Διαμαρτυρία για μια επισκοπική αυθαιρεσία…

Διαμαρτυρία για μια επισκοπική αυθαιρεσία

 

Εκατοντάδων Ορθοδόξων…*

 

Στις 9 Ιανουαρίου 2013 αναρτήθηκε στο διαδίκτυο (http://www.amen.gr/article11916) έκκληση 26 πιστών χριστιανών προς όλα τα εμπλεκόμενα στην υπόθεση της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως Ναυπάκτου μέρη, στην οποία με σεβασμό παρακαλούσαν να καταβληθή κάθε προσπάθεια για να θεραπευθή το πρόβλημα και να μην οδηγηθούμε σε σχίσμα. Ένας εκ των υπογραψάντων ήταν και ο πρωτοπρεσβύτερος της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς π. Γεώργιος Δορμπαράκης, φιλόλογος και θεολόγος, κληρικός έγκριτος και αξιοσέβαστος, με πλούσια ποιμαντική και συγγραφική δραστηριότητα.

Στις 11 του μηνός αναγράφηκε στο διαδίκτυο (http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/2013/01/blog-post_11.html) ότι ο Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ απαίτησε (δι' άλλου προσώπου) από τον π. Γεώργιο, την επόμενη κιόλας μέρα της ανάρτησης, να αναζητήσει άλλη Μητρόπολη διότι ετόλμησε να συνυπογράψει την έκκληση. Κάποιοι εξ ημών επικοινωνήσαμε με τον π. Γεώργιο και μας επιβεβαίωσε την είδηση. Παρά το γεγονός ότι τυπικά εμφαίνεται σαν αίτημά του να λάβει απολυτήριο, η αλήθεια είναι ότι εξαναγκάστηκε να το κάνει επειδή του ζητήθηκε και για να μην παραμείνει υπό την σοβαρή δυσμένεια του μητροπολίτη.

Το μυαλό μας αδυνατεί να συλλάβει το νόημα μιάς τέτοιας απόφασης. Διώκεται στην Εκκλησία μας η ελευθερία της γνώμης; Μήπως έχει ποινικοποιηθή η ειρηνευτική πρωτοβουλία και έκκληση; Με ποιά λογική τιμωρείται ένας ανεπίληπτος και υποδειγματικός κληρικός επειδή συμμετείχε σε μια ευγενική δημόσια έκκληση για ένα χρόνιο πρόβλημα που πληγώνει την Εκκλησία; Πώς είναι δυνατόν να στερούνται τόσοι χριστιανοί τον ποιμένα τους με μια αιφνίδια απόφαση του μητροπολίτη, χωρίς έστω μια προσωπική ακρόαση προηγουμένως;

Ο γνωστός ανά το πανελλήνιο για το εκκλησιαστικό του φρόνημα π. Γεώργιος Δορμπαράκης προφανώς μοιράστηκε στην έκκληση μαζί με άλλους την κοινή αγωνία εξ αιτίας της ποιμαντικής του συνειδήσεως. Πολύ συχνά Έλληνες Ορθόδοξοι κληρικοί παρεμβαίνουν στα δημόσια πράγματα, ακόμη και στα εκκλησιαστικά, με γραπτό λόγο ή στα ηλεκτρονικά μέσα, ενίοτε με τρόπο λιγώτερο συγκρατημένο και ευγενικό από την συγκεκριμένη έκκληση, χωρίς όμως να εκφράσουν κάποια ενόχληση οι Ιεράρχες μας- και πολύ ορθά.

Η δημόσια αυτή διαμαρτυρία μας δεν στοχεύει στην αποκατάσταση του π. Γεωργίου Δορμπαράκη στην ενορία του, κάτι που ο ίδιος άλλωστε μάς απέκλεισε υπό τις κρατούσες σήμερα συνθήκες. Αποσκοπεί όμως στη ευαισθητοποίηση του πληρώματος της Εκκλησίας, του ιερού κλήρου, αλλά και των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών απέναντι σε φαινόμενα αυθαιρεσίας και εξουσιαστικής βίας, τα οποία (περιττό να το τονίσουμε) δεν γίνονται πλέον ανεκτά από τους πιστούς όπως στο παρελθόν. Ιδίως μέσω της θεολογικής ανανέωσης των τελευταίων δεκαετιών έγινε φανερό πλέον πως τέτοιες πρακτικές υποσκάπτουν αυτή καθ' εαυτή την φύση της Εκκλησίας και του σωστικού μηνύματός της.

Η ευχή και η προσευχή μας είναι να χρειάζονται στο εξής όλο και λιγώτερες παρεμβάσεις οι οποίες θα στοχεύουν στο να εμποδίσουν και να αναιρέσουν ενέργειες που διαταράσσουν την Εκκλησία και παραχαράσσουν το ορθόδοξο φρόνημα.

 

* Σημείωση: Η συλλογή υπογραφών άρχισε την Δευτέρα 21 Ιανουαρίου και παρά τον αθρόο ρυθμό της τερματίσθηκε, όπως είχε προαναγγελθή, τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 24.

 

1.     Αηδόνης Αριστοτέλης, καθηγητής φυσικός (Μιλάνο)

2.     Αναγνωστόπουλος Δημήτριος, παιδοψυχίατρος, αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών (Ν. Σμύρνη)

3.      Ανδριόπουλος Παναγιώτης, καθηγητής θεολόγος (Αθήνα)

4.      Αντωνόπουλος Βασίλειος, καθηγητής θεολόγος (Χαλάνδρι)

5.      Αποστολίδης Απόστολος, μηχανικός (Μαρούσι)

6.      Αργυρόπουλος Ανδρέας, , σχολικός σύμβουλος θεολόγων(Κοζάνη)

7.      Αργυρόπουλος Χρήστος, ιδιωτικός υπάλληλος (Αθήνα)

8.     Αρμενάκης Ιωάννης, καθηγητής ηλεκτρολόγος μηχανικός (Σαλαμίνα)

9.     Βαβούρης Δημήτριος, δημόσιος υπάλληλος (Περιστέρι)

10.                  Βαρβατσούλιας Γεώργιος, διδάκτωρ θεολογίας, ψυχολόγος, συνεργάτης Πανεπιστημίου  Glyndwr (Λονδίνο)

11.                  πρωτ. Βασιλάκος Σπυρίδων, θεολόγος (Θήβα)

12.                  Βασιλόπουλος Κοσμάς, υπάλληλος υπουργείου Οικονομικών (Μαρούσι)

13.                  Βλαχάκος Ευάγγελος, ψυχολόγος (Γλυφάδα)

14.                  Βλάχος Ιωάννης, συνταξιούχος (Ιωάννινα)

15.                  Βουλγαράκη Ευαγγελία, διδάκτωρ θεολογίας (Ν. Πεντέλη)

16.                  Γαζέτας Ιωάννης, συνταξιούχος (Πεύκη)

17.                  Γαζέτας Νικόλαος, ελεύθερος επαγγελματίας (Αθήνα)

18.                  Γαλάνης Βασίλειος, φυσικός (Πάτρα)

19.                  Γεωργαλής Ηλίας, οδοντίατρος (Αστακός Αιτωλοακαρνανίας)

20.                  Γιαμαλής Δημήτριος, οδοντίατρος (Αίγινα)

21.                  Γιαννόπουλος Ανδρέας, εκπαιδευτικός (Πάτρα)

22.                  Γιουβάνογλου Δέσποινα, καθηγήτρια χημικός (Σαλαμίνα)

23.                  Γκαμαράζη Νερατζούλα, χημικός μηχανικός (Χαλάνδρι)

24.                  Γκούστης Μάνος, ιδιωτικός υπάλληλος (Βριλήσια)

25.                  Γούλας Απόστολος, καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ (Θεσσαλονίκη)

26.                  Δασκαρόλη Αναστασία, επίκουρη καθηγήτρια γερμανικής φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών (Κηφισιά)

27.                  Δεσύλλας Μάριος, γεωπόνος, συγγραφέας (Άλιμος)

28.                  Δημητρακάκη Μαρία, ιδιωτικός υπάλληλος (Ζωγράφου)

29.                  Ερρίπης Κωνσταντίνος, θεολόγος, ιατρός (Σταμάτα Αττικής)

30.                  Ζαχαριάδης Θεόδωρος, φυσικός, επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου (Λευκωσία)

31.                  Ζουμπουλάκης Σταύρος, φιλόλογος, πρόεδρος Δ.Σ. Ιδρύματος ‘Αρτος Ζωής' (Ζωγράφου)

32.                  Ηλιόπουλος Χρήστος, φυσικομαθηματικός, υποψήφιος διδάκτωρ πολιτικής φιλοσοφίας (Ν. Σμύρνη)

33.                  Θεοτοκάτου Σοφία, φιλόλογος (Μαρούσι)

34.                  πρωτ. Θεοφίλου Δημήτριος, υποψήφιος διδάκτωρ θεολογίας (Ιτέα)

35.                  πρωτ. Θερμός Βασίλειος, παιδοψυχίατρος, διδάκτωρ θεολογίας (Παλλήνη)

36.                  Θωμοπούλου Αγγελική, συνταξιούχος δημοσίου (Ναύπακτος)

37.                  Ισόπουλος Αναστάσιος, ιδιωτικός υπάλληλος (Ηράκλειο Αττικής)

38.                  Ιωαννίδου Ευρυδίκη, ιδιωτικός υπάλληλος (Αθήνα)

39.                  Καλογεράκη Χρύσα, φυσίατρος (Χανιά)

40.                  Καλουπτσή Αντωνία, ψυχολόγος (Βύρωνας)

41.                  Καλουπτσή Ελένη, οικιακά (Βύρωνας)

42.                  Καλουπτσή Ευαγγελία, τραπεζικός υπάλληλος (Αθήνα)

43.                  Καλουπτσής Πολυχρόνης, αξιωματικός ε.α. (Βύρωνας)

44.                  Κανελλόπουλος Μιχαήλ, υπεύθυνος αθλητισμού (Ντόχα, Κατάρ)

45.                  Κανελλοπούλου Πανωραία, καθηγήτρια θεολόγος, σύμβουλος ψυχικής υγείας (Κόρινθος)

46.                  Καπογιάννη Δέσποινα, φιλόλογος, διευθύντρια Αρσακείου Γυμνασίου (Ντράφι)

47.                  Καπογιάννης Δημήτριος, νομικός, καθηγητής ΤΕΙ Μεσολογγίου (Πάτρα)

48.                  Καραϊβάζογλου Ευστράτιος, δημόσιος υπάλληλος (Υμηττός)

49.                  Καραϊβάζογλου Κυριακή, οικιακά (Υμηττός)

50.                  Καρακασίδης Ιωάννης, ιατρός (Λάρισα)

51.                  Καραταράκης Εμμανουήλ, καθηγητής φυσικός (Χανιά)

52.                  Καρκανιάς Αθανάσιος, ψυχίατρος, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής νοσοκομείου ‘Σωτηρία' (Καρέας)

53.                  Καρπούζης Νικόλαος, λιθογράφος (Αθήνα)

54.                  Κατούφα Ευγενία, δημοσιογράφος ΕΡΑ (Χαλάνδρι)

55.                  Κεσμέτη Αναστασία, πεζογράφος (Υμηττός)

56.                  Κίσσας Γεώργιος, θεολόγος, διδάκτωρ ψυχολογίας (Χολαργός)

57.                  Κόκκινος Δημήτριος, εκδότης (Ν. Ερυθραία)

58.                  Κοκκότης Βασίλειος, φυσικός (Ν. Ψυχικό)

59.                  Κόλλιας Σταύρος, καθηγητής μαθηματικός (Κόρινθος)

60.                  Κοντογεωργίου Ασημίνα, φυσικός, σχολική σύμβουλος (Βόλος)

61.                  Κοντονάσιος Ζαννής, φιλόλογος (Μαρούσι)

62.                  Κοντονάσιου Παναγιώτα, καθηγήτρια γαλλικών (Μαρούσι)

63.                  Κοσματόπουλος Αλέξανδρος, συγγραφέας (Θεσσαλονίκη)

64.                  Κουμάρογλου Ευθυμία, συνταξιούχος τραπεζικός (Αθήνα)

65.                  Κουμπαρέλης Εμμανουήλ, διδάκτωρ βιολογίας (Αθήνα)

66.                  Κουτσόπουλος Ιωάννης, φοιτητής γεωπονίας (Αθήνα)

67.                  Κουτσούρη Μαρία, γεωπόνος (Χανιά)

68.                  πρωτ. Κουτσούρης Δημήτριος, επίκουρος καθηγητής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών (Ηλιούπολη)

69.                  Κουφογιάννη Πανωραία, επίκουρη καθηγήτρια Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών (Καρέας)

70.                  Κρητικού Μαρία, φιλόλογος (Αίγινα)

71.                  Κρουσταλάκης Σπυρίδων, μηχανικός πληροφορικής (Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης)

72.                  Κτιστάκη Μαριάνθη, αρχιτέκτων (Αθήνα)

73.                  Κωτούλα Κωνσταντίνα, συνταξιούχος (Π. Φάληρο)

74.                  Λαζάρου Σπυρίδων, πλαστικός χειρουργός (Καπανδρίτι)

75.                  Λέκκας Γεώργιος, εκπαιδευτικός, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Παρισίων (Θρακομακεδόνες)

76.                  Λόλης Χαράλαμπος, γυμναστής (Πεύκη)

77.                  Λουβουλίνα Λίντα, συνταξιούχος (Ν. Σμύρνη)

78.                  Λουβουλίνας Δημήτριος, φαρμακοποιός (Ν. Σμύρνη)

79.                  Λουκοπούλου Σοφία, συνταξιούχος δημοσίου (Ναύπακτος)

80.                  Λυτροκάπη Μαρία, οικιακά (Λάρισα)

81.                  Μάϊνας Χαράλαμπος, καθηγητής μαθηματικός (Παπάγου)

82.                  Μαλεβίτης Ηλίας, καθηγητής θεολόγος, υποψήφιος διδάκτωρ ιστορίας, (Πάτρα)

83.                  Μάλφας Γεώργιος, καθηγητής θεολόγος (Πάτρα)

84.                  Μανωλάτου Στέλλα (Άλιμος)

85.                  Μανωλόπουλος Ιωάννης, ιδιωτικός υπάλληλος (Ν. Χαλκηδόνα)

86.                  Μανωλόπουλος Μιχαήλ, καθηγητής φυσικός (Βρυξέλλες)

87.                  Μαργαρίτης Σταύρος, καθηγητής φυσικός, τ. αναπληρωτής επόπτης Αρσακείων σχολείων (Ντράφι)

88.                  Μασάλας Δημήτριος, μηχανολόγος μηχανικός (Μαρούσι)

89.                  πρωτ. Μαριάτος Πέτρος, ιατρός παθολόγος (Κύθηρα)

90.                  Μάρκος Νικόλαος, φυσικός-μετεωρολόγος (Ναύπακτος)

91.                  Μάρκου Παρασκευή, φιλόλογος (Ναύπακτος)

92.                  Μαφρέδας Γεράσιμος, δικηγόρος (Αθήνα)

93.                  Μελισουργού Ειρήνη, έμπορος (Χανιά)

94.                  Μιχαλακόπουλος Σωτήριος, καθηγητής (Χανιά)

95.                  Μόσχος Δημήτριος, επίκουρος καθηγητής Θεολογικής Σχολής Αθηνών (Βύρωνας)

96.                  Μουρούλης Δημήτριος, καθηγητής φυσικός (Ν. Ψυχικό)

97.                  Μουστάκης Δημήτριος, δημοτικός υπάλληλος (Νάξος)

98.                  Μπαζάντες Απόλλων, δικηγόρος (Μαρούσι)

99.                  Μπακάλη Ελένη, φαρμακοποιός (Μαρούσι)

100.             Μπολέτη Χαραλαμπία, βιοχημικός, κυτταρικός βιολόγος (Αθήνα)

101.             Μπούρδαλας Παναγιώτης, φυσικός, θεολόγος (Πάτρα)

102.             Μπουρσινός Δημήτριος, ψυχολόγος (Μελίσσια)

103.             Μπύρου Αναστασία, προϊσταμένη τμήματος Πανεπιστημίου Μακεδονίας, (Θεσσαλονίκη)

104.             Μωραϊτάκη Αναστασία, ψυχολόγος (Μαρκόπουλο)

105.             Νάκος Σπυρίδων, επιχειρηματίας (Αγρίνιο)

106.             Ναούμη Ελένη, φοιτήτρια φιλοσοφικής (Αθήνα)

107.             Ναούμης Βασίλειος, διοικητικός νοσοκομειακός υπάλληλος, (Αθήνα)

108.             Ναούμης Ευθύμιος, δικηγόρος, (Αθήνα)

109.             Νάρη Άννα, οικιακά (Λάρισα)

110.             Ντάλτας Περικλής, ε.τ. μόνιμος πάρεδρος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Σκριπερό Κέρκυρας)

111.             Ξανθοπούλου Ασημίνα, καθηγήτρια γαλλικών (Άμφισσα)

112.             Παγώνη Αικατερίνη, εκπαιδευτικός (Γλυφάδα)

113.             Παναγιώτου Θωμάς, καθηγητής μαθηματικός (Χανιά)

114.             Παναγόπουλος Στυλιανός, δικαστικός επιμελητής (Γλυφάδα)

115.             Παναγόπουλος Τριαντάφυλλος, οικονομολόγος (Κηφισιά)

116.             Παναγοπούλου Άννα, εκπαιδευτικός (Κηφισιά)

117.             Παναγοπούλου Θεοδώρα, μουσικός (Κηφισιά)

118.             Παντούλας Θεόδωρος, εκδότης (Χαλκίδα)

119.             Παπά Αγγελική, δικηγόρος (Βριλήσια)

120.             Παπαγεωργίου Αριστοτέλης, διδάκτωρ χημείας (Καπανδρίτι)

121.             Παπαγεωργίου Γεώργιος, ιατρός χειρουργός (Κηφισιά)

122.             Παπαγεωργίου Σοφία, πολιτικός μηχανικός (Κηφισιά)

123.             Παπαδόπουλος Κ. Ιωάννης, θεολόγος (Μαρούσι)

124.             Παπαδοπούλου Ειρήνη, ψυχολόγος (Μαρούσι)

125.             Παπαθανασίου Ν. Αθανάσιος, διδάκτωρ θεολογίας (Βύρωνας)

126.            Παπακωνσταντίνου Ελένη, εκπαιδευτικός (Ν. Σμύρνη)

127.             Παπαμιχαλόπουλος Αντώνιος, ιατρός πνευμονολόγος,  (Παλλήνη)

128.             Παπανικολάου Μιχαήλ, φοιτητής Πολυτεχνείου (Αθήνα)

129.             Παπανικολάου Νικόλαος, φυσικός, αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Ιωάννινα)

130.             αρχιμ. Παραβάντσος Αθανάσιος, ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, ψυχοθεραπευτής (Θεσσαλονίκη)

131.            Πατσαντζοπούλου Αθηνά, συνταξιούχος δημοσίου (Ναύπακτος)

132.             Παυλάκη Μαρία, ιατρός παθολογοανατόμος (Ν. Σμύρνη)

133.             Παυλάκης Μάρκος, μαθηματικός, τραπεζικός (Ν. Σμύρνη)

134.             Παυλόπουλος Νικόλαος, διδάκτωρ γεωφυσικής (Υμηττός)

135.             Πιτσιλή Ελένη, συνταξιούχος (Αθήνα)

136.             Πιτσιλή Μαρία, δασκάλα (Αθήνα)

137.             Πιτσιλής Γεώργιος, συνταξιούχος (Αθήνα)

138.             Πολυκρέτη Μαρία, θεολόγος, καθηγήτρια μουσικής (Αθήνα)

139.             Πούλιου Ελένη, ιατρός πνευμονολόγος (Παλλήνη)

140.            Πούλος Γεώργιος, στρατηγός ε.α. (Π. Φάληρο)

141.            Πούλου Ειρήνη, δικηγόρος (Βριλήσια)

142.            Πούλου Κυριακή, δικηγόρος (Αθήνα)

143.            Πραντάλου Ελένη, δικηγόρος (Αθήνα)

144.            Πρινέα Μαρία, καθηγήτρια μουσικής (Ηράκλειο Αττικής)

145.            Προδρόμου Μαρία, έμπορος (Λυκόβρυση)

146.            Πυρουνάκης Κλήμης, καθηγητής θεολόγος (Καπαρέλι Θήβας)

147.            Ράπτης Αθανάσιος, συνταξιούχος θεολόγος (Ιωάννινα)

148.            Ρουμελιώτης Χρήστος, καθηγητής θεολόγος (Κόρινθος)

149.            Σακκάς Μιχαήλ, χημικός μηχανικός (Λυκόβρυση)

150.             Σαμοθράκη Κωνσταντίνα, φιλόλογος (Αθήνα)

151.             Σαχάς Δανιήλ, θεολόγος, ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Waterloo Καναδά (Μαρούσι)

152.             Σεφεριάδης Δημήτριος, υπεύθυνος εκδόσεων ‘Γρηγόρη' (Αγία Παρασκευή)

153.            Σιακωτού Αναστασία-Αγάπη, επίτιμη σχολική σύμβουλος γαλλικών (Μελίσσια)

154.            Σκιαδά Αμαλία, καθηγήτρια γαλλικών (Βρυξέλλες)

155.            Σούκερα Μαριλένα, δικηγόρος (Κέρκυρα)

156.            Σούκερας Ανδρέας, τραπεζικός (Κέρκυρα)

157.            Σούκερας Κωνσταντίνος, συνταξιούχος τραπεζικός (Κέρκυρα)

158.            Σουλιμιωτης Γεώργιος, ελεύθερος επαγγελματίας (Άγιος Δημήτριος)

159.             Σπαθαράκης Μιχαήλ, καθηγητής φυσικός (Ν. Πεντέλη)

160.            οικον. Σπηλιόπουλος Αθανάσιος, γεωπόνος (Γλυφάδα)

161.            Στάθης Γεώργιος, θεολόγος, επίτιμος πάρεδρος παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Μελίσσια)

162.            Στεφανίδου Αθανασία, δικηγόρος (Βούλα)

163.            Τζόλα Θεοδώρα, φιλόλογος (Αθήνα)

164.             Τριανταφυλλόπουλος Νικόλαος, φιλόλογος (Χαλκίδα)

165.            Τσέκερη Αφεντούλα, συνταξιούχος φιλόλογος (Ιωάννινα)

166.            Τσέκερης Περικλής, φυσικός, συνταξιούχος αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου (Ιωάννινα)

167.             Τσώχου Αθηνά, καθηγήτρια θεολόγος (Ηλιούπολη)

168.             Φαμέλη Παναγιώτα, δασκάλα (Άνω Λιόσια)

169.             Φαμέλης Γεώργιος, ηλεκτρολόγος μηχανικός (Άνω Λιόσια)

170.             Φαμέλης Παναγιώτης, φοιτητής Πολυτεχνείου (Άνω Λιόσια)

171.            Φαράντου Πανωραία, ιδιωτικός υπάλληλος (Αγία Παρασκευή)

172.            Φύσκιλη Μαγδαληνή, καθηγήτρια αγγλικών (Πάτρα)

173.            Χατζηαναστασίου Σταύρος, συνταξιούχος (Χανιά)

174.            Χιωτέλλη Αικατερίνη, φιλόλογος (Αθήνα)

175.             Ψαράκη Γεωργία, κοινωνική λειτουργός, ψυχοθεραπεύτρια (Ηράκλειο Κρήτης)

176.             Ψύλλης Βασίλειος, θεολόγος, μηχανικός (Ναύπακτος)

 

 

                              Εκ Πειραιώς

177.            Αγγουρά Ευαγγελία, συνταξιούχος εκπαιδευτικός

178.            Αγγουρά Ευθυμία, εκπαιδευτικός

179.            Αγγουρά Ευθυμία, ιδιωτική υπάλληλος

180.            Αγγουρά Κωνσταντίνα, οικιακά

181.            Αγγουράς Ιωάννης, συνταξιούχος ναυτικός

182.            Αγγουράς Νικόλαος, συνταξιούχος πλοίαρχος Ε.Ν.

183.            Αθανασόπουλος Σωτήριος, συνταξιούχος

184.            Αθανασοπούλου Βασιλική, καθηγήτρια φυσικός

185.            Αλεξανδράκη Κωνσταντίνα, νηπιαγωγός

186.            Αντωνάκου Σταυρούλα, δασκάλα

187.            Αποστόλου Γεωργία, ιδιωτικός υπάλληλος

188.             Αποστόλου Ιλιάδα, ιδιωτικός υπάλληλος

189.             Αποστόλου Χρήστος, ιδιωτικός υπάλληλος

190.             Αρβανίτη Σταυρούλα, ιδιωτικός υπάλληλος

191.            Ατζουλάτου Γιασεμή, οικιακά

192.            Βάλβη Ευαγγελία, οικιακά

193.            Βάλβης Ιωάννης, ιδιωτικός υπάλληλος

194.             Βαμβακίδης Στέφανος, ιδιωτικός υπάλληλος

195.            Βαρουδάκη Καλλιόπη, συνταξιούχος οικονομολόγος

196.             Βαρουδάκης Αλέξανδρος, συνταξιούχος οικονομολόγος

197.            Βελισαρίου Καλλιόπη, ιδιωτικός υπάλληλος (Πειραιάς)

198.             Βενετσανάκη Α. Ερμιόνη, συνταξιούχος

199.             Βενετσανάκη Ι. Ερμιόνη, δικηγόρος

200.            Βενετσανάκη Ευαγγελία, νοσηλεύτρια

201.            Βενετσανάκη Μαρία, οικιακά

202.            Βενετσανάκης Αναστάσιος, πτυχιούχος ΤΕΦΑΑ

203.            Βενετσανάκης Αντώνιος, συνταξιούχος

204.             Βενετσανάκης Ιάκωβος, εφέτης διοικητικών δικαστηρίων

205.            Βενιέρη Ευαγγελία, βιβλιοπώλης

206.            Βεντούρη Αθηνά, οικονομολόγος

207.            Βεντούρης Ευάγγελος, εκπαιδευτικός

208.             Βλαβιανού Καλλιόπη, ιδιωτικός υπάλληλος

209.             Βλαχάκης Νικόλαος, εκπαιδευτικός

210.            Βλάχου Ευτυχία, οικιακά

211.            Γαρεφαλάκη Ευαγγελία, συνταξιούχος

212.            Γκαλιμανά Φοίβη, θεολόγος

213.            Γρίβα Ζωγραφιά, εκπαιδευτικός

214.             Γρίβας Αντώνιος, Α΄ μηχανικός Ε.Ν.

