Η ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Η ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Το κράτος θεωρείται ως η οργανωμένη υπόσταση του έθνους. Αν και στη δίνη της ιστορίας με τις συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμών σε όλα σχεδόν τα κράτη της γης υπάρχουν εθνικές μειονότητες, όμως τα κράτη εξακολουθούν να είναι εθνικού χαρακτήρα. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι ΗΠΑ, όπου όμως οι ασκήσαντες την εξουσία στις απαρχές σχηματισμού του κράτους, αγγλοσαξονικής καταγωγής πολίτες, επέτυχαν να σχηματίσουν έναν λαό με κοινό εθνικό όραμα, αν και αυτός αποτελείται από πολίτες προερχόμενους από πληθώρα εθνοτήτων της γης.

Το αστικό κράτος προβλήθηκε ως κράτος δικαίου με ισχυρή κεντρική εξουσία, ικανή να προασπίσει τα συμφέροντα του έθνους και της πλειοψηφίας, τουλάχιστον, των πολιτών, εθνικά και οικονομικά. Το ευρωπαϊκό αστικό κράτος του 19ου αιώνα διακρίθηκε για έντονα χαρακτηριστικά συγκρότησης επί εθνοτικής βάσεως. Γι' αυτό και σημείωσε έξαρση ο εθνικισμός, ο οποίος έδωσε κατάπικρους καρπούς κατά τον 20ο αιώνα. Οι συμφορές πού έπληξαν την γηραιά ήπειρο έδωσαν πρώτης τάξεως ευκαιρία για ιδεολογική καταπολέμηση τόσο της θρησκευτικής πίστης, όσο και της φιλοπατρίας. Κυρίαρχο σύνθημα των αθρήσκων και απάτριδων υπήρξε η καταγγελία αυτών ως αιτιών για τις διαχρονικές συγκρούσεις μεταξύ των λαών. Στον αντίποδα του εθνικού, κράτους βρισκόταν η διεθνιστική ιδεολογία του κομμουνισμού, ο οποίος οραματιζόταν τον σχηματισμό του παγκοσμίου προλεταριάτου χωρίς θρησκευτικές πίστεις και χωρίς πατρίδες. Όταν ο κομμουνισμός κατέρρευσε είδαμε την έξαρση τόσο της φιλοπατρίας και του εθνικισμού, όσο και της θρησκευτικής πίστης, υγιούς ή συγκεχυμένης.

Οι αστοί δεν υπήρξαν ιστορικά αφελείς. Επένδυσαν στον πόθο των λαών τους τόσο για τη διατήρηση κάποιας σχέσης με τον Θεό, υγιούς ή «εμπορικής», στα πλαίσια ενός οικονομικού δούναι λαβείν. Επένδυσαν και στη θέληση των λαών να διατηρήσουν την ιδιοπροσωπεία τους στα πλαίσια της εθνικής και πολιτιστικής τους παράδοσης. Στην Ελλάδα το τρίπτυχο πατρίδα (πρώτη), θρησκεία, οικογένεια αξιοποιήθηκε στο έπακρο από τους πολιτικούς της λεγόμενης «συντηρητικής» παράταξης. Οι της λεγόμενης «προοδευτικής» παράταξης τοποθετούνταν φανερά, με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση κατά της πατροπαράδοτης πίστης ή της πατρίδας με μαρξίζουσα την ερμηνεία, αν και αστοί ως το μεδούλι των οστέων τους!  Η πολεμική έφθασε στο απόγειό της κατά την μεταπολίτευση, αφορμής δοθείσης με την ανίερη εκμετάλλευση του τριπτύχου, που προαναφέραμε, από την ξενοκίνητη χούντα. Βέβαια σήμερα έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι δοτές και ξενοκίνητες ήταν οι κυβερνήσεις τόσο πριν όσο και μετά την περίοδο της δικτατορίας. Οι ρόλοι τους ήσαν διακριτοί, όχι επειδή αντιπροσώπευαν διαφορετικούς κόσμους, αλλά επειδή έπρεπε ο λαός να παραμένει βαθύτατα διχασμένος και να βρίσκεται σε διαρκή αντιπαλότητα, προκειμένου τα σχέδια των αποδομητών της πίστης και της πατρίδας και των εκποιητών του δημόσιου πλούτου να εφαρμόζονται με μεγαλύτερη άνεση και χωρίς πολλές αντιδράσεις. Έτσι οι μεν κυβερνήσεις του ενός χώρου νομοθετούσαν κατά των οικονομικών συμφερόντων των πολιτών των χωρών τους, οι δε κυβερνήσεις του άλλου κατά της πίστης του λαού, της πατρίδας και της παράδοσης. Ώσπου ήρθε μια μέρα και οι ως τότε φαινομενικά αντίπαλοι προσέγγισαν αλλήλους με χάραξη κοινής πολιτικής κατά τόσο των οικονομικών συμφερόντων των πολιτών όσο και του πιστεύω, της φιλοπατρίας και της παράδοσής τους. Ήταν τότε που κατέρρευσε ο κομμουνισμός και έπαψε πλέον να υφίσταται αντίπαλο για το αστικό σύστημα δέος.

Στα ακόλουθα θα περιοριστούμε στην ανάλυση της οικονομίας και μόνο. Όσο ο κομμουνισμός συνιστούσε απειλή και η ιδεολογία του συγκινούσε μεγάλο αριθμό πολιτών στις χώρες της Δύσης, το σύστημα προέβαινε σε παραχωρήσεις προς τους ευνοούμενους πολίτες των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών, διατηρώντας το κράτος σε ικανοποιητική ισχύ, ώστε να φαίνεται ότι χαράσσει πολιτική και ότι ελέγχει εν πολλοίς την οικονομία  διαθέτοντας αξιόλογο πλούτο. Μεταπολεμικά οι σημαντικότεροι τομείς της οικονομίας βρίσκονταν υπό τον απόλυτο έλεγχο του κράτους σε πλείστες όσες δυτικές ευρωπαϊκές χώρες, περιλαμβανομένης και της Ελλάδος: Ενέργεια, επικοινωνίες, μεταφορές και τράπεζες ήσαν πλήρως ή εν πολλοίς κρατικές. Το αμερικανικό πρότυπο φάνταζε στους ευρωπαϊκούς λαούς ως αναχρονιστικό και εχθρικό προς τα λαϊκά συμφέροντα. Με την κατάρρευση του κομμουνισμού το σύστημα πέρασε στην αντεπίθεση κατηγορώντας το κράτος ως κακό επιχειρηματία και εχθρό των συμφερόντων των λαών! Δυστυχώς η άθλια προπαγάνδα κατά του κράτους είχε ως πρωταγωνιστές τους ασκήσαντες την εξουσία και οδηγήσαντες την χώρα στην κατάπτωση με την αναξιοκρατία, την ευνοιοκρατία υπέρ της κομματικής πελατείας και την παντελή αδιαφορία για τον έλεγχο της απόδοσης των δημοσίων επιχειρήσεων. Έτσι μεγάλο πλήθος του λαού μετεστράφη υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων. Αξίζει να τονίσουμε ότι ενώ αρχικά πολλοί εχέφρονες του «συντηρητικού» χώρου ήσαν υπέρ της διατήρησης του ελέγχου του κράτους επί σημαντικών τομέων της οικονομίας, περί το τέλος του 20ου αιώνα μεγάλο μέρος του «προοδευτικού» χώρου συντάχθηκε με τις οδηγίες του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου υπέρ των αποκρατικοποιήσεων. Μάλιστα έφθασαν να υποστηρίζουν κατά τρόπο γελοίο ότι έχουν αλλάξει οι συνθήκες και δεν είναι δυνατόν να παραμένουν υπό τον έλεγχο του κράτους επιχειρήσεις, τις οποίες δημιούργησε ο ελληνικός λαός με ιδρώτα και αίμα και οι οποίες θα μπορούσαν να παραμείνουν ακμαίες, αν το κράτος απαλλασσόταν από τον σφικτό εναγκαλισμό με το εκάστοτε κόμμα εξουσίας.

Βέβαια όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, δεν ήταν δυνατόν να αντισταθούμε στην ειλημμένη απόφαση για έκπτωση των κρατικών οντοτήτων σε περιφερειακούς εντολοδόχους των ασκούντων την εξουσία εκ του παρασκηνίου. Σήμερα τον κόσμο ελέγχουν οι αγορές, δηλαδή το τραπεζικό κεφάλαιο, δηλαδή οι άπληστοι τραπεζίτες. Αυτοί αποβλέπουν αποκλειστικά στην αύξηση των κερδών τους νέμοντας την εξουσία σε πρόσωπα πρόθυμα να εκτελούν τις αποφάσεις τους κατά των λαών, τα συμφέροντα των οποίων, υποτίθεται, προασπίζονται: Σημαντικά πλεονεκτήματα για την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου της διάλυσης του κράτους αλλά και του έθνους συνιστούν η άμβλυνση τόσο της θρησκευτικής πίστης, όσο και της φιλοπατρίας. Ο λαός πάντως εξακολουθεί να παραμένει διχασμένος. Κάποιοι πονούν μόνο επειδή συρόμαστε σε απώλεια της παράδοσής μας και δεν πολυσκοτίζονται για το ότι οι κρατούντες εκποιούν την περιουσία του λαού. Ίσως να ελπίζουν ακόμη ότι με τις ιδιωτικοποιήσεις θα αμβλυνθεί το οξύτατο πρόβλημα εκ της ανεργίας. Άλλοι δεν πολυσκοτίζονται, γιατί κινδυνεύει η ιδιοπροσωπεία μας, παραμένοντες εμπαθείς και αφελείς υποστηρικτές της «άθρησκης» και «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας στα πλαίσια της νέας τάξης πραγμάτων. Λαός διχασμένος πάντα χαμένος.

Αλλά τι να κάνει ο λαός, όταν οι πάντες τον έχουν ξεπουλήσει;

 

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 20-5-2013

ΑΣΥΜΜΕΤΡΕΣ ΣΥΓΚΥΡΙΕΣ

ΑΣΥΜΜΕΤΡΕΣ ΣΥΓΚΥΡΙΕΣ:

Παρά τις φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσονται στην Ευρωζώνη, θεωρούμε ότι μας ενώνουν περισσότερα πράγματα, από όσα μας χωρίζουν – ειδικά ενόψει της καταιγίδας στον υπόλοιπο πλανήτη, η οποία ίσως βυθίσει τα μικρότερα πλοία

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Τις σκοτεινές νύχτες στον ουρανό της Ευρώπης, σε σπάνιες στιγμές, ανοίγουν στενοί φεγγίτες – πάντα εκεί που δεν το περιμένεις, μέσα από τον καταναγκασμό της συσκότισης και των αδιέξοδων καταστάσεων" (David Rousset).   

Ανάλυση

Η κρίση έχει επεκταθεί σήμερα σε ολόκληρο τον πλανήτη – γεγονός που σημαίνει σίγουρα ότι, δεν μπορεί να ενοχοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο το ευρώ για όλα όσα συμβαίνουν παρά το ότι, χωρίς καμία αμφιβολία, δημιούργησε πολλά προβλήματα σε αρκετές χώρες της Ευρωζώνης.  

Αναλυτικότερα, οι κεντρικές τράπεζες, αφενός μεν λόγω του συναλλαγματικού πολέμου που διεξάγεται διεθνώς, αφετέρου επειδή έχουν πλέον καταναλώσει όλα τα «πυρομαχικά» τους, επεμβαίνουν σε όλα τα «μήκη και πλάτη» του συστήματος – με μεθόδους, οι οποίες θα καταστρέψουν εντελώς τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς.

Για παράδειγμα, μετά την απίστευτη χειραγώγηση της τιμής του χρυσού, η οποία όμως πυροδότησε μία άνευ προηγουμένου αύξηση της ζήτησης του σε φυσική μορφή, έχουν επεκταθεί πλέον επίσημα στα χρηματιστήρια – στηρίζοντας τις τιμές των μετοχών με αγορές εκ μέρους τους.

Περαιτέρω, η ΕΚΤ «απειλεί» τη Fed, η οποία έχει τοποθετήσει στο στόχαστρο τα υποκαταστήματα των ευρωπαϊκών τραπεζών στις Η.Π.Α., με αντίποινα – εάν τυχόν «εντείνει» τους ελέγχους της, δημιουργώντας τους νέα προβλήματα.

Την ίδια στιγμή, οι χώρες της BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Ν. Αφρική), θέλοντας να προστατεύσουν τις οικονομίες τους από την επερχόμενη καταιγίδα, αποφάσισαν την ίδρυση μίας διεθνούς τράπεζας – η οποία θα λειτουργήσει ανταγωνιστικά στους ελεγχόμενους από τις Η.Π.Α. οργανισμούς (στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα).

Ειδικά όσον αφορά τη Ν. Αφρική, είναι αντιμέτωπη με πολύ μεγάλα προβλήματα – υποφέροντας από σημαντικές ελλείψεις στο σύστημα ηλεκτροδότησης, από μία συνεχώς μειούμενη παραγωγή στα ορυχεία, από τα συνεχόμενα «απεργιακά κύματα» των εργαζομένων, καθώς επίσης από μία ανεργία άνευ προηγουμένου.

Στη Βραζιλία δε είναι πλέον εμφανές ότι, ο υψηλός πληθωρισμός λειτουργεί ανασταλτικά, όσον αφορά την οικονομία της – με αποτέλεσμα η κεντρική της τράπεζα να αυξήσει απρόσμενα το βασικό επιτόκιο, παρά τον κίνδυνο μίας ακόμη ανατίμησης του νομίσματος της.

Με στόχο δε να εμποδίσει κάτι τέτοιο, το οποίο θα ήταν καταστροφικό για τις εξαγωγές της, ενώ θα προκαλούσε μία μεγάλη εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων από το εξωτερικό,  φαίνεται πως θα υιοθετήσει νέα προστατευτικά μέτρα – εξελίξεις οι οποίες θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό τις γειτονικές χώρες, κυρίως δε την Αργεντινή, η οποία είναι ξανά αντιμέτωπη με τον πληθωρισμό και τη χρεοκοπία.

Οι υπόλοιπες χώρες, μεταξύ των οποίων οι πλούσιες σε ενεργειακά αποθέματα και ορυκτά, όπως η Ρωσία, ο Καναδάς ή η Αυστραλία, απειλούνται πολύ σοβαρά από την προβλεπόμενη ύφεση – με ορισμένες από αυτές (Ρωσία, Καναδάς), να εγγράφουν ήδη αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Εν τούτοις, ως πρώτα υποψήφια θύματα καταγράφονται η Μ. Βρετανία και η Ιαπωνία – η πρώτη λόγω των ασθενών οικονομικών μεγεθών της, ενώ η δεύτερη επειδή ακολουθεί μία νομισματική πολιτική, η οποία θυμίζει τους «καμικάζι» (Θείος άνεμος) του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.   

Εντός της Ευρωζώνης, παρά το ότι τα βλέμματα όλων είναι επικεντρωμένα στην Ιταλία και στην Ισπανία, κατά δεύτερο λόγο δε στη Σλοβενία, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στο Λουξεμβούργο και στη Μάλτα, ο μεγάλος ασθενής φαίνεται να είναι η Γαλλία – η οποία πιέζει αφόρητα τη Γερμανία. Πρόθεση της είναι να επιταχυνθούν οι διαδικασίες της τραπεζικής ενοποίησης στην Ευρώπη, λόγω των τεράστιων προβλημάτων που αντιμετωπίζει το χρηματοπιστωτικό της σύστημα.

Εν τούτοις, η Γερμανία δεν έχει καμία διάθεση να υποκύψει στις πιέσεις – πόσο μάλλον αφού ευρίσκεται ήδη στην έξοδο κινδύνου από το κοινό νόμισμα, αντιλαμβανόμενη πλήρως το μέγεθος της βόμβας, στα θεμέλια του τραπεζικού συστήματος της Ευρώπης (επόμενο θύμα του οποίου φαίνεται πως θα είναι η Αυστρία).

Στην υπόλοιπη ανεπτυγμένη Ευρώπη, η Δανία εισέρχεται πρώτη στα «επείγοντα περιστατικά» – αντιμετωπίζοντας μία ανάλογη με την Ολλανδία κρίση ακινήτων και τραπεζών, για την οποία όμως δεν μπορεί να «ενοχοποιήσει» το ευρώ, όπως οι άλλες χώρες. 

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΛΥΣΕΙΣ

Σε σχέση με αυτά που αναλύσαμε παραπάνω, καθώς επίσης με όλα όσα έχουμε καταγράψει στο παρελθόν, θεωρούμε ότι πρέπει να αναζητηθούν οι σωστές λύσεις, πριν είναι πολύ αργά – λύσεις, οι οποίες όμως δεν θα αντιμετωπίζουν απλά τα «συμπτώματα» (όπως, για παράδειγμα, τις χειραγωγούμενες ισοτιμίες των νομισμάτων), αλλά τις βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων μας.

Στα πλαίσια αυτά, ένας από τους σημαντικότερους ίσως σήμερα οικονομικούς προβληματισμούς είναι ο σωστός, ο ορθολογικός, ο «άριστος» καλύτερα συνδυασμός του κοινωνικού κράτους, έτσι όπως αυτό λειτουργεί κυρίως στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, με τον δημιουργικό καπιταλισμό – ο οποίος έχει αναδείξει τις Η.Π.Α. στη χώρα των μεγάλων ευκαιριών, όσον αφορά τις επιχειρήσεις και, γενικότερα, την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Ουσιαστικά πρόκειται για την εύρεση εκείνου του πολιτικού συστήματος, στο οποίο θα συμμετέχει τόσο το κράτος, όσο και ο ιδιωτικός τομέας, με έναν τέτοιο τρόπο που δεν θα εμποδίζεται το ένα από τον άλλο – ενώ θα ικανοποιούνται όσο το δυνατόν καλύτερα οι ανάγκες και των δύο, με στόχο την κοινωνική δικαιοσύνη, την αειφόρο ανάπτυξη, την ορθολογική αναδιανομή των εισοδημάτων και την συλλογική πρόοδο. 

Κατά την πάγια άποψη μας, στο μικτό αυτό οικονομικό σύστημα, το κράτος πρέπει να έχει στην ιδιοκτησία του τις κοινωφελείς, τις μονοπωλιακές κερδοφόρες, καθώς επίσης τις στρατηγικές επιχειρήσεις. Όλες οι υπόλοιπες επιχειρήσεις οφείλουν να ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα – στη λειτουργία του οποίου δεν πρέπει να τοποθετείται κανενός είδους εμπόδιο (κατάργηση της γραφειοκρατίας, καταπολέμηση της διαπλοκής, εκμηδενισμός της διαφθοράς, σωστό επιχειρηματικό πλαίσιο, σταθερό φορολογικό περιβάλλον κοκ.).

Βέβαια, ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να ελέγχεται στενά, από τους ενεργούς Πολίτες – με τη βοήθεια της υιοθέτησης της άμεσης Δημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, τόσο τα κράτη, όσο και οι δημόσιες επιχειρήσεις, οφείλουν να δημοσιεύουν ετήσιους ισολογισμούς, οι οποίοι να αναρτώνται στο διαδίκτυο – έτσι ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια και να διευκολύνεται ο έλεγχος τους από τους Πολίτες.      

Ένας επόμενος «κρίσιμος» προβληματισμός είναι η ορθολογική κατανομή των «βαρών» του κοινωνικού κράτους – κεντρικό σημείο της οποίας είναι η φορολογία των εισοδημάτων (μισθών, κερδών κλπ.), σε σχέση με τη φορολογία των περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, καταθέσεις κοκ.).

Με κριτήριο την καταπολέμηση της ανεργίας, καθώς επίσης την επιδιωκόμενη ανάπτυξη, ειδικά στη σημερινή εποχή της υπερχρέωσης (η οποία, μεταξύ άλλων, λειτουργεί ανασταλτικά, όσον αφορά το κοινωνικό κράτος), η φορολόγηση των εισοδημάτων πρέπει να είναι κατά πολύ χαμηλότερη, από τη φορολόγηση των περιουσιακών στοιχείων – αφού έτσι αμείβεται περισσότερο η παραγωγική διαδικασία, καθώς επίσης η εκάστοτε νέα γενιά, συγκριτικά με τη «διαδικασία συσσώρευσης πλούτου», η οποία χαρακτηρίζει την παλαιότερη γενιά.

Εάν τώρα η μεγαλύτερη φορολόγηση των περιουσιακών στοιχείων, του συσσωρεμένου πλούτου γενικότερα, συνοδευόταν από τη λειτουργία ενός συνεχώς καλύτερου κράτους προνοίας, το οποίο θα επέτρεπε στους ηλικιωμένους να μην εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις αποταμιεύσεις τους, τότε το πρόβλημα θα είχε επιλυθεί με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο.

Στα πλαίσια αυτά, η αντιμετώπιση του τεράστιου σημερινού προβλήματος της ανεργίας των νέων, σε συνδυασμό με την υπερχρέωση των κρατών, «απαιτεί» τη μείωση της φορολογίας των εισοδημάτων, καθώς επίσης την αύξηση της φορολογίας των περιουσιακών στοιχείων, ακόμη και με την επιβολή έκτακτων εισφορών – παράλληλα όμως με την «αριστοποίηση» του κοινωνικού κράτους.

Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλιζόταν αφενός μεν η ανάπτυξη και η απασχόληση, αφετέρου η μείωση των δημοσίων χρεών, τόσο σε ποσοστιαίο (σε όρους ΑΕΠ), όσο και σε απόλυτο μέγεθος – χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα στην κοινωνική συνοχή, διαμάχες μεταξύ των γενεών, κοινωνικές αναταραχές κοκ.

Εάν τυχόν δε απαιτούταν η ενίσχυση σε κάποιο βαθμό της μίας γενεάς από την άλλη, θα ήταν προτιμότερη η βοήθεια των γονέων από τα παιδιά τους, παρά το αντίθετο – το οποίο δυστυχώς δημιουργεί, όπως διαπιστώνεται σήμερα, καταθλιπτικούς, αντιπαραγωγικούς νέους ανθρώπους.      

