον επιφανή στελέχη της ΝΔ και του τότε ΠΑΣΟΚ.
Οι καιροί αλλάζουν αλλά η αμαρτωλή δράση του γερμανικού κεφαλαίου και δια της Siemens παραμένει ως «σταθερή αξία». Το γερμανικό κεφάλαιο και η Siemens δεν πουλά μόνο τεχνολογία στην Ελλάδα. Διαλύει, όταν χρειαστεί, κόμματα, οδηγεί πολιτικούς σε παραίτηση, στην ουσία συνεισφέρει καθοριστικά και στη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα στο όνομα των γενικότερων συμφερόντων του γερμανικού κεφαλαίου. Στη δράση του αυτή έχει αποκτήσει μια πλεγματώδη σχέση τόσο με εκπροσώπους του ελληνικού κεφαλαίου όσο και με Έλληνες πολιτικούς.
Η οικογένεια Μητσοτάκη είναι μια από αυτές τις οικογένειες του παρακμάζοντος πλέον ελληνικού αστικού πολιτικού συστήματος.
Αν ψάξει κανείς θα βρει απίστευτα, εν πρώτοις, ονόματα που σταδιοδρόμησαν πάνω στην ήττα του ελληνικού εργατικού κινήματος και στην επάνοδο του ηττημένου άξονα, με άλλο όμως όνομα και σύγχρονη κανιβαλική πολιτική. Με μια λεπτομέρεια.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν ανηψο – εγγονός του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η γιαγιά του ήταν αδελφή του Βενιζέλου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος όμως ήταν αγγλόφιλος. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης στη διάρκεια της κατοχής ήταν μέλος της αγγλόφιλης αντιστασιακής οργάνωσης ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Κρήτης). Πως τα γύρισε προς Γερμανία μεριά;
Ο Μητσοτάκης βλέπει πως η Μ. Βρετανία, αυτός ο προπολεμικός παγκόσμιος ηγεμόνας, μεταπολεμικά υποχωρεί και παραχωρεί τα πρωτεία στις ΗΠΑ. Παρατηρεί επίσης πως με εντολή των Βρετανών παραμένουν στην Κρήτη τα γερμανικά στρατεύματα έξι μήνες αφότου αποχώρησαν από την υπόλοιπη Ελλάδα προκειμένου να αντιμετωπιστεί από κοινού ο ΕΛΛΑΣ!.
Ο ψυχρός πόλεμος έρχεται. Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν την τότε Δυτική Γερμανία. Η αποναζικοποίηση τελειώνει. Ο Μητσοτάκης διαβλέπει το μέλλον και τοποθετείται. Δίχως φυσικά ποτέ να διακόψει σχέσεις με το City του Λονδίνου και δίχως στιγμή να ξεχνά ποιος είναι ο νέος ηγεμόνας. Εξ ου και οι ειδικές σχέσεις με την οικογένεια Μπους.
Γι αυτά είναι όντως ικανός. Αν ζούσε άλλα είκοσι χρόνια πιθανόν να στρεφόταν κατά Κίνα μεριά.
Αυτό του το αναγνωρίζουν οι δικοί του. Οι ξένοι. Αλλά και οι οικογένειες των Βαρδινογιάννηδων (ανεξάρτητα επιθέτου).
«Η ελληνική αστική τάξη, αναφέρεται στο δημοσιευθέν κείμενο με τίτλο «Για το παρόν και το μέλλον της Αριστεράς», ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της σαν κυρίαρχη τάξη με τα καύσιμα των ξένων δανείων της «ανεξαρτησίας» που της έδωσαν τη δυνατότητα να τσακίσει το λαϊκό παράγοντα… Οι «ξένοι» της έδωσαν, στην κυριολεξία, το φιλί της ζωής όταν τελείωνε από τη δράση του οπλισμένου λαού της διπλής ένοπλης επανάστασης του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού.
Σε όλες τις φάσεις λοιπόν είναι πρωτίστως η ανάγκη της να υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα ταξικά της συμφέροντα, ενίοτε και την ίδια της την ύπαρξη. Δεν είναι πρωτίστως η εξάρτησή της από τις ξένες δυνάμεις ή το ξένο κεφάλαιο που την κάνει να συμπεριφέρεται με το συγκεκριμένο τρόπο».
ΠΗΓΗ: Παρασκευή, 02 Ιουνίου 2017, https://www.kommon.gr/i/981-istories-apo-to-anepithymito-mellon-i-otan-to-parelthon-varainei-sto-paron-tou-alekou-anagnostaki
* Ο Αλέκος Αναγνωστάκης είναι μέλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ.
Σημείωση: Η φωτογραφία του αρθρογράφου και της οικ. Μητσοτάκη εισήχθη, όπως και οι υπογραμμίσεις από το ΜτΒ.