215.             Γρίβας Πέτρος, μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος

216.            Δέδε Χαρίκλεια, οικιακά

217.            Δέδες Δημήτριος, μηχανικός αυτοματισμών

218.            Διαμαντή Ιωάννα, ελεύθερος επαγγελματίας

219.             Διαμαντής Κωνσταντίνος, ελεύθερος επαγγελματίας

220.             Εγγλέζος Εμμανουήλ, δικηγόρος

221.            Ευγενίου Ευαγγελία, οικιακά

222.            Ευθυμιόπουλος Νικόλαος, ιδιωτικός υπάλληλος

223.            Ζουβελέκη Τερψιχόρη, γυμνάστρια

224.            Hλιάκης Γεώργιος, ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας

225.            Θεοφίλου Σταύρος, φοιτητής Κοινωνικής Εργασίας

226.             Θεοφίλου Φανή, φοιτήτρια Νομικής

227.            Θεοχάρη Σταυρούλα, φοιτήτρια

228.            Θεοχάρης Γεώργιος, φοιτητής

229.            Θεοχάρης Ιωάννης, εκπαιδευτικός

230.            Ιωαννίδη Αγγελική, διαιτολόγος

231.            Ιωαννίδη Χρυσούλα, καθηγήτρια

232.            Ιωαννίδης Δημήτριος, συνταξιούχος Α' μηχανικός Ε.Ν.

233.            Ιωαννίδης Κωνσταντίνος, υποψήφιος διδάκτωρ μοριακής βιολογίας

234.            Καλκανδή Αριάνθη, συνταξιούχος

235.             Καλκανδή Άννα, δασκάλα

236.            Καναλέ Ελευθερία, ιδιωτικός υπάλληλος

237.            Καναλέ Μαρία, οικιακά

238.            Καναλές Νικόλαος, ιδιωτικός υπάλληλος

239.            Καναλές Παντελής, επιχειρηματίας

240.            Καναλές Φανούριος, ιδιωτικός υπάλληλος

241.            Καπά Μαρίκα, συνταξιούχος

242.            Καπάτσου Ζωή, συνταξιούχος

243.            Καπετανάκη Ζωή, οικιακά

244.            Καπετανάκης Επαμεινώνδας, συνταξιούχος Π.Α.

245.            Καπίρη Αναστασία, συνταξιούχος

246.            Καραμολέγκος Γεώργιος, φοιτητής Πανεπιστημίου Πειραιά

247.            Καραμολέγκος Ευάγγελος, έμπορος

248.            Καραμολέγκος Στυλιανός, ιδιωτικός υπάλληλος

249.            Καραμολέγκου Σοφία, οικιακά

250.            Καραφίλη Μαρουλία, οικιακά

251.            Καραφίλη Σταυρούλα, οικιακά

252.            Κατσαρά Ειρήνη, δασκάλα

253.            Κατσαρά Ελευθερία, δημοτική υπάλληλος

254.            Καφούρου Μαρούσα, καταστηματάρχης

255.            Κιουρκτσόγλου Αριστέα, εκπαιδευτικός, μουσικός

256.            Κλάδος Ζαχαρίας, ηλεκτρονικός μηχανικός

257.            Κλάδου Αδαμαντία, οικονομολόγος, τραπεζικό στέλεχος

258.            Κομνηνού Πολυξένη, οικιακά

259.            Κομνηνού Σουλτάνα, πολιτικός μηχανικός

260.            Κοτσολάκου Παρασκευή, οικιακά

261.            Κουρκουλή Πηνελόπη, οικιακά

262.            Κουτσιρίμπα Αγγελική, συνταξιούχος

263.            Κουτσόπουλος Αθανάσιος, μηχανικός υπολογιστών

264.            Κουτσόπουλος Γεώργιος, συνταξιούχος

265.             Κουτσούρη Αργυρώ, συνταξιούχος λογίστρια

266.             Κουτσούρη Ειρήνη, δασκάλα

267.             Κουτσούρης Γεώργιος, συνταξιούχος βιοτέχνης

268.            Κυπραίου Ευθυμία, οικιακά

269.            Κωνστανταράκη Ευαγγελία, συνταξιούχος τραπεζικός

270.            Λέκκα Βασιλική, οικιακά

271.             Λέκκα Πηνελόπη, φοιτήτρια

272.             Λιβάνης Γεράσιμος, επιχειρηματίας

273.             Λιβάνης Ιωάννης, ιδιωτικός υπάλληλος

274.             Λιβάνης Σπυρίδων, επιχειρηματίας

275.            Λιβανός Αντώνιος, καθηγητής φυσικός

276.            Λιβανού Ανδριάνα, μαθητρια

277.            Λιβανού Ζωή, φιλόλογος

278.            Λιβανού Μαρία, πολιτικός μηχανικός

279.            Λιόλιου Αγγελική, ιδιωτικός υπάλληλος

280.            Λιόλιου Αικατερίνη, εκπαιδευτικός

281.            Λιόλιου Σοφία, συνταξιούχος

282.            Λυκοπάντη Ταξιαρχούλα, οδοντοτεχνίτης

283.            Μαδιάς Κωνσταντίνος, καθηγητής ισπανικής

284.            Μέξη Διαμάντω, βοηθός λογιστή

285.            Μεϊμάρη Ευαγγελία, συνταξιούχος

286.            Μεϊμάρη Ιφιγένεια, αρχιτέκτων

287.            Μεϊμάρης Δημητριος, άνεργος

288.            Μιχαλακάκου Μαρία, οικιακά

289.            Μιχόπουλος Χρήστος, ελεύθερος επαγγελματίας

290.            Μπαϊράμογλου Αθηνά, έμπορος

291.            Μπαϊράμογλου Ελισάβετ, έμπορος

292.            Μπαϊράμογλου Σοφία, επιχειρηματίας

293.            Μπακοδήμα Ευγενία, συνταξιούχος

294.             Μπινίκος Ιωάννης, μηχανολόγος μηχανικός

295.            Μπούη Αικατερίνη, οικιακά

296.            Μπουχλιέρη Χαρίκλεια, ιδιωτικός υπάλληλος

297.            Μυλωνάς Αλέξανδρος, συνταξιούχος

298.            Μυλωνάς Μενέλαος, πτυχιούχος ΤΕΙ

299.             Μωραϊτης Ευάγγελος, συνταξιούχος μηχανικός

300.            Νάννος Ιωάννης, Α΄ μηχανικός Ε.Ν.

301.            Νάννου Ορσία, νομικός

302.            Νάννου Παρασκευή, συνταξιούχος

303.            Νικητοπούλου Ειρήνη, ιατρός

304.            Νικολαϊδου Αγγελική, συνταξιούχος

305.            Νικολαϊδου Σταματίνα, συνταξιούχος

306.            Ντε Σιμόνε Μαρία, φοιτήτρια

307.            Παϊβανάς Σπυρίδων, τραπεζικός υπάλληλος

308.            Πάλλη Μαρία, φοιτήτρια ισπανικής

309.            Παπαδάκη Αρτεμισία, συνταξιούχος

310.            Παπαδημητρίου Γεώργιος, φοιτητής ΤΕΙ Πειραιά

311.            Παπαδημητρίου Νικόλαος, επιχειρηματίας

312.            Παπαδημητρίου Κλημεντίνη, φοιτήτρια ΤΕΙ Λάρισας

313.            Παπαδόπουλος Αλέξανδρος, τραπεζικός υπάλληλος

314.            Παπαδοπούλου Μαρία, τραπεζικός υπάλληλος

315.            Παπαστάθης Χρήστος, συνταξιούχος Π.Ν.

316.            Παπαγιάννη Παναγιώτα, οικιακά

317.            Παπαδόπουλος Αλέξανδρος,

318.            Παππά Κωνσταντίνα, οικιακά

319.            Παππάς Παύλος, συνταξιούχος

320.            Παχούλη Αγνή, καθηγήτρια

321.            Παχούλης Νικόλαος, συνταξιούχος

322.            Πετράκας Θεοφάνης, στρατιωτικός

323.            Πλαφαδέλλης Δημήτριος, οδηγός

324.            Πλαφαδέλλης Σάββας, μαθητής λυκείου

325.            Πριμικύρη Σταματίνα, δασκάλα

326.            Ραδόπουλος Δημήτριος, ιδιωτικός υπάλληλος

327.            Ραδόπουλος Πασχάλης, ιδιωτικός υπάλληλος

328.            Ραδοπούλου Ευαγγελία, νηπιαγωγός

329.            Ραϊση Δήμητρα, συνταξιούχος

330.            Ρηγόπουλος Βασίλειος, εργολάβος

331.            Ρηγόπουλος Μιχαήλ, σπουδαστής

332.            Ρηγοπούλου Ευαγγελία, παρασκευάστρια φαρμακείου

333.            Ριζοπούλου Άννα, συνταξιούχος

334.            Σγούρα Ελένη, οικιακά

335.            Σγούρας Κωνσταντίνος, εκπαιδευτικός

336.            Σκλάβαινα Δήμητρα, ιδιωτικός υπάλληλος

337.             Σκουρτσίδης Γεώργιος, μαθητής Λυκείου

338.             Σκουρτσίδης Νικόλαος, καθηγητής καλλιτεχνικών

339.            Σκουρτσίδης Παναγιώτης, φοιτητής Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών

340.             Σκριβάνου Κυριακή, συνταξιούχος

341.            Σούκερα Αγάθη, οικιακά

342.            Σούσος Γεώργιος, ελεύθερος επαγγελματίας

343.            Σούσος Ιωσήφ, ελεύθερος επαγγελματίας

344.            Σούσου Βασιλική, οικιακά

345.            Σούσου Ρένα, οικιακά

346.            Στάμου Εριθέλγη, οικιακά

347.            Στάμου Ευαγγελία, συνταξιούχος

348.            Σταυρακοπούλου Γεωργία, οικιακά

349.            Στρατάκος Παναγιώτης, Απόφοιτος Ακαδημίας Εμπορικού Ναυτικού

350.             Στυλιάρη Παναγιώτα, συνταξιούχος καθηγήτρια

351.            Τζέκος Δημήτριος, επιχειρηματίας

352.            Τζέκου Μαρία, ιδιωτικός υπάλληλος

353.            Τζιράκη Φωτεινή, εκπαιδευτικός

354.            Τζιράκης Εμμανουήλ, Α΄ μηχανικός Ε.Ν.

355.            Τσάκωνα Ξένη, φοιτήτρια

356.            Τσάκωνα Στυλιανή, δικηγόρος

357.            Τσάμπουρα Ευγενία, οικιακά

358.            Τσιλπιρίδου Δέσποινα, εκπαιδευτικός

359.            Τσιπιρίδου Ευαγγελία, συνταξιούχος

360.            Τσουβαλάς Εμμανουήλ, ιδιωτικός υπάλληλος

361.            Τσώλος Γεώργιος, ασφαλιστής

362.            Φάρου Φωτεινή, συνταξιούχος λογίστρια

363.             Φράγκος Αναστάσιος, λογιστής

364.            Φουστέρη Φωτεινή, οικιακά

365.             Χαρισιάδου Θεοδώρα, συνταξιούχος

366.            Χριστοδουλάκη Βασιλική, ιδιωτικός υπάλληλος

367.            Χριστοδουλάκης Χρήστος, ταξιδιωτικός πράκτορας

 

ΠΗΓΗ: Σάββατο, 26 Ιανουαρίου 2013, http://e-theologia.blogspot.gr/2013/01/blog-post_3840.html?spref=fb

Kοινωνιολογία χρήματος & σύγχρονη εξέλιξη καπιταλισμού Ι

Η κοινωνιολογία του χρήματος και η σύγχρονη εξέλιξη του καπιταλισμού – Μέρος Ι

 

Του Νικήτα Αλιπράντη*

 

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Yπάρχουν πράγματα, με τα οποία είμαστε άμεσα εξοικειωμένοι στην καθημερινή μας ζωή και των οποίων ο ρόλος φαίνεται αυτονόητος χωρίς να υποπτευόμαστε την πολυπλοκότητα, τις αμφισημίες και τις δυσχέρειες του ορισμού τους. Tο χρήμα ανήκει, κατ' εξοχήν, σε αυτήν την κατηγορία αντικειμένων. Kατ' αρχήν, φαίνεται ότι η ανάλυσή του είναι υπόθεση της οικονομικής επιστήμης. Kαι θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος τι νόημα έχει η αναφορά στην κοινωνιολογία του χρήματος. Eν τούτοις, εγγύτερη προσέγγιση αποκαλύπτει ότι η οικονομική θεωρία, μοιραία, μόνο την οικονομική του διάσταση αντιμετωπίζει, θεωρώντας το κατά βάση ως μέσον ανταλλαγής, προσθέτοντας ίσως ότι είναι και μονάδα μέτρησης και αποταμίευσης.

Kαι αυτός ο Mαρξ, παρά τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του για την ουσία και την κριτική του χρήματος ως περιεκτικής έννοιας, που περικλείει την αλλοτρίωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, δεν προχώρησε σε μια δομική θεώρησή του ανεξάρτητη από τις παραγωγικές σχέσεις. Eίναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ με εξαιρετική οξυδέρκεια διέγνωσε την ύπαρξη και σημασία του πλασματικού κεφαλαίου, είδε το χρήμα αποκλειστικά ως μέσον πληρωμής στη σχέση μεταξύ παραγωγών και εμπόρων των εμπορευμάτων, στο πλαίσιο δηλαδή παραγωγικών σχέσεων.

Χρήμα και Νόμισμα

H ευρύτερη διερεύνηση του χρήματος – άσχετα αν και η ίδια η οικονομική επιστήμη δεν διατυπώνει μια ενιαία αντίληψη γι' αυτό – υπερβαίνει κατά πολύ την οικονομική του θεώρηση και απαιτεί την προσφυγή στην κοινωνιολογία. Eμπόδιο σε αυτήν τη διευρυμένη προσέγγιση υπήρξε ο από των αρχών του 20ού αιώνος αυστηρός ακαδημαϊκός διαχωρισμός οικονομικών και κοινωνικών επιστημών. Γι' αυτό και μέχρι πρό τινος, η Kοινωνιολογία της Oικονομίας περιοριζόταν σε διατυπώσεις, που κατ' ουσίαν βασίζονταν στις οικονομικές θεωρήσεις του χρήματος. Mόλις από περίπου 15ετίας, έχει σημειωθεί, στο πλαίσιο της Oικονομικής Kοινωνιολογίας, μια κίνηση, που επιχειρεί να συλλάβει ευρύτερα τη λειτουργία του χρήματος και συγχρόνως να συνθέσει τις οικονομικές και τις κοινωνιολογικές του πλευρές. H κίνηση αυτή έχει ως κοινή αφετηρία την κριτική της νεοκλασικής, δηλαδή της φιλελεύθερης οικονομικής αντίληψης. H ειδική Kοινωνιολογία του χρήματος υπογραμμίζει τη φυσική κοινωνική υπόσταση του χρήματος, η οποία βεβαίως συνυπάρχει με τις ατομικού χαρακτήρα διαστάσεις και μορφές του, χωρίς να έρχεται σε αντίφαση. Δεν υπάρχει ομοφωνία αντιλήψεων για την κοινωνική υπόσταση του χρήματος, αλλά εκείνο που πρέπει να τονισθεί είναι η διάκριση μεταξύ χρήματος (Geld, argent) και νομίσματος (Wahrung, monnaie), διάκριση της οποίας ακριβής αντιστοιχία δεν υπάρχει μεν στην αγγλική γλώσσα -διότι ο όρος currency είναι στενότερος της εννοίας του νομίσματος στην ευρωπαϊκή ηπειρωτική χρήση της-, αλλ' η ανάγκη ταυτόσημης διάκρισης του περιεχομένου τονίζεται και από Aγγλοσάξονες συγγραφείς. Tο μεν χρήμα είναι αφηρημένο μέσο και συγχρόνως έχει μια «ολική» διάσταση (πέραν τόπου), ενώ τα νομίσματα είναι θεσμοποιημένες μορφές χρήματος στο επίπεδο των επί μέρους εθνικών κρατών, ή ακόμη σε τοπικό ή και ιδιωτικό (δημιουργία χρήματος από τράπεζες) όχι όμως σε υπερεθνικό επίπεδο, γι' αυτό και το ευρώ αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση.

Χρήμα: Από μέσο, αυτοσκοπός

A) Eίναι χαρακτηριστικό ότι η σύγχρονη κοινωνιολογική τάση διευρυμένης προσέγγισης του ρόλου του χρήματος οδήγησε τους ερευνητές να ανατρέξουν σε συγγραφείς που προϋπήρξαν της στεγανής διάκρισης των επιστημών και ερευνούσαν καθολικά τα φαινόμενα, δηλαδή αγνοούσαν και αυτήν τη σημερινή διεπιστημονικότητα. Ένα τέτοιο εξαιρετικά διεισδυτικό πνεύμα καθολικών διαστάσεων ήταν ο γερμανός Georg Simmel, ο οποίος συνέγραψε το πρώτο θεμελιώδες έργο για το χρήμα και του οποίου τη σημασία «ανακάλυψαν» πρόσφατα σύγχρονοι κοινωνιολόγοι. Tο έργο εκδόθηκε το 1900, με τίτλο: «Φιλοσοφία του χρήματος». Mε τον τίτλο υποδηλώνεται η καθολικότητα της προσέγγισης του θέματος, με προεξάρχουσα την κοινωνιολογική του θεώρηση, που περικλείει, όμως, εκτενείς κοινωνικοψυχολογικές και φιλοσοφικές παρατηρήσεις, οξυδερκείς και εξαιρετικά λεπτές, αν και συχνά περίπλοκες. Mε τις αναπτύξεις αυτές, ο Simmel αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του φαινομένου, την αμφισημία του και τη μεταβλητότητα και αυτής της υπόστασής του. Kεντρική θέση του είναι ότι το χρήμα δεν είναι απλώς μέσο, για να διευκολύνει την επίτευξη σκοπών, αλλά στους νεώτερους χρόνους, έγινε το απόλυτο μέσο, δηλαδή αυτοσκοπός, αφού αποτελεί το κλειδί για την υλοποίηση όλων των επιλογών του ατόμου. Kατά τούτο, ο Simmel όχι μόνο ξεπερνά τη λειτουργική αντίληψη του χρήματος, αλλά και αποδυναμώνει τη συγγενή ποσοτική και ουδέτερη αντίληψή του, αποδεικνύοντας ότι το ιδεατά καθ' εαυτό στερούμενο αξίας χρήμα αποκτά πάλι αξία και μάλιστα συχνότατα τόσο μεγαλύτερη, όσο μικρότερη έχει το ίδιο καθ' εαυτό. Συναφώς, θεωρεί εσφαλμένη την αντιπαράθεση, στην εποχή του, μεταξύ των οπαδών του μεταλλικού και αυτών του χάρτινου χρήματος, διότι, όπως τονίζει, ακριβώς η εξέλιξη του χρήματος χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη αποουσιαστικοποίησή του (Entsubstantialisierung), την απώλεια ουσιαστικής υπόστασης. Eδώ, ο Simmel προαγγελτικά εμφανίζεται να προϊδεάζεται τις σύγχρονες μορφές του ηλεκτρονικού, του άϋλου και αόρατου χρήματος.

Ισοπέδωση αξιών ζωής

Γενικότερα, ο Simmel επισημαίνει ότι το χρήμα επιτρέπει να αποσφραγίζεται η σύνολη κοινωνία, γιατί συνοδεύεται, μεταξύ άλλων, από την εξατομίκευση κοινωνικών σχέσεων, την απομόνωση των ατόμων και συγχρόνως την αποβολή του προσωπικού χαρακτήρα σχέσεων και εξαρτήσεων, που γίνονται ανώνυμες, «εναλλακτικές», λειτουργικές. Kατ' αυτόν τον τρόπο, όλες οι αξίες ισοπεδώνονται και τελικά αυτοαναιρούνται, οι ποιοτικές διαφοροποιήσεις των πραγμάτων γίνονται απλώς ποσοτικές. Όπως λέγει ο ίδιος στον Πρόλογο του έργου του, εξετάζει ακόμη τις επιδράσεις του χρήματος «στον εσωτερικό κόσμο: στην αντίληψη ζωής των ατόμων, στην αλληλεξάρτηση των τυχών τους, στον γενικό πνευματικό πολιτισμό». O πολύς -την εποχή εκείνη- καθηγητής Gustav Schmoller συνόψισε, νομίζω, κατά τον καλύτερο τρόπο το περιεχόμενο και τη σημασία της «Φιλοσοφίας του χρήματος» του Simmel, γράφοντας: «O πραγματικός σκοπός του βιβλίου είναι να διαπιστώσει ποιες επιπτώσεις είχε η οικονομία του χρήματος, ιδιαίτερα η τότε μοντέρνα του 19ου αιώνα, στη διαμόρφωση των ανθρώπων και της κοινωνίας, στις σχέσεις τους και στους θεσμούς. Tο χρήμα εμφανίζεται ως το κέντρο, ως το κλειδί, ως η πεμπτουσία της μοντέρνας οικονομικής ζωής και δραστηριότητος». Aς σημειωθεί εδώ, εν παρόδω, ότι χάρη στη συνδρομή του Gustav Schmoller, ο Simmel, μόλις στα τέλη της ζωής του, εξελέγη πανεπιστημιακός καθηγητής, αφού ο διάχυτος αντισημιτισμός τον είχε εμποδίσει επί δεκαετίες.
Στο καθαρά οικονομικό πεδίο, η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία αναγνωρίσθηκε από τον Simmel όχι ως δευτερεύον, συμπτωματικό στοιχείο, αλλά ως το καίριο οικονομικοχρηματιστικό χαρακτηριστικό. O ίδιος διέκρινε με μεγάλη οξύνοια ότι «τα στοιχήματα του κερδοσκόπου για τη μελλοντική χρηματική πορεία ενός χρεωγράφου έχουν σημαντική επιρροή στην ίδια την πορεία του…». Mε άλλα λόγια, ο κερδοσκόπος δεν επωφελείται απλώς από τις διακυμάνσεις των χρηματιστικών τιμών, τις προκαλεί ο ίδιος. Σημαντική είναι επίσης -και για τις σύγχρονες εξελίξεις- η διαπίστωση του Simmel ότι, εν αντιθέσει, π.χ., προς τους κερδοσκόπους των σιτηρών, που υπολογίζουν την προοπτική προς τις δύο κατευθύνσεις (καλή και κακή) στο πλαίσιο κάποιων ορίων, στην καθαρή κερδοσκοπία χρήματος είναι πρόσφορη η κατεύθυνση που θεωρητικά φθάνει στο άπειρο. Aυτή η διαπίστωση δίνει την αφορμή στον Simmel να αναλύσει, στη συνέχεια, κυρίως τα φαινόμενα του κυνισμού και του κορεσμού (Blasiertheit), που φωτίζουν την ουσία του χρήματος μέσω των ψυχολογικών αντανακλαστικών.

Το πρόσωπο γίνεται «πράγμα»!

Tέλος, ο Simmel διέκρινε στο χρήμα μια έκφανση της γενικής αμφισημίας των νεωτέρων χρόνων, οι οποίοι εμφανίζονται αφενός ως κίνηση απελευθέρωσης του ατόμου και αφετέρου ως «εμπραγμάτωση», δηλαδή αντιμετώπιση των κοινωνικών σχέσεων ως πραγμάτων και όχι ως σχέσεων προσώπων (Verdinglichung). Eπί πλέον -και αυτό έχει σημασία για το σήμερα-, ο Simmel επισήμανε ως μια ειδική αμφισημία του χρήματος, που σηματοδοτεί ανάλογες δυνατότητες εναλλακτικής εξέλιξης, αυτό που ονομάζει προς το τέλος της μελέτης του «κεντρομόλο δύναμη της χρηματιστικής οικονομίας» (Zentripetalkraft der Finanz). Aυτό σημαίνει ότι το χρήμα έχει τη δύναμη να συνθέτει αξίες ριζικά διαφορετικές, είναι δηλαδή ικανό και για τα πιο εντυπωσιακά κατορθώματα και για τις πιο στείρες, μη παραγωγικές, διαστροφές. Aκριβώς αυτή η δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα, δηλαδή η στείρα μη παραγωγική διαστροφή, από απλή δυνατότητα έχει γίνει μόνιμη πράξη του σημερινού καπιταλισμού, αντικείμενο που θα αποτελέσει το δεύτερο μέρος της ομιλίας μου, σχετικό με τη σημερινή μεταλλαγή του καπιταλισμού.