Σε κάθε περίπτωση, ο μοναδικός ρεαλιστικός δρόμος εξόδου από την κρίση, καθώς επίσης επιστροφής στην ανάπτυξη, προϋποθέτει να αναληφθούν τα υφιστάμενα βάρη από τις παλαιότερες γενιές και τα περιουσιακά στοιχεία τους – όπου όμως ένα μέρος της «έκτακτης» αυτής φορολόγησης, οφείλει να διατεθεί στην καλυτέρευση του κράτους προνοίας (συντάξεις, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κοκ.).

Με τον τρόπο αυτό, αφενός μεν θα αντιμετωπισθεί ο διαφαινόμενος κίνδυνος του «πολέμου» μεταξύ των γενεών, αφετέρου θα εξασφαλισθεί η δικαιότερη αντιμετώπιση όλων – ενέργειες απαραίτητες για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.  

ΦΥΓΟΚΕΝΤΡΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο τώρα και εφόσον επιθυμούμε πραγματικά τη διατήρηση της δημοκρατίας, της ειρήνης, της ασφάλειας, καθώς επίσης του υψηλού συγκριτικά βιοτικού επιπέδου μας, οφείλουμε να λειτουργήσουμε έτσι ώστε, να εξομαλυνθούν οι διάφορες αντιθέσεις μεταξύ των κρατών – ακόμη και αν δεχθούμε ότι, είναι αδύνατη η ύπαρξη ενός κοινού νομίσματος σε έναν μη άριστο νομισματικό χώρο, ο οποίος δεν έχει καμία διάθεση να «αριστοποιηθεί», καθώς επίσης ότι δεν είναι εφικτή ή επιθυμητή η τραπεζική, η δημοσιονομική και η πολιτική ολοκλήρωση.

Αυτό άλλωστε που πρέπει να μας ενδιαφέρει, σε πρώτη προτεραιότητα, είναι η ενωμένη Ευρώπη και όχι το ευρώ – αφού δυστυχώς ελάχιστοι κατανοούν το πόσο σημαντικό είναι να έχουν ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα στη διάθεση τους, καθώς επίσης μία ισχυρότατη κεντρική τράπεζα.  

Φυσικά η σύγκλιση είναι καλύτερη από τη σύγκρουση. Εάν λοιπόν είναι ανέφικτη η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, λόγω κυρίως της μεγάλης διαφοράς νοοτροπίας, μεταξύ «των Βορείων και των Νοτίων» (στους μεν πρώτους «κυβερνάει» η λογική, στους δεύτερους το συναίσθημα, χωρίς να μπορούμε να πούμε ποια από τις δύο «καταστάσεις» είναι η καλύτερη), τότε οφείλουν να βρεθούν άλλοι τρόποι «προσέγγισης» – οι οποίοι να εξασφαλίζουν τουλάχιστον την αποφυγή των συγκρούσεων. 

Θεωρώντας τώρα ότι, οι δύο διαφορετικές τάσεις εντός της Ευρωζώνης, οι οποίες αναπτύσσουν, «εκτρέφουν» ίσως τις τεράστιες φυγόκεντρες δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί, «ενσαρκώνονται» από την Ελλάδα και τη Γερμανία, οφείλουμε να εξετάσουμε με ποιόν περίπου τρόπο θα μπορούσαν οι δύο αυτές χώρες να «συγκλίνουν» – επιλύοντας τις μεταξύ τους διαφορές ειρηνικά, χωρίς να κατηγορούν η μία τα άλλη.

Μία μέθοδος θα ήταν να εξετασθεί ο τρόπος, με τον οποίο έχει αντιμετωπισθεί το πρόβλημα στην Ιταλία – όπου η μεν βόρεια πλευρά της χαρακτηρίζεται ως γερμανική, ενώ η νότια ως ελληνική, με σημείο τομής τη Ρώμη.

Υπάρχουν φυσικά πάρα πολλές άλλες μέθοδοι, ενώ το πρόβλημα θα έπρεπε να ερευνηθεί διεξοδικά από ειδικές επιτροπές, με τη συμμετοχή όλων των κρατών – έτσι ώστε να ευρεθούν οι καλύτερες λύσεις. Εμείς εδώ θα εξετάσουμε ορισμένα μόνο θέματα, με στόχο να «φωτίσουμε» κάποιες ιδιαιτερότητες της ηπείρου μας – ορισμένες «σκοτεινές πλευρές» ίσως, οι οποίες εμποδίζουν την αλληλοκατανόηση των κρατών και των Πολιτών τους.    

ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ

Όπως έχουμε αναλύσει στο παρελθόν, το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο των Γερμανών είναι οι καταθέσεις, ενώ των Ελλήνων τα ακίνητα. Την ίδια στιγμή, οι Γερμανοί ανήκουν στους δανειστές, ενώ οι Έλληνες στους οφειλέτες – με τους Γερμανούς να υπηρετούν κυρίως το (πλατωνικό) κράτος τους, όταν στους Έλληνες προηγείται ο (διονυσιακός) εαυτός τους. Κυρίως για τους παραπάνω λόγους, η Ελλάδα (ο Νότος) έχει υψηλό δημόσιο χρέος και χαμηλό ιδιωτικό – ενώ στη Γερμανία (στο Βορά), συμβαίνει το αντίθετο.

Στα πλαίσια αυτά, οι διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης της κρίσης χρέους, οι οποίοι επιλέγονται από τις δύο αυτές χώρες, είναι σε άμεση σχέση με τη  νοοτροπία, καθώς επίσης με τα εκάστοτε «ιδιοτελή» συμφέροντα τους. Ειδικότερα τα εξής: 

(α) Εάν η κρίση αντιμετωπισθεί πληθωριστικά, με τη βοήθεια της ΕΚΤ (πόσο μάλλον με τη διαγραφή των «επαχθών» χρεών, την οποία «εισηγείται» η αντιπολίτευση στην Ελλάδα, με τη σεισάχθεια κοκ.), τότε κερδισμένοι θα είναι οι Έλληνες και χαμένοι οι Γερμανοί – αφού ο πληθωρισμός λειτουργεί θετικά για την ακίνητη περιουσία και για τους οφειλέτες, ενώ αρνητικά για τους καταθέτες και για τους δανειστές – οι οποίοι βλέπουν τις απαιτήσεις ή τις καταθέσεις τους να «κατασπαράζονται» από τη μείωση της αγοραστικής αξίας των χρημάτων τους.

Όσον αφορά τις γενιές βέβαια, ο πληθωρισμός είναι θετικός για τους νέους (πόσο μάλλον αφού καταπολεμάει σε κάποιο βαθμό την ανεργία), επειδή συνήθως οι μισθοί αυξάνονται ανάλογα με το κόστος ζωής (σπιράλ μισθών-τιμών), αλλά αρνητικός για τους ηλικιωμένους – αφού οι αγοραστική αξία των συντάξεων μειώνεται, ενώ συνήθως οι ίδιες δεν αυξάνονται. Εν τούτοις, η ισορροπία αποκαθίσταται για αυτούς οι οποίοι έχουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε ακίνητα – επομένως για τους Έλληνες ξανά και όχι για τους Γερμανούς.

(β) Εάν τώρα η κρίση αντιμετωπισθεί με την πολιτική λιτότητας, άρα αποπληθωριστικά, τότε κερδισμένοι θα είναι οι Γερμανοί και χαμένοι οι Έλληνες – για τους λόγους που παραθέσαμε προηγουμένως, από την αντίθετη τους πλευρά. Επίσης, κερδισμένοι θα είναι οι ηλικιωμένοι «αποταμιευτές» και χαμένοι οι νέοι εργαζόμενοι – πόσο μάλλον οι άνεργοι.

Επομένως, δεν υπάρχει ουσιαστικά καλός ή κακός τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης χρέους, αλλά αντικρουόμενα συμφέροντα – με βάση τα οποία η εκάστοτε χώρα κάνει τις επιλογές της. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου οι Η.Π.Α. ανήκουν στους μεγαλύτερους οφειλέτες, ενώ η Κίνα στους βασικούς δανειστές – με τις εκάστοτε επιλεγόμενες πολιτικές να έχουν αποκλειστικό και μόνο στόχο την εξασφάλιση των συμφερόντων της μίας ή της άλλης χώρας.

Σε τελική ανάλυση λοιπόν είναι εντελώς άδικο, εάν όχι παράλογο, να κατηγορούμε εκείνες τις χώρες, οι οποίες προστατεύουν τα συμφέροντα τους – ειδικά εάν δεν ανήκουμε σε αυτές που έχουν την ισχύ, τη βούληση, το θάρρος ή την ικανότητα να προστατεύουν, ως οφείλουν, τα δικά τους.

Αντίθετα, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να αναζητήσουμε τη «χρυσή μεσότητα», τη μέση λύση – τόσο όσον αφορά τα, αντιμαχόμενα με στόχο την προστασία των συμφερόντων τους, κράτη, όσο και τις γενιές – όπου όμως η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στους νέους.  

ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

Στα πλαίσια της αναζήτησης μας αυτής, θα εξετάσουμε εδώ περιληπτικά το «γερμανικό μοντέλο» λειτουργίας. Όπως αναφέραμε λοιπόν, η Γερμανία είναι ένα «πλατωνικό κράτος». Εάν θυμηθούμε τώρα την «Πολιτεία», στη φανταστική τέλεια κοινωνία που περιγράφει ο εξαιρετικός φιλόσοφος μας, τα εξής:

(α) Η «ελίτ» ουσιαστικά ευρίσκεται στην κορυφή, έχοντας ειδική εκπαίδευση και θυσιάζοντας τις ηδονές της, για χάρη των Πολιτών, τους οποίους κυβερνάει –  όπου η «ελίτ» στη σημερινή Γερμανία, είναι η «βιομηχανική εξουσία», η οποία χαράσσει την ακολουθούμενη πολιτική σχεδόν απολυταρχικά, λειτουργώντας από το παρασκήνιο.

(β) Κάτω από την «ελίτ» ευρίσκονται οι στρατιώτες-φύλακες, οι οποίοι έχουν εκπαιδευθεί για να υπερασπίζονται τη χώρα τους – κυρίως, το Υπουργείο Οικονομικών, το ΣΔΟΕ και η Μυστική Υπηρεσία σήμερα της Γερμανίας (BND), οι οποίες λειτουργούν στην κυριολεξία ως «κράτος εν κράτει».

(γ) Στο τέλος της πυραμίδας συναντάμε τους «εργάτες», στους οποίους εξασφαλίζεται η εργασία και η ασφάλεια, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή στις αμοιβές τους – έτσι ώστε η χώρα να είναι παραγωγική, με «μερκαντιλιστικές» δομές.

Με τη οργάνωση αυτή, κατά τον πρόγονο μας και όπως εφαρμόζεται στη Γερμανία σήμερα, εξασφαλίζεται η τέλεια ισορροπία – η οποία μοιάζει με τον καλά ισορροπημένο νου, με το «έλλογο» τμήμα του ανθρώπου δηλαδή, το οποίο ελέγχει τα συναισθήματα και τις επιθυμίες.

Φυσικά πρόκειται για ένα άκρως αντιδημοκρατικό μοντέλο, το οποίο κάποια στιγμή θα μπορούσε να εξελιχθεί στο παραπλήσιο της Κίνας – στο δικτατορικό καπιταλισμό δηλαδή, στον οποίο οι Πολίτες (οι «εργάτες» στην Πολιτεία του Πλάτωνα), απολαμβάνουν συνεχώς μεγαλύτερες οικονομικές ελευθερίες, χωρίς σχεδόν καθόλου πολιτικά δικαιώματα.

ΤΑ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

Το σημαντικότερο μειονέκτημα μίας καθαρά μερκαντιλιστικής οικονομίας, μίας οικονομίας δηλαδή όπου οι εξαγωγές είναι αρκετά μεγαλύτερες από τις εισαγωγές (μέσω της διατήρησης των μισθών σε χαμηλά επίπεδα, οπότε αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα, ενώ περιορίζεται η ζήτηση) είναι το ότι, υποχρεούται να δανείζει τα πλεονάσματα της.

Εάν τώρα συγκεκριμένη οικονομία χαρακτηρίζεται από ένα ανεπαρκές, ανίκανο ίσως τραπεζικό σύστημα, όπως η Γερμανία, το οποίο δεν διαχειρίζεται σωστά τα χρήματα που συσσωρεύουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, τότε το πρόβλημα εντείνεται – αφού καταλήγει στο να έχουν μεν οι «αποταμιευτές» χρήματα, τα οποία είναι όμως «θεωρητικά», επειδή δεν ξέρουν εάν τα εισπράξουν ποτέ.

Τα, θλιβερά για τους Πολίτες, επακόλουθα μίας τέτοιας διαδικασίας, είναι αφενός μεν το ότι υποχρεώνονται να ζουν φτωχικά, αφετέρου πως κινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματα τους – γεγονός που ουσιαστικά συμβαίνει σήμερα στη Γερμανία, οι απαιτήσεις της οποίας έναντι της ΕΚΤ ξεπερνούν τα 700 δις € (Target II), ενώ οι υποχρεώσεις της, απέναντι στους μηχανισμούς διάσωσης υπολογίζεται ότι, θα ξεπεράσουν σύντομα τα 500 δις €.

Εάν τελικά δε οι ελλειμματικές χώρες «αθετήσουν» τις πληρωμές τους, τόσο ο δημόσιος, όσο και ο ιδιωτικός τομέας τους, τότε η Γερμανία θα χρεοκοπήσει σε χρόνο μηδέν – κάτι που δεν είναι πλέον απίθανο, με την καγκελάριο να ευθύνεται τότε για την ολοκληρωτική καταστροφή της πατρίδας της.

Από τη συγκεκριμένη λοιπόν οπτική γωνία, δεν μπορεί παρά να λυπάται κανείς τους Γερμανούς Πολίτες – οι οποίοι οδηγούνται ξανά στην απομόνωση και στη φτώχεια, αφενός μεν από την αλαζονική ηγεσία τους, αφετέρου από την κακοδιαχείριση των τραπεζών τους.

Ειδικά όσον αφορά τις τράπεζες, η ανοησία τους να δανείζουν τα χρήματα των Γερμανών αποταμιευτών στις ελλειμματικές οικονομίες, με στόχο την επίτευξη υψηλοτέρων κερδών (για παράδειγμα, δάνειζαν τράπεζες στις χώρες του Νότου με επιτόκια που υπερέβαιναν το 5%, όταν στη χώρα τους δεν ξεπερνούσαν το 0,6%), καθώς επίσης τα τεράστια σφάλματα τους στις Η.Π.Α. (ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης), έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στη χώρα – καθιστώντας την ουσιαστικά «εκβιάσιμη», από πολλές πλευρές. 

Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤ

Η πρόσφατη μελέτη της ΕΚΤ, σχετικά με την οικονομική κατάσταση των χωρών της Ευρωζώνης, τεκμηριώνει τη θλιβερή θέση των Γερμανών Πολιτών, την οποία περιγράψαμε – ενώ ενδεχομένως θα συμβάλλει στη διάλυση της Ευρωζώνης.

Στον Πίνακα Ι, καταγράφονται τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία εκείνων των νοικοκυριών, τα οποία ευρίσκονται στο μέσον της κατανομής της εθνικής περιουσίας – στη σημείο δηλαδή που υπάρχει ο ίδιος αριθμός νοικοκυριών με υψηλότερη περιουσία (50%), με αυτόν των νοικοκυριών που έχουν χαμηλότερη περιουσία (επίσης 50%).

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Καθαρά συνολικά περιουσιακά στοιχεία στο μέσον της εισοδηματικής κλίμακας, σε €

 

Χώρα

Καθαρά περιουσιακά στοιχεία 

 

 

Λουξεμβούργο

397.800

Κύπρος

266.900

Μάλτα

215.900

Βέλγιο

206.200

Ισπανία

182.700

Ιταλία

173.599

Γαλλία

115.800

Ολλανδία

103.600

Ελλάδα

101.900

Σλοβενία

100.700

Φιλανδία

85.800

Αυστρία

76.400

Πορτογαλία

75.200

Σλοβακία

61.200

Γερμανία

51.499

Πηγή: Spiegel

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Στην ειδική αυτή μέτρηση, η οποία ουσιαστικά αφορά την πλειοψηφία των νοικοκυριών, η Γερμανία καταλαμβάνει την τελευταία θέση – γεγονός που δημιούργησε πολύ μεγάλη εντύπωση σε ολόκληρη της Ευρώπη, προβλημάτισε αρκετά τους Γερμανούς Πολίτες, ενώ τεκμηρίωσε τη «στυγνή» εκμετάλλευση τους από το κράτος τους.

Ολοκληρώνοντας, στον Πίνακα ΙΙ που ακολουθεί φαίνονται ορισμένα άλλα μεγέθη, τα οποία απεικονίζουν τη θέση της Γερμανίας, σε σχέση με τις «προβληματικές» οικονομίες της Ευρωζώνη;:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ, φορολογικά έσοδα και καθαρή ακίνητη περιουσία

Χώρα

Χρέος/ΑΕΠ

*Φορολογικά έσοδα

** Κ. ακίνητη περιουσία

 

 

 

 

Γερμανία

78%

40%

26%

Ιταλία

127%

43%

59%

Ισπανία

101%

32%

56%

Ελλάδα

175%

35%

59%

Κύπρος

97%

35%

42%

* Συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ 2011

** Καθαρή, μη χρεωμένη δηλαδή ακίνητη περιουσία, ως ποσοστό όλων των νοικοκυριών

Πηγή: Κομισιόν, ΕΚΤ. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Από τον Πίνακα ΙΙ φαίνεται πόσο χαμηλή είναι η καθαρή ακίνητη περιουσία των Γερμανών, συγκριτικά με τις χώρες του Νότου – ειδικά με την Ελλάδα και την Ιταλία. Το γεγονός αυτό επιδιώκεται, σκόπιμα ή μη, να αντιστραφεί, μέσω της «κατάρρευσης» των τιμών των ακινήτων στο Νότο, παράλληλα με μία «φούσκα» που δημιουργείται στο Βορά.

Επειδή δε τα ακίνητα αποτελούν τις βασικότερες εγγυήσεις για τον τραπεζικό δανεισμό, μία ενδεχόμενη «αντιστροφή των αξιών» θα περιόριζε τα τραπεζικά προβλήματα στο Βορά, αυξάνοντας τα στο Νότο – κάτι που οφείλει να προσεχθεί ιδιαίτερα εκ μέρους μας, καθώς επίσης να αποφευχθεί με κάθε τρόπο.

Όσον αφορά τώρα τα φορολογικά έσοδα, για τα οποία κατηγορείται ο Νότος, στην Ιταλία είναι υψηλότερα από τη Γερμανία, ενώ στις υπόλοιπες χώρες η διαφορά δεν είναι τεράστια – με εξαίρεση ίσως την Ισπανία, η οποία υπολείπεται σημαντικά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Παρά τις τεράστιες φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσονται στην Ευρωζώνη, με στόχο όλο και πιο πολλών κρατών την «καθαίρεση» του κοινού νομίσματος, του ευρώ, έχουμε την άποψη ότι μας ενώνουν περισσότερα πράγματα, από όσα μας χωρίζουν – όχι μόνο από οικονομικής ή γεωπολιτικής πλευράς, αν και δεν θα επεκταθούμε στα υπόλοιπα.

Το μέλλον της μίας χώρας είναι αλληλένδετα συνδεδεμένο με το μέλλον της άλλης – ενώ τυχόν διάσπαση, πόσο μάλλον ανεξέλεγκτη, θα ήταν καταστροφική για όλους μας. Ειδικά όσον αφορά το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα, αλλά και το «κρίσιμο μέγεθος» ενός κράτους, το οποίο απαιτείται για να επιβιώσει στην παγκοσμιοποίηση, δεν θα ήταν εύλογη η διάλυση της ηπείρου μας σε μικρά, αδύναμα κράτη.

Βέβαια, εάν η πρωσική κυβέρνηση της Γερμανίας συνεχίσει να επιμένει στις «εγκληματικές πολιτικές», όπως αυτή στην Κύπρο, στον μερκαντιλισμό, στις εσωτερικές «ασυμμετρίες», καθώς επίσης στην κατάκτηση της ηγεμονίας της Ευρώπης, η συνοχή της ηπείρου μας δεν θα είναι δυνατόν να διατηρηθεί – επίσης, εάν η Ελλάδα συνεχίσει να επιμένει στη μετάθεση όλων των ευθυνών της κακοδιαχείρισης της οικονομίας της σε άλλους.

Ουσιαστικά βέβαια, όπως αναφέραμε στην αρχή του κειμένου,  επικαλούμαστε τη Γερμανία για όλο τον ευρωπαϊκό Βορά, ενώ την Ελλάδα για το Νότο – με όλες τις υπόλοιπες χώρες στα ενδιάμεσα «χρώματα του ευρωπαϊκού ουράνιου τόξου».

Φυσικά δεν είμαστε εμείς σε θέση να αποφασίσουμε, αλλά ούτε και μπορούμε να γνωρίζουμε τι είναι καλύτερο για τους λαούς της Ευρώπης – με εξαίρεση ίσως το ότι, οφείλει να κοπεί άμεσα ο «ομφάλιος λώρος», ο οποίος συνδέει το χρηματοπιστωτικό σύστημα με τα κράτη, καθιστώντας τα έρμαιο των αγορών.

Προφανώς δε, η Πολιτική πρέπει να επανακτήσει άμεσα την κυρίαρχη θέση, την πρωτοκαθεδρία της καλύτερα – όπου βέβαια με την έννοια «Πολιτική» εννοούμε τους Πολίτες και όχι τις κυβερνήσεις τους.

Ολοκληρώνοντας, εάν δεν συμβούν όλα αυτά, καθώς επίσης εάν δεν επιδιωχθεί μία «Ευρώπη των Πολιτών της», δεν έχει κανένα νόημα η διατήρηση του κοινού νομίσματος, από καμία χώρα.

