Σκέψεις για την απριλιανή δικτατορία

Σκέψεις για την απριλιανή δικτατορία

 

Του Δημήτρη Μπελαντή

 

Η επιβολή της δικτατορίας το 1967 ήταν από την μια πλευρά συνέχεια και από την άλλη τομή σε σχέση με το προδικτατορικό κοινοβουλευτικό καθεστώς.

Ήταν σε μεγάλο βαθμό συνέχεια, καθώς το καθεστώς ανάμεσα στο 1949 και το 1967 είχε έντονα αυταρχικά και αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά και στηριζόταν στον πλήρη αποκλεισμό της ηττημένης Αριστεράς από την κοινωνική και πολιτική ζωή  και την καταστολή της (διαρκής εφαρμογή του ν. 509/47 κατά της νομιμοποίησης του ΚΚΕ). Ήταν μια μορφή κοινοβουλευτικού κράτους έκτακτης ανάγκης, όπου το κοινοβούλιο είχε έναν αντικειμενικά συρρικνωμένο ρόλο.

Όπως έχουν δείξει αρκετοί αναλυτές (ενδεικτικά σε: Δ. Χαραλάμπη «Στρατός και πολιτική εξουσία», Αθήνα 1985 κ.π.α.), το  μετεμφυλιακό καθεστώς στηρίχθηκε σε μια τριαδική εξισορρόπηση ανάμεσα στα βασικά κέντρα εξουσίας του στρατού, του παλατιού και του αμερικάνικου παράγοντα. Οποιαδήποτε απόπειρα να πληγεί καθοριστικά ο ένας από τους τρεις πυλώνες, ενείχε τον κίνδυνο κατάργησης του συνολικού μετεμφυλιακού οικοδομήματος. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η έντονη λαϊκή αμφισβήτηση του ρόλου της μοναρχίας το 1965-1966 (Ιουλιανά), και λόγω των «ακροτήτων» της τελευταίας, όξυνε την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, αποδιάρθρωσε τα αστικά κόμματα και απονομιμοποίησε τον επιδιαιτητικό ρόλο του παλατιού μέσα στην ηγεμονική πολιτική οργάνωση αλλά και την όλη ηγεμονική οργάνωση. Η κινητοποίηση των μαζών σε αντιμοναρχική βάση έθετε σε δύσκολη θέση όχι μόνο την Δεξιά αλλά και το Κέντρο, στον βαθμό που η σύγκρουσή του με την μοναρχία κινητοποιούσε τάξεις και στρώματα που παλαιότερα εκφράζονταν μέσα από την Αριστερά, και αργότερα και μέσα από την Αριστερά του Κέντρου, σε μια δημοκρατική τροχιά κατάργησης των δομών του μετεμφυλιακού κράτους. Μια εκλογική νίκη του Κέντρου τον Μάιο του ΄67 θα βιωνόταν ως το τέλος της «αντικομμουνιστικής έκτακτης ανάγκης» (βλ. και σε Χρ. Βερναρδάκη – Γ.Μαυρή «Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα», Αθήνα 1991). 

Καθώς η άρχουσα τάξη δεν είχε μάθει ακόμη να κυβερνά διαφορετικά, αναγόρευσε τον στρατό σε βασικό σωτήρα και συνεχιστή του μετεμφυλιακού κράτους (έναντι του «κομμουνιστικού κινδύνου»). Αυτή η γραμμή δεν επιβλήθηκε απλώς στην άρχουσα τάξη από τον αμερικάνικο παράγοντα, αλλά συγκαθορίσθηκε από την σύγκλιση  των συμφερόντων του αστισμού με τα πολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή.   

Από την άλλη πλευρά, η δικτατορία του 1967-1974 αποτελούσε και τομή, αφού ο πυρήνας της «εξαίρεσης» αποδεσμευόταν και απαλλασσόταν από την κοινοβουλευτική νομιμοποίηση και τις ελάχιστες ελευθερίες πολιτικής οργάνωσης και δράσης, που εμπεριείχε το Σύνταγμα του 1967. Ο στρατός καλούνταν τώρα να εκφράσει το σύνολο των ηγεμονικών αστικών πολιτικών, να νομιμοποιήσει και επιβάλει το αστικό καθεστώς, να το προσδέσει στην δική του λογική διακυβέρνησης, αλλά και να συμπεριλάβει/ διαχειριστεί στο εσωτερικό του (του στρατού) τις αντιφάσεις του συνασπισμού εξουσίας. Καθώς οι αντιφάσεις αυτές αντανακλώνταν πλέον εντός του στρατού, τέθηκε ζήτημα να αποκτήσει το καθεστώς γραμμή στρατηγικής επιβίωσης. Αυτή η σύγκρουση από ένα σημείο και μετά εκφράσθηκε ως σύγκρουση ανάμεσα στην διατήρηση του καθεστώτος σε μια «σκληρυμένη» μορφή (π.χ. κατά το πρότυπο της πρώτης εικοσαετίας του Φράνκο), και στον σταδιακό μετασχηματισμό του σε έναν κοινοβουλευτισμό υπό τον έλεγχο του στρατού, όπως συνέβη και στην Τουρκία μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Η διαμάχη αυτή αποδόθηκε από τον Ν. Πουλαντζά στην αντιπαράθεση μιας εξαρτημένης και κομπραδόρικης  αστικής μερίδας  και μιας ενδογενούς και πιο ανεξάρτητης αστικής μερίδας («Κρίση των Δικτατοριών», Αθήνα 1977).  Θεωρούμε ότι αυτή η προσέγγιση δεν ήταν πειστική, αλλά ότι οι διαφωνίες μέσα στην αστική τάξη και στην μονοπωλιακή ηγεμονική μερίδα αφορούσαν κυρίως τον τρόπο και την δυνατότητα κατάκτησης μιας  κοινωνικής συναίνεσης, που θα έδινε  ανάσα στο μετεμφυλιακό κράτος και στον κυρίαρχο ρόλο του στρατού για αρκετά χρόνια.

