Κρίση και στρατηγική του ελληνικού Κεφαλαίου ΙΙΙ

Κρίση και στρατηγική του ελληνικού Κεφαλαίου – Μέρος ΙΙΙ

 

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

7. Οι τρεις βασικές διαστάσεις του ζητήματος

 

Βασική μας θέση είναι πως τα πράγματα πήραν αυτή τη διάσταση επειδή το αληθινό πρόβλημα αφενός αφορούσε την κρίση στρατηγικής του ελληνικού κεφαλαίου αλλά, αφετέρου, επειδή πυροδότησε και ευρύτερες διεργασίες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ελλάδα είναι χώρα της Ευρωζώνης, κατά συνέπεια η συγκεκριμένη κρίση, η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της παγκόσμιας ύφεσης, δεν μπορούσε να έχει μόνο «τοπικά» αποτελέσματα.

Σ’ ότι αφορά την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, η αδυναμία εκπόνησης μιας εναλλακτικής αστικής στρατηγικής από την ελληνική άρχουσα τάξη εκτιμήθηκε αρνητικά από τις διεθνείς χρηματαγορές με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια διαδικασία απόσυρσης της εμπιστοσύνης των χρηματοπιστωτικών οίκων απέναντι στον ελληνικό καπιταλισμό. Με άλλα λόγια το πραγματικό πρόβλημα δεν ήταν ούτε το έλλειμμα ούτε το χρέος (άλλωστε όπως δείξαμε κι άλλες χώρες αντιμετωπίζουν παρόμοια ζητήματα) αλλά δύο εντελώς διαφορετικά ζητήματα: η απαξίωση που γνώρισε ο ελληνικός καπιταλισμός από τις διεθνείς αγορές και η συνολικότερη διεθνή διάσταση της κρίσης. Ας τα δούμε αυτά τα δύο ζητήματα πιο αναλυτικά.

Σε σχέση με τις αγορές σχηματίστηκε η εκτίμηση πως ο ελληνικός καπιταλισμός είναι πιθανό να μπει σε πορεία υποβάθμισής του στο διεθνή καταμερισμό εργασίας στο επόμενο διάστημα και κατά συνέπεια ενείχε κινδύνους η επένδυση σε αυτόν και γι’ αυτό η Ελλάδα σήμερα δανείζεται με τόσο υψηλά επιτόκια . Αυτό είχε την αντανάκλασή του και στο τραπεζικό σύστημα: οι τράπεζες αναζητούν στο εξωτερικό κεφάλαια για τη συντήρηση της ζήτησης αλλά η χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συντελεί στη διαμόρφωση των υψηλών επιτοκίων δανεισμού (Πελαγίδης- Μητσόπουλος 2010: 248). Γιατί, όμως συμβαίνει αυτό; Η κατεύθυνση κεφαλαίων στο χώρο της χρηματοπιστωτικής σφαίρας συμπυκνώνουν μια πρόβλεψη εμπεριέχοντας ένα σημαντικό στοιχείο ρίσκου: οι αγορές κάνουν μια εκτίμηση για τη μελλοντική παραγωγή υπολογίζοντας σε ένα δικαίωμα στο μελλοντικό εισόδημα που αναμένεται να προέλθει από αυτή την παραγωγή. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως δεν υπάρχει τρόπος που να εγγυάται ότι τα κέρδη αυτά όντως θα πραγματοποιηθούν. Έτσι από τη στιγμή που οι αγορές σχηματίζουν την εντύπωση πως οι συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα (και σε αυτό συμπεριλαμβάνονται παράγοντες όπως η στρατηγική της αστικής τάξης αλλά και οι αντιστάσεις των κυριαρχούμενων στρωμάτων) δεν διασφαλίζουν την αρχικά προβλεπόμενη κερδοφορία τότε «υποβαθμίζουν» τη συγκεκριμένη χώρα μέσω της μαζικής εκροής κεφαλαίων ή/ και μέσω της ανόδου των επιτοκίων (Ιωακείμογλου 2010β).