Αν και θεωρούμε λοιπόν ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, αβέβαιο ως προς το αποτέλεσμα του, έχουμε την άποψη ότι, θα πρέπει τουλάχιστον να το προσπαθήσουμε – πριν ακόμη ζητήσουμε διαζύγιο. Διαφορετικά θα διακινδυνεύσουμε πάρα πολλά πράγματα – πιθανότατα δε ακόμη και την ειρήνη στην ήπειρο μας.

Ευρισκόμαστε επομένως ξανά «στη στροφή του διαβόλου», εν μέσω ασύμμετρων συγκυριών – όπου είτε θα καταφέρουμε να την περάσουμε, έστω με μεγάλες δυσκολίες, είτε θα γκρεμιστούμε στο κενό, με επακόλουθα που απολύτως κανένας δεν γνωρίζει.

Ευχόμαστε Καλή Ανάσταση, κυριολεκτικά και μεταφορικά, καθώς επίσης Καλό Πάσχα σε όλους.

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 28. Απριλίου 2013, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

Μια απεργία που δεν έγινε, αλλά θα κάψει πολλούς…

Μια απεργία που δεν έγινε, αλλά θα κάψει πολλούς…

ΑΔΕΔΥ και ΓΣΕΕ άδειασαν στεγνά τους καθηγητές, που αποφάσισαν μαζικά απεργία

 

Του Παναγιώτη Μαυροειδή

 

Η εξαγγελία της απεργίας των καθηγητών, η προληπτική επιστράτευση από την κυβέρνηση, η μαζική υποστήριξη της απεργιακής πρότασης στις συνελεύσεις και η αθλιότητα της αναστολής της απεργίας από την ΟΛΜΕ, αποτελούν πολιτικά γεγονότα εξαιρετικής σημασίας, που υπερβαίνουν τον αγώνα ενός κλάδου.

Τυχαίνει η κυβέρνηση που έκανε την επιστράτευση να συγκροτείται από τους πολιτικούς πάτρωνες των ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ. Αυτή ακριβώς την ένοχη σχέση τους επικαλέστηκαν αυτές οι δυνάμεις και θεώρησαν πως δικαιούνταν να πουν πως γνωρίζουν ότι «η κυβέρνηση θα κάνει απολύσεις, άρα δεν μας παίρνει για απεργία». Οι ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, συγκροτούν την πλειοψηφία των ΑΔΕΔΥ και ΓΣΕΕ που άδειασαν στεγνά τους καθηγητές, με άρνηση γενικής πολιτικής απεργίας ενάντια στην επιστράτευση την πρώτη μέρα της ανακοινωμένης απεργίας των καθηγητών. Είχαν λοιπόν πράγματι προϋποθέσεις να θεωρούν πως μπορούν να πουλήσουν «πληροφόρηση από τα μέσα», όταν έλεγαν «δεν υπάρχουν κοινωνικοί και πολιτικοί όροι» στήριξης της απεργίας από το ευρύτερο εργατικό κίνημα.

Από την επαύριο των εκλογών του περασμένου Ιουνίου, ο ΣΥΡΙΖΑ διαμόρφωσε μια πολιτική στρατηγική που συμπυκνωνόταν στο σύνθημα «θα τους ταράξουμε στη νομιμότητα». Αυτό ακριβώς είναι και το βαθύτερο πολιτικό υπόστρωμα που ώθησε τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του στους καθηγητές, σε μια αντιδραστική συνέπεια «λόγων και έργων», να μεθοδεύσουν την αναστολή της αποφασισμένης απεργίας με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχουν οι όροι σύγκρουσης με την κυβέρνηση σε γενικό πολιτικό επίπεδο».

Ήταν το ΠΑΜΕ που εναντιώθηκε με λύσσα στην προοπτική απεργιακής κινητοποίησης των καθηγητών. Κέρδισε έτσι το ΚΚΕ την επιστροφή του μετά από καιρό στο Μέγκα. Ήταν αυτές οι δυνάμεις που όχι μόνο δεν πήραν πρωτοβουλίες απεργιακής δράσης στο εργατικό κίνημα για στήριξη των καθηγητών, αλλά έκαναν κυριολεκτικά …ευχέλαιο να καταρρεύσει η απεργία.

Αλλά μέσα σε όλα αυτά, ήταν και πάνω από 20.000 καθηγητές, οι οποίοι σε μόλις δύο μέρες μαζεύτηκαν και αποφάσισαν δημοκρατικά απεργία. Με γνώση όλων αυτών. Κόντρα σε επιστράτευση, σε θεούς και δαίμονες, απειλές και προβοκάτσιες.

Η αναστολή της απεργίας είναι πράγματι μια μεγάλη ήττα για το εργατικό κίνημα και την αγωνιζόμενη κοινωνία που στενάζει κάτω από τη μνημονιακή μπότα των αντεργατικών πολιτικών της κυβέρνησης, του κεφαλαίου και της ευρωχούντας. Αλλά είναι και μια νέα αφετηρία σοβαρών πολιτικών διεργασιών που δεν πρέπει να υποτιμούνται.

Ό,τι έγινε με το Μετρό, τη Χαλυβουργία και τους ναυτεργάτες, επαναλήφθηκε και τώρα: Επιβολή στρατιωτικού νόμου στην ουσία. Όποιος νομίζει ότι είμαστε απλώς αντιμέτωποι με μια άγρια λιτότητα είναι γελασμένος. Αντίθετα, ζούμε όψεις μιας κοινωνικής και πολιτικής αστικής αντεπανάστασης βάθους. Σε αυτές τις συνθήκες, η οικοδόμηση των προϋποθέσεων για επαναστατική ανατροπή και απάντηση, δεν αποτελεί ιδεολογική υποχρέωση οραματιστών του αύριο, αλλά αδήριτη αναγκαιότητα για το σήμερα. Είναι ο μόνος δρόμος όχι για να τα «έχουμε όλα», αλλά και για να κερδίσουμε την επιβίωση. Σιγά σιγά θα συνειδητοποιείται πως ευκολότερα ίσως ανατρέπεις μια κυβέρνηση παρά αποσπάς μια αύξηση. Και η πιο μικρή φαινομενικά μάχη, φαίνεται να είναι αναγκαίο να διεξάγεται με τους όρους μιας μίνι-επανάστασης, διαφορετικά, όχι μόνο δεν θα κερδίζεται, αλλά δεν θα ξεκινά και καθόλου.

Όταν βλέπει κανείς το ΠΑΣΟΚ να παίρνει 36% στο συνέδριο της ΓΣΕΕ, ενώ στην κοινωνία μετά βίας αγγίζει το 6%, συνειδητοποιεί ότι το σημερινό «οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα» όχι μόνο δεν αποτελεί την απαντοχή και την πρωτοπορία της εργατικής τάξης και των ανέργων, αλλά στην καλύτερη περίπτωση τη …βραδυπορία του. Γιατί υπάρχει και η χειρότερη περίπτωση, δηλαδή το να αποτελεί τμήμα της εμπροσθοφυλακής του ταξικού και πολιτικού αντιπάλου. Η άρνηση στήριξης των απεργιών στο Μετρό, στους ΟΤΑ και στους καθηγητές, το φανερώνει. Στις συνθήκες αυτές, αποτελεί αυτοκτονία όχι μόνο η ταύτιση, αλλά και η πολιτική αριστερής ουράς στον υποταγμένο συνδικαλισμό. Αντίθετα, σε πρώτο πλάνο πρέπει να μπει η προσπάθεια για ανεξάρτητη ενωτική οργάνωση εργαζομένων και ανέργων σε συνδικάτα και άλλες μορφές, με κέντρα αγώνα στα χέρια τους και ένα «συντονισμό των συντονισμών», που θα δοκιμάσει πραγματικό αγώνα για την ανατροπή.

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται παντελώς ανίκανος να στηρίξει τον απεργιακό αγώνα ενός κλάδου, για να μην εκτεθεί ότι υιοθετεί «τραβηγμένες μορφές πάλης» και συμμετέχει σε ένα ξεδιάντροπο και πισώπλατο ξεπούλημα, ποιος θα πιστέψει ότι αυτός ο πολιτικός χώρος θα εμπνεύσει έναν αγώνα ζωής ή θανάτου απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τους δανειστές, τους εφοπλιστές και βιομηχάνους, το δοσμένο σε αυτούς κράτος και πολιτικό σύστημα; Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ στην ΟΛΜΕ, σηματοδοτεί για πολλούς εργαζόμενους την ένδειξη για οριστική ενσωμάτωσή του σε μια πολιτική εντός των ορίων της ΕΕ και του κεφαλαίου.

Με το ΚΚΕ τα πράγματα βρίσκονται μεταξύ τραγωδίας και εγκληματικής πολιτικής ευθύνης. Για άλλη μια φορά αποδεικνύει ότι σε πολιτικές στιγμές με δυνατότητες παροξυσμού της ταξικής αναμέτρησης και κλιμάκωσής της, διαλέγει μια στάση απόλυτα συστημική, ακατανόητη και για πολλούς αγωνιστές του. Η πρωτοφανής λογική ότι «δεν θα δώσω καμία μάχη, διότι υπάρχει κίνδυνος να την χάσω», δύσκολα μπορεί να πείσει. Το περισσό θράσος να επιτίθεται σε όσους επιχειρούν να δώσουν τη μάχη, όπως έκανε με την επίθεση στην αντικαπιταλιστική Αριστερά στους καθηγητές, δεν θα μείνει πολιτικά ατιμώρητο.

Όλα οδηγούν σε ένα αδιέξοδο, που ωστόσο μοιάζει με ένα κλειστό δοχείο που αυξάνει την εσωτερική του πίεση και διογκώνεται. Μειώνονται οι διαφυγές με το κλείσιμο βαλβίδων εκτόνωσης, όπως η ύπαρξη ενός ελεγχόμενου αστικού διπολισμού και η παρουσία ενός υποταγμένου μαζικού συνδικαλιστικού κινήματος, που χάνει πλέον κάθε αξιοπιστία. Αναπτύσσονται έτσι, οι κίνδυνοι του θανάτου για τα δικαιώματα της κοινωνικής πλειονότητας, της πολιτικής απαξίωσης των διαχειριστικών ψοφοδεών πολιτικών απαντήσεων, αλλά και οι δυνατότητες μιας απίστευτης έκρηξης. Η τελευταία για να υπάρξει, πρέπει να είναι σαφές αυτό και στις δυνάμεις της επαναστατικής κομμουνιστικής Αριστεράς, δεν θα είναι προϊόν μετάβασης και συνέχειας, αλλά γέννημα ρήξης και ασυνέχειας.

ΠΗΓΗ: May 19, 2013, http://prin.gr/?p=1388

Παναγιώτης Νικολαΐδης, Ξενιτεύομαι μ' ένα φωνήεν.

Παναγιώτης Νικολαΐδης, «Ξενιτεύομαι μ' ένα φωνήεν» 

Φιλόξενη ξενιτιά*

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Αν χρειάζεται να ξενιτευτεί κανείς για να ακούσει «τις παλιές/ φωνές», το παρελθόν, να διασώσει μνήμες, ίσως και τη συλλογική συνείδηση, ποια είναι η «ξενιτιά» στην οποία θα κατέφευγε για την εκπλήρωση του οράματος, και ποιο το μέσο για την προσέγγισή της; Με όχημά του «ένα φωνήεν» και τον χρόνο ο Παναγιώτης Νικολαΐδης, στην ποιητική του συλλογή «Ξενιτεύομαι μ' ένα φωνήεν», διασχίζει μονοπάτια της σκέψης και ψυχικές διαθέσεις, αξιοποιώντας τα φώτα ομίχλης που του παρέχει η ποίηση, κι ας υποκρίνεται εκείνη πως «λυγίζει/ την όραση/ καθώς κρεμμύδι»:


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 367, 16/5/2013.

μέσα από τη θολή, ομιχλώδη της ατμόσφαιρα, υπερβαίνοντας τις αισθήσεις και τις εμπειρικές αποτυπώσεις, η ποίηση έχει άλλα μέσα για να διαλύσει την καταχνιά.

Συχνά, λοιπόν, τα φαινόμενα απατούν, οι παραστάσεις κατασκευάζονται και παραπλανούν. Μα «όταν/ δεν/ βλέπεις/ ακούς/ καλύτερα», σημειώνει ο Νικολαΐδης, αποκαλύπτοντας μέρος των μέσων με τα οποία η ποίηση διασκορπίζει τη θολούρα. Γι' αυτό αφουγκράζεται «τις παλιές/ φωνές» ο ποιητής, γι' αυτό αναμετριέται με τον χρόνο, μες στον οποίο είναι κλεισμένος, μα τον οποίο τον περικλείει κι εκείνος με τη σειρά του: «ο ποιητής κι ο χρόνος/ καιροφυλακτούν/ ο ένας μες στον άλλον». Η αμφίρροπη αναμέτρηση ενέχει κινδύνους, καθώς «οχιά ο χρόνος», σαν «Μάτι φιδιού», ενεδρεύει και φέρνει με το πέρασμά του κοντά τον θάνατο. Ο θάνατος, πάλι, παίρνει τη μάνα κι αφήνει πίσω του μόνο στάχτες. Ο χρόνος, ωστόσο, σε βάθος δομημένος, εμπεδώνει και την εμπιστοσύνη. Ανασύρει επίσης την ανάμνηση της μάνας, στην οποία καταφεύγοντας το παιδί καταπνίγει την ανασφάλειά του. Έτσι αναφύονται, σε αντίθεση με το σκοτάδι του θανάτου, η χαρά και το φως.

Το φως κερδίζει τις εντυπώσεις. Ο ποιητής επιμένει στο φως «σαν ράγισμα παλιό/ στον καθρέφτη», με σταθερότητα, σ' ένα χάραγμα ανεξίτηλο, που δεν διασαλεύεται από τίποτα. Την κυριαρχία του φωτός την επικυρώνει το γεγονός πως «με φως σφαλίζουμε τα μάτια/ των νεκρών»: ακόμη κι απέναντι στο σκοτάδι του θανάτου, το φως επεμβαίνει απαλύνοντάς τον. Βέβαια, η αντιπαράθεση φωτός-σκότους είναι προαιώνια, κι ο σκοτεινός αντίπαλος διαρκώς επανέρχεται: «χρόνια εμπορευόμαστε/ το φως/ κι όμως σκοτάδι/ ασάλεφτο». Ο Νικολαΐδης, μάλιστα, εισάγει και μία προέκταση στην ανθρώπινη στάση έναντι του φωτός, η οποία φαίνεται να επιζητά την εμπορική εκμετάλλευση του φωτός, πέραν της ηθικής αγνότητας που αυτό εκπέμπει. Κι ίσως η πρόκριση της υλικής του λειτουργίας να ευθύνεται για την επάνοδο του σκότους, το οποίο παραμένει «ασάλεφτο», κι όχι «ασάλευτο», ακριβώς για να υπονοήσει τα «λεφτά», την επιδίωξη του χρήματος και της ύλης από τον άνθρωπο-έμπορο. Η κατίσχυση, επομένως, του φωτός δεν είναι αυτονόητη, παρά καρπός διαρκούς προσπάθειας, καρπός που ωριμάζει μόνο μέσα από την επίπονη αμφιταλάντευση ανάμεσα στην ύλη από τη μια, και το πνεύμα με την ψυχή από την άλλη.

Ο προβληματισμός του Νικολαΐδη απέναντι στα πράγματα συχνά διανοίγεται προς δύο κατευθύνσεις, με την επισήμανση τόσο των θετικών, όσο και των αρνητικών λειτουργιών. «φύτρωσα/ στην πέτρα και στον φόβο», διαλογίζεται ο ποιητής, αντικατοπτρίζοντας στους στίχους του -ανάκληση του ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου «Κουβέντα με ένα λουλούδι»- τις αντιξοότητες, τη μοίρα της ελληνικής φυλής, μιας φυλής καλούμενης επί χιλιετίες να επιβιώσει σ' ένα πετρώδες, άγονο τοπίο, υπό την επιβουλή ποικίλων άλλων φυλών που επιδίωξαν να την υποτάξουν, διερχόμενων από τούτο το σταυροδρόμι του κόσμου. Παράλληλα, όμως, από τον ίδιο προβληματισμό «φυτρώνει» η αισιοδοξία για τις ελληνικές αντοχές και την επιβίωση, που συντελείται έστω κι αν οι συνθήκες είναι εξαιρετικά αντίξοες. Η ανθεκτικότητα εκφράζεται και μέσα από τη συμπύκνωση του δίστιχου «χωρίς βροχή μεγάλωσα/ λιθάρι φως σκοτάδι».

Οι διαλογισμοί του Νικολαΐδη, αν και ζυμωμένοι από την ελληνική μοίρα και δη την κυπριακή – ο ποιητής είναι Κύπριος -, προσπερνούν τις διαχωριστικές γραμμές που θέτουν οι πατρίδες κι αγκαλιάζουν τον όπου γης άνθρωπο. «δίχως πατρίδα/ περπατώ στον χρόνο πόνο/ πόντο»: η πορεία στον χρόνο, αργή, προσεκτική, συντελείται βήμα-βήμα, «πόντο-πόντο», αλλά και «πόνο-πόνο», γιατί ο πόνος συχνά ορίζει την ανθρώπινη ζωή, καταργώντας τα σύνορα και την καταγωγή, κι εξηγώντας γιατί τούτη η πορεία είναι «δίχως πατρίδα». Εδώ όμως θα μπορούσε ίσως ο «πόντος» να σηματοδοτηθεί εντελώς διαφορετικά ως η θάλασσα, σαν μια διαφορετική, επίσης, πατρίδα του ποιητή και της ανθρωπότητας. Οι πολυσημίες του Νικολαΐδη οφείλονται σε σημαντικότατο βαθμό στη χρήση της γλώσσας από τον ποιητή: «στη γλώσσα μου/ κλίνεται η ψυχή// σ' όλες τις πτώσεις». Αν κάθε γραμματική πτώση εκφράζει και μια λειτουργία, η ποιητική ψυχή όχι απλώς «κλίνεται» σε όλες τις πτώσεις, μα και περικλείεται σ' αυτές, εκφράζοντας η ίδια ποικίλες ψυχικές λειτουργίες. Η ψυχή, συνεπώς, ορίζεται από την έκφραση, αλλά κι η έκφραση περικλείει ψυχή.

Η δεινότητα του Νικολαΐδη να αξιοποιεί την έκφραση προς την επίτευξη πολλαπλών νοηματικών σηματοδοτήσεων αναδεικνύεται στο τετράστιχο «με φυσικό αέριο/ ορύσσουμε/ ξανά/ την ιστορία». Η ευρύτητα των ερμηνειών που μπορεί να προσλάβει το συγκεκριμένο ποίημα είναι εντυπωσιακή. Πρώτη ερμηνεία, εντελώς πρωτοβάθμια: το φυσικό αέριο, που εντοπίζεται στη νότια θαλάσσια περιοχή της Κύπρου, παρέχει το φως που απαιτείται για ένα νέο ανασκάλεμα, για μια νέα προσέγγιση της ιστορίας. Δεύτερη ερμηνεία: η ιστορία προσπελάζεται και ερμηνεύεται εκ νέου μέσω της θεώρησης του ρόλου των πλουτοπαραγωγικών πηγών και της διάθεσης που επιδεικνύουν ποικίλοι διεκδικητές τους προς εκμετάλλευση αυτών. Τούτοι οι διεκδικητές κινούν και τα νήματα των ιστορικών εξελίξεων. Τρίτη ερμηνεία: η εξεύρεση φυσικού αερίου και η προοπτική της αξιοποίησής του ωθούν μία χώρα να ξαναγράψει την ιστορία της, βελτιώνοντας την οικονομική και διεθνή της θέση. Η συγκεκριμένη ερμηνεία διαποτίζεται κι από τραγική ειρωνεία λόγω της σύγχρονης διάψευσης των προσδοκιών, της οφειλόμενης στις ωμές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων προκειμένου να ελέγξουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Έτσι επέρχεται η διολίσθηση της ευλογίας σε κατάρα. Τέταρτη ερμηνεία: αντί να εξορύσσεται το φυσικό αέριο, με μία μαγική, αγαπημένη από την ποίηση αντιστροφή, εξορύσσεται η ιστορία. Η ιστορία μετατρέπεται στο πολύτιμο ορυκτό που πρέπει πάση θυσία να εξορυχθεί, ώστε να φωτίσει τα μελλούμενα, να μαρκάρει τους υφάλους, να αποτρέψει τις κακοτοπιές. Πέμπτη ερμηνεία: αν η εξόρυξη της ιστορίας συντελείται κομμάτι-κομμάτι, αν οδηγεί στην κατάτμησή της, στην παρανόηση αλλά και στην εξάντλησή της στον βωμό του κέρδους, τότε αφήνει πίσω της κουφάρια, νεκρή γη, πνευματική εκθεμελίωση. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία επαφίεται στην ευαισθησία του κάθε αναγνώστη.

Γλώσσα, πνεύμα και ψυχή συνδιαμορφώνουν διαρκώς την ποίηση του Νικολαΐδη. Στο «δεν ξεχνούμε να ξεχνάμε ότι ξεχάσαμε» του ποιητή, δεν περικλείεται απλώς η ιστορική εισβολή του «Αττίλα» στην Κύπρο και η αποτύπωσή της στο ιστορικό σύνθημα τού «δεν ξεχνώ» την εθνική καταστροφή· αποτυπώνεται συνάμα η κατάρρευση της μνήμης, η αποκοπή απ' αυτήν, η αντικατάστασή της από κάθε ευκαιριακή ευκολία. Η διανοητική διαπίστωση του Νικολαΐδη συνοδεύεται από το ψυχικό μαράζωμα που επιφέρει η απάθεια, η αφασία. Η ψυχική δε τούτη αφασία βρίσκει τρόπο να αποτυπωθεί γλωσσικά με δραστικότατο τρόπο στο μονόστιχο αυτό ποίημα, που αποτελεί εντέλει έναν ευθύβολο ορισμό της σύγχρονης ανθρώπινης αλλοτρίωσης και, ακόμη ειδικότερα, της αλλοτρίωσης που χαρακτηρίζει τη νεοελληνική φυλή, ενώ επιβεβαιώνει και την ικανότητα του ποιητή να μιλά αποφθεγματικά.

