Κρίση και στρατηγική του ελληνικού Κεφαλαίου ΙΙ

Κρίση και στρατηγική του ελληνικού Κεφαλαίου – Μέρος ΙΙ

 

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου


Συνέχεια από το Μέρος Ι

5. Μύθος 3: Η (υποτιθέμενη) αύξηση των μισθών οδήγησε σε ραγδαία μείωση των εξαγωγών

 

Το πρώτο σημείο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς είναι πως ακόμα και αν δεχτούμε, ως υπόθεση εργασίας, πως υπάρχει πραγματική αύξηση των μισθών αυτό δεν οδηγεί αναγκαστικά και σε πτώση της ανταγωνιστικότητας. Κι αυτό γιατί ακόμα και αν δεν λάβουμε υπόψη μας τις μεθοδολογικές παρατηρήσεις που κάναμε στην προηγούμενη παράγραφο, η παραγωγικότητα της εργασίας προς το μο της ΕΕ 15 έχει αυξηθεί περισσότερο απ’ ότι οι μισθοί (19% έναντι 14%). Κατά συνέπεια το πρόβλημα δεν πρέπει να εστιάζεται στους μισθούς. Ταυτόχρονα είναι λάθος να θεωρείται πως το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας είναι τωρινό πρόβλημα – πόσο μάλλον πως γι’ αυτό φταίει η άνοδος των μισθών.

Ας το εξετάσουμε αυτό λίγο πιο αναλυτικά. Για να θεωρήσουμε πως τώρα υπάρχει κρίση ανταγωνιστικότητας αυτό σημαίνει πως σε κάποια, πολύ πρόσφατη, χρονική φάση αυτό το πρόβλημα δεν υπήρχε και γι’ αυτό η ελληνική οικονομία γνώριζε σημαντική ανάπτυξη. Ωστόσο σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία η σχέση εξαγωγών προς εισαγωγές για την περίοδο 1960 – 1989 παρουσιάζει ορισμένες, όχι σημαντικές, αυξομειώσεις κυμαινόμενη μεταξύ 1/3 και 1/2,5. Η σαφής αυτή υπεροχή των εισαγωγών αντανακλά ένα έλλειμμα ανταγωνιστικότητας αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν οδήγησε στην πτώχευση της χώρας ούτε σε κάποια αντίστοιχη οικονομική καταστροφή. Στη συνέχεια η δεκαετία 1990- 1999 χαρακτηρίστηκε από μια παγίωση της σχέσης στο 1/2,5. Τέλος για την περίοδο 2000- 2009 μπορούμε να καταλήξουμε στα ακόλουθα:

α) παρατηρείται μια περιορισμένη διολίσθηση της σχέσης εξαγωγών/ εισαγωγών η οποία κυμαίνεται γύρω από το ύψος του 1/3. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με την ένταση του τρόπου ένταξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και ειδικότερα με τις πιέσεις που δέχθηκε η ελληνική οικονομία λόγω της ένταξής της στη ζώνη του ευρώ από εθνικούς σχηματισμούς με υπέρτερη παραγωγικότητα αλλά και σε αυτή καθ’ αυτή τη χρήση του ευρώ ως ακριβού νομίσματος για τις συναλλαγές με τις χώρες εκτός ευρωζώνης. β) Σε κάθε περίπτωση πάντως η δεκαετία αυτή δε φαίνεται να χαρακτηρίζεται από κάποια δραστική μείωση των εξαγωγών, τέτοιας τάξης που να δικαιολογεί τη λήψη αντίστοιχης εμβέλειας μέτρων όπως αυτά που αποφάσισαν από κοινού Κυβέρνηση, Ευρωπαϊκή Ένωση και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Τ’ ότι δεν υπάρχει πρόβλημα κατακόρυφης μείωσης της ελληνικής ανταγωνιστικότητας φαίνεται και από τα υπάρχοντα στοιχεία που αφορούν την εξέλιξη της συμμετοχής των ελληνικών στις παγκόσμιες εξαγωγές, στις εξαγωγές των χωρών της ζώνης του Ευρώ καθώς και στις εξαγωγές στο σύνολο των χωρών της ΕΕ. Ωστόσο ούτε αυτά τα στοιχεία δείχνουν κάποια βαθιά κρίση εξαγωγών. Υπάρχουν διακυμάνσεις οι οποίες οφείλονται σε συγκυριακούς λόγους αλλά όλα κινούνται σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια. Έτσι την περίοδο 2000 – 2008 η συμμετοχή των ελληνικών στις παγκόσμιες εξαγωγές κυμαίνεται μεταξύ 0,016 και 0,018 του συνόλου, στις εξαγωγές των χωρών της ΟΝΕ από 0,048 μέχρι 0,059 και στις εξαγωγές των χωρών της ΕΕ από 0,037 μέχρι 0,049 Βεβαίως θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως ακόμα και για το μέγεθος της Ελλάδας οι επιδόσεις αυτές είναι πολύ χαμηλές. Δε θα διαφωνήσουμε πως ο ελληνικός καπιταλισμός δεν αντλεί τη δυναμική του από τη βιομηχανία αλλά σε κάθε περίπτωση τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν δείχνουν κάποια καθίζηση των εξαγωγών.


6. Ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα;

 

Το πραγματικό πρόβλημα έχει να κάνει με το μοντέλο ένταξης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας που υιοθέτησε η ελληνική αστική τάξη μεταπολεμικά. Το βάρος δινόταν πρωταρχικά στον εφοπλισμό, άλλωστε η Ελλάδα παραμένει σταθερά η πιο ισχυρή ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο, και στην ανάπτυξη του κατασκευών (πέραν της κατασκευαστικής ανοικοδόμησης της χώρας αξίζει να αναφερθεί και η πολύ σημαντική παρουσία των ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών στη Β. Αφρική και στη Μ. Ανατολή) και του τουρισμού και μόνον δευτερευόντως και υποτελώς στη βιομηχανία και μάλιστα στην εξαγωγική εκδοχή της. Στη συνέχεια και με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ/ ΕΕ την όλη αυτή κατεύθυνση ενίσχυσαν και οι κοινοτικοί πόροι.

Το τουριστικό συνάλλαγμα, τα έσοδα από τον εφοπλισμό και οι πόροι από την ΕΟΚ συντελούν αποφασιστικά στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Διαφορετικά ειπωμένο το σχετικά αδύνατο σημείο του ελληνικού καπιταλισμού που ήταν η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας του, το αντιστάθμιζε το γεγονός της πολύ ισχυρής ναυτιλιακής παρουσίας, της ανάπτυξης της τουριστικής βιομηχανίας και των πόρων από την ΕΟΚ/ ΕΕ που σε σημαντικό βαθμό κατευθύνονταν στο κατασκευαστικό κεφάλαιο.

Στη δεκαετία του ’90 το ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα των διεθνών αγορών που έφερε η νίκη του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, (το φαινόμενο που για ορισμένους ονομάστηκε «παγκοσμιοποίηση») ενέτεινε τις πιέσεις απέναντι στην ελληνική οικονομία. Η λύση που επιλέχτηκε για να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα δεν ήταν κάποιας μορφής τεχνολογικής μετασχηματισμός ή μια ριζική αναδιαμόρφωση του τρόπου οργάνωσης της εργασίας, όπως υπήρξε ο φορντισμός στο παρελθόν, πέραν της υιοθέτησης ορισμένων μορφών εργασιακής ευελιξίας. Αντίθετα δόθηκε βάρος στη συνέχιση του ίδιου μοντέλου με ταυτόχρονη ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης των λαϊκών στρωμάτων (μείωση της συμμετοχής της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν, αυξήσεις μικρότερες από την άνοδο της παραγωγικότητας) καθώς και μέσω της αξιοποίησης της φτηνής μεταναστευτικής εργασίας. Είναι δε χαρακτηριστικό πως σε μια περίοδο έντονης κεφαλαιακής διεθνοποίησης η Ελλάδα είναι η χώρα με πολύ λίγες άμεσες επενδύσεις προς το εξωτερικό και αυτές σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών της Βαλκανικής.