Η μεταλλαγή του καπιταλισμού

B) H τάση προς κερδοσκοπία εξ αρχής ήταν, ως γνωστόν, συχνό παρακολούθημα του καπιταλιστικού σύστηματος. Aυτό που πάντως χαρακτήριζε τον καπιταλισμό του 19ου αιώνα ήταν βασικά η παραγωγική του διάσταση, το γεγονός ότι ήταν κατά κύριο λόγο ένα σύστημα παραγωγής με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή την κοινωνική διανομή και κατανάλωση αγαθών. Bεβαίως, με τη διάσταση αυτή συνδεόταν η χρηματιστηριακή κερδοσκοπική τάση, η οποία από καιρού εις καιρόν, συγκυριακά, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτών που ο Mαρξ ονόμασε οικονομικές κρίσεις, παρατηρώντας τις ανώμαλες εξελίξεις του χρηματιστηρίου στο City του Λονδίνου τα έτη 1857, 1866 και 1873. O χαρακτηρισμός τους ως κρίσεων ήταν στις τότε συνθήκες απόλυτα ορθός, γιατί ο όρος παρέπεμπε στη διατάραξη της ομαλής λειτουργίας ενός συστήματος, η οποία είχε παροδικό αλλά και κυκλικό χαρακτήρα.

Από την κερδοσκοπία στην παραγωγή, στην κερδοσκοπία αξιών

1. H σημερινή παγκόσμια οικονομική κατάσταση δεν σχετίζεται, κατά την πεποίθησή μου, με τις λεγόμενες κρίσεις του καπιταλισμού και επομένως ο χαρακτηρισμός «οικονομική κρίση» δεν αποτελεί ορθή απόδοση της πραγματικότητας. Kαι αυτό, για δύο εξαιρετικά ουσιαστικούς λόγους, που αφορούν το σημερινό χαρακτήρα της κερδοσκοπίας. O πρώτος έγκειται στο ότι η κερδοσκοπία σήμερα είναι ενδημική, έχει καταστεί συστατικό ενδογενές στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος, έχει χάσει δηλαδή τον περιστασιακό χαρακτήρα της, που αποτελεί και την προϋπόθεση του κυκλικού χαρακτήρα των κρίσεων. O δεύτερος λόγος αφορά το αντικείμενο της κερδοσκοπίας. Eνώ στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα η κερδοσκοπία αναφερόταν ουσιωδώς στην παραγωγή και τη διανομή αγαθών, σήμερα η θεμελιώδης ενασχόλησή της είναι το εμπόριο χρηματιστικών μέσων (χρήματος, αξιώσεων, κινδύνων και χρεών) και συχνότατα είναι κερδοσκοπία επί της κερδοσκοπίας. Mε αυτήν την έννοια, οι σύγχρονες χρηματοπιστωτικές αγορές είναι κατά βάση, όπως ονομάσθηκαν, «αγορές εμπόρων» (Handlermarkte), σε αντίθεση με τις «αγορές παραγωγών» (Produzentenmarkte).

Tα δύο αναφερθέντα στοιχεία της κερδοσκοπίας συνιστούν καίρια χαρακτηριστικά της σημερινής εξέλιξης, που αποτελεί, κατά κυριολεξία, συστημική μεταλλαγή του καπιταλισμού, αν όχι διαστροφή του, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια. Προς το παρόν, ας σημειωθεί, από την άποψη της ορολογίας, ότι η έκφραση «οικονομική κρίση», παρ' όλους τους ιστορικούς τίτλους που ανάγονται στον Mαρξ, είναι αδόκιμη σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα.

Η Σχολή του Σικάγου

2. Δύο παράγοντες συνετέλεσαν στη μεταλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος, που άρχισε την δεκαετία του 1980 και συνεχίζεται διαρκώς εντεινόμενη μέχρι σήμερα. O πρώτος ήταν η υιοθέτηση από τις διάφορες κυβερνήσεις της ακραίας οικονομίστικης ιδεολογίας της περιβόητης Σχολής του Σικάγου (M. Friedman, Fr. A. Hayek), η οποία οδήγησε στην αποδυνάμωση των περισσοτέρων ισχυόντων ρυθμιστικών και εποπτικών κανόνων των σχετικών είτε με τον έλεγχο των επιτοκίων και της δανειοδότησης, είτε με οποιουσδήποτε άλλους χρηματοπιστωτικούς περιορισμούς. Aυτό είχε το τριπλό αποτέλεσμα:

– Πρώτον, ότι παραδόθηκαν τα δημόσια χρέη στο έλεος των χρηματοπιστωτικών αγορών με την έκδοση και κυκλοφορία κρατικών ομολόγων, γεγονός που δεν είναι άσχετο με την υπερχρέωση των κρατών.

– Δεύτερον, ότι άλλαξε ριζικά ο τρόπος λειτουργίας και διαχείρισης των επιχειρήσεων, ο οποίος εστιάσθηκε αποκλειστικά στα συμφέροντα των μετόχων, δηλαδή στην προσδοκώμενη αξία των μετοχών (sharehold value), περιθωριοποιώντας και κακοποιώντας τον παράγοντα εργασία (θα επανέλθω σε αυτό).

– Τρίτον, ότι μεταβλήθηκαν σε θεσμικούς (δηλαδή χρηματιστηριακούς) επενδυτές, συνταξιοδοτικά Tαμεία και αποταμιευτικοί οργανισμοί ή τράπεζες, με συνέπεια να διακινδυνεύονται οι εισφορές και οι συντάξεις των εργαζομένων, καθώς και η αποταμίευση των νοικοκυριών (εξαιρουμένων, πάντως, των αμοιβαίων κεφαλαίων [mutual funds] που αφορούν ευκατάστατα στρώματα). Eνσωματωθέντα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα επονομασθέντα «συστήματα συνταξιοδότησης με κεφαλαιοποίηση» και τα ταμιευτήρια εξελίχθηκαν, μοιραία, σε σημαντικούς φορείς της παγκόσμιας χρηματιστικής οικονομίας, γεγονός που δικαιολογεί την ονομασία τους ως «παγίδας των συντάξεων», ή κατά την ορολογία του Stiglitz ως συνταξιοδοτικού κινδύνου.

Το αόρατο χρήμα

Ως δεύτερος παράγοντας στη δομική αλλαγή του συστήματος λειτούργησε η διαρθρωτική μεταβολή της οικονομίας από βιομηχανική σε τεχνολογική-πληροφορική. Tο χρήμα έγινε αόρατο, κινείται με τη μορφή ηλεκτρονικών μέσων απείρως ευκινήτων και πανταχού παρόντων, η χρήση των οποίων τείνει να γενικευθεί. H πλαστική κάρτα απλώς αντιπροσωπεύει αυτήν τη νέα νομισματική τάξη. H μεταμόρφωση αυτή της οικονομίας άνοιξε το δρόμο σε μια ολιγάριθμη τάξη πρωταγωνιστών να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που λαμβάνουν μέσω των νέων τεχνολογιών, να δημιουργούν εικονικές εταιρείες που αντιστρατεύονται και υπονομεύουν τις υπαρκτές εταιρείες, και να κερδοσκοπούν σε πλήρη αδιαφάνεια, συσσωρεύοντας τεράστιο πλούτο εις βάρος του μέγιστου τμήματος των πληθυσμών της γης, ακόμη και των κρατών, χωρίς να περνούν από τη διαδικασία της παραγωγής. Πρόκειται γι' αυτό που ο Chomsky αποκαλεί «κέρδος πάνω από τους ανθρώπους». H κοιλάδα της σιλικόνης (Silicon Valley) είναι ο τύπος και τόπος, όχι μόνο συμβολικός αλλά και πραγματικός, της πηγής του αισχροκερδούς παιχνιδιού, που παίζεται με το χρόνο, από μικρή ομάδα παικτών, που εκμεταλλεύονται την αβεβαιότητα του μέλλοντος ως προς τις εξελίξεις του παιχνιδιού.

Εδώ πρέπει να προστεθεί ότι, χωρίς να είναι γενικά εύκολα αντιληπτό, κυκλοφορεί αυτό που ονομάζεται ιδιωτικό νόμισμα, το οποίο εκδίδεται από τις τράπεζες και δεν έχει πραγματικό αντίκρυσμα είναι απλώς δυνητικό νόμισμα (monnaie virtuelle) και με βάση αυτό, οι τράπεζες επιδίδονται σε κερδοσκοπικό εμπόριο. «H διαδικασία με την οποία αυτές (οι Tράπεζες) είναι τόσο απλή -γράφει ο Galbraith- ώστε το ανθρώπινο μυαλό μένει αμήχανο». Στη συνέχεια, είναι ανάγκη να αναφερθούν μερικές κεντρικές εκδηλώσεις του οικονομικού αυτού μετασχηματισμού.


Σημείωση: Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί περίληψη ομιλίας του Νικήτα Αλιμπράντη, στην Ακαδημία Αθηνών, στις 14.12.2012. Tο δεύτερο και τελευταίο μέρος στο επόμενο φύλλο τη «Χ»


* O Νικήτας Αλιπράντης είναι Oμότιμος Kαθηγητής του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, ανθυπηρετήσας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

 
ΠΗΓΗ: Εφημ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ», φ. 884 (1197), 20-12-2012. Ηλεκτρ. Δημοσίευση:  Τετάρτη, 23 Ιανουάριος 2013, http://www.xristianiki.gr/arkheio-ephemeridas/884/koinoniologia-tou-khrematos-kai-sugkhrone-exelixe-tou-kapitalismou.html

Η Λίστα Λαγκάρντ ή ο κλέψας του κλέψαντος

Η Λίστα Λαγκάρντ ή ο κλέψας του κλέψαντος

 

Του Γιώργου Ρούση

 

Απέναντι σε σκάνδαλα τύπου λίστας Λαγκάρντ εμφανίζονται δυο εξίσου λαθεμένες στάσεις.

Η πρώτη η οποία είναι και κυρίαρχη, υπερτονίζει τη σημασία αυτών των σκανδάλων. Στόχος είναι να αποδειχτεί ότι για την κρίση υπεύθυνη είναι η κακή διαχείριση με αποκορύφωμα τα σκάνδαλα. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται να οδηγηθεί η κοινή γνώμη στο συμπέρασμα ότι η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί από μια χρηστή διαχείριση, με την εφαρμογή των νόμων, δίχως απάτες και λοβιτούρες, ή με άλλα λόγια ότι για να αντιμετωπιστεί η κρίση και να επανέλθουμε στους κανονικούς μας ρυθμούς, το κύριο αν όχι το άπαν, είναι η αλλαγή του πολιτικού προσωπικού από ένα άλλο πιο ικανό και έντιμο.

Με αυτόν τον τρόπο περισώζεται το κύρος του υπεύθυνου για την κρίση καπιταλιστικού συστήματος. Αποσιωπάται το γεγονός ότι η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίου αποτελεί θεμελιακή αρχή της ΕΕ καθώς επίσης και το ότι στο βασίλειο του χρήματος-Μαμωνά, του κέρδους και της κλοπής ξένης εργασίας, η «νόμιμη» κλοπή αποτελεί θεμελιακή αξία.

Αποσιωπάται ότι όπως επισημαίνει ο Μπρεχτ, όσο κλέφτης είναι ο ληστής των τραπεζών, άλλο τόσο ίσως και περισσότερο είναι ο τραπεζίτης. Αποσιωπάται ακόμη το γεγονός ότι η μίζα ισχύει για περίπου το 80% των διεθνών συναλλαγών, και ότι ο τζίρος από τη διαφθορά είναι μεν τεράστιος σε σχέση με τις απολαβές του πλήθους που λιμοκτονεί, είναι όμως αμελητέος σε σχέση με το νόμιμο τζίρο του κεφαλαίου.

Εξίσου λαθεμένες είναι όμως και οι απόψεις που αντιμετωπίζουν υποθέσεις όπως εκείνη της λίστας Λαγκάρντ μόνον ως «πυροτέχνημα αποπροσανατολισμού» και την αλλοίωση της ως «ανούσια λεπτομέρεια».

Αυτού του τύπου οι τοποθετήσεις εντάσσονται στην ευρύτερη αδιέξοδη πολιτική του «όλα ή τίποτα». Παραγνωρίζουν τη λαϊκή απαίτηση για κάθαρση, και διευκολύνουν με αυτήν τους τη στάση, δυνάμεις όπως η «Χρυσή Αυγή», να εμφανίζονται ως ο μοναδικός εκφραστής αυτού του λαϊκού αιτήματος.

Παραβλέπουν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ακόμη και η τήρηση της αστικής νομιμότητας έχει τη σημασία της, και ότι η αποκάλυψη της σαπίλας του αστικού πολιτικού κόσμου είναι σημαντική.

Το ζητούμενο δεν είναι να απαξιώνεται παντελώς η αναγκαιότητα αποκάλυψης και τιμωρίας των ενόχων τέτοιων σκανδάλων. Το ζητούμενο είναι να καταδεικνύεται το γεγονός ότι το σύστημα δεν έχει κανένα πρόβλημα να πετάξει σαν στημένες λεμονόκουπες πολιτικούς του υπηρέτες, φτάνει να διασωθεί συνολικά το ίδιο, ότι η αποκάλυψη της λίστας Λαγκάρντ είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στις πάμπολλες άλλες παρόμοιες που υπάρχουν, και τέλος ότι εκτός από τα παράνομα σκάνδαλα κυριαρχεί το «νόμιμο» καπιταλιστικό σκάνδαλο το οποίο και τα εκτρέφει.

Αυτό, όπως απέδειξε και η σχετική αρνητική εμπειρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού», σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι αυτά τα σκάνδαλα θα πάψουν να υπάρχουν, με την ανατροπή του καπιταλισμού, αν δεν υπάρξει ουσιαστική λαϊκή συμμετοχή και έλεγχος των διαχειριστών, σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης.

Αν το καλοσκεφτούμε, η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο κλέψας του κλέψαντος. Αποτελείται από στοιχεία που κάποιος υπέκλεψε από τα αρχεία μιας κλέφτρας -τράπεζας, και τα οποία αποκαλύπτουν μεταξύ άλλων ορισμένους κλέφτες φόρων και ίσως κατόχους κλεμμένου-μαύρου χρήματος, μια λίστα που μας παρέδωσε η τότε υπουργός οικονομικών της Γαλλίας και μετέπειτα γενική διευθύντρια του ΔΝΤ γνωστού τοκογλυφικού -άρα κατά Αριστοτέλη κλέφτη – οργανισμού, από την οποία κάποιοι πολιτικοί υπερασπιστές του συστήματος νόμιμης κλοπής, απέκρυψαν -«έκλεψαν» κάποια ονόματα….

Ας ανατρέψουμε λοιπόν και ας τιμωρήσουμε όπως τους αξίζει τους παράνομους και «νόμιμους» κλέφτες.

 

Γιώργος Ρούσης

 

ΠΗΓΗ: Άρθρο στην "Εφημερίδα των Συντακτών". Το είδα: 23-01-2013, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=4298

Το τρίγωνο της αμαρτίας…

Το τρίγωνο της αμαρτίας

 

 Του Δημήτρη Βίτσα    

 

«Στο χωριό μου ο παπάς είναι πηγή ζωής και φροντίδας»

 

Θέλω να σας διαβεβαιώσω πως στέκομαι σ' αυτό το βήμα χωρίς την παραμικρή αμηχανία. Αντίθετα θεωρώ πως συμμετέχω σε ένα συνέδριο με θέμα «εκκλησία και αριστερά», για το οποίο οφείλω να συγχαρώ τους εμπνευστές και οργανωτές και συγχρόνως νιώθω την κρυφή ενοχή ότι παρόμοιες πρωτοβουλίες όφειλε να είχε πάρει η δική μας αριστερά εδώ και πολύ καιρό.

Γιατί, και ας μου επιτρέψει ο κ. Σταμούλης να δανειστώ τα λόγια του, «η συζήτηση στο δημόσιο χώρο, πραγματικοτήτων με διαφορετικό χαρακτήρα… δεν αποτελεί πολυτέλεια, πολύ περισσότερο δεν αποτελεί ύποπτη υπερβολή, απερισκεψία, αλλά βαθιά αναγκαιότητα η οποία κυρίως και πάνω από όλα συνδέεται με την ιστορική στιγμή». Σε κάθε περίπτωση όμως, μια τέτοια συζήτηση ήταν καθ' αυτή αναγκαία και σε προηγούμενο χρόνο.

Η ιστορική συγκυρία καθορίζεται από την κρίση. Κρίση οικονομική, πολιτική, κοινωνική, κρίση αξιών και ιδεών και αυτή η κρίση σκιάζει κάθε μας στιγμή και πράξη. Συγχρόνως, σας καλώ να αξιοποιήσουμε τη λέξη «κρίση» και με την άλλη της σημασία, ως αξιολόγηση μιας περιόδου, μιας κατάστασης, προσώπων ή προσώπου και την εκ της αξιολόγησης απόφαση. 

 

«Βάση της πολιτικής μας είναι η ακύρωση των μνημονιακών πολιτικών και η αντιμετώπιση του χρέους ως ευρωπαϊκό πρόβλημα με απαραίτητο στοιχείο τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του»

 

Και έχουμε πολλά να αξιολογήσουμε και να πάρουμε αποφάσεις. Τρία χρόνια τώρα ο λαός μας, η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, στενάζει κάτω από την πιο βάρβαρη νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας. Την πολιτική των μνημονίων. Τα εισοδήματα έχουν βαθιά περικοπεί, ιδιαίτερα των μισθωτών, συνταξιούχων, αγροτών, μικρομεσαίων. Ένα τσουνάμι ανεργίας σαρώνει τη χώρα, το κοινωνικό κράτος έχει διαλυθεί, τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας δίνονται ως εγγυήσεις στους τοκογλύφους δανειστές, η χώρα έχει μετατραπεί σε «αποικία χρέους», η οικονομική και διοικητική μηχανή έχει αποδιοργανωθεί. Η χώρα εν τέλει βρίσκεται στα πρόθυρα, αν δε βρίσκεται ήδη σε ανθρωπιστική κρίση. Η Ελλάδα λειτουργεί σαν πειραματόζωο επιβολής συγκεκριμένου μοντέλου, μέσα από το οποίο το διεθνές κεφάλαιο προσπαθεί να ξεπεράσει την κρίση του.

Τα πράγματα όμως είναι ακόμα χειρότερα: μαζί με την Ελλάδα που πληρώνει, υπάρχει η Ελλάδα, ναι αυτό το λεπτότατο στρώμα της κοινωνίας, που κερδίζει. Το «τρίγωνο της αμαρτίας» που συγκροτείται από ένα σάπιο πολιτικό σύστημα που θεωρεί τη χώρα και την κοινωνία ιδιοκτησία του και μετέρχεται αντιδημοκρατικές κοινοβουλευτικές πρακτικές και καταστολή για να επιβάλει την πολιτική του, τον κόσμο των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και μέρος του μιντιακού συστήματος, έχει καθίσει στον τράχηλο του λαού μας και εθελόδουλα προσανατολισμένο στη διεθνή κλεπτοκρατία, απομυζά την κοινωνία.

Το ακόμα χειρότερο είναι πως παρά την προφανή κοινωνική καταστροφή, παρά την αναποτελεσματικότητα στην επίτευξη των στόχων που οι ίδιοι βάζουν, η συνταγή παραμένει αναλλοίωτη. Και ακόμα χειρότερα, η όποια προοπτική ανάπτυξης ιδιωτικοποιείται, την ίδια ώρα που αφαιρούνται από την κοινωνία όπλα. Πολιτικά όπλα, αναπτυξιακά όπλα, κοινωνικά όπλα.

Σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή η αριστερά, ο «συνασπισμός ριζοσπαστικής αριστεράς-ενιαίο κοινωνικό μέτωπο» (ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ) δεν θα αφήσει την κοινωνία να συντριβεί. Δεν θα αφήσει τους ανθρώπους να συνηθίσουν στην φτώχεια.

Ο δικός μας δρόμος είναι ο δρόμος της αντίστασης, της κοινωνικής αλληλεγγύης και του εναλλακτικού προγράμματος που θα ακυρώσει την μνημονιακή πολιτική λιτότητας, θα σταματήσει την καταστροφή, θα ανασυντάξει τις κοινωνικές δυνάμεις στο δρόμο της ανάπτυξης, με στόχο την εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών και την υπεράσπιση και διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Είμαστε πεισμένοι πως αν η κρίση της δεκαετίας του '30 ξεπεράστηκε μέσα από το κράτος, της δεκαετίας του '70 μέσα από τις αγορές, αυτή η κρίση θα ξεπεραστεί μέσα από τις κοινωνίες. Το πρόγραμμα ελπίδας που καταθέτουμε είναι και ρεαλιστικό και εφικτό. Έχει ως βάση του την ακύρωση των μνημονιακών πολιτικών, απαιτεί την αντιμετώπιση του χρέους ως ευρωπαϊκό πρόβλημα, κοινό νόμισμα- κοινό πρόβλημα, με απαραίτητο στοιχείo τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του. Αναζητά την αναδιανομή του πλούτου και ιεραρχεί ως πρώτες προτεραιότητες του οικονομικού προϊόντος την ανακούφιση των πλέον θιγόμενων κατηγοριών και την ενίσχυση των υπηρεσιών δημόσιας και δωρεάν υγείας και δημόσιας και δωρεάν παιδείας.

 

«Το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι ένα θέμα περίπλοκο με ιστορικές καταβολές, κρατικές παρεμβάσεις, πολλαπλούς φορείς, που δεν του αξίζει επικοινωνιακή διαχείριση και που δένεται με την απόλυτη εξασφάλιση του μισθού και της σύνταξης του κλήρου»

 

Το πρόγραμμα ελπίδας του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θέλει μια κυβέρνηση και μια διοικητική μηχανή που δουλεύει μακριά και ενάντια στη διαπλοκή και τη διαφθορά. Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας απαιτεί σχεδιασμό και επιλογές σε επίπεδο χωροταξικό και οικονομικό, ώστε να αξιοποιηθούν η θέση και συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και να ενδυναμωθεί η εσωτερική αγορά. Για μας η σχέση κόστους-οφέλους έχει πάντα κοινωνικό πρόσημο.

Επιτρέψτε μου έναν παραλληλισμό: αν στη θεολογία αναζητούμε το δρόμο της αρετής και της αγάπης και εξ αυτού αντιστρατευόμαστε την αμαρτία, η αριστερά υπηρετεί το δρόμο της ανθρώπινης δημιουργικότητας και αξιοπρέπειας και εξ αυτού μάχεται την ατομική και κοινωνική αδικία.

Για την αριστερά οι έννοιες της συλλογικότητας, της συνεργασίας, της κοινωνικής φροντίδας είναι έμφυτες και στο κοινωνικό και στο οικονομικό της πρόγραμμα και αυτά τα στοιχεία του δίνουν τον ριζοσπαστικό του χαρακτήρα. Εκείνο που μπορούμε όμως σίγουρα να υποσχεθούμε είναι πως όλα αυτά που επαγγελλόμαστε, διεκδικούμε και υποσχόμαστε δεν μπορεί παρά να γίνουν μέσα σε ένα πανηγύρι δημοκρατίας. Δημοκρατία που απαιτεί αλλαγές σε συνταγματικό και νομικό επίπεδο, αλλά κύρια δημοκρατία που ζυγιάζει και δένει καλά όλες τις μορφές της: άμεση, τοπική, αντιπροσωπευτική, δημοκρατία που επιλέγει, ελέγχει, ανατρέπει.

Γιατί τα ανέφερα όλα αυτά και τι σχέση έχουν με το συνέδριο; Γιατί είμαι πεισμένος πως και η εκκλησία έχει σ' όλη αυτή τη διαδικασία τον ουσιαστικό ρόλο της. Μια ελεύθερη και ζωντανή εκκλησία που βιώνει τις καλύτερες παραδόσεις της, μέσα και στο πλάι του κοινωνικού κινήματος, κοντά στις καθημερινές αγωνίες και τον καθημερινό πόνο των πολιτών, μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά σε λύσεις υπέρ της κοινωνίας. Εκκλησία που δεν ανέχεται και εξ ορισμού απορρίπτει οποιαδήποτε συναλλαγή με την κρατική εξουσία, όποια κι αν είναι αυτή, είναι δύναμη για την κοινωνική συνοχή και σταθερότητα.

Δεν κρύβουμε πως υπάρχουν ζητήματα όπου έχουμε διαφορετικές θεωρήσεις, πολλές φορές και ισχυρές διαφωνίες με την διοίκηση της εκκλησίας για ζητήματα που αφορούν την κοσμική της πρακτική. Θα είναι θετικό στις διάφορες εισηγήσεις, αυτές οι διαφορετικές θεωρήσεις να αναδειχθούν με παρρησία.