Ο Νικολαΐδης πετυχαίνει με τη γλώσσα του ό,τι ακριβώς σχολιάζει στο ποίημά του «μ' ένα σακί/ λέξεις/ ανεβοκατεβαίνω/ στον ουρανό». Οι λέξεις απογειώνουν, οδηγούν στον ουρανό, όμως και καταρρακώνουν, καταβαραθρώνουν, όπως αποκαλύπτει το ρήμα «ανεβοκατεβαίνω». Στην πτώση και στην άνοδο που ορίζονται από τη γλώσσα, η χρήση ιδίως του κυπριακού ιδιώματος επενεργεί κατευναστικά, μαγευτικά, τρυφερά: «έμπης τζ' ο τόπος έφεξεν/ εστάξαν φως τα δέντρα». Η ντοπιολαλιά αποτυπώνει την αγνότητα της λαϊκής ψυχής, που εκφράζεται άμεσα, ειλικρινά, χωρίς περιστροφές, και που συμπυκνώνει, για μία ακόμη φορά αποφθεγματικά, τη λαϊκή σοφία.

Κάθε λαλιά, ωστόσο, διαμορφώνεται από τον τόπο μέσα στον οποίο ευδοκιμεί. Το τοπίο του Νικολαΐδη ανακαλεί τα ελληνικά τοπία του Σεφέρη, του Ελύτη και του Ρίτσου, με τον ανοιχτό ουρανό («ψηλά ο θόλος τ' ουρανού»), τις άγονες εκτάσεις («ξερολιθιές»), τις ξερικές καλλιέργειες («θημωνιές»), μα και τα θαυματουργά, ως εξόχως αρωματικά, φυτά («ρίγανη και θυμάρι»). Στη φυσιολατρία αυτή και στην ποιητική παράδοση των συγκεκριμένων τοπίων ριζώνει και η ποίηση του Νικολαΐδη, καθιστώντας σαφές ότι όχι μόνο η ντοπιολαλιά, αλλά και η ποιητική λαλιά διαμορφώνεται, επίσης, από τον τόπο. Ευνοείται, μάλιστα, κι εκείνη από τη σπάνια βροχή που αναζωογονεί το χώμα, επιστρέφοντας καταληκτικά την εύνοια στον ποιητή, καθώς γίνεται το ουράνιο τόξο του: πολύχρωμη, ανοιχτόκαρδη, μια ευρυχωρία μετά την καταιγίδα («το ποίημα/ δεν είναι αλήθεια/ δεν είναι ψέμα/ είναι το ουράνιο τόξο/ του ποιητή»).

Στον τόπο όμως τούτον, όπου σπανίζει η βροχή, πώς αντιμετωπίζονται τα καύματα, οι φλόγες; «όταν τα σύμφωνα φλέγονται/ ξενιτεύομαι μ' ένα φωνήεν», εξομολογείται ο Νικολαΐδης στο επιλογικό ποίημα της συλλογής του, προτάσσοντας μάλιστα ως μότο τη λατινική φράση «pacta sunt servanda», δηλαδή τα συμφωνηθέντα, τα σύμφωνα, οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται. Οι φλόγες, κατά τον ποιητή, κατακαίουν τις συμφωνίες, τα διακρατικά ή ιδιωτικά σύμφωνα. Η ποιητική ματιά τείνει να επιστρέψει στην ιστορική θεώρηση που την απασχόλησε πρωτύτερα. Ο Νικολαΐδης, ωστόσο, μετατοπίζει τελικά το νόημα από τα συμφωνηθέντα στα σύμφωνα του αλφαβήτου, της γλώσσας. Η απουσία ήχου, η αλαλία που υποδηλώνει ένα σύμφωνο, θεραπεύεται από την καταφυγή στο φωνήεν: στον τονισμένο ήχο, στον ανοιχτό ήχο, στη συναισθηματική ανοιχτωσιά, την οποία ανακαλεί το ανοιχτό κλίμα και τοπίο, προηγούμενα αντικείμενα της πραγμάτευσης του ποιητή. Η ομιλία, η επικοινωνία υποδηλώνονται από τα φωνήεντα, η ίδια η ποίηση, σε τελική αναγωγή. Η διαφυγή όμως αυτή του ποιητή δεν παύει να είναι πικρή, εφόσον προκαλείται βίαια από την κατάλυση των συμφωνηθέντων, που καθιστά και τα σύμφωνα «φλεγόμενα». Γι' αυτό και η διέξοδος δεν εντοπίζεται φυσιολογικά, παρά αποτελεί προϊόν ξενιτιάς: «ξενιτεύομαι μ' ένα φωνήεν». Πρόκειται όμως για την πιο φιλόξενη ξενιτιά, γιατί, παρά την πίκρα της, επιφέρει εντέλει τη σωτηρία. Κι ίσως εδώ να εντοπίζεται κι η απαρχή για τη μετατροπή της ξενιτιάς σε μια νέα πατρίδα, την πατρίδα του λόγου, του προσωπικού ύφους, της ποίησης: «ύφος πατρίδα μου/ υφαντουργείς/ το ιώδες». Άλλωστε, η επικράτεια της ποίησης διαθέτει, προς μια αντίστοιχη μετατροπή, όλα τα εχέγγυα.

Παναγιώτης Νικολαΐδης, «Ξενιτεύομαι μ' ένα φωνήεν», Αθήνα 2012, εκδόσεις Πλανόδιον, σελ. 80.

Όχι στον ψευτοδιεθνισμό (7)

Τι κάνουμε τώρα; (7) – Όχι στον ψευτοδιεθνισμό

 

Του Τάκη Φωτόπουλου*

 

Η «αριστερή» δικαιολογία που επικαλείται o ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, για να δικαιολογήσουν την απαράδεκτη στάση τους να επιμένουν στην παραμονή μας στην ΕΕ, παρά την οικονομική  καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων, είναι ότι αυτή είναι μια γνήσια διεθνικιστική στάση. Και αυτό, σε αντίθεση με την «εθνικιστική» στάση, όπως πολλοί από αυτούς χαρακτηρίζουν τη θέση ότι μόνο η άμεση μονομερής και ταυτόχρονη έξοδος από την ΕΕ και την Ευρωζώνη, σε συνδυασμό με σειρά άλλων ριζοσπαστικών μέτρων που ανέφερα στο προηγούμενο άρθρο, θα μπορούσε να σταματήσει την συντελούμενη καταστροφή.

Δεν θα σταθώ εδώ σε «επιχειρήματα» του τύπου ότι παρόμοια στάση είναι εθνικιστική διότι την υποστηρίζουν σήμερα και διογκούμενα «εθνικιστικά» λαϊκά ρεύματα σε ολόκληρη την Ευρώπη, διότι τότε θα έπρεπε να μην μετείχαμε ιστορικά σε εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, ούτε να στηρίζουμε σήμερα ανάλογους αγώνες στη Λιβύη ή τη Συρία γιατί τους στηρίζουν και εθνικιστές! Όμως, ο αγώνας κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (όχι κατά του νεοφιλελευθερισμού, όπως παραπλανητικά υποστηρίζουν οι ίδιοι «αριστεροί») σήμερα είναι εθνικοαπελευθερωτικός.

Θα σταθώ, αντίθετα, στα δήθεν «αριστερά» θεωρητικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται για να στηρίξουν την στάση αυτή  η οποία, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο έχει οδηγήσει στην ουσιαστική εξαφάνιση της Αριστεράς στην Ευρώπη, αλλά και στην μαζική άνοδο εθνικιστικών κομμάτων, τα οποία σήμερα παίζουν τον ρόλο που θα έπρεπε να παίζει η αριστερά. Όμως, η στάση αυτή όχι μόνο δεν είναι αριστερή, εφόσον δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό για να ανατρέψει την οικονομική καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων που επιβάλλουν οι ξένες και ντόπιες ελίτ, αλλά και δεν έχει σχέση με έναν πραγματικό διεθνισμό σήμερα.  Και αυτό, διότι το πρόβλημα δεν είναι πώς θα ξεπεράσουμε κάποιον ανύπαρκτο εθνικιστικό, ή ακόμη χειρότερα, φασιστικό κίνδυνο σήμερα, όπως διαδίδει αποπροσανατολιστικά η προπαγάνδα της υπερεθνικής και της Σιωνιστικής ελίτ, μέσω των διεθνών ΜΜΕ που ελέγχει. Αποπροσανατολιστικά, γιατί θέλει να στρέψει την λαϊκή οργή  από τον πραγματικό κίνδυνο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που οδηγεί στην παγκόσμια «κινεζοποίηση» της εργασίας και την καταστροφή κάθε κοινωνικής κατάκτησης των τελευταίων 100 χρόνων, σε φανταστικούς κινδύνους από καρικατούρες «νεοναζιστικών» κομμάτων στην Ευρώπη (σε αντίθεση με γνήσια εθνικιστικά κινήματα όπως το Κόμμα της Ανεξαρτησίας στη Βρετανία που σήμερα βρίσκεται στη τρίτη εκλογική θέση) ή «φασιστικών» όπως η Χρυσή Αυγή στα παρ' ημίν.

Και είναι φανταστικοί οι κίνδυνοι αυτοί γιατί ο πραγματικός εθνικοσοσιαλισμός και ο φασισμός αναπτύχθηκαν σε εντελώς διαφορετικές ιστορικές συνθήκες προπολεμικά, που ευνοούσαν την ανάδυσή τους. Οι συνθήκες όμως αυτές, και κυρίως η ύπαρξη ισχυρών κρατών-εθνών στη Γερμανία και την Ιταλία αντίστοιχα -που σήμαινε κατ' αρχήν οικονομική, και κατ' επέκταση εθνική, κυριαρχία- είναι ανύπαρκτες σήμερα. Η οικονομική κυριαρχία υπονομεύεται σήμερα αποφασιστικά σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσω των διεθνών θεσμών (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου κ.λπ.) που υποχρεώνουν τα κράτη στο άνοιγμα και στην απελευθέρωση των αγορών τους, δηλαδή, στην ουσιαστική κατάργηση κοινωνικών ελέγχων πάνω στην κίνηση κεφαλαίου και εμπορευμάτων -πράγμα αδιανόητο τη δεκαετία του 1930. Αλλά, ακόμη και η ίδια η εθνική κυριαρχία υπονομεύεται αποφασιστικά στο πλαίσιο οικονομικών ενώσεων όπως η ΕΕ, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα που όχι μόνο δεν έχει τον παραμικρό έλεγχο επάνω στην οικονομία της, αλλά, άμεσα ή έμμεσα, και στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική της. Όμως, οι Κεϋνσιανές πολιτικές που πρώτοι εφάρμοσαν προπολεμικά οι εθνικοσοσιαλιστές, και μεταπολεμικά οι σοσιαλδημοκράτες, ήταν εφικτές, ακριβώς λόγω της ύπαρξης εθνών-κρατών και εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας, ενώ για τον αντίθετο λόγο είναι αδύνατες σήμερα. Ο σημερινός, επομένως, πραγματικός «εθνικισμός» στην Ευρώπη δεν είναι επιθετικός, όπως στον μεσοπόλεμο, αλλά αμυντικός απέναντι στην ισοπέδωση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που δεν είναι μόνο οικονομική και πολιτική, αλλά επίσης πολιτιστική.

Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο αγώνας κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης παίρνει σήμερα εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. Οι λαοί που αντιστέκονται στην παγκοσμιοποιητική διαδικασία σήμερα, ουσιαστικά, αμύνονται ενάντια στον πόλεμο που έχουν εξαπολύσει οι ελίτ, για να προστατεύσουν το δικαίωμά τους για αυτοδιάθεση, αλλά και την ίδια την κουλτούρα τους που ισοπεδώνεται στην διαδικασία αυτή. Ο πόλεμος αυτός στις περιφερειακές χώρες της ΕΕ είναι οικονομικός, διότι με οικονομικά μέσα καταλύεται η οικονομική και εθνική κυριαρχία τους, που προφανώς οι προαναφερθέντες «αριστεροί», (συμπεριλαμβανομένων  και «αντιεξουσιαστών» της συμφοράς που μιλούν για άμεση δημοκρατία και «αυτοδιαχείριση» σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης!) θεωρούν περιττή. Στην γειτονιά μας, ο πόλεμος αυτός σημαίνει, επίσης, κτηνώδεις σφαγές λαών που διεκδικούν το δικαίωμά τους για αυτοδιάθεση από την υπερεθνική και τη Σιωνιστική ελίτ, χθες στη Λιβύη, και σήμερα στη Συρία. Όμως, ο πραγματικός διεθνισμός μπορεί να ξεκινήσει μόνο «από κάτω», από λαούς που έχουν επιτύχει την αυτοδιεύθυνσή τους, ενώ ο «διεθνισμός» που επιβάλλεται σήμερα από τις ελίτ, με σφαγές και οικονομικούς πολέμους, δεν είναι παρά ψευτοδιεθνισμός. Αλλά θα επανέλθω.

* http://inclusivedemocracy.org/fotopoulos/

ΠΗΓΗ: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (19 Μαΐου 2013). Το είδα: 19-5-2013, http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_05_19.html

ΜΟΝΕΤΑΡΙΣΤΙΚΟΣ ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΣ

ΜΟΝΕΤΑΡΙΣΤΙΚΟΣ ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΣ:

Αυτή τη φορά, οι διασώστες θα είναι οι επενδυτές και οι καταθέτες, οι οποίοι δεν είχαν ποτέ σκεφθεί ότι, τα χρήματα τους δεν είναι πουθενά τόσο ευάλωτα και ανασφαλή, όσο στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους – περί χρηματοοικονομικής καταστολής

 

Του Βασίλη Βιλάρδου*

 

"Κάνετε τα άτομα να πιστέψουν ότι, αυτά και μόνο αυτά είναι ένοχα για την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας τους, για τη διαφθορά και, κατ' επέκταση, για τα δεινά τους: εξαιτίας της οκνηρίας, της ανεντιμότητας, της ανεπάρκειας της νοημοσύνης τους, της φοροδιαφυγής, της ανικανότητας ή των ελλειμματικών προσπαθειών τους.

Έτσι, τα άτομα αντί να εξεγερθούν ενάντια σε εκείνους που τους καταπιέζουν, που υπεξαιρούν την περιουσία τους και τους εξαθλιώνουν, υποτιμούν τους εαυτούς τους και νιώθουν ενοχές – κάτι που δημιουργεί μια γενικευμένη κατάσταση κατάθλιψης, της οποίας απόρροια είναι η αναστολή της δράσης: η σιωπή των αμνών" (N. Chomsky με παρεμβάσεις).

Ανάλυση

Πριν ακόμη ξεκινήσουμε την ανάλυση μας, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι το 1990 οι Η.Π.Α., καθώς επίσης οι 27 χώρες της ΕΕ, ήταν υπεύθυνες για το 55% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, για το 57% των εξαγωγών, για το 59% του παγκόσμιου ΑΕΠ, καθώς επίσης για το 52% των επενδύσεων – παράλληλα, σχεδόν για το 60% της κατανάλωσης των αγαθών και υπηρεσιών, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αν και η συγκεκριμένη σχέση παραγωγής-κατανάλωσης διατηρήθηκε μέχρι το 2000, από τότε και μετά διαφοροποιήθηκε ραγδαία. Έτσι λοιπόν, το 2010 οι Η.Π.Α. και η ΕΕ αντιπροσώπευαν μόνο το 45% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, καθώς επίσης το 47% των εξαγωγών – με την κατανάλωση τους όπως να παραμένει ως είχε (60%).

Η αιτία είναι το ότι, η μεγάλη αύξηση της παραγωγής και των επενδύσεων στην Ασία, η οποία μείωσε το μερίδιο της Δύσης, δεν συνοδεύθηκε από μία παρόμοια αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης στην ίδια ήπειρο – με αποτέλεσμα, η παγκοσμιοποίηση να δημιουργήσει δύο αντίθετους πόλους παραγωγής και κατανάλωσης. Η κατάσταση αυτή, την οποία έχουμε ήδη επισημάνει από το 2010 (ανάλυση μας), είναι προφανώς μη ισορροπημένη και μη βιώσιμη – ασύμμετρη και επικίνδυνη.

Εάν δε προσθέσουμε το ότι, η παγκόσμια ελεύθερη ροή των κεφαλαίων έχει καταστήσει εφικτό το δανεισμό των Αμερικανών και Ευρωπαίων καταναλωτών από τους Ασιάτες παραγωγούς, επέτρεψε και διευκόλυνε δηλαδή τη δημιουργία των δύο αντιθέτων πόλων, τότε θα κατανοήσουμε τόσο το μέγεθος του προβλήματος, όσο και τις γενεσιουργούς αιτίες της υπερχρέωσης των δυτικών νοικοκυριών και κρατών.

Απλούστερα, οι χώρες που παράγουν πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους, αυτές δηλαδή που εξάγουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες από όσα εισάγουν, δανείζουν τα χρηματικά πλεονάσματα τους στις ελλειμματικές οικονομίες – οι οποίες χρηματοδοτούν με τα δανεικά αυτά χρήματα εκείνο το ποσοστό της κατανάλωσης τους, το οποίο δεν καλύπτεται από τη δική τους παραγωγή (Πίνακας Ι).

ΠΙΝΑΚΑΣ I: Οι πιο πλεονασματικές και ελλειμματικές οικονομίες παγκοσμίως, με κριτήριο το εμπορικό ισοζύγιο – σε εκ. $ το 2010

Χώρα

Πλεόνασμα

Χώρα

Έλλειμμα

 

 

 

 

Γερμανία

201.737

Η.Π.Α.

-689.932

Κίνα

182.725

Μ. Βρετανία

-152.830

Σ. Αραβία

152.000

Ινδία

-106.540

Ρωσία

151.621

Γαλλία

-85.325

Ιαπωνία

77.218

Τουρκία

-71.598

Πηγή: WP

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Οι μεγαλύτεροι αποταμιευτές (οι αποταμιεύσεις χρηματοδοτούν τις επενδύσεις), είναι οι πολίτες των κυριότερων πλεονασματικών χωρών: της Κίνας και της Γερμανίας. 

Στα πλαίσια αυτά η Κίνα χρηματοδοτεί υποχρεωτικά, για παράδειγμα, τις Η.Π.Α. (εντός Ευρώπης η Γερμανία πολλές άλλες χώρες), οπότε ο κινέζος παραγωγός τον αμερικανό καταναλωτή – γεγονός που έχει καταστήσει εφικτό η ελεύθερη ροή κεφαλαίων και η παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Ειδικά όσον αφορά τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίων, το 1990 ήταν της τάξης των 2 δις $ την ημέρα – ενώ μέχρι το 2008 είχαν αυξηθεί κατά 6.000%, στα 130 δις $ σε καθημερινή βάση. Τη  ίδια χρονική περίοδο, ο χρηματοπιστωτικός τομέας έγινε ανεξέλεγκτος και παγκόσμιος, ξεπερνώντας κατά πολύ την αύξηση της υπόλοιπης οικονομίας – με αποτέλεσμα να εξελιχθεί στη μεγαλύτερη μηχανή χρήματος που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος.

Η τάση αυτή φαίνεται να συνεχίζεται σήμερα, όπου προβλέπεται η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από 4-5 παγκόσμιες υπερτράπεζες – τις οποίες είναι πλέον εμφανές ότι υπηρετεί σύσσωμη η πολιτική της Δύσης. Από την πλευρά της Ευρώπης φιλοδοξεί να συμμετέχει η γερμανική Deutsche Bank, καθώς επίσης η βρετανική HSBC – ενώ ο απόλυτος αυτοκράτορας φαίνεται να είναι ήδη η Goldman Sachs.

Η θέση μας αυτή  τεκμηριώνεται από το ότι, οι προβλέψεις της Goldman Sachs για την παγκόσμια οικονομία, τους τελευταίους μήνες, είναι σχεδόν πάντοτε επιτυχείς – κάτι που σημαίνει πως καθορίζει το μέλλον και δεν το προβλέπει, αφού κανένας δεν διαθέτει μαντικές ικανότητες. Το γεγονός αυτό οδηγεί με τη σειρά του στο συμπέρασμα πως οι «παρεμβάσεις» των μεγάλων, καθώς επίσης των κεντρικών τραπεζών στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς, είναι πλέον καταλυτικές – χωρίς δυστυχώς να γνωρίζουμε που θα μας οδηγήσει η απίστευτη αυτή χειραγώγηση των πάντων, από μία κυρίαρχη «μειοψηφία των εκλεκτών».         

Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας  η παθογένεια, η οποία κρύβεται πίσω από το σύνδρομο της υπερχρέωσης των νοικοκυριών, αλλά και του δημοσίου σε αρκετές χώρες, δεν είναι τόσο τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού ή/και τα διάφορα χρηματοπιστωτικά εργαλεία – τα όπλα μαζικής καταστροφής δηλαδή, όπως έχουν αποκαλεστεί, τα οποία απλά διευκολύνουν τη διαδικασία. 

Η βασική, γενεσιουργός αιτία είναι το ότι, τα δάνεια αυτά «σπαταλήθηκαν» για καταναλωτικούς και όχι για επενδυτικούς σκοπούς – παρά το ότι γνωρίζουμε πλέον πως η κατανάλωση οφείλει να προέρχεται από τα εισοδήματα, ενώ τα δάνεια είναι εξαιρετικά ωφέλιμα, πόσο μάλλον τα χαμηλότοκα, εάν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για επενδύσεις.  

Κλείνοντας, όπως σε ένα νοικοκυριό η κατανάλωση δεν πρέπει να ξεπερνάει τα εισοδήματα, έτσι και σε μία χώρα η κατανάλωση δεν πρέπει να υπερβαίνει την παραγωγή – ένας κανόνας, ο οποίος δυστυχώς δεν τηρήθηκε όχι μόνο από την Ελλάδα ή από τον ευρωπαϊκό Νότο (όπου η κατανάλωση και η παραγωγή εξελίχθηκαν εκ διαμέτρου αντίθετα), αλλά ούτε καν από τη Δύση.

