Κρίση και στρατηγική του ελληνικού Κεφαλαίου Ι

Κρίση και στρατηγική του ελληνικού Κεφαλαίου – Μέρος Ι

 

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

1. Εισαγωγή

Στο παρόν άρθρο ασχολούμαστε με τις διαστάσεις των πρόσφατων οικονομικών μέτρων που ελήφθησαν στην Ελλάδα με αφορμή την αύξηση του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Η βασική μας κατεύθυνση είναι να δείξουμε πως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που την παρουσιάζει η επίσημη ρητορεία. Η όλη κατάσταση εκκινεί από την διάχυση της παγκόσμιας κρίσης στο εσωτερικό των χωρών της ΟΝΕ και των ζητημάτων που προκύπτουν από την ύπαρξη κοινού νομίσματος σε εθνικούς σχηματισμούς διαφορετικής παραγωγικότητας, τον ειδικό ρόλο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου μέσα στη συγκυρία αλλά και τη διατήρηση της ηγεμονικής θέση της Γερμανίας εντός της ΕΕ.

Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το ζήτημα με το έλλειμμα και το χρέος χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο για να εφαρμοστούν ταξικές πολιτικές επιθετικού χαρακτήρα.

Ο λόγος που γίνεται αυτό έχει να κάνει με την αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού να συνεχίζει να εντάσσεται με τον ίδιο τρόπο εντός του διεθνή καταμερισμού εργασίας. Η αποτυχία υιοθέτησης ενός τεχνολογικά και κλαδικά αναδιαρθρωμένου μοντέλου που θα συντελούσε στην άνοδο της ελληνικής ανταγωνιστικότητας απέναντι στους ισχυρούς ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς, έχει ως αποτέλεσμα την προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος μέσω του μετακύλισης του σχετικού κόστους στα λαϊκά στρώματα με όχημα τα πρόσφατα οικονομικά μέτρα (μείωση αμοιβών, μεγαλύτερη εργασιακή ευελιξία, αύξηση του ορίου απολύσεων, μείωση των συντάξεων). Διαφορετικά ειπωμένο, βιώνουμε αυτή την περίοδο την πιο επιθετική κίνηση του αστικού κράτους στο οικονομικό επίπεδο από το τέλος του εμφυλίου και ύστερα. Η προσπάθεια αυτή εδράζεται στα ραγδαία μεταφορά πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο σε βαθμό πρωτοφανέρωτο για τα νεώτερα χρονικά Μέσα από αυτό το σχέδιο η ελληνική αστική τάξη εκτιμά πως θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις πιέσεις που δέχεται από τα κεφάλαια σχηματισμών υψηλότερης παραγωγικότητας.


2. Το Γενικότερο Πλαίσιο

 