Η ένταξη στην ΟΝΕ, η πραγματοποίηση μεγάλων κατασκευαστικών έργων, η διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων το 2004, δεν διαφοροποίησαν αυτή την στρατηγική αλλά την ενίσχυαν. Ταυτόχρονα συνεχίστηκαν διάφορες παράλληλες μορφές ενίσχυσης του συνασπισμού εξουσίας και των στηριγμάτων του όπως η ανοχή στην παραοικονομία (η οποία αισίως έφτασε στις αρχές του 21ου αιώνα το 28,5% του ΑΕΠ), η διαπλοκή μονοπωλιακών μερίδων και κρατικού μηχανισμού με αποτέλεσμα την υπερκοστολόγηση δημόσιων έργων κοκ.

Τα προβλήματα άρχισαν να οξύνονται όταν εμφανίστηκε μείωση των ευρωπαϊκών πόρων, πτώση των εσόδων από τον τουρισμό, αύξηση του δανεισμού για να καλυφτεί το κόστος που δημιουργούσε η προνομιακή μεταχείριση στην ανάληψη δημόσιων έργων από συγκεκριμένους μονοπωλιακούς ομίλους (πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σκανδάλου της Ζήμενς), σταθερά υψηλά κόστη στρατιωτικών δαπανών κυρίως λόγω ευρύτερων γεωπολιτικών σχεδιασμών και υποχρεώσεων, υπερκοστόλογηση δημόσιων δαπανών (ενδεικτικό παράδειγμα η λειτουργία του νοσοκομειακού τομέα με ότι αυτός περιλαμβάνει: φάρμακα, ιατρικά μηχανήματα, ιατρικές εξετάσεις που εκτελούνται από τον ιδιωτικό τομέα λόγω αδυναμίας τέλεσής τους από τον δημόσιο), αλλαγή νηολογίου για τους έλληνες εφοπλιστές και κατεύθυνση προς το κυπριακό νηολόγιο. Ταυτόχρονα η ένταξη στην ΕΕ σχηματισμών χαμηλότερης κόστους εργασίας (των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών) ενέτεινε την εικόνα της μειωμένης ελληνικής παραγωγικότητας αφού αυξήθηκε περισσότερο ο ανταγωνισμός εντός της ίδιας οικονομικής ολοκλήρωσης. Εξέλιξη που έπληξε κυρίως τους ελληνικούς παραδοσιακούς κλάδους έντασης εργασίας (κλωστοϋφαντουργία, ένδυση, υπόδηση) με συνέπεια είτε την πτώχευση επιχειρήσεων είτε την μετοίκησή τους σε χώρες της Βαλκανικής. Σημαντικό επίσης ρόλο έπαιξε και ο υψηλός πληθωρισμός που παρουσίασε η Ελλάδα σε σχέση με τον μ.ο των χωρών της Ευρωζώνης. Ίσως κάποιος να μη δώσει σημασία θεωρώντας πως ένας πληθωρισμός της τάξης του 3,5% δεν αποτελεί κάτι σημαντικό. Δεν είναι έτσι, όμως, δεδομένου πως στις χώρες του ευρώ ο πληθωρισμός κυμαινόταν περίπου στο 2,2%, πράγμα που συνιστούσε μια διαφορά της τάξης του 70%. Στη διάρκεια μια δεκαετίας αυτή η απόκλιση συνέβαλε ουσιαστικά στην μείωση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας.

Το τραπεζικό κεφάλαιο από την πλευρά του επιχείρησε να ασκήσει πιέσεις στις επιχειρήσεις προς την κατεύθυνση έντονων αναδιαρθρώσεων, ωστόσο αυτό προσέκρουσε στην αδυναμία αρκετών εταιρειών να ενσωματώσουν τόσο σημαντικές αλλαγές στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης με αποτέλεσμα συχνά να παράγονται αποδιαρθρωτικά αποτελέσματα. Έτσι από ένα σημείο και μετά θα δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος αφού η κρίση οδήγησε στον περιορισμό των χρηματοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις, πράγμα που ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την ύφεση κοκ.