Σ’ ότι αφορά τη διεθνή της διάσταση η ελληνική κρίση έχει να κάνει με το ευρώ και τους ενδοιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Η προσπάθεια αρκετών ευρωπαϊκών χωρών ήταν να δημιουργήσουν ένα ισχυρό νόμισμα που σταδιακά θα λειτουργούσε ως το παγκόσμιο αποταμιευτικό νόμισμα. Πράγματι η πορεία του ευρώ θα είναι αποβεί ιδιαίτερα ικανοποιητική κερδίζοντας σημαντικά μερίδια στις παγκόσμιες αγορές. Έτσι στις διεθνείς αγορές χρεογράφων το ευρώ το Δεκέμβριο του 2007 εκφράζει το 32,7% της συνολικής αξίας τους σε σχέση με το 21,7% που εξέφραζε το 1999. Αντίστοιχα η συμμετοχή του δολαρίου μειώθηκε από 46,8% το 1999 σε 43,2% το 2007. Το 2004 το 19% των συναλλαγών σε συγκεκριμένα χρηματο- οικονομικά προιόντα (spot, swaps, outiright) ήταν σε ευρώ, με το δολάριο να κυριαρχεί με ποσοστό 44% και τη βρετανική λίρα στο 8,5% και το γιεν στο 10%. Το πιο σημαντικό όμως, είναι η παρουσία του ευρώ στο σύνολο των παγκόσμιων αποθεματικών. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία το 2007 το 63,9% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων ήταν σε δολάρια ΗΠΑ (έναντι 71% το 1999), το μερίδιο του ευρώ κυμαινόταν στο 26,5%, (έναντι 17,9% το 1999), η στερλίνα περιοριζόταν στο 4,7%, (έναντι 2,9% το 1999), και το γιεν στο 2,9% (έναντι 6,8% το 1995). (Μελάς 2010: 35). Συμπερασματικά το ευρώ κατόρθωσε να παρουσιάσει μια σημαντική δυναμική, χωρίς βεβαίως να μεταβληθεί στο κύριο αποθεματικό νόμισμα, η οποία συντέλεσε στο να περιοριστεί, έστω και ανισόμετρα, η παρουσία των άλλων νομισμάτων. Η εξέλιξη αυτή θα συναντήσει την αντίδραση των αντίπαλων σχηματισμών, πόσο μάλλον που το ευρώ από το διάστημα της δημιουργίας του ανατιμήθηκε πλειστάκις έναντι του δολαρίου και της λίρας.

Η κρίση στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως κερκόπορτα όχι μόνο για να αντληθούν κερδοσκοπικά κέρδη από τον ακριβό δανεισμό αλλά επίσης για να μετατραπεί η κρίση της Ελλάδας σε κρίση του Ευρώ. Στο εσωτερικό της Ευρωζώνης αυτό αποτυπώθηκε στις πραγματικές αντιθέσεις μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας. Η Γαλλία βλέποντας τον κίνδυνο που δημιουργούνταν θέλησε να βοηθήσει την Ελλάδα, όχι βέβαια για λόγους φιλευσπλαχνίας αλλά διότι φοβήθηκε πως η κρίση στη συνέχεια θα επεκτεινόταν και στην Πορτογαλία και την Ισπανία με αποτέλεσμα να επέλθει η κατάρρευση του κοινού νομίσματος. Η Γερμανία από την πλευρά της έχει εκτιμήσει πως τα ιδιαίτερα συμφέροντά της εκφράζονταν μέσω της υφιστάμενης κατάστασης όπου όντας η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα είχε καταφέρει να ηγεμονεύσει ως εξαγωγική δύναμη στο χώρο της ευρωζώνης. Διαφορετικά ειπωμένο, η περαιτέρω εξαγωγική διείσδυση της Γερμανίας δε βασίστηκε στις ονομαστικές ανταλλακτικές αξίες των βασικών αποθεματικών νομισμάτων αλλά στην τεχνολογική καινοτομία, όπου διατήρησε την πρωτοπορία της σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους (αυτοκινητοβιομηχανία, χημική βιομηχανία, μηχανολογικός εξοπλισμός), στο διευρυμένο τομέα των κεφαλαιακών αγαθών καθώς και στην καθήλωση των μισθών (Χωραφάς 2010: 12- 13). Το αποτέλεσμα ήταν μεταξύ 2000 και 2010 η Γερμανία να έχει συσσωρεύσει ένα πολύ μεγάλο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, μόνο το 2007 ήταν της τάξης του 8%. Αυτό συνέβη γιατί στο διάστημα αυτό οι μεν εξαγωγές πολλαπλασιάστηκαν αλλά η εσωτερική ζήτηση έμεινε στάσιμη σημειώνοντας μια ανεπαίσθητη αύξηση του 0,2% ετησίως. Η ασήμαντη αύξηση της εσωτερικής ζήτησης οφείλεται στη στασιμότητα της πραγματικής αμοιβής της εργασίας, 0,4%- κατά πολύ μικρότερη της αύξησης της παραγωγικότητας. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μέσα σε μια δεκαετία ένα προϊόν να στοιχίζει 25% περισσότερο αν έχει παραχθεί στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Πορτογαλία και την Ισπανία , 23% στην Ιρλανδία και 13% στη Γαλλία ενώ στη Γερμανία η τιμή του έχει παραμείνει σταθερή (Φλάσμπεκ 2010: 57).