Η είσοδος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έφερε στην επιφάνεια την δομική αντίφαση που ενυπήρχε εξαρχής στο εγχείρημα του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Όπως ακόμα και ο Πωλ Κρούγκμαν έχει υποστηρίξει (Κρούγκμαν 2010), που μόνο για ύποπτος για μαρξιστικές απόψεις δεν μπορεί να θεωρηθεί, η δημιουργία ενός ενιαίου νομίσματος από χώρες με εντελώς διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας ήταν αναμενόμενο κάποια στιγμή να φέρει στην επιφάνεια μια σειρά από αντιφάσεις. Αντιφάσεις που σχετίζονταν με τα διαφορετικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά κάθε χώρας, τους άνισους ρυθμούς κεφαλαιακής συσσώρευσης, τις άνισες επιδόσεις στο διεθνή ανταγωνισμό που οδήγησαν όχι μόνο σε αποκλίσεις στους ρυθμούς πληθωρισμού, στην αύξηση του ΑΕΠ και στη διόγκωση του δημόσιου χρέους αλλά, κυρίως, στη διαφορετικότητα της διεθνούς εξειδίκευσης των εθνικών παραγωγικών συστημάτων (de Grauwe 2009).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το κοινό νόμισμα χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης για εκσυγχρονισμό των λιγότερων ανταγωνιστικών κεφαλαίων σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης από τη στιγμή που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πια το όπλο της υποτίμησης. Βεβαίως δεν πρόκειται για μια ουδέτερη διαδικασία και βάση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης η τάση των πραγμάτων θα είναι οι διαφορές μεταξύ των εθνικών κεφαλαίων συνολικά ιδωμένων να αυξάνονται. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η Γερμανία, ως ο πιο ισχυρός οικονομικά εθνικός, σχηματισμός της ΕΕ επέλεξε τη λύση του ευρώ. Εκτίμησε πως η υπεροχή της ανταγωνιστικότητάς της, ενισχυμένη από την αδυναμία πραγματοποίησης υποτιμήσεων θα οδηγούσε σε μια εκτεταμένη ανάπτυξη των εξαγωγών της, όπως και έγινε. Από εκεί και πέρα η εξελισσόμενη οικονομική κρίση τροποποίησε μερικά, αλλά όχι συνολικά, το υφιστάμενο πλαίσιο. Δημιουργήθηκαν συνθήκες ύφεσης όπου το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας έγινε πιο έντονο με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τη δυσχέρανση των δημοσιονομικών δεικτών και την αύξηση του κόστους δανεισμού. Αυτό συνέβει γιατί περιορίστηκαν οι καταναλωτικές δαπάνες με συνέπεια τη μείωση των κρατικών εσόδων και την αύξηση του ελλείμματος ως ποσοστού ενός συρρικνούμενου ΑΕΠ. Η κατάσταση αυτή εντείνεται από το γεγονός πως η πτώση της παραγωγής οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας με αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη υστέρηση δημόσιων εσόδων και την πιο συχνή προσφυγή στο δανεισμό για την κάλυψη των αναγκών. Το γεγονός της απουσίας ουσιαστικών αναδιανεμητικών πολιτικών που θα αντιστάθμιζαν την ανισόμετρη ανάπτυξη, δεν φανερώνει τίποτε άλλο παρά πως η ΕΕ δεν αποτελεί μια συνομοσπονδία, πόσο μάλλον μια ομοσπονδία, αλλά μια ειδική θεσμική συνάρθρωση εθνικών καπιταλιστικών σχηματισμών οι οποίοι ανταγωνίζονται για τη μεγαλύτερη δυνατή απόσπαση του παραγόμενου πλούτου.
Η νέα αυτή πραγματικότητα θα οδηγήσει την ελληνική αστική τάξη σε μια αλλαγή υποδείγματος για τον τρόπο με τον οποίο εντάσσεται στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Για να μπορέσουμε όμως να καταλάβουμε ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της αλλαγής υποδείγματος είναι αναγκαίο να αποσαφηνίσουμε ορισμένους μύθους που προσπαθεί να επιβάλει η άρχουσα τάξη μέσω των πολιτικών της εκπροσώπων και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης.

 

3. Μύθος 1:Yπάρχει μια ιδιαίτερη απόκλιση της ελληνικής οικονομίας, η οποία δημιουργεί την ανάγκη για τη λήψη τέτοιας έκτασης μέτρων λιτότητας

 

Πραγματικά, αν πάρει στα σοβαρά κανείς τα όσα αναφέρονται από τα ΜΜΕ, τους επίσημους κυβερνητικούς κύκλους αλλά και μερίδα των οργανικών διανοουμένων, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν τη βαναυσότητα των μέτρων, θα σχηματίσει την εντύπωση πως στην ελληνική οικονομία συμβαίνουν πρωτοφανείς εξελίξεις αποτελώντας μια οριακή περίπτωση για τα δυτικά δεδομένα. Ωστόσο τα διαθέσιμα στοιχεία μόνο αυτό δε δείχνουν. Καταρχήν το ελληνικό κράτος δεν είναι το πιο σπάταλο της Ευρώπης. Η λειτουργία του στοιχίζει το 17,3% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ οι αντίστοιχες δαπάνες για το γερμανικό κράτος φτάνουν στο 19,9%, για το Γαλλικό στο 24%, για το βρετανικό στο 23,7% ενώ ο μ.ο της ευρωζώνης φτάνει στο 21,8% (Βεργόπουλος 2010). Σε ό,τι αφορά τα ελλείμματα οι ΗΠΑ εμφανίζουν έλλειμμα το 2009 12,5%, η Ιαπωνία 10,5% και ο μο των χωρών της ευρωζώνης ήταν 6,6%.

