Αρχείο μηνός Ιανουάριος 2012

Ο Παπουλάκος Αρμπουναίος Μοναχός Χριστόφορος

Ο Παπουλάκος Μοναχός Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος – Άρμπουνας Καλαβρύτων 1780/90-1861

Αποσπάσματα από το βιβλίο του, ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ – ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 1987

+Του Κωστή Μπαστιά

 


Το πρόσωπο με το οποίο θα ασχοληθούμε στην παρούσα εργασία έζησε και έδρασε στην εποχή της αντιβασιλείας και της βασιλείας του Όθωνα. Η ύπαρξη ενός ελληνικού κράτους ήταν μία αναγκαία ιστορική πραγματικότητα. Η δημόσια διοίκηση προσπαθούσε να οργανωθεί κατά τα πρότυπα των λοιπών δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Ο λαός που κατοικούσε στον τότε ελλαδικό χώρο έπρεπε να δεχθεί μία νέα υπό διαμόρφωση εξουσία. Το κράτος παρεμβατικού τύπου σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής των πολιτών, δεν ήταν κάτι συνηθισμένο στους κατοίκους της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Συνέχεια

Φυσικές, Κοινωνικές επιστήμες & Οικολογία ΙΙ

Οι σχέσεις φυσικών και κοινωνικών επιστημών στα πλαίσια της οικολογικής προβληματικής – Μέρος ΙI

Του Θεόδωρου  Βότση

 
 
 
Συνέχεια από το Μέρος Ι: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2595

Οι μεγάλοι θεωρητικοί των κοινωνικών επιστημών
 

Με την είσοδο των νεοτέρων χρόνων τα κοινωνικά θέματα άρχισαν να γίνονται αντικείμενο ανάλυσης και πάλι. Ένας βασικός παράγοντας που ώθησε τους διανοούμενους στην ανάλυση τέτοιων θεμάτων ήταν  οι έριδες στη διάρκεια της μεταρρύθμισης. Πολιτική εξουσία, ηθικές και κοινωνικές αξίες αμφισβητούνται. Η αμφισβήτηση των θεσμών συμπίπτει με μια γενικότερη αναστάτωση στην κοινωνία που οφείλεται στους πολέμους, τη μετανάστευση πληθυσμού από την ύπαιθρο στις πόλεις, τη δημιουργία των μεγάλων πόλεων.

Ο κύριος όμως παράγοντας είναι η βιομηχανική επανάσταση, η τρίτη επανάσταση του ανθρώπου. Έως τότε ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε στην παραγωγή αυτούσιες ζωικές και φυτικές δυνάμεις, με τη βιομηχανική επανάσταση χρησιμοποιεί συστηματικά ενέργεια (ατμό, ηλεκτρισμό, ατομική ενέργεια) την οποία παράγει ο ίδιος και τη διοχετεύει με μηχανισμούς που παράγουν έργο. Έτσι ξεπετάγεται ένας καινούργιος, πρωτόγνωρος κόσμος που τον χαρακτηρίζουν νέες μορφές πολιτισμού και κοινωνικής οργάνωσης. Αυτό το νέο κόσμο προσπαθούν να αναλύσουν οι κοινωνικές επιστήμες, μερικές μάλιστα γεννιούνται μαζί με αυτόν.

Η περίοδος της κλασσικής πολιτικής οικονομίας αρχίζει με τη δημοσίευση του βιβλίου Μια έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών του  Άνταμ Σμιθ (1723-1790). Σύμφωνα με τον Σμιθ, η πηγή του πλούτου μιας κοινωνίας είναι η εργασία των ανθρώπων. Οι προηγούμενοι οικονομολόγοι πίστευαν ότι πηγές πλούτου ήταν λίγο πολύ σταθερές και ότι η αύξηση του πλούτου ήταν δώρο της φύσης και η εργασία του ανθρώπου απλώς συνέβαλε στο μετασχηματισμό αυτού του πλούτου, χωρίς όμως να τον αυξάνει. Από τους φυσιοκράτες ο Σμιθ δανείστηκε την ιδέα του laissez faire και την έκανε αθάνατη με την περίφημη παρομοίωση του 'αόρατου χεριού'. Το 'αόρατο χέρι'  της αγοράς έχει την ικανότητα να καθοδηγεί το συμφέρον των εργοδοτών, των παραγωγών και των καταναλωτών προς την αρμονική 'καλυτέρευση' όλων δηλαδή την παραγωγή υλικού πλούτου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το κοινωνικό αποτέλεσμα ανεξαρτητοποιείται από τις ατομικές βλέψεις και έτσι θεμελιώνεται μια αντικειμενική επιστήμη της οικονομικής δραστηριότητας.

Οι τιμές διαμορφώνονται στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς, χάρη στην εξισορροπητική  επίδραση του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. Οι νευτώνειες αρχές της ισορροπίας, της κίνησης και της αντικειμενικής πραγματικότητας είναι εδώ. Η νευτώνεια μηχανική αγνοεί την τριβή. Κατά τον Σμιθ οι εξισορροπητικοί μηχανισμοί της αγοράς δρουν ακαριαία.

Την ίδια περίπου εποχή αρχίζει και η περίοδος της κοινωνιολογίας σαν ξεχωριστής επιστήμης με πατέρα τον Auguste Comte (1798-1857). Η συμβολή του βρίσκεται στο γεγονός ότι προσπάθησε να απομακρύνει την κοινωνιολογία από τον αφηρημένο φιλοσοφικό στοχασμό και να την καταστήσει μια επιστήμη που βασίζεται στην αντικειμενική παρατήρηση. Ο Comte πιστεύει ότι η εξέλιξη της ανθρωπότητας είναι η εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, του τρόπου που ο άνθρωπος βλέπει και ερμηνεύει την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Έτσι η ανθρωπότητα πέρασε από το στάδιο της θεολογικής ερμηνείας των πραγμάτων στο στάδιο της μεταφυσικής ερμηνείας και από εκεί στο στάδιο της επιστημονικής ή θετικής εξήγησης, τη θεωρία δηλαδή των τριών σταδίων. Για τον Comte η θετική επιστήμη, που αναζητεί τις σταθερές σχέσεις, τους νόμους, που υπάρχουν μεταξύ των φαινομένων, μπορεί να προβλέψει και με βάση την πρόβλεψη αυτή ο άνθρωπος μπορεί να αναλάβει δράση. Η κοινωνία δεν είναι ένα απλό σύνολο ατόμων αλλά υπάρχει εκεί που πραγματώνεται γενική και συνδυασμένη δράση. Τα κοινωνικά φαινόμενα, κατά τον Comte, πρέπει να μελετούνται κάτω από δύο ξεχωριστές αλλά αλληλοσυμπληρούμενες σκοπιές: τη στατική και τη δυναμική.

Όποιος καλλιεργεί τη σοβαρή πρόθεση να καταλάβει τις κοινωνικές συνθήκες της ανθρωπότητας είναι υποχρεωμένος να μελετήσει τη σκέψη του Karl Marx (1818-1883). Μια από τις μεγαλύτερες μορφές του 19ου αιώνα, που το έργο του εξακολουθεί να ασκεί ποικιλότροπη επιρροή μέχρι και σήμερα και τον κατατάσσει μεταξύ των μεγάλων πολιτικών φιλοσόφων, οικονομολόγων και κοινωνιολόγων. Η κοινωνιολογική σκέψη του Marx ξεκινά από τη διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Αντίθετα από τις απόψεις του Hegel, για αυτόν το κράτος είναι ένα από τα αποτελέσματα των ανταγωνιστικών σχέσεων που εμφανίζονται και λειτουργούν μέσα στην κοινωνία των πολιτών του Hegel. Για να εξασφαλισθεί ο συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής πρέπει οι παραγωγικές σχέσεις να παραμένουν σταθερές και αυτό το έργο επιτελούν το κράτος και η ιδεολογία. Όταν οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτυχθούν τόσο, που να οδηγούν σε νέους τρόπους παραγωγής, οι παλιές παραγωγικές σχέσεις ανατρέπονται, μέσα από επαναστατικές διαδικασίες που εγκαθιστούν νέες παραγωγικές σχέσεις, που αντιστοιχούν στους νέους τρόπους παραγωγής. Η φιλοσοφία του Marx είναι ο διαλεκτικός υλισμός, ο υλισμός του όμως δεν είναι μηχανικός, αλλά δυναμικός. Το σύμπαν είναι ένα αιώνιο γίγνεσθαι, και η πρόοδος πετυχαίνεται με τη διαλεκτική σχέση θέση-αντίθεση-σύνθεση σαν σειρά ποιοτικών αλμάτων που είναι αναπόφευκτες λόγω των εσωτερικών τάσεων που ανατρέπουν την υπάρχουσα ισορροπία. Επιδίωξε να διατυπώσει τις θεωρίες του στη γλώσσα του Καρτέσιου και του Νεύτωνα γιαυτό χρησιμοποιεί συχνά τον όρο επιστημονικός, όμως η πλατιά οπτική του πάνω στα κοινωνικά φαινόμενα του επέτρεψε να αρνηθεί να υιοθετήσει την κλασσική θέση του αντικειμενικού παρατηρητή και υπογράμμισε με πάθος τη συμμετοχή στα φαινόμενα, διακηρύσσοντας το αδιαχώριστο κοινωνικής δράσης και κοινωνικής ανάλυσης.

Τη  θετικιστική παράδοση στη Γαλλία που άρχισε ο Comte συνέχισε ο Emile Durkheim (1858-1917), αν και ο ίδιος δεν συμμεριζόταν τη θετικιστική μεταφυσική του Comte. Ήθελε να δει την κοινωνιολογία να αναπτύσσεται σε μια αυτοτελή επιστήμη και θεωρούσε τον εαυτό του απλώς ορθολογιστή. Για τον Durkheim η κοινωνία δεν είναι μια ιδέα. Είναι μια ιδιότυπη πραγματικότητα που αποτελεί τον ισχυρότερο συνδυασμό φυσικών και ηθικών δυνάμεων. Η κοινωνία υπάρχει έξω και πάνω από τα άτομα, έχει δηλαδή αντικειμενική υπόσταση και είναι ανώτερη και ισχυρότερη από τα άτομα, πράγμα που φανερώνεται με τον εξαναγκασμό που ασκεί σ' αυτά. Όμως η κοινωνία αποκτά υπόσταση και εκφράζεται μέσα από τα άτομα, με τη συλλογική συνείδηση, που είναι 'η συνείδηση των συνειδήσεων'. Η συλλογική συνείδηση είναι το στοιχείο εκείνο που εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή, αποτελεί το θεμέλιο της ανθρώπινης γνώσης και καθορίζει την ατομική συμπεριφορά και τη μορφή που παίρνουν οι ανθρώπινες σχέσεις. Οι τρόποι που δρουν, σκέπτονται και αισθάνονται τα μέλη της κοινωνίας δεν έχουν ή μάλλον δεν πρέπει να έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα, δεν πρέπει δηλαδή να απορρέουν από ατομικές ιδιορρυθμίες, αλλά να υπακούουν σε κοινωνικές αναγκαιότητες, να εξυπηρετούν το συλλογικό συμφέρον. Γιατί η κοινωνία είναι κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα των μελώς της.

Την εποχή που στη Γαλλία κυριαρχεί ο Durkheim στη Γερμανία κυρίαρχη μορφή είναι ο Max Weber (1864-1920). Η κοινωνιολογία για το Weber είναι η επιστήμη που αντικείμενο μελέτης της είναι η κοινωνική δράση. Η κοινωνική δράση προϋποθέτει την ύπαρξη ενός άλλου υποκειμένου, προς το οποίο κατευθύνεται σαν σκόπιμη ενέργεια. Σκοπός της κοινωνιολογίας είναι η κατανόηση της κοινωνικής δράσης για να μπορέσει να εξηγήσει αιτιοκρατικά την πορεία και τα αποτελέσματά της. Η θέση αυτή εκφράζει τη διαμάχη μεταξύ θετικισμού και ιδεαλισμού. Ο γερμανικός ιδεαλισμός έβλεπε ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του κόσμου του πνεύματος και του κόσμου της φύσης, πράγμα που διαφοροποιούσε τις επιστήμες σε φυσικές επιστήμες και επιστήμες του πνεύματος. Οι φυσικές επιστήμες μπορούσαν να ερμηνεύσουν το φυσικό κόσμο με βάση τους φυσικούς νόμους, ενώ οι επιστήμες του πνεύματος τα ανθρώπινα φαινόμενα με βάση τη μοναδικότητά τους, σαν ανεπανάληπτα αποτελέσματα αλληλουχίας και συνδυασμού ιστορικά συγκεκριμένων παραγόντων.
 
Σε αντίθεση ο Weber πίστευε ότι οι φυσικές επιστήμες μπορούσαν μόνο να εξηγήσουν απαντώντας στο ερώτημα 'πως;', οι πνευματικές επιστήμες μπορούσαν να εξηγήσουν και να ερμηνεύσουν, να απαντήσουν δηλαδή στο ερώτημα 'γιατί;'. Η κοινωνιολογία, σαν κατανοούσα επιστήμη, είναι μια επιστήμη εμπειρική. Ο χαρακτήρας της είναι διαπιστωτικός και όχι κανονιστικός. Μια εμπειρική επιστήμη δεν μπορεί να διδάξει τον άνθρωπο τι οφείλει να κάνει αλλά τι μπορεί να κάνει. Αν και δεν ήταν αποκλειστικός του σκοπός, ο Weber αντέκρουσε τη θεωρία που απέδιδε στο Marx, ό,τι γνώριζε τότε ακόμη από το Marx και κυρίως από την πρώτη γενιά μαρξιστών, ότι όλες οι πίστεις και αξίες δεν είναι τίποτε άλλο από μια απλή υπερδομή που εξηγείται με βάση την οργάνωση παραγωγής. Ο Weber έδειξε ότι και οι πίστεις και οι αξίες θα πρέπει να χρησιμοποιούνται παράλληλα με άλλους παράγοντες για να εξηγήσουν την ανάπτυξη ενός συστήματος παραγωγής. Έτσι εξήγησε την γένεση και ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Αγγλία και τη Βόρεια Ευρώπη στηριζόμενος στην προτεσταντική ηθική με τις αξίες του ασκητισμού, της πίστης ότι ο θεός εκλέγει αυθαίρετα μερικές ψυχές για να σωθούν, που δημιούργησαν κίνητρα για σκληρή εργασία, αυστηρή ζωή και συγκέντρωση πλούτου (γι' αυτό το ζήτημα, βλ. Ανθογαλίδου, 2001).

Η εξέλιξη της  οικολογία

Η σύγχρονη  επιστήμη  της οικολογίας έχει τις απαρχές της στο λινεϊκό πρόγραμμα, η διαμόρφωση του οποίου συμπίπτει με την πρώτη φάση της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ο Λιννέος βασίζεται στην αντίληψη ότι η φύση είναι θεϊκό δημιούργημα. Στο επίπεδο του φυσικού κόσμου αντανακλάται η σοφία του Θεού και αποκρυσταλλώνεται η αρμονία του θεϊκού λόγου. Η επιστημονική πράξη περιγράφει τους ιδεατούς τύπους βιολογικής οργάνωσης, τους ολότυπους που αποτυπώνουν εικόνες της τέλειας φύσης. Στη συνέχεια η επιστημονική εργασία καταγράφει τον υλικό κόσμο και τον κατατάσσει σε κατηγορίες με βάση την ομοιότητα που εμφανίζουν οι υλικές οντότητες με τους ιδεατούς ολότυπους. Στόχος της επιστημονικής πρακτικής είναι η υπαγωγή του υλικού κόσμου σε ιδεατά σχήματα που περιγράφουν την οικονομία της φύσης, ώστε να γίνει γνωστή στους ανθρώπους η θεϊκή τάξη των πραγμάτων.

Η επιστήμη της οικολογίας εισέρχεται στη φάση της ωριμότητας στα τέλη του 19ου αιώνα οπότε και χρησιμοποιείται ο όρος οικολογία με την επιστημονική έννοια από τον E. Haeckel. Η ανάδειξη της οικολογίας σε αυτόνομο επιστημονικό πεδίο σχετίζεται με τη φθορά της αντίληψης ότι η φύση συνιστά αστείρευτη πηγή ενέργειας και υλικών στην απόλυτη διάθεση του ανθρώπου. Στις ΗΠΑ, την εποχή εκείνη, εμφανίζονται προβλήματα στη γεωργική, δασική και αλιευτική παραγωγή, ενώ σε ορισμένες περιοχές έχουμε προβλήματα υπερπληθυσμού. Οι πρώτες προσπάθειες έχουν σαν αντικείμενο την επίλυση πρακτικών προβλημάτων, αλλά γρήγορα αναπτύχθηκαν οι σχετικές επιστημονικές θεωρίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι πάντοτε η επιστημονική πρακτική συνδεόταν στενά με τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής. Από την αρχή του 20ου αιώνα διαμορφώθηκαν δύο σε γενικές γραμμές παράλληλοι δρόμοι ανάπτυξης της επιστήμης της οικολογίας: η ολιστική ή συστημική και η πληθυσμιακή ή ατομιστική σύλληψη του οικολογικού φαινομένου.

* Εργασία που εκπονήθηκε στα πλαίσια των μαθημάτων της Θ. Ανθογαλίδου. Επιμέλεια, διορθώσεις Θ. Ανθογαλίδου

ΠΗΓΗ:  Τόμος 2, τεύχος 4, Δεκέμβριος 2001, http://virtualschool.web.auth.gr/2.4/TheoryResearch/Votsis.html

 
Συνέχεια στο Μέρος ΙΙΙ: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2605

Τα ΜΜΕ προστάτεψαν την παρέα της καταστροφής

Τα μέσα ενημέρωσης προστάτεψαν την παρέα της καταστροφής

Της Σοφίας Βούλτεψη

 
 
 

Ο κ. Γ. Παπανδρέου είναι ο τελευταίος σ’ αυτή τη χώρα που πρέπει να διαμαρτύρεται για τα μέσα ενημέρωσης. Δεν υπάρχει πολιτικός επί του πλανήτου που να έτυχε τέτοιας ευνοϊκής μεταχείρισης από την πρώτη στιγμή του αρχηγικού βίου του. Μάχη έδωσαν τα μέσα ενημέρωσης για να τον επιβάλουν στην ηγεσία του κόμματός του.

