Μισογεμάτη κανάτα γάργαρης ποίησης

Μισογεμάτη κανάτα γάργαρης ποίησης*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Τι συγγένεια έχουν οι περιπτώσεις με τις περιστάσεις; Πώς θα γινόταν να ανοίξει η συζήτηση περί κατολισθήσεων, καταπτώσεων και άλλων δεινών; Πώς να ανασυντεθεί η πέτρα από την άμμο, κατά παράβαση της φυσικής πορείας που, μέσω της διάβρωσης, διαλύει την πέτρα σε άμμο; Και πόσο απέχει η παύση από την τριβή;



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 355, 16/11/2012.

Προβληματισμοί απαιτητικοί, γεννημένοι από διαλογισμούς ποιητικούς, και προορισμένοι να φωτιστούν από τον ίδιο τον γεννήτορά τους, τον ποιητικό λογισμό. Εμπνεόμενος ποίηση από τον κοινωνικό περίγυρο κι εμπλουτίζοντάς τον ο ίδιος, με τη σειρά του, με τις δικές του ποιητικές προεκτάσεις, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, στη δεύτερή του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Μισές αλήθειες», ανατέμνει την ποιητική δημιουργία μέσα στον ασφυκτικό χώρο της παραγωγής της, περιφερόμενος από λεωφόρους σε αδιέξοδα, όπου εύκολα καταντά κανείς αγνοούμενος.

Ο χώρος του Συφιλτζόγλου, μία ατελεύτητη μετακίνηση από το επαρχιακό αστικό τοπίο και το υπαίθριο περιβάλλον του προς το πρωτεύον, τερατώδες «κλεινόν άστυ» και αντίστροφα, είναι γεμάτος παγίδες. Η ασφυξία κι ο πνιγμός καραδοκούν εκεί όπου η ρομαντική διάθεση μιας ειλικρινούς μα αδικαίωτης μοναχικής πορείας, κόντρα στο ρεύμα, παρασύρεται και καταποντίζεται: «όλοι περάσανε με κόκκινο/ και σώθηκαν/ και γω ξεχάστηκα/ νομίζοντας ηλιοβασίλεμα/ το πορτοκαλί»· αν πάλι προτιμηθεί η συμπόρευση με τη μάζα («έτσι πάμε, έτσι ερχόμαστε»), οι μηχανικές διαδρομές βαλτώνουν στη ματαιότητα της καθημερινότητας. Πώς λοιπόν να δραπετεύσει κανείς από το τέλμα; Ο Συφιλτζόγλου εδώ επιστρατεύει το ακατανίκητο όπλο της ποίησης: με άλματα στη φαντασία, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των σχηματικών ποιημάτων με τη δημιουργία μιας οπτικής ποιητικής σκάλας μέσω της κλιμακωτής παράθεσης των στίχων του, χρίζει τον ποιητή σαλταδόρο. Εύλογη συνεπώς η συμβουλή «να δένετε σφιχτά τα κορδόνια»: για να μην τα πατήσουν οι σαλταδόροι και γκρεμιστούν αποπειρώμενοι τ' άλματά τους.

Ο ποιητής επιζητά το ύψος όντας σαλταδόρος, όντας εναερίτης. Μα τα πετάγματα τούτα φαίνονται παράταιρα με τη σύγχρονη πεζή εποχή, που 'χει εξαφανίσει το ύψος· «το κατάλαβαν καλά// οι εναερίτες/ εμφανώς// καψαλισμένοι». Κι ούτε καν η φύση δεν τους δροσίζει πλέον, «πιο άγονη και απ' τους ανθρώπους». Έτσι φυσιολογικά εκδηλώνεται η αμφισβήτηση, προϊόν της τραγικής διάψευσης, για τα ποιήματα «που μας βόλευαν κάποτε/ πιο άγρια και από/ την άγρια δύση», για τα ποιητικά ρεύματα και τους ποιητές, όπως ο Σολωμός, που ύμνησαν τους «τάχα ξανθούς απρίληδες». Πώς όχι «τάχα», λοιπόν, όταν ασφυκτιούν μέσα στο σύγχρονο φυσικό, αστικό, κοινωνικό, ποιητικό τοπίο; Γι' αυτό ο Συφιλτζόγλου αρπάζει το όπλο και το κολλά «στον κρόταφο/ των ποιημάτων» αυτών.

Η διαφαινόμενη αμφισβήτηση του Συφιλτζόγλου φαντάζει προκλητική, αν αναλογιστεί κανείς το ποιητικό μέγεθος του Σολωμού και τη νιότη (γεννημένος το 1983) του αμφισβητία. Καμία ωστόσο δήλωση του νέου ποιητή δεν περιορίζεται στη φαινομενική της μονοσημία. Πρόκειται διαρκώς για τη «μισή αλήθεια», όπως αποκαλύπτει άλλωστε ο τίτλος της ποιητικής συλλογής. Εξού και το προηγούμενο σχόλιο της «τραγικής διάψευσης», που σε δεύτερη προσέγγιση διαγιγνώσκει την πίκρα για ό,τι λαμπρό τείνει σήμερα να σβήσει, άρα το υπερασπίζεται. Πού γέρνει επομένως η πλάστιγγα κατά το ζύγισμα της αμφισβήτησης και της υπεράσπισης; Ο Συφιλτζόγλου δεν επιδιώκει κάποια άμεση απάντηση. Επιλέγει να συμπλέκει αξεδιάλυτα όσα σκαλώνουν στα γρανάζια της ποίησης, εφόσον «ανάμεσα σε γρανάζια/ γραφομηχανής/ ένας σκορπιός αναπαύεται/ στη μια δαγκάνα κρατά/ τη μισή αλήθεια/ με την άλλη/ ένα πούρο Αβάνας». Ιδού το ποιητικό εποικοδόμημα: η ποίηση-σκορπιός στο υπόγειο εργαστήριο της σύνθεσής της (τα γρανάζια της γραφομηχανής) αναπαύεται, μα και καραδοκεί· ανεμίζει τη μισή αλήθεια, άρα και το μισό ψέμα· κρύβεται, μα και επιδεικνύεται· αποκαλύπτει, μα και θολώνει, πίσω από ένα παραπέτασμα καπνού πολυτελείας («πούρο Αβάνας»).

Τα αναδυόμενα από τα σκοτεινά «γρανάζια» φιλοσοφικά ερωτήματα του Συφιλτζόγλου εκδηλώνονται σε κάθε ευκαιρία σαν μετεωρίτες έτοιμοι να εκραγούν, συνταράσσοντας τον τόπο, πνευματικό ή ψυχικό, όπου θα σκάσουν: «το μέτρο περιέχει/ την έννοια/ του λιγότερου»; Ή, «το νούμερο υποτάσσεται στα μέρη του»; Η σοβαρότητα των αναζητήσεων καταποντίζεται στο χειμαρρώδες γέλιο του ποιητικού συνομιλητή: «γιατί γελάς;», ρωτά αμφίσημα ο Συφιλτζόγλου, χωρίς να διευκρινίζει αν ζητά το λόγο καταρρακωμένος εμπρός στον αμφισβητούμενο και ακυρωμένο στοχασμό του από το γέλιο της αντίπερα όχθης ή αν κλείνει το μάτι στην αυτοϋπονόμευση που ο ίδιος προκαλεί αυτοσαρκαζόμενος. Τι είδους γέλιο εκδηλώνεται, κατά συνέπεια, εδώ; Σαρδόνιο; Κυνικό; Χλευαστικό, για την αφέλεια των «ρομαντικών» σκέψεων; Ισοπεδωτικό, μιας επίπεδης και πεζής πραγματικότητας; Ή, ίσως, αμηχανίας, από τη συναίσθηση της ανεπάρκειας εμπρός στον βαθύ ποιητικό στοχασμό; Τίποτα ξεχωριστά κι όλα μαζί, στο διαρκώς επιβεβαιωνόμενο αξεδιάλυτο τοπίο.

«Αν πάρετε απάντηση, να μου τρυπήσετε τη μύτη», επιβεβαιώνει εξάλλου ο ποιητής, μεταφέροντας τον προβληματισμό του στον ίδιο τον χώρο της συγγραφής. Ο Συφιλτζόγλου καταθέτει ένα σχόλιο ποιητικής, που αντιμετωπίζει την ποίηση σαν φορέα προβληματισμών, κι όχι σαν τυφλοσούρτη απαντήσεων. Κι όλα αυτά μέσα από αλλεπάλληλους συνειρμούς, που προωθούν τον στοχασμό, σε συνεργασία με την εξοντωτική – σε βαθμό επιστημονικής πραγματείας, θα 'λεγε κανείς – αξιοποίηση των πολυσημιών, των παρηχήσεων, των λογοπαιγνίων: αφορμώμενος από την εικόνα του Πρινολόφου, του χωριού της Δράμας που πλαγιάζει μες στο φυσικό τοπίο και παίρνει τ' όνομά του από τους πρίνους, δηλαδή τα πουρνάρια, ο ποιητής διαβλέπει στο «πλάγιασμα» του χωριού μια «ανοιξιάτικη τεμπελιά», μια τεμπελιά που ανακαλεί σκύλο ο οποίος λιάζεται νωχελικά. Ο σκύλος πυροδοτεί τη διάθεση του «σκυλεύω». Τα πουρνάρια, πάλι, προσφέρονται για «ξύλευση». Έτσι ανακύπτει το υπαρξιακό δίλημμα «σκυλεύω ή ξυλεύω;». Και σε ελεύθερη μετάφραση, «τεμπελιάζω ή παράγω ποίηση;». Η τεμπελιά προφανώς είναι το προϊόν της «σκύλευσης», της λεηλασίας μίας άσκοπης ζωής. Η παραγωγή ποίησης δοκιμάζεται επί χάρτου, δηλαδή επί του προϊόντος της «ξύλευσης»! Ενώπιον επομένως της ατιθάσευτης λευκότητας του άγραφου χαρτιού, που απειλεί με πνιγμό εξαιτίας της απεραντοσύνης του, το προσκλητήριο προς ποιητική δημιουργία μετεωρίζεται αναπάντητο.

Οι συνειρμοί του Συφιλτζόγλου, φαινομενικά αβίαστοι, ελέγχονται αυστηρά από μία τετράγωνη λογική. Η αναφορά στο «κλεινόν άστυ» επιφέρει τεχνηέντως την απόρριψη του συσχετισμού τόσο με τις κλινάμαξες στο Λιανοκλάδι («κλεινός»-«κλιν-άμαξα») όσο και με την «όμορφη Αστυπάλαια» («άστυ»-«Αστυ-πάλαια»), εφόσον το τοπίο της ελληνικής πρωτεύουσας δεν είναι σε θέση να ανακαλέσει καμία εικόνα θαλπωρής, καμία νοσταλγία: το περιβάλλον της είναι αβίωτο· η ηθική της αχώνευτη ή, πολύ περισσότερο, «δεν τρώγεται» καν· οι διαδρομές της ανυπόφορες. Κι εκεί που ο Συφιλτζόγλου σκιαγραφεί ένα βίωμα συλλογικό, μεταπηδά στην αυτοκριτική μέσω των αναφορών στην προσωπική του ταυτότητα: εκείνη του δικηγόρου («είναι η αστική ευθύνη που δεν ευθύνεται») αλλά κι εκείνη του ποιητή («είναι και αυτό το ποίημα που/ δεν κλειδώνεται…»). Και πώς να «κλειδωθεί» το ποίημα άλλωστε, όταν για μία ακόμη φορά οι διαπιστώσεις μετεωρίζονται αναποφάσιστες;

Ο υποδόριος, δηκτικός σχολιασμός, επικουρούμενος από τον αχαλίνωτο σαρκασμό, τιμά τον ποιητικό του πρόγονο στο πρόσωπο του Κώστα Καρυωτάκη («ποιο περίστροφο και/ ποια μπαλάντα»). Δεν πρόκειται για την απλή συνάντηση προγόνου κι επιγόνου στην ασφυξία του επαρχιακού αστικού περιβάλλοντος (των διάφορων πόλεων της επαρχίας όπου περιπλανήθηκε ο Καρυωτάκης διοικητικά διωκόμενος, με κατάληξη την Πρέβεζα, και της γενέθλιας Δράμας για τον Συφιλτζόγλου)· η συνομιλία με τον Καρυωτάκη επεκτείνεται «στην ταράτσα κάποιας νομαρχίας», όπου το ασφυκτιών ποιητικό υποκείμενο, σαφώς ταυτισμένο με τον Συφιλτζόγλου («στη μέσα τσέπη/ το βιβλιάριο υγείας/ δικηγόρων επαρχίας/ […] η σφραγίδα το λέει ρητά/ υπάγεσαι στη Δ.Ο.Υ. Δράμας»), μοιάζει να καθηλώνεται στη ματαιότητα: το ποιητικό πέταγμα («γυαλιά αεροπορίας») είναι καταδικασμένο σε συντριβή· μάταιη επίσης η προσμονή για τον αέρινο καλπασμό, για την «αντιλόπη απ' την/ κοιλάδα των θαυμάτων».

Είναι συνεπώς η ποίηση το κατά Καρυωτάκη καταφύγιο που φθονούμε; Είναι όλα ένας διαρκής ευφημισμός καταδικασμένος σε οικτρή διάψευση; «το Θησείο δεν είχε ανάγκη ποτέ/ ηρωισμούς ή πεσόντες»· «ο ευαγγελισμός/ δεν έγινε ποτέ η καθαρεύουσα της καλής είδησης»· και δίπλα σ' όλες τις διαψεύσεις των πολλά υποσχόμενων ονοματοθεσιών, εμφαντικότερη όλων η αυτοαναφορική κι αυτοσαρκαστική «Κυριάκος όπως όνομα Κυρίου/ και… από δω περάσαν κι άλλοι». Οι τόσες ακυρώσεις δημιουργούν παράκρουση. Κι όταν «η παράκρουση βροντά την πόρτα», «επείγει μια Ανάσταση». Το αίτημα της Ανάστασης ο Συφιλτζόγλου το απευθύνει στα θεία, σε επίκληση προς τον Κύριο. Ελλείψει όμως ανταπόκρισης, ο γενικός διακόπτης της ανθρώπινης λειτουργίας κατεβαίνει, και η επιλογική της συλλογής απόφανση βροντά σαν ταφόπλακα που σφραγίζει: «Κύριε/ σ' εγκαταλείπουμε».

Παράδοση στον μαρασμό, λοιπόν; Η διάψευση των προσδοκιών διατυπώνεται κατηγορηματικά. Όσο ρητή όμως είναι, τόσο διεκδικεί υπόσταση ως μια από τις «μισές αλήθειες» του ποιητή. Η μισή ως προς το περιεχόμενό της κανάτα που θέτει ο Συφιλτζόγλου στην ποιητική του τάβλα σαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης δεν είναι μισοάδεια· είναι μισογεμάτη από λαγαρή, γάργαρη ποίηση. Κι αυτό όχι μόνο επειδή το ακυρωμένο πέταγμα του ποιητή-αεροπόρου πραγματοποιείται εντέλει μέσω της παρούσας συλλογής, μα κυρίως επειδή παρά τους εύστοχους προβληματισμούς και την ειλικρίνειά τους, η θέαση του Συφιλτζόγλου, σε αντιδιαστολή με την πικραμένη σάτιρα του ποιητικού προγόνου Καρυωτάκη, φορτίζεται τελικά θετικά, χάρη στο σφρίγος, το χιούμορ και την απολαυστική παιγνιώδη διάθεση, που, πέρα από τους όποιους υπαινιγμούς ή τις «αδιαφιλονίκητες» δηλώσεις, καταφάσκει στη ζωή.

 

Κυριάκος Συφιλτζόγλου, «Μισές αλήθειες», εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2012, σελ. 40.