Στον τομέα του χρέους μπορεί το ελληνικό χρέος να φτάνει στο 113,4% του ΑΕΠ το 2009 αλλά η πολύ ισχυρή οικονομικά Ιαπωνία διαπιστώνει πως το δικό της χρέος έχει εκτοξευτεί στο 197,2% . Η κατάσταση, δε, εμφανίζεται πολύ διαφορετική αν λάβουμε υπόψη μας το συνολικό χρέος κάθε χώρας (δηλαδή το σύνολο του ποσού που έχει δανειστεί το κράτος, οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες): Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ το συνολικό ελληνικό χρέος φτάνει στο 179% του ΑΕΠ όταν ο μο της ΕΕ είναι 175% και η Ολλανδία παρουσιάζει συνολικό χρέος 234% του ΑΕΠ, η Ιρλανδία 222%, το Βέλγιο 219%, η Ισπανία 207% η Πορτογαλία 197% η Ιταλία 194%. Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν αν μελετήσει κανείς τα στοιχεία για το εξωτερικό χρέος (δηλαδή τις οφειλές του κράτους, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών προς τις ξένες τράπεζες δεδομένου πως ένα τμήμα του χρέους αφορά τράπεζες της ίδιας χώρας): Μεταξύ των λεγόμενων PIGS (Portugal, Ireland, Greece, Spain) η Ιρλανδία χρωστάει το 414% του ΑΕΠ, η Πορτογαλία το 130%, η Ελλάδα το 89,5% και η Ισπανία το 80% (Δελαστίκ 2010α).

Επιπρόσθετα μπορεί η Ελλάδα να εμφανίζει υψηλές δανειακές ανάγκες, ωστόσο η κατάσταση για πολλά άλλα δυτικά κράτη δεν εμφανίζεται διαφορετική. Συγκεκριμένα οι νέες δανειακές ανάγκες της χώρας για το 2010 αναμένεται να φτάσουν τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ, τη στιγμή που άλλες «μικρές» χώρες όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία θα δανειστούν από 100 δισεκατομμύρια εκάστη. Κι αν για τις ξένες τράπεζες το ρίσκο δανεισμού 50 δις. προς την Ελλάδα θεωρείται υψηλό τότε τι μπορεί να ειπωθεί για τη Γερμανία που μπορεί μεν να έχει το εννεαπλάσιο ΑΕΠ σε σχέση με το ελληνικό, αλλά αναμένεται να δανειστεί 370 δις. ευρώ; Η δε Γαλλία θα φτάσει τα 450 δις και η Ιταλία τα 400 δις με αποτέλεσμα η αντιστοιχία του δανεισμού προς το ΑΕΠ τους να κινείται στα ίδια επίπεδα με την Ελλάδα (Δελαστίκ 2010β).

Τι προκύπτει από όλα τα παραπάνω; Καταρχήν πως παρόμοια οικονομικά προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλες δυτικές χώρες. Όταν αυτό άρχισε να γίνεται σαφές τότε επιστρατεύτηκε ένα δεύτερο επιχείρημα: πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει και πρόβλημα χρέους και πρόβλημα ελλειμμάτων και είναι ο συνδυασμός των δύο αυτών προβλημάτων που δημιουργεί την οξυμένη κατάσταση. Το ζήτημα, όμως, είναι, πως αυτό το επιχείρημα εμπεριέχει δύο αντιφάσεις. Η πρώτη είναι πως χώρες πολύ πιο αναπτυγμένες από την Ελλάδα οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία παρουσιάζουν επίσης και υψηλό έλλειμμα αλλά και υψηλό χρέος. Το γεγονός πως δεν αντιμετωπίζουν παρόμοια με την Ελλάδα προβλήματα έχει να κάνει με τ’ ότι ως πολύ πιο ισχυρές οικονομικά δυνάμεις είναι σε θέση να διαχειριστούν τις επιπτώσεις, σ’ αυτή τη φάσης, της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με διαφορετικό τρόπο. Η δεύτερη αντίφαση έχει να κάνει με τ’ ότι πολύ σύντομα άρχισε να δημιουργείται ένα συνολικότερο πλαίσιο δραματοποίησης της κατάστασης και στην Πορτογαλία και την Ισπανία. Η Ισπανία όμως δεν έχει υψηλό χρέος ενώ η Πορτογαλία δεν έχει υψηλό χρέος και το έλλειμμά της είναι σαφώς χαμηλότερο από αυτό της Ελλάδας. Κατά συνέπεια κάπου άλλου πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια. Όπως θα δείξουμε στην παράγραφο 6 αυτό έχει κύρια να κάνει με το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που παρουσιάζει η Ελλάδα, αλλά και η Πορτογαλία με την Ισπανία, το οποίο οξύνει η παρούσα παγκόσμια κρίση και η διαπλοκή της με την κρίση του ευρώ, γεγονός που οδηγεί τις αγορές στην απόσυρση της εμπιστοσύνης τους προς τους νοτιοευρωπαικούς καπιταλισμούς.