Κι’ όταν ανέλαβε – με το γνωστό «θαμπό δαχτυλίδι» και άλλα ευτράπελα – και ενώ προετοιμαζόταν η «πορεία του προς τη βάση», ώστε να κερδίσει και τον τίτλο του λαοπρόβλητου ηγέτη για τον οποίο, ως μοναδικό υποψήφιο, έσπευσαν στις κάλπες ένα εκατομμύριο άνθρωποι (κοψοχέρηδες σήμερα, τους οποίους λίγο αργότερα έψαχνε να τους βρει ταχυδρομώντας ένα εκατομμύριο επιστολές), το τι έγινε δεν περιγράφεται!

Τότε, το 2004, ενώ η χώρα
βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο, τα μέσα ενημέρωσης πραγματοποίησαν 87 (!) διακοπές προγράμματος μέσα σε μια εβδομάδα για να τον δείχνουν απλώς να… μπαινοβγαίνει στο σπίτι του!
 
Κι’ όταν αποφάσισε, το 2009, να εκβιάσει εκλογές για να βρεθεί μια ώρα αρχύτερα στην εξουσία, ώστε να… μας σώσει εγκαίρως, έγινε ο κακός χαμός!

Το τι συνεντεύξεις – και με πόσες υποσχέσεις – έδωσε δεν λέγεται.
Από κοντά και η παρέα του, που εν μια νυκτί ανέλαβε επίσης να μας σώσει, τα ανίκανα μέλη της οποίας προστέθηκαν στους άλλους τους παραδοσιακά και διαχρονικά ανίκανους από το ανδρεϊκό και το σημιτικό παρελθόν. Ξαφνικά τα μέσα ενημέρωσης παρουσίαζαν στον κόσμο την ικανότερη ομάδα του κόσμου, με τις σούπερ (οικονομικές, για να μην ξεχνιόμαστε) σπουδές, διαφημίζοντας τις προηγούμενες θέσεις τους σε πανεπιστήμια και οργανισμούς του εξωτερικού.
 
Όταν υπέκλεψαν τις ψήφους και εγκαταστάθηκαν στο τιμόνι της χώρας, ακόμη και ταυτόσημους τίτλους είχαμε στις εφημερίδες. Τι να πρωτοθυμηθούμε. Τα περίστροφα στο τραπέζι, τα «ασφαλή καταφύγια», τα «μαξιλάρια ασφαλείας» με σφραγίδα ΔΝΤ, την ευλαβική μεταφορά όσων λέγονταν στα περίφημα live υπουργικά συμβούλια;

Στις 8 Σεπτεμβρίου 2010, για παράδειγμα, κάποιες εφημερίδες είχαν τον ίδιο ακριβώς τίτλο: Τεστ 100 ημερών με προίκα 10 δις ευρώ!
 
Στις περιφερειακές εκλογές του 2010 τα μέσα έδωσαν τα ρέστα τους. Δεν προλάβαιναν να δημοσιεύουν συνεντεύξεις του Παπανδρέου και της παρέας του με μόνιμο ρεφρέν τον εκβιασμό: Αν οι Έλληνες δεν ψηφίσουν σωστά, θα ξαναψηφίσουν.

Όλοι αυτοί – με πρώτον τον κ. Ραγκούση – που τώρα θεωρούν καταστροφικές τις εκλογές, τότε διακήρυσσαν πως (οι εκλογές) «δεν είναι τίποτε, θα υποστούμε μια ταλαιπωρία ολίγων ημερών»! Μέχρι και «ανίερη συμμαχία» της Νέας Δημοκρατίας με τα κόμματα της Αριστεράς για να μην ψηφιστούν οι υποψήφιοι του ΠΑΣΟΚ ανακάλυψαν! Κι’ όταν αποκαλύφθηκε πως όλα αυτά ήσαν κουραφέξαλα, τότε άρχισαν να καταγγέλλουν τα μέσα ενημέρωσης.
 
Στις 5 Ιουνίου του 2011 εκδόθηκε και κυβερνητική ανακοίνωση: «Η κυβέρνηση καταγγέλλει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, την επικίνδυνη παραπληροφόρηση Μέσων Ενημέρωσης τα οποία δηλητηριάζουν την κοινή γνώμη, είτε με ανύπαρκτες "πληροφορίες" για "ξένους Επιτρόπους – Ανθύπατους στα υπουργεία", είτε με ανοίκειες και ανιστόρητες εκφράσεις περί "κατοχής" στην Ελλάδα. Με τη συμβολή, με τις θυσίες του Ελληνικού λαού, δίνουμε εδώ και πολλούς μήνες έναν τιτάνιο αγώνα για να σώσουμε την Ελλάδα από την χρεοκοπία, για να διαφυλάξουμε την εθνική μας αξιοπρέπεια. Αγώνα στον οποίο οφείλουν εν πολλοίς την επιβίωσή τους και τα Μέσα Ενημέρωσης, καθώς η κατάρρευση της χώρας θα σήμαινε και τη δική τους κατάρρευση. Αρκετά πια λοιπόν με την ανευθυνότητα. Τα ψέματα τελείωσαν και όλοι καλούνται πλέον να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Η παραπληροφόρηση και η διαμόρφωση κλίματος σύγχυσης, είτε εδράζεται είτε όχι σε σκοπιμότητες, στρέφεται τελικώς εναντίον του δημοσίου συμφέροντος».
 
Τέτοια πράγματα. Τότε. Γιατί τώρα που κοιμούνται αγκαλιά με την τρόικα, τον Νταλάρα, τον Ράιχενμπαχ, τον Φούχτελ, τους Γερμανούς, τους Γάλλους, τους Ολλανδούς και λοιπούς τα έχουν ξεχάσει όλα αυτά. Όχι μόνο. Μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 27ης Οκτωβρίου, ο ίδιος ο κ. Παπανδρέου έδωσε μάχη για να μας πείσει πως είναι προτιμότερο όλοι αυτοί να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα, παρά να έχουμε κάθε τρεις μήνες το ίδιο θέατρο.

Και ο κ. Βενιζέλος έφθασε στο σημείο να μας πει πως είναι ευχής έργον η στενή επιτροπεία, διαφορετικά τα εξοκείλαμε και πάλι – προφανώς εννοούσε τον εαυτό του και τους άλλους πάνσοφους του υπουργικού συμβουλίου. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ο κ. Παπανδρέου (και το ΠΑΣΟΚ) γενικότερα, υπήρξαν πάντα τα χαϊδεμένα παιδιά των μέσων ενημέρωσης – τα οποία ήλεγχαν (και εξακολουθούν να ελέγχουν) δια των κρατικών διαφημίσεων, που διοχετεύονταν και εξακολουθούν να διοχετεύονται (τουλάχιστον μέχρι να σκάσουν κάποια κανόνια σε «φιλικές» διαφημιστικές εταιρίες).

Σ’ αυτό το τελευταίο θα επανέλθουμε – και δεν θα τα πάμε καλά! Διότι δεν υπάρχει εκβιαστής με τον οποίο να μην συνεργάστηκαν κρατικοί και άλλοι ιδιωτικοί, πλην όμως «φιλικοί» οργανισμοί. Μπροστά τους ωχριά ακόμη και το προσφάτως εντοπισθέν και εξαρθρωθέν κύκλωμα της Θεσσαλονίκης. Στην πραγματικότητα, τα μέσα ενημέρωσης, οι δημοσιογράφοι, δεν κατόρθωσαν να προστατέψουν τον λαό από την λαίλαπα.

Υπήρξαν από την αρχή τόσο πολύ προσηλωμένα (και προσηλωμένοι) στο έργο της προπαγάνδισης του κυβερνητικού έργου, που ΔΕΝ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΘΕΜΑ. Για παράδειγμα, τον καιρό που προπαγάνδιζαν εκείνο το εκπληκτικό «τεστ των 100 ημερών με τα 100 (ανύπαρκτα) δις», η κυβέρνηση (δια της ΕΛΣΤΑΤ) έδινε πλαστά στοιχεία στη Eurostat, ανεβάζοντας το έλλειμμα. Τα περισσότερα μέσα αποδέχθηκαν ως… φυσιολογικό το γεγονός ότι η Eurostat, ενώ ανακοίνωσε το έλλειμμα (για το 2009) όλων των κρατών-μελών στις 22 Οκτωβρίου 2010, φρόντισε να παραλείψει την Ελλάδα για να διευκολύνει την εκλογή των υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ στις περιφερειακές εκλογές.
 
Ούτε τα παιχνίδια της κυβέρνησης Παπανδρέου κατήγγειλαν, ούτε το γεγονός ότι η Eurostat έλαβε μέρος σ’ αυτά τα παιχνίδια. Θεώρησαν «φυσιολογικό» επίσης να ανακοινωθεί το έλλειμμα ακριβώς την επομένη των εκλογών! Και δεν τους πήραν με τις πέτρες, δεν σήκωσαν τον κόσμο στο ποδάρι!
 
Τα ίδια έγιναν και όταν το καταστροφικό δίδυμο Παπανδρέου – Παπακωνσταντίνου δέχθηκε την είσοδο των ιδιωτών στο ελληνικό χρέος – κάτι που πληρώνουμε αυτή τη στιγμή με μια ωραία χρεοκοπία. Τα μέσα ενημέρωσης (που σήμερα ασχολούνται από το πρωί ως το βράδυ με το PSI), ΔΕΝ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΑΝ ΚΑΘΟΛΟΥ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ. Αντίθετα, παρουσίασαν τα φληναφήματα που ακολούθησαν τις συμφωνίες της 11ης και 25ης Μαρτίου 2011 ως… επιτυχία του φοβερού διδύμου!
 
Επομένως, ποιος και πότε ενόχλησε τον κ. Παπανδρέου και την παρέα του; Το αντίθετο: Τους άφησαν ανενόχλητους επί δύο χρόνια να μας οδηγήσουν στη σημερινή καταστροφή.

ΠΗΓΗ: 20/01/2012, http://www.elzoni.gr/html/ent/796/ent.17796.asp

Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ IΙ

Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ:
Ιστορικά στοιχεία, παραλληλισμοί, οι αιτίες της κρίσης, η μεγάλη ύφεση, η υπερχρέωση, η στάση πληρωμών, τα καταναγκαστικά μέτρα της κυβέρνησης και τα αποτελέσματα τους – Μέρος ΙI

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 
 
 
 
Συνέχεια από το Μέρος Ι: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2597
Η ΤΕΛΙΚΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ
Λόγω της «αποτελμάτωσης» (stagnation) της Οικονομίας, καθώς επίσης της «εμμονής» του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου απαιτήθηκε, από μία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, η υποτίμηση του νομίσματος. Η κυβέρνηση όμως δεν συμφώνησε με τη συγκεκριμένη απαίτηση, φοβούμενη, ως συνήθως, τόσο την περαιτέρω «φυγή» των κεφαλαίων στο εξωτερικό, όσο και τις επιθέσεις εκ μέρους των κερδοσκόπων (μία μεθοδική, προγραμματισμένη και σταδιακή υποτίμηση, θα είχε «αμβλύνει» αναμφίβολα την κρίση).

Τελικά, επιλέχθηκε από την κυβέρνηση ένας αρκετά πολύπλοκος συναλλαγματικός μηχανισμός και η σύνδεση του επίσημου νομίσματος της Αργεντινής, του «Πέζος», με ένα «καλάθι» νομισμάτων, το οποίο αποτελούταν κατά 50% από Ευρώ (τότε, η αξία του € ήταν σημαντικά χαμηλότερη από την αξία του $) και κατά 50% από δολάρια – κατ’ αρχήν για τις διεθνείς συναλλαγές της χώρας (κάτι που σήμαινε μία μικρή υποτίμηση του «Πέζος», μεταξύ 5% και 8%). Για παράδειγμα,

● όταν ένα Ευρώ αντιστοιχούσε με 0,83 δολάρια, τότε η αξία του «Πέζος» ήταν: 0,5 Χ 0,83 + 0,5 Χ 1 = 0,915 ανά δολάριο
● όταν ένα Ευρώ αντιστοιχούσε με 1,08 δολάρια, τότε η αξία του «Πέζος» ήταν: 0,5 Χ 1,08 + 0,5 Χ 1 = 1,04 ανά δολάριο  

Στα μέσα του 2001 και παρά το ότι η παραπάνω «τεχνική» δεν θεωρήθηκε σωστή από πολλούς οικονομολόγους (το διεθνές εμπόριο διενεργούταν κυρίως στο χώρο του δολαρίου και όχι του Ευρώ, ενώ στο «καλάθι» έπρεπε να συμμετέχει και το βραζιλιάνικο νόμισμα), η Οικονομία της Αργεντινής εμφάνισε μικρούς ρυθμούς ανάπτυξης, γεμίζοντας αισιοδοξία την κυβέρνηση της. Δυστυχώς όμως, ακολούθησε η παγκόσμια ύφεση (αν και ήταν μάλλον η αφορμή, παρά η αιτία της επιδείνωσης, αφού τα προβλήματα της χώρας δεν είχαν επιλυθεί), η οποία προκλήθηκε από το τρομοκρατικό χτύπημα στη Νέα Υόρκη (11.09.2001).

Η ύφεση είχε σαν αποτέλεσμα να χάσουν ξαφνικά οι επενδυτές την εμπιστοσύνη τους, γενικά απέναντι στις αγορές – πολύ περισσότερο απέναντι σε «ιστορικά» επικίνδυνες περιοχές, όπως η Λατινική Αμερική. Όταν λοιπόν η κυβέρνηση της Αργεντινής «παραδέχθηκε» δημοσίως, το Νοέμβριο του 2001, ότι δεν μπορούσε να εκπληρώσει τις συνήθεις απαιτήσεις του ΔΝΤ, σε σχέση με τον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας, το ΔΝΤ αρνήθηκε να «εμβάσει» ένα προγραμματισμένο δάνειο, ύψους 1.25 δις $ (κάτι ανάλογο θα συνέβαινε, εάν τυχόν η χώρα μας δανειοδοτούνταν περαιτέρω από την ΕΚΤ ή από χώρες της  Ε.Ε., υποσχόμενη να μειώσει το έλλειμμα και δεν τα κατάφερνε – ενδεχομένως λόγω της αποψίλωσης του παραγωγικού μας μηχανισμού, η οποία λειτουργεί «αποσταθεροποιητικά» στο αρνητικό μας εμπορικό ισοζύγιο, σε συνδυασμό με την  είσοδο της Οικονομίας μας σε ύφεση, όπως συνέβη το 1999 στην Αργεντινή).

Η κυριολεκτικά «τρομακτική» αυτή είδηση για τις παγκόσμιες χρηματαγορές, είχε σαν αποτέλεσμα να χαθεί «ραγδαία» η εμπιστοσύνη των επενδυτών απέναντι στην Αργεντινή – γεγονός στο οποίο οφείλεται η ξαφνική, μαζική και ταχύτατη  «απόσυρση» των κεφαλαίων από τη χώρα, η οποία προκάλεσε μία τεράστια κρίση σε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα. Εντελώς τρομοκρατημένη η κυβέρνηση, για να αποφύγει το ολοκληρωτικό χάος που θα επακολουθούσε, εισήγαγε αμέσως μία νομοθετική διάταξη (Corralito), η οποία έθετε όριο στην ανάληψη μετρητών από τους τραπεζικούς λογαριασμούς: επετράπη η ανάληψη μέχρι 250 Πέζος την εβδομάδα. Μέσω αυτής τα απαγόρευσης, η κυβέρνηση αποσκοπούσε ουσιαστικά στο να εμποδίσει την ανταλλαγή των Πέζος με δολάρια, επειδή το τραπεζικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει (πρακτικά, δεν υπήρχαν στις τράπεζες τα χρήματα, για να πληρωθούν οι καταθέσεις – όπως είναι ο κανόνας διεθνώς και όχι η εξαίρεση).

Όμως, η ενέργεια αυτή επιδείνωσε την υφιστάμενη «κρίση εμπιστοσύνης» στην Οικονομία της Αργεντινής – τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό. Η μεσαία τάξη της χώρας εξαγριώθηκε κυριολεκτικά, με αποτέλεσμα μία γενική απεργία στις 13. Δεκεμβρίου – κατέληξε σε μαζικές, βίαιες διαδηλώσεις λίγο αργότερα (19 και 20 Δεκεμβρίου), «κοστίζοντας» συνολικά 28 θανάτους. Αμέσως μετά, παραιτήθηκε η πολιτική ηγεσία της χώρας ενώ, η ανάληψη της προεδρίας από τον κυβερνήτη μίας επαρχίας, τον κ. Adolfo Saa, διήρκεσε μόλις πέντε ημέρες. Η αιτία ήταν η άρνηση εκ μέρους των κυβερνητών των άλλων επαρχιών της Αργεντινής να στηρίξουν τα οικονομικά μέτρα που πρότεινε – μεταξύ των οποίων έναν εξορθολογισμό της χώρας, καθώς επίσης ένα νέο νόμισμα (Αργεντίνο), το οποίο θα είχε ελεύθερη διακύμανση απέναντι στο δολάριο.

Το σημαντικότερο γεγονός της σύντομης αυτής ανάληψης της εξουσίας εκ μέρους του «περονικού» κυβερνήτη κ. Adolfo Saa (παραιτήθηκε στις 30.12.2001), ήταν η επίσημη αναγγελία της χρεοκοπίας της χώρας (αδυναμία και στάση πληρωμών απέναντι στους δανειστές της) – μία απόφαση που εν πρώτοις διατήρησε ο διάδοχός του.  

ΕΚΤΑΚΤΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Ο νέος πρόεδρος ανακοινώθηκε την 1η Ιανουαρίου του 2002, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του την επόμενη ημέρα. Με υπόδειξη των ειδικών του οικονομικού επιτελείου του, αποφάσισε αμέσως
(α)  την υποτίμηση του «Πέζος», ενώ
(β)  απαγόρευσε το άνοιγμα των τραπεζών σε ολόκληρη τη χώρα, μεταξύ άλλων για να αποφύγει τις αγορές δολαρίων εκ μέρους των πολιτών, κάτω από συνθήκες πανικού.

Η υποτίμηση ορίσθηκε στο 28% – δηλαδή, «αφαιρέθηκε» το 28% της αξίας των χρημάτων των πολιτών, των επιχειρήσεων και γενικά ολόκληρης της χώρας. Η ισοτιμία του νομίσματος όμως, μέσα σε ελάχιστες μόνο ημέρες, κάτω από την «πίεση» πανικοβλημένων αγορών δολαρίων, ξεπέρασε το 1:2 (1 $ ανά δύο Πέζος και όχι 1$ ανά 1,28 Πέζος, όπως είχε ορισθεί). Το γεγονός αυτό ανάγκασε την κυβέρνηση να αποσύρει την επίσημη ισοτιμία (1:1,28) – αυξήθηκαν επομένως οι αγορές δολαρίων σε συνθήκες πανικού, οπότε υποτιμήθηκε ακόμη περισσότερο το νόμισμα της Αργεντινής (η ισοτιμία, από 1:1 στις 04.12.01, πλησίασε το 1:4 τον Απρίλιο του 2002, ενώ σταθεροποιήθηκε στη συνέχεια στο 1:3, κατέβηκε στο 1:2,80 μέσω αγορών της κεντρικής τράπεζας, καταλήγοντας στο τέλος σταθερά στο 1:4 – αφαιρέθηκε δηλαδή τελικά το 75% της αξίας των χρημάτων).      

Λόγω των καταστροφικών συνεπειών από την τεράστια υποχώρηση της τιμής του «Πέζος» για τις τράπεζες, η κυβέρνηση αποφάσισε τη λήψη έκτακτων μέτρων, τα οποία ονομάστηκαν «Corralon». Σύμφωνα με τα μέτρα αυτά,
(α) όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί, πάνω από ένα ορισμένο ύψος, μετατράπηκαν «καταναγκαστικά» σε βιβλιάρια καταθέσεων, με χρονικό όριο ανάληψης χρημάτων έως και το 2010 (ουσιαστικά κατασχέθηκαν για ορισμένο χρόνο).
(β) οι τραπεζικοί λογαριασμοί σε συνάλλαγμα (δολάριο), αποφασίσθηκε να αντιμετωπισθούν σαν λογαριασμοί σε «Πέζος», με αξία ανταλλαγής 1:1,40 και να αποδοθούν στους ιδιοκτήτες τους μόνο μετά από την πάροδο αρκετών μηνών – οι υψηλότεροι, αυτοί που εμφάνιζαν δηλαδή μεγάλο πιστωτικό υπόλοιπο, μετά από πολλά έτη.
(γ)  οι οφειλές, τα δάνεια δηλαδή, μπορούσε κανείς να τα αποπληρώσει – κατ’ αρχήν με αξία ανταλλαγής Πέζο/Δολάριο 1:1 (συνέφερε επομένως η πληρωμή των χρεών).  

Η επονομαζόμενη αυτή «ασύμμετρη Πεζοποίηση», απασχόλησε τα δικαστήρια της Αργεντινής για πάρα πολλά χρόνια – το αποτέλεσμα ήταν τελικά η υιοθέτηση ενός καινούργιου σχεδίου ομολόγων, με το όνομα «BODEN». Επίσης, ο υπολογισμός των χρεών με την ισοτιμία 1:1,40 – συν τον επίσημο πληθωρισμό (από το 2003 όμως και μετά, άρχισαν να ξεπληρώνονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί Corralon, λόγω της, καλύτερης του αναμενομένου, πορείας της Οικονομίας της χώρας).
 
Υπενθυμίζουμε εδώ ότι (άρθρο μας «Κρατική πτώχευση»), το  δυσμενέστερο  όλων των μέτρων, τα οποία είναι στην απόλυτη δικαιοδοσία της κυβέρνησης ενός κράτους, είναι η επιβολή «καταναγκαστικών μέτρων» – επί πλέον των συνήθων φορολογικών. Δηλαδή, οι ειδικοί φόροι εις βάρος της ατομικής περιουσίας των Πολιτών, καθώς επίσης των επιχειρήσεων (εδώ αιτιολογούνται οι «απαιτήσεις» των κυβερνήσεων για πλήρη καταγραφή, στις φορολογικές δηλώσεις, όλων των περιουσιακών στοιχείων των φορολογουμένων), οι οποίοι επιβάλλονται «καταναγκαστικά» από το κράτος, χωρίς τη συμφωνία τους και χωρίς να έχουν «προ-αναγγελθεί» στον ετήσιο προϋπολογισμό.

Περαιτέρω στην Αργεντινή, όλα αυτά τα «καταναγκαστικά» μέτρα, οδήγησαν σε μία επόμενη «απώλεια της εμπιστοσύνης», εκ μέρους ολόκληρης της αγοράς, με αποτέλεσμα να χάνει συνεχώς σε αξία το επίσημο νόμισμα, σε σχέση με το δολάριο. Η κυβέρνηση, για να εφησυχάσει τους πολίτες της χώρας της, ψήφισε την παροχή κοινωνικής βοήθειας ύψους 100 Πέζος (αργότερα 150) σε άνεργες οικογένειες – υπό την επίδραση του πληθωρισμού, ένα μάλλον συμβολικό και αμελητέο ποσόν. Ακριβώς τότε, η ισοτιμία του δολαρίου πλησίασε το 1:4 (δηλαδή, το Πέζος συρρικνώθηκε στο 25% περίπου της αρχικής του αξίας), όπου σταθεροποιήθηκε με τη βοήθεια μαζικών μέτρων στήριξης εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας της Αργεντινής. Η κατάσταση των τραπεζών συνέχιζε φυσικά να επιδεινώνεται, έως ότου άρχισαν κάπως να αποδίδουν τα σχέδια «BODEN» και «Plan Bonex II» (το τελευταίο συνέδεε τους τραπεζικούς λογαριασμούς σε δολάρια, με μία ευρεία γκάμα αξιόγραφων σταθερού επιτοκίου, με χρονική διάρκεια αποπληρωμής μεταξύ 5 και 10 ετών). Τα έκτακτα μέτρα με τη γενική ονομασία «Corralon» συνέβαλλαν στη «μεθοδική καταστροφή» μεγάλων τομέων της Οικονομίας της χώρας, όπως για παράδειγμα της αγοράς ακινήτων και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ύφεση κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2002 εκτοξεύθηκε στο -12%, ενώ ο χρηματιστηριακός δείκτης της χώρας (Merval Index) έπεσε σε ένα πάρα πολύ χαμηλό επίπεδο.

Από 600 μονάδες που ήταν στις 02.01.1998, διολίσθησε στις 400 μονάδες περί τον Αύγουστο του ιδίου έτους, επανήλθε ξανά στις 600 μονάδες στις αρχές του 2000 (παρά το ότι στα διεθνή χρηματιστήρια οι τιμές είχαν εκτοξευθεί στα ύψη – ακολουθούσε επομένως ανεξάρτητη πορεία, όπως σήμερα ο δικός μας δείκτης) και στη συνέχεια (αρχές του 2002) έφτασε στις 200 μονάδες – πτώση δηλαδή που άγγιξε το -300% της αξίας που είχε με το ξεκίνημα της κρίσης (υπενθυμίζουμε ότι το ξεκίνημα της κρίσης οροθετείται» από την «επίσημη» είσοδο της Οικονομίας σε ύφεση – σε αρνητική δηλαδή οικονομική ανάπτυξη και όχι πριν από αυτήν, όπου μιλάμε για το «προπαρασκευαστικό» στάδιο).   

Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το ύψος της πτώσης (αναλογεί υποθετικά με το δικό μας δείκτη στις 400 περίπου μονάδες), το μέγεθος της απαξίωσης του χρηματιστηρίου δηλαδή, αρκεί να σημειωθεί πως, όταν άρχισε να επανακάμπτει «δειλά» η οικονομία της χώρας (μετά τα μέσα του 2000), ο δείκτης έφτασε γρήγορα τις 1.200 μονάδες (εξαπλασιάστηκε). Σήμερα (31.12.2009) ευρίσκεται στις 2.152 μονάδες – δηλαδή σχεδόν 11 φορές πάνω από το χαμηλό του 2002, παρά το ότι το επιτόκιο της Αργεντινής ευρίσκεται στις 1.100 μονάδες βάσης (250 μονάδες το Ελληνικό).
 
Η ΑΝΑΚΑΜΨΗ
 
Στα τέλη του 2002 η Οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται αργά αλλά σταθερά, αφού άρχισε να αποδίδει η υποτίμηση του νομίσματος, η οποία κατέστησε τα προϊόντα της Αργεντινής ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές (ενώ, αντίθετα, ακρίβυναν κατά πολύ τα ξένα προϊόντα, με αποτέλεσμα να μειωθούν οι εισαγωγές). Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων ήταν θετικός για το εμπορικό ισοζύγιο της Αργεντινής, όπως επίσης και για τον περιορισμό του εξωτερικού χρέους της. Έτσι, άρχισαν να αποσύρονται σταδιακά τα μέτρα στήριξης που είχαν ληφθεί (Corralito, Corralon, LECOP κλπ), γεγονός που έδωσε ξανά ώθηση στην ιδιωτική κατανάλωση. Ο ρυθμός ανάπτυξης έφτασε το 8,9% το 2003 – αν και από τα τέλη του 2003 εμφανίζονταν πολύ συχνά ελλείψεις στον τομέα της ενέργειας, λόγω της σχετικά ισχυρής ανάπτυξης, των υψηλών τιμών του πετρελαίου και των «ελλειμματικών επενδύσεων» της χώρας (κυρίως λόγω της κρίσης του 1998) σε ενεργειακές υποδομές.

Το 2004 έγιναν συγκεκριμένες προτάσεις σε εκπροσώπους των παλαιών δανειστών της Αργεντινής, οι οποίες προέβλεπαν την πληρωμή του 25% (αργότερα του 35%) των παλαιών χρεών της – αυτών δηλαδή που υπήρχαν πριν από την ημερομηνία που η χώρα χρεοκόπησε. Οι προτάσεις αυτές προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις εκ μέρους κυρίως των διεθνών πιστωτών του κράτους, οι οποίοι αντιπροσώπευαν το 55% περίπου των χρεών του, με αποτέλεσμα να επιδεινωθούν οι σχέσεις του με το ΔΝΤ. Εν τούτοις η Αργεντινή, μετά από πολλές διπλωματικές προσπάθειες, κατάφερε να πείσει την πλειοψηφία των δανειστών της – με εξαίρεση τη Γερμανία και την Ιταλία.

Η διαδικασία της πληρωμής των παλαιών χρεών, μέσω αναχρηματοδότησης, η οποία καθυστέρησε εκ μέρους της Αργεντινής, προέβλεπε τελικά, κατά μέσον όρο, την πληρωμή του 50% των δανειακών κεφαλαίων – μέσω της έκδοσης τριών νέων «ομολόγων δημοσίου», μεταξύ των οποίων θα μπορούσαν να επιλέξουν οι δανειστές, με συγκεκριμένους όμως περιορισμούς. Οι τόκοι των ληξιπρόθεσμων δανείων δεν αναγνωρίσθηκαν από την Αργεντινή, παρά το ότι αρχικά είχε συμφωνήσει να τους πληρώσει – με αποτέλεσμα, οι ζημίες των διεθνών δανειστών της να είναι κατά πολύ μεγαλύτερες, από αυτές που εμφανίζονται.

Κοινό στοιχείο και στα τρία νέα ομόλογα του δημοσίου που εκδόθηκαν για την αποπληρωμή των παλαιών χρεών της χώρας είναι το ότι, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, δεν αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του εξωτερικού. Εάν δηλαδή η Αργεντινή σταματήσει ξανά να πληρώνει τα χρέη της, τότε οι δανειστές της θα πρέπει να υποβάλουν αγωγές στα «εθνικά» της δικαστήρια – με τις δικές της νομικές διαδικασίες.

Ολοκληρώνοντας, αν και η κρίση στη χώρα ξεπεράστηκε, θα μπορούσε κάλλιστα να επαναληφθεί στο μέλλον. Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο είναι ο πληθωρισμός, ο οποίος παραμένει στο 12%, ενώ το κεντρικό πρόβλημα της Αργεντινής σήμερα είναι η εξασφάλιση της απαραίτητης ενέργειας, αφού η συνέχιση ρυθμών ανάπτυξης μεταξύ 6% και 9% (ουσιαστικά οι ρυθμοί αυτοί «απαιτούνται», για να επανέλθει η Αργεντινή στο, προ της κρίσης, οικονομικό επίπεδο της), εξαρτάται κυρίως από τη λύση του ενεργειακού της προβλήματος.  
 
* Αθήνα, 03. Ιανουαρίου 2010, Βασίλης Βιλιάρδος, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
 
ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/1649.aspx

Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ I

Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ: Ιστορικά στοιχεία, παραλληλισμοί, οι αιτίες της κρίσης, η μεγάλη ύφεση, η υπερχρέωση, η στάση πληρωμών, τα καταναγκαστικά μέτρα της κυβέρνησης και τα αποτελέσματα τους – Μέρος Ι

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 
 
 


Θεωρώντας ότι η κρίση της Αργεντινής, η οποία κατέληξε στη χρεοκοπία της (ένα κράτος, αντίθετα με τους ισχυρισμούς πολλών, μπορεί κάλλιστα να χρεοκοπήσει, ακόμη και σήμερα – όχι όμως να σταματήσει να λειτουργεί), είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων ετών, καθώς επίσης ότι, η συγκεκριμένη χώρα έχει αρκετές ομοιότητες με τη δική μας, αλλά και με τα υπόλοιπα κράτη του «Ευρωπαϊκού Νότου» («αποικήθηκε» κυρίως από Ιταλούς και Ισπανούς), κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε αναλυτικά, έτσι ώστε να αξιοποιήσουμε «έγκαιρα» την εμπειρία της – χωρίς να «υποχρεωθούμε» στα ίδια λάθη.

Χρησιμοποιούμε σκόπιμα τον πληθυντικό επειδή έχουμε την άποψη ότι, δεν κινδυνεύει μόνο η Ελλάδα να οδηγηθεί σε τέτοιου είδους «περιπέτειες», αλλά πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε. (οι Η.Π.Α. επίσης), οι οποίες έχουν σαν κοινό «παρανομαστή» τους την υπερχρέωση – τις υπερβολικές δηλαδή υποχρεώσεις τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημόσιου τομέα τους, τις οποίες «συσσώρευσαν» αφειδώς τα τελευταία 30 χρόνια. Η υπερχρέωση αυτή εξασφάλισε την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη των Οικονομιών όλων των δυτικών χωρών, σε επίπεδα όμως αρκετά υψηλότερα από τα ανώτατα δυνατά και επομένως μη διατηρήσιμα. Συνοπτικά, η οικονομική κρίση της Αργεντινής διήρκεσε από το 1998 έως το 2002, με τα εξής κεντρικά σημεία:
 
(α) την ισχυρότατη ύφεση, η οποία «έπληξε» τη χώρα  μεταξύ των ετών 1998 – 1999 και
(β) την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (2001/02), η οποία ουσιαστικά ήταν το «προϊόν», το φυσικό επακόλουθο καλύτερα, της ύφεσης.
 
Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην παραίτηση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, την οποία ακολούθησε μία περίοδος μεγάλης εσωτερικής αστάθειας. Τελικά, το ΑΕΠ της Αργεντινής μειώθηκε συνολικά κατά 21%, με καταστροφικά αποτελέσματα για τον κοινωνικό της ιστό – στο ζενίθ της κρίσης (μέσα του 2002), το ποσοστό της «φτώχειας» έφτασε το 57%, ενώ η ανεργία ξεπέρασε το 23%.
 
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
 
Σε γενικές γραμμές η Αργεντινή, χώρα με μεγάλο φυσικό πλούτο,  χαρακτηρίζεται σαν μία «υπερήφανα οπισθοδρομική» κοινωνία, στην οποία κυριάρχησαν για πολλά χρόνια οι ψευδαισθήσεις και οι προκαταλήψεις. Παρά το ότι είχε πάντοτε μερικούς πολύ πλούσιους ανθρώπους, εξαρτιόταν ανέκαθεν «κεφαλαιακά» από τις διεθνείς αγορές – ήταν επομένως υπόχρεη σε έθνη/δανειστές, με τρόπους που υπονόμευαν σοβαρά την ελευθερία της να χειρίζεται μόνη τις υποθέσεις της. Η βιομηχανία της Αργεντινής δεν ήταν ποτέ «οδηγός», αλλά «επιβάτης» της οικονομικής μεγέθυνσης, ενώ οι εργαζόμενοι της, είτε στη βιομηχανία, είτε στη γεωργία, ήταν εκ πεποιθήσεως δυστυχείς – «εκλαμβάνοντας» τις περιρρέουσες πολιτικές ιδεολογίες σαν την ευκαιρία των «αδυνάτων» (πηγή: D. Landes). Για παράδειγμα θεωρούσαν ότι, με κριτήριο τη σοσιαλιστική θεωρεία, έπρεπε να δουλεύουν λιγότερο και να αμείβονται περισσότερο – ανεξάρτητα από το «προϊόν» που παρήγαγαν ή από το τι επικρατούσε στον υπόλοιπο κόσμο.
 