Ευτυχώς για την Ελλάδα, η τάση αυτή έχει πλέον αντιστραφεί – κρίνοντας από τον περιορισμό των ελλειμμάτων, στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της πατρίδας μας. Το γεγονός αυτό δε είναι το πλέον ελπιδοφόρο μήνυμα για την οικονομία μας – ενώ οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στον ιδιωτικό της τομέα.      

Η ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Πριν από το ξεκίνημα της κρίσης, οι ευρωπαϊκές τράπεζες χρηματοδοτούσαν τόσο τα ελλείμματα, όσο και τα χρέη των χωρών τους, επίσης άλλων κρατών, δανειζόμενες με χαμηλά επιτόκια από την ΕΚΤ και αγοράζοντας ομόλογα δημοσίου – συχνά, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας με μεγάλα, σχεδόν «τοκογλυφικά» κέρδη. Ουσιαστικά λοιπόν οι τράπεζες διέσωζαν τα κράτη, αποκομίζοντας μεγάλα οφέλη. 

Την ίδια εποχή, οι ροές κεφαλαίων (δάνεια) κατευθυνόταν από τον πλεονασματικό Βορά στον ελλειμματικό Νότο, μέσω των εμπορικών τραπεζών – μέχρι το ξεκίνημα της κρίσης, όπου οι εμπορικές τράπεζες του Βορά σταμάτησαν να δανείζουν τις συναδέλφους τους στο Νότο, υποχρεώνοντας την ΕΚΤ να παρέμβει για να αποφευχθεί η παγίδα ρευστότητας (η οποία θα προκαλούσε μαζικές χρεοκοπίες κρατών και τραπεζών).

Στα πλαίσια αυτά, η ΕΚΤ άρχισε να δανείζεται, για παράδειγμα, από τη γερμανική κεντρική τράπεζα, δανείζοντας την Τράπεζα της Ελλάδας – με τη βοήθεια του συστήματος διακανονισμού της Ευρωζώνης (Target II). Σε τελική ανάλυση, οι απαιτήσεις της Bundesbank απέναντι στην ΕΚΤ ξεπέρασαν τα 700 δις € – τα οποία ουσιαστικά οφείλονται στην ΕΚΤ (άρα στη Bundesbank) από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ιρλανδία κοκ. Παράλληλα, οι ροές των κεφαλαίων αντιστράφηκαν – κατευθυνόμενες πλέον από το Νότο προς το Βορά.      

Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της κρίσης χρέους, τα κράτη διέσωσαν τις χρεοκοπημένες τράπεζες τους – δημιουργώντας «κακές τράπεζες», στις οποίες «παρκάρισαν» τα τοξικά περιουσιακά τους στοιχεία, κυρίως αυτά που προέρχονταν από τα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης των Η.Π.Α.

Η Ευρώπη, αν και στην αρχή υπέθετε ανόητα ότι, το πρόβλημα αφορούσε μόνο τις αγγλοσαξονικές οικονομίες, ανακάλυψε έντρομη πως οι αμερικανικές τράπεζες είχαν «εξάγει» το 50% των «αποβλήτων» τους στις ευρωπαϊκές «συναδέλφους» τους – ειδικά στις γερμανικές, όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙ που ακολουθεί:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Επιλεγμένες κακές τράπεζες της ΕΕ, με τα αποθηκευμένα τοξικά αξιόγραφα κατά την εποχή της ίδρυσης τους, σε δις €

Τράπεζα

Χώρα

Ποσόν

 

 

 

RBS

Βρετανία

270

HRE

Γερμανία

176

WestLB

Γερμανία

78

HSH Nordbank

Γερμανία

77

LBBW

Γερμανία

71

Nama

Ισπανία

71

Bayern LB

Γερμανία

67

Sareb

Ισπανία

55

Societe Generale

Γαλλία

54

Commerzbank

Γερμανία

38

UniCredit

Ιταλία

37

UBS

Ελβετία

28

 

 

 

Σύνολο

 

1.022

Πηγή: McKinsey. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Όπως διαπιστώνεται από τον Πίνακα ΙΙ, μόνο στις επιλεγμένες παραπάνω τράπεζες αποθηκεύτηκαν τοξικά περιουσιακά στοιχεία υποθετικής αξίας 1,022 τρις € – γεγονός που απεικονίζει το τρομακτικό μέγεθος του προβλήματος, ενώ αυξάνει τις πιθανότητες έκρηξης της τραπεζικής βόμβας μεγατόνων, η οποία είναι τοποθετημένη στα θεμέλια του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωζώνης.

Από το ποσόν αυτό, τα 507 δις €, το μισό περίπου, αφορά της γερμανικές τράπεζες – παρά το ότι δεν συμμετέχει η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, η Deutsche Bank, η οποία είναι αδύνατον να μη διαθέτει ανάλογα «απόβλητα», ενώ είναι εκτεθειμένη σε τεράστιους άλλους κινδύνους (παράγωγα κλπ.).

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ

Στη δεύτερη φάση της κρίσης, ορισμένα κράτη της Ευρωζώνης διέσωσαν κάποια άλλα, «συνεπικουρούμενα» από την ΕΚΤ – με κύριο στόχο να προλάβουν οι τράπεζες, κυρίως της Γερμανίας και της Γαλλίας, να απομακρυνθούν από τις «διακεκαυμένες ζώνες» με τις λιγότερες δυνατές απώλειες, έτσι ώστε να μην χρεοκοπήσουν. Η τακτική αυτή βγήκε στην επιφάνεια μετά τον εκβιασμό της Κύπρου, το έγκλημα και την απάτη που το συνόδευσε (ανάλυση μας).

Το Διάγραμμα Ι που ακολουθεί, πηγή του οποίου είναι τα επίσημα στοιχεία της ΕΚΤ, τεκμηριώνει τη μαζική απόσυρση των καταθέσεων από τις κυπριακές τράπεζες, εκ μέρους κυρίως των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών – ενώ η κυβέρνηση του νησιού εμποδιζόταν ή καθυστερούσε σκόπιμα, ενδεχομένως ανόητα, να λάβει μέτρα.


Όπως φαίνεται από την πορεία της κόκκινης γραμμής, οι καταθέσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών αυξήθηκαν απότομα, λόγω των υψηλών επιτοκίων που προσέφεραν ανεύθυνα οι κυπριακές τράπεζες. Στη συνέχεια, οι «Ευρωπαίοι» απέδρασαν μαζικά – με όλους τους άλλους, όπως διαπιστώνεται από τις υπόλοιπες γραμμές, τους μη έχοντες δηλαδή εσωτερική πληροφόρηση, να διατηρούν μία σταθερή πορεία.  

Τελικά, το «έγκλημα εκ προμελέτης» ολοκληρώθηκε από την επόμενη κυπριακή κυβέρνηση – η οποία συμφώνησε με το «ολοκαύτωμα» του βασικότερου πυλώνα της οικονομίας της, ενώ παρέδωσε την πατρίδα της αμαχητί στους εισβολείς.

Συνεχίζοντας, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η ΕΚΤ συνέβαλλε στη διάσωση τόσο των κρατών, αγοράζοντας ομόλογα τους στη δευτερογενή αγορά, όσο και του τραπεζικού συστήματος – εφοδιάζοντας κυρίως τις εμπορικές τράπεζες του Νότου με ρευστότητα (ELA) η οποία, στην περίπτωση της Ελλάδας, ξεπέρασε τα 100 δις €.

Όσον αφορά την Ελλάδα συνέβαλλαν επίσης οι εμπορικές τράπεζες, οι ιδιώτες επενδυτές, τα ασφαλιστικά ταμεία και ο διάφοροι οργανισμοί του δημοσίου – οι οποίοι υποχρεώθηκαν σε διαγραφή μέρους των απαιτήσεων τους (PSI), δημιουργώντας ένα προηγούμενο, ένα «δεδικασμένο» καλύτερα, για χρήση στο μέλλον.

Αντίθετα, στην περίπτωση της Κύπρου υποχρεώθηκαν να συμβάλλουν οι μέτοχοι των τραπεζών, οι ομολογιούχοι, καθώς επίσης οι μεγάλοι καταθέτες τους – δημιουργώντας ένα δεύτερο «δεδικασμένο».

Για τη Γαλλία βέβαια επιλέχθηκε μία ιδιαίτερη, προνομιακή μεταχείριση – το πρόγραμμα STEP (άρθρο μας). Όσον αφορά την Ισπανία, εγκρίθηκε «μη συμβατικά» η χρηματοδότηση των τραπεζών της απ' ευθείας από το ESM – γεγονός που βοήθησε να μην υπαχθεί τελικά η χώρα στην Τρόικα, αφού οι ισπανικές τράπεζες χρησιμοποίησαν τα χρήματα της ΕΚΤ για την αγορά ομολόγων του δημοσίου.

Τέλος, μία αντίστοιχα θετική μεταχείριση είχε και η Ιρλανδία (ανάλυση μας) – επίσης το Βέλγιο, στην περίπτωση των τραπεζών του, ενώ περιμένουμε να δούμε τι θα συμβεί με την Ολλανδία (ανάλυση), η οποία είναι αναμφίβολα το νέο μεγάλο πρόβλημα της Ευρώπης. Πολλά μέτρα και πολλά σταθμά λοιπόν στην Ευρωζώνη – με μοναδικό ουσιαστικά μεγάλο θύμα την Κύπρο, τον ασθενέστερο κρίκο, ακολουθούμενη από την Ελλάδα.   

Η ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΗ

Όπως φαίνεται, με την κρίση να εξελίσσεται στο επόμενο στάδιο της, τόσο τα κράτη, όσο και οι τράπεζες θα βρεθούν μαζί στη θέση εκείνων, οι οποίοι θα χρειασθεί να διασωθούν. Αυτή τη φορά, οι «διασώστες» θα είναι από κοινού οι επενδυτές και οι καταθέτες, μικροί και μεγάλοι – οι οποίοι δεν είχαν μέχρι σήμερα ποτέ σκεφθεί ότι, τα χρήματα τους δεν είναι πουθενά τόσο «ευάλωτα», τόσο ανασφαλή, όσο στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Όπως λέγεται δε, τα μοναδικά χρήματα που είναι σίγουρα, είναι αυτά που έχουμε στην τσέπη μας. 

Φυσικά θα συμμετέχουν στη διάσωση και οι φορολογούμενοι – όπως σε όλες τις μέχρι τώρα διασώσεις. Κατά πολλούς δε, τα ασφαλιστικά ταμεία θα είναι αυτά που θα συνδράμουν με τη «μερίδα του λέοντος» – ενώ δεν πρόκειται να εξαιρεθούν οι χώρες του Βορά, οι οποίες είναι «εγκλωβισμένες» αφενός μεν από τα δάνεια τους στην ΕΚΤ, αφετέρου από τη συμμετοχή τους στα πακέτα στήριξης, καθώς επίσης από την έκθεση των τραπεζών τους σε επικίνδυνες πιστώσεις στις ελλειμματικές οικονομίες. Για την τεκμηρίωση των συμπερασμάτων μας αυτών, τα εξής:

Με δεδομένο το συνεχιζόμενο συναλλαγματικό πόλεμο μεταξύ της Δύσης και της Ασίας (ανάλυση μας), καθώς επίσης με τον ενεργειακό (άρθρο μας), οι κεντρικές τράπεζες της «τριάδας» (Η.Π.Α., Ευρώπη, Ιαπωνία), φαίνεται πως συνεργάζονται μυστικά – έχοντας υιοθετήσει μία κοινή πολιτική εκτύπωσης νέων χρημάτων.

Η πολιτική αυτή συνδέεται με τη διατήρηση των βασικών επιτοκίων σε μηδενικά επίπεδα, καθώς επίσης με τη χειραγώγηση της τιμής του χρυσού – έτσι ώστε αφενός μεν να μην υιοθετηθεί ο κανόνας του χρυσού από τη Ρωσία ή την Κίνα, αφετέρου να μην χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο από τους τρομοκρατημένους καταθέτες και επενδυτές.

Την ίδια στιγμή, μελετάται μυστικά η «χρηματοοικονομική καταστολή» (*financial repression) – η υποχρέωση ουσιαστικά των πολιτών να χρηματοδοτούν οι ίδιοι το δημόσιο χρέος της χώρας τους, αγοράζοντας εθνικά ομόλογα μηδενικού επιτοκίου (*επεξήγηση στο τέλος του κειμένου).

Οι κοινές αυτές πολιτικές οδηγούν αναμφίβολα στο να «αλυσοδεθούν» οι χώρες της Δύσης μεταξύ τους – σε έναν ευρύτερο χώρο συγκοινωνούντων δοχείων, ανάλογων με αυτών της ζώνης του ευρώ. Ειδικότερα, όπως οι χώρες της Ευρωζώνης είναι εγκλωβισμένες πια στο ευρώ, μη έχοντας τη δυνατότητα να υιοθετήσουν εθνικά νομίσματα, έτσι σχεδιάζεται να συμβεί και σε ολόκληρη τη Δύση – η οποία δυστυχώς δεν βρίσκει άλλον τρόπο, για να αμυνθεί απέναντι στην Ασία και στις υπόλοιπες ανερχόμενες οικονομίες, απειλούμενη μεταξύ άλλων από το παράδοξο του Minsky (ανάλυση μας).

Εάν από αυτή τη συνεργασία προκύψει κάποιο κοινό δυτικό νόμισμα ή εάν στηριχθούν οι ισοτιμίες σε ένα καλάθι νομισμάτων, αποτελούμενο από δολάρια, γεν, ευρώ, φράγκα κλπ., είναι κάτι που μάλλον μελετάται πολύ σοβαρά – με τη διατήρηση του ευρώ να θεωρείται «εκ των ουκ άνευ» από τους κυρίαρχους των αγορών, παρά τη μη σύμφωνη γνώμη αρκετών πλέον ευρωπαίων πολιτών (με εξαίρεση τους Γερμανούς).    

ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΑΔΙΕΞΟΔΑ

Συνεχίζοντας στο θέμα μας, εν μέσω όλων αυτών των εξελίξεων το διεθνές χρηματοπιστωτικό καζίνο προσπαθεί να μετακινείται εκεί που τα χρήματα κοστίζουν το δυνατόν χαμηλότερα – γεγονός που, σε συνδυασμό με το ότι η «κερδοσκοπία» διεξάγεται με δανεικά, «μοχλευμένα» χρήματα, καθώς επίσης με την «αναζωπύρωση» των δομημένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων στις Η.Π.Α.,  δημιουργεί μία επί πλέον εστία πυρκαγιάς.

Στα πλαίσια αυτά, η μαζική αύξηση της ποσότητας των χρημάτων (εκτύπωση) από τις κεντρικές τράπεζες, παράλληλα με τα χαμηλά επιτόκια, κατευθύνεται από τους διεθνείς επενδυτές στις χρηματιστηριακές αγορές – οδηγώντας όλους τους δείκτες σε συνεχώς νέα υψηλά, τα οποία δεν αιτιολογούνται σε καμία περίπτωση από τις εξαιρετικά αρνητικές συνθήκες (ανεργία, ύφεση κλπ.), οι οποίες επικρατούν στην πραγματική οικονομία.

Ουσιαστικά λοιπόν η μαζική εκτύπωση νέων χρημάτων, οι ενέσεις κορτιζόνης δηλαδή, με τη βοήθεια των οποίων παύει να πονάει ο ασθενής υπογράφοντας ταυτόχρονα τη θανατική καταδίκη του, προκάλεσε εν πρώτοις πληθωρισμό παγίων στοιχείων – ενώ «αντισταθμίσθηκε» από τη μειωμένη ποσότητα εκείνων των χρημάτων, τα οποία (δεν) παράγουν οι εμπορικές τράπεζες, δημιουργώντας συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας στην πραγματική οικονομία. 

Για παράδειγμα, η ποσότητα χρήματος Μ3 στην Ευρώπη, η οποία συμπεριλαμβάνει αφενός μεν τα χρήματα που δημιουργούνται από την ΕΚΤ, αφετέρου αυτά που δημιουργούνται από τις τράπεζες, αυξήθηκε το 2011 μόλις κατά 1,1% μηνιαία – σε σχέση με το 2010. Για σύγκριση το 2007, πριν από την κρίση δηλαδή, η ποσότητα αυτή (Μ3) αυξανόταν κατά 11,2% σε σχέση με το 2010 – γεγονός που σημαίνει ότι, έρχονται συνολικά στην κυκλοφορία λιγότερα χρήματα και όχι περισσότερα, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.

Βέβαια, η κατάσταση αυτή θα αντιστρεφόταν ραγδαία, όταν αποκαθίστατο η εμπιστοσύνη στις αγορές – οπότε θα άρχιζαν να παράγουν χρήματα, παράλληλα με τις κεντρικές και οι εμπορικές τράπεζες. Εάν τότε, όταν η Δύση δηλαδή επέστρεφε σε φυσιολογικούς ρυθμούς ανάπτυξης, δεν κατάφερναν οι κεντρικές τράπεζες να απορροφήσουν έγκαιρα την υπερβάλλουσα ρευστότητα, δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί ένας μεγάλου μεγέθους πληθωρισμός – κάτι που συνήθως προκαλεί τεράστιες κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις, αφού η αγοραστική αξία των χρημάτων συρρικνώνεται ραγδαία.

Σε κάθε περίπτωση, η απορρόφηση της υπερβάλλουσας ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες είναι μία εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία – αφού παρομοιάζεται με την οδοντόπαστα η οποία, όταν βγει από το σωληνάριο, είναι πολύ δύσκολο, εάν όχι αδύνατον, να «αναρροφηθεί».          

Η εντύπωση λοιπόν που δημιουργείται σήμερα είναι αυτή ενός «συστήματος χιονοστιβάδας», το οποίο πλησιάζει επικίνδυνα στο ζενίθ του – κάτι που νομοτελειακά ακολουθείται από ένα τόσο μεγάλο κραχ, όσο και η άνοδος που προηγήθηκε. 

Εάν τώρα οι κεντρικές τράπεζες αυξήσουν τα επιτόκια τους, για να αμβλύνουν τις πληθωριστικές πιέσεις, τότε πολλές εμπορικές τράπεζες θα αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της χρεοκοπίας – επειδή θα υποχρεωθούν να πληρώσουν υψηλότερα επιτόκια. Θα χρεοκοπήσουν επίσης πολλά ελλειμματικά ή/και υπερχρεωμένα κράτη – μη εξαιρουμένων των Η.Π.Α. οι οποίες βέβαια δεν χρεοκοπούν, αφού πληρώνουν τα χρέη τους σε δολάρια, αλλά βυθίζονται σε ένα οδυνηρό χάος, αντίστοιχο με τη χρεοκοπία.   

Από την άλλη πλευρά, εάν οι κεντρικές τράπεζες επέλεγαν να απορροφήσουν τη ρευστότητα πουλώντας, ως οφείλουν, **ομόλογα, οι επενδυτές θα εγκατέλειπαν μαζικά και ξαφνικά τις αγορές ομολόγων – οπότε πολλές χώρες θα οδηγούνταν στη χρεοκοπία.

Τέλος, εάν οι αγορές τρομοκρατηθούν, διαπιστώνοντας την αδυναμία των κεντρικών τραπεζών να δράσουν ορθολογικά, τότε θα αποσυρθούν «αγελαία» – δημιουργώντας συνθήκες αποπληθωρισμού, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν μαζική μείωση των αξιών των υφισταμένων περιουσιακών στοιχείων. Επομένως, συνθήκες χρεοκοπίας κρατών και τραπεζών. 

«Εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα» λοιπόν, μετά το νομισματικό (μονεταριστικό) εκτροχιασμό της Δύσης. Επομένως, αυτό που φαίνεται ότι θα επιλεχθεί από πολλές χώρες, θα είναι οι περαιτέρω «ειδικές εισφορές» των φορολογουμένων, η αύξηση των φορολογικών συντελεστών, οι φοροεπιδρομές (ΣΔΟΕ), η δήμευση περιουσιακών στοιχείων, το κούρεμα καταθέσεων, η κήρυξη πολέμων στους φορολογικούς παραδείσους, οι διασώσεις κρατών ή τραπεζών κοκ.

Βέβαια, έως εκείνο το χρονικό σημείο όπου, η νομοτελειακή κατάρρευση θα είναι όσο το δυνατόν λιγότερο καταστροφική – υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι, δεν θα προηγηθεί μία μαζική έξοδος των κεφαλαίων από τη Δύση, προς άλλες κατευθύνσεις. 

ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ

Συμπερασματικά, πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης οι κεντρικές τράπεζες της Δύσης, υιοθετώντας μία υπερβολικότερη από ποτέ, μία μοναδική στην ιστορία  μονεταριστική πολιτική, δημιούργησαν πολλές ταυτόχρονες κερδοσκοπικές φούσκες – στις αγορές μετοχών, εμπορευμάτων, κρατικών ομολόγων και τραπεζικών δανείων.

Όλες αυτές οι αγορές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες μεταξύ τους – μέσω των «μηχανών εκτύπωσης χρημάτων» της αμερικανικής, της ευρωπαϊκής, καθώς επίσης της ιαπωνικής κεντρικής τράπεζας. Μόνο η Fed, καθώς επίσης η BoJ τροφοδοτούν κάθε μήνα την παγκόσμια αγορά με 160 δις νέα δολάρια – με αποτέλεσμα να δημιουργείται η μεγαλύτερη φούσκα όλων των εποχών. 

Στις χρηματοπιστωτικές αγορές η φούσκα διαπιστώνεται πάρα πολύ εύκολα, από τη μέση απόδοση των κερδοσκοπικών μακροπρόθεσμων εταιρικών ομολόγων (Barclays high yield index) σε δολάρια, η οποία έπεσε κάτω από το 5% – σε σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό δηλαδή, σε σχέση με την τελευταία κερδοσκοπική υπερβολή, πριν από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008.