Ιδίως με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και την πρώτη ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων μετά το 1971-72, αλλά και λόγω της διεθνούς απομόνωσης της χώρας καθώς και της ανάπτυξης θυλάκων αστικής  αντιπολίτευσης μέσα στις ένοπλες δυνάμεις (κίνημα Ναυτικού), το ζήτημα της προοπτικής του καθεστώτος απέκτησε βαρύνουσα σημασία. Εδώ, ας επισημανθεί ότι το πείραμα «φιλελευθεροποίησης της δικτατορίας» με τον Παπαδόπουλο «Πρόεδρο Δημοκρατίας» (καλοκαίρι 1973) και την προοπτική  ελεγχόμενων εκλογών, έθελξε τμήματα των αστών πολιτικών, αλλά και σημαντικά  τμήματα της Αριστεράς (ιδίως την πλειοψηφούσα μετά το 72-73 «δεξιά» τάση του ΚΚΕ Εσωτερικού), με την θεώρηση ότι ο «μετασχηματισμός» χωρίς ρήξη θα οξύνει τις αντιφάσεις της δικτατορίας και θα ευνοήσει την αποσάρθρωσή της. Τελικά, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η μαζική λαϊκή εξέγερση της Αθήνας (δηλαδή το Πολυτεχνείο, που δεν περιείχε μόνο φοιτητική αντίσταση αλλά και όψεις άμεσης βίαιης σύγκρουσης των εργατικών μαζών με τους πραιτωριανούς του καθεστώτος, όπως επισημαίνουν τα χρονικά αυτού του αγώνα) ανέτρεψε την «φιλελευθεροποίηση Μαρκεζίνη» και έκοψε την δυνατότητα να «ομαλοποιηθεί» η εξουσία του στρατού και η σχέση της με τα κυριαρχούμενα στρώματα και τάξεις. Ο στρατός πέρασε  μετά τον Νοέμβρη σε μια πιο σκληρυμένη μορφή διακυβέρνησης (Ιωαννίδης), που οδήγησε στο Κυπριακό και  την κατάρρευση της χούντας. Το ότι το Πολυτεχνείο ανέτρεψε τον σχεδιασμό του στρατού χωρίς να νικήσει στρατηγικά, συνδέεται τόσο με ανωριμότητες κοινωνικές/αντικειμενικές, όσο και με την υποκειμενική  στρατηγική αδυναμία των αριστερών σχηματισμών μέσα στην δικτατορία, σχηματισμών που μέσα στα όρια μιας γενιάς υπέστησαν δυο συντριπτικές ήττες (1949, 1967). Η μη νίκη του Πολυτεχνείου καθόρισε και τα ταξικά όρια της Μεταπολίτευσης.

Ένα τελευταίο ζήτημα αφορά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της απριλιανής χούντας, που στον καιρό της χαρακτηρίσθηκε από την Αριστερά συνθηματολογικά ως «φασιστική». Πέρα από την θετική αξία και χρήση αυτού του συνθήματος τότε, η δικτατορία (όπως και η προηγούμενη του Μεταξά – αν και εδώ η επιρροή του φασισμού ήταν εντονότερη) δεν είχε φασιστικό χαρακτήρα. Όπως έχει πειστικά εξηγηθεί, η δικτατορία  του '67 κυριαρχούνταν από το ακροδεξιό ιδεολογικό υπόστρωμα του Εμφυλίου (επιθετικός εθνικισμός, αντικομμουνιστικό κράτος, θρησκευτικές και οικογενειακές αξίες κλπ), αλλά  οι συγκυριακές της τοποθετήσεις και εκφορές δεν είχαν άμεσα φασιστικά στοιχεία (π.χ. αντιπλουτοκρατισμός, αντίθεση στο χρηματιστικό κεφάλαιο, αντισημιτισμός, ρητή λατρεία της βίας κλπ), πολύ περισσότερο δε, δεν υπήρξε μαζική κινητοποίηση/οργάνωση  του πληθυσμού και της νεολαίας υπέρ του καθεστώτος ούτε ένα πραγματικό μαζικό κίνημα αναφερόμενο σε μια «κοινότητα των ισχυρών» (όπως η Φάλαγγα στην δικτατορία του Φράνκο). Αντίθετα, η δικτατορία καλλιέργησε την πλήρη παθητικότητα, τον ατομικισμό και την λογική του ατομικού και ανταγωνιστικού μοντέλου ευημερίας-με επίκεντρο τα μεσαία στρώματα. Όσο για την ακραία βία που άσκησε πάνω στην Αριστερά (βασανιστήρια, δολοφονίες κλπ), μάλλον την απέκρυψε παρά βγήκε να την διαλαλήσει, όπως οι κλασικοί παράγοντες του φασισμού.

Πέρα από τις «εθνικές αξίες», η έμπρακτη ιδεολογία της χούντας ήταν η ψυχροπολεμική αναφορά στον «ελεύθερο κόσμο» και τις αξίες του, η προβολή των δημοσίων έργων και η καλλιέργεια μιας ψευδαίσθησης ευημερίας του «μεσαίου χώρου», την ίδια στιγμή που η πολιτική της καθήλωσε για χρόνια τα μεροκάματα και τις εργατικές διεκδικήσεις.

 

ΠΗΓΗ: http://www.rednotebook.gr/details.php?id=7731

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.