Κατά συνέπεια για τη Γερμανία οποιαδήποτε βοήθεια προς την Ελλάδα θεωρήθηκε πως θα λειτουργούσε ως αφορμή για να περιοριστούν τα κέρδη των γερμανικών επιχειρήσεων αφού αυτό θα συνέβαλε ανασχετικά και στις διαφορές παραγωγικότητας ενώ θα δημιουργούσε και εσωτερικά προβλήματα στη Γερμανία αφού ο εξαγωγικός της θρίαμβος στηρίχτηκε και σε πολιτικές λιτότητας, ενός εύρους που δε γνώρισαν οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Διαφορετικά ειπωμένο ο γερμανικός καπιταλισμός συμφώνησε να συμμετάσχει στο ευρώ θεωρώντας πως οι άλλοι σχηματισμοί χάνοντας το όπλο των υποτιμήσεων δεν θα μπορούσαν να συναγωνιστούν τη δική του υψηλή παραγωγικότητα σε συνδυασμό με τη μισθολογική συγκράτηση. Όταν οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής άρχισαν να γίνονται ορατές υπήρξε η εκτίμηση πως είναι προτιμότερο να πιεστεί η ελληνική οικονομία παρά να τεθεί σε αμφισβήτηση το όλο πλαίσιο που επέφερε πολύ μεγάλα κέρδη στη Γερμανία. Διαφορετικά ειπωμένο με την υιοθέτηση του ευρώ η Γερμανία φάνηκε να παίρνει μια επιλογή «επικέντρωσης» των δραστηριοτήτων της εντός της ευρωζώνης. Γι’ αυτό και το 43% των εξαγωγών της γίνεται ενός της νομισματικής ένωσης.

Υπάρχει βεβαίως και μια τρίτη, πρόσθετη, διάσταση η οποία δεν έχει πάρει ακόμα σαφή χαρακτηριστικά αλλά εκτιμούμε πως στο προσεχές μέλλον θα απασχολήσει τη γενικότερη ριζοσπαστική σκέψη. Ξεκινώντας από την Ελλάδα, η οποία παρεμπιπτόντως πάντοτε αποτελούσε μια δυτική ανορθοδοξία με το δυναμικό εργατικό κίνημα, την ισχυρή αριστερή παράδοση και το μετατοπισμένο πιο προς τ’ αριστερά πολιτικό σύστημα, φαίνεται να επιδιώκεται η μετάβαση σε μια νέα φάση για τους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς.