 

8.

«κλεινόν άστυ»

όχι δεν έχει καμία σχέση

με την παλιά κλινάμαξα στο Λιανοκλάδι

ούτε με την όμορφη Αστυπάλαια

 

είναι το αστικό τοπίο που δεν βιώνεται

είναι η αστική ηθική που δεν τρώγεται

είναι οι μικροαστοί που δεν αναστατώνονται

είναι η αστυνομία που δεν διώκεται

είναι το αστικό 31 Βούλγαρη-Σφαγεία που

δεν υποφέρεται

είναι η αστική ευθύνη που δεν ευθύνεται

 

είναι και αυτό το ποίημα που

δεν κλειδώνεται…

 

11.

ο λόγος για έναν περίεργο εστέτ

                        στον χώρο των μετάλλων

-ένα δηλητήριο μπλαζέ-

 

στην αγορά τον ξέρανε καλά

καλύτερα μόνο όσοι κουβάλαγαν φακό

στην αντανάκλαση

                              ανταποκρίνονταν

διαφορετικά ήθελε γάντι

 

η αλήθεια είναι πως εξατμίζονταν

πολύ εύκολα      μέχρι τότε

κάτι μπαταρίες   λάμπες φθορίου

 

οι καλύτερες στιγμές του

 

οι πιο προσωπικές

          αυτές υπό μάλης

38 και 8

39 και 9

                (ψήνεται το παιδί

                 ακούγονταν απ' το βάθος)

 

κι έπειτα

κατέβαινε σιγά σιγά

                                  μειδιώντας

 

γιόρταζε των Αγίων Αναργύρων

 

Για τους Σπαρτιάτες, Είλωτες & για τους Είλωτες, Σπαρτιάτες

"Για τους Σπαρτιάτες, Είλωτες. Και για τους Είλωτες, Σπαρτιάτες…"

 

Του Χρύσανθου Λαζαρίδη*

 

Ακούω διάφορους σήμερα να βρίζουν τη λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου». Ανήκω – θέλοντας και μη – σε εκείνη της γενιά. Μιλάω σπάνια για τα γεγονότα εκείνα, κι όταν το κάνω αμφισβητώ όλους τους μύθους που επικράτησαν έκτοτε. Κυρίως για το ρόλο που διαδραμάτισε η τότε Αριστερά…

Αυτή η αμφισβήτηση εκ μέρους μου εκφράζεται δημόσια και γίνεται από τότε, όταν δεν ήταν εύκολο να ειπωθούν, να γραφούν ή να ακουστούν, πράγματα που τώρα τα λένε πολλοί. Και κάποιοι, μάλιστα, καθ' υπεροβολήν…

Και δεν εξαργύρωσα τη συμμετοχή μου στα «γεγονότα του Πολυτεχνείου». Συνειδητά, από την πρώτη στιγμή, κράτησα τις αποστάσεις μου και αποδοκίμασα όσους το έκαναν. Και μάλιστα σε εποχές που αυτό είχε και κόστος και ρίσκο: Το κόστος να απομονωθείς από παντού. Και το ρίσκο να φανείς «γραφικός».

 Ό,τι έκανα στη ζωή μου το έκανα όχι επικαλούμενος τη «συμμετοχή» μου σε εκείνη την εξέγερση, αλλά μάλλον… αποσιωπώντας την. Ό,τι έκανα έκτοτε το κατάφερα όχι επειδή «ήμουν κι εγώ εκεί», αλλά παρά το γεγονός ότι ήμουν κι εγώ εκεί…

Και τέλος μίλησα από τους πρώτους για τη χρεοκοπία της μεταπολίτευσης του 1974 και για την ανάγκη μιας «νέας μεταπολίτευση». Σε καιρούς (πριν δέκα χρόνια περίπου) που κι αυτό δεν ήταν εύκολο να το πει κανείς…

Νιώθω, λοιπόν, την ανάγκη να γράψω σήμερα αυτές τις γραμμές, όχι «απολογητικά» με την έννοια της «απολογίας», ούτε καν με την έννοια του «απολογισμού». Μάλλον «παρεμβατικά», με την έννοια να βάλουμε κάποια πράγματα στη θέση τους.

Κάποτε ήταν «μόδα» να δηλώνεις «γενιά του Πολυτεχνείου» ακόμα κι αν δεν πέρασες ούτε απ' έξω. Τώρα έγινε μόδα να βρίζεις τη «γενιά του Πολυτεχνείου». Ακόμα κι αν δεν ξέρεις πολλά για το τι ακριβώς έγινε τότε…

Ποτέ δεν μου άρεσε να ακολουθώ τους «συρμούς». Δεν το έκανα τότε, όταν ήταν «πολιτικώς ορθόν» να γράφεις κατεβατά επικολυρικού θαυμασμού για ό,τι έγινε στο «Πολυτεχνείο». Δεν το κάνω ούτε και τώρα, όταν «γύρισαν» τα πράγματα και είναι «πολιτικώς ορθόν» να αναθεματίζουμε όλοι μαζί, ότι ως πριν λίγο προσκυνούσαμε.

Η αλήθεια – και εν πάση περιπτώσει η δική μου, γιατί αυτήν μόνο μπορώ να καταθέσω  – είναι αρκετά διαφορετική:

* Την εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν την ήθελε κανείς. Και δεν την «προετοίμασε» κανείς. Η ίδια η Αριστερά που βροντοφώναζε και υπερηφανευόταν για τη συμμετοχή της και για τον… «καθοδηγητικό της ρόλο», εκ των υστέρων, στη διάρκεια της εξέγερσης την είδε με επιφυλακτικότητα και καχυποψία. Κάποιοι μάλιστα ζήτησαν από τους φοιτητές να βγουν έξω και αμέσως μετά καταδίκασαν την εξέγερση ως έργο «300 προβοκατόρων»

Ξέρετε τι θα πει να είσαι 19 ετών στην πιο βαθιά παρανομία μετά την εξέγερση, και κάποια κόμματα της Αριστεράς να σε θεωρούν «προβοκάτορα» την ώρα που η χούντα σε κυνηγάει παντού;

* Δεύτερον, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, όντως κάποιοι πήγαν να τα εκμεταλλευτούν. Τα εκμεταλλεύθηκε πρώτος ο δικτάτορας Ιωαννίδης για να ρίξει τον δικτάτορα Παπαδόπουλο. Μετά τα εκμεταλλεύθηκε η Αριστερά κυρίως (αλλά και το ΠΑΣΟΚ πλαγίως), για να εδραιώσουν την παρουσία τους μετά την κατάρρευση της χούντας. Αλλά στην εξέγερση δεν πρωτοστάτησε ούτε ο… Ιωαννίδης, ούτε το ΠΑΣΟΚ (που δεν υπήρχε τότε), ούτε η Αριστερά (μέρος της οποίας απέσυρε τις δυνάμεις της, ενώ κάποιο άλλο μέρος είχε ταυτιστεί με το «πείραμα Μαρκεζίνη» που το ακύρωσε η εξέγερση).

* Τρίτον, το «Πολυτεχνείο» σίγουρα δεν έριξε τη χούντα. Αλλά την κλόνισε σοβαρά, και έπαιξε το ρόλο του «καταλύτη» για την εσωτερική της διάσπαση. Η «πολιτικοποίηση» της δικτατορίας (με τις εκλογές Μαρκεζίνη που ήταν προγραμματισμένες για τον Ιανουάριο του 1974) ματαιώθηκε μια βδομάδα μετά την εξέγερση. Ενώ η κατάρρευση της δικτατορίας προέκυψε μετά την τραγωδία της Κύπρου τον Ιούλιο του 1974.

Για το Πολυτεχνείο το μόνο που μπορούμε να πούμε ήταν ότι κλόνισε το δικτατορικό καθεστώς, το διέσπασε, το αποδυνάμωσε και επέτεινε τις εσωτερικές του αντιφάσεις. Κι αυτό δεν ήταν λίγο. Αλλά ήταν πολύ διαφορετικό απ' το μύθο που πλάστηκε όλα τα επόμενα χρόνια…

* Τέταρτον, η «αντίσταση του λαού κατά της χούντας» δεν υπήρξε τόσο «παλλαϊκή», τόσο «μαζική» και τόσο «ομόθυμη» όσο παρουσιάστηκε μετά. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ενέκριναν τη δικτατορία τα πρώτα χρόνια. Αρκετοί ακόμα την ανέχονταν αγόγγυστα. Ακόμα περισσότεροι ένιωθαν απλώς φόβο. Πολλοί λίγοι είχαν διάθεση για αντίσταση. Όπως λίγοι ήταν κι αυτοί που είχαν διάθεση να βοηθήσουν τους τότε αντιστασιακούς…

Στις αρχές του 1973 αυτό άρχισε να αλλάζει. Και καταλύτης υπήρξε το φοιτητικό κίνημα, πράγματι. Με την κατάληψη (τις δύο καταλήψεις για την ακρίβεια) της Νομικής Σχολής, το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1973. Και, βέβαια, με την κατάληψη του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο της χρονιάς εκείνης. Αλλά απλώς άρχισε να αλλάζει το κλίμα…

* Μετά τον Ιούλιο του 1974 γεμίσαμε με «αντιστασιακούς κατόπιν εορτής»! Από ανθρώπους που υπηρέτησαν το δικτατορικό καθεστώς και ύστερα διαφήμιζαν την αντιδικτατορική τους δράση, μέχρι ανθρώπους που απλώς δεν έκαναν τίποτε και ύστερα εμφανίζονταν ως περίπου… «οπλαρχηγοί» μιας «παλλαϊκής αντίστασης» που δεν υπήρξε ποτέ!

Μετά από πολλά χρόνια γνώρισα κάποιο γνωστό άρθρογράφο – μακαρίτη εδώ και καιρό – που τόλμησε να γράψει: «εγώ παιδιά δεν ήμουν αντιστασιακός επί χούντας!» Ξαφνικά τον εκτίμησα πολύ. Όχι γιατί δεν έκανε αντίσταση. Αλλά γιατί δεν ήταν «δήθεν»….

* Η Γιορτή του Πολυτεχνείου – και όλη η μυθολογία που πλάστηκε σχετικά – υπήρξε ένας καθεστωτικός μύθος. Ήταν η τελετουργία που νομιμοποιούσε την εγκαθίδρυση της Κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αναδείκνυε «σύμβολα» και «ήρωες» – θεμέλια απαραίτητα για κάθε καθεστώς που διψά για νομιμοποίηση.

Άλλα καθεστώτα θεμελιώθηκαν σε αληθινά μεγάλα γεγονότα. Εδώ βολεύτηκαν με ένα «συμβάν»! Το οποίο είχε και μια ακόμα λυτρωτική λειτουργία. Ξέπλυνε τις τύψεις ενός λαού, που δίψαγε για αντιστασιακούς μύθους στη διάρκεια μιας περιόδου που ελάχιστοι έκαναν πραγματική αντίσταση.

* Το Πολυτεχνείο δεν συγκρίνεται – ούτε θα μπορούσε, άλλωστε – με κανένα από τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεοΕλληνική Ιστορία. Η 25η Μαρτίου και η 28η Οκτωβρίου δεν μπορούν να έχουν την παραμικρή σύγκριση με την 17η Νοεμβρίου. Είναι γελοίο και να το λέμε…

Δεν συγκρίνεται ούτε με άλλα ιστορικά γεγονότα, όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Κυπριακός αγώνας της δεκαετίας του '50, ή με μεγάλες στιγμές όπως η παλλαϊκή αντίσταση του 1943 κατά της «πολιτικής επιστράτευσης» που προσπάθησαν να επιβάλουν τότε οι αρχές της Κατοχής. Η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες της κατεχόμενης Ευρώπης, όπου οι Ναζί δεν μπόρεσαν να κάνουν πολιτική επιστράτευση. Και η μόνη, ίσως, που αυτό ματαιώθηκε μετά από αληθινά παλλαϊκή και όντως πολυαίμακτη εξέγερση του λαού. Κι όμως, όλα αυτά αποσιωπώνται και γιορτάζουμε κάθε χρόνο το …Πολυτεχνείο! Αυτό δεν είναι γελοίο πια. Είναι τραγικό! Και καθόλου κολακευτικό για όλους μας.

* Η γιορτή του Πολυτεχνείου, λοιπόν, δεν έχει καμία ιστορική αντιστοίχηση με τα πραγματικά γεγονότα. Υπήρξε καθαρά καθεστωτικό σύμβολο και για ένα λόγο ακόμα: Σηματοδοτεί μια περίοδο, όπου οι «ηττημένοι» του Εμφύλιου, κερδίζουν την ηγεμονία μέσα στη χώρα. Δεν άσκησαν ποτέ την διακυβέρνηση, αλλά επέβαλαν τη δική τους λογική στο καθεστώς και στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του: τα Πανεπιστήμια, τα σχολεία, τη διανόηση, τον Τύπο, τα ΜΜΕ. Είμαστε μια μοναδική περίπτωση που την πρόσφατη ιστορία την έγραψαν τελικά οι ηττημένοι, όχι οι νικητές. Και την έγραψαν εξ ίσου στρεβλά

Το Πολυτεχνείο λοιπόν, όχι ως γεγονός αλλά ως επέτειος, μύθος, σύμβολο, υπήρξε μια «κολυμβήθρα του Σιλωάμ», για να δώσει στην Αριστερά, μετά από 27 χρόνια παρανομίας, μια «ηθική νίκη».

Ήταν μια «νίκη», μετά από μια εξέγερση που η ίδια η Αριστερά δεν την ήθελε, δεν τη στήριξε, κάποια στιγμή την κατήγγειλε κι όλα, και στη συνέχεια τν οικειοποιήθηκε πλήρως!

Κρίμα, γιατί η Αριστερά είχε πραγματικούς αγώνες, σύμβολα και ήρωες, που τους παραμέρισε, για να τιμήσει ένα πολύ μικρότερης σημασίας γεγονός από το οποίο η ίδια επισήμως μάλλον απείχε.

Ή μάλλον ακριβώς γι' αυτό: Διότι όλα τα άλλα που είχε στο «ενεργητικό» της ήταν γραμμένα ταυτόχρονα και στο «παθητικό» της! Ήταν γεγονότα και σύμβολα που δίχαζαν τον ελληνικό λαό. Ενώ το Πολυτεχνείο, ή μάλλον ο μύθος που πλάστηκε γι' αυτό, λειτουργούσε ενωτικά ως σύμβολο.

Και γι' αυτό ήταν πολύ βολικό. Αλλά ελάχιστα αληθινό

Αυτό δεν σημαίνει ότι υπήρξε ένα «ψέμα»! Ήταν μια εξέγερση της νεολαίας για Δημοκρατία και Ελευθερία. Τίποτε παραπάνω και τίποτε λιγότερο. Και δεν είναι μικρό πράγμα.

Η «γενιά του Πολυτεχνείου», δηλαδή οι άνθρωποι που πρωταγωνίστησαν δεν είναι αυτές οι καρικατούρες που εμφανίζονται σήμερα, που άρχισε η αποδόμηση του μύθου. Ήταν παιδιά ανάμεσα στα 19 και τα 25 χρόνια τους τότε, που διψούσαν για Ελευθερία, οργανώθηκαν χωρίς βοήθεια, εξεγέρθηκαν και ρίσκαραν, όταν κάθε συμβατική λογική γύρω τους – αριστερή και δεξιά – τους έλεγε «να κάτσουν στα αυγά τους»! Γιατί αυτό τους έλεγαν.