Έτσι, ουσιαστικά αποξενώνονταν από την παραγωγική διαδικασία, γεγονός που ο οικονομολόγος Paul Samuelson το απέδωσε αφενός μεν στην αντίφαση ανάμεσα στην οικονομική οπισθοδρομικότητα και την κοινωνική αδιαφορία, αφετέρου δε στην πρώιμη «υπερπολιτικοποίηση». Σε τελική ανάλυση, απλουστευμένα κάπως, οι Αργεντινοί επιθυμούσαν κάτι, το οποίο ήταν αδύνατον να τους προσφέρει η Οικονομία ή το κράτος τους. Εκτός αυτού, η ανάπτυξη της «εθνικής» τους «ταυτότητας», στηριζόταν σε έναν «συνθηματολογικό λαϊκισμό» – γεγονός που αποδεικνύεται από την εκπληκτική επιτυχία της Εβίτα.

Ίσως εδώ οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, σε γενικές γραμμές, η αποτυχία της προόδου της Λατινικής Αμερικής συνολικά, έχει αποδοθεί στα εγκλήματα των ισχυρότερων και πλουσιότερων χωρών (χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι ισχύει απόλυτα). Η ευάλωτη θέση της οφείλεται κυρίως στην «εξάρτηση» – υπονοώντας με τη συγκεκριμένη λέξη μία κατάσταση κατωτερότητας, όπου κάποιος δεν ελέγχει τη μοίρα του, αλλά κάνει ότι του υπαγορεύουν οι άλλοι. Η ανεξαρτησία βέβαια δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται με πολλούς κόπους και θυσίες – κάτι που μόλις πρόσφατα συνειδητοποίησε τουλάχιστον η Βραζιλία, ξεφεύγοντας σε κάποιο βαθμό από τα «εθνικά» συμπλέγματα και τον άκοπο, «συνθηματολογικό» λαϊκισμό. Αναλυτικότερα, για να ενταχθεί μία χώρα στην ομάδα των ανεξάρτητων, κυρίαρχων κρατών, απαιτείται (εκτός από την οργανωμένη, μεθοδική εργασία),  δανεισμός και επενδύσεις.
 
Η Αργεντινή βρέθηκε να αντιμετωπίζει επανειλημμένα περιοδικές δυσκολίες, τόσο όσον αφορά το ποσόν, όσο και τους όρους των ξένων επενδύσεων και πιστώσεων. Όλα αυτά συνετέλεσαν στο να υπάρξει σύγκρουση με τους πιστωτές της, η οποία την οδήγησε σε έναν αντιδραστικό απομονωτισμό – σε «περιοριστικά μέτρα» δηλαδή, τα οποία απλώς επιδείνωσαν την οικονομική στενότητα και την εξάρτηση της, ενώ την απέκοψαν από τον ανταγωνισμό, τα ερεθίσματα και τις ευκαιρίες για οικονομική μεγέθυνση.
 
ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
 
Περαιτέρω στην Αργεντινή η οποία, κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, ανήκε στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, διαπιστώνουμε ότι η κύρια αιτία της πτώσης της ήταν τόσο οι πολιτικές, όσο και οικονομικές περίοδοι συνεχούς αστάθειας, οι οποίες επικράτησαν μετά το 1955. Οι διαρκείς εναλλαγές των κυβερνήσεων είχαν σαν αποτέλεσμα την «εναλλασσόμενη» υιοθέτηση διαφορετικών κάθε φορά οικονομικών πολιτικών, οι οποίες οδηγούσαν σε πολλές επί μέρους κρίσεις που καταπολεμούνταν συνήθως με βραχυπρόθεσμα, «σταθεροποιητικά» προγράμματα. Τα προγράμματα όμως αυτά επιδείνωναν συνεχώς την ασταθή οικονομική κατάσταση της χώρας, ενώ χαρακτηρίζονταν από μεγάλο κοινωνικό κόστος.   

Η μεγάλη πολιτική αστάθεια «ξεπεράστηκε» τελικά το 1983, όταν «εκδιώχθηκε» η δικτατορία και εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία. Εν τούτοις, η οικονομική αστάθεια (υψηλός πληθωρισμός, συνεχή μέτρα λιτότητας κλπ) συνέχισε να υπάρχει μέχρι το 1991, όπου η Αργεντινή αποφάσισε να συνδέσει τι νόμισμα της με το δολάριο, επιλέγοντας τη σταθερή ισοτιμία μαζί του (ουσιαστικά ήταν σαν να είχε υιοθετήσει το δολάριο, στη θέση του δικού της νομίσματος – κατά κάποιον τρόπο δηλαδή, όπως εμείς το Ευρώ). Έτσι κατόρθωσε τελικά να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, αλλά λίγα μόνο χρόνια αργότερα ήλθε αντιμέτωπη με τις «παρενέργειες» αυτού του «μονεταριστικού» προγράμματος σταθερότητας: οι τιμές των προϊόντων της χώρας ακρίβυναν στις διεθνείς αγορές, γεγονός που οδήγησε στον περιορισμό της ανταγωνιστικότητας της, στη μείωση των εξαγωγών της και στο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (εισαγωγές μεγαλύτερες από τις εξαγωγές), το οποίο είχε σαν «φυσικό» αποτέλεσμα την μεγάλη άνοδο του εξωτερικού χρέους της (οι ομοιότητες με τη χώρα μας είναι προφανείς). Η σύνδεση ενός νομίσματος (ή η εισαγωγή ενός κοινού, όπως στην περίπτωση του Ευρώ), με το νόμισμα μίας ισχυρής χώρας, «υποχρεώνει» ουσιαστικά σε ισότιμη ανάπτυξη, εάν θέλει κανείς να αποφύγει τις δεδομένες παρενέργειες – κάτι που φυσικά δεν κατάφερε να επιτύχει η Αργεντινή, σε σχέση με τις Η.Π.Α. Η κρίση βέβαια, η οποία «ξέσπασε» το 1998, οφειλόταν σε έναν πολύπλοκο συνδυασμό περισσότερων του ενός παραγόντων – κυρίως των κατωτέρω:
 
(α)  Ήδη κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας και της διαδικασίας της εθνικής αναδιοργάνωσης (1976 – 1983), το εξωτερικό και λοιπό χρέος της Αργεντινής αυξήθηκε ραγδαία, σαν αποτέλεσμα του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου, των διαφόρων «κερδοσκοπικών» επιθέσεων εναντίον του νομίσματος της, καθώς επίσης της φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό. Η κατάσταση αυτή σταθεροποιήθηκε μεν αργότερα, αλλά μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αφού το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο παρέμεινε ως είχε – μη αυξανόμενο μεν, αλλά σταθερά στο 55% του ΑΕΠ της χώρας. Έτσι, το δημόσιο χρέος της Αργεντινής  αυξήθηκε μεταξύ των ετών 1996-1999, κατά 36% του ΑΕΠ της. Για την καλύτερη κατανόηση των μεγεθών, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας για μία αντίστοιχη χρονική περίοδο, για παράδειγμα μεταξύ των ετών 2006 και 2009, αυξήθηκε από τα 224,16 δις € στα 299,6 δις € – ήτοι κατά 33% περίπου. Το εμπορικό μας ισοζύγιο το 2008 ήταν – 44 δις €, έναντι 239 δις ΑΕΠ – ήτοι 18,4% του ΑΕΠ μας. Συγκριτικά λοιπόν με τη Αργεντινή, το δημόσιο χρέος μας αυξήθηκε ανάλογα, ενώ το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μας διατηρήθηκε χαμηλότερα, σχεδόν σταθερό σε σχέση με το ΑΕΠ μας. Αυτό βέβαια οφείλεται κυρίως στα υψηλότερα «συναλλαγματικά» έσοδα μας από τον Τουρισμό και τη Ναυτιλία – όχι στις εξαγωγές.      

(β) Η σύνδεση του νομίσματος της χώρας με το δολάριο και ειδικά η σταθερή ισοτιμία που επιλέχθηκε (1:1), στη θέση της ελεύθερης διακύμανσης, οδήγησε στη δραστική μείωση του πληθωρισμού, χωρίς όμως να τον εξαλείψει εντελώς (κάτι αντίστοιχο συνέβη στην Ελλάδα και αλλού, μετά την εισαγωγή του Ευρώ, αν και σε μικρότερα μεγέθη). Ο πληθωρισμός που απέμεινε, συνέχιζε να αυξάνει τις τιμές των προϊόντων της Αργεντινής στις διεθνείς αγορές, γεγονός που οδήγησε στη μείωση των εξαγωγών, με την ταυτόχρονη αύξηση των εισαγωγών της. Αυτό με τη σειρά του, είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο έπρεπε να «ισοσκελισθεί» μέσω νέου δανεισμού.
Ενδεχομένως λοιπόν, εάν η αρχική «σταθερή» σύνδεση με το δολάριο είχε αντικατασταθεί, πριν το 1998, με έναν μηχανισμό ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας (επιδεινώθηκε λόγω του ισχυρού δολαρίου της δεκαετίας του 1990 – στην περίπτωση μας, συμβαίνει κάτι αντίστοιχο σήμερα με το Ευρώ), η κρίση θα ήταν λιγότερο καταστροφική. Είναι άλλωστε ευρέως γνωστό το ότι, η οποιαδήποτε «ανθρώπινη επέμβαση» στην ελεύθερη αγορά, διαστρεβλώνει» το μηχανισμό της και οδηγεί σε εκρήξεις – μεγέθους «ευθέως αναλόγου» του χρονικού διαστήματος που «τυχόν» καθυστέρησε τεχνητά η κρίση.  

(γ)  Το 1995 το Μεξικό υποτίμησε το νόμισμα του («κρίση της Τεκίλας») – όπως επίσης και η Βραζιλία, το 1998. Κατ’ επέκταση, τα προϊόντα των δύο αυτών χωρών φθήνυναν στις διεθνείς αγορές, με καταστροφικές συνέπειες για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις της Αργεντινής. Επιπροσθέτως, αρκετές επιχειρήσεις της χώρας, όπως επίσης πολλές θυγατρικές πολυεθνικών εταιρειών, μετέφεραν τα εργοστάσια παραγωγής τους στη Βραζιλία – γεγονός που αύξησε ακόμη περισσότερο την ανεργία στην Αργεντινή, επιδρώντας αρνητικά στην εσωτερική κατανάλωση (κάτι αντίστοιχο συμβαίνει κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, όπου πολλές παραγωγικές επενδύσεις έχουν μεταναστεύσει στα Βαλκάνια).   

(δ) Λόγω της «ιστορικής αστάθειας» της Οικονομίας της Αργεντινής, οι πολίτες της ήταν ανέκαθεν δύσπιστοι απέναντι στο τραπεζικό σύστημα. Αντέδρασαν λοιπόν σχεδόν πανικόβλητοι, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα «συμπτώματα» της κρίσης, αγοράζοντας μαζικά δολάρια και μεταφέροντας τα κεφάλαια τους στο εξωτερικό – ειδικά μετά τον καινούργιο τραπεζικό νόμο του 2001 και την υποτίμηση του νομίσματος το 2002, η οποία έπληξε ακόμη περισσότερο την Οικονομία της χώρας.

(ε)  Η εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματαγορών απέναντι στην Αργεντινή «βυθίστηκε» ραγδαία περί το τα τέλη του 1999, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το επίπεδο ρίσκου του δανεισμού της – το επιτόκιο δηλαδή, σε σχέση με το «βασικό» των Η.Π.Α. (το «βασικό» στην Ε.Ε. είναι αυτό της Γερμανίας). Από το έτος 2000 λοιπόν και μετά αυξανόταν συνεχώς, φθάνοντας τον Οκτώβρη του 2001 τις 1.916 μονάδες βάσης – γεγονός που σήμαινε 19,16% επί πλέον του «βασικού» (Η.Π.Α.) τόκους, οπότε τους υψηλότερους παγκοσμίως. Πρακτικά βέβαια, το ύψος αυτό του επιτοκίου είναι «απαγορευτικό» για την αναζήτηση δανείων από τις κανονικές (regular) διεθνείς χρηματαγορές – υποχρεώνει δηλαδή ουσιαστικά την «πληγείσα» χώρα, να απευθυνθεί για δανεισμό στο ΔΝΤ (το 2002, το επιτόκιο πλησίασε τις 6.000 μονάδες βάσης, ενώ ομαλοποιήθηκε πολύ αργότερα, το 2005 – πρόσφατα όμως ήταν ξανά στις 1.100 μονάδες).   

(στ) Ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων, στην αρχή της δεκαετίας του 1990, είχε σαν τελικό αποτέλεσμα την πώληση πολλών δημοσίων επιχειρήσεων σε ιδιώτες – ακόμη και σε τιμές χαμηλότερες από την αξία τους. Οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές  οδήγησαν στην εξάρτηση σημαντικών κλάδων της Οικονομίας της Αργεντινής από το εξωτερικό (για σχετικό παραλληλισμό, η πώληση του ΟΤΕ οδήγησε την Ελλάδα στην εξάρτηση των τηλεπικοινωνιών της από την Γερμανία – εάν τυχόν συνέβαινε κάτι αντίστοιχο με τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ και τις υπόλοιπες, κοινωφελείς ή μη, επιχειρήσεις της χώρας μας, θα ακολουθούσαμε πιστά τα βήματα της Αργεντινής). Το γεγονός αυτό κατέστησε τη χώρα εξαιρετικά ευάλωτη, τόσο στην κερδοσκοπία, όσο και στη «μετανάστευση» των κεφαλαίων, οπότε συνετέλεσε τα μέγιστα στην  τραπεζική κρίση που ακολούθησε (η «απαρχή» της διαπιστώνεται ήδη στη χώρα μας – εάν βέβαια ισχύουν οι «περιρρέουσες» πληροφορίες για «φυγή» ιδιωτικών κεφαλαίων, ύψους περί τα 5 δις €, στο εξωτερικό).
 
Η ΜΕΓΑΛΗ ΥΦΕΣΗ
 
Το 1997 ξέσπασε στη γειτονική χώρα της Αργεντινής, στη Βραζιλία, μία βαθιά κρίση, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη δραστική υποτίμηση του βραζιλιάνικου νομίσματος – έχασε περίπου το 50% της αρχικής του αξίας. Οι επιδράσεις της κρίσης στην Αργεντινή δεν άργησαν να φανούν, αφενός μεν επειδή η Βραζιλία αποτελούσε έναν σημαντικό οικονομικό εταίρο της, (οι δύο χώρες είναι μέλη της διακρατικής ένωσης Mercosur), οπότε «πλήγηκαν» οι εξαγωγές της, αφετέρου δε επειδή η Βραζιλία «κέρδισε», μέσω της «αδρής» υποτίμησης του νομίσματος της, σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα απέναντι στην Αργεντινή.  

Οι εισαγωγές της Αργεντινής από τη Βραζιλία αυξήθηκαν, οι εξαγωγές της προς τη Βραζιλία περιορίσθηκαν, τα προϊόντα της αντικαταστάθηκαν στις διεθνείς αγορές από τα αντίστοιχα της Βραζιλίας, οι επιχειρήσεις της μετέφεραν την παραγωγή τους στη γειτονική χώρα και οι διεθνείς επενδύσεις σχεδόν μηδενίστηκαν σε ολόκληρη την περιοχή, λόγω των δυσμενών οικονομικών προοπτικών της. Έτσι η Αργεντινή οδηγήθηκε το 1999 σε ύφεση (αρνητική οικονομική ανάπτυξη), ύψους -4%, η ποία κατέληξε σε στασιμότητα το 2000, παρά τα τεράστια δάνεια εκ μέρους του ΔΝΤ και των ιδιωτικών τραπεζών (μία ανάλογη εξέλιξη στη χώρα μας «φοβίζει», όσο ίσως τίποτα άλλο, την κυβέρνηση μας η οποία, πολύ σωστά, αναζητάει απεγνωσμένα τρόπους αποφυγής της – εάν αποδεχθούμε δε ότι, η μέχρι σήμερα ανάπτυξη μας, με ρυθμούς περί το 4%, ήταν κυρίως «πληθωριστική», ελάχιστα παραγωγική, εν μέρει βασισμένη στα δημόσια έργα και στην οικοδομική δραστηριότητα, τότε οι κίνδυνοι που «ελλοχεύουν» είναι εξαιρετικά ρεαλιστικοί).      

Η ανεργία αυξήθηκε, ενώ ακολούθησαν διαμαρτυρίες και μαζικές διαδηλώσεις του πληθυσμού, οι οποίες γρήγορα οργανώθηκαν κεντρικά – εξελισσόμενες το 2001 σε έναν σημαντικό «δυναμικό» παράγοντα της πολιτικής της χώρας. Επίσης αυξήθηκε ο αριθμός των υποαπασχολουμένων και, μέσω αυτών, των απασχολουμένων στην «άτυπη» Οικονομία. Σε συνθήκες αυξανόμενης ανεργίας, πολλοί αναζητούν την επίλυση των προβλημάτων τους στην «αυτοαπασχόληση» – στη λειτουργία δηλαδή δικών τους μικρών επιχειρήσεων, συνήθως χωρίς νόμιμες άδειες, φορολογικές δηλώσεις κλπ (ορισμός της «άτυπης» Οικονομίας). Για παράδειγμα, στην Αργεντινή εμφανίσθηκαν, μεταξύ άλλων, οι Cartoneros, οι οποίοι συγκέντρωναν ανακυκλώσιμα υλικά από τα σκουπίδια, κυρίως χαρτικά και χαρτοκιβώτια, τα οποία στη συνέχεια πουλούσαν – προφανώς εκτός των νομίμων πλαισίων της αγοράς.