Η σημερινή κρίση αποδεικνύει πως η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους δεν εμφανίζει αντίρροπες τάσεις ούτε μέσω των αλλαγών στην οργάνωση της παραγωγής (εφαρμογή των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων) ούτε μέσω των τεχνολογικών καινοτομιών (χρήση της πληροφορικής στην παραγωγή, νέοι αυτοματισμοί, βιοτεχνολογία). Ταυτόχρονα το γεγονός πως σημαντικό μέρος της επέκταση της συσσώρευσης συνδέθηκε με την ανάπτυξη των υπηρεσιών, δηλαδή σε χώρους έντασης εργασίας, δημιούργησε όρια στην αύξηση της παραγωγικότητας. Έπειτα η δυναμική παρουσία στο διεθνή καταμερισμό εθνικών σχηματισμών χαμηλού κόστους εργασίας αλλά αυξημένων δεξιοτήτων του συλλογικού εργαζόμενου εργασίας (πχ Κίνα, Ινδία) αντικειμενικά πίεσε τα ηγεμονικά κράτη δημιουργώντας συνθήκες μειωμένης κερδοφορίας. Τέλος η κατεύθυνση ενός τμήματος των παραγωγικών κερδών στο χώρο του χρηματοπιστωτικού συστήματος λειτουργούσε ανασταλτικά στην υιοθέτηση ευρύτερων παραγωγικών και εργασιακών αναδιαρθρώσεων.

Η κρίση που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ το 2007-2008 με τη μορφή της φούσκας στις αξίες των ακινήτων συμπύκνωσε όλα τα προηγούμενα προβλήματα. Ακριβώς επειδή η χρηματοπιστωτική επέκταση λειτουργούσε ως προ-επικύρωση παραγωγής μελλοντικών αξιών και κερδών, εμπεριείχε το κίνδυνο της απότομης διόρθωσης και της μαζικής απαξίωσης χρηματο-οικονομικών τίτλων που σε συνδυασμό με την υποβόσκουσα τάση υπερσυσσώρευσης οδήγησαν στην παγκόσμια οικονομική κρίση.

Το πρόβλημα, ωστόσο, με τη συγκεκριμένη οικονομική κρίση είναι πως δεν αποτελεί παρά την (επαν) ενεργοποίηση της κρίσης του 1973 η οποία δεν είχε επιλυθεί αλλά απλώς αναβληθεί, αφού διατηρήθηκαν τα κρισιακά στοιχεία σε μια λανθάνουσα κατάσταση. Όπως έχει δείξει ο Μπρένερ η οικονομική επένδυση στις ΗΠΑ, την ΕΕ και την Ιαπωνία σε όλους τους δείκτες (μεγέθυνση του προϊόντος, επένδυση, απασχόληση, μισθοί) επιδεινώνεται συνεχώς από το 1973 (Brenner 2002; Brenner 2008) – βλ. και τα στοιχεία των πινάκων 3 και 4 του παραρτήματος. Για τον Μπρένερ το πρόβλημα εστιάζεται στην ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ αμερικανικών, ιαπωνικών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και δεδομένου πως τα μεγέθη είναι απαγορευτικά για αποσύρσεις παγίου κεφαλαίου δημιουργείται πτώση στο μέσο ποσοστό κέρδους των παραγωγικών τομέων, γεγονός που οδηγεί σε επιβράδυνση των επενδύσεων και σε συμπίεση των μισθών. Η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης συνέβαλε στην αποτροπή κατάρρευσης της κερδοφορίας αλλά δεν την απεκατέστησε στα προ του ’74 ύψη. Έτσι, το πρόβλημα της συσσώρευσης του κεφαλαίου επιχειρήθηκε να επιλυθεί μέσω της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης που θα χρηματοδοτούνταν από την επέκταση του δανεισμού, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία μιας σειράς από χρηματοπιστωτικές φούσκες. Η αποτυχία της αστικής στρατηγικής ήταν πως επένδυσε καθοριστικά σε μια κατεύθυνση «μεγέθυνσης του χρέους». Με αυτό τον τρόπο υπήρχε η εκτίμηση πως οι καπιταλιστές θα έβγαζαν κέρδη από τα δάνεια που παρείχαν στους εργαζόμενους και από την άλλη πως με αυτό τον τρόπο θα ενισχυόταν η ζήτηση καπιταλιστικών εμπορευμάτων (Wolff 2008). Εν τούτοις, oι πρόσφατες εξελίξεις έδειξαν πως μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να δώσει απάντηση στη δομική κρίση του καπιταλισμού.