Για μας ο διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας είναι στοιχείο μιας δημοκρατικής κοινωνίας, που κατά τη θεώρησή μας σέβεται απόλυτα το θρησκευτικό συναίσθημα και ζωογονεί και την ίδια την εκκλησία. Δεν αποφεύγουμε να συζητήσουμε δύσκολα ζητήματα όπως το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, ένα θέμα περίπλοκο με ιστορικές καταβολές, κρατικές παρεμβάσεις, πολλαπλούς φορείς, που δεν του αξίζει επικοινωνιακή διαχείριση και που δένεται με την απόλυτη εξασφάλιση του μισθού και της σύνταξης του κλήρου. Σε κάθε περίπτωση όμως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ως αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και ως κυβέρνηση της αριστεράς, θα ακολουθήσει το δρόμο του διαλόγου, της επιδίωξης συναίνεσης, του σεβασμού και της προφύλαξης των θεσμών χωρίς αιφνιδιασμούς.

Στο χωριό μου, το Πέρκο ορεινής Ναυπακτίας, ο παπάς είναι πηγή ζωής και φροντίδας. Δεν θα τον αφήσουμε, αντίθετα, θα τον βοηθήσουμε ώστε οι κόποι μιας ζωής ν' αυγατίσουν. Να βρεθούμε όλοι στους δρόμους της αντίστασης, στους δρόμους της αλληλεγγύης. Μας αξίζει ένα καλύτερο μέλλον.

ΠΗΓΗ: Ιανουάριος 23 2013, http://www.ppol.gr/cm/index.php?Datain=8290

ΒΓΑΛΤΕ ΤΗ ΚΟΥΚΟΥΛΑ κ. ΔΕΝΔΙΑ

ΒΓΑΛΤΕ ΤΗ ΚΟΥΚΟΥΛΑ κ. ΔΕΝΔΙΑ

 

Από το ΕΑΜ*


Η περίπτωση Δένδια από κάθε πλευρά της δεν αποκαλύπτει μόνο τον ίδιο ως επιφανές  χρυσαυγίτικο στέλεχος αλλά και τη «κυβέρνηση» ως διαχειριστή της χρυσαυγίτικης στρατηγικής.

Η χρυσή αυγή δεν συμμετέχει απλά στη κυβέρνηση με το Δένδια αλλά έχει αναδείξει και τη γραμμή της κυρίαρχη και κοινή συνισταμένη του μαύρου τροικανού μετώπου.

Με τη στρατηγική αυτή το μαύρο μέτωπο δεν θέλει απλά να δημιουργήσει ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα για την αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής καταστολής. Επιδιώκει συνειδητά να προκαλέσει και να επιβάλλει πραγματικό εμφύλιο πόλεμο με την μαζική αναπαραγωγή των συνθηκών της μετακατοχικής εποχής. Το φάσμα κατάρρευσης του μαύρου μετώπου και της κυβέρνησης μαζί και ο φόβος των ενόχων έχει κάνει ως φαίνεται μονόδρομο για το καθεστώς της διαφθοράς, της υποτέλειας και της κλεπτοκρατίας το φασισμό που εκπέμπει ολόπλευρα και μεθοδευμένα και δια του Δένδια.

Η στοχοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και για ευνόητους λόγους κοινοβουλευτικών συσχετισμών έχει φτάσει στο επίπεδο γενικής  προληπτικής πολιτικής λογοκρισίας, απαγόρευσης κάθε πολιτικής έκφρασης του λαού, βίαιης επιβολής σε κάθε θεσμό που υποχρεούται σε εγγυήσεις των δημοκρατικών ελευθεριών τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

Στις συνθήκες αυτές δεν υπάρχει χώρος για ουδετερότητα και πολιτική ίσων αποστάσεων, για καμιά δημοκρατική προοδευτική και κομουνιστική συνείδηση. Οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια το λιγότερο σε εντάσσει στις πολιτικές εφεδρείες του μαύρου μετώπου. Εξάλλου η πολιτική ηγεμονία στον αριστερό προοδευτικό και κομμουνιστικό χώρο δεν μπορεί να βασίζεται σε καμιά πολιτική συμφωνία με την ιθύνουσα τάξη και τις δυνάμεις της. Είναι ζήτημα καθημερινού αγώνα δημιουργικής, ιδεολογικής και πολιτικής διαπάλης που σήμερα περνάει από την οικοδόμηση ενιαίου δυναμικού μετώπου απέναντι στον ολοκληρωτισμό και το φασισμό που απειλεί την εργατική τάξη το λαό και τη χώρα.  

* Εργατικό  Αντιιμπεριαλιστικό  Μέτωπο     ΕΑΜ, www.eamgr.wordpress.com 

Προσέλκυση επενδυτών, εκπατρισμός πολιτών

Προσέλκυση επενδυτών, εκπατρισμός πολιτών*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς συναντήθηκε στις 17/12/2012 με τους εκπροσώπους δεκατριών πολυεθνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων της «Cosco», της «Ρhilip Morris», της «Nestle», της «Procter and Gamble», της «Unilever» και της «Pepsico», προκειμένου να συζητήσει μαζί τους τις προοπτικές ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, με στόχο τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, πληροφορεί το ηλεκτρονικό «Έθνος» (http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22767&subid=2&pubid=63754498).



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 359, 16/1/2013.

Ο κ. Σαμαράς επιχείρησε να διαβεβαιώσει τους εκπροσώπους των εταιρειών πως το νέο επενδυτικό νομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση θα παράσχει κίνητρα για επενδύσεις, ώστε όσες επιχειρήσεις προσελκυστούν να συναντήσουν φιλικό περιβάλλον ανάπτυξης. Ο πρωθυπουργός επισήμανε πως για τις επιχειρήσεις διανοίγεται κι η προοπτική ενίσχυσης από το τραπεζικό σύστημα, εφόσον μετά από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα υπάρξουν μεγαλύτερες δυνατότητες στήριξης των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.

Η εφαρμογή ενός νομοθετικού πλαισίου που θα επιτρέψει την ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων είναι οπωσδήποτε υγιής στόχος. Αν γίνει δεκτό πως επιχειρήσεις με ενδιαφέρον να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα αποτρέπονται από τη γραφειοκρατία της χώρας και την απουσία ενός σταθερού οικονομικού, κυρίως φορολογικού, περιβάλλοντος, οπότε κι εμποδίζεται ο αποτελεσματικός προγραμματισμός των επιχειρηματικών κινήσεων, καθίσταται κατανοητή η ανάγκη εξορθολογισμού στη λειτουργία της αγοράς. Πώς ακριβώς, όμως, αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τον σχετικό εξορθολογισμό και σε ποιους αυτός απευθύνεται; Προφανώς ο προσδιορισμός του «λογικού» επισυμβαίνει με διαφορετικά κριτήρια από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Τίνος τη «λογική» υιοθετεί και πραγματώνει η κυβέρνηση;

Ο κ. Σαμαράς, απευθύνοντας το επενδυτικό του προσκλητήριο στους εκπροσώπους των πολυεθνικών εταιρειών, επικαλέστηκε τη σαφή βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας» στην Ελλάδα. Ο υπαινιγμός είναι σαφής: το νέο περιβάλλον εργασίας στη χώρα επιτρέπει την απασχόληση φτηνού εργατικού δυναμικού. Επομένως, τα μισθοδοτικά έξοδα της υποψήφιας εργοδοσίας μειώνονται, άρα το ελληνικό επενδυτικό περιβάλλον θα πρέπει να λογίζεται ελκυστικό. Φυσικά, η παραπάνω απλοϊκή συλλογιστική δεν απεικονίζει τη σύνθετη κατάσταση. Η μείωση των μισθών στους εργαζομένους δεν διασφαλίζει την εμπορική επιτυχία μιας επιχείρησης. Αντιθέτως, ένα καταναλωτικό κοινό με περιορισμένη αγοραστική δύναμη αδυνατεί να καταναλώσει. Γι' αυτό ακόμη και πολυεθνικές επιχειρήσεις που ήδη δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα αναγκάστηκαν το 2012 να εγκαταλείψουν τη χώρα, κρίνοντας την παραμονή τους ανούσια. Η βροντερότερη αποχώρηση ήταν εκείνη της αλυσίδας σουπερμάρκετ «Carrefour», η οποία κατέστησε τον όμιλο Μαρινόπουλου αποκλειστικό δικαιοδόχο της (franchisee) στην Ελλάδα, καθώς και σε άλλες βαλκανικές χώρες (1/1/2013, http://news247.gr/eidiseis/afieromata/poies_epixeirhseis_eipan_antio_sthn_ellada_to_2012.2059162.html). Χαρακτηριστική ήταν, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα του «News247», και η μεταφορά της έδρας της από την «Coca-Cola Hellenic» στην ελβετική Ζυρίχη, ενώ και η ελληνική εταιρεία «ΦΑΓΕ» ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, μεταφέροντας την έδρα της στο Λουξεμβούργο.

Οι επιχειρηματικές κινήσεις μεταφοράς της έδρας δεν είναι άσχετες, βέβαια, με την επιδίωξη αποφυγής της φορολόγησης απ' όσες επιχειρήσεις σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τις διευκολύνσεις χωρών που λειτουργούν σαν φορολογικοί παράδεισοι. Η Ελβετία και το Λουξεμβούργο ανήκουν στους ευρωπαϊκούς φορολογικούς παραδείσους. Πέρα όμως από τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, και πάντα αναφορικά με την ερμηνεία του επιδιωκόμενου εξορθολογισμού στη λειτουργία της αγοράς από την κυβέρνηση, προκύπτει πως η κυβερνητική πολιτική προκρίνει, προκειμένου να ανακόψει την αιμορραγία θέσεων εργασίας, την παροχή κινήτρων μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις, και μάλιστα ούτε καν στις εγχώριες, παρά σε πολυεθνικές της αλλοδαπής! Ενώ η κρίση και η μνημονιακή πολιτική έχουν πλήξει συνολικά τις επιχειρήσεις, μικρές ή μεγάλες, εγχώριες ή πολυεθνικές, ο κ. Σαμαράς και το οικονομικό του επιτελείο επιλέγουν να διευκολύνουν μόνο τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, σε μια πολιτική άνισων αποστάσεων κι ευκαιριών απέναντι στο σύνολο των επιχειρηματιών. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών για το πρώτο τετράμηνο του 2012, εξωθήθηκαν στη διακοπή της λειτουργίας τους 56.664 επιχειρήσεις, ενώ η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.) υπολογίζει σε περισσότερες από 100.000 τις επιχειρήσεις που έπαψαν να λειτουργούν τη διετία 2011-2012 και σε περίπου 500.000 τις χαμένες θέσεις απασχόλησης.

Ποια λογική, λοιπόν, υπαγορεύει την προνομιακή μεταχείριση των πολυεθνικών εταιρειών απέναντι σε όλες τις υπόλοιπες; Το άνοιγμα θέσεων εργασίας που υπόσχονται οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι μικρότερο από εκείνο που θα προέκυπτε, αν οι μικρές επιχειρήσεις δεν είχαν υποστεί την ανελέητη φορολογική επιδρομή του μνημονίου. Το όφελος για την ελληνική πολιτεία θα 'ταν ακόμη μεγαλύτερο από την ενίσχυση των μικρών ελληνικών επιχειρήσεων, δεδομένου πως αυτές δεν φυγαδεύουν τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους, ενώ αναλαμβάνουν με συνέπεια τις υποχρεώσεις τους, σε αντίθεση με τις πρακτικές των πολυεθνικών. Σαν να μην αρκούν όλα αυτά, ο κ. Σαμαράς προτρέπει τις ξένες εταιρείες να παράγουν νέα προϊόντα στην Ελλάδα! Δηλαδή, τον ρόλο που θα έπρεπε να τον επιφυλάσσει, με τα κατάλληλα κίνητρα και τις αντίστοιχες διευκολύνσεις, στο εγχώριο δυναμικό, τον εκχωρεί σε εξωτερικούς παράγοντες, αρνούμενος να προβεί στις κινήσεις που θα καθιστούσαν τη χώρα αυτοεξυπηρετούμενη κι αυτάρκη.

Πώς αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση την άσκηση κριτικής στην πελαγοδρομούσα «λογική» της; Ως επίθεση ενάντια στην επιχειρηματικότητα κι ως αντίδραση στην έλευση καινούριων ιδεών! Γι' αυτό κι ο κ. Σαμαράς περιφέρει την ανάγκη προς «απενοχοποίηση της επιχειρηματικότητας» (17/12/2012, http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22767&subid=2&pubid=63754498), ενώ ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Χατζηδάκης δηλώνει αποφασισμένος «να μην επιτρέψει σε όσους φοβούνται το καινούριο και να κρατήσουν την Ελλάδα στο παρελθόν» (11/12/2012, http://www.iefimerida.gr/node/80880#ixzz2EkChDKB2). Υπηρετώντας τις υπαγορεύσεις των μνημονίων, που 'χουν πισωγυρίσει οικονομικά και κοινωνικά τη χώρα στην πέτρινη δεκαετία του 1960 και της μετανάστευσης, θα πρέπει ο κ. Χατζηδάκης να αντιλαμβάνεται το παλιό και το καινούριο εντελώς αφελώς μοναχά σαν γραμμική χρονική εξέλιξη. Μα αν το νεοφιλελεύθερο δόγμα είναι ό,τι πιο πρόσφατο εφαρμόζεται στην πολιτική σκηνή από την άποψη της οικονομικής θεωρίας, τα αποτελέσματά του κάθε άλλο παρά το καινούριο υπηρετούν, καθώς η στόχευσή του αποβλέπει στην παλινόρθωση του μεσαίωνα, της φεουδαρχίας και της δουλοπαροικίας. Πώς γίνεται, επομένως, ο υπερασπιστής του «νέου» να εφαρμόζει στην πράξη ό,τι πιο απαρχαιωμένο, ό,τι πιο σαθρό κι αντικοινωνικό;

Μα και το επιχείρημα του κ. Σαμαρά δεν υστερεί σε απλοϊκότητα, αν όχι και σε αφέλεια, από εκείνο του κ. Χατζηδάκη. Γιατί όταν ο κ. Σαμαράς εκθειάζει την «επιχειρηματικότητα», έχει στο νου του μια εξαιρετικά επιλεκτική επιχειρηματικότητα, που προορίζεται μονάχα για τις αλλοδαπές πολυεθνικές επενδύσεις ή για τις μεγαλοϊδιωτικές! Για εγχώριες συνεταιριστικές επιχειρήσεις, για μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις, για επιχειρήσεις του ελληνικού δημοσίου δεν περισσεύει πουθενά χώρος στη συλλογιστική του κ. Σαμαρά! Αν καλπάζει σήμερα η ενοχοποίηση της επιχειρηματικότητας, καλπάζει σε βάρος ακριβώς των προηγούμενων μορφών επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, κι όχι σε βάρος της πολυεθνικής επιχειρηματικότητας, την οποία υπερασπίζεται ο Έλληνας πρωθυπουργός σαν να υπερασπίζεται συμφέροντα εθνικά, ενώ αντιθέτως τα υπονομεύει. Γιατί εθνικά συμφέρον είναι το κοινωνικά συμφέρον. Και κοινωνικά συμφέρον είναι ό,τι προάγει την ποιότητα ζωής των πολλών βασιζόμενο σε ανθρωπιστικές αξίες και στις αρχές των ίσων ευκαιριών και της δικαιοσύνης, και όχι ό,τι ευνοεί την υπερσυγκέντρωση του πλούτου σε λίγους και την άνθηση μόνο εκείνων.

Η πολιτική, συνεπώς, που κατεξοχήν θα επέτρεπε την ανάκαμψη της χώρας και τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της λοιδορείται και καταδιώκεται: αντί να επιβραβεύονται οι μικροί επαγγελματίες και να ενισχύεται με διευκολύνσεις η συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία της χώρας, στραγγαλίζονται από τις φοροεπιδρομές των μνημονίων· αντί να αναδεικνύεται η τεχνογνωσία των Ελληνικών Πετρελαίων από την πολύχρονη αξιοποίηση των κοιτασμάτων της Θάσου, η δημόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται ή παρακάμπτεται υπέρ των πολυεθνικών, ώστε τα οφέλη να αποδημούν από τη χώρα· αντί να επιστρατεύεται η Ελληνική Βιομηχανία Όπλων για την άμυνα της χώρας, παροπλίζεται και διαλύεται προς όφελος των αλλοδαπών βιομηχανιών όπλων, ρίχνοντας την ελληνική άμυνα σε κώμα, ετοιμοθάνατη στην εντατική· αντί να οργανώνεται η γεωργική παραγωγή προς εξασφάλιση της επάρκειας σε τρόφιμα, επωάζονται τα παντοειδή καρτέλ που λυμαίνονται την αγορά, ενώ οι υγιείς δημόσιες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να λειτουργούν ανταγωνιστικά συγκρατώντας τις τιμές. Να ποια πραγματικά είναι η ενοχοποιημένη επιχειρηματικότητα.

Ο δρόμος της ανάκαμψης διέρχεται εμφανώς από την υγιή λειτουργία των επιχειρήσεων και την επίτευξη της παραγωγικής αυτονόμησης της χώρας. Στην πορεία αυτή προφανώς κι έχει θέση η σύννομη ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Είναι όμως αδιανόητο να ενθαρρύνεται η επιχειρηματικότητα με όρους μεροληπτικούς υπέρ συγκεκριμένων ιδιωτικών επενδύσεων, που καταστρατηγούν τον δίκαιο ανταγωνισμό, η δε μεροληψία να αποδίδεται στον εκβιασμό μιας πιθανής αποχώρησης των ιδιωτικών εταιρειών από τη χώρα και στην απώλεια θέσεων εργασίας. Οι αντίστοιχοι εκβιασμοί πάντα βρίσκουν ερείσματα στην ανυπαρξία εναλλακτικών προτάσεων. Αν η πολιτική αποφασίσει με σθένος να ακυρώσει τα ιδιωτικά μονοπώλια, ακόμη και με την ενεργοποίηση μιας υγιούς κρατικής επιχειρηματικότητας, οι σχετικοί εκβιασμοί θ' αποβούν μετέωροι.

Χωρίς να αναμένεται μια ειλικρινής αναμέτρηση της κυβερνητικής πολιτικής με τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδά της, η πικρή γεύση της φοβικής υποχωρητικότητας, της υπονόμευσης των εθνικών συμφερόντων, της ανελέητης καταδίωξης κι εξαθλίωσης των πλατιών κοινωνικών στρωμάτων εξακολουθεί να δηλητηριάζει έναν λαό που παρακολουθεί την προσέλκυση αλλοδαπών επιχειρήσεων στην επικράτειά του μέσω των παρεχόμενων σ' αυτές διευκολύνσεων, όταν οι δικές του οικονομικές δραστηριότητες κατατρέχονται κι ο ίδιος εξωθείται σε εκπατρισμό, στην εγκατάλειψη της εστίας του και στη μετανάστευση: τη μετανάστευση που θα επιτρέψει στο κυβερνητικό επιτελείο να «επενδύει» ολομόναχο, να περιαυτολογεί ολομόναχο, και να χρεοκοπεί εντέλει ολομόναχο.

Η ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΙΣ ΚΑΛΠΕΣ

Η ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΙΣ ΚΑΛΠΕΣ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι ο ελληνικός λαός έχει απηυδήσει από τις εξελίξεις των πολιτικών πραγμάτων και αυτό θα έπρεπε να καταστήσει τους πρωταγωνιστές του Κοινοβουλίου μας προσεκτικότερους και σοβαρότερους. Όμως αυτό δεν συμβαίνει και τελευταίο δείγμα συνιστά η οξεία διαμάχη για την ψηφοφορία περί παραπομπής ή μη προσώπων ενεχομένων στην υπόθεση μη αξιοποίησης καταλόγων Ελλήνων πολιτών που μετέφεραν σημαντικά χρηματικά ποσά στο εξωτερικό.

Η χώρα περνά τη «Μεγάλη εβδομάδα» της και οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού για μία ακόμη φορά έδειξαν ότι γι' αυτούς το πολύ πολύ να υπάρχει το κόμμα τους, αν υπάρχει βέβαια και αυτό και όχι μόνο ο εαυτός τους. Διότι πολλές μάχες δόθηκαν επί προσωπικού, καθώς ο κίνδυνος παραπομπής ενδεχομένως να συνιστούσε για κάποια πρόσωπα το τέλος τουλάχιστον του πολιτικού βίου, αν όχι κάτι βαρύτερο. Ο λαός πάντως άντεξε μία ακόμη φορά να παρακολουθήσει τη φαγωμάρα, η οποία τίποτε το ευοίωνο δεν συνιστά για το μέλλον του τόπου. Έχει ο λαός μας ακόμη αντοχές; Έχει ακόμη ελπίδες στηριγμένες στην πολιτική; Ή μήπως έχει αποκτήσει επικίνδυνο εθισμό στο να ταλανίζεται παρακολουθώντας το επαναλαμβανόμενο θέατρο της βουλευτικής σκηνής;

Τελικά, καθώς στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα (Σοφή άποψη δημοκρατικού λαμόγιου, την οποία αναμασούν ευκαίρως ακαίρως πάντες οι άγευστοι δημοκρατίας αλλά αρκούντως ευνοημένοι απ' αυτήν!), η Βουλή έδωσε λύση: Παραπέμπεται στην εξεταστική εις!  Ένας με τη σκέψη ότι η αθώωση πάντων θα ξεσήκωνε λαϊκή οργή; Πιθανόν. Το σύστημα στην προσπάθειά του να διατηρήσει ευστάθεια θυσιάζει κατά καιρούς κάποιους, ακόμη και εκλεκτούς του. Ο παραπεμφθείς ταπεινός και συμπαθής πλέον μπροστά στην αδυναμία του απολογήθηκε και, όπως ήταν φυσικό, διακήρυξε την αθωότητά του! Δεν έπεισε; Μάλλον η απόφαση ήταν ήδη παρμένη.

Δεν θα σταθούμε στην αθωότητα ή ενοχή του παραπεμπομένου. Θα προχωρήσουμε στην εξέταση της πολιτικής του ιστορίας για να επισημάνουμε άλλα σημεία πολύ πιο ενδιαφέροντα. Μετά δεκαετή συνεργασία με τον ΟΟΣΑ εμφανίζεται ξαφνικά ως σύμβουλος του τότε πρωθυπουργού (1998). Αναλαμβάνει διάφορα καθήκοντα με κορυφαίο του συντονιστού της διαδικασίας της «Λισσαβόνας» για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (Αχ λαέ μου! Ανέχεσαι ακόμη να σε εξαπατούν με όρους σαν κι αυτόν!). Ο λαός της Κοζάνης τον τίμησε με την ψήφο του και τον ανέδειξε βουλευτή (2007). Αλλά ο φέρελπις ήταν πλασμένος για το πολύ υψηλά! Το 2008 ήταν επικεφαλής του καταλόγου των υποψηφίων του κόμματός του για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και μόλις  μετά έτος περίπου ανέλαβε καθήκοντα υπουργού οικονομικών (ακόμη πιστεύουμε ότι αναλαμβάνουν οι υπουργοί καθήκοντα;) και με την ιδιότητα αυτή υπέγραψε τη δανειακή σύμβαση με την τριάδα των κατακτητών μας.

Στα ανωτέρω, τα οποία έχουν αντληθεί από ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια δεν περιλαμβάνεται κάποιο στοιχείο, ίσως επειδή οι συντάκτες του δεν θεώρησαν σημαντικό. Ο αναγνώστης καλείται να κρίνει, αν είναι η όχι. Από το βήμα της Βουλής έγινε καταγγελία ότι  ο παραπεμπόμενος συνεργάστηκε για διάστημα με την Goldmann Sachs! Ποια είναι αυτή. Μπορεί να μη τη γνωρίζαμε όταν ανέλαβε, με το αζημίωτο βέβαια, να «φτιασιδώσει» την ελληνική οικονομία, προκειμένου να εξαπατήσουμε τους «κουτόφραγκους» και να μας εντάξουν στην «Ευρωζώνη»! Τώρα όμως είναι αρκούντως γνωστός ο ρόλος της στο να σπείρει συμφορές εκεί όπου οι κυβερνήσεις (ας τις χαρακτηρίσει ο αναγνώστης) την καλούν να «σιάξει» τα οικονομικά των χωρών τους! Φυσικά δεν είναι δύσκολο να ερευνηθεί η σχέση της με το ενιαίο και πανίσχυρο τραπεζικό σύστημα, την αγορά για να γίνω πιο σαφής, και τους έντιμους οίκους αξιολόγησης των οικονομιών των χωρών (Συγκοινωνούντα δοχεία!).

Στο ζώνη του Ευρώ εισήλθαμε όντες ήδη χρεωμένοι και αυτό μας αποτελείωσε. Οδηγηθήκαμε στην «σωτήρια» αγκαλιά του Δ.Ν.Τ. με συνέπεια να ογκώνεται καθημερινά η φτώχια και η ανεργία και η κυβέρνηση (συγκυβέρνηση των μέχρι πρότινος εμπαθών αντιπάλων με προβαλλόμενες ως οξύτατες τις κοινωνικοπολιτικές τους διαφορές (θέατρο η Βουλή)) στοχοποιεί τον λαό και τη χώρα, προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των απλήστων για κέρδη δανειστών μας!