4. Μύθος 2: Το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας δημιουργήθηκε γιατί τα τελευταία χρόνια οι έλληνες εργαζόμενοι απόκτησαν ένα καταναλωτικό πρότυπο που δεν αντιστοιχούσε στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας.

 

Το παραπάνω με απλά λόγια σημαίνει πως στο προηγούμενο διάστημα δόθηκαν αυξήσεις τις οποίες δεν μπορούσε να αντέξει η ελληνική οικονομία με αποτέλεσμα να αυξηθεί υπέρμετρα το κόστος παραγωγής και τα ελληνικά προϊόντα να καταστούν μη ανταγωνιστικά. Η λογική συνέπεια αυτού του μυθεύματος είναι πως από εδώ και πέρα θα πρέπει να μειωθεί το εισόδημα των ελλήνων εργαζομένων έτσι ώστε να αποκατασταθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα.

Ωστόσο, η θεωρία της αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων στην Ελλάδα και μάλιστα με ρυθμούς υπέρτερους από αυτούς του μ.ο των χωρών της ΕΕ-15 είναι επιδεκτική κριτικής για πολλούς λόγους. Πράγματι τα διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν πως μεταξύ 1995 και 2008 η σωρευτική αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μέσων αποδοχών στην Ελλάδα έφτασε το 37%. Εντούτοις η αύξηση αυτή είναι υπερεκτιμημένη: Καταρχήν λαμβάνει υπόψη τον μέσο πληθωρισμό και όχι τον πληθωρισμό που αντιστοιχεί σε καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες που κατά κύριο λόγο κάνουν χρήση τα νοικοκυριά των εργαζομένων. Σύμφωνα με τους σχετικούς υπολογισμούς η υπερεκτίμηση αυτή προσεγγίζει κάθε χρόνο το 0,7% (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009). Έπειτα ο μέσος μισθός δεν αντανακλά την πραγματικότητα που βιώνει η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων αφού σε αυτόν περιλαμβάνονται και οι πολύ υψηλές αμοιβές των στελεχών. Τέλος οι μέσες πραγματικές αποδοχές δεν είναι υπολογισμένες για σταθερό αριθμό ωρών, αλλά για το σύνολο του χρόνου εργασίας με αποτέλεσμα να συνυπολογίζονται και οι αμοιβές για υπερωρίες.

Το πρόβλημα είναι πως η απουσία τέτοιων στοιχείων για όλη την περίοδο δεν διευκολύνει να βγάλουμε ξεκάθαρα συμπεράσματα για το τι συνέβη στην μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών. Για το λόγο αυτό εκτιμούμε πως είναι ασφαλέστερο να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικά εργαλεία για να κατανοήσουμε τι ακριβώς έχει συμβεί.

Ξεκινώντας από τη συμμετοχή των μισθών στο ΑΕΠ διαπιστώνουμε πως υπάρχει μια μακροχρόνια τάση μείωσης του μεριδίου τους από 56% το 1995 σε 54% το 2008. Η επιδείνωση των όρων διαβίωσης των Ελλήνων φαίνεται και από το γεγονός πως το ποσοστό της αποταμίευσης των νοικοκυριών ως ποσοστό του εισοδήματος μειώνεται από 14,1% το 1996 σε 8,9% το 2004. Ταυτόχρονα το ποσοστό του πληθυσμού που βρισκόταν κάτω από το όριο της φτώχειας το 2006 έφτανε το 21%. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως οι μισοί φτωχοί έχουν εισόδημα μικρότερο από το 44,4% του διαμέσου εισοδήματος και άρα απέχουν σημαντικά από το να εξέλθουν από τη φτώχεια (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2008: 210- 211). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να γίνει κατανοητό το γεγονός της μαζικής προσφυγής στον ιδιωτικό δανεισμό. Ένα σημαντικό τμήμα των ελλήνων μη μπορώντας να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές του ανάγκες με τον τρόπο της προηγούμενης γενιάς, προσέφυγε στις τράπεζες. Το αποτέλεσμα ήταν ο δανεισμός των νοικοκυριών, ύστερα και από την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης το 2003, να αυξηθεί κατακόρυφα, 28% ετησίως για την περίοδο 2002- 2007. Ως ποσοστό του ΑΕΠ η συνολική δανειακή επιβάρυνση των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκε στο 50% στο τέλος του 2009 από 34,7% στο τέλος του 2005 (Μητράκος- Συμιγιάννης 2009: 7).