Την ίδια στιγμή, οι Η.Π.Α. ευρίσκονται σε πορεία ύφεσης – με κριτήριο την τιμή του χαλκού (θεωρείται ως ένας ασφαλής δείκτης ανάπτυξης), η οποία μειώθηκε κατά σχεδόν 20% από την αρχή του έτους. Παράλληλα, το πραγματικό εισόδημα των αμερικανών εργαζομένων περιορίσθηκε κατά 5,8% στο πρώτο τρίμηνο του 2013 (σε ετήσια βάση, χωρίς τις μεταβιβάσεις), σε σύγκριση με το προηγούμενο – γεγονός που σημαίνει ότι, η οικονομία της υπερδύναμης, η οποία στηρίζεται κατά 70% στην κατανάλωση, δεν θα αποφύγει την επιβράδυνση.

Ταυτόχρονα, οι μετοχές του χρηματιστηριακού δείκτη S&P θεωρείται πως διαπραγματεύονται έως και 50% πάνω από την πραγματική αξία τους – ένα μάλλον τρομακτικό ποσοστό. Εκτός αυτού, τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του 93% των αμερικανικών νοικοκυριών μειώθηκαν κατά 4% (μέσος όρος), μεταξύ των ετών 2009 και 2011 – ενώ του υπολοίπου 7% αυξήθηκαν κατά 28%.

Με δεδομένο λοιπόν το ότι, το μεγαλύτερο πρόβλημα των Η.Π.Α., η μη ισορροπημένη αναδιανομή των εισοδημάτων επιδεινώνεται, παρά τα μέτρα στήριξης της Fed, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρώπης, με την ανεργία, η αναπόφευκτη ύφεση, με την οποία μάλλον θα ολοκληρωθεί η τρίτη φάση της κρίσης χρέους, φαίνεται πως θα οδηγήσει ξανά εκατομμύρια αμερικανούς στην απώλεια των θέσεων εργασίας και των σπιτιών τους.

Στην περίπτωση όμως μίας νέας, μεγάλης ύφεσης στις Η.Π.Α. (recession), πόσο μάλλον ενός διαφαινόμενου αποπληθωρισμού στη Νότια Ευρώπη (depression), ο οποίος θα οδηγούσε ίσως το Βορά σε ύφεση, οι κεντρικές τράπεζες της Δύσης θα οδηγηθούν σε επικίνδυνα, πρωτόγνωρα μονοπάτια – αφού θα υποχρεωθούν να αποσβέσουν πολλά στοιχεία του ενεργητικού τους.

Με μηδενικά βασικά επιτόκια, καθώς επίσης με υπερδιογκωμένους ισολογισμούς (τόσο η Fed, όσο και η ΕΚΤ, πλησιάζουν τα 4 τρις $), γεμάτους από περιουσιακά στοιχεία αμφιβόλου αξίας, οι δυνατότητες των κεντρικών τραπεζών της Δύσης είναι πλέον εξαιρετικά περιορισμένες – ενώ η ώρα της κρίσης πλησιάζει με πολύ γρήγορο ρυθμό. 

Την ίδια στιγμή, οι Πολίτες της Δύσης, παρά το ότι χειραγωγούνται με διάφορους τρόπους, ακόμη και με «πλαστές» στατιστικές, δεν φαίνεται να είναι πρόθυμοι να υποστούν ακόμη μεγαλύτερες θυσίες – είτε άμεσα (μειώσεις μισθών, αύξηση της φορολογίας, περαιτέρω περιορισμός του κοινωνικού κράτους), είτε έμμεσα (χρηματοπιστωτική καταστολή).

Παράλληλα, ενοχοποιούν όλο και περισσότεροι το ευρώ για την κρίση και την πολιτική λιτότητας στις χώρες τους – γεγονός που δεν μπορεί πλέον να αποκλείσει την κατάρρευση του κοινού νομίσματος (ας ελπίσουμε την ελεγχόμενη, χωρίς να κινδυνεύσει η ειρήνη και η δημοκρατία), ειδικά όταν πληθαίνουν συνεχώς τα «σχέδια Β». 

Σε κάθε περίπτωση, ο διαπιστωμένος συνδυασμός του υπερπληθωρισμού στη χρηματοπιστωτική οικονομία, με την ύφεση έως και αποπληθωρισμό στην πραγματική, ειδικά στην Ευρώπη (στατιστικές ΕΕ), συνεπικουρούμενος από την παγίδα ρευστότητας, στην οποία έχουν οδηγηθεί δυστυχώς πολλά κράτη, ίσως αποδειχθεί θανατηφόρος.

Για παράδειγμα, στην Ιταλία οι περισσότερες επιχειρήσεις δανείζονται μόνο με «τιμωρητικά» επιτόκια – οπότε υφίστανται έμμεσα συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, μεταξύ των ιταλικών και των γερμανικών εταιρειών. Την ίδια στιγμή, η διάσωση των τραπεζών της Ιταλίας από το δημόσιο είναι αδύνατη, λόγω του χρέους, το οποίο πλησιάζει το 130% του ΑΕΠ της – γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την παροχή δανείων στην πραγματική οικονομία, οδηγώντας τη χώρα στην ύφεση και στην αυτοκτονία ή στην «ηρωική έξοδο» από το ευρώ.      

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αν και έχει σημάνει προ πολλού κόκκινος συναγερμός, φαίνεται πως δεν έχει βρεθεί ακόμη η «έξοδος κινδύνου» – εκτός εάν αποφασισθεί τελικά η λήψη ριζικών μέτρων, πριν ξεσπάσουν εμφύλιοι πόλεμοι ή αιματηρές επαναστάσεις.

Για παράδειγμα, ο «ορθολογισμός» (ή η διάλυση) του συστήματος των κεντρικών τραπεζών, η ρύθμιση των χρεών της Δύσης (δημοσίων, επιχειρηματικών και ιδιωτικών), ο ελεγχόμενος πληθωρισμός, τα ευρωομόλογα, ένα καινούργιο νομισματικό σύστημα, με καλυμμένα κατά 100% από καταθέσεις δανειακά χρήματα, καθώς επίσης ένα νέο «new deal» – όπως συνέβη μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο (Bretton Woods). 

 Σημειώσεις κειμένου   

* Σημείωση 1: Η έννοια «χρηματοοικονομική καταστολή» ορίζει τη χειραγώγηση των επιτοκίων στις χρηματοπιστωτικές αγορές εκ μέρους της κυβέρνησης, με τη βοήθεια της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας – έτσι ώστε τόσο οι αποταμιευτές, όσο και οι επενδυτές να υποστούν ζημίες, προς όφελος του κράτους.  

Για παράδειγμα, εάν η κεντρική τράπεζα υιοθετήσει μία πολιτική χαμηλών βασικών επιτοκίων, τότε οι ιδιώτες καταθέτες δεν μπορούν να απαιτήσουν μεγαλύτερα επιτόκια από τις τράπεζες, ακόμη και αν ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος – επειδή οι τράπεζες μπορούν να χρηματοδοτούνται φθηνά από την κεντρική. Με τον τρόπο αυτό διατηρούνται χαμηλά τα επιτόκια των ομολόγων που εκδίδει το δημόσιο – οπότε ουσιαστικά ωφελείται, εις βάρος των αποταμιευτών και επενδυτών.

Σύμφωνα με τους οικονομολόγους E.Shaw και R.McKinnon, η έννοια αφορά γενικά τα κρατικά μέτρα ρύθμισης των αγορών, με τα οποία μεταφέρεται μέρος των περιουσιακών στοιχείων των ιδιωτών στο δημόσιο. Κατά τους Reinhart και Sbrancia δε, τα ειδικά χαρακτηριστικά της «χρηματοοικονομικής καταστολής» είναι τα εξής:

(α) Τα επιτόκια των δημοσίων χρεών δεν επιτρέπεται να ξεπερνούν ένα ανώτατο όριο.

(β) Οι υφιστάμενες τράπεζες κρατικοποιούνται, ενώ ταυτόχρονα εμποδίζεται η ίδρυση νέων τραπεζών

(γ) Οι κεντρικές τράπεζες υποχρεώνονται να αγοράζουν ομόλογα του κράτους τους ή να τα διατηρούν ως αποθεματικά κεφάλαια.  

(δ)  Επιβάλλεται έλεγχος στη διακίνηση κεφαλαίων

Προφανώς, ορισμένα από τα παραπάνω μέτρα έχουν επιβληθεί ήδη, άμεσα ή έμμεσα, σε κάποιες χώρες – ενώ δεν είναι απίθανο να ληφθούν όλα μαζί στο μέλλον από τα κράτη, εάν δεν βρεθεί τελικά μία λύση στην κρίση χρέους.              

 

** Σημείωση 2: Η Fed, όταν θέλει να αυξήσει την ποσότητα χρήματος στην αγορά, αγοράζει ομόλογα από τις τράπεζες, δίνοντας τους φρεσκοτυπωμένα δολάρια – νέα χρήματα δηλαδή, τα οποία δημιουργεί από το πουθενά. Στην περίπτωση αυτή, λόγω της μεγάλης ζήτησης εκ μέρους της, αυξάνονται οι τιμές (αποδόσεις) των ομολόγων και εγγράφει λογιστικά κέρδη στον Ισολογισμό της.

Αντίθετα, όταν η Fed θέλει να μειώσει την ποσότητα χρήματος, πουλάει ομόλογα στις τράπεζες και εισπράττει χρήματα – τα οποία στη συνέχεια καταστρέφει (επιστρέφουν στο πουθενά). Λόγω όμως της μεγάλης προσφοράς, μειώνονται οι τιμές των ομολόγων και εγγράφει ζημίες στον Ισολογισμό της – με αποτέλεσμα να περιορίζονται ή να χάνονται εντελώς τα κεφάλαια της.

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 16. Μαΐου 2013, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

Η Παιδεία στον βωμό της κομματοκρατίας

Η Παιδεία στον βωμό της κομματοκρατίας

 

Του Δημήτρη Χρυσικόπουλου*

 

Το συγκεκριμένο άρθρο συμπληρώνει το προηγούμενο άρθρο με τίτλο «Η Παιδεία στον βωμό των Πανελλαδικών Εξετάσεων» και αυτό γιατί οφείλουμε να κλείσουμε την ιστορία αλλά να εξάγουμε τα συμπεράσματα που προκύπτουν (και τα οποία δυστυχώς για ακόμα μια φορά είναι τα ίδια).

Απλά να υπενθυμίσω ότι οι κινητοποιήσεις της ΟΛΜΕ δεν αφορούσαν αύξηση των μισθών των καθηγητών, ούτε κάποια δυσαρέσκεια για την επερχόμενη αύξηση στο ωράριο εργασίας τους. Αφορούσαν αποκλειστικά τη στήριξη και την αλληλεγγύη της στην απόλυση 10.000 αναπληρωτών, τη μετάθεση κατά το δοκούν 4.οοο μονίμων εκπαιδευτικών αλλά και τις συγχωνεύσεις σχολείων στα πλαίσια «εξοικονόμησης πόρων» (δηλαδή απαξίωσης και μαρασμού του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας).

Έχουμε πλήρη συναίσθηση της αγωνίας όλων των μαθητών κατά την είσοδο τους στον στίβο των πανελλαδικών εξετάσεων, αλλά από την άλλη πλευρά δε μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον αγώνα της ΟΛΜΕ παρά έως έναν δίκαιο αγώνα αλληλεγγύης όχι μόνο προς τους, πλέον άνεργους, συναδέλφους τους αλλά και προς τη κοινωνία.

Στην απόφαση της ΟΛΜΕ, η δοσίλογοι της τριπροδοτικής κυβέρνησης (ΝΔΠΑΣΟΚΔΗΜΑΡ) απάντησαν με την έκδοση φύλλων πορείας και τον ωμό εκβιασμό απόλυσης όσων δεν υπακούσουν στις διαταγές. Προφανώς, υπήρχε εκτίμηση πως η απεργία θα έβλαπτε τη δημόσια εικόνα του πρωθυπουργού κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στη Κίνα ή ακόμα ότι θα μπορούσε να πυροδοτήσει κινητοποιήσεις στο μαθητικό ή φοιτητικό κόσμο.

Αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης (από το σταλινικό ΠΑΜΕ του ΚΚΕ έως τον ΣΥΡΙΖΑ και την εθνικοσοσιαλιστική ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ) κινήθηκαν άμεσα προκειμένου να καταδικάσουν την επερχόμενη απεργία αλλά και να νουθετήσουν τους καθηγητές ώστε να αλλά εκτελέσουν τα καθήκοντα τους κατά τα προβλεπόμενα.

Ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα σε πλήρη διάταξη και συνεργασία εναντίον μιας ολομόναχης ΟΛΜΕ και των καθηγητών που τα λυμματοκάναλα του συστήματος αποκαλούσαν βολεμένους και κοπρίτες από το πρωί έως το βράδυ .

Την επόμενη ημέρα ήταν η σειρά της ΑΔΕΔΥ (!!!) αλλά και της ΓΣΕΕ να γυρίσουν και αυτοί με τη σειρά τους τη πλάτη στην ΟΛΜΕ αποδεικνύοντας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται σε πλήρη αποσάθρωση έχοντας παραδοθεί πλήρως στις εντολές των πολιτικών κομμάτων που εδώ και χρόνια έχουν εισχωρήσει σε αυτό. Οι καθηγητές εντελώς μόνοι, ενάντια σε ένα ολόκληρο πολιτικό και συνδικαλιστικό κατεστημένο που προσκυνά στις εντολές της Τρόικας.

Η απεργία ανεστάλη, η τάξις αποκαταστάθηκε και η διαγραφή του προέδρου της ΟΛΜΕ από το κόμμα της ΝΔ, σαν μέσο παραδειγματισμού των ανυπάκουων στελεχών, ήταν το κερασάκι στη τούρτα.

Ποιο είναι λοιπόν το συμπέρασμα από αυτή την ιστορία;

Όταν οι πολίτες εκχωρούν εξουσία σε ένα κόμμα, χωρίς το δικαίωμα της ανά πάσα στιγμής ανάκλησης της, εκχωρούν εξουσία σε μία συλλογική οντότητα, που εύκολα μπορεί να εκβιαστεί, να εξαγοραστεί και τελικά να στραφεί εναντίον τους.

Όταν οι εργαζόμενοι  εκχωρούν εξουσία σε έναν συνδικαλιστικό φορέα, χωρίς το δικαίωμα της ανά πάσα στιγμής ανάκλησης της, εκχωρούν εξουσία σε μία συλλογική οντότητα, που εύκολα μπορεί να ποδηγετηθεί, να εξαγοραστεί και τελικά να στραφεί εναντίον των εργασιακών τους δικαιωμάτων και των εργασιακών τους κεκτημένων.

Η λύση προκειμένου να γκρεμίσουμε αυτό το σάπιο και διεφθαρμένο σύστημα ονομάζεται Άμεση Δημοκρατία. Μια δημοκρατία στην οποία η εξουσία δεν πηγάζει απλώς από τους Έλληνες Πολίτες, αλλά παραμένει σε αυτούς κάθε στιγμή, με δυνατότητα άμεσης ανάκλησης οποιουδήποτε αιρετού, οποιαδήποτε στιγμή οι πολίτες ή οι εργαζόμενοι το κρίνουν σκόπιμο.

Στο Πατριωτικό Μέτωπο συνεχίζουμε με συνέπεια τον αγώνα που ξεκινήσαμε πριν τρία χρόνια, καλώντας τους Έλληνες και τις Ελληνίδες να ενώσουν τις φωνές τους με τη δική μας φωνή, διεκδικώντας την εξουσία που θα έπρεπε αλλά δεν έχουμε.

Να καταθέσουμε λοιπόν εδώ και το σχετικό άρθρο του Νέου Αμεσοδημοκρατικού Συντάγματος, το σχετικό με την παιδεία. Αφού φυσικά προσθέσουμε πως ως πρότυπο επεξεργαστήκαμε αυτό της Φιλανδίας (με την Πρεσβεία της οποίας είχαμε αλλεπάλληλες συναντήσεις), της οποίας το εκπαιδευτικό σύστημα, θεωρείται, αν όχι το καλύτερο, από τα καλύτερα στον κόσμο.

Στο Φιλανδικό σύστημα παιδείας, βασισμένο στην αρχαία ελληνική σκέψη, ο εκπαιδευτικός είναι το «κέντρο της μάθησης». Εργάζεται από 11 έως 17 ώρες την εβδομάδα, και ο μαθητής, μέχρι την Τρίτη Γυμνασίου, δεν φορτώνεται με άχρηστη μάθηση, αλλά με βάσεις μάθησης που αφορούν στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του. Με κεντρικό στόχο, να μπορεί  να κάνει στη συνέχεια στο Λύκειο, τις Τεχνικές σχολές, τα Πολυτεχνεία και τα Πανεπιστήμια, τις επιλογές ζωής του.

Οι προτάσεις λοιπόν του ΟΟΣΑ, για περισσότερες ώρες διδασκαλίας, με το μοντέλο της παραγωγής μαθητών/κιμά, μας βρίσκουν κάθετα αντίθετους. Όπως κάθετα αντίθετους μας βρίσκουν οι κατοχικοί κυβερνήτες της χώρας, αλλά και τα παπαγαλάκια τους από την άκρα δεξιά, έως την άκρα αριστερά, οι οποίοι μαζικά ωθούν την παιδεία και τους εκπαιδευτικούς, στην πλήρη τους χειραγώγηση από το κομματικό κράτος και φυσικά την περαιτέρω υπονόμευση της παιδείας.

Τα παιδιά μας, δεν χρειάζονται περισσότερη εκπαίδευση. Χρειάζονται ποιοτική εκπαίδευση. Οι εκπαιδευτικοί μας δεν χρειάζονται περισσότερη καταπίεση/χειραγώγηση, επιθεωρητές και κομματικούς επιτρόπους δήθεν αξιολόγησης. Χρειάζονται κανόνες, μέσα στους οποίους θα μπορέσουν να αναπτύξουν το εκπαιδευτικό τους έργο και κυρίως τη σχέση τους με τους μαθητές τους. Μια σχέση η οποία ενώ όλοι γνωρίζουν πως είναι απόλυτα απαραίτητη για να θεμελιωθεί σε βάσεις γερές το εκπαιδευτικό έργο, τείνει να εξαφανιστεί πλήρως, με την εντατικοποίηση των μαθημάτων, τα οποία είναι πια για τους μαθητές, ένας καθημερινός κακός εφιάλτης.

Υπό αυτήν την έννοια, με την πρότασή του το Κίνημά μας, έχει την πιο ολοκληρωμένη θέση για την Παιδεία, για το αύριο του τόπου μας, για το αύριο των νέων γενιών.

Δείτε τα σχετικά άρθρα του Νέου Αμεσοδημοκρατικού Συντάγματος, το σύνολο του οποίου μπορείτε να βρείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση, http://www.pamet.gr/constitution.php

 

Αθήνα, 18 Μαΐου 2013.

 

* Δημήτρης Χρυσικόπουλος, Αντιπρόεδρος του Πατριωτικού Μετώπου.  

 

ΠΗΓΗ: 18 Μαΐου 2013

από:

 Πατριωτικό Μέτωπο <pametopo@gmail.com>

απάντηση-προς:

 pametoporeply@gmail.com

προς:

 manitari.tou.bounou@gmail.com

ημερομηνία:

 18 Μαΐου 2013 – 4:04 μ.μ.

θέμα:

 Η Παιδεία στον βωμό της κομματοκρατίας.

:

 Αυτό είναι σημαντικό κυρίως επειδή εστάλη απευθείας σε εσάς.

 

Για μια απεργία που δεν έγινε ποτέ

Για μια απεργία που δεν έγινε ποτέ

 

Του Κ. Μαραγκού

 

Τα καραγκιοζιλίκια που έλαβαν χώρα στη συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ δεν έπρεπε κανονικά να εκπλήσσουν κανέναν. Για τη στάση των ΔΑΚΕ και ΠΑΣΚΕ δεν χρειάζεται να γίνει καν λόγος, ούτε έχει και κάποιο νόημα να τους φορτώνει κανείς την ευθύνη για ότι συνέβη. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία και κάθε άλλη απαίτηση από δαύτους είναι μόνο χαμένος χρόνος, εκτός αν ορισμένοι ψάχνουν για επιπλέον άλλοθι. Αυτό που έχει τη σημασία του είναι η στάση της αριστεράς και εννοούμε όλης της αριστεράς και όχι μόνο της ΣΥΝΕΚ (παράταξη του Συριζα), που από κοινού με τα φερέφωνα της κυβέρνησης στην ΟΛΜΕ πρωταγωνίστησε στα τερτίπια που ματαίωσαν την ήδη υπονομευμένη απεργία στη διάρκεια των εξετάσεων.

Η ευφάνταστη δικαιολογία ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις να υλοποιηθεί η απεργία μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσει τη στιγμή μάλιστα που λίγα λεπτά πριν έχει επικυρωθεί από το ίδιο σώμα η απόφαση για κήρυξη της απεργίας. Πως είναι δυνατόν να κηρύσσεις απεργία και αμέσως μετά να λες ότι δεν μπορείς να την πραγματοποιήσεις, αυτό σίγουρα αποτελεί αντικείμενο ψυχιατρικής μελέτης. Αν δεν μπορείς να κάνεις απεργία, είτε γιατί το νομίζεις, είτε γιατί δεν θέλεις, είτε γιατί σε επιστράτευσαν και δεν θέλεις να πας σε μετωπική, είτε γιατί το θεωρείς χαμένη υπόθεση, το απλούστερο είναι να το πεις στα ίσα και να τελειώνει η όλη υπόθεση εκεί.