Είναι μείζον το ζήτημα της μη αξιοποίησης ενός καταλόγου απάτριδων πλουτοκρατών και έλλασσον η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, η προαγγελθείσα από πρόεδρο της Βουλής κατά υποδοχή νεοεκλεγέντος τότε προέδρου της χώρας – προτεκτοράτου; Και αν λοιπόν υπάρχει ενοχή, αυτή είναι μόνο ενός προσώπου; Ενέχονται οι υπουργοί και είναι αθώοι οι πρωθυπουργοί;

Η μείζων αντιπολίτευση προετοιμαζόμενη για την εξουσία επιδιώκει πρωτίστως την αύξηση της εκλογικής της βάσης, όπως έκαναν και όλοι οι προηγηθέντες. Ο λαός αποκαμωμένος θα της δώσει την ψήφο του, αν και το σύστημα εγκρίνει την άνοδό της στην εξουσία. Άλλωστε δείγματα γραφής της ήδη υπάρχουν καθησυχαστικά: Ναι στην ΕΕ. Ναι στην Ευρωζώνη. Από πού τελικά έξω.

Δεν θέλω να παραστήσω τον ήρωα. Ο αγώνας, για να αποκτήσουμε εκ νέου την ελευθερία και την αξιοπρέπειά μας δεν είναι διόλου εύκολος. Χρειάζονται κόποι, θυσίες, αίμα και προπάντων ομοψυχία. Η νίκη της χώρας δεν μπορεί να είναι ενός κόμματος επιτυχία, αλλά των Συνελλήνων. Και, δυστυχώς, κανένας πολιτικός δεν κάνει λόγο γι' αυτά. Ζητά από τον λαό μόνο την ψήφο. Αυτός στη συνέχεια ήσυχος μπορεί να απολαμβάνει τα σήριαλ ή τις πολιτικές αντιπαραθέσεις καθισμένος στον καναπέ του έστω και άνεργος.

Κανένας από τους πολιτικούς δεν αναγνωρίζει ότι βιώνουμε κρίση πνευματική τεραστίων διαστάσεων ως λαός. Αφού ούτε η Διοικούσα Εκκλησία εκφράζει επ' αυτού ξεκάθαρο λόγο.

Ταλαίπωρε λαέ. Θα είσαι για καιρό πολύ ακόμη δεμένος στον βράχο και γύπας θα τρώγει το συκώτι σου. Ο λυτρωτής που κατέβηκε για σένα στα ανήλιαγα του Άδη βάθη δεν γίνεται αποδεκτός ως σωτήρας σου! Τρέχεις πίσω από εγκόσμιους «σωτήρες», γόητες που πλανώνται και πλανούν. Τι τάχα ακόμη περιμένεις;

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 21-01-2013      

Ο πολιτικός Χριστός…

Ο πολιτικός Χριστός…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

Μετά την Πρωτοχρονιά ο μακαριστός Μητροπολίτης της Αίγινας, αείμνηστος Ιερόθεος, συνήθιζε να μας καλεί στο μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου, για να κόψουμε τη βασιλόπιτα. Κάποια χρονιά είχε μαζί του και άλλους δυο Μητροπολίτες. Μας έβαλε και διαβάσαμε την ευαγγελική περικοπή της 1ης Σεπτεμβρίου, που είναι η Πρωτοχρονιά του εκκλησιαστικού έτους.

Στην περικοπή αυτή ο Χριστός διαβάζει, στη συναγωγή της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ναζαρέτ, τα σχετικά με τον Μεσσία λόγια του Ησαΐα.  Συμφωνά με τα οποία, έργο του Μεσσία είναι να καταπιαστεί, όχι μόνο με τα πνευματικά, αλλά και με τα υλικά προβλήματα των ανθρώπων: Τη φτώχεια, τη σκλαβιά την αρρώστια…

Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το περιεχόμενο της περικοπής, διαβάσαμε και τη σχετική ερμηνεία του αείμνηστου Παναγιώτη Τρεμπέλα. Η οποία όμως έδινε, σε όλο, σχεδόν, το περιεχόμενο της περικοπής πνευματικό νόημα. Γνώμη, με την οποία συμφωνούσαν και οι τρεις μητροπολίτες…

Ένα όμως παπαδάκι τόλμησε να διαφωνήσει: Δεν μπορούμε, είπε, να δίνουμε σε όλα πνευματικό νόημα! Δεν θεράπευσε ο Χριστός αρρώστους; Τυφλούς, χωλούς, παράλυτους; Ή μήπως δεν χόρτασε τους πεινασμένους στην έρημο!

Δεν καταδίκασε όλους αυτούς, που ανατρέπουν τη δικαιοσύνη και πρόνοια του Θεού, στις οποίες ο ίδιος έδινε πρωταρχική σημασία; Δεν είχαν οι πρώτοι χριστιανοί εφαρμόσει καθεστώς κοινοκτημοσύνης; Όπου ο καθένας πρόσφερε, ανάλογα με τις δυνάμεις του και έπαιρνε, ανάλογα με τις ανάγκες του; Με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένας φτωχός ανάμεσά τους!… Και στην περίπτωση, που το καθεστώς αυτό διαταράχτηκε απ' την ιδιοτέλεια των εχόντων και κατεχόντων, οι απόστολοι υπέδειξαν την εκλογή των επτά διακόνων. Και μάλιστα με τα πλέον δημοκρατικά και καθαρά κριτήρια:


Ποια κριτήρια;

1. Να έχουν αυτοί, που θα εκλέγονταν, καλή φήμη. Έτσι ώστε να μη συμβαίνουν τα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας. Όπου το «χριστεπώνυμο» πλήρωμα χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει και εκλέγει τους επαγγελματίες ψεύτες, κλέφτες και απατεώνες…

2. Να έχουν οι εκλεγόμενοι γνώση του αντικειμένου, με το οποίο θα ασχοληθούν. Και να μην ισχύει, όπως τώρα, το καθεστώς της ημετεροκρατίας. Όπου άσχετοι άνθρωποι αναλαμβάνουν αρμοδιότητες άσχετες με το γνωσιολογικό τους οπλοστάσιο. Σε σημείο, ώστε κάποτε, ακόμη και θεολόγοι, να γίνονται υπουργοί Βιομηχανίας. Και άλλα πολλά τέτοια οξύμωρα και παράδοξα… Και:

3. Να είναι φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα. Που σημαίνει να ρυθμίζουν το βίο και την πολιτεία της κοινωνίας σύμφωνα με τη δικαιοσύνη. Και όχι να πολεμούν με όλους τους υποχθόνιους τρόπους κάθε μορφή κοινωνικής πρόνοιας. Όπως οι τωρινοί εκπρόσωποι του μισάνθρωπου σιωνισμού και του απάνθρωπου ναζισμού… Βέβαια στην ομήγυρη εκείνη της πρωτοχρονιάτικης πίτας δεν ειπώθηκαν όλα αυτά. Γιατί ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος το επέτρεπαν.

Αλλά όλα αυτά και πάμπολλα άλλα, που θα μπορούσαν να ειπωθούν, δείχνουν ότι ο Χριστός δεν ήταν μονοφυσίτης. Δεν ασχολήθηκε, δηλαδή, μόνο με τα, λεγόμενα, «πνευματικά» και «μεταφυσικά» θέματα. Λες και η δικαιοσύνη και η πρόνοια δεν είναι πνευματικό και μεταφυσικό θέμα… Αφού στη Δευτέρα Παρουσία του ο Χριστός θα δώσει απόλυτη, σχεδόν, προτεραιότητα στα γήινα και υλικά προβλήματα των ανθρώπων.

Και θα πει στους κρινόμενους τα περίφημα εκείνα: Πείνασα και δίψασα και ήμουν φυλακισμένος και ξένος και άρρωστος και δεν με φροντίσατε… Που σημαίνει ότι ο Χριστός ασχολήθηκε αναμφίβολα και με τα γήινα και υλικά προβλήματα των ανθρώπων. Που, σε τελική ανάλυση, είναι και αυτά, πέρα για πέρα πνευματικά. Αφού την επίλυση αυτών καθόρισε, ως βασικό κριτήριο, για τον αιώνιο προορισμό του ανθρώπου.

Και προς αυτή την κατεύθυνση χρησιμοποίησε «τον τομότερον υπέρ δίστομον μάχαιραν» και καταλυτικό λόγο του. Χωρίς, σε καμιά περίπτωση, να πει στους Αποστόλους να εγκαταλείψουν το φραγγέλιο της αλήθειας και της δικαιοσύνης, για ν' ασχολούνται μόνο με τις κηδείες και τα μνημόσυνα…

Κλείνοντας τα μάτια μπροστά στο όργιο της αρπαγής και της ληστείας του επιούσιου άρτου του λαού εκ μέρους της πολιτικάντικης και τοκογλυφικής μαφίας και αλητείας. Για να εκλιπαρούν, εκ των υστέρων, απ' τους ανελέητους και άσπλαχνους προδότες και δολοφόνους έλεος και ευσπλαχνία!

Και να προσπαθούν να μπαλώσουν τα αμπάλωτα με τα ψίχουλα της οποιασδήποτε ελεημοσύνης…


Παπα-Ηλίας, Ιανουαρίου 21, 2013, http://papailiasyfantis.wordpress.com/2013/01/21/…82/  e-mail: Yfantis.ilias@gmail.com

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ:

Η ειρηνική συνύπαρξη του φιλελευθερισμού με τον μερκαντιλισμό, με τον κρατικό καπιταλισμό καλύτερα, φαίνεται πως πλησιάζει στο τέλος της – ενώ οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, όπως επίσης οι συναλλαγματικές συρράξεις, ευρίσκονται προ των πυλών

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Εάν καταρρεύσει το ευρώ, η γερμανική επέλαση θα συνεχισθεί, με τη δημιουργία δορυφόρων (Ολλανδία, Αυστρία κλπ.), καθώς επίσης «οικονομικών ζωνών» – προτεκτοράτων δηλαδή ολοκληρωτικής επιρροής της Γερμανίας (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία κοκ), άμεσα εξαρτημένων από τη βιομηχανία της.

Εάν δεν καταρρεύσει το ευρώ, η Γερμανία θα αναδειχθεί στον αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα της Ευρώπης – με την δουλική υποταγή όλων των «εταίρων» της, στις δικές της επιθυμίες και στα δικά της σχέδια.

Όπως έχει πει άλλωστε ο J. Adams, ο δεύτερος πρόεδρος των Η.Π.Α.: Υπάρχουν δύο δυνατότητες για να λεηλατήσεις και να υποδουλώσεις μία χώρα ή μία ήπειρο: Η πρώτη από αυτές είναι το ξίφος, τα όπλα. Η δεύτερη είναι η υπερχρέωση".  

Ανάλυση

Η γνωστή διαδικασία, σύμφωνα με την οποία ο γερμανικός «λαός», ερμηνευμένος, ως συνήθως αυθαίρετα, από τα ΜΜΕ, διαμαρτύρεται για κάτι και ζητάει απαιτητικά τη διόρθωση του από την εκάστοτε κυβέρνηση, τηρήθηκε επακριβώς και στο θέμα του χρυσού. Έτσι λοιπόν, μετά από τις μέσω των ΜΜΕ «λαϊκές επιθέσεις» εναντίον της κεντρικής τράπεζας (Bundesbank), ζητήθηκε εκ μέρους των Πολιτών η επιστροφή του χρυσού στη Γερμανία από τις χώρες, στις οποίες ήταν αποθηκεμένος: από τις κεντρικές τράπεζες της Γαλλίας (374 τόνοι ή 11% των συνολικών αποθεμάτων), της Μ. Βρετανίας (450 τόνοι ή 13% των αποθεμάτων) και των Η.Π.Α. (1.536 τόνοι ή 45% των αποθεμάτων) – με το υπόλοιπο 31% (1.036 τόνοι) να είναι ήδη στα θησαυροφυλάκια της γερμανικής κεντρικής τράπεζας στη Φρανκφούρτη.

Ουσιαστικά λοιπόν φαίνεται πως το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού χρυσού είναι ακόμη αποθηκεμένο στα θησαυροφυλάκια των νικητριών δυνάμεων του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, τουλάχιστον όσον αφορά την πρώην Δ. Γερμανία – ενώ για την πρώην Ανατολική δεν υπάρχουν ανάλογες πληροφορίες.   

Σύμφωνα τώρα με πρόσφατες αναφορές των ΜΜΕ, η Γερμανία απαίτησε την επιστροφή του χρυσού της, καταρχήν από την κεντρική τράπεζα της Γαλλίας – ενώ ενδεχομένως θα ακολουθήσει την ίδια τακτική και με τις δύο άλλες χώρες, παρά το ότι, κατά την επίσημη ανακοίνωση, θα συνεχίσει να διατηρεί αποθέματα χρυσού στους τόπους που κυρίως διαπραγματεύεται το πολύτιμο μέταλλο: στο Λονδίνο και στη Ν. Υόρκη.

Ανεξάρτητα δε από το γεγονός ότι, κατά τη γνώμη μας η Γερμανία προετοιμάζεται κρυφά για το ενδεχόμενο της υιοθέτησης του μάρκου (η αξία του οποίου θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, εάν συνδεόταν με το χρυσό), ειδικά εάν η κατάσταση στην Ιταλία, καθώς επίσης στην Ισπανία επιδεινωθεί (κάτι που φαίνεται εξαιρετικά πιθανόν), θεωρούμε πως το ξαφνικό ενδιαφέρον για την επιστροφή του χρυσού στα εδάφη της, είναι ένα ακόμη δείγμα της μερκαντιλιστικής («Μερκελντιλιστικής») πολιτικής της καγκελαρίου – γεγονός που έχουμε επισημάνει σε πολλές αναλύσεις μας, όπως για παράδειγμα στα κείμενο «Μέρκελ η μερκαντιλίστρια» και «Η επέλαση του Βερολίνου».

Από την άλλη πλευρά ο χρυσός, στη φυσική του μορφή, θα είναι πιθανότατα ο μοναδικός κερδισμένος στα πλαίσια του συναλλαγματικού πολέμου που μαίνεται – αφού ανήκει σε εκείνα τα ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία, απέναντι από τα οποία δεν υπάρχουν χρέη (με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ζήτηση του από τους επενδυτές που δεν θέλουν να είναι αντιμέτωποι με πιστωτικά ρίσκα).

Επομένως, ο χρυσός είναι εξαιρετικά σημαντικός για τα κράτη σήμερα – γεγονός που τεκμηριώνεται, μεταξύ άλλων, από την αυξημένη ζήτηση του εκ μέρους της Κίνας, ενώ αιτιολογεί διαφορετικά την πρόθεση «επαναπατρισμού» του από τη Γερμανία. 

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ

Η οικονομική ιστορία διέπεται πρωτίστως από τη διαμάχη μεταξύ δύο κεντρικών καπιταλιστικών ιδεολογιών: του φιλελευθερισμού και του μερκαντιλισμού – ενώ σε όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα έχει αναμφίβολα επικρατήσει ο φιλελευθερισμός, «εξελισσόμενος» πολύ συχνά στο νεοφιλελευθερισμό των παιδιών του Σικάγου.

Ειδικότερα, ο φιλελευθερισμός πιστεύει στην ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς επίσης στην ελευθερία των αγορών. Κατά το συγκεκριμένο σύστημα, ένα μικρό μέρος των επιχειρήσεων (κοινωφελείς, μονοπωλιακές κερδοφόρες, στρατηγικές) μπορεί να παραμένει στην ιδιοκτησία του κράτους – ενώ όλες οι υπόλοιπες πρέπει να ανήκουν σε ιδιώτες.

Η «εξέλιξη» του, ο νεοφιλελευθερισμός, απαιτεί να είναι ιδιωτικά τα πάντα, ακόμη και ο στρατός – με το κράτος να παραμένει ως ο «εγγυητής» της λειτουργίας της οικονομίας, ο αυστηρός επιτηρητής δηλαδή, με την υποχρέωση της τοποθέτησης και την ευθύνη της τήρησης των κανόνων που την διέπουν.      

Αντίθετα, ο (νεο)μερκαντιλισμός πρεσβεύει ουσιαστικά ένα είδος κρατικού καπιταλισμού, το οποίο δίνει μεγάλη σημασία σε μία εθνική πολιτική, στα όρια ίσως της εθνικιστικής – στηριζόμενης οικονομικά, συναλλαγματικά επίσης, στα αποθέματα πολυτίμων μετάλλων (όπως λέγεται, "η εθνική πολιτική θα πρέπει να έχει στόχο τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποσοτήτων χρυσού και αργύρου").    

Το (νέο)φιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο αντιμετωπίζει το κράτος, το δημόσιο τομέα δηλαδή, σαν από τη φύση του ληστρικό, διεφθαρμένο, ανεπαρκή και ανίκανο – ενώ θεοποιεί ουσιαστικά τον ιδιωτικό τομέα, ο στόχος του οποίου είναι το μέγιστο δυνατό κέρδος, με το ελάχιστο κόστος. Στα πλαίσια αυτά απαιτεί έναν αυστηρό και σαφή διαχωρισμό του κράτους από την ιδιωτική οικονομία ("η ελευθερία ως έσχατος στόχος και το άτομο ως έσχατη οντότητα της κοινωνίας").

Από την άλλη πλευρά, ο μερκαντιλισμός θεωρεί τόσο τον κρατικό, όσο και τον ιδιωτικό τομέα ως συνεργάτες, οι οποίοι έχουν κοινούς στόχους – όπως, για παράδειγμα, την εσωτερική οικονομική ανάπτυξη ή την εθνική ισχύ. Αν και πολλοί δε χαρακτηρίζουν ειρωνικά το μερκαντιλισμό ως αναποτελεσματικό κρατικό καπιταλισμό, όταν λειτουργεί σωστά (όπως συμβαίνει σήμερα κυρίως στην Κίνα, σε κάποιο βαθμό στη Γερμανία) είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός.

Ιστορικά, ο μερκαντιλισμός προηγείται του φιλελευθερισμού – ο οποίος ακόμη και στη Μ. Βρετανία, στην πατρίδα του, υιοθετήθηκε μετά την ανάδειξη της σε μία παγκόσμια βιομηχανική δύναμη (στα μέσα του 17ου αιώνα).

Περαιτέρω, ο φιλελευθερισμός στηρίζεται στη ζήτηση, στην κατανάλωση κατά κάποιον τρόπο, θεωρώντας τον πελάτη βασιλιά – οπότε ο στόχος της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής είναι η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών, γεγονός που απαιτεί την όσο το δυνατόν ανεμπόδιστη πρόσβαση τους σε φθηνά αγαθά και υπηρεσίες, καθώς επίσης τη μειωμένη φορολόγηση (το σημερινό αμερικανικό μοντέλο).

Ακολουθώντας τους κανόνες του «ιδρυτή» της ελεύθερης οικονομίας (A. Smith), πιστεύει πως τα προϊόντα πρέπει να παράγονται σε εκείνες τις χώρες, οι οποίες έχουν συγκριτικά μεγαλύτερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα – ενώ να εισάγονται από τις άλλες, ανταλλασσόμενα ουσιαστικά με τα προϊόντα που αυτές παράγουν φθηνότερα.     

Αντίθετα, ο μερκαντιλισμός στηρίζεται στην προσφορά, στην παραγωγή δηλαδή – οπότε ο στόχος της μερκαντιλιστικής πολιτικής είναι η αριστοποίηση της δομής του εκάστοτε παραγωγικού μηχανισμού, έτσι ώστε να αυξάνεται συνεχώς η παραγωγικότητα του συνόλου της οικονομίας. Η κατανάλωση εδώ προϋποθέτει ότι, οι απασχολούμενοι θα εργάζονται συνεχώς περισσότερο, με μισθούς οι οποίοι θα τους εξασφαλίζουν απλά και μόνο την επιβίωση – έτσι ώστε τα προϊόντα που παράγουν να είναι όλο και πιο ανταγωνιστικά.

Συνεχίζοντας, ο φιλελευθερισμός πιστεύει ότι, η οικονομική ωφέλεια του εμπορίου πηγάζει από τις εισαγωγές – με την έννοια πως όσο πιο φτηνά είναι τα εισαγόμενα προϊόντα, τόσο το καλύτερο για την οικονομία, ακόμη και αν το αποτέλεσμα είναι ένα ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο.

Ο μερκαντιλισμός, εντελώς αντίθετα, αντιμετωπίζει το εμπόριο σαν μέσο για την ισχυροποίηση της παραγωγής στο εσωτερικό, έτσι ώστε να αυξάνεται συνεχώς η απασχόληση – με αποτέλεσμα να προωθεί τις εξαγωγές (εισαγωγή θέσεων εργασίας), περιορίζοντας παράλληλα τις εισαγωγές (εξαγωγή θέσεων εργασίας).

Ουσιαστικά λοιπόν θεωρεί το παγκόσμιο εμπόριο σαν μία «διαδικασία μηδενικού αθροίσματος», με νικητές και ηττημένους – όπου οι χώρες που στηρίζονται στις εξαγωγές ζουν εις βάρος αυτών που είναι υποχρεωμένες να εισάγουν περισσότερα, από όσα εξάγουν.  

ΛΟΙΠΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΝΤΙΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Η πλέον αντιπροσωπευτική χώρα του (νέο)φιλελευθερισμού είναι σήμερα οι Η.Π.Α. – ενώ του μερκαντιλισμού η Κίνα (η Γερμανία επίσης), η οποία ενισχύει και επιδοτεί όσο μπορεί την παραγωγή και τις εξαγωγές, διατηρώντας χαμηλή την εσωτερική κατανάλωση και τους μισθούς των εργαζομένων της (οι χαμηλοί μισθοί εδώ έχουν διπλή ωφέλεια για το κράτος: από τη μία πλευρά αναγκάζουν τα νοικοκυριά να καταναλώνουν λιγότερο, οπότε να εισάγονται ανάλογα μικρότερες ποσότητες, ενώ από την άλλη αυξάνουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων, περιορίζοντας το κόστος παραγωγής των εγχωρίων προϊόντων). 

Η κυβέρνηση της Κίνας χειραγωγεί στην κυριολεξία το νόμισμα της, έτσι ώστε να εξασφαλίζει την κερδοφορία των εξαγωγικών της επιχειρήσεων – ενώ η Γερμανία εφαρμόζει, πολύ πιο έξυπνα αλλά έμμεσα, την ίδια πολιτική, με τη βοήθεια της διατήρησης του ευρώ σε ανταγωνιστικά χαμηλή ισοτιμία, μέσω των οικονομικών προβλημάτων των «εταίρων» της.

Και οι δύο αυτές μερκαντιλιστικές χώρες διακρίνονται αφενός μεν για τις κρυφές επιδοτήσεις των εξαγωγικών τους επιχειρήσεων, αφετέρου για τα μεγάλα πλεονάσματα (Πίνακας Ι) των εμπορικών ισοζυγίων τους – ενώ οι Η.Π.Α., επίσης πολλά άλλα φιλελεύθερα κράτη, έχουν μεγάλα ελλείμματα στα ισοζύγια τους (όπως έχουμε αναλύσει στα άρθρα: Ευρωπαϊκές ασυμμετρίες και Ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση).

ΠΙΝΑΚΑΣ I: Οι πιο πλεονασματικές και ελλειμματικές οικονομίες παγκοσμίως, με κριτήριο το εμπορικό ισοζύγιο – σε εκ. $ το 2010

Χώρα

Πλεόνασμα

Χώρα

Έλλειμμα

 

 

 

 

Γερμανία

201.737

Η.Π.Α.

-689.932

Κίνα

182.725

Μ. Βρετανία

-152.830

Σ. Αραβία

152.000

Ινδία

-106.540

Ρωσία

151.621

Γαλλία

-85.325

Ιαπωνία

77.218

Τουρκία

-71.598

Πηγή: WP. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Τα πλεονάσματα της Ρωσίας και της Σ. Αραβίας προέρχονται από τις εξαγωγές ενέργειας, οπότε δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αμιγώς μερκαντιλιστικές. Η Ιαπωνία είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση, ειδικά μετά την οικονομική επίθεση που δέχθηκε από τις Η.Π.Α. τη δεκαετία του 80 – η οποία την καταδίκασε σε μία υπερεικοσαετή ύφεση. 

Από την (νέο)φιλελεύθερη πλευρά, οι επιδοτήσεις των μερκαντιλιστικών χωρών κάνουν φτωχούς τους πολίτες τους – ενώ παράλληλα κερδίζουν οι καταναλωτές των άλλων κρατών, δαπανώντας πολύ λιγότερα χρήματα για τα προϊόντα που αγοράζουν (αφού τα εισάγουν σε πολύ χαμηλότερες τιμές, οι οποίες ουσιαστικά είναι χαμηλότερες λόγω της επιδότησης τους, μέσω του κρατικού μηχανισμού, από τους φορολογούμενους της Κίνας ή της Γερμανίας).   

Από μερκαντιλιστικής πλευράς, οι επιδοτήσεις αφενός μεν εξασφαλίζουν τις θέσεις εργασίας, αφετέρου οικοδομούν μία σύγχρονη οικονομία, η οποία μπορεί να εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη ευημερία των πολιτών.

Ουσιαστικά λοιπόν, οι φιλελεύθεροι επιτυγχάνουν την (μεσοπρόθεσμη) ευημερία των πολιτών τους εις βάρος των μερκαντιλιστών, οι οποίοι την επιδοτούν – με τους τελευταίους να προσβλέπουν σε μακροπρόθεσμα οφέλη.

Στο παράδειγμα της Ευρωζώνης, οι χώρες του Νότου (φιλελεύθερες) ευημερούσαν τα πρώτα χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ, εις βάρος της Γερμανίας και των υπολοίπων μερκαντιλιστικών κρατών του Βορά – με την κατάσταση σήμερα να έχει αντιστραφεί.