Κι από τότε παραμένουν, όπως θα 'λεγε ο Άρης Αλεξάνδρου:

«Για τους Σπαρτιάτες, Είλωτες και για τους Είλωτες, Σπαρτιάτες»

Το τι έκανε ο καθένας τους μετά δεν έχει και πολύ σημασία. Οι ήρωες είναι «τυχεροί» όταν πεθαίνουν. Γιατί μένει το «φωτοστέφανο». Όσοι αγωνίστηκαν για κάτι μεγάλο κι έχουν την… «ατυχία» να επιζήσουν, τότε ακολουθούν ο καθένας τον δρόμο του, άλλος καλύτερο άλλο χειρότερο, άλλος αξιοπρεπέστερο, άλλος όχι. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πράξη της νιότης τους απαξιώνεται. Κάποιοι από τους «πρωταγωνιστές» μπορεί να απαξιώθηκαν. Το ξέσπασμα Ελευθερίας, όχι…

Όσους αληθινά πρωτοστάτησαν στα γεγονότα τότε, δεν τους ξέρετε. Γιατί προτίμησαν να μείνουν στην αφάνεια. Οι περισσότεροι αηδιασμένοι από τη μυθοπλασία, δηλαδή από το προπαγανδιστικό «περιτύλιγμα» με το οποίο περιβλήθηκε η δική του νεανική εξέγερση. Άλλοι, πάλι, διακρίθηκαν στη ζωή τους, χωρίς να διαφημίσουν την τότε συμμετοχή τους. Ελάχιστοι – αληθινά ελάχιστοι – έκαναν το Πολυτεχνείο καριέρα. Και σήμερα το έχουν μετανιώσει.

Είναι, λοιπόν, κατάντημα, να φτύνουμε σήμερα εκεί που κάποτε όλοι προσκυνούσαν.

Οι περισσότεροι που έπαιξαν κάποιο ρόλο τότε, δεν προσκύνησαν ποτέ το είδωλο – το φετίχ – που περιφέρεται κάθε χρόνο τέτοια μέρα στους δρόμους.

 Κι αυτοί που προσκύνησαν το «φετίχ», κατά κανόνα δεν είχαν καμία σχέση με το «έγκλημα». Γίνονταν φαντασιακοί μέτοχοι ενός μύθου, ακριβώς γιατί δεν μετείχαν στα πραγματικά γεγονότα…

* Η χρεοκοπία της μεταπολίτευσης, είναι γεγονός. Η νέα μεταπολίτευση που έχει ανάγκη ο τόπος είναι ακόμα ζητούμενο. Σε αυτό το μεσοδιάστημα καταρρέουν οι παλαιοί μύθοι, χωρίς να εδραιώνονται οι νέες αλήθειες.

Αυτό αναδεικνύει μια σύγχυση αναπόφευκτη. Αλλά για κάποιους είναι λυτρωτικό. Κυρίως για την ίδια «τη γενιά του Πολυτεχνείου»

Ναι, συμφωνώ προφανώς, με όσους υποστηρίζουν ότι πρέπει να τελειώνουμε με τέτοιες επετειακές εκδηλώσεις. Να βρούμε το κουράγιο να εξηγήσουμε ότι τιμούμε κάθε ξέσπασμα ελευθερίας της Ελληνικής νεολαίας, αλλά δεν διογκώνουμε τα γεγονότα, ούτε προσβάλλουμε τη μνήμη άλλων σημαντικότερων αγώνων που έχουν περιέλθει στη λήθη. Το έχω υποστηρίξει ενυπόγραφα, εδώ και πολλά χρόνια. Όταν ακόμα ήταν δύσκολο. Κι εγώ απελπιστικά μόνος τότε…

Αλλά όχι να περνάμε από τη μυθοποίηση στο… ανάθεμα!

Πρέπει άραγε, να ντρεπόμαστε που αγωνιστήκαμε κάποτε για Ελευθερία;

Πρέπει να απολογούμαστε, γιατί κάποιοι, ελάχιστοι, οικειοποιήθηκαν τους αγώνες μας ή τους μετέτρεψαν σε εφαλτήριο καριέρας;

Ως πότε σε αυτή τη χώρα όσοι αγωνίστηκαν για κάτι σημαντικό θα πρέπει συνεχώς να καλούνται σε απολογία;

Φυσικά κάθε λαός έχει ανάγκη από σύμβολα.

Αλλά εδώ δεν κατεδαφίζουμε φθαρμένα σύμβολα. Τρώμε τα παιδιά μας!

Και τώρα τα τρώμε όταν έχουν πάψει προ πολλού να είναι «παιδιά».

Η «γενιά του Πολυτεχνείου» μπήκε πράγματι, μαζικά, στα κόμματα της ευρύτερης Αριστεράς το 1974 και λίγο αργότερα.

Όπως μπήκε-βγήκε! Οι περισσότεροι τουλάχιστον…

Γιατί όσοι έχουν ζήσει από τα μέσα μια εξέγερση εκτός από απροσκύνητοι ήταν πλέον και ψυλλιασμένοι.

Κι ανθρώπους που είναι απροσκύνητοι και ψυλλιασμένοι, δεν μπορούν να τους «φάνε» έτσι εύκολα. Ιδιαίτερα οι άκαπνοι…

Και παραμένουμε από τότε «για τους Σπαρτιάτες Είλωτες, και για τους Είλωτες Σπαρτιάτες». Παλαιότερα μας πετροβολούσε η Αριστερά για την είχαμε ξεπεράσει ή εγκαταλείψει. Σήμερα μας πετροβολούν και πολλοί άλλοι, γιατί ήμασταν τα θύματα ενός μύθου, που κάποιοι άλλοι έπλασαν στην καμπούρα μας…

Όσοι από μας δεν καταδέχθηκαν να γίνουν «παιδιά του κομματικού σωλήνα» και δεν ενέδωσαν στις σειρήνες του life style – δηλαδή οι συντριπτικά περισσότεροι – έχουν κρατήσει δύο πράγματα. Που το καθένα από μόνο τους είναι πολύτιμο, αλλά και τα δύο μαζί «δεν παίζονται»:

-Έχουν εμπειρία ρήξης με ένα ανελεύθερο καθεστώς. Δηλαδή έχουν γευτεί αυτό που λέμε «Ελευθερία» και το ξέρει μόνο όποιος ρίσκαρε γι' αυτό. Όχι όποιος έμαθε να το θεωρεί «δεδομένο»…

-Κι έχουν κρατήσει κάτι άλλο, που το λένε Αξιοπρέπεια. Και που μπορεί να το καταλάβει μόνον όποιος το έχει.

Ελευθερία και Αξιοπρέπεια δεν είναι μόνο δύο λέξεις. Το πρώτο είναι εμπειρία ζωής και το δεύτερο είναι τρόπος ζωής.

Αυτά τα δύο κουβαλάμε. Κι αυτά τα δύο παραδίδουμε σε όποιους τα θέλουν. Και σε όποιους τα εκτιμούν.

Οι υπόλοιποι μπορούν να μας πετροβολούν.

Αντέξαμε απέναντι σε θηρία. Δεν μας φοβίζουν οι ψείρες…

Είμαστε και Σπαρτιάτες και Είλωτες!

            «Σπαρτιάτες» γιατί μάθαμε να πολεμάμε.

            Και «Είλωτες» γιατί μάθαμε να υπομένουμε…        

Και δεν έχουμε πει ακόμα την τελευταία μας λέξη

 

ΠΗΓΗ: 17-11-2012, http://www.antinews.gr/2012/11/17/190157/ 

 

* Σημείωση admin: Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ήταν στέλεχος της ΕΚΟΝ "Ρήγας Φερραίος', Στέλεχος κατα την διασπασή της σε Β΄ Πανεελαδική. Αργότερα έφυγε στις ΗΠΑ όπου και ασχοληθηκε με το χρηματιστηριακό Κεφάλαιο. Ερχόμνος στην Ελλάδα ήταν ένας απο τους επιφανείς του "Δικτύου 21". Σύντομα βρέθηκε στενός συνεργάτης του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος στις τελευταίες εκλογές τον αντάμειψε σε εκλόγιμη θέση στο Επικρατίας της ΝΔ

Σκέψεις για την απριλιανή δικτατορία

Σκέψεις για την απριλιανή δικτατορία

 

Του Δημήτρη Μπελαντή

 

Η επιβολή της δικτατορίας το 1967 ήταν από την μια πλευρά συνέχεια και από την άλλη τομή σε σχέση με το προδικτατορικό κοινοβουλευτικό καθεστώς.

Ήταν σε μεγάλο βαθμό συνέχεια, καθώς το καθεστώς ανάμεσα στο 1949 και το 1967 είχε έντονα αυταρχικά και αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά και στηριζόταν στον πλήρη αποκλεισμό της ηττημένης Αριστεράς από την κοινωνική και πολιτική ζωή  και την καταστολή της (διαρκής εφαρμογή του ν. 509/47 κατά της νομιμοποίησης του ΚΚΕ). Ήταν μια μορφή κοινοβουλευτικού κράτους έκτακτης ανάγκης, όπου το κοινοβούλιο είχε έναν αντικειμενικά συρρικνωμένο ρόλο.

Όπως έχουν δείξει αρκετοί αναλυτές (ενδεικτικά σε: Δ. Χαραλάμπη «Στρατός και πολιτική εξουσία», Αθήνα 1985 κ.π.α.), το  μετεμφυλιακό καθεστώς στηρίχθηκε σε μια τριαδική εξισορρόπηση ανάμεσα στα βασικά κέντρα εξουσίας του στρατού, του παλατιού και του αμερικάνικου παράγοντα. Οποιαδήποτε απόπειρα να πληγεί καθοριστικά ο ένας από τους τρεις πυλώνες, ενείχε τον κίνδυνο κατάργησης του συνολικού μετεμφυλιακού οικοδομήματος. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η έντονη λαϊκή αμφισβήτηση του ρόλου της μοναρχίας το 1965-1966 (Ιουλιανά), και λόγω των «ακροτήτων» της τελευταίας, όξυνε την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, αποδιάρθρωσε τα αστικά κόμματα και απονομιμοποίησε τον επιδιαιτητικό ρόλο του παλατιού μέσα στην ηγεμονική πολιτική οργάνωση αλλά και την όλη ηγεμονική οργάνωση. Η κινητοποίηση των μαζών σε αντιμοναρχική βάση έθετε σε δύσκολη θέση όχι μόνο την Δεξιά αλλά και το Κέντρο, στον βαθμό που η σύγκρουσή του με την μοναρχία κινητοποιούσε τάξεις και στρώματα που παλαιότερα εκφράζονταν μέσα από την Αριστερά, και αργότερα και μέσα από την Αριστερά του Κέντρου, σε μια δημοκρατική τροχιά κατάργησης των δομών του μετεμφυλιακού κράτους. Μια εκλογική νίκη του Κέντρου τον Μάιο του ΄67 θα βιωνόταν ως το τέλος της «αντικομμουνιστικής έκτακτης ανάγκης» (βλ. και σε Χρ. Βερναρδάκη – Γ.Μαυρή «Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα», Αθήνα 1991). 

Καθώς η άρχουσα τάξη δεν είχε μάθει ακόμη να κυβερνά διαφορετικά, αναγόρευσε τον στρατό σε βασικό σωτήρα και συνεχιστή του μετεμφυλιακού κράτους (έναντι του «κομμουνιστικού κινδύνου»). Αυτή η γραμμή δεν επιβλήθηκε απλώς στην άρχουσα τάξη από τον αμερικάνικο παράγοντα, αλλά συγκαθορίσθηκε από την σύγκλιση  των συμφερόντων του αστισμού με τα πολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή.   

Από την άλλη πλευρά, η δικτατορία του 1967-1974 αποτελούσε και τομή, αφού ο πυρήνας της «εξαίρεσης» αποδεσμευόταν και απαλλασσόταν από την κοινοβουλευτική νομιμοποίηση και τις ελάχιστες ελευθερίες πολιτικής οργάνωσης και δράσης, που εμπεριείχε το Σύνταγμα του 1967. Ο στρατός καλούνταν τώρα να εκφράσει το σύνολο των ηγεμονικών αστικών πολιτικών, να νομιμοποιήσει και επιβάλει το αστικό καθεστώς, να το προσδέσει στην δική του λογική διακυβέρνησης, αλλά και να συμπεριλάβει/ διαχειριστεί στο εσωτερικό του (του στρατού) τις αντιφάσεις του συνασπισμού εξουσίας. Καθώς οι αντιφάσεις αυτές αντανακλώνταν πλέον εντός του στρατού, τέθηκε ζήτημα να αποκτήσει το καθεστώς γραμμή στρατηγικής επιβίωσης. Αυτή η σύγκρουση από ένα σημείο και μετά εκφράσθηκε ως σύγκρουση ανάμεσα στην διατήρηση του καθεστώτος σε μια «σκληρυμένη» μορφή (π.χ. κατά το πρότυπο της πρώτης εικοσαετίας του Φράνκο), και στον σταδιακό μετασχηματισμό του σε έναν κοινοβουλευτισμό υπό τον έλεγχο του στρατού, όπως συνέβη και στην Τουρκία μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Η διαμάχη αυτή αποδόθηκε από τον Ν. Πουλαντζά στην αντιπαράθεση μιας εξαρτημένης και κομπραδόρικης  αστικής μερίδας  και μιας ενδογενούς και πιο ανεξάρτητης αστικής μερίδας («Κρίση των Δικτατοριών», Αθήνα 1977).  Θεωρούμε ότι αυτή η προσέγγιση δεν ήταν πειστική, αλλά ότι οι διαφωνίες μέσα στην αστική τάξη και στην μονοπωλιακή ηγεμονική μερίδα αφορούσαν κυρίως τον τρόπο και την δυνατότητα κατάκτησης μιας  κοινωνικής συναίνεσης, που θα έδινε  ανάσα στο μετεμφυλιακό κράτος και στον κυρίαρχο ρόλο του στρατού για αρκετά χρόνια.

Ιδίως με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και την πρώτη ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων μετά το 1971-72, αλλά και λόγω της διεθνούς απομόνωσης της χώρας καθώς και της ανάπτυξης θυλάκων αστικής  αντιπολίτευσης μέσα στις ένοπλες δυνάμεις (κίνημα Ναυτικού), το ζήτημα της προοπτικής του καθεστώτος απέκτησε βαρύνουσα σημασία. Εδώ, ας επισημανθεί ότι το πείραμα «φιλελευθεροποίησης της δικτατορίας» με τον Παπαδόπουλο «Πρόεδρο Δημοκρατίας» (καλοκαίρι 1973) και την προοπτική  ελεγχόμενων εκλογών, έθελξε τμήματα των αστών πολιτικών, αλλά και σημαντικά  τμήματα της Αριστεράς (ιδίως την πλειοψηφούσα μετά το 72-73 «δεξιά» τάση του ΚΚΕ Εσωτερικού), με την θεώρηση ότι ο «μετασχηματισμός» χωρίς ρήξη θα οξύνει τις αντιφάσεις της δικτατορίας και θα ευνοήσει την αποσάρθρωσή της. Τελικά, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η μαζική λαϊκή εξέγερση της Αθήνας (δηλαδή το Πολυτεχνείο, που δεν περιείχε μόνο φοιτητική αντίσταση αλλά και όψεις άμεσης βίαιης σύγκρουσης των εργατικών μαζών με τους πραιτωριανούς του καθεστώτος, όπως επισημαίνουν τα χρονικά αυτού του αγώνα) ανέτρεψε την «φιλελευθεροποίηση Μαρκεζίνη» και έκοψε την δυνατότητα να «ομαλοποιηθεί» η εξουσία του στρατού και η σχέση της με τα κυριαρχούμενα στρώματα και τάξεις. Ο στρατός πέρασε  μετά τον Νοέμβρη σε μια πιο σκληρυμένη μορφή διακυβέρνησης (Ιωαννίδης), που οδήγησε στο Κυπριακό και  την κατάρρευση της χούντας. Το ότι το Πολυτεχνείο ανέτρεψε τον σχεδιασμό του στρατού χωρίς να νικήσει στρατηγικά, συνδέεται τόσο με ανωριμότητες κοινωνικές/αντικειμενικές, όσο και με την υποκειμενική  στρατηγική αδυναμία των αριστερών σχηματισμών μέσα στην δικτατορία, σχηματισμών που μέσα στα όρια μιας γενιάς υπέστησαν δυο συντριπτικές ήττες (1949, 1967). Η μη νίκη του Πολυτεχνείου καθόρισε και τα ταξικά όρια της Μεταπολίτευσης.