Γιατί όμως έπρεπε να παιχτεί όλο αυτό το θέατρο; Γιατί εξαρχής η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ ενδιαφερόταν περισσότερο για ένα παιχνίδι εντυπώσεων παρά για μια μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση. Ή καλύτερα πίστευε ότι με μπλόφες, χωρίς καμία προετοιμασία για πραγματική (όχι πλατωνική) αναμέτρηση, θα διαφύλαττε τουλάχιστον τη συνδικαλιστική της τιμή. Γιατί δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι τουλάχιστον η ΣΥΝΕΚ είχε την εκτίμηση ότι η κυβέρνηση θα υποχωρούσε στις άνευ ουσίας μπλόφες της ΟΛΜΕ. Ήξεραν πολύ καλά ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Αυτό που σκέφτηκαν ήταν ότι θα κατέβαζαν μια ανέξοδη πρόταση για 5θήμερες απεργίες, για να διασκεδάσουν τις αριστερές φωνές κάθε είδους, και στη συνέχεια ο κλάδος θα τις απέρριπτε δια της αποχής του από τις συνελεύσεις και όλοι θα έμεναν ευχαριστημένοι και πάνω απ' όλα η αριστερά που για ακόμα μια φορά έκανε το καθήκον της αλλά να ο κόσμος δεν ακολούθησε, οι συνθήκες δεν ήταν κατάλληλες, ο συσχετισμός αρνητικός κοκ. Να όμως που ο Σαμαράς αποφάσισε να τους χαλάσει το σκηνικό και να στήσει ένα δικό του για να εμπεδώσει στην κοινωνία ότι όταν λεει νόμος και τάξη το εννοεί. Να λοιπόν η ευκαιρία, για μια επιστράτευση, συντρίβοντας προληπτικά κάθε σκέψη για αντίσταση, δίνοντας επιπλέον ένα σαφές μήνυμα σε όλη την κοινωνία. Γι' αυτό ακριβώς η κυβέρνηση έφερε τα μέτρα τώρα λίγο πριν τις εξετάσεις και όχι το καλοκαίρι, πράγμα που εύχονταν οι καθώς πρέπει συνδικαλιστές μιας και θα τους απάλλασσε από το καθήκον να δώσουν μια πραγματική μάχη και όχι ένα παιχνίδι εντυπώσεων και ανώδυνων καταγγελιών μες τον Αύγουστο. Και ο Σκουρλέτης μαζί με τον Τσίπρα αναρωτιόταν γιατί τώρα και όχι μετά τις εξετάσεις. Για να σας κάνουν ρόμπες, ακριβώς γι' αυτό. Για να μην σας αφήσουν δρόμο διαφυγής. Για να σας αναγκάσουν ή να πάτε στη μάχη ή να παραδοθείτε. Γιατί η κυβέρνηση δεν ενδιαφερόταν μόνο να περάσει τα μέτρα, αλλά να τσακίσει και τον διαμεσολαβητικό ρόλο της ΟΛΜΕ. Και επειδή εδώ θα επρόκειτο για πραγματική μάχη σύσσωμη η ηγεσία της ΟΛΜΕ επέλεξε να παραδοθεί, αφού πρώτα παραδόθηκε το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ, λέγοντας σε όλους τους τόνους ότι αυτή η μάχη δεν μπορεί να δοθεί εν μέσω εξετάσεων. Για να συνεχίζουν όλοι μαζί να αναρωτιούνται. Μα γιατί μέσα στις εξετάσεις; Αλλά είσαστε τόσο κολλημένοι στη συναλλαγή και τη συνεννόηση που όχι μόνο δεν εννοείτε να ξεκολλήσετε από αυτές τις κακές συνήθειες, αλλά έχουν κυριεύσει και τη σκέψη σας σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορείτε να απαντήσετε στα πιο απλά ερωτήματα. Λοιπόν ακούστε το για ακόμα μια φορά. Το σύστημα σας έχει εντελώς γραμμένους. Δεν ενδιαφέρεται πλέον για σουξου μουξου ούτε με τα θεσμικά συνδικάτα, ούτε με την αριστερά του κοινοβουλίου. Το μοντέλο διακυβέρνησης που ξέρατε, που σας λάμβανε υπόψη, έχει πλέον αλλάξει. Το άρχων μπλοκ εξουσίας, που έλεγε και ο Πουλατζάς, που όλο λετε γι' αυτόν, αλλά φαίνεται δεν τον έχετε εμπεδώσει όσο θα έπρεπε, δεν συγκροτείται πλέον με συναινετικούς όρους. Γιατί η άρχουσα τάξη σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης δεν ενδιαφέρεται να ενσωματώσει το εργατικό κίνημα και τις πολιτικές του εκπροσωπήσεις αλλά να το συντρίψει από την κορφή μέχρι τα νύχια. Γι' αυτό το αστικό μπλοκ ανασυγκροτείται χτίζοντας συμμαχίες με πυρήνα το νόμο και την τάξη και όχι τη συναίνεση και την ενσωμάτωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Επομένως οι "προϋποθέσεις", μιας και τόσο ενδιαφέρεστε για αυτές, της ταξικής πάλης δεν είναι αυτές που ξέρατε. Και ούτε θα ξαναυπάρξουν τέτοιες προϋποθέσεις-συνεννόησης με την εξουσία. Πάει τελειώσανε αυτά.

 

 

Η ΟΛΜΕ και μαζί της τουλάχιστον ο Συριζα για να μην πούμε και οι Παρεμβάσεις νόμιζαν ότι θα τρόμαζε η κυβέρνηση με την κήρυξη μιας απεργίας. Και η απάντηση ήταν επιστράτευση. Το κράτος έκτακτης ανάγκης δεν κολλάει πουθενά. Δεν έχει ούτε ιερά ούτε όσια. Κανείς πλέον δεν είναι στο απυρόβλητο. Κανείς δεν θα έχει καλύτερη συμπεριφορά, γιατί είναι μορφωμένος, έχει πτυχία, χαίρει κάποιου σεβασμού, είναι και κάποιας ηλικίας. Η συνδικαλιστική εκπαιδευτική αριστερά μας όμως έκανε και μια δεύτερη σκέψη πριν την πιάσει εντελώς ο πανικός. Σκέφτηκε ότι μπορεί να κρυφτεί πίσω από την επιστράτευση. Δηλαδή να φορτώσει την άρνησή της για αντιπαράθεση στο ότι αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγω των συνεπειών που θα υπάρξουν από την ανυπακοή στην επίταξη. Όμως δεν το είπε ανοιχτά. Συνέχισε το τσάμικο, περιμένοντας προφανώς ότι το μέτωπο θα καταρρεύσει από μόνο του και όχι με δική της απόφαση.

Όμως η αντίδραση της βάσης ήταν διαφορετική, περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Τη Δευτέρα 30000 κόσμος διαδήλωσε σε όλη την Ελλάδα ενάντια στην επιστράτευση και την Τρίτη έγιναν στις μαζικότερες συνελεύσεις της εικοσαετίας 25000 και πλέον καθηγητές επικύρωναν την πρόταση για σύγκρουση. Όπως ήταν όλα στο αυτόματο, η ΟΛΜΕ δεν πρόλαβε να αλλάξει την πρόταση, ή θα έλεγε κανείς δεν τόλμησε να φέρει άλλη πρόταση στις συνελεύσεις, όπως έκανε την επόμενη μέρα στο Τιτάνια, θέτοντας από την Τρίτη το ερώτημα αν μπορεί να υλοποιηθεί η απεργία εν μέσω επιστράτευσης. Το άφησε απλώς να αιωρείται μέχρι την τελευταία στιγμή, γιατί θεώρησε ότι έτσι εξασφαλίζει τη φήμη της, παραμένοντας δήθεν ακάθεκτη σε μια αγωνιστική στάση. Την ίδια στιγμή αντί να οργανώνει την αναμέτρηση σε συνθήκες επιστράτευσης, εξαντλήθηκε σε ύστατες εκκλήσεις προς το υπουργείο για μία τελευταία συνάντηση, και προς την ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ για υποστήριξη. Περιμένοντας ίσως και κάποια τάση υποχώρησης από το υπουργείο για να μπορεί κάτι να λεει ότι κέρδισε μετά από αυτούς τους "ναπολεόντειους" ελιγμούς. Την ώρα που η αύξηση του ωραρίου είναι ήδη νόμος του κράτους και την Πέμπτη ανακοινώθηκε τελεσίδικα το ΠΔ για τις μεταθέσεις, ήταν μάταιο να περιμένει κανείς στροφή από την κυβέρνηση. Εξάλλου τι κυβέρνηση της "ευνομίας" θα ήταν αν παρίστανε ότι θέλει να το ξανασυζητήσει; Έτσι εξαντλήθηκε ότι χρόνος είχε απομείνει, από την οργάνωση της μάχης αφήνοντας, ελλείψει συγκεκριμένου σχεδίου υλοποίησης της απεργίας, την πρωτοβουλία στον αντίπαλο, ο οποίος συνέχιζε να απειλεί με κάθε τρόπο ότι όποιος απεργήσει είναι σαν να υποβάλει αίτηση παραίτησης.

Και η αριστερά; Ο ΣΥΡΙΖΑ τις κρίσιμες αυτές μέρες αντί να δει πως θα στηρίξει την απεργία έψαχνε τρόπους να εκτονωθεί η κατάσταση, να γίνουν οι εξετάσεις και να ξεκινήσει ένας διάλογος μετά. Είναι σίγουρο ότι θα επιχείρησε να έρθει και σε μια συνεννόηση με την κυβέρνηση. Δεν ξέρουμε αν το κατάφερε, αν και το πιθανότερο είναι να βρήκε τις πόρτες κλειστές. Αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Σημασία έχει ότι ο χρόνος πέρναγε χωρίς καμία προετοιμασία για σύγκρουση. Το ΚΚΕ από την άλλη είχε δηλώσει εξαρχής ότι δεν υπάρχουν οι όροι και επιπλέον δεν είναι και ο κατάλληλος χρόνος οι εξετάσεις, βγάζοντας εξαρχής την ουρά του απ' έξω.

Τι ψήφισαν τελικά οι συνελεύσεις

Έτσι φτάσαμε στη συνέλευση των προέδρων. Εκεί ξαφνικά ενώ η πρόταση της ΟΛΜΕ είχε ψηφιστεί από το 90% των συνελεύσεων των ΕΛΜΕ, προκύπτει το θέμα όχι μόνο αν μπορεί να πραγματοποιηθεί τελικά η απεργία, αλλά και αν όντως είχε ψηφιστεί η υλοποίησή της. Εννοείται ότι ο καθένας μπορεί να ερμηνεύει την ποιότητα της ψήφου, όπως νομίζει. Όμως πουθενά δεν ψηφίστηκε η πρόταση της ΟΛΜΕ για να μην γίνει. Ελάχιστες μόνο ΕΛΜΕ και με δάκτυλο των ΔΑΚΕ, ΠΑΣΚ και ΣΥΝΕΚ έβαλαν μια υποσημείωση περί διερεύνησης των όρων υλοποίησης. Αυτό όμως δεν έχει σχέση με μια αξιολόγηση της διάθεσης της βάσης, ούτε απάλλασσε τους προέδρους των ΕΛΜΕ και των παρατάξεων τους από την ευθύνη να πάρουν την τελική απόφαση. Αυτοί όμως προτίμησαν να κρυφτούν πίσω από το δάκτυλό τους, με τον ισχυρισμό είτε ότι η βάση ψήφισε την απεργία για το "γαμώτο", είτε ότι δεν υπάρχουν οι ευρύτεροι συσχετισμοί για την υλοποίησή της. Βεβαίως αυτό δεν πρόκειται να αποδειχτεί ποτέ, στο βαθμό που δεν δοκιμάστηκε τίποτα άλλο πέρα από την άτακτη υποχώρηση. Και επομένως ο καθένας μπορεί να λεει ότι θέλει.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ήδη από τις συνελεύσεις της Τρίτης οι συνδικαλιστές όχι μόνο της ΔΑΚΕ και της ΠΑΣΚ αλλά και της ΣΥΝΕΚ και παρά την πρωτοφανή μαζικότητα, ζύμωναν εξαρχής την άποψη ναι μεν να ψηφιστεί η απεργία, αλλά όχι ακριβώς για να γίνει, αλλά για να καταδικαστεί η επιστράτευση και να δοθεί ένα μήνυμα υποστήριξης της βάσης των καθηγητών προς την ΟΛΜΕ τώρα που βάλλεται πανταχόθεν. Για να τονίσουν σε όλους τους τόνους ότι σε συνθήκες επιστράτευσης η απεργία θα ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί αφού η συμμετοχή σ' αυτήν σημαίνει σίγουρη απόλυση.

Βεβαίως η επιχειρηματολογία των κυβερνητικών παρατάξεων ήταν διαφορετική από αυτή των ΣΥΝΕΚ. Οι πρώτοι μετέφεραν όλο το κλίμα τρομοκρατίας προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση (των κομματικών τους φορέων για να μην ξεχνιόμαστε) είναι τόσο ανάλγητη που δεν θα διαστάσει να προχωρήσει σε απολύσεις όσων τολμήσουν να σπάσουν την επιστράτευση, αφού πρώτα φρόντισαν να τονίσουν την αρνητική γνώμη που έχει η κοινωνία για την απεργία και τους καθηγητές που "όλοι τους βρίζουν". Το μήνυμα άλλωστε το είχε δώσει ο ΔΑΚίτης πρόεδρος της ΟΛΜΕ όταν πριν καν ανακοινωθεί η επιστράτευση φρόντισε να πει ότι οι καθηγητές μόλις λάβουν τα φύλλα πορείας θα γυρίσουν στα σχολεία "με ψηλά το κεφάλι". Οι συνδικαλιστές του Συριζα αφού κλαψούριζαν για την αναλγησία της κυβέρνησης (λες και έπρεπε να είναι ευαίσθητη), τη συνταγματική εκτροπή (επιστράτευση) εξήγησαν με τον πιο λεπτομερή τρόπο όχι πως πρέπει να οργανωθεί η απεργία σε αυτές τις άγριες συνθήκες, αλλά τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης που υπάρχει, το ότι η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ δεν καλούν σε κινητοποιήσεις, ότι δεν έχουν χτιστεί οι κατάλληλες κοινωνικές συμμαχίες, ότι οι γονείς και οι μαθητές δεν είναι καλά ενημερωμένοι, και γενικώς ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να σπάσει στην πράξη η επιστράτευση. Μίλησαν επίσης για Ιφιγένειες που θα θυσιαστούν χωρίς λόγο, ότι ένας κλάδος δεν μπορεί να τα βάλει με ολόκληρη κυβέρνηση και επομένως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε πότε θα ανατραπεί ο συσχετισμός δύναμης και παρ' το αυγό και κούρευτο. Καθήκοντα δηλαδή που έτσι κι αλλιώς δεν αφορούν τους καθηγητές και επομένως το δια ταύτα ήταν ναι στην απεργιακή πρόταση της ΟΛΜΕ, καταδίκη του κυβερνητικού αυταρχισμού, αλλά όχι απεργία την Παρασκευή και την ερχόμενη βδομάδα. Όλες αυτές οι τοποθετήσεις βεβαίως ήταν διφορούμενες, αλλού πιο καθαρές αλλού καλυμμένες με σάλτσα. Πάντως οι προθέσεις του συνδικαλιστικού βραχίονα του ΣΥΡΙΖΑ είχαν φανεί ποικιλοτρόπως από τις συνελεύσεις της Τρίτης. Αυτή όμως ήταν η θέση τους και όχι η διάθεση της βάσης, όπως θέλουν να παρουσιάσουν, τουμπάροντας εντελώς την πραγματικότητα.

Είναι δεδομένο ότι τοποθετήσεις αυτού του είδους αντί να προετοιμάζουν τον κόσμο για τη σύγκρουση, προκάλεσαν σύγχυση, χωρίς όμως αυτό να σηκώνει κάποια διαφορετική ερμηνεία στο τι ακριβώς ψήφισαν οι συνελεύσεις. Εξάλλου όπου υπήρχαν προτάσεις ότι δεν μας παίρνει, καλύτερα να πάμε σε απεργία μετά τις εξετάσεις ή τον Σεπτέμβρη για να χτίσουμε συμμαχίες κοκ ήταν εντελώς μειοψηφικές. Η συζήτηση άλλωστε στις περισσότερες ΕΛΜΕ για το τι σημαίνει απεργία με επιστράτευση έγινε, χωρίς ούτε αυτό να επηρεάσει το αποτέλεσμα. Ωστόσο οι κλάψες και η ηττοπάθεια που έσπειραν οι κυβερνητικοί συνδικαλιστές μαζί με τη ΣΥΝΕΚ προκάλεσε αρκετή ζημιά και σίγουρα έδωσε το μήνυμα ότι η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ άλλα λεει και άλλα εννοεί.

Απ' κει όμως μέχρι να στηθεί το πραξικόπημα της Τετάρτης υπάρχει μια τεράστια απόσταση. Και μάλιστα στη βάση της ερμηνείας της απόφασης που πήραν οι συνελεύσεις. Τι έκανε εδώ η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ; Τις δικές της παλινωδίες τις φόρτωσε στη βάση, επιχειρώντας να ερμηνεύει το αποτέλεσμα των συνελεύσεων σύμφωνα με τις δικές της επιθυμίες. Ο κόσμος δήθεν "ψήφισε την απεργία για να μην γίνει". Κι όμως στις ΕΛΜΕ που μπήκε με ξεκάθαρο τρόπο ότι λέμε απεργία για να την κάνουμε ο κόσμος την ψήφιζε εξίσου μαζικά με εκείνες που υποτίθεται σύμφωνα με τους ερμηνευτές ψηφιζόταν για να δοθεί απλώς μήνυμα. Η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ αντί να πάρει την πολιτική ευθύνη της αναβολής της απεργίας και μίας άτακτης υποχώρησης, προτίμησε να πετάξει το μπαλάκι στους προέδρους των ΕΛΜΕ, οι οποίοι με τη σειρά τους αντί να πάρουν μια ξεκάθαρη θέση, ότι προχωράνε στην απεργία κρύφτηκαν πίσω από διαδικαστικές λεπτομέρειες ότι δεν είχαν εξουσιοδότηση να απαντήσουν σε ένα τέτοιο ερώτημα ψηφίζοντας οι περισσότεροι, πλην 18 ΕΛΜΕ, λευκό με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βγει απόφαση. Έτσι η απεργία φαλίρισε χωρίς να έχει κανείς λερώσει τα χέρια του βάζοντας υπογραφή στην αναστολή της.

Οι Παρεμβάσεις

Οι Παρεμβάσεις προτίμησαν να εξαντληθούν σε καταγγελίες της πλειοψηφίας χωρίς όμως να έχουν μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση που να πείθει ακόμα και τα δικά τους στελέχη. Από το πρωί τα ελάχιστα ηγετικά τους στελέχη που ήταν στο Τιτάνια κατήγγειλαν μια την ΑΔΕΔΥ και μια το ΠΑΜΕ που δεν υποστηρίζουν τον αγώνα. Αλήθεια τα 50-60 πρωτοβάθμια του συντονισμού που τα περιφέρουν ως τρόπαιο για τα δικά τους τερτίπια θα έμπαιναν την Παρασκευή σε απεργία ή αντιμετώπιζαν στην ίδια δυσκαμψία με την ΑΔΕΔΥ και το ΠΑΜΕ; Το αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον 4 ίσως και 5 πρόεδροι ΕΛΜΕ στελέχη των Παρεμβάσεων να ψηφίζουν κι αυτοί λευκό στις "προϋποθέσεις υλοποίησης της απόφασης". Η κριτική που ασκούν οι Παρεμβάσεις στην πλειοψηφία δεν διαφέρει από την κριτική που ασκεί η ΣΥΝΕΚ στην ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Και οι δύο συμφωνούσαν ότι οι καθηγητές είχαν ανάγκη από μια ευρεία κοινωνική υποστήριξη για να σπάσουν την επιστράτευση. Αυτό γενικά είναι σωστό, αλλά πως το πετυχαίνει κανείς; Πατώντας κάποιο κουμπάκι; Ή νομίζοντας ότι πραγματική συμπαράσταση είναι οι άνευ περιεχομένου αποφάσεις για απεργία που δεν θα συμμετείχε κανένας. Ακόμα και αν υπήρχε απεργία της ΑΔΕΔΥ την Παρασκευή τι θα άλλαζε τόσο δραματικά; Μήπως η ημιθανής ΑΔΕΔΥ διαθέτει τίποτα στρατεύματα που θα τα έστελνε έξω από τα εξεταστικά; Μήπως θα έδινε κάποια θεσμική ομπρέλα στην απεργία; Ο μόνος που διέθετε στρατό ήταν η ΟΛΜΕ με τις 20000 καθηγητών που έδωσαν το παρόν αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί τους, αλλά έτρεχε πίσω από κάτι αξιολύπητους και ανυπόληπτους σαν τον Παναγόπουλο και τον παγκοσμίως άγνωστο πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ. Μετρώντας εκεί την ανταπόκριση της κοινωνίας στον αγώνα των καθηγητών. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν κρίθηκε με αυτές τις εκκλήσεις, ούτε και με την αναμενόμενη μη ανταπόκριση όλου αυτού του ψοφοειδούς συρφετού που την ίδια ώρα υπέγραφε την πιο ελεεινή εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας.