Στα πλαίσια αυτά, όταν κρίνουμε, θετικά ή αρνητικά, την πολιτική λιτότητας που απαιτεί η Γερμανία να εφαρμόζουν απαρέγκλιτα οι χώρες του Νότου, οφείλουμε να την εξετάζουμε σε σχέση με το είδος του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο επιλέγεται. Εάν λοιπόν επρόκειτο για τη φιλελεύθερη εκδοχή του, τότε η πολιτική λιτότητας είναι πράγματι καταστροφική.

Αντίθετα, εάν ο απώτερος στόχος είναι η «μετάλλαξη» της ευρωπαϊκής οικονομίας σε μερκαντιλιστική, ανάλογη με αυτήν της Γερμανίας, τότε η πολιτική λιτότητας είναι απολύτως σωστή – αφού δημιουργούνται σταδιακά οι κατάλληλες προϋποθέσεις, με τη βοήθεια της «εσωτερικής υποτίμησης» (χαμηλοί μισθοί, περιορισμένες δημόσιες παροχές, αύξηση της παραγωγικότητας κλπ.), οι οποίες εξασφαλίζουν την ανάπτυξη μέσω της αύξησης των εξαγωγών, καθώς επίσης της μείωσης των εισαγωγών. 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η ειρηνική συνύπαρξη των δύο παραπάνω διαφορετικών καπιταλιστικών μοντέλων φαίνεται πως πλησιάζει στο τέλος της – γεγονός που οριοθετεί το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Όπως διαπιστώνεται, «το καταναλωτικό πάρτι» των φιλελεύθερων κρατών, όπου επί πλέον η μη ισορροπημένη κατανομή των εισοδημάτων οδήγησε τους φτωχότερους στην κατανάλωση με δανεικά, με αποτέλεσμα την υπερχρέωση τους, σταμάτησε ξαφνικά – ενώ κινδυνεύει να καταρρεύσει η μεσαία τάξη, παρασέρνοντας μαζί της τα πάντα.

Στα πλαίσια αυτά, οι προοπτικές της φιλελεύθερης Δύσης είναι μάλλον δυσοίωνες – με εξαίρεση ίσως τη μερκαντιλιστική Γερμανία («ίσως», επειδή θα κληθεί να πληρώσει μεγάλο μέρος του λογαριασμού, ανήκοντας στη Δύση – εκτός εάν απομονωθεί με βιώσιμο τρόπο, επιστρέφοντας τάχιστα στο μάρκο). Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, εκλείπουν οι δυνατότητες ανάπτυξης – χωρίς την οποία είναι αδύνατον να εξοφληθούν ποτέ τα συσσωρευμένα δημόσια και ιδιωτικά χρέη. Παράλληλα, η ανεργία καλπάζει, με πιθανότερο αποτέλεσμα το ξέσπασμα μεγάλων κοινωνικών αναταραχών και εξεγέρσεων.

Από την άλλη πλευρά, η μερκαντιλιστική Ανατολή (Κίνα, Κορέα, Ταιβάν κλπ.) θα αντιμετωπίσει επίσης δυσκολίες, λόγω των προβλημάτων των χωρών της Δύσης, οι οποίες καταναλώνουν τα προϊόντα της – προσπαθώντας πιθανότατα να καλύψει τη διαφορά με τη βοήθεια της αύξησης της εσωτερικής κατανάλωσης. Εν τούτοις, καμία από τις δύο περιοχές του πλανήτη δεν μπορεί να νοιώθει ασφάλεια – αφού είναι μάλλον απίθανο να μην υπάρξουν μεγάλες γεωπολιτικές εντάσεις, με άγνωστα αποτελέσματα.

ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΙΔΙΑΤΕΡΟΤΗΤΕΣ

Είναι προφανές ότι σε γενικές γραμμές οι χώρες, οι οποίες στηρίζονται στο (νέο)φιλελεύθερο μοντέλο, έχουν ανάγκη από ισχυρά νομίσματα – αφού με τον τρόπο αυτό μπορούν να εισάγουν φθηνότερα τα αγαθά που έχουν ανάγκη. Αντίθετα, τα μερκαντιλιστικά κράτη είναι υποχρεωμένα να διατηρούν χαμηλή την ισοτιμία των νομισμάτων τους, έτσι ώστε να «επιδοτούνται» οι εξαγωγές τους.

Υπάρχει όμως και μία ενδιάμεση κατηγορία – εκείνα τα μερκαντιλιστικά κράτη που εξάγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας (όπως μηχανήματα, αυτοκίνητα, τεχνολογία κλπ.), τα οποία μπορούν να πουλούν σε αυξημένες τιμές, μη έχοντας ανταγωνισμό.

Επειδή τώρα η παραγωγή των προϊόντων αυτών απαιτεί εισαγωγές πρώτων υλών (ενέργεια, μέταλλα κλπ.), ωφελούνται περισσότερο από ένα ισχυρό νόμισμα, αρκεί να μην υπερβαίνει κάποια ανώτατα όρια (στο παράδειγμα της Γερμανίας, το ευρώ να μην είναι υψηλότερο από το 1,50 σε σχέση με το δολάριο). Ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία, διαθέτει ένα ακόμη πλεονέκτημα: το ότι σε ποσοστό άνω του 50% εξάγει σε χώρες της Ευρωζώνης, με τις οποίες έχει το ίδιο νόμισμα (οπότε η αύξηση της ισοτιμίας του δεν επιβαρύνει τις συνολικές εξαγωγές της). 

Συνεχίζοντας, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η Κίνα εξάγει κυρίως καταναλωτικά προϊόντα, τα οποία μπορούν να παραχθούν από κάθε άλλη χώρα. Το μοναδικό πλεονέκτημα της λοιπόν είναι η φθηνότερη, η ανταγωνιστικότερη δηλαδή παραγωγή και πώληση τους – επομένως, δεν έχει την πολυτέλεια της διατήρησης ενός ισχυρού νομίσματος, το οποίο θα έκανε ακριβότερα τα προϊόντα της στο εξωτερικό. Ευτυχώς δε για την ίδια, διαθέτει ενεργειακά αποθέματα και πρώτες ύλες – οπότε δεν είναι σε τέτοιο βαθμό εξαρτημένη από τις εισαγωγές τους, όπως η Γερμανία.

Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένο το ότι, η χώρα που εισάγει τα περισσότερα προϊόντα παγκοσμίως είναι οι Η.Π.Α., ακολουθούμενη από την ΕΕ, διαπιστώνονται οι παρακάτω ιδιαιτερότητες: 

(α) Οι Η.Π.Α. είναι υποχρεωμένες να έχουν ένα ισχυρό νόμισμα, εάν βέβαια παραμείνουν στο σύστημα του (νέο)φιλελευθερισμού – αφού διαφορετικά οι τιμές των προϊόντων που εισάγουν (θα) αυξάνονται συνεχώς. Πόσο μάλλον όταν οι Η.Π.Α. δεν είναι πλέον ενεργειακά αυτόνομες – γεγονός που προσπαθούν να καλύψουν με την εισβολή (άλλοτε οικονομική, άλλοτε πολεμική), σε χώρες που διαθέτουν ενέργεια, όπως στο Ιράκ.

Η ανάγκη αυτή επιτείνεται από το ότι, εάν το δολάριο θέλει να διατηρήσει τη θέση του (παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα), η οποία εκτός των πολλών άλλων πλεονεκτημάτων, εξασφαλίζει στην υπερδύναμη πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού, παράλληλα με το ότι δεν μπορεί να χρεοκοπήσει (αφού οι υποχρεώσεις της εξοφλούνται σε δολάρια, τα οποία «τυπώνει» μόνη της), τότε δεν πρέπει να απαξιωθεί.  

Εν τούτοις, η υπερχρέωση της υπερδύναμης, καθώς επίσης τα τεράστια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, σε συνδυασμό με τον περιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης και την κλιμακούμενη μετανάστευση των αμερικανικών επενδυτικών κεφαλαίων προς την αναπτυσσόμενη Ασία, την υποχρεώνουν να αυξάνει την ποσότητα χρήματος (πακέτα στήριξης QE) – μεταξύ άλλων, για να επιλυθεί το πρόβλημα της υπερχρέωσης πληθωριστικά, με αποτέλεσμα όμως να μειώνεται συνεχώς η ισοτιμία του δολαρίου.

Παράλληλα το ΔΝΤ, μη έχοντας προφανώς κατανοήσει τις παρενέργειες της πολιτικής λιτότητας που επέβαλλε στην Ελλάδα (στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία κλπ.), λειτούργησε αρνητικά για τα συμφέροντα της υπερδύναμης – αφού με τον τρόπο αυτό (πόσο μάλλον όταν πάψουν να επηρεάζουν οι εταιρείες αξιολόγησης με τις εκτιμήσεις τους την ευρωπαϊκή οικονομία), ενισχύεται το ευρώ.

Η ενίσχυση αυτή του ευρώ είναι εις βάρος φυσικά του δολαρίου – γεγονός που σημαίνει ότι, το ΔΝΤ έπεσε στην παγίδα της Γερμανίας και έπαιξε το παιχνίδι της (πιθανότατα αυτή είναι η πραγματική αιτία της αλλαγής της στάσης του ΔΝΤ, όσον αφορά τα ελλειμματικά κράτη της Ευρωζώνης, όπως την είδαμε εν πρώτοις στην Ιρλανδία – σήμερα στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία).

Η εναλλακτική λύση τώρα των Η.Π.Α., η «μετάλλαξη» τους δηλαδή σε μία μερκαντιλιστική καπιταλιστική οικονομία, δεν είναι καθόλου εύκολη – αφού η χώρα έχει σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχανοποιηθεί, ευρισκόμενη σε πορεία παρακμής. Παρά τις προσπάθειες λοιπόν κάποιων εταιρειών της, οι οποίες έχουν κατανοήσει το πρόβλημα (όπως, για παράδειγμα, της Apple, η οποία μεταφέρει την παραγωγή της πίσω στις Η.Π.Α.), η κατάσταση δεν είναι εύκολα ανατρέψιμη.

(β) Οι μεγάλες ελλειμματικές και υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, ειδικά η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, είναι υποχρεωμένες να έχουν ένα ασθενές νόμισμα, εάν θέλουν να επιλύσουν τα προβλήματα τους πληθωριστικά, επιβοηθούμενες από τις εξαγωγές.

Η μετάλλαξη τους όμως σε μερκαντιλιστικές οικονομίες (οι οποίες θα μπορούν αργότερα να παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η Γερμανία, οπότε να αντέχουν ένα ισχυρότερο νόμισμα), είναι εξαιρετικά δύσκολη – επειδή έχουν σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχανοποιηθεί.

Δυστυχώς για τις χώρες αυτές, οι εντελώς αντίθετες επιδιώξεις της Γερμανίας εμποδίζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο – με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να μετατραπούν σε «τευτονικούς» δορυφόρους, απολύτως εξαρτημένες από την ευρύτερη οικονομική πολιτική της Γερμανίας (πακέτα διάσωσης, δανεισμός από την ΕΚΤ κοκ.).

(γ) Οι μικρότερες χώρες της Ευρωζώνης, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, στις οποίες επιβλήθηκε εκβιαστικά μία πολιτική λιτότητας άνευ προηγουμένου, σχεδιάζεται, όπως φαίνεται, να μετατραπούν σε μικρές μερκαντιλιστικές οικονομίες, εξαρτημένα προτεκτοράτα της Γερμανίας (με τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών κλπ.).

Εάν δε διαθέτουν ενεργειακά αποθέματα, τότε μάλλον θα «κατασχεθούν» – με την έννοια του ότι θα χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση των υποχρεώσεων τους, οι οποίες συνεχώς θα αυξάνονται (μέσω της καταδίκης τους σε ύφεση, η οποία περιορίζει τα φορολογικά έσοδα, της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας τους κοκ.)

(δ) Οι χώρες τώρα της ΕΕ, οι οποίες έχουν τα ίδια προβλήματα με τις Η.Π.Α., όπως για παράδειγμα η Μ. Βρετανία, ευρίσκονται σε πολύ πιο δύσκολη θέση από την υπερδύναμη – ενώ απειλείται τα μέγιστα η βιωσιμότητα τους από τη Γερμανία.

(ε) Η Κίνα και οι υπόλοιπες μερκαντιλιστικές ασιατικές οικονομίες κινδυνεύουν πολλαπλά – αφενός μεν από την υποτίμηση του δολαρίου (μείωση της αξίας των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους, εισαγωγή πληθωριστικών πιέσεων κλπ.), αφετέρου από το ενδεχόμενο της επιστροφής του προστατευτισμού στις Η.Π.Α. (αύξηση των δασμών, εμπόδια στις εισαγωγές κλπ.). 

(στ) Τέλος, οι υποανάπτυκτες οικονομίες του πλανήτη έχουν ήδη οδηγηθεί σε επισιτιστικές κρίσεις, τις οποίες έχει προκαλέσει η διοχέτευση της υπερβάλλουσας ρευστότητας στα χρηματιστήρια – ενώ κινδυνεύουν με πολεμικές εισβολές εκείνων των χωρών της Δύσης ή της αναπτυσσόμενης Ανατολής (Κίνα), οι οποίες θα θελήσουν να «υπεξαιρέσουν» το φυσικό πλούτο τους (ενεργειακά αποθέματα κλπ.). Η επέμβαση της Γαλλίας στο Μαλί το οποίο διαθέτει, μεταξύ άλλων, μεγάλα αποθέματα ουρανίου, απαραίτητα για τα πυρηνικά της εργοστάσια, είναι μάλλον ενδεικτική του τι θα συμβεί στο μέλλον.

ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΡΑΙΧ

 Όπως είναι γνωστό το πρώτο Ράιχ (αυτοκρατορία), η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους καλύτερα (962-1806), δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε με τη βοήθεια συμβατικών πολέμων. Αντίθετα, το δεύτερο Ράιχ, η αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Μπίσμαρκ δηλαδή (1871-1918) στηρίχθηκε αρχικά στην οικονομία – ενώ κατέρρευσε με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Όσον αφορά την περίοδο αυτή, το 2ο Ράιχ, ο Keynes την περιγράφει ως εξής:

"Από αγροτική και κυρίως αυτοσυντήρητη, η Γερμανία μετασχηματίσθηκε σε μία απέραντη και περίπλοκη βιομηχανική μηχανή – εξαρτώμενη για τη λειτουργία της από την ισορροπία πολλών παραγόντων εκτός της Γερμανίας και εντός αυτής.

Μόνο λειτουργώντας αυτή η μηχανή αδιάκοπα και σε πλήρη δράση, μπορούσε να βρει απασχόληση στο εσωτερικό για τον αυξανόμενο πληθυσμό της και τα μέσα για να αγοράζει τα προς το ζην από το εξωτερικό (όπως και τότε, έτσι και σήμερα η Γερμανία δεν είναι μόνο πρωταθλήτρια στις εξαγωγές, αλλά και στις εισαγωγές). Η γερμανική μηχανή έμοιαζε με μία σβούρα, η οποία για να διατηρήσει την ισορροπία της έπρεπε να προοδεύει ολοένα και γρηγορότερα.

Γύρω από τη Γερμανία, σαν κεντρικό υποστύλωμα, συναθροίστηκε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος – ενώ από την ευημερία και την επιχειρηματικότητα της Γερμανίας εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπολοίπων χωρών της ηπείρου.

Ο αυξανόμενος βηματισμός της Γερμανίας έδωσε στους γείτονες της μία διέξοδο για τα προϊόντα τους – σε αντάλλαγμα για την οποία, η επιχειρηματικότητα του Γερμανού εμπόρου τις εφοδίαζε για τις βασικές ανάγκες τους, σε χαμηλές τιμές.

Η Γερμανία δεν τροφοδοτούσε μόνο το εμπόριο χωρών της Ευρώπης, αλλά, στην περίπτωση μερικών από αυτές, προμήθευε ένα μεγάλο μέρος του απαιτουμένου για την ανάπτυξη τους κεφαλαίου, καθώς επίσης της οργάνωσης – γεγονός που ερμηνεύθηκε ως ένα σύστημα ειρηνικής διείσδυσης της σε ολόκληρη την Ευρώπη.  Όλη η ήπειρος λοιπόν ανατολικά του Ρήνου περιήλθε με τη μέθοδο της ειρηνικής διείσδυσης σε γερμανική βιομηχανική τροχιά".  

Θεωρώντας αυτονόητες και δεδομένες τις ομοιότητες της σημερινής εποχής με τότε, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι το τρίτο Ράιχ ακολούθησε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933). Πρόκειται για την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία του Χίτλερ (1933-1945), η οποία δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε με τη βοήθεια συμβατικών πολέμων, όπως επίσης το πρώτο Ράιχ – ενώ κατέρρευσε με την ήττα της Γερμανίας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Σήμερα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενες αναλύσεις μας (Το τέταρτο Ράιχ, οι Η.Π.Α. και η Ελλάδα), βιώνουμε τις προσπάθειες ίδρυσης του 4ου Ράιχ, ερήμην των Γερμανών πολιτών – το οποίο, όπως και το δεύτερο, στηρίζεται στον οικονομικό και όχι στο συμβατικό πόλεμο (ειρηνική διείσδυση).

Ειδικά όσον αφορά την πολιτική, έχει αρκετές ομοιότητες με το 3ο Ράιχ (εθνικοσοσιαλισμός, με την έννοια της μερκαντιλιστικής συνεργασίας επιχειρήσεων και κράτους για εθνικούς σκοπούς, όπου τη θέση των SS έχει αναλάβει η οικονομική αστυνομία, σε συνδυασμό με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες – BND).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Είναι προφανές ότι είμαστε αντιμέτωποι με πάρα πολλές και εξαιρετικά επικίνδυνες προκλήσεις – οι κυριότερες των οποίων είναι αφενός μεν ο συνεχιζόμενος πόλεμος μεταξύ των δύο βασικών καπιταλιστικών συστημάτων (φιλελευθερισμός και μερκαντιλισμός), ειδικά μετά την κατάρρευση της εναλλακτικής δυνατότητας, του τρίτου δρόμου (κομμουνισμός), αφετέρου η παρακμή της υπερδύναμης, σε συνδυασμό με την άνοδο της Γερμανίας και της Κίνας (με τους ακούσιους ή εκούσιους δορυφόρους τους).

Στα πλαίσια αυτά, οι επιλογές των μικρότερων κρατών, αλλά και των κάπως μεγαλύτερων (Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία κλπ.), είναι εξαιρετικά δύσκολες – πόσο μάλλον των υπερχρεωμένων και βυθισμένων σε υφέσεις, από τις οποίες δεν φαίνεται να υπάρχει διέξοδος. Σε κάθε περίπτωση, οι «μονομερείς» δρόμοι δεν φαίνεται να έχουν λογική – αφού καμία από αυτές τις χώρες δεν έχει το κρίσιμο μέγεθος που προϋποθέτει η επιβίωση της στη σημερινή εποχή των έντονων «αναταράξεων» και της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης.   

Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη, η μοναδική δυνατότητα που φαίνεται πως έχει στη διάθεση της, είναι η ένωση των ανεξάρτητων εθνικών κρατών μεταξύ τους, με αλληλεγγύη και χωρίς την πρωσική πλέον Γερμανία – αφού τα συμφέροντα τους είναι κοινά, αλλά ακριβώς αντίθετα από τις επιδιώξεις και τα σχέδια της Γερμανίας, τα οποία ευρίσκονται σε πορεία σύγκρουσης με τις Η.Π.Α. (ενώ οφείλει να αποφευχθεί αυτή τη φορά το οδυνηρό τέλος των προηγούμενων γερμανικών «αυτοκρατοριών»).

Στη συνέχεια η επιθετική αντιμετώπιση της κρίσης, με τη βοήθεια του παγώματος μέρους των χρεών, της υποτίμησης του ευρώ, του ελεγχόμενου πληθωρισμού, της ολοκληρωμένης λειτουργίας της ΕΚΤ, της διάσωσης των τραπεζών, της ρύθμισης του ασύδοτου χρηματοπιστωτικού συστήματος κλπ.

Η επιστροφή στη φιλελεύθερη οικονομία, σε περιβάλλον άμεσης δημοκρατίας μίας ενωμένης Ευρώπης, μακριά από τις παγίδες του νεοφιλελευθερισμού και του μερκαντιλισμού, η καλύτερη αναδιανομή των εισοδημάτων μέσω του ασφαλιστικού συστήματος (Σουηδικό μοντέλο) και όχι του φορολογικού, καθώς επίσης η οικοδόμηση σε σταθερά, βιώσιμα θεμέλια του κοινωνικού κράτους, θα ήταν τότε ρεαλιστικές και εφικτές προοπτικές – αρκεί φυσικά να μην καθυστερήσουμε και να μην προλάβει η Γερμανία να καταστρέψει ξανά την ειρήνη, καθώς επίσης την ήπειρο μας.

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 19. Ιανουαρίου 2013, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2790.aspx

Μετάλλαξη ευρώ: από εργαλείο νομισματ. πολιτικής σε όπλο επιβολής

Η μετάλλαξη του ευρώ από εργαλείο νομισματικής πολιτικής σε όπλο επιβολής

 

Του Γιάννη Τόλιου

 

Η νέα γενικευμένη κρίση του συστήματος που βιώνουν τα τελευταία χρόνια οι ευρωπαϊκοί λαοί και με ιδιαίτερη σφοδρότητα ο ελληνικός, έχει τη διεθνή, ευρωπαϊκή και εθνική της διάσταση. Στην ουσία πρόκειται για κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος, ενός τρόπου παραγωγής, διανομής και αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών και υπέρ των κατόχων του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Ειδικότερα στις χώρες της «ευρωζώνης» η κρίση χρέους και η κρίση των τραπεζών, αποτελούν σε μεγάλο βαθμό εκδήλωση της δομικής κρίσης της ΟΝΕ (Οικονομικής Νομισματικής Ενοποίησης) και του «ενιαίου νομίσματος» (ευρώ) που έχει τις ρίζες της στις ενδογενείς αντινομίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τόσο σε οικονομικό όσο σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

1. Το σαθρό οικοδόμημα της ΟΝΕ και του ενιαίου νομίσματος

Για την αναζήτηση των αιτίων της κρίσης στη «ζώνη του ευρώ», χρειάζεται να γυρίσουμε το ρολόι του χρόνου πίσω κατά μια εικοσαετία, όταν στη μικρή πόλη Μάαστριχτ της Ολλανδίας οι αρχηγοί των ευρωπαϊκών κρατών υπέγραφαν (Δεκέμβρης '91) τη γνωστή Συνθήκη του Μάαστριχτ που οδήγησε στη μεταμόρφωση της ΕΟΚ σε «Ευρωπαϊκή Ένωση» (ΕΕ) και άνοιξε το δρόμο δημιουργίας της ΟΝΕ, σε τρία στάδια, με τελευταίο το «ενιαίο νόμισμα». Να σημειώσουμε ότι ως τότε οι συναλλαγές μεταξύ των χωρών στηρίζονταν σε ένα «νόμισμα αναφοράς» τη λεγόμενη «ευρωπαϊκή λογιστική μονάδα» ή ECU (European Unit of Account) και ένα «μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών» (ΜΣΙ), όπου τα εθνικά νομίσματα είχαν όριο διακύμανσης μεταξύ τους +/- 2,25% (με ορισμένες εξαιρέσεις), ενώ μετά το 1993 το όριο διευρύνθηκε σε +/-15%. Η πορεία προετοιμασίας της ΟΝΕ είχε υποτίθεται στόχο την επίτευξη «οικονομικής σύγκλισης» μεταξύ των χωρών με βάση ορισμένους δείκτες, τα λεγόμενα «ονομαστικά κριτήρια σύγκλισης» (ισοτιμίες, επιτόκια, πληθωρισμός, ελλείμματα και δημόσιο χρέος).[1]

Τα κύρια ντοκουμέντα που σηματοδότησαν την πορεία προς το «ενιαίο νόμισμα» ήταν η Συνθήκη Μάαστριχτ (1992) , «τα κριτήρια της Κοπεγχάγης» (1993) τα οποία αποσαφήνισαν τους γενικούς στόχους της Συνθήκης και η «Σύμβαση Πλαίσιο» για ένταξη μιας χώρας στην ΕΕ. Αντίστοιχα τα τρία στάδια της ΟΝΕ συνδέονταν κατ' αρχήν με εκπλήρωση κριτηρίων της «Κοπεγχάγης», δεύτερον με ένταξη στο Μηχανισμό Νομισματικών Ισοτιμιών ΙΙ δύο χρόνια πριν τη είσοδο στο τρίτο στάδιο και τέλος την ικανοποίηση των «ονομαστικών» κριτηρίων σύγκλισης για ένταξη στο ευρώ. Παράλληλα δημιουργήθηκαν και δύο «πυλώνες» στήριξης της, το «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» (ΣΣΑ) και η «Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» (ΕΚΤ). Το πρώτο είχε αποστολή τη διασφάλιση των δημοσιονομικών κριτηρίων (έλλειμμα κάτω από 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος κάτω από 60% του ΑΕΠ), τα οποία μετά το 2004 «χαλάρωσαν» στις περιπτώσεις υπερβολικών ελλειμμάτων λόγω ύφεσης. Όσον αφορά την ΕΚΤ είχε βασική αποστολή τον έλεγχο της ποσότητας του χρήματος, διατήρηση χαμηλού πληθωρισμού, χαμηλού βασικού επιτοκίου και συντονισμού της νομισματικής με τη γενικότερη οικονομική πολιτική. Οι χώρες που εντάχτηκαν στο «ενιαίο νόμισμα» το 1999 ήταν 11 και στην πορεία προστέθηκαν άλλες έξι.[2] Ωστόσο πολλές από τις «περιφερειακές» χώρες μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, δεν εκπλήρωναν ούτε τα «ονομαστικά», ούτε πολύ περισσότερο τα «πραγματικά» κριτήρια σύγκλισης (επίπεδο ανάπτυξης). Η ένταξη έγινε με μεθόδους «δημιουργικής λογιστικής» (αλλοίωση στοιχείων)[3] και την ανοχή των ισχυρών χωρών, κυρίως Γερμανίας και Γαλλίας, διότι αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τους. Το ενιαίο νόμισμα ως «ευρώ» (€) τέθηκε σε κυκλοφορία (χαρτονομίσματα και κέρματα) στις αρχές του 2001.