Όλα αυτά θα κάνουν πολύ έντονη την παρουσία τους και στην αποδοτικότητα των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας η οριακή αποτελεσματικότητα του παγίου κεφαλαίου ακολούθησε μακροχρόνια ανοδική πορεία μέχρι το 2004 και αυτό σε σημαντικό βαθμό σχετίζεται και με την σημαντική αύξηση των επενδύσεων, (πρώτη μεταξύ των χωρών της ΕΕ για την περίοδο 1996- 2004) σε μηχανολογικό εξοπλισμό (Ιωακείμογλου- Μηλιός 2006: 590- 591) . Από εκεί και πέρα κάθε πρόσθετη μονάδα επένδυσης σε πάγιο κεφάλαιο συνοδευόταν από μικρότερη αύξηση του παραγόμενου προϊόντος. Πρόκειται για το τέλος ενός επενδυτικού κύκλου ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τη χρήση νέων τεχνολογιών στον εισαγόμενο από το εξωτερικό μηχανολογικό εξοπλισμό. Ο συγκεκριμένος κύκλος ξεκίνησε το 1996 και από 25% που ήταν η σχέση προϊόντος/ κεφαλαίου το 1995 έφτασε στο 28,5% το 2005. Από το 2006 η άνοδος ανακόπηκε και μετατράπηκε σε πτώση το 2008 (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009).

Το συνολικό αποτέλεσμα είναι πως βοηθούσης και της παγκόσμιας ύφεσης η ελληνική οικονομία από το 2005 αρχίζει να εμφανίζει έντονα στοιχεία συστολής. Έτσι η εξέλιξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε σταθερές τιμές, υπήρξε ανοδική κατά την περίοδο 1996-2004, παρουσίασε κάμψη από το 2005 και κατέστη στην συνέχεια έντονα πτωτική. Σύμφωνα, δε, με τις προβλέψεις, το ΑΕΠ θα μειωθεί, σε σταθερές τιμές, κατά περίπου 2% το 2010. Ο ετήσιος ρυθµός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε από 4,0% το 2007 στο 2,9% το 2008 και στο -2% το 2009. Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 4,0% το 2008 ενώ το 2007 είχε παρουσιάσει άνοδο 2,7%.

Στο επίπεδο της κρατικής διαχείρισης η κρίση συμπυκνώθηκε στην άνοδο του δημόσιου ελλείμματος από 6,6% που ήταν το 2008 στο 12,9% του ΑΕΠ στο 2009. Αυτό οφείλεται σε μια σημαντική μείωση των εσόδων και των επιστροφών εσόδων (περίπου 4%), καθώς και στην αύξηση των δημοσίων δαπανών (περίπου 2/%). Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ σε όλη τη περίοδο 2002- 2008 τα δημόσια έσοδα σημείωναν κάθε έτος αύξηση, το 2009 για πρώτη φορά θα σημειωθεί μείωση 1,1 δις. ευρώ.

Μέσα σε αυτό το πνεύμα θα πρέπει να διαβάσουμε τα ακόλουθα δεδομένα:
Σε ότι αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών η πρώτη διαπίστωση που κάνουμε έχει σχέση με το εμπορικό έλλειμμα. Παρατηρούμε πως υπάρχει μια μείωση του ελλείμματος μέχρι το 2004, όπου και λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε μια σημαντική οικονομική ανάπτυξη, στη συνέχεια το έλλειμμα αυξάνει και το 2008 βρίσκεται στα επίπεδα του 2000, για να μειωθεί ξανά το 2009 λόγω της από-διεθνοποίησης που προκαλεί η παγκόσμια ύφεση. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε ενός τέτοιου εύρους κρίση εξαγωγών που να δικαιολογεί, έστω και από αστική σκοπιά, την ένταση των μέτρων που ελήφθησαν. Επίσης αν λάβουμε υπόψη μας και την παράμετρο των καυσίμων, η Ελλάδα ως ενεργειακά εξαρτημένη χώρα θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από πλευράς εμπορικού ισοζυγίου αν δεν είχε να αντιμετωπίσει και αυτό το πρόβλημα. Έπειτα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο παράγοντας του σχετικά υψηλότερου πληθωρισμού που σε καθεστώς σταθερών ονομαστικών ισοτιμιών οδήγησε στη σταδιακή απώλεια ανταγωνιστικότητας πολλών ελληνικών προϊόντων καθώς και η άνοδος των εισαγωγών που οφείλεται τόσο στην οικονομική μεγέθυνση που συνέβαλε στην αύξηση της ζήτησης για εισαγόμενα προϊόντα όσο και στις επενδύσεις σε εισαγόμενο μηχανολογικό εξοπλισμό (Μηλιός 2010).