Ένα τελευταίο ζήτημα αφορά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της απριλιανής χούντας, που στον καιρό της χαρακτηρίσθηκε από την Αριστερά συνθηματολογικά ως «φασιστική». Πέρα από την θετική αξία και χρήση αυτού του συνθήματος τότε, η δικτατορία (όπως και η προηγούμενη του Μεταξά – αν και εδώ η επιρροή του φασισμού ήταν εντονότερη) δεν είχε φασιστικό χαρακτήρα. Όπως έχει πειστικά εξηγηθεί, η δικτατορία  του '67 κυριαρχούνταν από το ακροδεξιό ιδεολογικό υπόστρωμα του Εμφυλίου (επιθετικός εθνικισμός, αντικομμουνιστικό κράτος, θρησκευτικές και οικογενειακές αξίες κλπ), αλλά  οι συγκυριακές της τοποθετήσεις και εκφορές δεν είχαν άμεσα φασιστικά στοιχεία (π.χ. αντιπλουτοκρατισμός, αντίθεση στο χρηματιστικό κεφάλαιο, αντισημιτισμός, ρητή λατρεία της βίας κλπ), πολύ περισσότερο δε, δεν υπήρξε μαζική κινητοποίηση/οργάνωση  του πληθυσμού και της νεολαίας υπέρ του καθεστώτος ούτε ένα πραγματικό μαζικό κίνημα αναφερόμενο σε μια «κοινότητα των ισχυρών» (όπως η Φάλαγγα στην δικτατορία του Φράνκο). Αντίθετα, η δικτατορία καλλιέργησε την πλήρη παθητικότητα, τον ατομικισμό και την λογική του ατομικού και ανταγωνιστικού μοντέλου ευημερίας-με επίκεντρο τα μεσαία στρώματα. Όσο για την ακραία βία που άσκησε πάνω στην Αριστερά (βασανιστήρια, δολοφονίες κλπ), μάλλον την απέκρυψε παρά βγήκε να την διαλαλήσει, όπως οι κλασικοί παράγοντες του φασισμού.

Πέρα από τις «εθνικές αξίες», η έμπρακτη ιδεολογία της χούντας ήταν η ψυχροπολεμική αναφορά στον «ελεύθερο κόσμο» και τις αξίες του, η προβολή των δημοσίων έργων και η καλλιέργεια μιας ψευδαίσθησης ευημερίας του «μεσαίου χώρου», την ίδια στιγμή που η πολιτική της καθήλωσε για χρόνια τα μεροκάματα και τις εργατικές διεκδικήσεις.

 

ΠΗΓΗ: http://www.rednotebook.gr/details.php?id=7731

Άφρονες και παράφρονες…

Άφρονες και παράφρονες…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

Πριν είκοσι μέρες, στις 28 Οκτωβρίου, τιμήσαμε τους ήρωες του έπους του '40. Και θυμηθήκαμε και τους παράφρονες, που κατέστρεψαν λαούς και χώρες. Για να τελειώσουν τη ζωή τους, ο ένας (ο Μουσολίνι) κρεμασμένος ανάποδα και ο άλλος (ο Χίτλερ) αυτοκτονώντας με υδροκυάνιο.

Την Κυριακή, που μας έρχεται (18-11-12) γιορτάζουν εκτός από τους παράφρονες και οι άφρονες. Και λέω γιορτάζουν, γιατί έναν τέτοιο χαρακτηριστικό «τύπο» μας παρουσιάζει η ευαγγελική περικοπή της ημέρας.

Πρόκειται για κάποιον, που περνάει ώρες έντονης αγωνίας. Θα μπορούσε, με τα σημερινά δεδομένα να είναι κάποιος άνεργος, κάποιος πολύτεκνος, κάποιος υπερήλικας άρρωστος και εγκαταλελειμμένος….

Όμως τίποτε απ' αυτά δεν συμβαίνει. Αντίθετα μάλιστα: Είναι πλούσιος τσιφλικάς. «Πόθεν έσχε» τα πλούτη και τα τσιφλίκια του; Με αδικίες, κλοπές, ληστείες, τοκογλυφίες. Όπως, συνήθως, συμβαίνει… Κι εδώ βρίσκεται το πρώτο σκαλοπάτι της αφροσύνης των πλουσίων: Μαζεύουν τροφές και ενδύματα για δεκάδες και εκατοντάδες και χιλιάδες ανθρώπους.

Αλλά, δυστυχώς γι' αυτούς, δεν έχουν δεκάδες και εκατοντάδες και χιλιάδες σώματα να ντύσουν και στομάχια να χορτάσουν. Παρά μόνο ένα σώμα και ένα στομάχι. Και σκεφθείτε το μέγεθος της βλακείας ενός Ρότσιλντ, για παράδειγμα, ή ενός Ροκφέλερ, που όπως λέγεται κατέχουν τα μεγαλύτερα πλούτη του κόσμου.

Και, για να επανέλθουμε στον πλούσιο της παραβολής, ας δούμε ποιο ήταν το πρόβλημά του: Ήτανε, λέει, το ότι η παραγωγή του τσιφλικιού του ήταν πολύ μεγαλύτερη απ' τη συνηθισμένη.

Και δεν ήξερε τι να κάμει τα περισσεύματα. Θα μπορούσε βέβαια να τα διαθέσει σε κάποιους, που δεν είχαν.  Αλλά τέτοιου είδους ευαισθησίες δεν απασχόλησαν ποτέ την καρδιά και τη σκέψη του. Κι αφού, όπως φαίνεται, επί ώρες και μέρες βασάνισε το μυαλό του, βρήκε επιτέλους την πολυπόθητη λύση: Να τι θα κάμω, είπε: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω άλλες μεγαλύτερες. Για να συγκεντρώσω εκεί όλα τα γεννήματα και τ' αγαθά μου….

Κι εδώ βρίσκεται ένα άλλο σκαλοπάτι της βλακείας του. Γιατί, αν κάθε επόμενη χρονιά η παραγωγή του τσιφλικιού του ήταν μεγαλύτερη απ' την προηγούμενη, θα γκρέμιζε κάθε χρονιά και θα ξανάχτιζε τις αποθήκες του;

Και, προχωρώντας πιο πέρα, αποτείνεται στην ψυχή του και της λέει: Ψυχή μου έχεις πολλά αγαθά, που θα επαρκέσουν για πολλά χρόνια. Αναπαύσου, λοιπόν, φάγε, πιες, γλεντοκόπα! Σάμπως η ψυχή να μπορεί να χορτάσει με τα φαγητά και τα ποτά. Και ν' αναπαυθεί με τα γλεντοκόπια, όπως συνήθως πιστεύεται…

Αλλά εκεί, που βρίσκεται στο μεσουράνημα των μεγαλεπήβολων σχεδίων του, μια περίεργη φωνή έρχεται να ταράξει τη ναρκισσιστική του ευδαιμονία: Άφρον, του λέει η φωνή, τα πράγματα δεν τα υπολόγισες σωστά: Μπορεί τα γεννήματά σου και τ' αγαθά σου να είναι πολλά. Αλλά ποιος σου είπε ότι θα είναι και τα χρόνια σου πολλά; Δεν μπόρεσες να καταλάβεις ότι το πιο σίγουρο γεγονός στη ζωή του ανθρώπου είναι ο θάνατος! Ο οποίος μάλιστα έρχεται τη στιγμή, που δεν τον περιμένουν οι άνθρωποι…

 Κι ακόμη ποιος σου είπε ότι η ψυχή σού ανήκει! Δεν την πούλησες στους διαβόλους, για να δημιουργήσεις τα τσιφλίκια και τα πλούτη σου; Ε, λοιπόν, όχι ύστερα από μέρες και μήνες και χρόνια πολλά, αλλά αυτήν κιόλας τη νύχτα θα ‘ρθουν οι διάβολοι, για να πάρουν την ψυχή σου. Αφού τους την έδωσες αντιπαροχή για τα πλούτη και τα τσιφλίκια, που σου πρόσφεραν. Αλλά, για να καταλάβεις πόσο απέραντη είναι η αφροσύνη σου, μπορείς να μου πεις τι θα γίνουν όλα αυτά, που δημιούργησες με τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σου;

Βέβαια εμείς μπορεί να διερωτηθούμε και να πούμε: Ποια σχέση μπορεί να έχει με μας η παραβολή του άφρονα πλουσίου; Εμείς κινούμαστε, λίγο-πολύ, μέσα στα πλαίσια της επιβίωσης. Και δεν έχουμε καμιά σχέση με τα πλούτη και με τα τσιφλίκια.

Και όμως έχουμε! Και μάλιστα είμαστε άπειρες φορές πιο άφρονες από τον άφρονα πλούσιο. Γιατί, ενώ δεν είμαστε πλούσιοι, εντούτοις υποστηρίζουμε τους άφρονες πλουσίους και τους παράφρονες πολεμοκάπηλους. Καταστρέφοντας και δολοφονώντας, όχι μόνο τους συνανθρώπους μας, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς μας!…


παπα-Ηλίας, Νοεμβρίου 16, 2012,  http://papailiasyfantis.wordpress.com

Διομήδη, έμαθα ότι ΖΕΙΣ

Διομήδη, έμαθα ότι ΖΕΙΣ

Της Νίνας Γεωργιάδου

 Αγαπημένε μου Διομήδη,

Επανέρχομαι με μια δεύτερη επιστολή διότι έχω μείνει εμβρόντητη!

Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το πόρισμα του Τσεβά για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, βλέπω το όνομά σου ανάμεσα σε τόσα άλλα κι όμως μαθαίνω πως δεν είσαι νεκρός. Πώς μπόρεσες να συμβάλεις σ’ αυτή την ιστορική παραχάραξη;

Δεν ξέρω πια τι να υποθέσω. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή γιατί η συναισθηματική μου φόρτιση κάνει τον πρόλογο δυσνόητο.

Συνέχεια

Ευρωζώνη: ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ:

Εάν η Γερμανία δεν εγκαταλείψει το ευρώ, υιοθετώντας ξανά το μάρκο, δεν πρόκειται να υπάρξει λύση ούτε για την Ελλάδα, ούτε για το Νότο, ούτε για την Ευρωζώνη – περί της ανακεφαλαιοποίησης και κρατικοποίησης των τραπεζών

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Εάν η παραμονή μας στην Ευρωζώνη θα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια την υποταγή μας στην πρωσική Γερμανία, την ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας, την κατάλυση της Δημοκρατίας, τις προσβολές στην υπερηφάνεια και στην αξιοπρέπεια μας, τη λεηλασία των δημοσίων επιχειρήσεων, την καταστροφή των μικρομεσαίων ελληνικών εταιρειών, τη συνέχιση της νόμιμης φοροδιαφυγής των ξένων πολυεθνικών, τη φορολογική «υφαρπαγή» της περιουσίας μας, το συνεχή περιορισμό του κοινωνικού κράτους και τη διαρκή μείωση των αμοιβών, μέχρι τo σημείο που η πιο κουραστική και εξοντωτική εργασία να μην μπορεί, με βεβαιότητα, να μας εξασφαλίσει καν τα απολύτως απαραίτητα – εάν οι εναλλακτικές λύσεις ήταν είτε αυτή η κατάσταση, είτε η εγκατάλειψη της Ευρωζώνης, όλες οι δυσκολίες, μεγάλες ή μικρές, της υιοθέτησης ενός εθνικού νομίσματος, θα έμοιαζαν να είναι σταγόνα στον ωκεανό" (από τον J. S. Mill, με παραλληλισμό στο σήμερα).

Άρθρο

Η Ελλάδα, ευρισκόμενη στο μάτι του κυκλώνα και κινδυνεύοντας να καταστραφεί εντελώς από δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις (Η.Π.Α. και Γερμανία), οι οποίες έχουν επιλέξει να πολεμήσουν στα εδάφη της, υποχρεώθηκε σε μία εξαντλητική πολιτική λιτότητας και εξαθλίωσης των πολιτών της – με βάση την οποία έχει καταρρεύσει τόσο το ΑΕΠ, όσο και η οικονομία της συνολικά.

Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, έχει επιβληθεί στην πατρίδα μας η ιδιωτικοποίηση όλων ανεξαιρέτως των επιχειρήσεων του δημοσίου της, σε εξευτελιστικές τιμές – συμπεριλαμβανομένων δυστυχώς των κοινωφελών (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ κλπ.), των μονοπωλιακών κερδοφόρων (ΟΠΑΠ, λαχεία) και των στρατηγικών (λιμάνια, αεροδρόμια, τηλεπικοινωνίες κα). Ο δήθεν σκοπός δε των αποκρατικοποιήσεων είναι ο περιορισμός του δημοσίου χρέους της, το οποίο χαρακτηρίζεται, εύλογα ή μη, ως μη βιώσιμο.

Τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις αυτές υπολογίζονται στα 9 δις € – οπότε το χρέος της πατρίδας μας θα μειωθεί ανάλογα. Την ίδια στιγμή όμως ή, μάλλον, λίγο πιο πριν, η Ελλάδα υποχρεώνεται να κρατικοποιήσει τις τράπεζες της – για τις οποίες έχει εγγραφεί ήδη το ποσόν των 49 δις €, το οποίο αυξάνει το δημόσιο χρέος της ανάλογα, χωρίς παραδόξως να αναφέρεται στο έλλειμμα του προϋπολογισμού (όπως συνέβη στην Ιρλανδία).  

Υποχρεώνεται λοιπόν να εκποιήσει τις πολυτιμότερες επιχειρήσεις της για να μειώσει κατά 9 δις € το δημόσιο χρέος της, το οποίο όμως αύξησε κατά 49 δις €, «εξαγοράζοντας» τις χρεοκοπημένες ιδιωτικές τράπεζες – εν πρώτοις, αφού η κρατικοποίηση των τραπεζών (στη συνέχεια, με κριτήριο τους όρους της ανακεφαλαιοποίησης, θα «ξεπουληθούν» στις πολυεθνικές), θα κοστίσει δυστυχώς στους Έλληνες φορολογουμένους, στους οποίους συνεχίζει να επικρατεί η σιωπή των αμνών,  πολύ περισσότερα.

Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε εδώ ότι, οι τράπεζες οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία μετά την διαγραφή του χρέους της Ελλάδας, στα πλαίσια του PSI – όπου η Ελλάδα μείωσε αυθαίρετα πάνω από 50% τις απαιτήσεις τους απέναντι της, οι οποίες είχαν προέλθει από την αγορά ομολόγων του δημοσίου, για την ενίσχυση του ίδιου του δημοσίου!  

Περαιτέρω, οι ίδιες χρεοκοπημένες ελληνικές τράπεζες, οι οποίες θα κρατικοποιηθούν στα πλαίσια της ιδιωτικοποίησης ολόκληρης της υπόλοιπης οικονομίας, θα δανείσουν σήμερα το ελληνικό δημόσιο με 5 δις €, για να μη χρεοκοπήσει – έτσι ώστε να μπορέσει να καθυστερήσει η δόση των 31,5 δις €, η οποία είχε συμφωνηθεί να εκταμιευθεί τον Ιούνιο, για τις αρχές Δεκεμβρίου (παράλληλα, ο «μύθος» συνεχίζεται, αφού θα πρέπει να αποφασίσουν ξανά τα κοινοβούλια για τη δόση, η οποία είχε προ πολλού εγκριθεί – οπότε είχε ήδη αποφασιστεί!).