Στην πορεία η Συνθήκη για την ΟΝΕ ενισχύθηκε και από άλλες αποφάσεις νεοφιλελεύθερης πάντα έμπνευσης. Πολύ συνοπτικά σημειώνουμε τη «Συνθήκη Άμστερνταμ» (1997) που τροποποίησε τις διατάξεις των συνθηκών για την ΕΕ, χάραξε πλαίσιο «κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτική ασφάλειας» (ΚΕΠΠΑ), έκανε ρυθμίσεις στη λειτουργία των θεσμικών οργάνων και τέθηκε σε ισχύ αρχές Μάη 1999. Η «Ατζέντα 2000» (1997) προσδιόρισε ενιαίο πλαίσιο ανάπτυξης της ΕΕ από τις αρχές του νέου αιώνα, μεταρρύθμισε την «κοινή αγροτική πολιτική» (ΚΑΠ) και αναδιάρθρωσε τον προϋπολογισμό για στήριξη της διεύρυνσης. Η «στρατηγική της Λισαβόνας» (2000) έβαλε στόχο να γίνει η «Ένωση» ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης, με άρση εμποδίων μετακίνησης φυσικών προσώπων, εργατικού δυναμικού και ακαδημαϊκού προσωπικού, κά. Τέλος η Συνθήκης Λισαβόνας ή Μεταρρυθμιστική Συνθήκη (2008) τέθηκε σε ισχύ το 2009 (υποκατέστησε το απορριφθέν σχέδιο Ευρωσυντάγματος από Γαλλία και Ολλανδία), επέφερε αλλαγές στον τρόπο λήψης των αποφάσεων σε βάρος των μικρών χωρών και ενίσχυσης των μεγάλων,[4] καθιέρωσε θέση Προέδρου Συμβουλίου και θέση Ύπατου σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ρύθμισε ζητήματα ασφάλειας και δικαιοσύνης, ρητή αναγνώριση δικαιώματος αποχώρησης ενός κράτους-μέλους από την Ένωση, κά.

Όλα παραπάνω κυλούσαν σχετικά «ομαλά» με «ελεγχόμενες» εντάσεις και αντιθέσεις, μέχρι τη στιγμή της «μεγάλης έκρηξης».! Το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης με αφορμή την κατάρρευση της τράπεζας «Leman Brothers» στις ΗΠΑ, όπου το «κρισιακό τσουνάμι» διέσχισε γρήγορα τον Ατλαντικό και «σάρωσε» όλες τις οικονομίες της ΕΕ. Η «εύφλεκτη ύλη» υπήρχε και στις δύο όχθες. Ήταν η φούσκα των τοξικών «χρημαπιστωτικών παραγώγων».[5] Αρχικά τα μέτρα στήριξης των τραπεζών (πακέτα διάσωσης ή προσωρινής κρατικοποίησης τους) έδωσαν την εντύπωση ότι η κρίση στην τέθηκε υπό έλεγχο. Σύντομα όμως φάνηκε ότι το πρόβλημα της ευρωζώνης είχε βαθύτερες αιτίες δείχνοντας στο πρόσωπο της κρίσης χρέους των «περιφερειακών» οικονομικών, ότι το βάθος και η ένταση της ήταν απόρροια του «σαθρού οικοδομήματος» της ΟΝΕ όπως χαρακτηριστικά διαπιστώνει ο γερμανός διανοητής Γιούργκεν Χάμπερμας.[6] Δυστυχώς τα αντανακλαστικά αντίδρασης των κυρίαρχων ελίτ της ευρωζώνης ήταν υποτονικά και η συνειδητοποίηση του προβλήματος έγινε αργοπορημένα. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της κρίσης χρέους της Ελλάδας, οι κυρίαρχοι κύκλοι της Γερμανίας και των βόρειων συμμάχων τους, κατέφυγαν σε ρηχές και ευτελείς ερμηνείες, χαρακτηρίζοντας PIIGS (γουρουνάκια) τις χώρες της «περιφέρειας», «τεμπέληδες και καλοπερασάκηδες» τους έλληνες που ζουν με δανεικά, «μεθύστακες» τους ιρλανδούς, κοκ.

Σε τι ακριβώς συνίσταται η «σαθρότητα» του οικοδομήματος της ΟΝΕ; Στην ύπαρξη θα λέγαμε επτά τουλάχιστον «θανάσιμων αμαρτημάτων».! Πρώτον, στην απουσία δυνατότητας δανεισμού «τελευταίας καταφυγής» των κρατών-μελών. Η ΕΚΤ δεν παρείχε όπως όλες οι κεντρικές τράπεζες, χαμηλότοκο δανεισμό για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους στα πλαίσια μιας αντικυκλικής πολιτικής, αλλά φθηνές πιστώσεις στις τράπεζες (1%) και οι τελευταίες με πολλαπλάσια επιτόκια δάνειζαν τα κράτη-μέλη. Δεύτερον, η «ανεξαρτησία» της ΕΚΤ και η απουσία ουσιαστικού ελέγχου της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών οδήγησαν σε «κερδοσκοπικές φούσκες» και «κόκκινα δάνεια» τα οποία σήμερα καλούνται οι λαοί να πληρώσουν με «πακέτα» διάσωσης» με αποτέλεσμα την αύξηση του δημόσιου χρέους. Τρίτον, απουσία «κοινοτικής αλληλεγγύης» στις χώρες που αντιμετώπιζαν έκτακτες δυσκολίες, ενώ όταν εκδηλώθηκε ήταν αργοπορημένη και με επαχθείς όρους. Ταυτόχρονα τα ακραία μέτρα λιτότητας τις βούλιαξαν στην ύφεση, την ανεργία και φτωχοποίηση λαϊκών στρωμάτων. Τέταρτον, απουσία μηχανισμών ελέγχου της κερδοσκοπίας των αγορών και των οίκων αξιολόγησης σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα των κρατών, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού τους. Πέμπτον, το «κλείδωμα» των νομισματικών ισοτιμιών και η απώλεια της δυνατότητας χάραξης εθνικής νομισματικής πολιτικής αφαίρεσε τη δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος και ενίσχυσης μεσοπρόθεσμα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της βελτίωσης του εμπορικού ισοζυγίου. Έκτον, συρρίκνωση αντί για αύξηση των κονδυλίων του κοινοτικού προϋπολογισμού προκειμένου να στηριχτεί η οικονομική σύγκλιση και η κοινωνική συνοχή. Οι πόροι του προϋπολογισμού από 1,27% του ΑΕΠ το 1999, μειώθηκαν σε 1,14% το 2004 και προβλέπονται κάτω από 1% το 2013. Έβδομον, απουσία ενιαίας, κοινής και ομοσπονδιακού τύπου μακροοικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής (δημοσιονομικής, νομισματικής, εισοδηματικής, βιομηχανικής, περιφερειακής, κοινωνικής, κά), για μείωση των διαφορών στο επίπεδο ανάπτυξης, αύξησης της απασχόλησης, βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, κά.

2. Η κρίση της ευρωζώνης και νέοι πυλώνες στήριξης του ευρώ

Η δημιουργία του οικοδομήματος της ευρωζώνης, ήταν κατ' αρχήν σε όφελος των ισχυρών χωρών (όχι όμως των εργαζόμενων)[7] και σε βάρος των αδύναμων οικονομιών και αντίστοιχα των λαών τους. Ειδικότερα στις διεθνείς συναλλαγές οι χώρες με υψηλότερη ανταγωνιστικότητας είχαν πλεονεκτήματα τόσο στο σκέλος των εισαγωγών όσο και των εξαγωγών, εξασφαλίζοντας «πλεονάσματα», ενώ αντίθετα οι αδύναμες είχαν αυξανόμενα «ελλείμματα». Για παράδειγμα η Γερμανία με το «σκληρό» ευρώ (στη θέση του «σκληρού» γερμανικού μάρκου), εξασφάλιζε φθηνότερες εισαγωγές (καύσιμα, πρώτες ύλες, ημικατεργασμένα, αγροτικά, κά), ενώ παράλληλα είχε μεγάλα οφέλη από εξαγωγές βιομηχανικών, παρ' ότι ήταν ακριβότερα όμως ανταγωνιστικότερα. Το αντίθετο συνέβαινε με τις αδύναμες οικονομίες. Οι εισαγωγές γίνονταν μεν φθηνότερες αλλά έπλητταν την εγχώρια παραγωγή, ενώ οι εξαγωγές λόγω χαμηλής ανταγωνιστικότητας έχαναν έδαφος, «παράγοντας» διευρυνόμενα εμπορικά ελλείμματα, αύξηση δανεισμού (δημόσιου και ιδιωτικού) και τελικά δημόσιου χρέους.[8] Κατά συνέπεια η απώλεια της συναλλαγματικής πολιτικής ως μέσου στήριξης της ανταγωνιστικότητας (τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα), δεν αφήνει στις αδύναμες οικονομίες άλλο μοχλό ενίσχυσης εκτός από την εισοδηματική πολιτική, δηλ. την πολιτική «εσωτερικής υποτίμησης» της αξίας της εργατικής δύναμης, ένα ιδιόμορφο «εργασιακό ντάμπινγκ» μεταξύ χωρών, το οποίο με τη σειρά του συρρικνώνει την αγοραστική δύναμη, μειώνει τη ζήτηση, επιδεινώνει την ύφεση, αυξάνει την ανεργία, ελλείμματα, χρέος, κοκ.

Κατά συνέπεια ο γενικότερος νόμος της «ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης», σύμφυτος στο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (ανισομέρεια ανάπτυξης κλάδων, περιφερειών, χωρών), αποκτά στα πλαίσια της ευρωζώνης πρόσθετους μηχανισμούς αναπαραγωγής της. Εξ' αιτίας του εγκλωβισμού των «περιφερειακών» χωρών στη «θεσμική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης»,[9] εμφανίζονται ισχυρές τάσεις παραγωγικής παρακμής, υψηλής ανεργίας, διαχρονικής λιτότητας, αυξανόμενων ελλειμμάτων, κά, κάνοντας την παραμονή στη «ζώνη του ευρώ» όλο και πιο προβληματική. Στην ουσία η ευρωζώνη μετατρέπει χώρες και λαούς σε οιονεί «ομήρους» που καλούνται να υπηρετήσουν τα συμφέροντα των ισχυρών, κυρίως της Γερμανίας που με το «σκληρό» ευρώ γίνεται «de facto» αλλά και «de jure» επικυρίαρχος της ευρωζώνης. Εκδήλωση αυτής της «επικυριαρχίας» είναι ο αυξανόμενος ρόλος της στη λήψη των αποφάσεων και στη μετατροπή «περιφερειακών» χωρών όπως η Ελλάδα σε «μεταμοντέρνα» γερμανικά φέουδα. Ταυτόχρονα αποκομίζει πρόσθετα οικονομικά οφέλη από την τοκογλυφική «ανακύκλωση των πλεονασμάτων της»,[10] μέσω της χορήγησης δανείων με πολύ υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με αυτά που δανείζεται από τις αγορές (τα δεκαετή της ομόλογα έχουν λιγότερο από 2% επιτόκιο). Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε χρόνο η Γερμανία από τη συμμετοχή της στα δύο δάνεια της «τρόϊκας» προς την Ελλάδα, κερδίζει πάνω από 1 δις €,[11] λόγω διαφοράς επιτοκίων.!

Κατά συνέπεια οι χώρες της «περιφέρειας» ωθούνται αντικειμενικά εκτός ευρωζώνης. Το νεοφιλελεύθερο όχημα της ΟΝΕ αποδείχτηκε άκρως «ελαττωματικό» για προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ακόμα και με όρους κεφαλαίου.!! Η κρίση έδειξε καθαρά ότι υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες αντί για την ενίσχυση των «κεντρομόλων» τάσεων δημιουργούνται «κεντρόφυγες», τόσο στις 17 χώρες της «ευρωζώνης», όσο στο σύνολο των 27 χωρών της ΕΕ. Οι αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής και τα «διθυραμβικά» ανακοινωθέντα δεν διασφάλισαν βιώσιμη έξοδο από την κρίση. Η ευρωζώνη ομοιάζει σαν τον πύργο της Πίζας, που για την αποφυγή κατάρρευσης βάζουν διαρκώς νέους «πυλώνες» γύρω του. Έτσι μετά το «Σύμφωνο Σταθερότητας» και την «ΕΚΤ», οι νέοι πυλώνες είναι «Μηχανισμός Στήριξης» (EFSF/ESM), το «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» (ή «Σύμφωνο για το Ευρώ+»), το «Δημοσιονομικό Σύμφωνο», τα «εξάμηνα συντονισμού των οικονομικών πολιτικών» και πρόσφατα η «συμφωνία εποπτείας των τραπεζών».[12] Όλα αυτά δημιουργούν ένα ιδιότυπο «στρατόπεδο συγκέντρωσης» για τις χώρες και τους λαούς της ευρωζώνης υπό την ηγεμονία της Γερμανίας που δεν έχουν ουδεμία σχέση με το όραμα της «Ευρώπης των λαών και των εργαζόμενων».!

Ειδικότερα ο «Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης» (ESM/EFSF) παρέχει περιορισμένες πιστώσεις [13] στις χώρες που αντιμετωπίζουν κρίση δημόσιου χρέους με την υπογραφή ειδικών δανειακών συμβάσεων και την εφαρμογή ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων στα πλαίσια «Μνημονίων», υπό τη στενή παρακολούθηση της «τρόίκας» (ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ). Η Ελλάδα και άλλες χώρες βιώνουν τις συνέπειες τέτοιων δανείων με την εφαρμογή όπως θα δούμε πιο κάτω αντίστοιχων Μνημονίων. Επίσης το «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» ή «Σύμφωνο για το Ευρώ+», έχει στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας των επιχειρήσεων σε βάρος της εργασίας, με την ευελιξία και την εντατικοποίηση εργασίας, μείωση του εργατικού κόστους, προσαρμογή συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, καθορισμός ορίων σύνταξης με βάση το προσδόκιμο όριο ζωής, εναρμόνιση προς τα κάτω των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων, κά. Όλα αυτά στην «απλή» γλώσσα σημαίνουν διαχρονική λιτότητα, «κινεζοποίηση» μισθών, μεγαλύτερη αποδιάρθρωση εργασιακών σχέσεων, «κατεδάφιση» βασικών εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, κά.

Επίσης το «Δημοσιονομικό Σύμφωνο»,[14] προβλέπει οι προϋπολογισμοί των κρατών-μελών να είναι ισοσκελισμένοι και το διαρθρωτικό έλλειμμα (μέσος όρος ελλείμματος στη διάρκεια του κύκλου) να μην ξεπερνά το 0,5% του ΑΕΠ. Σε περίπτωση «υπερβολικού ελλείμματος» οι χώρες θα υποβάλλουν προγράμματα διόρθωσης του με αυστηρή εποπτεία της Επιτροπής και του Συμβουλίου. Σε περίπτωση μη διόρθωσης η Επιτροπή θα επιβάλλει αυτόματες κυρώσεις και πρόστιμα ύψους 0,2% του ΑΕΠ, εκτός κι αν ειδική πλειοψηφία του Συμβουλίου (85%) δεν τις υιοθετήσει. Επίσης προβλέπει ότι οι κανόνες «υπερβολικού ελλείμματος» θα γίνουν πιο αυστηροί. Η Επιτροπή μόλις διαπιστώνει ότι υπάρχει υπέρβαση του ορίου ελλείμματος (το επιτρεπόμενο ετήσιο όριο με βάση τη συνθήκη Μάαστριχτ είναι 3% του ΑΕΠ, ενώ το προτεινόμενο «διαρθρωτικό» είναι 0,5% του ΑΕΠ), θα επιβάλλει αυτόματες κυρώσεις και πρόστιμα ύψους 0,2% του ΑΕΠ, εκτός κι αν ειδική πλειοψηφία του Συμβουλίου (85%) δεν τις υιοθετήσει. Οι χώρες με δημόσιο χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ, δεσμεύονται για μείωση του χρέους (άνω του συγκεκριμένου ορίου) κατά 1/20 το χρόνο (δηλ. κατά 5%).

Ενισχύεται επίσης ο συντονισμός οικονομικής πολιτικής με καθιέρωση των εξάμηνων συνόδων όπου θα παίρνονται οι σημαντικότερες αποφάσεις. Στους κανόνες ψηφοφορίας στα πλαίσια του «μηχανισμού στήριξης» (ΕΜΣ) θα περιληφθούν διαδικασίες εκτάκτου ανάγκης για παροχή «χρηματοδοτικής συνδρομής» με ειδική πλειοψηφία 85%, όταν υπάρχει αμοιβαία συμφωνία μεταξύ Επιτροπής και ΕΚΤ. Τέλος θεσπίστηκε για πρώτη φορά «διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών» στη βάση ορισμένων οικονομικών δεικτών. Σε περίπτωση διαπίστωσης «υπερβολικών ανισορροπιών», κατόπιν πρότασης της Επιτροπής και απόφασης του Συμβουλίου, επιβάλλονται πρόστιμα ύψους 0,1% του ΑΕΠ με μορφή άτοκης κατάθεσης, τα οποία σε περίπτωση μη συμμόρφωσης μετατρέπονται σε χρηματικά πρόστιμα, εκτός αν αποτραπούν με ειδική πλειοψηφία 85% του Συμβουλίου, κά.

Όλα τα παραπάνω μέτρα αποπνέουν, ιδιαίτερα για τις αδύναμες οικονομίες, κανόνες «στρατοπέδου συγκέντρωσης» και μια νοοτροπία αντιμετώπισης οικονομικών προβλημάτων με «διατάγματα», αντί επιλογών οικονομικής πολιτικής. Οι ανεδαφικοί και «εν πολλοίς» ανιστόρητοι ισχυρισμοί επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων, ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, κά, ανάγουν κρίσιμα ζητήματα δημοσιονομικής διαχείρισης (πολιτικής εσόδων και δημοσίων δαπανών) σε τεχνικά θέματα λογιστικού ισοζυγίου εσόδων-εξόδων. Το ίδιο ισχύει για το μεγάλο θέμα της ανάπτυξης και της απασχόλησης, που η επίλυση τους επαφίεται και πάλι στο «μηχανισμό της αγοράς», ενώ η εισοδηματική πολιτική του χαμηλού εργατικού κόστους, παραμένει βασικός μοχλός στήριξης της ανταγωνιστικότητας των αδύναμων οικονομιών. Στο λεξικό της «νέας οικονομικής διακυβέρνησης», οι έννοιες της ανακατανομής, της οικονομικής σύγκλισης, της περιφερειακής ανάπτυξης, της πλήρους απασχόλησης, της διασφάλισης κοινωνικών δικαιωμάτων, της δικαιότερης κατανομής πλούτου, της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, κά, παραμένουν οιονεί άγνωστες.!

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η ΟΝΕ και η εξέλιξη της «σε ζώνη του ευρώ», με τους παλαιούς και νέους «πυλώνες» στήριξης, δεν περιορίζεται στενά το ενιαίο νόμισμα (ευρώ) αλλά αγκαλιάζει το σύνολο των οικονομικών, κοινωνικών και άλλων πολιτικών, καθώς και θεμελιώδη ζητήματα εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Πρόκειται για ένα υπερεθνικό νεοφιλελεύθερο «σομπρέρο» που μπαίνει όλο και πιο βαθιά στα κεφάλια των λαών και των εργαζόμενων, το οποίο σε κάθε νέο βήμα ευρωπαϊκής ενοποίησης γίνεται πιο ασφυκτικό και επώδυνο. Το αντιδραστικό και αυταρχικό πλαίσιο οικοδόμησης της ΟΝΕ, δεν μπορεί να διασφαλίσει την επίλυση κανενός προβλήματος, ούτε του χρέους, ούτε της ανάπτυξης, ούτε της απασχόλησης, ούτε της ασυδοσίας των αγορών, ενώ αντίθετα γυρίζει στο πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων το «ρολόι της ιστορίας» σε καταστάσεις 19ου αιώνα.

3. Τα Μνημόνια παραμορφωτικός καθρέπτης της «κοινοτικής αλληλεγγύης»

Πριν την ένταξη στο «ενιαίο νόμισμα» αλλά και αργότερα, τα κυρίαρχα στερεότυπα που προβάλλονταν από κοινοτικούς επίσημους και κυβερνητικούς εκπροσώπους καθώς από ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης, ήταν ότι η συμμετοχή στην ευρωζώνη συνεπάγεται σύγκλιση οικονομιών με διάθεση επαρκών κοινοτικών κονδυλίων, βαθμιαία εξίσωση κοινωνικών κατακτήσεων, σύγκλιση μισθών, συντάξεων, αναβάθμιση κοινωνικών δικαιωμάτων, κοινοτική συνδρομή και αλληλεγγύη σε έκτακτες καταστάσεις κά. Δυστυχώς όλα τα παραπάνω διαψεύστηκαν οικτρά. Οι ευρωπαϊκοί λαοί κυρίως του ευρωπαϊκού νότου και πρώτα απ' όλα ο ελληνικός, βιώνει μια «κοινωνική αντεπανάσταση» που έχει στόχο να μην αφήσει «λίθον επί λίθου» από το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος», ενώ τα δικαιώματα των εργαζόμενων, γίνονται θυσία στο βωμό του κέρδους των τραπεζιτών και του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η κρίση θίγει άμεσα ή έμμεσα και μερίδες του εγχώριου κεφαλαίου, κυρίως μικρομεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες λόγω κρίσης κινδυνεύουν με αφανισμό, είτε με τη μορφή χρεοκοπίας, είτε περιθωριοποίησης, είτε εξαγοράς από ξένες επιχειρήσεις.

Ειδικότερα οι «δανειακές συμβάσεις» και τα συνακόλουθα «Μνημόνια» επιβάλλουν καθεστώς «δήμευσης των λαών» υπέρ των πιστωτών, χωρίς ταυτόχρονα να εξασφαλίζουν τη «βιωσιμότητα» (δυνατότητα αποπληρωμής) του χρέους, ούτε διέξοδο των οικονομιών από την κρίση. Χαρακτηριστικό όλες οι χώρες που μπήκαν στο «Μηχανισμό Στήριξης» (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία), είχαν μείωση ΑΕΠ, αύξηση ανεργίας, μείωση μισθών-συντάξεων, «ακαμψία» μείωσης των ελλειμμάτων και δημόσιου χρέους κά. Την ίδια τύχη έχουν και οι χώρες που δεν μπήκαν ακόμα στο «μηχανισμό» (Ισπανία, Ιταλία, Κύπρος) αλλά εφαρμόζουν παρόμοιες πολιτικές. Ωστόσο η εμπειρία της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα διδακτική. Τα τελευταία χρόνια (2010-12), το ΑΕΠ μειώθηκε γύρω στο 18%, η ανεργία ανέβηκε στο 25%, η ανεργία των νέων στο 55%, μπήκαν «λουκέτα» σε 500.000 επιχειρήσεις, οι μισθοί και συντάξεις μειώθηκαν τουλάχιστον 35-40%, το 31% του πληθυσμού ζει στο όριο της φτώχειας, καταγράφηκαν πάνω από 3.000 αυτοκτονίες, οι εργασιακές σχέσεις επιστρέφουν στις αρχές του 1900, ενώ οι ΔΕΚΟ και τα καλύτερα «φιλέτα» της δημόσιας περιουσίας ξεπουλιούνται.! Πρόκειται για δραματικό απολογισμό που ούτε σε συνθήκες πολέμου δεν είχαμε στη διάρκεια του αιώνα.

Παρά τις τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού, το πρόβλημα του χρέους παραμένει άλυτο. Το γνωστό PSI επέφερε μικρό «κούρεψε» (μόλις 15 δις), ενώ με τη νέα δανειακή σύμβαση των 130 δις το χρέος αυξήθηκε. Ακόμα κι αν εφαρμοστεί πλήρως το νέο «Μνημόνιο» και έχουμε επίτευξη των στόχων του (πρωτογενή πλεονάσματα από το 2014 και ρυθμοί ανάπτυξης 2-2,5% το χρόνο ως το 2020), σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του ΔΝΤ και της ΕΕ, το χρέος δεν θα είναι στο θεωρητικό όριο βιωσιμότητας 120% του ΑΕΠ, ούτε και στο 124% με το νέο μικρό «κούρεμα» της εξαγοράς των ομολόγων και απομείωσης του κατά 20 δις με πρόσθετο δανεισμό. Από την άλλη οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί και η δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, δεν κλείνουν τις τρύπες δημιουργίας του χρέους. Πρώτον γιατί βυθίζουν την οικονομία στην ύφεση, μειώνουν το εθνικό εισόδημα και αυξάνουν την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ. Δεύτερον, διότι τα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών «παράγουν» συνεχώς την ανάγκη δανεισμού (κράτους και επιχειρήσεων), ενώ η συρρίκνωση των επενδύσεων (δημόσιων και ιδιωτικών) αποτρέπουν την ανάπτυξη, διαιωνίζοντας το φαύλο κύκλο, ύφεσης, ανεργίας, φτώχειας, ελλειμμάτων, χρέους, κοκ.