Σταθήκαμε λίγο πιο διεξοδικά στα θέμα της παγκόσμιας κρίσης για να δείξουμε το βάθος των προβλημάτων και τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησαν οι μέχρι τώρα «λύσεις». Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι πως η κρίση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά ότι η Ελλάδα εντάσσεται με ένα ιδιόμορφο τρόπο μέσα σε αυτή. Ακολουθείται με διαλεκτικό τρόπο η πορεία «ελληνική κρίση – κρίση του ευρώ – παγκόσμια κρίση» και αντίστροφα. Σε κάθε περίπτωση, και εδώ η Ελλάδα λειτουργεί ως «πειραματόζωο», είναι απαραίτητη η ανεύρεση νέων τρόπων αναστροφής της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Αυτό που φαίνεται να κυριαρχεί ως επιλογή είναι η κατεύθυνση της αλλαγής του συσχετισμού μεταξύ απόλυτης και σχετικής υπεραξίας. Αυτό δε σημαίνει πως δε θα συνεχίσει να κυριαρχεί η σχετική υπεραξία αλλά πως θα υπάρξει μεγάλη μείωση της συμμετοχής της εργασίας στον παραγόμενο πλούτο με παράλληλη αύξηση του χρόνου της απασχόλησης. Γι αυτό και στην Ελλάδα τα μέτρα δεν περιορίζονται σε μια νέα περίοδο λιτότητας αλλά εκφράζουν την τάση κατάργησης κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών, με πρόσχημα την έλευση της κρίσης.


8. Υπάρχει περίπτωση τα συγκεκριμένα μέτρα να οδηγήσουν στην ανάκαμψη;

 

Βάση των όσων αναφέραμε εκτιμούμε πως τα συγκεκριμένα μέτρα που λήφθηκαν όχι μόνο δεν θα συντελέσουν στη μείωση του ελλείμματος αλλά το πιο πιθανό είναι πως θα βυθίσουν τη χώρα σε βαθιά ύφεση. Καταρχήν τα μέτρα δεν αποφασίστηκαν για τους λόγους που προβλήθηκαν, αφού όπως είδαμε το όλο ζήτημα είναι αρκετά διαφορετικό, και κατά προέκταση είναι δύσκολο να υπάρξει αντιστοίχηση μεταξύ μέτρων και στόχων. Από εκεί πέρα ανακύπτουν και άλλα θέματα. Η βασική αντίληψη περί δημοσιονομικής εξυγίανσης στηρίζεται στην άποψη πως με περιορισμό της συνολικής ζήτησης θα ακολουθήσει κρίση των πωλήσεων με αποτέλεσμα την πτώση των τιμών και στη συνέχεια αναθέρμανση της αγοράς. Αυτό που δεν πρέπει να γίνει, υποστηρίζουν οι θιασώτες της κυβερνητικής πολιτικής, είναι μια αύξηση των μισθών γιατί τότε θα περιοριστούν τα κέρδη και επομένως οι επενδύσεις και στη συνέχεια η απασχόληση. Ωστόσο αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό, όχι για λόγους νοημοσύνης αλλά επειδή πρόκειται για σαφώς ταξικές πολιτικές, είναι πως η αύξηση των κερδών και των επενδύσεων γίνεται εφικτή μόνο αν το βάρος της οικονομικής πολιτικής κατευθύνεται στην επέκταση της συνολικής ζήτησης. Σε αντίθετη περίπτωση τα «φθηνά» εμπορεύματα θα μείνουν απούλητα, οι επιχειρήσεις θα περιορίσουν την παραγωγή τους, η ανεργία θα αυξηθεί και η ύφεση θα βαθύνει.