Το μεγαλύτερο τώρα μέρος της δόσης της ντροπής, τα 24-26 δις € δηλαδή,  θα αποδοθούν από το κράτος στις τράπεζες – οι οποίες όμως θα δώσουν τα χρήματα με τη σειρά τους στην ΕΚΤ, έτσι ώστε να μειωθεί η ενίσχυση τους από αυτήν (στα πλαίσια του ELA). Η ΕΚΤ βέβαια δεν θα κρατήσει τα χρήματα, αλλά θα τα δώσει πίσω στη γερμανική κεντρική τράπεζα, από την οποία τα έχει ουσιαστικά δανειστεί (target II).

Από τα υπόλοιπα 5,5 περίπου δις € της δόσης, τα 3,4 δις € θα επιστραφούν επίσης στην ΕΚΤ την Παρασκευή (άρα στην Bundesbank), για την εξόφληση του αντίστοιχου ομολόγου, το οποίο η ΕΚΤ έχει αγοράσει πιθανότατα στο 70% της αξίας του – με αποτέλεσμα να κερδοσκοπήσει εις βάρος μας, αποκομίζοντας 1 δις € από τους Έλληνες φορολογουμένους.  

Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν, δυστυχώς «ερήμην» των λαών, μέσα σε μια «καταδικασμένη» νομισματική ζώνη, τα κυριότερα προβλήματα της οποίας είναι:

(α) Η πλεονασματική, μερκαντιλιστική Γερμανία, η οποία «κλέβει» πλούτο, καταθέσεις, ανάπτυξη και θέσεις εργασίας από όλους τους «εταίρους» της και

(β) Ο υπερδιογκωμένος τραπεζικός της τομέας (άρθρο μας), ο οποίος πρέπει να εξυγιανθεί άμεσα, μειώνοντας απαραίτητα το μέγεθος του.

Ο περιορισμός όμως του επικίνδυνου μεγέθους του τραπεζικού τομέα, οφείλει να είναι το αποτέλεσμα της μείωσης της μόχλευσης (leverage) και των χορηγήσεων – όχι των καταθέσεων, όπως συμβαίνει σήμερα σε όλες τις χώρες του Νότου, στις οποίες οι εκροές καταθέσεων με προορισμό κυρίως τον ευρωπαϊκό Βορά, έχουν σπάσει όλα τα ρεκόρ (επίσης, της προσεκτικής «κατάτμησης» των συστημικών τραπεζών και όχι της «συγκέντρωσης» τους σε ακόμη μεγαλύτερες «too big to fail», όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα). 

Η ελάττωση τώρα των χορηγήσεων οφείλει να προέλθει από την επιστροφή των δανείων των νοικοκυριών, καθώς επίσης από τη μη έγκρισή νέων καταναλωτικών – όχι από τις παραγωγικές επιχειρήσεις, όπως συμβαίνει σήμερα, με αποτέλεσμα να μην γίνονται επενδύσεις και να χρεοκοπούν η μία μετά την άλλη, μειώνοντας τα έσοδα του δημοσίου (φορολογία κερδών) και αυξάνοντας τις δαπάνες του (ανεργία κλπ.).

Τα νοικοκυριά όμως αδυνατούν να περιορίσουν τα δάνεια τους, αφενός μεν λόγω της πολιτικής λιτότητας (μειώσεις μισθών, κατάρρευση του κοινωνικού κράτους κλπ.), αφετέρου λόγω της ανεργίας που προκαλούν οι απολύσεις δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, το κλείσιμο των επιχειρήσεων κλπ. – με αποτέλεσμα να συνεχίσουν να αυξάνονται οι επισφάλειες των κρατικοποιημένων πλέον τραπεζών, οι οποίες εξαγοράστηκαν με τα χρήματα των φορολογουμένων.

Επομένως, θα χρειαστούν και άλλα χρήματα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (υπολογίζουμε ότι θα ξεπεράσουν σωρευτικά τα 100 δις €), τα οποία θα «πρέπει» να προέλθουν από τους ανόητους φορολογουμένους – οπότε θα χρεοκοπήσουν ακόμη περισσότερα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ανακυκλώνοντας αυξημένο το πρόβλημα.

Εάν λοιπόν αυτό δεν είναι το θέατρο του παραλόγου, εάν θεωρεί κανείς ότι μπορεί να υπάρξουν προοπτικές, καθώς επίσης ότι αξίζουν τον κόπο όλες οι θυσίες, η λεηλασία, η εξαθλίωση και οι αυτοκτονίες των πολιτών, τότε εμείς είμαστε αυτοί που δυστυχώς δεν καταλαβαίνουν – ενώ ευχόμαστε φυσικά να κάνουμε λάθος, όσον αφορά τα συμπεράσματα μας. 

Ολοκληρώνοντας, κατά την υποκειμενική μας άποψη, εάν η Γερμανία δεν εγκαταλείψει το ευρώ, υιοθετώντας ξανά το μάρκο, δεν πρόκειται να υπάρξει λύση ούτε για την Ελλάδα, ούτε για το Νότο, αλλά ούτε και για την Ευρωζώνη στο σύνολο της – η οποία θα μπορούσε στη συνέχεια να λειτουργήσει σωστά, απαγορεύοντας τα πλεονάσματα στα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών μεταξύ των μελών της, υποτιμώντας το ευρώ, «επιτρέποντας» τη χρεοκοπία τραπεζών, ενισχύοντας τον πληθωρισμό για να καταπολεμηθεί η υπερχρέωση («εκτύπωση» νέων χρημάτων, ευρωομόλογα)  και καταργώντας τα εξαντλητικά προγράμματα λιτότητας χωρίς αναπτυξιακά μέτρα.

 

ΥΓ: Όταν οι όροι της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, με κριτήριο τους οποίους καταρρέουν εύλογα οι τιμές τους, ανακοινώνονται κατά τη διάρκεια των χρηματιστηριακών συναλλαγών από την κυβέρνηση και όχι μετά το τέλος τους, όπως συμβαίνει παντού, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ζούμε σε ένα ευνομούμενο, ορθολογικό κράτος ή/και ότι δεν πρόκειται για μία, «άπρεπο» να χαρακτηρισθεί ως οφείλει, σκοπιμότητα;  

Αξίζει αλήθεια να αγωνίζεται κανείς για έναν λαό, για έναν «όχλο» δυστυχώς, ο οποίος δεν καταλαβαίνει ότι η έννοια Πολίτης είναι το ανώτατο αξίωμα σε μία χώρα; Για ανθρώπους που, ενώ οι διαρρήκτες καταληστεύουν το σπίτι τους, κάθονται φοβισμένοι στο ερμητικά κλειστό δωμάτιο τους, παρακολουθώντας με αδιαφορία ορισμένους χειραγωγούς της τηλεόρασης, οι οποίοι τους διαβεβαιώνουν ότι πρόκειται για τη φαντασία τους;  

Για το δήθεν στρατό μας, για τα συνδικάτα δηλαδή τα οποία, ενώ βλέπουν πως «καταλύεται» η ίδια η ύπαρξή τους, έχοντας παράλληλα χάσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας τους, αδιαφορούν ουσιαστικά, επιλέγοντας να ασχολούνται με το μικρόκοσμό τους; Για τους υπόλοιπους «Θεσμούς», οι οποίοι κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου; 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 13. Νοεμβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com.  Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος (μακροοικονομία), πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

1967-1973: Εκκλησία & χούντα – οι δύο όψεις

1967-1973: Εκκλησία και χούντα – οι δύο όψεις

Από το Μανιτάρι του Βουνού

Το ποστ αυτό χαρίζεται ειδικά στον από τροχαίο «χαμένο» – το πιθανότερο δολοφονημένο –  π. Τιμόθεο Λαγουδάκη, τον ανεξάντλητο αγωνιστή π. Γεώργιο Πυρουνάκη και τον εξορισμένο στη Γυάρο αγωνιστή Νίκο Ψαρουδάκη!

  Όσοι είναι σχετικοί με τον αντιδικτατορικό αγώνα ξέρουν τι εννοώ. Βεβαίως ισχύουν και τα λόγια του π. Γ. Μεταλληνού: ««Δυστυχώς, οι ιεράρχες δεν ετήρησαν δημοκρατική στάση και δεν αφουγκράστηκαν τους παλμούς του λαού κατά την περίοδο της δικτατορίας, όπως το έπραξαν -με πολλούς τρόπους- οι απλοί παπάδες. Το μεγάλο έγκλημα της Ιεράς Συνόδου ήταν που δεν πήγε σύσσωμη στο Πολυτεχνείο. Αν το έκανε, η εξέλιξη θα ήταν βέβαια πολύ διαφορετική»[1].

Συνέχεια

Πολυτεχνείο ’73: ΠΟΡΙΣΜΑ ΤΣΕΒΑ ΓΙΑ ΝΕΚΡΟΥΣ & ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ

ΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ ΤΣΕΒΑ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

 

ΜΙΑ «ΕΠΙΣΗΜΗ» ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΑΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ

 Προς Τον κ. Προϊστάμενον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών

ΘΕΜΑ: «Υποβολή φακέλλου ενεργηθείσης προκαταρκτικής εξετάσεως».

Δια της υπ’ αριθμ. 1868 / 5-9-1974 παραγγελίας υμών έλαβον την εντολήν όπως ενεργήσω προκαταρκτικήν εξέτασιν προς διακρίβωσιν τυχόν τελέσεως, αξιοποίνων πράξεων εξ αφορμής των περί το Πολυτεχνείον γνωστών αιματηρών εκδηλώσεων του Νοεμβρίου 1973. Επιληφθείς ούτω της ερεύνης εξήτασα πλήθος μαρτύρων, συνέλεξα έγγραφα, ενήργησα αυτοψίας και αλλάς έρευνας, ήκουσα μαγνητοταινίας και παρηκολούθησα την προβολήν κινηματογραφικών ταινιών, ληφθεισών κατά τας ερευνωμένας εκδηλώσεις. Υποβάλλων ήδη υμίν τον σχηματισθέντα ογκώδη φάκελλον αναφέρω τα ακόλουθα επί των εκ της ερεύνης ταύτης διαπιστωθέντων [….]

II. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Συνέχεια

Αξιολόγηση: Kριτική απόρριψη της πρότασης Υ.ΠΑΙ.Θ.Α.Π.

Βασικά σημεία κριτικής απόρριψης της πρότασης της ομάδας εργασίας του Υ.ΠΑΙ.Θ.Α.Π.

«Για ένα σύστημα αξιολόγησης της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου».

 

Του Γιώργου Κ. Καββαδία*

 

1. Πίσω από χίλιες δυο «αθώες» έννοιες κρύβεται ένα πολυσύνθετο ασφυκτικό σύστημα αξιολόγησης που επιβεβαιώνει βασικές μας εκτιμήσεις ότι η αξιολόγηση αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων εκπαιδευτικών και μαθητών. Ένα οργουελιανό μοντέλο τύπου "big brother", όπου «όλοι και όλα αξιολογούνται» και στο τέλος πληρώνουν τον …λογαριασμό οι εκπαιδευτικοί.

Ένα μοντέλο νεο – επιθεωρητισμού πολύ πιο αυταρχικό και πολυπλόκαμο από το παλιό του επιθεωρητισμού που τροφοδοτεί αυταπάτες περί συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης της αξιολόγησης και «του διαμορφωτικού και αναπτυξιακού» της χαρακτήρα και γενικότερα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η υποκρισία περισσεύει όταν αναφέρουν ότι «δεν μπορεί να έχει τιμωρητικό χαρακτήρα», ενώ την ίδια ώρα στιγματίζουν τον ίδιο τον εκπαιδευτικό και το έργο του με τον χαρακτηρισμό «ελλιπές». Η κατηγοριοποίηση και ο στιγματισμός με κριτήρια που δεν είναι μετρήσιμα και αντικειμενικά δεν είναι τιμωρία; Πολύ περισσότερο που υπάρχει θεσμικό πλαίσιο για σύνδεση μισθού – βαθμού, αλλά και για απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων.

2. Είναι φανερό και αναμενόμενο ότι καθορίζουν ένα πολύ γενικό πλαίσιο αξιολόγησης που σταδιακά θα εξειδικεύεται σύμφωνα με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πολιτική σε διεθνές επίπεδο. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ με την αξιολόγηση προχωρούν σε κατηγοριοποίηση με περιγραφικούς χαρακτηρισμούς του εκπαιδευτικού έργου των εκπαιδευτικών: α. ελλιπές,

β. επαρκώς,

γ. πολύ καλό,

δ. εξαιρετικό

αποφεύγουν να προσδιορίσουν τις επιπτώσεις: «πετυχημένα» και «αποτυχημένα» σχολεία, βαθμολογική – μισθολογική καθήλωση και απολύσεις. Αφού σε όλα αντιγράφουν τα διεθνή πρότυπα, «ξεχνούν» τις επιπτώσεις που θα ρυθμιστούν ανάλογα με τη συγκυρία ή και αξιοποιώντας το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο π.χ. ενιαίο μισθολόγιο, όπου η βαθμολογική – μισθολογική εξέλιξη εξαρτάται από την αξιολόγηση ή με συγκεκριμένες ρυθμίσεις για εφεδρεία και απόλυση 200.000 δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το 2015. Εξάλλου αυτές είναι θέμα κυβερνητικής πολιτικής και δε χρειάζεται τώρα μια «επιστημονική ομάδα» εργασίας να καταλήγει σε τέτοιες προτάσεις. Άλλωστε μέχρι τέλος του Νοέμβρη σύμφωνα με δηλώσεις του Υ.ΠΑΙ.Θ.Α.Π. θα διαμορφωθεί το σχετικό Π.Δ. που ασφαλώς θα είναι σκληρότερο, αν και το πιθανότερο είναι να ακολουθηθεί μια σταδιακή η ολοκλήρωση ενός σκληρού νομοθετικού πλέγματος.

3. Ο φόβος του εκπαιδευτικού κινήματος πάνω από το Υ.ΠΑΙ.Θ.Α.Π. και τους αξιολογητές. Ίσως το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει από μια πρώτη ανάγνωση της πρότασης είναι ότι φοβούνται ένα κίνημα αντίστασης των εκπαιδευτικών εναντίον της αξιολόγησης. Γράφουν χαρακτηριστικά για την «ισχυρή κριτική την οποία υπέστη ο θεσμός» του επιθεωρητή  «κυρίως από τους εκπαιδευτικούς και τις Ομοσπονδίες τους». Γι' αυτό και θρηνούν για «αξιοπρόσεκτες νομοθετικές ρυθμίσεις» που «παραμένουν ανενεργές και στα «χαρτιά». Επιπλέον μας καλούν να συνυπογράψουμε ένα «εκπαιδευτικό συμβόλαιο», να συμβάλουμε στη «διαμόρφωση κουλτούρας αξιολόγησης» -δηλαδή να συναινέσουμε στην υποταγή και πειθάρχηση. Διακηρύσσουν: «Βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της αξιολογικής διαδικασίας είναι η αποδοχή της από τους εκπαιδευτικούς

4. Προτείνεται σύμφωνα με την κυρίαρχη πρακτική σε διεθνές επίπεδο ένα συνδυαστικό μοντέλο αξιολόγησης: «αυτο-αξιολόγηση, η οποία  γίνεται από συλλογικά όργανα και αφορά στο εκπαιδευτικό έργο των δομών, του ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και του εκπαιδευτικού συστήματος, την ιεραρχική εσωτερική αξιολόγηση, που γίνεται από θεσμικά όργανα  και αφορά στο εκπαιδευτικό έργο μονάδων, στελεχών της εκπαίδευσης και εκπαιδευτικών, και την εξωτερική αξιολόγηση, που  γίνεται από  ανεξάρτητη διασφάλισης της ποιότητας και αφορά στη διασφάλιση της εγκυρότητας, της αξιοπιστίας και της αντικειμενικότητας των διαδικασιών αξιολόγησης δομών, στελεχών και εκπαιδευτικών». Από την πρόταση διαφαίνεται η κυριαρχία της « ιεραρχικής εσωτερικής αξιολόγησης» με την έννοια ότι οι εκθέσεις Διευθυντή και Σχολικού Συμβούλου συνεπάγονται συγκεκριμένες επιπτώσεις για τους εκπαιδευτικούς.