Συνοψίζοντας, οι δεσμεύσεις του Μνημονίου δεν αποτελούν βιώσιμο όχημα εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την κρίση. Αντίθετα έχει γίνει καθαρό ότι στόχος τους είναι η δήμευση του ελληνικού λαού προς χάριν των πιστωτών και όχι η σωτηρία του. Χωρίς υπερβολή η νέα δανειακή σύμβαση και το συνακόλουθο «Μνημόνιο» λειτουργούν ως νέα «βόμβα νετρονίου» που «σκοτώνει» λαούς και εργαζόμενους, αφήνοντας άθικτα τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου. Το έλλειμμα ρεαλιστικότητας των στόχων τους αναγνωρίζουν οι πρωταγωνιστές της σύνταξης του οι οποίοι ταυτόχρονα επιμένουν στην αυστηρή στην εφαρμογή του.! Η βαθύτερη αντίφαση βρίσκεται ανάμεσα στους «σκοπούς» και στις «δυνατότητες» επίτευξης τους.

Από τη μια η ηγετική ελίτ της ευρωζώνης δεν θέλει να προχωρήσει σε ουσιαστική αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος με τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και ριζοσπαστικές αλλαγές στο οικοδόμημα της ΟΝΕ, ούτε και επιθυμεί την αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη προκειμένου να αποφύγει το «ντόμινο» της διάλυσης της. Από την άλλη οι αστικές δυνάμεις στην Ελλάδα έχοντας ως στρατηγική την «πάση θυσία» παραμονή στην ευρωζώνη δέχονται δουλικά κάθε μέτρο που υποδεικνύει η «τρόϊκα», χωρίς ωστόσο να επιλύουν τη βιωσιμότητα του χρέους, ούτε την έξοδο της οικονομίας από την κρίση, αλλά αναπαράγουν το «φαύλο κύκλο» λιτότητας, υπανάπτυξης, υπερχρέωσης, κά, που μοιραία την οδηγεί σε έξοδο από την ευρωζώνη.!

4. Η ευρωζώνη «έκτρωμα» της ιστορικής τάσης δημιουργίας ενιαίας κοινότητας των ευρωπαϊκών λαών

Τα προβλήματα βιωσιμότητας της ευρωζώνης εντείνονται όσο αποτυγχάνουν τα «μέτρα» στήριξης της, δεδομένου ότι δεν επιλύουν τα ενδογενή της προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο που όλο και περισσότερο ακούγονται εγκλίσεις από γνωστούς «ευρωπαϊστές» για την επίδειξη ψυχραιμίας και την ανάληψη πρωτοβουλιών σωτηρίας της ευρωζώνης.[15] Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και το άρθρο του πρώην προέδρου της Κομισιόν Ρομάνο Πρόντι στη αμερικάνικη εφημερίδα «Christian Science Monitor»,[16] ο οποίος καλεί τη Γερμανία να παίξει τον ηγετικό της ρόλο προς μια ομοσπονδιακή Ευρώπη. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ένα «μανιφέστο» τριών γερμανών διανοούμενων (Χάμπερμας-Μποφίνγκερ-Ρίμελιν),[17] οι οποίοι αναγνωρίζοντας ότι η ΟΝΕ δεν είναι πλέον βιώσιμη, προτείνουν την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την πολιτική ενοποίηση τουλάχιστον των χωρών της ευρωζώνης και υιοθέτηση Ευρωσυντάγματος με την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος σε όλες τις χώρες. Επίσης προτείνουν την προσωρινή αναστολή του δημοσιονομικού συμφώνου, καθώς και την αναδιάρθρωση του χρέους των χωρών της ευρωζώνης που αντιστοιχείς στη συμφωνία Μάαστρχτ, καθώς και την κοινή εγγύηση των κρατικών ομολόγων ώστε να αποφευχθεί το ρίσκο της χρεοκοπίας ενός κράτους. Για να διασφαλισθεί ότι η χορήγηση συλλογικών εγγυήσεων δεν θα αναστείλει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική εξυγίανση, ενώ θα πρέπει να υπάρχει αυστηρός συλλογικός έλεγχος των εθνικών προϋπολογισμών. Σε συντομία αυτό που στην ουσία προτείνουν είναι η ενίσχυση της διαδικασίας «ομοσπονδιοποίησης» της ευρωζώνης.

Ωστόσο η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν είναι απλά υπόθεση αφηρημένων οραματισμών και «καλών προθέσεων», αλλά συνδέεται στενά με ένα ευρύτερο πλέγμα διακρατικών και ταξικών σχέσεων και αντίστοιχων συμφερόντων. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ως πολιτική «συνεργασίας» κυρίαρχων αστικών τάξεων γίνεται με βάση «το κριτήριο της ισχύος». Όσο πιο ισχυρή είναι μια χώρα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, τόσο πιο βαρύνουσα θέση κατέχει στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ισχύς των μεγαλύτερων και πλουσίων χωρών εκδηλώνεται στο θεσμικό πεδίο με τις αποφάσεις που λαμβάνονται για το μέλλον της συγκεκριμένης ενοποίησης. Η «μεγάλη πατρίδα» (Γερμανία) επιχειρεί μέσω κυρίως του ενιαίου νομίσματος (ευρώ) να διεμβολίσει τις «μικρές πατρίδες» θέτοντας την οικονομία της ΕΕ υπό γερμανική σκέπη.[18]

Οι αντιθέσεις μεταξύ κυρίαρχων εθνικών ελίτ για το ρόλο της «ηγεμονίας», αλλά και η αποφυγή ανάληψης αντίστοιχων «υποχρεώσεων» (ανακατανομής πόρων μέσω ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, έκδοση «ευρωομόλογου» για στήριξη αδύναμων οικονομιών, κά), φρενάρει την ιδέα της «ομοσπονδιακής ένωσης». Αυτή η αντίφαση επιτείνει τα φαινόμενα «απόκλισης» αντί «σύγκλισης» των οικονομιών, ενίσχυσης των «κεντρόφυγων» αντί των «κεντρομόλων» τάσεων και την «ανισόμετρη οικονομική ανάπτυξη» στα πλαίσια της Ένωσης. Γιαυτό και η ΕΕ, πολύ περισσότερο η ευρωζώνη, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις εξωπραγματικές διακηρύξεις και ουτοπικά οράματα περί «οικονομικής σύγκλισης», «κοινωνικής συνοχής» και «Ευρώπης των λαών», όταν κυρίαρχο ρόλο παίζουν κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που ενεργούν με όρους ισχύος, ανταγωνισμού και ηγεμονίας, αντί ισότιμης συνεργασίας, αλληλεγγύης, κοινωνικής δικαιοσύνης, ουσιαστικής δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας. Κατά συνέπεια η σημερινή διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης αντί για ένωση λαών και εργαζόμενων, προωθεί την ηγεμονία των ισχυρών ελίτ των ευρωπαϊκών πολυεθνικών στις αδύναμες οικονομίες και μετατρέπει με διαφορετικές ταχύτητες τους ευρωπαϊκούς λαούς σε «υποζύγια» τους. Η νέα υπερεθνική δομή της ευρωζώνης καταργεί την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, επιβάλει πολιτική λιτότητα για τους λαούς και υποταγή των εθνικών ελίτ των αδύναμων χωρών στις ελίτ των ισχυρών χωρών και κυρίως της Γερμανίας. Η αδύναμες χώρες μετατρέπονται σε πολιτικά προτεκτοράτα με ουσιαστική συρρίκνωση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας».

Οι αλλεπάλληλες σύνοδοι των ηγετών της ευρωζώνης για αναζήτηση λύσης στη βαθειά κρίση, εκτός από τις αποφάσεις ενίσχυσης της «οικονομικής ενοποίησης», έφεραν στο προσκήνιο και προτάσεις για πιθανές αλλαγές στη Συνθήκη της Ένωσης.[19] Η λεγόμενη «μερική τροποποίηση» των Συνθηκών, αφορά μεγάλη «γκάμα» θεμάτων, που στην ουσία αλλάζουν προς το «αντιδραστικότερο» (πολιτικά και κοινωνικά) την ΕΕ. Ειδικότερα πρόκειται πρώτον, για δημιουργία ενός μηχανισμού αυτόματων κυρώσεων μακράς διάρκειας σε όσες χώρες δεν τηρούν τους περιορισμούς στο έλλειμμα και το χρέος, δεύτερον, δυνατότητα τα «απείθαρχα» κράτη να οδηγούνται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, τρίτον, δυνατότητα «έξωσης» (ως έσχατης λύση) κρατών από την ευρωζώνη που παραβιάζουν τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, τέταρτο, δημιουργία θέσης υπουργού Οικονομικών της ευρωζώνης με αυξημένες αρμοδιότητες ή δημιουργία θέσης «υπερ-επιτρόπου» που θα αναλαμβάνει την εποπτεία των χωρών που παραβιάζουν το Σύμφωνο Σταθερότητας, με δικαίωμα παρέμβασης σε όλες τις οικονομικές και νομικές αποφάσεις τους, πέμπτον, μέτρα ενίσχυσης της διακυβέρνησης με δημιουργία στενότερου πυρήνα θεσμικών οργάνων (πρόεδρου Συμβουλίου Ευρωζώνης, πρόεδρου Eurogroup, πρόεδρου ομάδας εργασίας ευρωζώνης) στα πλαίσια των ήδη υπαρχόντων θεσμικών οργάνων (Συμβούλιο, Κομισσιόν και Ecofin).

Το τελευταίο αναδεικνύει ένα ακόμα μεγάλο πρόβλημα της πολιτικής «νομιμοποίησης» των διαδικασιών της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που αφορά το ζήτημα της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Δηλαδή εκτός από τις αντιφάσεις «αυτής καθ' αυτής» της «οικονομικής διακυβέρνησης», έχουμε ταυτόχρονα και μεγάλα ελλείμματα δημοκρατίας («πολιτικής διακυβέρνησης»), με την πλήρη περιθωριοποίηση τόσο των εθνικών κοινοβουλίων, όσο και αυτού του Ευρωκοινοβουλίου και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, με τη μετατόπιση όλο και περισσότερο των κέντρων λήψης των αποφάσεων από την Ένωση στην ευρωζώνη και από εκεί στον σκληρό της πυρήνα, το γερμανογαλλικό άξονα, προορίζοντας τις άλλες χώρες και λαούς στο ρόλο του «αρχαίου χορού»…… που σχολιάζει άβουλος και χωρίς θέληση, «τις πράξεις και τα πάθη» των βασικών πρωταγωνιστών του «δράματος» της ευρωζώνης.!

Μια τέτοια ποιότητα ευρωπαϊκής ενοποίησης, σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, δεν μπορεί να εμπνεύσει λαούς και εργαζόμενους της Ευρώπης, να δημιουργήσει δυναμική για οικονομική σύγκλιση και κοινωνική συνοχή, να οικοδομήσει κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση και συναδέλφωση των λαών. Η διατήρηση και ενίσχυση της σημερινής αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης, ουσιαστικά αντιστρατεύεται την ιστορική τάση για προσέγγιση λαών και χωρών και δεν είναι ούτε φερέγγυα, ούτε και βιώσιμη. Ο ελληνικός λαός, αμήχανος, φοβισμένος αλλά και οργισμένος, βιώνει τα τεκταινόμενα και αναρωτιέται αν υπό αυτές τις συνθήκες υπάρχει εναλλακτική διέξοδος τουλάχιστον λιγότερη επώδυνη από τη σημερινή πορεία. Απαντάμε κατηγορηματικά ΝΑΙ.! Υπάρχει ασύγκριτα καλύτερη διέξοδος, με λιγότερες θυσίες και εξασφάλιση ταυτόχρονα του δικαιώματος «αποφασίζειν» του λαού, ανοίγοντας ελπιδοφόρους δρόμους στη νέα γενιά και στην ελληνική κοινωνία.

5. Αναζήτηση εναλλακτικής στρατηγικής Όραμα, στόχοι και μέσα

Η κρίση της ευρωζώνης έφερε στο προσκήνιο διάφορα σενάρια ριζικών «αλλαγών» στην ευρωζώνη, που καλύπτουν όλο το φάσμα, από μετριοπαθή ως ριζοσπαστικά, με όρους βελτίωσης όσο και όρους υπέρβασης της.[20] Στα πρώτα, είναι κατ' αρχήν το σενάριο της «ομοσπονδοποίησης» με τα ίδια νεοφιλελεύθερα υλικά, το σενάριο «επιστροφής ο καθένας στο σπίτι του» (εθνικά νομίσματα πριν την ένταξη στο ευρώ), το σενάριο διχοτόμησης της ευρωζώνης με «σκληρό» και «μαλακό» ευρώ, το σενάριο διατήρησης του ευρώ στις εξωτερικές συναλλαγές και στις εγχώριες το εθνικό νόμισμα, κά. Στα δεύτερα, είναι τα σενάρια της ύπαρξη του «ενιαίου νομίσματος» ως στοιχείο μιας νέας αρχιτεκτονικής, με ανατροπή του σημερινού οικοδομήματος και επαναθεμελίωση του με όρους λαών και εργαζόμενων. Το σενάριο αυτό έχει δύο εκδοχές. Όλες μαζί οι χώρες ή διάρρηξη ευρωζώνης με αποχώρηση ενός, δύο ή περισσότερων με ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και την ανάπτυξη ισότιμων σχέσεων μεταξύ τους και με τις άλλες χώρες του κόσμου. Πρόκειται για ένα ζήτημα πολιτικά ανοικτό. Χωρίς αμφιβολία το «ιστορικό αναγκαίο» της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν είναι η σημερινή ευρωζώνη, αλλά μια «Ένωση» που θα εξασφαλίζει μια ανώτερη δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, βιώσιμη ανάπτυξη, διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζόμενων, αμοιβαία επωφελή συνεργασία μεταξύ χωρών και λαών, παράγοντας ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο και σε όλο τον κόσμο.

Κατά συνέπεια οι απόψεις που μιλούν για παραμονή «πάση θυσία» στην ευρωζώνη, δεν σηματοδοτούν φερέγγυα απάντηση στα πλαίσια της σημερινή κρίσης. Αντίθετα με αφετηρία την ανατροπή του Μνημονίου και τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, ανοίγονται ελπιδοφόρες προοπτικές που διευκολύνουν την προοδευτική έξοδο από την κρίση, με ανάκτηση ελέγχου βασικών μοχλών οικονομικής πολιτικής (συναλλαγματικής, νομισματικής, πιστωτικής, δημοσιονομικής, αναπτυξιακής), την εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών, έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων, επεξεργασία ανορθωτικού προγράμματος για αύξηση της απασχόλησης και δικαιότερη κατανομή εισοδήματος. Ριζική εξυγίανση δημόσιων οικονομικών με αύξηση εσόδων και δικαιότερος επιμερισμός των φορολογικών βαρών. Πολιτική δαπανών με αναπτυξιακά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια. Στήριξη αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων, ενίσχυση κοινωνικών δαπανών, ειδικά προγράμματα στήριξης οικογενειακής γεωργίας και μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων. Δημιουργία θεσμών λαϊκού ελέγχου και συμμετοχής των εργαζόμενων στα βασικά κέντρα των λήψης αποφάσεων, κά.

Οι παραπάνω άξονες αμφισβητούν τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και είναι αφετηρία προωθημένων μετασχηματισμών με ορίζοντα μια ανώτερη κοινωνία. Οι εφαρμογή τους δεν αποτελεί «περίπατος», ενέχει δυσκολίες και «πιέσεις», δίνουν ωστόσο ελπιδοφόρα προοπτική, για ανάκαμψη σε 1-1,5 χρόνια, έναντι του δρόμου της διαχρονικής λιτότητας, της παραγωγικής παρακμής, της υψηλής ανεργίας, της φτωχοποίησης του λαού και απώλεια της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Δεν έχουν αποκλειστικά εθνοκεντρικό προσανατολισμό, αλλά στο σύνολο τους μπορούν να εφαρμοστούν σε υπερεθνικό επίπεδο, στα πλαίσια μιας αληθινά δημοκρατικής ένωσης χωρών και λαών ομοσπονδιακού χαρακτήρα τόσο σε πολιτικό όσο και οικονομικό επίπεδο. Οι συγκεκριμένοι άξονες εναλλακτικής πρότασης αποτελούν την «κόκκινη γραμμή» για μια ελπιδοφόρα προοπτική της ελληνικής κοινωνίας και δεν μπορούν να τεθούν υπό την «αίρεση» της παραμονής ή μη στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Στο βαθμό που το συγκεκριμένο πλαίσιο θέτει (και όπως είναι σήμερα θέτει) ουσιαστικά εμπόδια σε αυτήν την προοπτική, η υπέρβαση του αποτελεί αδήριτη ανάγκη.

Παραπομπές

[1]. Κάθε χώρα που επιθυμούσε την ένταξη στο ενιαίο νόμισμα, έπρεπε να πληροί τα λεγόμενα «κριτήρια σύγκλισης» της Συνθήκης του Μάαστριχτ τα οποία αφορούσαν: Πρώτον, οι «ισοτιμίες του νομίσματος» κάθε χώρας έπρεπε να παραμείνουν μέσα στη ζώνη που ορίζει ο Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) για δύο τουλάχιστον χρόνια. Δεύτερον, τα «μακροπρόθεσμα επιτόκια» δεν μπορούσαν να ξεπερνούν περισσότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες τα επιτόκια των τριών πιο αποδοτικών κρατών μελών. Τρίτον, ο «πληθωρισμός» έπρεπε να είναι κάτω από μια τιμή αναφοράς (μέσα σε 3 χρόνια οι τιμές δεν έπρεπε να ήταν περισσότερο από 1,5% των αντίστοιχων του πιο αποδοτικού κράτους μέλους). Τέταρτον, το «δημόσιο χρέος» έπρεπε να είναι μικρότερο από το 60% του ΑΕΠ ή να βαίνει προς αυτόν το στόχο (δηλαδή αν ήταν μεγαλύτερο έπρεπε να έχει πτωτική τάση και να τείνει προς αυτό). Και πέμπτον, «τα ελλείμματα» του κρατικού προϋπολογισμού της υπό ένταξη χώρας, να είναι μικρότερα από 3% του ΑΕΠ.

[2]. Από αρχές Ιανουαρίου 1999, έντεκα χώρες υιοθέτησαν το ευρώ (Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες (Ολλανδία), Λουξεμβούργο, Πορτογαλία και Φινλανδία). Η Ελλάδα εισήλθε στις αρχές 2001, ενώ η Κύπρος και Μάλτα το 2004, η Σλοβενία το 2007, η Σλοβακία το 2009 και η Εσθονία το 2010 (;).

[3]. Από πολλούς αναλυτές των ευρωπαϊκών εξελίξεων και κοινοτικούς παράγοντες έχει εκφραστεί η άποψη ότι η Ελλάδα και άλλες χώρες δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις ένταξης στο «ενιαίο νόμισμα». (Αναλυτικότερα βλ. Johan Van Overtveldt, "The end of the Euro, The Uneasy Future of the European Union", Chicago 2011, p.205)

[4]. Αναλυτικότερα βλ. Τρύφωνας Κωστόπουλος, «Τοπική Κοινωνία και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση», εκδ. «Παπαζήσης», Αθήνα, 2010, σελ. 273-290

[5]. Σύμφωνα με στοιχεία της «Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών» (BIS), ενώ το 2010 το παγκόσμιο ΑΕΠ ήταν 62 τρις δολ., η αξία των παντός είδους «χρηματοπιστωτικών» παραγώγων» ανήλθε σε 1.062 τρις δολάρια, δηλαδή 16 φορές μεγαλύτερη αποκαλύπτοντας το μέγεθος της διόρθωσης που έπρεπε να γίνει μέσω της κρίσης.

[6]. Ο Γιούρκεν Χάμπερμας σε πρόσφατο βιβλίο του «Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης», μιλάει για «κατασκευαστικό λάθος» της ευρωζώνης, τονίζοντας ότι κινδυνεύει να καταρρεύσει διότι τα θεμέλια της αποδείχτηκαν σαθρά. «Καθημερινή», 16.9.12

[7]. Η Γερμανία προκειμένου να μειώσει την ανταγωνιστικότητα του χαμηλού εργατικού κόστους των «περιφερειακών» οικονομιών, με την είσοδο στην ευρωζώνη εφάρμοσε πολιτική «παγώματος» μισθών. Έτσι παρά τα «πλεονάσματα» της Γερμανίας, οι γερμανοί εργαζόμενοι δεν είχαν κανένα όφελος.

[8]. Τα αυξανόμενα εμπορικά ελλείμματα «περιφερειακών» οικονομιών (Ισπανίας, Πορτογαλίας, Ελλάδας, κά), έγιναν βασική αιτία υπερβολικής αύξησης του δανεισμού, (δημόσιου και ιδιωτικού) την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα με έκθεση του «Research on Money and Finance» (παρουσιάστηκε στην Ελλάδα 15.9.10 από τον καθηγητή Κ.Λαπαβίτσα, κά), το συνολικό χρέος της Ισπανίας (δημόσιο και ιδιωτικό) ανήλθε το 2009 σε 5.315 δις € (ή 506% του ΑΕΠ), της Πορτογαλίας 783 δις € (ή 479% του ΑΕΠ) και της Ελλάδας 703 δις € (ή 296% του ΑΕΠ).

[9]. Σχετικά με τη θεσμική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης βλ. Γ.Αργείτης, «Χρεοκοπία και οικονομική κρίση», εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 2012, σελ.79-85

[10]. Για την «ανακύκλωση των πλεονασμάτων» βλ. Γ.Βαρουφάκης, «Παγκόσμιος Μινώταυρος. Οι πραγματικές αιτίες της κρίσης», εκδ. «Λιβάνη», Αθήνα 2011, σελ. 220-223 και 396-402.

[11]. «Εφημερίδα των Συντακτών», 15.11.12

[12]. Το συμβούλιο οικονομικών υπουργών της EE (Ecofin) αποφάσισε (13.12.12) μετά από συμβιβασμό Γερμανίας και Γαλλίας, τη σύσταση ενιαίου μηχανισμού εποπτείας των ευρωπαϊκών τραπεζών υπό την εποπτεία της ΕΚΤ, από 1ης Μαρτίου 2014. Η άμεση εποπτεία θα αφορά 200 μεγάλες τράπεζες (με ενεργητικό πάνω από 30 δις €), ενώ στις υπόλοιπες την εποπτεία θα έχουν οι εθνικές αρχές με δικαίωμα παρέμβασης από την ΕΚΤ όταν το κρίνει αναγκαίο. «Ναυτεμπορική», 14.12.12

[13]. Το σύνολο των κονδυλίων στήριξης του EMS/EFSF δεν ξεπερνά τα 700 δις € τα οποία μπορεί να επαρκούν για στήριξη μικρών οικονομιών όχι όμως μεγάλων, όπως η Ιταλία και Ισπανία που το χρέος τους ανέρχεται περίπου σε 2 τρις και 900 δις € αντίστοιχα.

[14]. Για αναλυτικότερη παρουσίαση, βλέπε δύο κείμενα. Το πρώτο, αφορά τη «Δήλωση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ» (Statement by the Euro Area Heads of States or Government», «European Council», Brussels, 9 December 2011) και το δεύτερο, τα «Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής» (Conclusions of European Summit, EUCO 139/11, Brussels, 9 December 2011).

[15]. Ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιθ, μιλώντας στο γερμανικό κανάλι ARD, απέδωσε τις αιτίες της κρίσης της ευρωζώνης στην πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης και ζήτησε «μερική αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους», κά. («Τα Νέα», 9.8.12)

[16]. Αναδημοσίευση «Αυγή», 14.8.12

[17]. Ολόκληρο το κείμενο του «Μανιφέστου» δημοσιεύεται στο site της «Αυγής». www.avgi.gr, 19.8.132

[18]. Αναλυτικότερα βλ. Τρύφωνας Κωστόπουλος, «Τοπική Κοινωνία και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση», εκδ. «Παπαζήσης», Αθήνα, 2010, σελ σελ.23.

[19]. «Ελευθεροτυπία», 29-30/10/11

[20]. Αναλυτικότερα βλ. Γ.Τόλιος, «Κρίση, απεχθές χρέος και αθέτηση πληρωμών. PSI, νέο Μνημόνιο και εναλλακτική στρατηγική», εκδ. «Τόπος», Αθήνα 2012, κεφ. 7 (ηλεκτρονική έκδοση. Για προμήθεια στα ελληνικά: http://www.readpoint.com/book.aspx?id=521494, και στα αγγλικά: http://www.readpoint.com/book.aspx?id=523687)

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύθηκε στο ειδικό ένθετο του «ΕΠΕΝΔΥΤΗ» (18.1.2013) με γενικό τίτλο: «ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΤΗΣ ΜΕΡΚΕΛ». Το είδα:  Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013, http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=10718:metallaxi-euro-oplo-epivolis&catid=71:dr-kinitopoiisis&Itemid=278