Γιατί θα συμβεί αυτό; Πολύ απλά γιατί η μείωση των μισθών θα επιφέρει μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά τη συνολική ζήτηση και μέσω αυτής τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Οι επιχειρήσεις διαπιστώνοντας πως το παραγωγικό τους δυναμικό δεν χρησιμοποιείται επαρκώς δεν έχουν λόγω να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις – πόσο μάλλον που στην περίπτωση της Ελλάδας ένα μεγάλο τμήμα του αποθέματος του παγίου κεφαλαίου συσσωρεύθηκε πρόσφατα. Το αποτέλεσμα θα είναι να μειωθεί η συμβολή όλων των συνιστωσών της εσωτερικής ζήτησης με άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, γεγονός που θα συντελέσει στην περαιτέρω μείωση της εσωτερικής ζήτησης κοκ. Η χειρότερη, δε, προοπτική θα είναι η δυσκολία που θα έχει η ελληνική οικονομία να επανέλθει στην αρχική της κατάσταση ακόμα και όταν, κάποτε, αυξηθεί η ζήτηση. Κι αυτό γιατί μέχρι τότε θα έχει καταστραφεί ένα τμήμα του κεφαλαιακού αποθέματος,, θα έχουν πτωχεύσει αρκετές επιχειρήσεις ενώ ένα τμήμα του εργατικού δυναμικού που θα βρίσκεται στην ανεργία θα έχει χάσει τις γνώσεις και τις δεξιότητές του (Ιωακείμογλου 2010α:).

Συμπερασματικά η μείωση των εισοδημάτων δεν θα λύσει το πρόβλημα αλλά, αντιθέτως, θα δημιουργήσει πληθώρα νέων ζητημάτων (Θανασούλας 2010: 13). Στον δε τραπεζικό τομέα θα αυξηθεί η επισφάλεια των τραπεζών με συνέπεια τη νέα περιστολή της ρευστότητας στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας (Λαπατσιώρας- Μηλιός 2010: 12)


9. Συμπέρασμα

 

Όπως έχει δείξει η «Σχολή Αλτουσέρ» η ιδιαιτερότητα του πολιτικού είναι πως συμπυκνώνει την ταξική πάλη σε όλα τα επίπεδα. Υπό αυτή την έννοια τα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα δεν είναι απλώς μια οικονομικού χαρακτήρα απάντηση στην κρίση, αλλά μια σαφής πολιτική στρατηγική που εκφράζει συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα. Η ελληνική άρχουσα τάξη βρίσκεται μέσα σε μια δίνη η οποία αποτελεί προϊόν πολλών και διαφορετικών εκφάνσεων της ταξικής πάλης: την αδυναμίας συνέχισης του συγκεκριμένου τρόπου ένταξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, των αντιφάσεων που έχει δημιουργήσει η χρήση του ευρώ στο πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης, της ανάγκης συμμόρφωσης όλων των εθνικών σχηματισμών με τις κατευθύνσεις των ισχυρών ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, της προσπάθειας σε διεθνή κλίμακα ανεύρεσης ενός νέου μοντέλου συσσώρευσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκτιμούμε πως τα επόμενα χρόνια θα χαρακτηριστούν από προσπάθειες των εθνικών αστικών τάξεων για συστηματική και εντατική μετακύλιση του κόστους της κρίσης στον κόσμο της ζωντανής εργασίας. Σε αυτό οι οργανωμένες, πολιτικά και συνδικαλιστικά, μορφές εκπροσώπησης των λαϊκών συμφερόντων θα κληθούν να σχεδιάσουν αποτελεσματικές στρατηγικές ανάσχεσης της επίθεσης του κεφαλαίου. Το μέλλον, πέραν του ότι διαρκεί πολύ, προοιωνίζεται και πολύ ενδιαφέρον…

 

ΠΗΓΗ: http://aristerovima.gr/details.php?id=2057

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.