5. Ο εκπαιδευτικός «αξιολογείται» ουσιαστικά από τον Σχολικό Σύμβουλο και τον Διευθυντή του σχολείου που συντάσσουν Εκθέσεις Υπηρεσίας, Ατομικές Εκθέσεις (Πεδία, Τομείς  & κριτήρια ποιότητας).

6. Ο διευθυντής του σχολείου συντάσσει έκθεση για το «(υπηρεσιακό/ επαγγελματικό) διοικητικό έργο από τον Διευθυντή του σχολείου (Ατομικός φάκελος + Έκθεση αυτοαξιολόγησης Σχολικής Μονάδας,ως πειστήριο για τo έργο του + Έκθεση Διευθυντή σχολείου). (…) Η κρίση γίνεται κατ΄ έτος ή ανά διετία με ατομική έκθεση αξιολόγησης στο τέλος του σχολικού έτους».

Προσέξτε και αυτό: «Έκτακτη αξιολογική κρίση μπορεί να πραγματοποιηθεί για λόγους που εκτιμά η υπηρεσία ή ο εκπαιδευτικός».

«Ένας εκπαιδευτικός αξιολογείται τουλάχιστον ανά διετία ως προς την υπηρεσιακή του συνέπεια και επάρκεια από τον Διευθυντή του σχολείου όπου εργάζεται. Από τον Σχολικό Σύμβουλο αξιολογείται ανά τετραετία….»

7. Ο σχολικός σύμβουλος συντάσσει έκθεση «για το παιδαγωγικό/διδακτικό έργο (Ατομικός φάκελος + Έκθεση αυταξιολόγησης Σχολικής Μονάδας, ως πειστήριο για τo έργο του + Έκθεση Σχολικού Συμβούλου)».

Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού διακρίνεται σε: α) ετήσια και β) περιοδική.

Η «τελική αξιολογική έκθεση» συντάσσεται από τον Σχολικό Σύμβουλο. «Χρησιμοποιείται περιγραφική κλίμακα, η οποία χαρακτηρίζει τον τρόπο επιτέλεσης του έργου τους (ελλιπώς, επαρκώς, πολύ καλά, εξαιρετικά)».

8. Οι εκπαιδευτικοί των οποίων το έργο αξιολογείται ως «επαρκές» είναι προακτέοι. 

Οι εκπαιδευτικοί το έργο των οποίων έχει αξιολογηθεί ως «ελλιπές» σε κάποιο πεδίο, παρακολουθούν ενισχυτικό/διαμορφωτικό πρόγραμμα επιμόρφωσης και η αξιολόγησή τους στο συγκεκριμένο πεδίο επαναλαμβάνεται το επόμενο έτος». Με άλλα λόγια υποχρεώνονται σε μια διαδικασία κρατικής επιμόρφωσης – συμμόρφωσης που δεν έχει σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των εκπαιδευτικών και των μαθητών, αλλά με τις ανάγκες ενός εκπαιδευτικού συστήματος που υπηρετεί την καπιταλιστική κοινωνία.

9. Πεδία, Τομείς και Κριτήρια της Ποιότητας του Εκπαιδευτικού Έργου                                                                                                                                           

Α. Πεδίο 1ο: Εκπαιδευτικό Περιβάλλον:  (α) Διαπροσωπικές Σχέσεις και Προσδοκίες, (β) Παιδαγωγικό Κλίμα και (γ)  Οργάνωση της σχολικής Τάξης

Β. Πεδίο 2ο: Σχεδιασμός, Προγραμματισμός και Προετοιμασία Διδασκαλίας: (α) Μαθητής,  (β) Στόχοι και Περιεχόμενο και (γ) Διδακτικές Ενέργειες και Εκπαιδευτικά Μέσα

Γ. Πεδίο 3ο: Διεξαγωγή και Αξιολόγηση Διδασκαλίας: (α) Προετοιμασία των Μαθητών για τη Διδασκαλία, (β) Διδακτικές Ενέργειες και Εκπαιδευτικά Μέσα, (γ) Μαθησιακές Ενέργειες και (δ) Εμπέδωση και Αξιολόγηση της Νέας Γνώσης

Δ. Πεδίο 4ο: Υπηρεσιακή Συνέπεια και Επάρκεια: (α)  Τυπικές Υπαλληλικές Υποχρεώσεις,   (β) Συμμετοχή στη Λειτουργία της Σχολικής Μονάδας και (γ) Συνεργασία με Γονείς και Φορείς

Ε. Πεδίο 5ο: Τυπικά Προσόντα και Επιστημονική και Επαγγελματική Ανάπτυξη: (α) Τυπικά Προσόντα και Επιστημονική Ανάπτυξη και   (β) Επαγγελματική Ανάπτυξη.

10. «Ο Διευθυντής του σχολείου αξιολογεί το Πεδίο 4, την «υπαλληλική  συνέπεια και επάρκεια» του εκπαιδευτικού. Ο Σχολικός Σύμβουλος αξιολογεί τα υπόλοιπα τέσσερα πεδία, εκ των οποίων τα Πεδία 1 και 3, κατά το μεγάλο μέρος τους, με βάση την άμεση παρακολούθηση και τα υπόλοιπα των εν λόγω Πεδίων καθώς και τα Πεδία 2 και 5 με βάση τη συζήτησή του με τον εκπαιδευτικό και τα αντίστοιχα τεκμήρια (π.χ. πρακτικά συλλόγου διδασκόντων, βεβαιώσεις , στοιχεία ατομικού φακέλου κ.λπ.). Στοιχεία ανάλογα και προσωπικές εκτιμήσεις για την ποιότητα του έργου του μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να καταθέσει και ο ίδιος ο εκπαιδευτικός, συμπληρώνοντας την ίδια εσχάρα (φόρμα) που χρησιμοποιεί και ο αξιολογητής».

11. Όταν ένας εκπαιδευτικός αξιολογείται  από τον Σχολικό Σύμβουλο, τότε μετέχει στις παρακάτω φάσεις:

Α. Προ-αξιολογική φάση, όπου ο Σχολικός Σύμβουλος με τον εκπαιδευτικό συζητούν, προγραμματίζουν και προετοιμάζουν την παρακολούθηση των διδασκαλιών και  διευκρινίζονται πλήρως τα τυπικά θέματα (π.χ. ώρα, μέρα, τάξη, μάθημα) …

Β. Φάση παρακολούθησης διδασκαλιών και αξιολόγησης…

Γ. Φάση μετα-αξιολογικής συζήτησης και αναστοχασμού…

12.  Όλα μετριούνται με βάση τους νόμους της αγοράς

Ο προσδιορισμός των «δεικτών ποιότητας» για την ποιότητα της σχολικής εκπαίδευσης» είναι προϊόν μιας τεχνοκρατικής και ακραίας οικονομίστικης αντίληψης για την εκπαίδευση. Η λογική αυτή οδηγεί στην εφαρμογή μοντέλων αξιολόγησης και ελέγχου με «πιστοποιητικά ποιότητας» σύμφωνα με τα πρότυπα της βιομηχανίας και του εμπορίου.

Επιδιώκει να επικυρωθούν ως αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία της προσωπικότητας και νοητικές λειτουργίες των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, η πνευματική και επιστημονική συγκρότηση, η ικανότητα επικοινωνίας και ο τρόπος συμπεριφοράς, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία κ.ά. Όμως αυτή η μέτρηση των ανθρώπινων διανοητικών λειτουργιών γίνεται με βάση τις αρχές και τους στόχους του σχολείου της αγοράς.

Πέρα από τους μύθους της εξουσίας, η αλήθεια είναι ότι η επιστημονική συγκρότηση, η παιδαγωγική κατάρτιση και η διδακτική ικανότητα δεν είναι ποσοτικά μεγέθη που μπορούν να μετρηθούν. Γι' αυτό και δεν υπάρχουν μέθοδοι ή κριτήρια «αντικειμενικά» και «αξιοκρατικά».

13. «Το  θετικό Εκπαιδευτικό Περιβάλλον  είναι κατά μεγάλο μέρος δημιούργημα της προσωπικότητας του εκπαιδευτικού» γράφουν οι κρατικοί «σοφοί» μας. Στο νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους. Ξέρουν άλλα ως υπηρέτες της κρατικής εξουσίας δεν αναφέρουν ότι ο αμέτρητοι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που επηρεάζουν και συνδιαμορφώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και το εκπαιδευτικό έργο. Κοινωνική προέλευση, οικογενειακή κατάσταση, συνθήκες διαβίωσης και κατοικίας, υλικοτεχνική υποδομή σχολείου, αναλυτικά προγράμματα, τύπος εξετάσεων, σχολικά βιβλία, εκπαιδευτικό κλίμα, παιδαγωγικές μέθοδοι, τα πάντα γίνονται καπνός. «Αγνοούνται» οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες που διαμορφώνουν αντίξοες συνθήκες για την εκπαίδευση των μαθητών από τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα.

«Το να κατηγορούμε τους καθηγητές για τα άσχημα αποτελέσματα στα τεστ, σε αστικά σχολεία με υψηλά ποσοστά φτωχών και σαφώς μη προνομιούχων μαθητών, καταγόμενων από κακόφημες περιοχές και προερχόμενων από διαλυμένες οικογένειες, είναι σα να κατηγορούμε έναν αγρότη, επειδή είχε κακή συγκομιδή μετά από περίοδο ξηρασίας. Είναι σα να κατηγορούμε έναν οδηγό λεωφορείου επειδή δεν τήρησε τα δρομολόγια, ενώ μεγάλο μέρος της διαδρομής που έπρεπε να διανύσει ήταν πλημμυρισμένη». (Paul Street, Χτυπώντας το Νεοφιλελευθερισμό στο Σικάγο). 

14. Θέλουν αντια – αυταρχικό "super man" δάσκαλο σε αυταρχικό σχολείο!

Σε ένα σχολείο αυταρχικό που βασίζεται στις τιμωρίες, την κατηγοριοποίηση και τον αποκλεισμό θέλουν τον κακοπληρωμένο εκπαιδευτικό από θέση δημόσιου υπαλλήλου που στερείται θεσμικά κάθε δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών για την ανατροπή αυτών των συνθηκών, να είναι στην τάξη ένας "super man" και αντιαυταρχικός, στην ουσία ο μεγάλος «ένοχος» για την αδυναμία του κράτους και του σχολείου να ικανοποήσουν τις μορφωτικές ανάγκες των μαθητών: Έτσι: «εμπεδώνει δημοκρατικό στυλ επικοινωνίας και επίλυσης θεμάτων… υποστήριξη, ενθάρρυνση, υψηλές προσδοκίες, δημοκρατικό στιλ συλλογικές αποφάσεις, ενθαρρύνει κλίμα συλλογικότητας και πρωτοβουλίας, την ανάληψη  ομαδικών πρωτοβουλιών για την οργάνωση εκδηλώσεων και δράσεων για την επίλυση προβλημάτων και τη μελέτη θεμάτων… Συμμετέχει σε πρόγραμμα κοινωνικο-συναισθηματικού προσανατολισμού, όπως π.χ. πρόγραμμα για τη σχολική βία: Μετέχει ενεργά και στηρίζει με το έργο του το διοικητικό έργο της σχολικής μονάδας, μετέχοντας σε επιτροπές που αναλαμβάνουν  δράσεις προς όφελος της σχολικής μονάδας» Μα πάνω από όλα πειθήνιος και υπάκουος.

Mε δεδομένο, λοιπόν, ότι ορίζονται με κάθε λεπτομέρεια οι προδιαγραφές της διδακτικής μεθοδολογίας και τα πλαίσια, οι κατευθύνσεις και οι ενέργειες υποστήριξής της, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών έχει το ρόλο ελέγχου και συμμόρφωσης του εκπαιδευτικού και αποτελεί δείκτη ευθυγράμμισης σ' αυτές τις προδιαγραφές. Το κράτος ζητάει την παθητική τους υποστήριξη και την τήρηση του τύπου, δηλαδή, την εφαρμογή της επίσημα προτεινόμενης μεθόδου, τεχνικής μετάδοσης της σχολικής γνώσης. Mε άλλα λόγια, μέσα από τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες ελέγχου των εκπαιδευτικών υλοποιείται μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή και μια αντίληψη για την ιδεολογική χειραγώγηση του εκπαιδευτικού, με την επιβολή μιας κρατικής διδακτικής. Άλλωστε, μην ξεχνάμε, ότι σύμφωνα με τα νεότερα επιστημονικά πορίσματα γίνεται ευρύτερα αποδεκτή η αλήθεια: «Δεν υπάρχει κώδικας διδασκαλίας που να μπορεί να εφαρμοστεί παντού με τα ίδια αποτελέσματα, ούτε μπορεί να εξακριβωθεί επιστημονικά ποια διδασκαλία αποδίδει περισσότερο».

Όλοι οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουμε ότι εργαζόμαστε σε κινούμενη άμμο. Το υλικό μας αλλάζει από μέρα σε μέρα, από τμήμα σε τμήμα, από ώρα σε ώρα. Μόνο ανίδεοι ή υποκινούμενοι από σκοπιμότητα μπορούν να αναιρέσουν αυτές τις αλήθειες. H εκπαιδευτική διαδικασία και ο εκπαιδευτικός δεν μπορούν να διασπαστούν σε επιμέρους αξιολογούμενα στοιχεία και να μετρηθούν μέσα από 2 – 3 επισκέψεις του Σχολικού Συμβούλου στην τάξη ή από τη συμμετοχή σε σεμινάρια κ.λπ. H εκπαιδευτική διαδικασία έχει χαρακτήρα δυναμικό και όχι στατικό, επηρεάζεται από πλείστους όσους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς παράγοντες και άρα δεν μπορεί να διασπαστεί και να μετρηθεί.

15. Δεν είναι μια διαδικασία που οδηγεί στη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης. Διατυμπανίζουν: «Η αξιολόγηση έχει διαπιστωτικό, διαμορφωτικό, παιδαγωγικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα. ….Σκοπός του προτεινόμενου συστήματος αξιολόγησης είναι η βελτίωση της  ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου στις εκπαιδευτικές δομές και στα σχολεία της χώρας. που αποσκοπεί, διά της κριτικής και του αναστοχασμού στη βελτίωση του προσφερόμενου εκπαιδευτικού έργου από τα σύνολα και τα άτομα που εμπλέκονται/συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία». Από τη συζήτηση για την αξιολόγηση και την ποιότητα της εκπαίδευσης εξοβελίζεται το ερώτημα «ποιος έχει την εξουσία» στην εκπαίδευση και την κοινωνία, ποιος καθορίζει τα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία, ποιος οργανώνει τις εξετάσεις, ποιος φτιάχνει την εκπαιδευτική νομοθεσία, ποια είναι η συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε όλα αυτά. Για την κυρίαρχη τάξη «ποιότητα στην εκπαίδευση σημαίνει εύρυθμη λειτουργία του σχολείου της αγοράς που μεταδίδει μονομερείς ιδεολογικά γνώσεις από το «κρυφό σχολείο» μέχρι τον … «συνωστισμό της Σμύρνης».