Ένα ιδιαίτερο «φαινόμενο» αυτής της φάσης ήταν η «εισαγωγή» των «χρεωστικών ομολόγων» σε πολλούς δήμους της Αργεντινής (όπως συνέβη στην Καλιφόρνια πρόσφατα), καθώς επίσης στην ίδια τη χώρα (ονομάζονταν LECOP). Με την έκδοση και την κυκλοφορία αυτών των «ομολόγων δημοσίου» πληρώνονταν, εισέπρατταν καλύτερα μέχρι και το 50% του μισθού τους, οι απασχολούμενοι στους δήμους – όπως επίσης και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Τα ομόλογα αυτά είχαν τη «μορφή» χαρτονομισμάτων και γινόταν αποδεκτά σαν τέτοια από πολλά καταστήματα της χώρας – αν και η αξία τους υπολογιζόταν χαμηλότερα, από το αναγραφόμενο ποσόν.

Ένα επόμενο «φαινόμενο» ήταν η δημιουργία «ανταλλακτικών ενώσεων», οι οποίες ουσιαστικά προωθούσαν τη «φυσική» ανταλλαγή τροφίμων και υπηρεσιών – με σκοπό την εξισορρόπηση των απολεσθέντων χρημάτων, από την έλλειψη ή τη μη πληρωμή της εργασίας. Για παράδειγμα, μέσα στις συγκεκριμένες ενώσεις, ανταλλάσσονταν τομάτες με αυγά, κρέας με λαχανικά κοκ – όπως ακριβώς συνέβαινε στην Ευρώπη και αλλού, πριν ακόμη «εφευρεθούν» τα χρήματα, σαν ανταλλακτικό μέσον. Το 2001 το φαινόμενο αυτό εξελίχθηκε σε «μαζικό», αφού η κάθε γειτονιά και η κάθε πόλη είχε το δικό της «ανταλλακτήριο προϊόντων». Η «συλλογική» δε εκπροσώπηση όλων αυτών των ανταλλακτηρίων, εξέδωσε το 2001 το δικό της νόμισμα (Credito), το οποίο χρησιμοποιούνταν (εν μέρει) ακόμη και για την αγορά ακινήτων.

* Αθήνα, 03. Ιανουαρίου 2010, Βασίλης Βιλιάρδος, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/1649.aspx
 
 
Συνέχεια στο Μέρος Ι: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2598

Εντός ΟΝΕ: Σκοτεινοί δείκτες & αριθμοί ελλ. οικονομίας

Σκοτεινοί δείκτες και αριθμοί της εντός ΟΝΕ ελληνικής οικονομίας

Του Κώστα Παπουλή


Εισαγωγικά: Η «αριθμητική» της (εντός ΟΝΕ) ελληνικής οικονομίας, από πολλές όψεις, είναι εντυπωσιακά αρνητική. Ορισμένες, από αυτές τις όψεις, αναφέρονται σε αυτό το άρθρο, όπως:

1) Η δυνατότητα παραγωγής πλεονάσματος ανά εργαζόμενο, σε σχέση με την Γερμανία, η την Ισπανία.
2) Η αρνητική καθαρή αποταμίευση όλη την δεκαετία του ευρώ, που δείχνει άλλωστε, ότι η ελληνική οικονομία δεν είχε κανέναν δυναμισμό, και ότι η φιλολογία περί ισχυρής Ελλάδας – που υιοθέτησε και τμήμα της αριστεράς – ήταν εσφαλμένη.
3) Η συνεπακόλουθη εξωτερική της υπερχρέωση και η δυναμική του δημοσίου χρέους (κύρια εξωτερικού), μιας ουσιαστικά (παραγωγικά και δημοσιονομικά) χρεοκοπημένης χώρας, που είναι ανέφικτο να ανακοπεί.
4) Η μεγάλη της κάμψη και οι χαμηλοί της μισθοί, σε σχέση με το κέντρο.
5) Η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της χώρας, η οποία από την εποχή της πολιτικής της σκληρής δραχμής, αλλά και εντός ΟΝΕ, ανατιμάται διαρκώς, και έτσι η Ελλάδα διαθέτει εδώ και πολλά χρόνια πιο «σκληρό» νόμισμα από τις ΗΠΑ, την Γερμανία κλπ.
Αυτοί είναι μερικοί από τους σκοτεινούς αριθμούς, που λένε, ότι οι θυσίες που πρέπει να γίνουν από τον κόσμο της εργασίας, για να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ είναι τεράστιες. Από την άλλη, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, που να δείχνει, ότι η ενταγμένη στην ΟΝΕ, ελληνική οικονομία, μπορεί να βγει από τον Άδη, και να ξεφύγει η χώρα από την διαδικασία ερημοποίησης. Η έξοδος λοιπόν, από το ευρώ, ως αντικειμενική φορά των πραγμάτων, καθίσταται μάλλον θέμα χρόνου.
Α) Δυνατότητα παραγωγής πλεονάσματος ανά εργαζόμενο: Μια μελέτη για το ασφαλιστικό, που έγινε πριν μερικά χρόνια, από την ερευνητική ομάδα του Θ. Μαριόλη,1 οδήγησε σε ένα απίστευτο αποτέλεσμα. Χρησιμοποιώντας στοιχεία του 1997-98, προ ευρώ δηλαδή, βρέθηκε ότι ένας εργαζόμενος στην Ελλάδα, μπορεί να συντηρήσει ως μάξιμουμ θεωρητική δυνατότητα, με τον ίδιο μέσο μισθό, δύο μη εργαζόμενους. Όταν ο ελληνικός μέσος μισθός θεωρήθηκε ως ισπανικός, τότε ένας εργαζόμενος στην Ισπανία μπορούσε να συντηρήσει 8. Όταν ο ελληνικός μισθός θεωρήθηκε μέσος γερμανικός μισθός, τότε ένας εργαζόμενος μπορούσε να συντηρήσει 20.
Δηλαδή, η μάξιμουμ θεωρητική δυνατότητα παράγωγής πλεονάσματος ανά εργαζόμενο, ανάμεσα στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Γερμανία, όταν πάρουμε σαν βάση τον ελληνικό μέσο μισθό, βρέθηκε 1:4:10. Αντίθετα καμία οικονομία, ούτε η ελληνική, ούτε η ισπανική, δεν μπορεί να αντέξει τον γερμανικό μέσο μισθό, μια που τα κέρδη, π.x., γίνονται αρνητικά. Παρά την ύπαρξη προϋποθέσεων στην μελέτη, που αλλοιώνει σχετικά το αποτέλεσμα, μπορούμε να φωτογραφίσουμε σε τι δεινή θέση βρέθηκε η ελληνική οικονομία μέσα στην ΟΝΕ, όταν έπρεπε να ανταγωνιστεί, χωρίς καμία προστασία, πολύ πιο προηγμένες οικονομίες από αυτήν. Η καταστροφή, ήταν θέμα χρόνου.
Το ευρώ κατασκευάστηκε, φυσικά, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών του κέντρου, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Το ευρώ δεν φτιάχτηκε για τον κόσμο της εργασίας και πολύ περισσότερο, για την περιφέρεια και την Ελλάδα.
Β) Καθαρή Αποταμίευση: Το ανταγωνιστικό έλλειμμα της περιφέρειας και η αποδιάρθρωση της παραγωγικής της βάσης κρύφτηκε από τον φτηνό εξωτερικό δανεισμό. Οδηγηθήκαμε σε βαθιά στρέβλωση των οικονομιών του Νότου, σε άφθονα κέρδη για τις τράπεζες, και σε ανάπτυξη κλάδων μη διεθνών εμπορεύσιμων αγαθών, εσωτερικό εμπόριο, «φούσκες» ακινήτων κλπ.
Δυστυχώς υπάρχει, και εδώ, μια αρνητική ελληνική πρωτιά. Η ελληνική οικονομία δεν είναι η μοναδική στον κόσμο, ή στην ζώνη του ευρώ (ΖΕ), που εμφανίζει εξωτερικό έλλειμμα. Είναι όμως η μοναδική στην ΖΕ, που εμφανίζει αρνητική καθαρή αποταμίευση,2 κατά μήκος όλης της δεκαετίας του 2000. Ακολουθούν η Πορτογαλία-Μάλτα με 7 έτη, Κύπρος με 3, Ιταλία-Σλοβακία με 2. Aς κρατήσουμε ότι για την Ιταλία, είναι τα δύο τελευταία της έτη, και ότι η αποταμίευση της επιδεινώνεται ταχύτατα μετά το 2007.
Αν δηλαδή η ελληνική οικονομία ήταν κλειστή (ουσιαστικά αν δεν δανειζόταν), θα έπρεπε να τρώμε κτίρια ή μηχανές.
Άρα, τα επίπεδα κατανάλωσης και επένδυσης, οι ρυθμοί ανάπτυξης της «χρυσής εποχής της ΟΝΕ», δεν είχαν να κάνουν με κάποιο δυναμισμό της ελληνικής οικονομίας, αλλά με την συνεχώς διογκούμενη εξωτερική της υπερχρέωση, που προανήγγειλε την σημερινή χρεοκοπία.
Πρέπει να σημειώσουμε, ότι από το 1960 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η καθαρή αποταμίευση στην Ελλάδα ήταν πάντα θετική, το εξωτερικό έλλειμμα βιώσιμο (αρκετές φορές και θετικό) και ο δανεισμός του δημοσίου ήταν κύρια εσωτερικός, είτε δηλαδή προερχόταν από την εγχώρια αποταμίευση, είτε από την νομισματική χρηματοδότηση του δημόσιου ελλείμματος.
Γ) Εξωτερικό δημόσιο χρέος, Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση, Καθαρό Εξωτερικό Χρέος: Μπορεί το δημόσιο χρέος -προ ΟΝΕ- να ήταν 100% και πλέον, του ΑΕΠ, αλλά το κύριο μέρος του (άνω του 80%) ήταν σε δραχμές, άρα διαχειρήσιμο και ελέγξιμο, μέσω του πληθωρισμού, της νομισματικής χρηματοδότησής του κλπ. Σήμερα όχι μόνο βρίσκεται στο 160% του ΑΕΠ, αλλά τα 2/3 και πλέον, είναι εξωτερικό χρέος. Η δραχμή δεν προστάτευε μόνο την εγχώρια παραγωγή, αλλά προστάτευε και από το εξωτερικό χρέος, λόγω και του υψηλού κόστους δανεισμού σε ξένο νόμισμα.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει εισαχθεί στις επίσημες στατιστικές το μέγεθος «Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση» (Κ.Δ.Ε.Θ. – «Net International Investment Position»),3 το οποίο αποτυπώνει το ύψος των διεθνών υποχρεώσεων και απαιτήσεων μίας χώρας, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Αναλόγως, λοιπόν, του προσήμου της, θετικού ή αρνητικού, η Κ.Δ.Ε.Θ. δηλώνει ότι μία χώρα είναι καθαρός πιστωτής ή χρεώστης, αντιστοίχως, έναντι του υπολοίπου κόσμου. Έτσι, όταν κοιτάξει κανείς τα στοιχεία για την Κ.Δ.Ε.Θ., η Γερμανία για παράδειγμα, είναι καθαρός πιστωτής (της τάξης του 37% του ΑΕΠ της), ενώ η Ισπανία, και η Ιρλανδία είναι καθαροί χρεώστες (της τάξης του 81%, και του 58% των ΑΕΠ τους, αντιστοίχως, με στοιχεία για το 2008-2009). Τέλος, διευκρινίζεται ότι τα στοιχεία για την Κ.Δ.Ε.Θ. δεν συμπίπτουν, επακριβώς, με αυτά για το «καθαρό εξωτερικό χρέος».
Τα στοιχεία για το καθαρό εξωτερικό χρέος και την Κ.Δ.Ε.Θ. είναι σημαντικά, γιατί μας πληροφορούν για τις απαιτήσεις και υποχρεώσεις κάθε επιμέρους εθνικής οικονομίας. Ειδικότερα, όσον αφορά στην Ελλάδα, θα πρέπει να τονιστεί ότι η Κ.Δ.Ε.Θ. της χειροτερεύει συστηματικά: από το -35.3% του ΑΕΠ το 1999, έφθασε στο -100%, περίπου, του ΑΕΠ (δηλ. στα 228 δισ. ευρώ) στο τρίτο τρίμηνο του 2010. Η Ελλάδα (όπως και όλος ο Ευρωπαϊκός «Νότος») είναι, λοιπόν μία συγκριτικά υπερχρεωμένη χώρα, και αυτό ήταν αναπόφευκτο, από τη στιγμή που εντάχθηκε στην ΟΝΕ. Και είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το καθαρό εξωτερικό χρέος της Αργεντινής, κατά το έτος που ξέσπασε, εκεί, η κρίση (δηλ. το 1999), ανερχόταν μόλις στο 6% του ΑΕΠ της και στο 64% των εξαγωγών της, ενώ της Ελλάδας ανερχόταν, το 2009, στο 103% του ΑΕΠ της και στο 512% των εξαγωγών της (τα αντίστοιχα μεγέθη για την Ισπανία είναι 65% και 274%, και για την Πορτογαλία είναι 122% και 441%).
Δ) Ύφεση, ανεργία, μισθοί: Η ύφεση στην Ελλάδα φέτος, αν δεν «μαγειρεύονταν» τα στοιχεία του ΑΕΠ, θα καταγραφόταν στο -7%. Παρά τις επίσημες «προβλέψεις» για ύφεση το 2012 κατά -3,5%, όλα δείχνουν πως τα επίπεδα ύφεσης θα είναι ανάλογα. Πουθενά στην ΖΕ δεν υπάρχει τέτοια κατάρρευση. Έτσι μέσα στα 4 χρόνια (2009-2012) η ύφεση στην Ελλάδα θα ξεπεράσει αθροιστικά το -20%. Εντυπωσιακή ομοιότητα με την Αργεντινή, όπου η ύφεση το 1998-2001, ήταν -22%.
Η επίσημη ανεργία συγκρίνεται μόνο με της Ισπανίας, και βρίσκεται στο 18,5%, στην Πορτογαλία στο 13%, στην Ιταλία 8,5%, και στην Γερμανία στο 5,5%, στα πιο χαμηλά επίπεδα μετά την γερμανική ενοποίηση.
Ο μέσος ονομαστικός μισθός στην Ελλάδα το 2003, ήταν στο 45% του γερμανικού και στο 52% της τότε Ένωσης των 15. Αν συμπεριλάβουμε την έλλειψη κοινωνικού μισθού στην χώρα μας και την ελληνική μισθολογική καθίζηση της τελευταίας διετίας, βλέπουμε ότι η Ελλάδα προσπαθεί να στηριχτεί στους χαμηλούς μισθούς και δεν τα καταφέρνει, ενώ η Γερμανία στην υψηλή παραγωγικότητα και τα καταφέρνει.
Ε) Η δυναμική του δημόσιου χρέους: Ας κάνουμε το απίθανο σενάριο, ότι η Ελλάδα στο τέλος του 2012 θα έχει δημόσιο χρέος στο 140% του ΑΕΠ (δηλαδή άμεσα, μετά την αναδιάρθρωση, το χρέος θα προσεγγίσει περίπου τα 280-285 δις ευρώ από 360-365 δις, σήμερα), και ένα μέσο επιτόκιο 4,5%. Επειδή θα δανειστεί η χώρα, αρκετά δις, για την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αλλά και για να χρηματοδοτήσει μετρητοίς την συμφωνία, μιας τέτοιας έκτασης κούρεμα προϋποθέτει και την «συμμετοχή» της Ε.Κ.Τ. . Ας υποθέσουμε ακόμη, ότι θα πετυχαίνει κατά έτος, πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ. Αν ο πληθωρισμός είναι 1,5%, τότε για να είναι το δημόσιο χρέος στις αρχές του 2020 στο 119,26%, του ΑΕΠ, χρειάζεται ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης 4,5%!
Η ελληνική οικονομία από το 1980-2000, εμφάνισε μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,5%, ενώ κατά την διάρκεια της «φούσκας» του ευρώ 2001-2008, 4,2%. Ο υψηλός αυτός ρυθμός, στηρίχτηκε στην ροή του εξωτερικού δανεισμού. Σήμερα η ροή αυτή καλείται να αλλάξει φορά αλλά απαιτείται συγχρόνως και να ξαναδημιουργηθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης της τελευταίας περιόδου. Οικονομική πολιτική; ή «τετραγωνισμός του κύκλου»;
Είναι συνδυασμός σεναρίου επιστημονικής φαντασίας, και κοινωνικού θρίλερ, να δημιουργηθεί πρωτογενές πλεόνασμα ή να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός. Φέτος, ενώ πάρθηκαν όλα αυτά τα μέτρα, με αποτέλεσμα την πρωτοφανή οικονομική κάμψη, το δημόσιο έλλειμμα, ίσως διορθώθηκε (;) κατά μισή μονάδα του ΑΕΠ. Πώς θα διορθωθεί κατά 3,5-4 ακόμη ποσοστιαίες μονάδες που απαιτούνται, για να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα μίας περίπου μονάδας, που υποθέσαμε; Πόσο πρέπει να μειωθεί το ΑΕΠ, και να εκτιναχτεί ανάλογα ο λόγος Δημόσιο Χρέος προς ΑΕΠ, η ανεργία και η κοινωνική δυστυχία; Αλλά ακόμη και αν κάποτε επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα, αυτό δεν δύναται να διατηρηθεί, αν εκρέει για αποπληρωμή τόκων στο εξωτερικό και όχι σε στοχευόμενες δημόσιες επενδύσεις, που θα δημιουργήσουν ανάπτυξη.
Στο σενάριό μας, υποθέσαμε πληθωρισμό 1,5%, ενώ η τρόικα και η προσπάθεια εσωτερικής υποτίμησης, που βρίσκεται σε εξέλιξη, απαιτεί αποπληθωρισμό. Αν έχουμε π.χ. αρνητικό πληθωρισμό -0,5%, τότε για να πάει το χρέος κάτω από 120%, στις αρχές του 2020, απαιτείται ρυθμός αύξησης 6,5%.
Τέλος σε ένα πιο ρεαλιστικό, αλλά πάλι υπεραισιόδοξο σενάριο για τα σημερινά δεδομένα, με πρωτογενές έλλειμμα 1%, πληθωρισμό 1%, και ανάπτυξη 1%, το χρέος στις αρχές του 2020 (εφόσον ξεκίναγε αρχές του 2013 με 140% και επιτόκιο 4,5%), θα γινόταν 174%, του ΑΕΠ.
Άνθρακες λοιπόν και η τελευταία «συμφωνία» για το ελληνικό χρέος, όπως άλλωστε και αυτή του Ιουνίου. Αν λοιπόν αυτή πραγματοποιηθεί, πολύ σύντομα, θα ξαναρχίσει η γνωστή συζήτηση περί αναδιάρθρωσης ή χρεοκοπίας. Στην πραγματικότητα, για να υπάρχουν πιθανότητες αναστροφής της δυναμικής του δημόσιου χρέους, στην κατάσταση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία, πέρα από γενναίο κούρεμα, πρέπει και το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού να γίνει αρνητικό. Είναι κάτι που γνωρίζουν οι δανειστές και η τρόικα. Για αυτό μοναδικό σκοπό έχουν, την υποθήκευση και την κατάσχεση της δημόσιας περιουσίας, αλλά και τον συνολικό έλεγχο της χώρας.
Ζ) Η συναλλαγματική ισοτιμία: Το 1973, ένα δολάριο είχε 30 δραχμές. Στην τελευταία συνεδρίαση της τράπεζας της Ελλάδας, για τον καθορισμό ισοτιμίας της δραχμής, τον Δεκέμβριο του 2000, 1$ είχε 367 δραχμές. Παρά την κατά 1200% ονομαστική υποτίμηση της δραχμής, το μέσο επίπεδο ζωής στην Ελλάδα βελτιώθηκε. Μερικοί λένε, ότι οι υποτιμήσεις δεν βοήθησαν και η απόδειξη είναι ότι η ελληνική οικονομία παρέμεινε ελλειμματική. Ξεχνούν να σημειώσουν, όμως, ότι το εξωτερικό έλλειμμα βρίσκονταν σε διατηρήσιμα επίπεδα, και η χώρα δεν υπερδανείστηκε από το εξωτερικό, και, φυσικά, να απαντήσουν στο τι θα συνέβαινε, αν δεν υπήρχε η δυνατότητα συναλλαγματικής πολιτικής.
Την απάντηση την δίνει η ιστορική εξέλιξη και η σημερινή χρεοκοπία. Με την ανατίμηση του ευρώ που έφτασε στην αρχή της κρίσης (Απρίλιος του 2008) και στο 1,6$, το ένα $ έγινε ανάλογα 213 δραχμές (θεωρώντας ως βάση υπολογισμού, την τελική ισοτιμία ευρώ-δραχμής), είχαμε τεράστια ονομαστική και πραγματική ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της χώρας, όσον αφορά τις χώρες εκτός ΖΕ.
Πρέπει εδώ να κάνουμε μια διευκρίνιση, μεταξύ ονομαστικής και πραγματικής ισοτιμίας, η οποία δεν γίνεται εύκολα κατανοητή. Η πραγματική ισοτιμία, υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας την ονομαστική ισοτιμία, με το εγχώριο επίπεδο τιμών και διαιρώντας με το ξένο επίπεδο τιμών. Δηλαδή, μπορεί την δεκαετία του 90, το νόμισμα της χώρας να υποτιμήθηκε ονομαστικά σε σχέση με τα νομίσματα των εμπορικών εταίρων της, αλλά αν δεν υποτιμήθηκε τόσο, ώστε να εξισορροπήσει τις διαφορές του πληθωρισμού, ανάμεσα σε αυτήν και τους εμπορικούς της εταίρους, τότε η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της Ελλάδας αυξήθηκε. Το ίδιο συμβαίνει και μέσα στη ΖΕ, όπου ενώ η ονομαστική ισοτιμία παραμένει σταθερή, οι διαφορές πληθωρισμού, οδηγούν σε άνοδο την πραγματική ισοτιμία.
Σύμφωνα με μελέτες στελεχών της Τράπεζας της Ελλάδας, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής το έτος 1990, ήταν ακριβώς ίδια με το 1980. Σε όλα τα ενδιάμεσα έτη, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ήταν μικρότερη. Η πραγματική ισοτιμία ανέρχεται, την δεκαετία του 1990, λόγω της πολιτικής της σκληρής δραχμής που συναρτούταν με τα κριτήρια του Μάαστριχτ (κύρια τον στόχο για τον πληθωρισμό), για την είσοδο της χώρας στο «κοινό» νόμισμα. Έτσι η χώρα κλειδώνει στο ευρώ, με διογκωμένη την πραγματική συναλλαγματική της ισοτιμία, σε σχέση με τα δύο υψηλά έτη της δεκαετίας του 80 (1980 και 1990). Δηλαδή, στην σύντομη πορεία προς το ευρώ, είχαμε πραγματική υπερτίμηση της δραχμής, και μάλιστα σημαντική, παρά την ονομαστική της υποτίμηση.
Η ανατίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας της Ελλάδας, έναντι και των εντός ευρώ εταίρων, συνεχίζεται όμως, με ραγδαίους ρυθμούς και μετά την είσοδο στην ΟΝΕ. Οι διαφορές πληθωρισμού έναντι της Γερμανίας, για μια δεκαετία, διαμορφώνουν μια πραγματική υπερτίμηση της τάξης του 20%, έναντι του γερμανικού ευρώ. Τα οχτώ «χρυσά χρόνια», 2001-2008, η Ελλάδα παρουσιάζει τον υψηλότερο μέσο ρυθμό πληθωρισμό, ανάμεσα στα PIIGS.4 Άρα, η ανατίμηση της πραγματικής ισοτιμίας του νομίσματος της χώρας, δεν συνέβη μόνο απέναντι στο κέντρο, αλλά απέναντι και στην περιφέρεια της ΖΕ.
Η Ελλάδα και η περιφέρεια αντί να μειώσουν την ονομαστική και πραγματική τους ισοτιμία, για να αμυνθούν απέναντι σε πιο ισχυρές οικονομίες από αυτές, μέσα στον «ζουρλομανδύα του ευρώ», έκαναν ακριβώς το αντίθετο.
Δεν υιοθετήσαμε απλώς το «μάρκο», αλλά ένα πιο ισχυρό νόμισμα. Η Ελλάδα έχει εδώ και πολλά χρόνια, πιο σκληρό νόμισμα και από τις ΗΠΑ, και την Γερμανία, και άλλες ισχυρές οικονομίες του κόσμου, αλλά και από την περιφέρεια της ΖΕ.
Συμπέρασμα: Θα μπορούσαν να παρατεθούν και άλλοι αριθμοί και πολυάριθμοι δείκτες, να αναφερθεί η καταστροφική νομισματική πολιτική της Ε.Κ.Τ., για τις χώρες της περιφέρειας και την Ελλάδα, η στρέβλωση που έφερε και φέρνει στις οικονομίες τους, κλπ. Το πικρό συμπέρασμα, είναι το εξής: Αν η Ελλάδα είχε παραμείνει στην δραχμή, δεν θα είχε φυσικά τους μεγάλους ρυθμούς μεγέθυνσης της χρυσής οκταετίας της ΟΝΕ, αλλά σήμερα θα ήταν σε καλύτερη θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, δεν θα είχε χρεοκοπήσει και το «τσουνάμι» της κρίσης δεν θα μας είχε πνίξει.
Από την άλλη πλευρά, η παραμονή της χώρας στον Μινώταυρο της ΟΝΕ, συνεπάγεται καθημερινά τεράστιες θυσίες και συμφορές για την πλειοψηφία του λαού, απόλυτο έλλειμμα δημοκρατίας και προσβολή της εθνικής αξιοπρέπειας. Με αυτήν την έννοια, το σύνθημα «καμία θυσία για το ευρώ», είναι όχι μόνο λανθασμένο, αλλά και αποπροσανατολιστικό. Αδυνατεί όχι μόνο να εξηγήσει, αλλά και συσκοτίζει, την απλή αλήθεια, για το ευρώ, ως μηχανισμού εξαθλίωσης και εκμετάλλευσης της περιφέρειας και ιδιαίτερα του ελληνικού λαού, από τις μεγάλες τράπεζες, επιχειρήσεις και κράτη του κέντρου.