Ένας άλλος δείκτης που αποτυπώνει τις κοινωνικές ανισότητες είναι η φορολογία όπου οι έμμεσοι φόροι συνεισφέρουν κατά 66% στα φορολογικά έσοδα, οι μισθωτοί κατά 12%, οι μεγάλες επιχειρήσεις κατά 10%, οι μικρές επιχειρήσεις κατά 4% και οι επαγγελματίες κατά 3% (Κυπριανίδης- Μηλιός 2010: 10) Αλλά και στους πιο «αναλογικούς» άμεσους φόρους η κατάσταση δεν εμφανίζεται δικαιότερη: σε σχέση με τη φορολόγηση του εισοδήματος το 2004 οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι κατέβαλαν το 44% των φόρων εισοδήματος ενώ το 2006 το 50,1%. Αντίθετα οι επιχειρήσεις ενώ το 2004 είχαν καταβάλει το 43% των φόρων εισοδήματος, το 2006 κατέβαλαν το 36,3% των φόρων εισοδήματος (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ 2008: 22- 23).

Το παραπάνω μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο ως το αποτέλεσμα μιας συνειδητής ταξικής κρατικής πολιτικής σε σχέση και με τη φορολογία. Και δεν μπορούσαν να είναι τα πράγματα διαφορετικά από της στιγμή που για τις μεγάλες επιχειρήσεις η φορολογική επιβάρυνση από 29,9% το 2000 μειώθηκε σε 18,6% το 2006. Το ίδιο έτος ο αντίστοιχος συντελεστής φορο¬λογικής επιβάρυνσης ήταν στην Ισπανία 53,3%, στην Γαλλία 31,4%, στην Ιταλία 27,1%, στην Κύπρο 26,8%, στο Βέλγιο 21,6%, στην Δανία 32,3%, στην Πορτογαλία 22,6%, στην Αγγλία 27,7% και στην Ε.Ε-25 ήταν 28,7%. Αντίθετα, η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα το 2000 ανερχόταν σε 34,5% και το 2006 αυξήθηκε σε 35,1%. Κατά το ίδιο έτος ο αντίστοιχος συντελε¬στής φορολογικής επιβάρυνσης ήταν στην Ισπανία 30,8%, στην Γαλλία 41,9%, στην Ιταλία 42,5%, στην Κύπρο 24,18%, στο Βέλγιο 42,7%, στην Δανία 37,1%, στην Πορ¬τογαλία 28,6%, στην Αγγλία 25,8% και στην Ε.Ε-25 ήταν 36,4%. Διαπιστώνεται δηλαδή ότι η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο μέσο όρο της Ε.Ε-25, ενώ η πραγματική φορολογική επιβάρυνση για τα κέρδη ανέρχεται σχεδόν στο ήμισυ του μέσου όρου της Ε.Ε -25 (15,9% στην Ελλάδα, έναντι 33% στην Ε.Ε-25. (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009: 93).

Το συνολικό αποτέλεσμα όλων όσων αναφέρθηκαν είναι η Ελλάδα να διακρίνεται για τις οικονομικές της ανισότητες. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές από τη στιγμή που το εισόδημα του 20% των περισσότερο εύπορων ελλήνων που κατέχουν το 40,4% του συνολικού εθνικού εισοδήματος, είναι περίπου εξαπλάσιο από το εισόδημα του 20% των λιγότερο εύπορων ελλήνων που κατέχουν το 7% του εισοδήματος. Αντίθετα στις χώρες της ΕΕ15 η διαφορά δεν υπερβαίνει την τελευταία δεκαετία τις 4,8 φορές (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2008: 213).

Γενικό συμπέρασμα: Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας οι κοινωνικές ανισότητες στην Ελλάδα αυξήθηκαν γιατί ο παραγόμενος πλούτος διαμοιράστηκε πολύ άνισα. Κατά συνέπεια τα σημερινά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να θεωρηθεί πως οφείλονται στην (υποτιθέμενη) αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων…

 

ΠΗΓΗ: http://aristerovima.gr/details.php?id=2057

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.