Την ώρα που οι προσλήψεις στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκαίδευση είναι μόλις 225! και οι δαπάνες για την παιδεία κάθε χρόνο περικόπτονται φτάνοντας για το 2012 στο 2,51 % του ΑΕΠ μειωμένες κατά 1 δις 280 εκ. ευρώ είναι πρόκληση οι «σοφοί» του κράτους να μιλούν για «ποιότητα στην εκπαίδευση» Η αξιολόγηση όχι μόνο δεν έρχεται να συμβάλλει στη στήριξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας , όπως διατείνονται οι κρατικοί μύθοι αλλά την υπονομεύει ανοιχτά. Αποτελεί βασικό εργαλείο για τη συρρίκνωση του σχολικού δικτύου, την κατηγοριοποίηση των σχολείων σε «καλά» και «κακά», την ταξική διαφοροποίηση του μαθητικού πληθυσμού και την ένταση της ιδεολογικής και επιλεκτικής λειτουργίας της εκπαίδευσης. 

16. Όλα όσα αναφέρονται για δημοκρατικό –  συμμετοχικό μοντέλο, «εκπαιδευτικό συμβόλαιο» και τόσα άλλα ηχηρά, όπως: «Η οργάνωση και η λειτουργία του σχολείου βασίζεται στη διαμόρφωση ενός συμμετοχικού, συλλογικού και συνεργατικού πλαισίου εργασίας όλων των παραγόντων της σχολικής μονάδας», αφορούν τη «λογική» της «Έκθεσης ιδεών» και όχι την κοινωνική και εκπαιδευτική πραγματικότητα. Όλα αυτά δεν απαντούν στο βασικό πολλαπλό ερώτημα: ποιος ασκεί την εξουσία – ποιος – ποιον – τι – πώς και γιατί αξιολογεί; Ποιος καθορίζει τους «εθνικούς στόχους» και τα «κριτήρια»; Με άλλα λόγια η εκπαίδευση στο καπιταλιστικό σύστημα δε λειτουργεί για το «κοινό καλό», ούτε η σχολική γνώση είναι «ουδέτερη». Σε ένα ιεραρχικό – ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα  η αξιολόγηση δεν μπορεί παρά να είναι ιεραρχική – συμμορφωτική, συμπυκνώνει την ανισότητα διασφαλίζοντας τον ταξικό του ρόλο. Με άλλα λόγια μια αυταρχική πολιτική εξουσία μέσα από ένα ιεραρχικό, αυταρχικό άκρως κομματικοποιμένο διοικητικό μηχανισμό που λειτουργεί στη βάση των πελατειακών σχέσεων, της αναξιοκρατίας, της ρεμούλας και της διαφθοράς επιβάλλει το πλαίσιο της αξιολόγησης αποβλέποντας στην ιδεολογική χειραγώγηση – πειθάρχηση εκπαιδευτικών και μαθητών για να λειτουργεί η εκπαίδευση με βάση τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. 

17. Oι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε δικαίωμα να αντισταθούν στον ασφυκτικό έλεγχο του νεο-επιθεωρητισμού, όπως διανθίζεται με τα μέτρα και τους δείκτες σύμφωνα με τα πρότυπα της «ελεύθερης αγοράς». Γιατί «ο δάσκαλος που θα υποχρεωθεί να καταπνίξει τη σκέψη του θα γίνει διπλά σκλάβος ή θα καταντήσει ένας ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος, ανίκανος να μορφώσει άλλους» (Δ. Γληνός). Καμιά συμμετοχή σε διαβουλεύσεις και άλλες διαδικασίες που εξωραΐζουν το αυταρχικό πρόσωπο μιας αδίστακτης εξουσίας που δια πυρός και σιδήρου υλοποιεί μια πολιτική εξαθλίωσης του λαού και κονιορτοποίησης δικαιωμάτων και κατακτήσεων ολόκληρου αιώνα.

Παραφράζοντας τον Δ. Γληνό θα χαρακτηρίζαμε την αξιολόγηση ως τον «άταφο νεκρό» της εκπαίδευσης. Αν η κυβέρνηση, η Ε.Ε. και το κεφάλαιο θέλουν να πιστεύουν στη νεκρανάσταση για να οικοδομήσουν το σχολείο της αγοράς πάνω στα ερείπια του δημόσιου σχολείου, εμείς έχουμε κάθε λόγο να την θάψουμε όσο πιο βαθιά γίνεται.

Τώρα, οφείλουμε  απέναντι στο «νέο» σχολείο των δεξιοτήτων, της κατακερματισμένης γνώσης, της αγοράς, της εγκατάλειψης και της υποταγής, να προβάλλουμε το όραμά μας  για ένα άλλο σχολείο. Πραγματικά δημόσιο και δωρεάν που να ανταποκρίνεται στην ανάγκη του ανθρώπου να ανακαλύπτει τους νόμους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας, να τους χρησιμοποιεί για να καλυτερέψει την ανθρώπινη ζωή, που να δημιουργεί δημοκρατικά ελεύθερες προσωπικότητες, ανθρώπους που να μαθαίνουν να συνεργάζονται, να σέβονται τη διαφορετικότητα και να δουλεύουν συλλογικά για την προσωπική, αλλά και κοινωνική απελευθέρωση και ευτυχία. 

* O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκαπίδευσης» και του Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε.

ΠΗΓΗ: http://www.cleverclass.gr/portal/index.php/….80 [13-11-2012]

Ελλάδα & Ευρώπη στην παγίδα φτηνής εργασίας

Ελλά­δα και Ευ­ρώ­πη στην πα­γί­δα της φτη­νής ερ­γα­σίας


Συ­νέ­ντευ­ξη του καθηγητή Σάββα Ρομπόλη  [στον Παύ­λο Κλαυ­δια­νό – «Εποχή»]

 

Το τρί­το μνη­μό­νιο ο­λο­κλη­ρώ­νει το κα­τα­στρο­φι­κό έρ­γο

Λί­γες μέ­ρες με­τά την ψή­φι­ση του τρί­του μνη­μο­νίου, και ε­νώ συ­ζη­τεί­ται ο Προϋπο­λο­γι­σμός του 2013, το μέλ­λον της οι­κο­νο­μίας και της κοι­νω­νίας δια­γρά­φε­ται α­πελ­πι­στι­κό. Η στο­χο­προ­σή­λω­ση στην ε­σω­τε­ρι­κή υ­πο­τί­μη­ση με­τα­φρά­ζε­ται σε ε­σω­τε­ρι­κή διά­λυ­ση κοι­νω­νι­κής συ­νο­χής και πα­ρα­γω­γι­κού ι­στού.

Η α­νερ­γία τον Αύ­γου­στο ή­ταν α­νο­δι­κή. Έχου­με δε και μέλ­λον.

Τον Αύ­γου­στο ή­ταν 25,4%. Εμείς στο Ι­ΝΕ ΓΣΕΕ/Α­ΔΕ­ΔΥ, για τη μέ­ση α­νερ­γία του 2012 έ­χου­με κά­νει πρό­βλε­ψη ό­τι θα κυ­μαν­θεί στο 24%. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι στο τέ­λος του έ­τους θα φθά­σει στο 29%. Μάλ­λον αυ­τή η πρό­βλε­ψη θα προ­σεγ­γι­σθεί. Όμως το εν­δια­φέ­ρον εί­ναι να ε­πι­ση­μαν­θούν τρία – τέσ­σε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της.

Το πρώ­το, εί­ναι ό­τι ό­σες θέ­σεις ερ­γα­σίας δη­μιούρ­γη­σε η ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία το διά­στη­μα 2000 – 2009 χά­θη­καν την πε­ρίο­δο 2010 – 2012!

Το δεύ­τε­ρο εί­ναι ό­τι το 2008 οι α­πα­σχο­λού­με­νοι ή­ταν πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό τους μη α­πα­σχο­λού­με­νους, δη­λα­δή τους α­νέρ­γους μα­ζί με τον μη ε­νερ­γό πλη­θυ­σμό (παι­διά, συ­ντα­ξιού­χοι), κα­τά 800.000. Σή­με­ρα, με τα στοι­χεία του Αυ­γού­στου, βλέ­που­με ό­τι οι α­πα­σχο­λού­με­νοι εί­ναι λι­γό­τε­ροι α­πό τους μη α­πα­σχο­λού­με­νους κα­τά 126.229 ά­το­μα δη­λα­δή οι μη α­πα­σχο­λού­με­νοι εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ροι κα­τά πε­ρί­που 1 ε­κατ. α­πό τους ερ­γα­ζό­με­νους. Αυ­τή η σχέ­ση θα ε­πι­δει­νω­θεί το υ­πό­λοι­πο 2012 και το 2013. Αυ­τό θα έ­χει συ­νέ­πειες στα φο­ρο­λο­γι­κά έ­σο­δα, διό­τι οι μη α­πα­σχο­λού­με­νοι δεν πλη­ρώ­νουν φό­ρους, και στην κοι­νω­νι­κή α­σφά­λι­ση, διό­τι δεν πλη­ρώ­νουν και ει­σφο­ρές και στην κοι­νω­νι­κή συ­νο­χή, με την αύ­ξη­ση της φτώ­χειας του πλη­θυ­σμού. Aυ­τό ση­μαί­νει ό­τι συρ­ρι­κνώ­νο­ντας την α­πα­σχό­λη­ση με τα­χείς ρυθ­μούς και το 2012 – 2013, α­κό­μη και ό­λο το ει­σό­δη­μα των α­πα­σχο­λού­με­νων να το κά­νου­με φό­ρους και α­σφα­λι­στι­κές ει­σφο­ρές, δεν θα μπο­ρεί η ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία να ι­κα­νο­ποιή­σει τις α­νά­γκες των μη α­πα­σχο­λού­με­νων. Επο­μέ­νως, υ­πάρ­χει έ­να σο­βα­ρό διαρ­θρω­τι­κό πρό­βλη­μα που τα ε­πό­με­να χρό­νια θα ε­πι­δει­νω­θεί.

Το τρί­το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, εί­ναι ό­τι ε­νώ το 2010, το 2011 και αρ­χές του 2012 το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της α­νερ­γίας προ­ερ­χό­ταν α­πό τις φθί­νου­σες βιο­μη­χα­νι­κές πε­ριο­χές, τώ­ρα βλέ­που­με ό­τι προέρ­χο­νται α­πό τις ζω­ντα­νές οι­κο­νο­μι­κές πε­ριο­χές: βιο­μη­χα­νι­κή ζώ­νη Θεσ­σα­λίας, Οι­νο­φύ­των, Θρά­κη, Κε­ντρι­κή Μα­κε­δο­νία, Στε­ρεά. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι βιώ­σι­μες οι­κο­νο­μι­κές μο­νά­δες με με­γά­λο α­ριθ­μό ερ­γα­ζό­με­νων μπαί­νουν στη δια­δι­κα­σία εί­τε κλει­σί­μα­τος ή υ­πο­λει­τουρ­γίας με α­πο­λύ­σεις.

Το τέ­ταρ­το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι ό­τι υ­ψη­λή α­νερ­γία τον Αύ­γου­στο, που εί­ναι σε πλή­ρη α­νά­πτυ­ξη η του­ρι­στι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, προοιω­νί­ζε­ται με­γα­λύ­τε­ρη αύ­ξη­ση τους ε­πό­με­νους μή­νες. Όσοι λέ­νε ό­τι στα ε­πό­με­να δύο χρό­νια θα α­πορ­ρο­φη­θεί η α­νερ­γία, νο­μί­ζω θα ε­κτε­θούν. Η πρό­βλε­ψή μας εί­ναι το 2013 η στα­τι­στι­κή α­νερ­γία θα φθά­σει στο 29% ή 1.450.000 και η πραγ­μα­τι­κή στο 34% – 35% ή 1.750.000. Επο­μέ­νως η α­νερ­γία, η ύ­φε­ση και η φο­ρο­δια­φυ­γή, που α­να­δει­κνύο­νται κυ­ρίαρ­χα προ­βλή­μα­τα της χώ­ρας, εί­ναι η α­πόρ­ροια της πο­λι­τι­κής που ε­φαρ­μό­ζε­ται με τα μνη­μό­νια 1 και 2 και τώ­ρα με το 3.

Κα­τα­στρο­φι­κά για την οι­κο­νο­μία τα μέ­τρα

Να ε­ξε­τά­σου­με κα­ταρ­χάς τα μέ­τρα που ψη­φί­στη­καν. Τι ε­πι­πτώ­σεις θα έ­χουν κα­τά τη γνώ­μη σου;

Πρώ­τα α­π' ό­λα θα πα­ρα­τεί­νουν την ύ­φε­ση και θα αυ­ξή­σουν την α­νερ­γία. Εμείς προ­βλέ­που­με ύ­φε­ση για το 2013 πε­ρί­που 5,5% και μια μι­κρή α­νά­καμ­ψη το 2016 της τά­ξης του 0,5%. Η ε­πι­δεί­νω­ση στην α­πα­σχό­λη­ση συ­νε­πι­κου­ρεί­ται και α­πό ε­πι­δεί­νω­ση των μι­σθών – συ­ντά­ξεων, που έ­χουν μειω­θεί κα­τά 50% σε σχέ­ση με το 2009. Το εν­δια­φέ­ρον στοι­χείο στις έ­ρευ­νες που κά­νου­με για την ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία – στο σύ­νο­λό της, και στην πε­ρι­φέ­ρεια – εί­ναι ό­τι δια­πι­στώ­νου­με πως με­τά το 2016, '17, '18, έως το 2020 θα έ­χου­με το φαι­νό­με­νο που ο­νο­μά­ζου­με «ά­νερ­γη α­νά­καμ­ψη». Δη­λα­δή, θα έ­χου­με μι­κρή α­νά­καμ­ψη του Α­ΕΠ της τά­ξης του 1% με 1,5% αλ­λά και 2,5 ε­κατ. α­νέρ­γους. Που ση­μαί­νει ό­τι η α­νά­καμ­ψη που θα έλ­θει ε­δώ στην Ελλά­δα ή γε­νι­κά στην Ευ­ρώ­πη, θα προέρ­χε­ται α­πό ε­πεν­δύ­σεις στις νέες τε­χνο­λο­γίες, οι ο­ποίες δεν θα α­πορ­ρο­φούν ά­νερ­γο ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό πα­ρά μό­νο αν εί­ναι ε­ξει­δι­κευ­μέ­νο. Θα γί­νε­ται ε­πι­λεγ­μέ­νη α­πορ­ρό­φη­ση α­πό το α­πό­θε­μα της α­νερ­γίας. Στο Ι­ΝΕ θεω­ρού­με ό­τι κά­ποια στιγ­μή τα ευ­ρω­παϊκά συν­δι­κά­τα, και έ­χει γί­νει μια πρώ­τη συ­ζή­τη­ση, θα πρέ­πει να θέ­σουν το θέ­μα της μείω­σης των ω­ρών ερ­γα­σίας. Δεν θα υ­πάρ­χει άλ­λος τρό­πος μείω­σης της α­νερ­γίας.

Πα­ρα­δό­ξως, χρό­νια τώ­ρα δεν το θέ­τουν. Άρα­γε, έ­χουν α­πο­δεχ­θεί τους θρυ­λού­με­νους κιν­δύ­νους για μείω­ση της α­ντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας;

Τα συν­δι­κά­τα και στην Ελλά­δα και στην Ευ­ρώ­πη, με α­φορ­μή και το πεί­ρα­μα της Γαλ­λίας πα­λαιό­τε­ρα το έ­θε­ταν. Αντί­θε­τα α­πό την ά­πο­ψη του Σαρ­κο­ζί, ό­τι το 35ω­ρο βου­λιά­ζει τις ε­πι­χει­ρή­σεις και δεν αυ­ξά­νει την α­πα­σχό­λη­ση, δη­μιούρ­γη­σε 300.000 θέ­σεις. Όμως, ε­δώ δεν υ­πήρ­ξε κα­μιά α­ντα­πό­κρι­ση ού­τε α­πό τις ερ­γο­δο­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις ού­τε α­πό τις κυ­βερ­νή­σεις.