Υποσημειώσεις

(1) Βλ: «Η Μεταβλητή κλειδί του Ασφαλιστικού Συστήματος», κεφ 6, στο: Θ. Μαριόλης, «Ελλάδα, Ε.Ε. και Οικονομική Κρίση», εκδ. Matura, Αθήνα, 2011.
(2) Βλ: Κ. Λαπαβίτσας, «Κρίση της Ευρωζώνης», σελ 39, εκδ. Νόβολι, Αθήνα, 2010, αλλά και Θ. Μαριόλης, στο παράρτημα 2: «Μια αξιοσημείωτη όψη της «εντός ΟΝΕ» ελληνικής οικονομίας», του «Αριστερές Παραμυθίες περί κερδών-Μεγέθυνσης και η περίπτωση της Ελληνικής Οικονομίας» που δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο και βρίσκεται μαζί με άλλα σχετικά άρθρα του συγγραφέα και στην ιστοσελίδα του: www.theo-mariolis.gr//site.
(3) Βλ: Αναλυτικό άρθρο για την ΚΔΕΘ, Θ. Μαριόλης και Κ. Παπουλής, «Διαπλανητικά Χρέη και Αριστερά», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 19-6-11.
(4) Βλ: Κ. Λαπαβίτσας , σελ 35, ό.π..

ΠΗΓΗ: Submitted by aristeroblog on Fri, 2012-01-20,  http://aristeroblog.gr/node/395

Φυσικές, Κοινωνικές επιστήμες & Οικολογία Ι

Οι σχέσεις φυσικών και κοινωνικών επιστημών στα πλαίσια της οικολογικής προβληματικής – Μέρος Ι

Του Θεόδωρου  Βότση


Στο κείμενο που ακολουθεί  προσπαθούμε να διερευνήσουμε παράγοντες και παραμέτρους που θέτουν οι φυσικές και κοινωνικές επιστήμες στην οικολογική προβληματική. Θα ξεκινήσουμε με την εξέλιξη των ιδεών και την προβληματική που αναπτύχθηκε στις φυσικές επιστήμες από τον Κοπέρνικο μέχρι τις μέρες μας, από την κατάρρευση  της γεωκεντρικής αντίληψης, την κυριαρχία της μηχανιστικής λογικής μέχρι τις σύγχρονες προβληματικές της κβαντομηχανικής.

Όσον αφορά τις κοινωνικές επιστήμες θα σταθούμε περισσότερο στους βασικότερους εκφραστές των κοινωνικών και οικονομικών θεωριών την  ίδια χρονική περίοδο δηλαδή από το  17ο αιώνα μέχρι τον  20ο αιώνα. Οι παραπάνω περιγραφές είναι αναγκαστικά σύντομες και αποσπασματικές, εφόσον μια πλήρης περιγραφή τους θα ξέφευγε από τα όρια αυτής της εργασίας. Στη συνέχεια θα δούμε πως οι ιδέες αυτές των φυσικών και κοινωνικών επιστημών αντικατοπτρίζονται  στην επιστήμη της οικολογίας, το οικολογικό κίνημα, την οικολογική προβληματική γενικότερα και φυσικά την επανατροφοδότηση των παραπάνω επιστημών με  νέες θέσεις και προβληματικές. Αναλυτικότερα θα δούμε τις κύριες τάσεις και προβληματικές στην επιστήμη τη οικολογίας, την σχέση του οικολογικού κινήματος με τον επιστημονικό λόγο, τις προτάσεις και την προβληματική που αναπτύσσεται στο οικολογικό κίνημα και θα προσπαθήσουμε να κάνουμε τη διασύνδεση των ιδεών της επιστήμης με τις προτάσεις του οικολογικού κινήματος.

Θέση μας είναι ότι όπως κάθε κοινωνική διεργασία έτσι και η επιστημονική πρακτική μεταφέρει τις ιδέες που έχουν οι επιστήμονες για την κοινωνία και τη φύση. Με άλλα λόγια, μια ανάλυση του επιστημονικού φαινομένου σε επίπεδο μεταεπιστημονικό μπορεί και οφείλει να ανακαλύπτει τις αναλογίες και αλληλοπροσδιορισμούς, που εμφανίζουν το επιστημονικό και κοινωνικό κοσμοείδωλο. Σ' αυτό το πλαίσιο σκέψης οι επιστημονικές θεωρίες, τα εργαλεία της επιστημονικής πρακτικής και τα πειραματικά σχέδια αντανακλούν στο επίπεδο της επιστήμης την αντίληψη που σχηματίζει η κοινωνία για τον εαυτό της και τον κόσμο. Με δύο λόγια: η  ανάπτυξη της επιστήμης είναι αποτέλεσμα της διαλεκτικής σύνθεσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στις εσωτερικές αντιφάσεις στα πλαίσια της ίδιας της επιστήμης και τις αναγκαιότητες που επιβάλλει  η κοινωνία.
 
Η εξέλιξη των φυσικών επιστημών
 
Η άποψη για τον κόσμο και το σύστημα αξιών που συνθέτουν τα θεμέλια του πολιτισμού μας και που υπόκεινται πλέον σήμερα σε μια προσεκτική αναθεώρηση, διαμορφώθηκαν ως προς τις γενικές τους γραμμές κατά τον 16ο  και 17ο  αιώνα.

Η επιστημονική επανάσταση ξεκίνησε με τον Κοπέρνικο που μετά από χίλια χρόνια απέρριψε την γεωκεντρική άποψη του Πτολεμαίου και της Βίβλου. Η Γη πλέον δεν είναι το κέντρο του Σύμπαντος, είναι ένας κοινός πλανήτης ενός μικρού άστρου στην άκρη του Γαλαξία. Ο άνθρωπος χάνει την περήφανη θέση του σαν κεντρικό πρόσωπο της θεϊκής δημιουργίας. Το δρόμο του Κοπέρνικου ακολούθησε ο Kepler με τους εμπειρικούς του νόμους για την κίνηση των πλανητών. Όπως, η πραγματική αλλαγή στα επιστημονικά πράγματα σημειώθηκε από το Γαλιλαίο. Ο Γαλιλαίος ήταν ο πρώτος που συνδύασε την επιστημονική εμπειρία με τη χρήση της γλώσσας των μαθηματικών. "Η φιλοσοφία"  έλεγε,  "είναι γραμμένη σ' αυτό το τεράστιο βιβλίο που στέκεται πάντα ανοιχτό εμπρός στα μάτια μας. Δεν μπορούμε όμως να το διαβάσουμε αν δε μάθουμε πρώτα τη γλώσσα και το αλφάβητο στα οποία έχει γραφτεί.  Η γλώσσα του είναι τα μαθηματικά και το αλφάβητο, τα τρίγωνα, οι κύκλοι και τα άλλα γεωμετρικά σχήματα". Τον ίδιο καιρό στην Αγγλία ο Μπέηκον  διακήρυττε με ενθουσιασμό την εμπειρική μεθοδολογία της επιστήμης.

Εκείνη την εποχή ο Καρτέσιος απέρριψε το σύνολο των παραδοσιακών γνώσεων και καταπιάστηκε με το χτίσιμο ενός νέου συστήματος σκέψης που σύμφωνα με τον B. Russell "κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυμβεί από την εποχή του Αριστοτέλη, και αποτελεί ένα σημάδι αυτοπεποίθησης, δικαιωμένο από την πρόοδο της επιστήμης". Εφαρμόζοντας τις αριθμητικές σχέσεις στα γεωμετρικά σχήματα ο Καρτέσιος κατάφερε να συσχετίσει την άλγεβρα και τη γεωμετρία και να δημιουργήσει ένα νέο κλάδο μαθηματικών, την αναλυτική γεωμετρία. Τα φυσικά φαινόμενα πια μπορούν να αναχθούν σε ακριβολογικές μαθηματικές σχέσεις. Τη  μαθηματική του ιδιοφυΐα τη διακρίνουμε και στη φιλοσοφία του. Το Λόγος περί  Μεθόδου, ένα από τα κλασικότερα κείμενα της φιλοσοφίας, είναι η μέθοδος με την οποία ο Καρτέσιος απέβλεπε στη σύλληψη της επιστημονικής αλήθειας, με την ορθή καθοδήγηση της λογικής και την αναζήτηση της αλήθειας στις επιστήμες. Αμφισβητεί το σύνολο των παραδοσιακών γνώσεων, τις εντυπώσεις των αισθημάτων μέχρι να φτάσει σε ένα πράγμα που δεν μπορεί να αμφισβητήσει, την ύπαρξη του σκεπτόμενου εαυτού του άρα: cogito, ergo sum, σκέφτομαι, άρα υπάρχω.

Έτσι έρχεται ο διαχωρισμός νου και ύλης, κάτι που επηρέασε βαθιά τη δυτική σκέψη. Οδήγησε  στο να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας σαν ένα απομονωμένο εγώ στο εσωτερικό του σώματος μας, να θεωρούμε τη διανοητική εργασία ανώτερη της χειρωνακτικής, τους γιατρούς να αγνοούν τη ψυχολογική διάσταση των παθήσεων, τη σύγχυση σε ότι αφορά τη σχέση του νου  με τον εγκέφαλο. Κατά τον W. Heisenberg έναν από τους θεμελιωτές της κβαντικής θεωρίας "ο διαχωρισμός διαπότισε βαθιά τον ανθρώπινο νου στους τρεις αιώνες που ακολούθησαν τον Καρτέσιο και θα χρειαστεί πολύς καιρός ακόμη μέχρι να αντικατασταθεί από μια διαφορετική νοοτροπία απέναντι στο πρόβλημα της αντίληψης της πραγματικότητας". Η μέθοδος του Καρτέσιου είναι αναλυτική. Διασπά τις  σκέψεις και τα προβλήματα σε μικρά κομμάτια και τα τοποθετεί σε μια λογική σειρά. Η αναλυτική μέθοδος ίσως είναι και η σημαντικότερη προσφορά του στην επιστήμη. Με την αναλυτική μέθοδο κατόρθωσε ο άνθρωπος να ταξιδέψει στη Σελήνη, από την άλλη μεριά όμως η υπερβολική έμφαση οδήγησε να πιστεύουμε πως όλες οι όψεις των πολύπλοκων φαινομένων μπορούν να γίνουν κατανοητές χάρη στην αναγωγή τους στα συνθετικά τμήματα.  Για τον Καρτέσιο το υλικό σύμπαν ήταν αποκλειστικά και μόνο μια μηχανή. Η φύση λειτουργούσε σύμφωνα με τους μηχανικούς νόμους και τα πάντα στα πλαίσια του υλικού κόσμου μπορούσαν να ερμηνευτούν σύμφωνα με τη διάταξη και την κίνηση των τμημάτων τους. Η αντίληψη της γης ως ζωντανού οργανισμού, ως μιας τροφού-μητέρας είχε δημιουργήσει μια λατρευτική ηθική που περιόριζε τις καταστροφικές τάσεις των ανθρώπων σε βάρος της. Η φύση είναι πλέον μια τέλεια μηχανή. Οι ηθικοί περιορισμοί εξαφανίστηκαν. Η νέα άποψη για τον κόσμο προσέφερε την επιστημονική ευλογία για τη χειραγώγηση και την εκμετάλλευση της φύσης, τις δύο τυπικές δηλαδή δραστηριότητες του δυτικού πολιτισμού.