Με αντίστοιχο τρόπο με το εμπορικό έλλειμμα κινείται και η εξέλιξη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μείωση μέχρι το 2004, αύξηση μέχρι το 2008, ξανά μείωση του 2009. Ωστόσο θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως το έλλειμμα κινείται στη μετά 2004 περίοδο σε πολύ πιο υψηλά επίπεδα από ότι στην πριν του 2004. Αυτό από τη μια επαναεπιβεβαιώνει πως δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια ξαφνική κρίση εξαγωγών και από την άλλη δείχνει πως οι υπόλοιποι δείκτες εμφανίζουν μια υπέρτερη υστέρηση. Ο πρώτος λόγος που συμβαίνει κάτι τέτοιο θεωρούμε πως είναι η πτώση των ταξιδιωτικών εισπράξεων η οποία είναι σχεδόν συνεχής από το 2000 μέχρι το 2009- παρά τη διοργάνωση των Ολυμπιακών που θα περίμενε κανείς, (και γι’ αυτό άλλωστε, υποτίθεται, πως ανέλαβε η χώρα αυτό δυσβάστακτο κόστος), να λειτουργήσει ενισχυτικά για τον τουρισμό. Εκτιμούμε πως σημαντικός παράγοντας σε αυτή την εξέλιξη θα πρέπει να είναι η υιοθέτηση του (ακριβού) ευρώ. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την μείωση των τρεχουσών μεταβιβάσεων, δηλαδή των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων. Παρατηρούμε πως η ολοκλήρωση του Τρίτου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης λειτουργεί αρνητικά σε αυτό τον δείκτη.

Αυτό που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι η κρίση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναδεικνύει μια σημαντικότατη απόκλιση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν της αλλά και με τον μ.ο τω χωρών της ευρωζώνης. Πρόκειται για μια κρίση που αγγίζει και την Ισπανία και την Πορτογαλία φέρνοντας στην επιφάνεια παρόμοια οικονομικά προβλήματα. Συγκεκριμένα την περίοδο 2006- 2009 το ελληνικό έλλειμμα κινείται σταθερά σε διψήφια νούμερα ενώ την περίοδο κατά μέσο όρο οι χώρες της ευρωζώνης κινούνται μεταξύ +0,4% και -0,8%, το έλλειμμα της Πορτογαλίας βρίσκεται σταθερά στο 10% και της Ισπανίας κυμαίνεται μεταξύ 7% και 10% (European Economy 2009). Κατά συνέπεια δεν είναι ούτε το έλλειμμα, ούτε το χρέος, ούτε η ανεργία το βασικό ζήτημα αλλά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που αναδεικνύει ευρύτερα προβλήματα παραγωγικότητας.

Η κρίση ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαπλέχθηκε με την παγκόσμια κρίση κάνοντας δυσχερή τον μέχρι τότε ρόλο των ελληνικών τραπεζών. Τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης ήταν σε θέση να καλύπτουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δανειζόμενα από το εξωτερικό έτσι ώστε να ικανοποιηθεί η αυξανόμενη ζήτηση για συνάλλαγμα. Με τον τρόπο αυτό αντικαθιστούσαν και τις εισροές για τις αγορές κρατικών ομολόγων και μετοχών που στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του ευρώ συνέβαλαν στην κάλυψη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο η έλλειψη ρευστότητας των ξένων τραπεζών που προήλθε από την κρίση συντέλεσε στην αδυναμία εξεύρεσης φθηνού χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες με αποτέλεσμα την αύξηση του ελλείμματος (Πελαγίδης- Μητσόπουλος 2010: 247).