Τώ­ρα άρ­χι­σε να ω­ρι­μά­ζει σι­γά – σι­γά μια τέ­τοια θέ­ση;

Του­λά­χι­στον σε έ­να ε­πι­στη­μο­νι­κό – τε­χνι­κό ε­πί­πε­δο ε­ρευ­νη­τι­κών ιν­στι­τού­των των συν­δι­κά­των, ναι. Κά­ποια στιγ­μή θα έλ­θει και στα όρ­γα­να των συν­δι­κά­των και θα προω­θη­θεί. Αλλά ας ε­πα­νέλ­θου­με στις ε­πι­πτώ­σεις των δια­δο­χι­κών μέ­τρων. Θα α­πο­κτή­σουν με­γά­λο βά­ρος α­πό την ά­πο­ψη της ε­πι­δεί­νω­σης, της πλή­ρους α­πα­ξίω­σης της ερ­γα­σίας ως α­πο­τέ­λε­σμα της ε­φαρ­μο­γής των μνη­μο­νίων 1, 2 και τώ­ρα 3. Η α­νά­λυ­ση που κά­νου­με, με ό­ρους οι­κο­νο­μι­κούς, εί­ναι ό­τι μ' αυ­τά τα μέ­τρα μια οι­κο­νο­μία των νοι­κο­κυ­ριών και των ε­πι­χει­ρή­σεων με­τα­τρά­πη­κε σε οι­κο­νο­μία των δα­νει­στών. Η οι­κο­νο­μία αυ­τή τη στιγ­μή έ­χει δια­φο­ρο­ποιή­σει και τους στό­χους της και το πε­ριε­χό­με­νο. Το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του πλού­του που πα­ρά­γε­ται ή ε­ξοι­κο­νο­μεί­ται α­πό τις πε­ρι­κο­πές κα­τευ­θύ­νε­ται στο ε­ξω­τε­ρι­κό για την α­πο­πλη­ρω­μή του χρέ­ους.

Μό­νι­μες οι προ­σβο­λές του πα­ρα­γω­γι­κού ι­στού

Το ε­ρώ­τη­μα εί­ναι αν αυ­τές οι βλά­βες, αυ­τή η με­ταλ­λα­γή προσ­λά­βουν μό­νι­μα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά.

Εκτι­μώ ό­τι αυ­τές οι βλά­βες, αυ­τά τα νε­ο­πλά­σμα­τα, του­λά­χι­στον ως το 2020, θα εί­ναι ου­σια­στι­κά στοι­χεία των οι­κο­νο­μι­κών δο­μών στην Ελλά­δα. Γι' αυ­τό νο­μί­ζω ό­τι πρέ­πει να δια­μορ­φω­θεί μια ε­ναλ­λα­κτι­κή πο­λι­τι­κή, σε βρα­χυ­πρό­θε­σμο ε­πί­πε­δο, α­να­τρο­πής ή α­ντι­με­τώ­πι­σης αυ­τών των νε­ο­πλα­σμά­των που ε­γκα­θί­στα­νται στο οι­κο­νο­μι­κό σύ­στη­μα της χώ­ρας. Δια­φο­ρε­τι­κά, οι συ­νέ­πειες θα εί­ναι πο­λύ σο­βα­ρές. Θα πρό­κει­ται για μια οι­κο­νο­μία που θα μοιά­ζει μ' αυ­τές της Βό­ρειας Αφρι­κής. Το 2020 θα περ­πα­τά­με σε δρό­μους και πε­ζο­δρό­μια με λακ­κού­βες, δεν θα έ­χου­με κρε­βά­τια στα νο­σο­κο­μεία, θρα­νία στα σχο­λεία. Οι α­να­πτυ­ξια­κές, κοι­νω­νι­κές και πα­ρα­γω­γι­κές υ­πο­δο­μές της χώ­ρας θα συρ­ρι­κνω­θούν και δεν θα μπο­ρούν να κα­λυ­φθούν έ­στω οι στοι­χειώ­δεις α­νά­γκες του πλη­θυ­σμού.

Στο πλαί­σιο μιας τέ­τοιας πο­λι­τι­κής α­κό­μη και ζω­ντα­νές ε­πι­χει­ρή­σεις δεν μπο­ρούν να στα­θούν.

Κά­νου­με μια έ­ρευ­να στο Ι­ΝΕ για τις α­να­διαρ­θρώ­σεις, συγ­χω­νεύ­σεις κτλ σε κλά­δους, που εί­ναι σε ε­ξέ­λι­ξη αλ­λά ή­δη κά­ποια συ­μπε­ρά­σμα­τα συ­νά­γο­νται. Υπάρ­χει μια κα­τη­γο­ρία ε­πι­χει­ρή­σεων που ή­ταν πο­λύ μι­κρές και οι­κο­γε­νεια­κές οι ο­ποίες έ­κλει­σαν α­μέ­σως. Μια άλ­λη κα­τη­γο­ρία, ε­πι­χει­ρή­σεις εκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νες και ε­ξω­στρε­φείς, με κά­ποιες ε­πι­λε­κτι­κές α­πο­λύ­σεις και μείω­ση μι­σθών συ­ντη­ρού­νται α­κό­μη. Υπάρ­χουν και με­γά­λες, οι πο­λυε­θνι­κές, οι ο­ποίες, ι­διαί­τε­ρα στον κλά­δο τρο­φί­μων, με την αύ­ξη­ση των τι­μών τους εκ­με­ταλ­λεύο­νται πο­λύ τους κα­τα­να­λω­τές δια­τη­ρώ­ντας υ­ψη­λό ε­πί­πε­δο κέρ­δους. Και γι' αυ­τό, ε­νώ έ­χου­με μια πο­λι­τι­κή ε­σω­τε­ρι­κής υ­πο­τί­μη­σης -α­πα­ξίω­σης της ερ­γα­σίας και της οι­κο­νο­μίας ό­πως την ο­νο­μά­ζου­με ε­μείς- ταυ­τό­χρο­να έ­χου­με αύ­ξη­ση των τι­μών. Αυ­τό ι­σχύει ει­δι­κά στον κλά­δο των τρο­φί­μων, με τις μο­νο­πω­λια­κές του δο­μές.

Βε­βαίως, α­ξιο­ποιούν και το γε­γο­νός ό­τι στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία τα τε­λευ­ταία εί­κο­σι χρό­νια α­σκεί­ται μια πο­λι­τι­κή, μέ­σα στο ευ­ρω­παϊκό μο­ντέ­λο της ά­νι­σης α­νά­πτυ­ξης. Δη­λα­δή οι βό­ρειες χώ­ρες της ΕΕ να πα­ρά­γουν α­γρο­τι­κά, βιο­μη­χα­νι­κά προϊό­ντα και υ­πη­ρε­σίες ε­νώ οι νό­τιες μό­νο του­ρι­σμό και υ­πη­ρε­σίες, που εί­χε ως συ­νέ­πεια αυ­τή τη στιγ­μή στην Ελλά­δα α­πό τα προϊό­ντα που κα­τα­να­λώ­νου­με μό­νο το 27% πα­ρά­γε­ται εγ­χω­ρίως και το 73% ει­σά­γε­ται. Εφό­σον ει­σά­γε­ται, οι πο­λυε­θνι­κές που δια­χει­ρί­ζο­νται τις ει­σα­γω­γές αυ­τό το εκ­με­ταλ­λεύο­νται, γι' αυ­τό έ­χου­με βύ­θι­ση των μι­σθών και αύ­ξη­ση των τι­μών. Η ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία έ­χει με­τα­σχη­μα­τι­στεί έ­τσι που τα δύο ε­πό­με­να χρό­νια, εάν σή­με­ρα οι έλ­λη­νες πο­λί­τες θα γνω­ρί­σουν τον τυ­φώ­να της ε­σω­τε­ρι­κής υ­πο­τί­μη­σης. Συ­ντε­λεί­ται μια με­τάλ­λα­ξη του κρά­τους πρό­νοιας προς το κρά­τος φι­λαν­θρω­πίας.

Από το κρά­τος πρό­νοιας στη φι­λαν­θρω­πία

Ει­δι­κά το μνη­μό­νιο 3 νο­μί­ζω ό­τι δί­νει έμ­φα­ση στην α­πο­δό­μη­ση του κρά­τους πρό­νοιας.

Έχου­με στα­δια­κή με­τάλ­λα­ξη του κρά­τους πρό­νοιας σε κρά­τος φι­λαν­θρω­πίας. Το κρά­τος πρό­νοιας στην Ελλά­δα ή­ταν υ­πο­τυ­πώ­δες. Αυ­τή την τά­ση, ό­ντως, την ο­λο­κλη­ρώ­νουν τα μέ­τρα του τρί­του μνη­μο­νίου. Σε σχέ­ση με τα προ­η­γού­με­να, στη στό­χευ­σή του προ­στί­θε­νται και οι κοι­νω­νι­κές δα­πά­νες. Στην πο­ρεία, βέ­βαια, θα α­να­τρα­πούν οι στό­χοι του. Π.χ. με τις προ­βλε­πό­με­νες πε­ρι­κο­πές συ­ντά­ξεων προσ­δο­κούν να ε­ξοι­κο­νο­μή­σουν 5,5 δισ. ευ­ρώ, για να βρουν πό­ρους να χρη­μα­το­δο­τή­σουν το σύ­στη­μα το 2013. Όμως, α­πό την αύ­ξη­ση και μό­νο της α­νερ­γίας, το 2013 τα α­σφα­λι­στι­κά τα­μεία θα έ­χουν α­πώ­λειες 6 δισ. ευ­ρώ! Επο­μέ­νως, το 2013 το α­σφα­λι­στι­κό σύ­στη­μα θα βρε­θεί πά­λι σε δει­νή οι­κο­νο­μι­κή θέ­ση, η ο­ποία ε­πί­σης θα ε­πι­δει­νω­θεί και α­πό τη μείω­ση των ε­πι­χο­ρη­γή­σεων του κρά­τους. Το 2012 έ­δω­σε στο Ι­ΚΑ 3,2 δισ. ευ­ρώ και το 2013 θα δώ­σει 2,2 δισ. Πού θα βρει το Ι­ΚΑ πό­ρους να α­ντα­πο­κρι­θεί στις υ­πο­χρεώ­σεις του;

Το ί­διο ι­σχύει και με τα φάρ­μα­κα. Έλε­γαν ό­τι το 2009 εί­χα­με φαρ­μα­κευ­τι­κή δα­πά­νη 6,5 δισ. ευ­ρώ και ό­τι δεν μπο­ρεί μια χώ­ρα με 3,5 ε­κατ. νοι­κο­κυ­ριά να έ­χει τό­σο υ­ψη­λή δα­πά­νη. Όμως, αυ­τή τη στιγ­μή το μνη­μό­νιο προ­γραμ­μα­τί­ζει η δα­πά­νη να φτά­σει στα 2,8 δισ. ευ­ρώ. Πλέ­ον, δεν θα μι­λά­με για πο­λι­τι­κές φαρ­μά­κου και φάρ­μα­κα που θα θε­ρα­πεύουν, για­τί μέ­σα στη συλ­λο­γι­στι­κή αυ­τής της μείω­σης δεν υ­πήρ­χε η συλ­λο­γι­στι­κή της α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας της φαρ­μα­κευ­τι­κής θε­ρα­πείας και της υ­γειο­νο­μι­κής α­πο­κα­τά­στα­σης των α­σθε­νών, αλ­λά η στρα­τη­γι­κή της φθη­νής λύ­σης. Σε μια με­λέ­τη μας για τη λει­τουρ­γία και ορ­γά­νω­ση του Ε­Ο­ΠΥΥ, η κρι­τι­κή μας εί­ναι ό­τι, ε­νώ ε­μείς εί­μα­στε υ­πέρ του ε­ξορ­θο­λο­γι­σμού των τα­μείων υ­γείας ά­ρα και της δη­μιουρ­γίας του Ε­Ο­ΠΥΥ, αυ­τό το θέ­λου­με με ό­ρους και προϋπο­θέ­σεις. Τε­λι­κά, α­πο­δείχ­θη­κε ό­τι εί­ναι μια ε­πι­λο­γή της φθη­νής λύ­σης και ε­πο­μέ­νως ση­μαί­νει ό­τι με­γα­λώ­νει το χά­σμα α­νά­με­σα στη δυ­να­μι­κή ι­κα­νο­ποίη­σης των υ­γειο­νο­μι­κών α­να­γκών και στις πραγ­μα­τι­κές υ­γειο­νο­μι­κές α­νά­γκες του πλη­θυ­σμού. Αυ­τό, τα ε­πό­με­να χρό­νια, συ­νε­πά­γε­ται ό­τι έ­να μέ­ρος του πλη­θυ­σμού που θα έ­χει την ει­σο­δη­μα­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα, θα κα­τα­φεύ­γει στον ι­διω­τι­κό το­μέα υ­γείας.

Και το υ­πό­λοι­πο;

Το υ­πό­λοι­πο θα κι­νεί­ται, στο πλαί­σιο ε­νός κρά­τους φι­λαν­θρω­πίας, στο δη­μό­σιο νο­σο­κο­μείο, το ο­ποίο θα υ­πο­λει­τουρ­γεί. Η κοι­νω­νία των δύο τρί­των, εν τέ­λει, θα με­τα­σχη­μα­τι­σθεί σε κοι­νω­νία του ε­νός τρί­του. Δη­λα­δή, το έ­να τρί­το μό­νο του πλη­θυ­σμού θα εί­ναι αυ­τό που θα μπο­ρεί να α­να­πα­ρά­γε­ται βιο­λο­γι­κά, κοι­νω­νι­κά, πο­λι­τι­στι­κά κ.λπ., και τα δύο τρί­τα θα εί­ναι στο πε­ρι­θώ­ριο της α­νερ­γίας, της φτώ­χειας. Έχω δια­μορ­φώ­σει την ά­πο­ψη ό­τι οι χώ­ρες του ευ­ρω­παϊκού διευ­θυ­ντη­ρίου θέ­λουν να με­τα­τρέ­ψουν την α­να­το­λι­κή και τη με­σο­γεια­κή Ευ­ρώ­πη σε μια Κί­να της Ευ­ρώ­πης. Δη­λα­δή, να έ­χου­με την ΕΕ των 27, που στον ε­σω­τε­ρι­κό πυ­ρή­να θα λει­τουρ­γεί με αυ­τό που ο­νο­μά­ζου­με ευ­ρω­παϊκό κε­κτη­μέ­νο, και στους υ­πό­λοι­πους αυ­τό το κε­κτη­μέ­νο εί­τε στο κοι­νω­νι­κό κρά­τος, εί­τε στους μι­σθούς, εί­τε στους ό­ρους ερ­γα­σίας, εί­τε α­κό­μη και σε ό­ρους οι­κο­νο­μίας, θα α­να­τρα­πεί. Θα μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο με αυ­τό της Β. Αφρι­κής. Εί­ναι η κρί­σι­μη πα­γί­δα ό­που ο­δη­γεί­ται η Ευ­ρώ­πη, η πα­γί­δα της φθη­νής ερ­γα­σίας και της δια­μόρ­φω­σης ε­νός κρά­τους φι­λαν­θρω­πίας.

ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 12 Νοεμβρίου 2012, www.epohi.gr