Ο Καρτέσιος δημιούργησε το διανοητικό πλαίσιο της επιστήμης του 17ου  αιώνα, για τα φυσικά φαινόμενα όμως δεν κατάφερε παρά να χαράξει τις χοντρικές γραμμές της θεωρίας. Ο άνθρωπος που πραγματοποίησε το καρτεσιανό όραμα και ολοκλήρωσε την Επιστημονική Επανάσταση ήταν ο Ισαάκ Νεύτωνας. Για να περιγράψει την κίνηση των σωμάτων προχώρησε πέρα από τη μαθηματική τεχνική του Γαλιλαίου και του Καρτέσιου και επινόησε μια καινούργια μαθηματική μέθοδο το  'διαφορικό λογισμό'. Αυτό το υπέροχο διανοητικό επίτευγμα χαρακτηρίστηκε από τον Αϊνστάιν σαν 'το μεγαλύτερο ίσως άλμα σκέψης που θα μπορούσε να κάνει από μόνος του ένας άνθρωπος'.

Ο Νεύτωνας παρουσίασε τη θεωρία του για τον κόσμο στο βιβλίο: Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας. Τα Principia, όπως αναφέρονται πολλές φορές με το λατινικό τους τίτλο, περιλαμβάνουν ένα κατανοητό, σαφές και συνεκτικό σύστημα ορισμών, προτάσεων και αποδείξεων, που για δυο ολόκληρους αιώνες οι επιστήμονες το αναγνώρισαν σαν την ορθότερη περιγραφή της φύσης.

Η σκηνή του νευτώνειου σύμπαντος, όπου συμβαίνουν όλα τα φυσικά φαινόμενα, είναι ένας απόλυτος τρισδιάστατος χώρος άδειος και ανεξάρτητος από τα φυσικά φαινόμενα που συμβαίνουν στο εσωτερικό του. Κάθε αλλαγή στα πλαίσια του φυσικού κόσμου περιγράφεται πάλι από  έναν απόλυτο χρόνο που κινείται ομοιόμορφα από το παρελθόν προς το μέλλον. Τα στοιχεία του νευτώνειου κόσμου είναι τα υλικά μόρια από την ίδια υλική ουσία σε διαφορετικά μεγέθη και οι δυνάμεις που κινούν είναι οι βαρυτικές δυνάμεις.

Έτσι κατά το Νεύτωνα, ο Θεός, ξεκινώντας τη δημιουργία του κόσμου, κατασκεύασε κατ' αρχήν τα υλικά μόρια, τις δυνάμεις που ασκούνται μεταξύ τους και τους θεμελιώδεις νόμους της κίνησης. Μ' αυτόν τον τρόπο μπήκε σε κίνηση ολόκληρο το σύμπαν  και από τότε δεν έπαψε να κινείται σαν μια τεράστια μηχανή, υπακούοντας σε απαράβατους νόμους. Κατά συνέπεια, η μηχανιστική άποψη του κόσμου σχετίζεται άμεσα με έναν αυστηρό ντετερμινισμό. ΄Όλα όσα συμβαίνουν προκαλούνται από ένα προκαθορισμένο αίτιο και καταλήγουν σε προκαθορισμένα αποτελέσματα, που σημαίνει ότι το μέλλον οποιουδήποτε τμήματος του σύμπαντος μπορεί να προβλεφθεί με απόλυτη βεβαιότητα. Η ύπαρξη του εξωτερικού δημιουργού, θεού, στα πλαίσια της κοσμικής μηχανής όπου διαδραματίζονται τα φυσικά φαινόμενα χωρίς άμεση θεϊκή παρέμβαση, σιγά-σιγά με την πρόοδο της επιστήμης εξαφανίστηκε.

Στα χρόνια που ακολουθούν η νευτώνεια μηχανική καθιερώνεται γρήγορα σαν η ορθότερη θεωρητική αντίληψη της πραγματικότητας. Οι επιστήμονες επεξεργάζονται το μηχανιστικό πρότυπο τόσο στη φυσική όσο και στη χημεία, τη βιολογία, τη ψυχολογία και τις κοινωνικές επιστήμες.

Οι πρώτες ρωγμές στο μηχανιστικό πρότυπο επισυμβαίνουν το 19 αιώνα, όταν ένας από τους μεγαλύτερους πειραματιστές ο Μ. Faraday και ένας λαμπρός θεωρητικός ο Maxwell διατυπώνουν την ηλεκτροδυναμική. Υποκαθιστούν την έννοια της δύναμης με την ευφυέστερη σύλληψη του δυναμικού πεδίου και αναδεικνύουν ότι τα δυναμικά πεδία διαθέτουν τη δική τους πραγματικότητα και μπορούν να μελετηθούν ανεξάρτητα από τις αναφορές στα υλικά σώματα. Ενώ ο ηλεκτρομαγνητισμός άρχισε να αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία της νευτώνειας μηχανικής, οι γεωλόγοι συμπεραίνουν ότι η σημερινή κατάσταση της Γης αντιπροσωπεύει το εξελικτικό αποτέλεσμα μιας συνεχόμενης ανάπτυξης γεννημένης από τη δράση των φυσικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια τεράστιων χρονικών περιόδων. Στη βιολογία πρώτα ο Λαμάρκ και στη συνέχεια ο Δαρβίνος αποδεικνύει τη βιολογική εξέλιξη. Ο τρόπος σκέψης αλλάζει, ο νέος τρόπος προβάλλει την έννοια της εξέλιξης, της αλλαγής, της μεταβολής, της ανάπτυξης. Οι εξελικτικές αρχές στη φυσική εμφανίζονται με τη δημιουργία της θερμοδυναμικής, 'την επιστήμη της πολυπλοκότητας'. Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής δείχνει ότι κοινή τάση όλων των φαινομένων είναι να ακολουθούν μια εξελικτική διαδικασία προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, από την τάξη στην αταξία. Η εντροπία, το μέτρο της αταξίας, αυξάνεται σημειώνοντας την κατεύθυνση του χρόνου.

Ο λόρδος Kelvin σε μια διάλεξή του, στα τέλη του 19ου αιώνα, για τη θεωρητική Φυσική,  δήλωσε ότι επισκιαζόταν από δύο σύννεφα και γιαυτό την θεωρούσε περίπου τελειωμένη.Το πρώτο είχε σχέση με την σταθερότητα της ταχύτητας του φωτός και το άλλο με την εξάρτηση της ακτινοβολούμενης ενέργειας από το μήκος κύματος. Τα δύο αυτά σύννεφα αποδείχτηκαν σεισμοί στα θεμέλια της Φυσικής. Έτσι στις αρχές του 20 αιώνα ο Αϊνστάιν διατυπώνει τη θεωρία της σχετικότητας που ενοποιεί και συμπληρώνει την κλασική Φυσική, αλλά παράλληλα εισήγαγε ριζικές αλλαγές στις παραδοσιακές αντιλήψεις για το χρόνο και το χώρο υπονομεύοντας έτσι ένα από τα θεμέλια της νευτώνειας άποψης για τον κόσμο. Ο απόλυτος χώρος και χρόνος δεν υπάρχουν. Ο χώρος και ο χρόνος συνιστούν μια ενότητα τα γεγονότα προσδιορίζονται πλέον από τέσσερις διαστάσεις του χωροχρόνου.

Ο δεύτερος μεγάλος σεισμός ήταν η θεωρία των κβάντα. Διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων δεκαετιών του 20ου  αιώνα και ήταν έργο μιας μεγάλης διεθνούς ομάδας κορυφαίων επιστημόνων. Οι επιστήμονες έπρεπε να μάθουν να θέτουν τα ερωτήματά τους με διαφορετικό τρόπο γιατί αλλιώς η φύση τους απαντούσε παράλογα όπως σημειώνει o Heisenberg ένας από τους θεμελιωτές της θεωρίας των κβάντα "Θυμάμαι τις ατέλειωτες συζητήσεις με τον Μπορ. Επαναλαμβάνοντας το ίδιο ερώτημα. Μπορεί να είναι η φύση τόσο παράλογη όσο φαίνεται από τα ατομικά πειράματα;". Οι νόμοι της ατομικής φυσικής είναι στατιστικοί νόμοι, εκφράζουν τις πιθανότητες των ατομικών συμβάντων που καθορίζονται από τη δυναμική του συστήματος. Ενώ στην κλασική φυσική επικρατεί ο ντετερμινισμός και η συμπεριφορά των τμημάτων καθορίζει τη συμπεριφορά του όλου. Η νέα φυσική έδειξε τα όρια του καρτεσιανού υποδείγματος.

Η σύγχρονη φυσική ξεπερνώντας τον καρτεσιανό διαχωρισμό απέρριψε το κλασσικό ιδανικό της αντικειμενικής περιγραφής της φύσης και συγχρόνως το μύθο της επιστήμης, απαλλαγμένης από το πολιτιστικό σύστημα αξιών. Τα επιστημονικά αποτελέσματα και οι τεχνολογικές εφαρμογές καθορίζονται από το διανοητικό πλαίσιο. Παρόλο που όλα τα κομμάτια της επιστημονικής έρευνας δεν υπακούουν στο σύστημα αξιών, το ευρύτερο υπόδειγμα που μέσα του εντάσσεται το γεγονός της επιστημονικής έρευνας δεν απαλλάσσεται από τους δεσμούς με το σύστημα αξιών.

* Εργασία που εκπονήθηκε στα πλαίσια των μαθημάτων της Θ. Ανθογαλίδου. Επιμέλεια, διορθώσεις Θ. Ανθογαλίδου

ΠΗΓΗ:  Τόμος 2, τεύχος 4, Δεκέμβριος 2001, http://virtualschool.web.auth.gr/2.4/TheoryResearch/Votsis.html

 
Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2600

Προσκλητήριο!…

Προσκλητήριο!…

Του παπα Ηλία Υφαντή

 
 
 

Είναι, πλέον, «ηλίου φαεινότερον» ότι ζούμε στον αστερισμό αδίστακτων και αδυσώπητων απατεώνων και προδοτών.
Είτε πρόκειται για τους μουλωχτούς της Τριμερούς, είτε για τα κολεγιόπαιδα της Μπίλντεμπεργκ, είτε γι’ αυτούς που μονοπωλούν (πολιτικά) την ορθοδοξία. Οι οποίοι είναι απλά και μόνο ορθόδοξοι υποκριτές και απατεώνες. Είτε για κάποιους άλλους, που καιροφυλακτούν, προκειμένου να εξαπατήσουν για μια ακόμη φορά το λαό και να γίνουν συνεταίροι στο καθεστώς της προδοσίας…

Που όλοι μαζί έχουν αναλάβει εργολαβικά τη διάλυση και εξαφάνιση της Ελλάδας. Και μεθοδεύουν και ενεργοποιούν το ξεπούλημά της.

Γεγονός, που σημαίνει ότι δεν έχουμε καιρό για «λόγια κι άλλα λόγια», όπως θα ’λεγε και ο ποιητής. Γιατί εδώ και τώρα η πατρίδα μας «κάνει πανιά». Και μαζί με την πατρίδα μας «κάνει πανιά και η ψυχή» μας.

Γι’ αυτό η ώρα αυτή δεν μπορεί, παρά να είναι η ώρα κρίσιμων αποφάσεων. Με πρώτη και βασικότερη την απόφαση για συμπαγή και αρραγή ενότητα.

Γιατί κανένας δεν θα μπορέσει να ματαιώσει την αρπαγή της χώρας μας, κολυμπώντας μόνος του μέσα στη θάλασσα με τους καρχαρίες!

Και αυτό, που πρωταρχικά χρειάζεται για την ενότητα αυτή, όπως είπε και ο Δημήτρης Καζάκης, στην ομιλία του στο Πολεμικό Μουσείο (14-1-12) είναι κάποιος Παπαφλέσσας.

Που, ας μου επιτραπεί να πω, ότι, στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσε να ήταν κάποιος σαν τον π. Γεώργιο Μεταλληνό. Ο οποίος και γνώση και κύρος και υπευθυνότητα διαθέτει.

Και βέβαια όχι, για να διεκδικήσει πολιτικά οφίτσια ή θώκους εξουσίας. Αλλά, για να γίνει η φωνή της αγωνίας για την πατρίδα, που κινδυνεύει. Και να εμπνεύσει τη ελπίδα για τη σωτηρία της Πράγμα, που μπορεί καλύτερα από κάθε άλλον να το επιτύχει.

Και βέβαια μαζί του να συμπαραταχθούν και όλοι εκείνοι, που βλέπουν τον κίνδυνο και προειδοποιούν εναγωνίως για την επερχόμενη καταστροφή.

Ο καθηγητής κ. Νότης Μαριάς σε συνέντευξή του στο Ραδιοεννέα απευθύνει προσκλητήριο σε όλους, όσοι θέλουν να αγωνιστούν ενάντια στους ολετήρες της πατρίδας. Και έχει αφήσει, μάλιστα, για συνεννόηση και επικοινωνία και το τηλέφωνο: 697759 4022.

 Κανείς δεν πρέπει να κλείσει τ’ αυτιά του και να εγκλωβιστεί στον οποιοδήποτε στείρο ιδεολογικό και κομματικό του ναρκισσισμό.

Αντίθετα πρέπει να κλείσουμε τα’ αυτιά μας στις σειρήνες των συκοφαντών, που προσπαθούν να υπονομεύσουν όσους απειλούν να χαλάσουν τα εθνοκτόνα σχέδια της ληστοσυμμορίας:

Όταν, για παράδειγμα, μας λένε πως ο Τσίπρας και ο Καμένος, ο Καζάκης και ο Μαριάς, Ο Μανώλης ο Μηλιαράκης (της Χρ. Δημοκρατίας), ο Ηλίας Σταμπολιάδης (της Δημ. Αναγέννησης), Ο Σταύρος Βιτάλης (του Πατριωτικού Μετώπου), οι εκπρόσωποι του Λαϊκού Κινήματος και των Αποστράτων, κλπ, κλπ, δεν τους «γεμίζουν το μάτι».

Γιατί βέβαια οι άνθρωποι αυτοί δεν έκλεψαν και δεν λήστεψαν το λαό. Δεν έκαμαν νόμους για την ασυλία των απατεώνων υπουργών και βουλευτών. Και άλλους για την «εχθροπάθεια» εναντίον των Ελλήνων. Και την προστασία του καθενός ντόπιου και ξένου αλήτη. Με το ξυλοφόρτωμα και τον ψεκασμό με ασφυξιογόνα καθενός δίκαια διαμαρτυρόμενου πολίτη…

Σε αντίθεση με τους αγγέλους και αρχαγγέλους της μιας και της άλλης τρόικας των αξιότιμων ντόπιων και των ξένων τοκογλύφων, που μας έφεραν στην τωρινή, άσχημη, ανήθικη και διαβολικά πλασμένη κόλασή τους.….

Κι ας μου επιτραπεί να κάμω μια έκκληση προς τους αγαπητούς αστυνομικούς:

Φίλοι αστυνομικοί
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι είστε σάρκα από τη σάρκα του φτωχού λαού. Και πως δεν έχετε καμιά απολύτως σχέση με το αληταριό των απατεώνων, που ξεπουλάνε και καταστρέφουν την πατρίδα μας.

Που σημαίνει ότι έργο σας είναι να είστε προστάτες του καθενός πολίτη, που αδικείται και καταληστεύεται. Και όχι του καθενός αξιότιμου αλήτη, που μεθοδεύει την πολλαπλή αδικία και καταλήστευση σε βάρος του. Και ασφαλώς και σε βάρος δικό σας.

Έτσι μάλιστα, που να φαίνεται ότι σας χρησιμοποιούν και ως άλλοθι, για να εισπράττετε την αγανάκτηση του λαού για τα δικά τους κακουργήματα και ανοσιουργήματα!

Αυτή την ώρα-κατά κοινή ομολογία πολλών εγκρίτων και εντίμων ανθρώπων της πολιτικής και του πνεύματος-η πατρίδα διατρέχει τον έσχατο κίνδυνο, όχι προσωρινής, αλλά διαχρονικής κατοχής.

Και χρέος όλων μας δεν είναι να υπακούσουμε στους νόμους της αδικίας και της απάτης, αλλά πέρα και πάνω απ’ όλα στο ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος.

Γιατί διαφορετικά θα είμαστε όλοι υπόλογοι έναντι εκείνων, που στο παρελθόν αγωνίστηκαν για την ελευθερία της πατρίδας κι εκείνων, που στο μέλλον θα ζήσουν στο καθεστώς δουλείας, που τους κληροδοτούμε.