Περνώντας στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών το βασικό πρόβλημα που διαπιστώνουμε αφορά το έλλειμμα από επενδύσεις χαρτοφυλακίου και ειδικά σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια. Η περίοδος 2000- 2004 χαρακτηρίζεται από μια σχετική σταθερότητα και το έλλειμμα διατηρείται στο 5-6%. Στη συνέχεια η υπερθέρμανση της οικονομίας με την αύξηση του ΑΕΠ έχει ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση του ελλείμματος στο 1,8% το 2006, αλλά από το 2007 παρατηρείται ραγδαία άνοδος με αποτέλεσμα το 2009 να φτάσει το έλλειμμα στο 11,7%. Εκτιμούμε πως η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες: μείωση του πραγματικού ΑΕΠ το 2009 λόγω της ύφεσης, αύξηση της προσφυγής σε δανεισμό λόγω της κόστους των δημόσιων έργων που πραγματοποιήθηκαν την προηγούμενη περίοδο, μείωση της φορολογικών εσόδων τόσο λόγω της οικονομικής συστολής που έφερε η παγκόσμια ύφεση και στην Ελλάδα όσο και λόγω της μείωσης της φορολόγησης των επιχειρήσεων.

Όλα τα παραπάνω έχουν, όπως είναι φυσικό, συνέπειες στο χρέος. Από το 2006 υπάρχει αύξηση των δαπανών για την εξυπηρέτηση του χρέους, το 2009 παρατηρείται μια σημαντική μεγέθυνση αυτού καθ’ αυτού του χρέους, ενώ από το 2007 αυξάνεται το χρέος σημαντικά και σε απόλυτους αριθμούς. Πάνω σε αυτό θέλουμε να κάνουμε δύο παρατηρήσεις:

Η πρώτη είναι πως η αύξηση της χρέους αποτελεί σοβαρό ζήτημα το οποίο δεν είναι εύκολο να παρακαμφθεί. Πρόκειται για ένα σημαντικό πρόβλημα για την ελληνική αστική τάξη που φανερώνει την κρίση του μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης που είχε υιοθετηθεί τα προηγούμενα (πολλά) χρόνια. Τα διαθέσιμα στοιχεία φανερώνουν πως ενώ η δεκαετία 2000- 2009 χαρακτηρίζεται από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στην ουσία αυτό δεν βελτιώνει την κατάσταση της οικονομίας αφού, η ανάπτυξη αυτή κατευθύνεται στην αποπληρωμή των τόκων, ενώ αν λάβουμε υπόψη και την πληρωμή των χρεολυσίων τότε δημιουργείται ένα έλλειμμα που οδηγεί σε νέα προσφυγή σε δανεισμό. Η κρίση του 2009 που θα χαρακτηριστεί από αρνητική ανάπτυξη θα εκτινάξει την ελλειμματικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η συνολική εικόνα επιδεινώνεται αν αναλογιστούμε πως πολλά ληξιπρόθεσμα δάνεια θα πρέπει να πληρωθούν μέσα στην περίοδο 2011- 2013 ενώ ο μέσος όρος αποπληρωμής των δανείων θα μειωθεί από τα 10 στα 7 χρόνια.

Ωστόσο, κι αυτή είναι η δεύτερη παρατήρηση, δεν πρόκειται για κάτι το ιστορικά πρωτοφανές, ούτε πρέπει να γίνονται συσχετίσεις με το 1898 ή το 1932 που οι ιστορικές συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές ( απουσία, κοινού νομίσματος, μικρότερος βαθμός διεθνοποίησης για την ελληνική οικονομία- άρα μικρότερη επίδραση στη διεθνή οικονομία από τις δύο χρεωκοπίες). Έπειτα όπως φαίνεται και το 2002 και το 2003 η κατάσταση ήταν σαφώς πιο επιβαρυμένη αφού οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους ήταν υψηλότερες. Εξάλλου σχεδόν όλο το χρέος (97%) είναι σε ευρώ κατά συνέπεια δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις του ευρώ με το δολάριο, το γιεν και τη λίρα και δεν τίθεται θέμα ανεπάρκειας συναλλάγματος (Βεργόπουλος 2009) ενώ το 75% βρίσκεται στην κατοχή ευρωπαϊκών τραπεζών οι οποίες για προφανείς λόγους δεν θα επιθυμούσαν μια κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Τέλος το 75% του χρέους είναι με σταθερό επιτόκιο και το 25% με κυμαινόμενο κατά συνέπεια η επίδραση των αγορών αφορά κυρίως τα νέα δάνεια (Σταθάκης 2010). ..

 

ΠΗΓΗ: http://aristerovima.gr/details.php?id=2057

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.