Όσο και η κατοχική Βουλή και Κυβέρνηση, που εκπροσωπεί τα κανιβαλικά συμφέροντα των δολοφόνων της Ελλάδας και των Ελλήνων…

παπα-Ηλίας, Ιανουαρίου 19, 2012, http://papailiasyfantis.wordpress.com/2012/01/19/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B9%CE%BF/

Πλάτωνα σκέψη: Εξουσία, Ελευθερία και Έρωτας

Εξουσία, Ελευθερία και Έρωτας στη σκέψη του Πλάτωνα – ένα εγκώμιο της εξουσίας στο στέκι των αντεξουσιαστών*

Του Βασίλη Ξυδιά**

 
 
 
 


Ο ομιλητής ξεκίνησε διευκρινίζοντας πως σκοπός του δεν είναι μια ακαδημαϊκή παρουσίαση της σκέψης του Πλάτωνα, αλλά το να αναζητήσει μια σύγχρονη εναλλακτική θεώρηση της εξουσίας. Μια θεώρηση θετική• τέτοια που να καθιστά την εξουσία δεκτική εγκωμίων ακόμα και σ’ ένα στέκι αντεξουσιαστών ή – όπως είπε εμφατικά – κατ’ εξοχήν σ’ ένα στέκι αντεξουσιαστών.

Ο Πλάτων, είπε, είναι στην προσπάθεια αυτή ένας βοηθός ή οδηγός όσον αφορά τη γενική θέαση του ζητήματος και όχι τις επιμέρους λύσεις. Διότι, όπως είπε, η σημασία των κλασικών βρίσκεται κυρίως στον τρόπο που θέτουν το πρόβλημα και λιγότερο στις απαντήσεις που δίνουν.

Βασική ιδέα της ομιλίας ήταν πως για τη νεώτερη σκέψη εξουσία και ελευθερία είναι αντίθετα πράγματα (εξουσία σημαίνει ετεροκαθορισμός ή ετερονομία, ενώ ελευθερία σημαίνει αυτοκαθορισμός ή αυτονομία), σε αντίθεση προς τη σωκρατική παράδοση και ειδικότερα τον Πλάτωνα, όπου ελευθερία και εξουσία είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Για να στηρίξει την ιδέα αυτή ο ομιλητής παρέπεμψε σε τρεις κατά βάση διαλόγους: την Πολιτεία, τον Λύση και τον Αλκιβιάδη Ι. Στάθηκε στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας και ειδικότερα στον διάλογο του Σωκράτη με τον Θρασύμαχο, δείχνοντας πώς μέσα από τη συζήτηση αυτή ο Πλάτων διακρίνει τη λειτουργίας της αρχής (εξουσίας) από τις παράπλευρες λειτουργίες που μπορεί να συνδέονται ή να συγχέονται μ’ αυτήν, όπως π.χ. το οικονομικό κέρδος των αρχόντων.

Στη συνέχεια επιχείρησε μια οντολογική θεώρηση αυτής της λειτουργίας αναλύοντας τη σχέση της φιλίας (όπως παρουσιάζεται στον Λύση) και αντιδιαστέλλοντας τον ναρκισσιστικό έρωτα του δήμου με τον πραγματικό διάλογο των ψυχών (σύμφωνα με τον Αλκιβιάδη). Κατέληξε έτσι στο συμπέρασμα πως η λειτουργία της αρχής (εξουσίας) προσφέρει στον άρχοντα την ηδονή της δημιουργίας και της υπηρεσίας του φίλου ή αγαπημένου αρχόμενου, κι αυτή είναι από μόνη της η «αμοιβή», το όφελος του άρχοντος, πέρα από άλλους μισθούς και κέρδη.

Κλείνοντας ο ομιλητής είπε πως σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή δεν είναι η εξουσία που φθείρει τους άρχοντες αλλά η άγνοιά της. Η άγνοια δηλαδή της πραγματικής φύσης της εξουσίας ως υπηρεσίας των εξουσιαζόμενων και της οντολογικής «ικανοποίησης» που μπορεί να αντλήσει ο άρχων απ’ αυτό.
 
 
Σημείωση από τΜτΒ: Μπορείτε να παρακολουθήσετε όλη την ομιλία σε βίντεο εδώ (με ένα κλίκ): http://tomtb.com/modules/videotube/index.php?vid=53&startvid=0

* Ομιλία το βράδυ της Παρασκευής, 13 Ιανουαρίου 2012, στο πλαίσιο των Κύκλων Αυτομόρφωσης του Nosotros στα Εξάρχεια.

Κατεβάστε εδώ το ηχητικό αρχείο: http://www.antifono.gr/portal/images/stories/audio/Xydias/BXydias_Exousia_13_Jan.mp3

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 19 Ιανουάριος 2012,http://www.antifono.gr/portal/%CE%A0%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/%CE%9E%CF%85%CE%B4%CE%B9%CE%AC%CF%82/%CE%9F%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CF%82/3352-%CE%95%CE%BE%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CE%95%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%88%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CF%83%CE%BA%CE%AD%CF%88%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%A0%CE%BB%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%B1.html

 
 
 
 ** Σημείωση από το ΜτΒ: Ο Βασίλης  Ξυδιάς είναι αυτή την περίοδο θεολόγος  εκπαιδευτικός.

Περιβαλλοντική κρίση: Όχι κάλυψη από μεγάλα ΜΜΕ ΙΙ

Περιβαλλοντική κρίση: Η κατάρρευση της κάλυψης του θέματος από τα μεγάλα ΜΜΕ – Μέρος ΙΙ

 Από Συλλογικό άρθρο στο www.medialens.org   [μετάφραση www.inprecor.gr]

 
 
 
 
 
Συνέχεια από το Μέρος Ι: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2591
Ενώ τα ΜΜΕ «σφυρίζουν αδιάφορα», το «Τέρας» μεγάλωσε εκπληκτικά το 2010

Την ώρα που η ανησυχία της κοινής γνώμης αυξάνεται και η κάλυψη του θέματος από τα ΜΜΕ καταρρέει, το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής διογκώνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη από το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ, η παγκόσμια παραγωγή της θερμότητας που παγιδεύει το διοξείδιο του άνθρακα αυξήθηκε κατά το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από την έναρξη μελέτης του φαινομένου το 2010.

Οι εκλύσεις διοξειδίου του άνθρακα ήταν περίπου 564 εκατομμύρια περισσότεροι το 2010 από ό, τι το 2009, δηλαδή παρουσίασαν αύξηση 6%. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι τα επίπεδα των αερίων του θερμοκηπίου «είναι υψηλότερα σήμερα από ό, τι προέβλεπε το χειρότερο σενάριο που περιέγραφαν οι ειδικοί της κλιματικής αλλαγής μόλις πριν από τέσσερα χρόνια»,  αναφέρει η εφημερίδα , USA Today.

Ο Gregg Marland, καθηγητής γεωλογίας στο Appalachian State University, ο οποίος παλαιότερα είχε συμμετάσχει στους υπολογισμούς των στοιχείων του υπουργείου Ενέργειας, εκτίμησε ότι «πρόκειται για πρωτοφανή αύξηση του «τέρατος»».

Ο Granger  Morgan, επικεφαλής του τμήματος μηχανικής και δημόσιας πολιτικής, στο Carnegie Mellon University, σχολίασε σχετικά με τα νέα αυτά στοιχεία: «Είναι πραγματικά απογοητευτική. Φτιάχνουμε μια φρικτή κληρονομιά για τα παιδιά και τα εγγόνια μας ».

Γιατί λοιπόν δεν γίνεται τίποτε για το πρόβλημα αυτό; Σε μια νέα μελέτη, με τίτλο «Ποιος μας κρατά πίσω;», η Greenpeace αναφέρει: «Οι πολυεθνικές εταιρείες που ευθύνονται περισσότερο για τις εκπομπές που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή και επωφελούνται από τις δραστηριότητες αυτές, προσπαθούν να αυξήσουν την πρόσβασή τους στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το θέμα και, ταυτόχρονα, εργάζονται για να περιθωριοποιήσουν την οποιαδήποτε προοδευτική νομοθεσία υιοθετείται για την κλιματική αλλαγή και την ενέργεια σε όλο τον κόσμο».

«Ενώ κάνουν δημόσιες δηλώσεις για να καλλιεργήσουν την εντύπωση ότι ανησυχούν για την κλιματική αλλαγή, οι εταιρείες αυτές παλεύουν με νύχια και με δόντια να αποτρέψουν την οποιαδήποτε δράση για την αντιμετώπισή της. Αυτό βοηθά να εξηγηθεί, σημειώνει η Greenpeace, γιατί μέτρα ανάληψης αποφασιστικής δράσης για το κλίμα δεν συγκαταλέγονται σε καμία πολιτική ατζέντα».

Και προσθέτει: «Αυτές οι ρυπογόνες εταιρείες ασκούν συχνά την επιρροή τους στο παρασκήνιο, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία τεχνικών, συμπεριλαμβανομένης της αξιοποίησης εμπορικών ενώσεων και ινστιτούτων προβληματισμού, ως βιτρίνα. Προσπαθούν να προκαλούν σύγχυση στη διεθνή κοινή γνώμη προωθώντας απόψεις που αρνούνται τη σοβαρότητα της κλιματικής αλλαγής ή κάνοντας σχετικές διαφημιστικές καμπάνιες. Κάνουν μεγάλες πολιτικές δωρεές σε κόμματα προκειμένου να υποστηρίξουν αυτές τις θέσεις τους. Τέλος, χρησιμοποιούν και τη γνωστή τεχνική της δωροδοκίας προς δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι είναι αυτοί που υποτίθεται ότι καταγράφουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα προκειμένου να ελεγχθούν οι εταιρείες».

Μόνο στις ΗΠΑ, περίπου 3,5 δισ. δολάρια επενδύονται κάθε χρόνο σε δραστηριότητες των διαφόρων λόμπυ – των ομάδων άσκησης πίεσης – σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, η ολλανδική Royal Shell, το Επιμελητήριο Εμπορίου των ΗΠΑ, το Ινστιτούτο Edison Electric, η πολυεθνική PG & E, η Southern Company, η εταιρεία  ExxonMobil, η Chevron, η BP και η ConocoPhillips αποτελούν τις πρώτες 20 ομάδες άσκησης πίεσης, τροφοδοτούν τα κυριότερα λόμπυ. Η οργάνωση για την διεξαγωγή μιας καμπάνιας για το κλίμα υπό την επωνυμία «350.org» εκτιμά ότι το 94% των εισφορών του αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου κατευθύνθηκε σε υποψηφίους που συγκαταλέγονται σε αυτούς που αρνούνται ότι υπάρχει πρόβλημα με το κλίμα.

Εταιρείες όπως το American Petroleum Institute, η καναδική ένωση Παραγωγών Πετρελαίου και η Αυστραλιανή Ένωση Άνθρακα, συχνά τάσσονται άμεσα ενάντια και προσπαθούν «ν’ αποτρέψουν οποιαδήποτε μέτρο στοχεύει στην μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ενώ παράλληλα πραγματοποιούν καμπάνιες υποστήριξης της απρόσκοπτης κατανάλωσης ενέργειας από ορυκτά καύσιμα».

Οι προσπάθειες της ΕΕ ν’ αυξήσει το στόχο της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2020 από το 20% στο 30% έχει υπονομευθεί από τις έντονες πιέσεις των συμφερόντων που συνδέονται με την εκμετάλλευση του άνθρακα, όπως είναι οι εταιρείες BASF, ArcelorMittal και η Business Europe.

Ο Tzeporah Berman, συν-διευθυντής του περιβαλλοντικού και ενεργειακού προγράμματος της Greenpeace International, υποστηρίζει ότι αυτή η τελευταία μελέτη: «δείχνει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι υπάρχει μια χούφτα από ισχυρές εταιρείες που ρυπαίνουν, οι οποίες ασκούν υπερβολική επιρροή στις πολιτικές διαδικασίες με στόχο να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.»

Πριν από δύο χρόνια, προκαλέσαμε τον James Hansen να συνοψίσει τις κυβερνητικές ατις απαντήσεις απέναντι στην απειλή της κλιματικής αλλαγής σε μια ενιαία λέξη. Επέλεξε τον όρο «παραπλανητικές απαντήσεις». Γιατί παραπλανητικές; Επειδή «είναι ως επί το πλείστον δίνουν πράσινο χρώμα στις αντιδράσεις τους αλλά δεν απαντούν στην ουσία…», μας είπε. (E-mail, 18 Ιουνίου 2009).

«Τότε του ζητήσαμε να μας δώσει μια γενική εικόνα, με βάση το πόσο πολλά βήματα πραγματικά εκτιμά ο ίδιος ότι έχουν κάνει οι κυβερνήσεις στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να διατυπώσει τις εκτιμήσεις του με ποσοστά, με 1%, 20%, 50%, 70 %; Γνωρίζαμε ότι επρόκειτο για μια ανακριβή προσέγγιση αλλά θέλαμε περισσότερο να δούμε το πώς ο ίδιος ένιωθεί ότι προχωρά η κατάσταση. Εκείνος απάντησε: 0%, επειδή έχουν επιλέξει, ήδη, λάθος δρόμο, ο οποίος απαιτεί 1-2 δεκαετίες για να διορθωθεί.  «Στόχοι», όπως τη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, η λογική της «ανταλλαγής» των ρυπών με αντισταθμιστικά οφέλη, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η κατασκευή περισσοτέρων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα και η ανάπτυξη μη συμβατικών ορυκτών καυσίμων, είναι μια καταστροφική πορεία. Έχει ως στόχο να ξεγελαστεί η κοινή γνώμη, αλλά να ξεγελάσουν και τους εαυτούς τους. Μια στρατηγική προσέγγιση, αντί να κάνει κάτι τέτοιο, θα αναγνώριζε τις γεωφυσικές οριακές συνθήκες και πιο συγκεκριμένα ότι οι εκπομπές άνθρακα πρέπει να είναι εξαλειφθούν το γρηγορότερο δυνατό.»

Προσέθεσε ορισμένα επιπλέον ανησυχητικά στοιχεία: «Θεμελιώδης σε όλη αυτή την υπόθεση είναι ο ρόλος της τιμής των καυσίμων. Τα ορυκτά καύσιμα είναι συχνά επιδοτούμενα και φθηνότερα σε σχέση με τις άλλες υπάρχουσες εναλλακτικές λύσεις, όπως είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, άλλα είδη ενέργειας εκτός από όσα προέρχονται από άνθρακα, και οι τακτικές της ενεργειακής απόδοσης. Αυτό θα πρέπει να αντιστραφεί. Όπως επίσης, θα πρέπει ν’ αυξηθεί το τίμημα για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (ίσως επιβολή προστίμου τόσο στην πηγή παραγωγής άνθρακα, πετρελαίου, αερίου όσο και σε αυτόν που το εισάγει κάπου). Αν ίσχυαν αυτά, τότε πιθανότατα θα φτάναμε, λογικά, σε ένα σημείο όπου η χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας θα απογειωνόταν και θα ήταν πολύ πιο φτηνή και έτσι  θα προχωρούσαμε  πέρα από τη βρώμικη εποχή των ορυκτών καυσίμων. Ο φόβος ότι αυτό θα συμβεί στην πραγματικότητα είναι αυτό που οδηγεί τις εταιρείες που έχουν  ορυκτά συμφέροντα να επιδιώκουν και να πετυχαίνουν, τις περισσότερες φορές, να έχουν τον πλήρη έλεγχο των ενεργειών των διαφόρων κυβερνήσεων στο συγκεκριμένο τομέα».

Ακόμη και η προσεκτική και επιφυλακτική Διεθνής Αρχή Ενέργειας προειδοποίησε, πλέον, ότι αν συνεχίσουν ν’ ακολουθούνται οι σχεδιαζόμενες πολιτικές: «η αυξημένη χρήση της ενέργειας από ορυκτά θα οδηγήσει σε ανεπανόρθωτες και πιθανότατα καταστροφικές κλιματολογικές αλλαγές».

Ας μην έχει κανείς καμία αμφιβολία: η κυριαρχία των συμφερόντων των μεγάλων εταιρειών και των πολυεθνικών στην άσκηση των κυβερνητικών πολιτικών για το περιβάλλον έχει φέρει την ανθρωπότητα στην άκρη της αβύσσου όσον αφορά το κλίμα. Θα πρέπει να θεωρείται μάλλον φυσικό, το ότι τα ΜΜΕ που συνδέονται με αυτά τα συμφέροντα αποφεύγουν συστηματικά να θίξουν το ζήτημα με τιμιότητα αφού κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε βίαιη σύγκρουση με τη μεγιστοποίηση του κέρδους των ιδιοκτητών τους, την ανάγκη τους για ατελείωτη οικονομική ανάπτυξη, την μεγάλη τους εξάρτηση από τα έσοδα των διαφημίσεων του προαναφερόμενων πολυεθνικών.

Είναι όντως σωστό ότι πρέπει να καταλάβουμε τη Wall Street, φυσικά – και θα πρέπει να απομακρυνθεί ο έλεγχος των πολυεθνικών από την άσκηση κυβερνητικής πολιτικής.  Θα πρέπει, όμως, επίσης, να καταλάβουμε το χώρο των μέσων ενημέρωσης που εδώ και τόσο πολύ καιρό έχει μονοπωληθεί από την προπαγάνδα της Wall Street. Πρέπει να καταλάβουμε το σύστημα των μεγάλων πολυεθνικών ΜΜΕ που αποκρύπτει και σφυρά αδιάφορα ενώ ο κόσμος μας, – αυτός ο πολύτιμος απειλούμενος  πλανήτης στον οποίο βασιζόμαστε για την ίδια την επιβίωσή μας – φλέγεται.
 
ΠΗΓΗ: December 01, 2011http://www.medialens.org/index.php?option=com_content&view=article&id=657:climate-crisis-the-collapse-in-corporate-media-coverage&catid=24:alerts-2011&Itemid=68. Το είδα: 17 Ιανουαρίου 2012, http://www.inprecor.gr/index.php/archives/156788