Και στο βαθμό που όλα αυτά τα ανόητα σχέδια πήγαν άπατα η μεν ΣΥΝΕΚ πέταξε το μπαλάκι στη συνέλευση των προέδρων προτείνοντας το γνωστό ψήφισμα περί προϋποθέσεων που άλλωστε ζύμωνε εδώ και μέρες, οι δε Παρεμβάσεις επέμεναν ότι η πρόταση της ΟΛΜΕ έπρεπε να εγκριθεί ως έχει αφήνοντας όμως την υλοποίησή της στην ατομική διάθεση του καθένα εν δυνάμει απεργού ξεχωριστά. Το μόνο συγκεκριμένο που είχε η πρόταση των Παρεμβάσεων ήταν να απεργήσουν 500 συνδικαλιστές και να γίνουν απλά συγκεντρώσεις έξω από τα εξεταστικά κέντρα χωρίς όμως να διαταραχτεί η διεξαγωγή των εξετάσεων. Όλη η ουσία της πρότασης αυτής ήταν να πάρει την πολιτική ευθύνη η κυβέρνηση προκειμένου η ΟΛΜΕ και μαζί της και οι Παρεμβάσεις να σώσουν τα προσχήματα, αφού υπερασπίστηκαν την απεργία μέχρι τέλους ακόμα και αν ο κλάδος υπέκυψε με "ψηλά το κεφάλι", χωρίς υποστήριξη και κάτω από την καταστολή, πετυχαίνοντας μια "ηθική νίκη" και βάζοντας τις γνωστές "παρακαταθήκες". Αυτή ήταν η διαφορά με τη ΣΥΝΕΚ που θεώρησε ότι η πρόταση για τους 500 συνδικαλιστές που θα δήλωναν απεργοί "δεν καλύπτει την αναγκαιότητα της μαζικής, κινηματικής δράσης". (ανακοίνωση ΣΥΝΕΚ). Στην ίδια ανακοίνωση μάλιστα η ΣΥΝΕΚ επιβεβαιώνει ότι στελέχη των παρεμβάσεων ψηφίσαν και αυτά λευκό στην πρόταση "ότι δεν έχουν διαμορφωθεί ο όροι και οι προϋποθέσεις για να πάμε στην κρίσιμη και αποφασιστική σύγκρουση", αδειάζοντας τις Παρεμβάσεις που με τις ανακοινώσεις της μίλησε για ξεπούλημα του αγώνα από την πλειοψηφία της ΟΛΜΕ συμπεριλαμβανομένου και του Συριζα.

Στην πραγματικότητα οι Παρεμβάσεις και οι ΣΥΝΕΚ κινήθηκαν από την αρχή στο ίδιο μήκος κύματος. Βεβαίως οι ευθύνες της ΣΥΝΕΚ είναι σαφώς μεγαλύτερες, όχι λόγω του ειδικού βάρους που έχουν στην ΟΛΜΕ αλλά λόγω της οργανικής τους σχέσης με το ΣΥΡΙΖΑ που εξαρχής είχε πάρει τις αποστάσεις του από την απεργία στις εξετάσεις. Όμως και οι δύο θεωρούσαν ότι οι προϋποθέσεις αφορούν την κήρυξη μιας απεργίας από τη ΓΣΕΕ ή την ΑΔΕΔΥ. Ότι αυτό δήθεν θα αποτελούσε μια ασπίδα προστασίας για την απεργία την Παρασκευή. Στο σημείο αυτό δεν διαφέρει η αντίληψη τους ούτε από το ΠΑΜΕ το οποίο επέμενε από την αρχή ότι δεν υπάρχουν οι όροι για αναμέτρηση μέσα στις εξετάσεις. Ολόκληρη η αριστερά βρέθηκε να κρατάει μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα στο χέρι την οποία ο ένας πέταγε στον άλλο, ψάχνοντας να τη φορτώσουν στην ΑΔΕΔΥ και αφού η ΑΔΕΔΥ αποποιήθηκε τις ευθύνες της στο τέλος την πέταξαν στον κόσμο. Οι συμμαχίες που έχουν στο μυαλό τους όλοι αυτοί είναι μερικές σφραγίδες σωματείων όλων των βαθμών, που στην προκειμένη όμως δεν θα είχαν καμία πρακτική σημασία. Γιατί είναι αμφίβολο ακόμα και μια απεργία της ΑΔΕΔΥ, ακόμα και της ΓΣΕΕ εκείνη τη μέρα αν θα είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, δηλαδή θα λειτουργούσε προωθητικά για τη συμμετοχή των καθηγητών σε μια απεργία υπό καθεστώς επιστράτευσης. Για ακόμα μια φορά η αριστερά μέσα από τους συνδικαλιστικούς της βραχίονες αντί να οργανώσει τις δυνάμεις που είχε στη διάθεσή της, το έριξε στην τρελίτσα, αναζητώντας τις πιο απίθανες συμμαχίες. Ενώ είχε 20000 καθηγητές που προσφέρθηκαν στον αγώνα, φρόντισε να μην ασχοληθεί καθόλου μαζί τους, ούτε καν με το πιο πρωτοπόρο κομμάτι τους, αλλά να χάνει τον καιρό της ψάχνοντας δήθεν κοινωνικές συμμαχίες για να καταλήξει ότι τελικά δεν υπάρχουν. Για ακόμα μια φορά, ενώ υπήρχε στρατός για να πολεμήσει, τον άφησε ακέφαλο, έρμαιο στην τρομοκρατία της κυβέρνηση και την τρομολαγνεία των πρετεντέρηδων και των καψήδων. Και μετά οι ίδιοι διέδιδαν ότι ο κόσμος ψήφισε την πρόταση για απεργία για το γαμώτο. Δηλαδή ότι δεν τραβάει. Τις δικές τους αναστολές τις φόρτωσαν στον κόσμο.

Το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ

Το ΠΑΜΕ μπορεί να επιχαίρει ότι επιβεβαιώθηκε για τα "επικοινωνιακά παιχνίδια" της πλειοψηφίας της ΟΛΜΕ και στην εκτίμησή του ότι δεν υπάρχουν εξαρχής οι όροι για την απεργία. Όμως αυτό δεν το απαλλάσσει από το μερίδιο που του αναλογεί στην ήττα. Συνεχίζει να ξεχνά ότι ο χρόνος της αντιπαράθεσης δεν επιλέχτηκε από την ΟΛΜΕ, ούτε από το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από την κυβέρνηση. Ο νόμος για το αυξημένο ωράριο, και το ΠΔ για υποχρεωτικές μεταθέσεις ήρθαν τώρα. και ήδη εφαρμόζονται βγάζοντας χιλιάδες υπεράριθμους καθηγητές. 10000 αναπληρωτές χάνουν άμεσα τη δουλειά τους. Για τους μόνιμους δεν θα έρθουν μόνο μεταθέσεις, αλλά και απολύσεις σε μια δεύτερη φάση. Με το νέο πειθαρχικό στήνεται γοργά μια βιομηχανία παραγωγής επίορκων που οδηγεί άμεσα σε αργία. Αν δεν ήταν τώρα η ώρα της μάχης, πότε θα ήταν; Στην πραγματικότητα το ΚΚΕ δεν το απασχολούσαν οι συμμαχίες αλλά μην τυχόν και δυσαρεστήσει τα συντηρητικά αντανακλαστικά ενός μεγάλου είναι αλήθεια τμήματος της κοινωνίας, που λειτουργεί φοβικά σε οτιδήποτε μπορεί να διασαλέψει την τάξη. Το ΚΚΕ κατάλαβε από την πρώτη στιγμή ότι απεργία μέσα στις εξετάσεις και ειδικά υπό την απειλή της επιστράτευσης θα σήμαινε άγρια απεργία. Μια απεργία που ούτε θα έλεγχε, ούτε θα ήταν στα μέτρα που θα επιθυμούσε. Για ακόμα μια φορά το ΚΚΕ αποφάσισε να κινηθεί εντός των ορίων που επιβάλλει η αστική νομιμότητα, όπως κάνει συνήθως. Γι' αυτό ενώ έδινε μαθήματα περί κοινωνικών συμμαχιών, δεν κούνησε ούτε το μικρό του δακτυλάκι για να τις διαμορφώσει, παρά είχε τον Σοφιανό να περιφέρεται στα κανάλια και να λεει ότι κανείς δεν πρέπει να εκβιάζει την κυβέρνηση με τις εξετάσεις των μαθητών. Στο ίδιο μήκος κύματος και η ΚΝΕ που ενώ είχε κηρυχτεί η επιστράτευση έβγαλε μια κατάπτυστη προκήρυξη που έγλυφε την πιο καθυστερημένη συνείδηση λέγοντας έχουν δίκιο οι μαθητές "να βλέπουν με προβληματισμό την απόφαση της ηγεσίας της ΟΛΜΕ" προτείνοντας για την ώρα στον κάθε μαθητή να επικεντρωθεί στο διάβασμά του: "Πάρε κουράγια, διάβασε περισσότερο, μην αποπροσανατολίζεσαι, να δώσεις με το κεφάλι ψηλά τη μάχη που έχεις μπροστά σου". Αυτό είναι μια ακόμα απόδειξη ότι την ώρα που η αναμέτρηση ήταν ακόμα μια ανοιχτή υπόθεση το ΚΚΕ σφύριζε αδιάφορα .

Κατά τα άλλα μόνο υποκριτική είναι η εκ των υστέρων κριτική ότι η ΟΛΜΕ έκανε επικοινωνιακά παιχνίδια. Και αν τα έκανε το καθήκον δεν είναι να τα αποκαλύψουμε, αλλά να οργανωθεί πραγματικά ο αγώνας την ώρα που χιλιάδες καθηγητές είναι έτοιμοι να τον ξεκινήσουν.

Τι θα μπορούσε να είχε γίνει

Τα ουσιαστικό ερώτημα όμως παραμένει. Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος ήταν προβληματισμένος και φοβισμένος. Παντού το κυρίαρχο ερώτημα ήταν αν μπορεί και πως να γίνει η απεργία, τι συνέπειες θα έχει, αν υπάρχει κάλυψη; Το πιο ουσιαστικό αν θα απεργήσουν στο τέλος 20000 ή 200. Πως το εξασφαλίζουμε αυτό; Εκεί η συνδικαλιστική αριστερά δεν έδινε καμία απάντηση. Ακόμα και οι Παρεμβάσεις έψαχναν την απάντηση στη συμπαράσταση απ' έξω: Πρέπει να μπούνε κι άλλοι στον αγώνα. Το γνωστό τροπάρι, να κηρύξει η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ γενική απεργία, να κατέβει ο λαός στους δρόμους, οι γονείς οι μαθητές, να βρούμε συμμαχίες κοκ. Όλα αυτά δημιουργούσαν επιπλέον σύγχυση. Η εντύπωση που έβγαινε απ' όλα αυτά είναι ότι είμαστε τελείως μόνοι μας και θα μας λιώσουν. Είναι αλήθεια ότι οι καθηγητές μόνοι τους δεν μπορούν να κάνουν τα πάντα. Μπορούσαν όμως να αρχίσουν. Είναι ο μεγαλύτερος κλάδος και με ενιαία συνδικαλιστική οργάνωση. Αυτό που μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι ΕΛΜΕ και η ΟΛΜΕ είναι 10000 απεργοί την Παρασκευή για να σπάσει η επιστράτευση. Αυτή έπρεπε να είναι η μοναδική κουβέντα από τη Δευτέρα. Σπάζοντας την επιστράτευση οι ίδιες οι εξετάσεις θα ήταν πολύ αμφίβολο αν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν. Ο κόσμος που πήγε στις συνελεύσεις πήγε για να πάρει τέτοιες απαντήσεις. Η διάθεση για αντίδραση ήταν δεδομένη, αλλιώς οι συνελεύσεις θα ήταν άμαζες. Η επιστράτευση θεωρήθηκε αιτία πολέμου από τη βάση. Πράγματι λειτούργησε σαν καμπανάκι. Ενστικτωδώς οι πάντες κατάλαβαν ότι ο Σαμαράς και οι δύο μαριονέτες που τον περιβάλλουν δεν επιδίωκαν απλώς την αύξηση του ωραρίου αλλά ταυτόχρονα τη συντριβή του κινήματος και τον εξευτελισμό της ΟΛΜΕ. Αυτό προκάλεσε ανάμεικτα και φόβο και οργή. Μια απεργία υπό αυτές τις συνθήκες έπρεπε να οργανωθεί με όρους άγριας απεργίας. Καταρχήν σε κάθε ΕΛΜΕ βλέποντας τη βάση να ανταποκρίνεται, με την ευθύνη απεργιακών επιτροπών, στις οποίες δεν θα έπρεπε να έχουν παρουσία τα συνδικαλιστικά φερέφωνα της κυβέρνησης, να ανοίξουν λίστες με όσους είναι αποφασισμένοι να απεργήσουν. Αμέσως θα υπήρχε μια σίγουρη εικόνα για το μέγεθος της συμμετοχής χωρίς να ψάχνουμε την τελευταία στιγμή 500 συνδικαλιστές για να σώσουμε τη φήμη της ΟΛΜΕ. Ακόμα και μια αρχική λίστα με μερικές εκατοντάδες θα πλαισιωνόταν με χιλιάδες ακόμα βλέποντας ο κόσμος ότι υπάρχει μια αποφασισμένη πρωτοπορία που δεν αστειεύεται με την απεργία. Αμέσως τα παιχνιδάκια της πλειοψηφίας της ΟΛΜΕ θα πήγαιναν περίπατο. Η ΣΥΝΕΚ θα έπρεπε να λογαριάσει στα σοβαρά πλέον τη στάση της αν δεν ήθελε να ξεφτιλιστεί εντελώς. Το ίδιο και το ΠΑΜΕ. Σε όλα τα σχολεία το κλίμα θα άλλαζε εντελώς. Οι πάντες θα αντιλαμβάνονταν ότι η απεργία μπορεί να γίνει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοια αντιμετώπιση ισοδυναμεί με σύγκρουση κατά μέτωπο.

Η κυβέρνηση είχε δύο επιλογές. Ή να απολύσει 10000 απεργούς ή να κάνει την πάπια. Στην πρώτη θα προκαλούσε γενικό χάος. Η ΟΛΜΕ ή καλύτερα οι απεργιακές επιτροπές που κανένας δεν σκέφτηκε στα σοβαρά να αναλάβουν την υπόθεση, θα έπρεπε να καλέσουν σε πανελλαδικό συλλαλητήριο ενάντια στην επιστράτευση την Κυριακή το απόγευμα, στο Σύνταγμα. Η πιθανότητα να ζήσουμε μια ρεβάνς της 12 Φλεβάρη 2012 θα ήταν περισσότερο από πιθανή. Όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν πάρα την άρνηση της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ να καλέσουν σε γενική απεργία, αλλά και παρά την αδυναμία των πρωτοβάθμιων σωματείων να οργανώσουν απεργίες αλληλεγγύης στους καθηγητές. Εξάλλου τι αλληλεγγύη θα μπορούσε να καλεστεί χωρίς την αποφασιστική συμμετοχή των ίδιων των καθηγητών στον αγώνα και τη στιγμή που ο κόσμος είναι συνηθισμένος σε τέτοιες απεργίες αλληλεγγύης που απουσιάζει ο άμεσα ενδιαφερόμενος. Η αλληλεγγύη θα μπορούσε να χτιστεί μόνο αν ξεκίναγε η απεργία. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα. Εξάλλου εκεί που είχε οδηγήσει η κυβέρνηση την αντιπαράθεση το κεντρικό ήταν να σπάσει η επιστράτευση. Μόνο που σπάζοντας την επιστράτευση, έμπαινε σε δοκιμασία ολόκληρο το κυβερνητικό οικοδόμημα. Ο Σαμαράς χτίζει πάνω στην επιβολή του νόμου, πίσω από αυτό δεν υπάρχει καμία γραμμή άμυνας. Δεν θα χρειαζόταν καν άλλες 5 μέρες απεργίας. Από την Κυριακή με ένα τεράστιο συλλαλητήριο έξω από τη βουλή ο Σαμαράς θα έπρεπε ή να υποχωρήσει ή να βάλει σε δοκιμασία την ύπαρξη ολόκληρης της κυβέρνησης. Από κει και πέρα όλα τα ενδεχόμενα θα ήταν ανοιχτά.

Ο φόβος νίκησε

Το πρόβλημα στην αριστερά παραμένει η αναζήτηση όλων και μεγαλύτερων δυνάμεων για να δώσει μια μάχη. Στην πραγματικότητα η μάχη δεν κρίνεται από το δήθεν τεράστιο εύρος της, αλλά από την αποφασιστικότητα αυτών που τη δίνουν. Ο κόσμος που θέλει η αριστερά δεν είναι πάντα διαθέσιμος. Σήμερα μπορούν αυτοί, αύριο οι άλλοι. Σήμερα που υπάρχει απογοήτευση ο κόσμος δύσκολα ξαναμπαίνει σε έναν αγώνα απλώς για να δηλώσει τη διαμαρτυρία του. Μετά από 25 γενικές απεργίες και τόνους χημικών αυτά τα 3 χρόνια, οι σικέ αναμετρήσεις δεν συγκινούν κανέναν. Το ζητούμενο στην απεργία αυτή ήταν να πειστεί εκείνο το τμήμα της κοινωνίας, που έτσι κι αλλιώς βρίζει την κυβέρνηση, ότι εδώ μπορεί να σταματήσει ο τυφώνας του μνημονίου. Για να γινόταν αυτό έπρεπε να βρεθούν 10000 σίγουροι απεργοί. Σε μια τέτοια μάχη ρίχνεις τις γέφυρες προς τη στεριά. Δεν υπάρχει επιστροφή. Είναι πόλεμος. Κερδίζει ο πιο αποφασισμένος. Και οι μάχες αυτές δεν μπορούν να δοθούν με το σκληρό κομμάτι διαλυμένο στο χυλό. Και ακριβώς γιατί δεν υπάρχει πλέον θεσμική κάλυψη, η μοναδική εγγύηση είναι ότι δεν θα σπάσει κανείς από τις αλυσίδες. Αυτό έπρεπε να είχε ειπωθεί με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο στις συνελεύσεις. Όμως η συνδικαλιστική αριστερά προτίμησε τα παλιά κόλπα. Μόνο που τώρα αυτά δεν περνάνε.

Η απεργία τελικά κατάρρευσε πριν ξεκινήσει. Πρόκειται για συντριπτική ήττα ακόμα και αν φαινομενικά ήταν αναίμακτη. Το άμεσο κόστος θα είναι 10000 αναπληρωτές λιγότεροι και ένα πανηγύρι μεταθέσεων, επίορκων και αξιολογήσεων για τον κλάδο. Σε λίγο θα ακολουθήσουν τα ίδια στους δασκάλους. Οι υπό απόλυση επιταγμένοι απεργοί έσωσαν τη δουλειά τους για να απολυθούν όμως χιλιάδες αναπληρωτές. Ο φόβος νίκησε. Όσοι τώρα πιστεύουν ότι οι μεγάλες συνελεύσεις είναι η αφετηρία να ξαναγυρίσει ο κόσμος στις ΕΛΜΕ προφανώς δεν κατάλαβαν τίποτα. Αυτό θα το αντιληφθούν τις επόμενες μέρες, που στα επόμενα καλέσματα της ΟΛΜΕ δεν πρόκειται να ανταποκριθεί κανένας. Το μήνυμα που έδωσε η υπάρχουσα συνδικαλιστική ηγεσία είναι ότι δεν είναι ικανοί για τίποτα περισσότερο από μπλόφες. Στη βάση των καθηγητών οι περισσότεροι μιλάνε για ένα στημένο θέατρο. Σε αυτό βάζουν μέσα και την αριστερά.

Κατά τη γνώμη μας η αριστερά δεν έστησε τίποτα. Απλά έδειξε όλη την ανικανότητά της να ανταποκριθεί στο επίπεδο της αντιπαράθεσης, με ένα κράτος που δεν υπολογίζει ούτε στο πολιτικό κόστος, ούτε στις συνεννοήσεις με τα συνδικάτα και με την ρεφορμιστική αριστερά. Στο κράτος έκτακτης ανάγκης όλα αυτά δεν έχουν καμία θέση. Είναι πλέον φανερό ότι η αριστερά της μεταπολίτευσης και του κράτους πρόνοιας έχει φαει τα ψωμιά της. Μαζί της και ο συνδικαλισμός που αντλούσε όλη του τη δύναμη από το θεσμικό του ρόλο στην υπογραφή συλλογικών συμβάσεων, στη δυνατότητα να κηρύσσει νόμιμες απεργίες, στη συνδικαλιστική ασυλία και σε ένα ορισμένο εργατικό δίκαιο. Όλα αυτά πλέον είναι στον αέρα. Το νέο μοντέλο κοινωνικής συνοχής δεν χτίζεται πλέον με αυτά τα υλικά. Η εργασία είναι υπό διωγμό και μαζί κάθε διαδικασία ταξικής προσέγγισης που έδινε στο ρεφορμισμό και τον θεσμικό συνδικαλισμό έναν ρόλο στην κατανομή της εξουσίας.

Μετά τις απανωτές επιστρατεύσεις, τον εξευτελισμό των επίσημων συνδικάτων, και μια αριστερά όλο και πιο στριμωγμένη στην νέα αυτή αστική νομιμότητα (κράτος έκτακτης ανάγκης) ο καθένας και η καθεμιά θα πρέπει να σκεφτούν πως από δω και πέρα μπορεί να δοθεί η μάχη. Πάντως όχι με μια ΟΛΜΕ που μετά απ' όλα αυτό το ρεζιλίκι σκέφτηκε σαν πρώτη κίνηση να συναντηθεί με τον Κουβέλη και τη Ρεπούση. Ούτε με μια αριστερά που το μόνο που είχε να προτείνει στους καθηγητές ήταν η αναβολή της μάχης ή ακόμα χειρότερα να αναρωτιέται που η κυβέρνηση δεν περνάει τα μέτρα μετά τις εξετάσεις. Ή ακόμα και με την αριστερά που δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα περισσότερο από το να τρέχει από τη ΓΣΕΕ στην ΑΔΕΔΥ. Με όλους αυτούς τους νεροκουβαλητές της ήττας και της κλάψας δεν μπορεί να υπάρχει καμία τύχη. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια νέα αντίληψη για τους αγώνες και το υποκείμενο τους. Μια αντίληψη που να οργανώσει τους άμεσα ενδιαφερόμενους χωρίς να ψάχνει τα ανύπαρκτα εκατομμύρια που δήθεν θα βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Που θα ποντάρει στους αποφασισμένους ξέροντας ότι αν αυτοί είναι οργανωμένοι, τότε θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι. Μόνο έτσι θα αποκατασταθεί η χαμένη αλληλεγγύη. Όταν την αναζητήσουμε σε όσους πιστεύουν στον αγώνα και όχι εκεί που είναι όλα διαλυμένα. Από κει μπορεί να ξεκινήσει η αντεπίθεση. Με αυτόν τον κανόνα μπορεί να χτιστεί και μια μάχιμη αριστερά. Προχωράμε μόνο με όσους είναι έτοιμοι να πιαστούν στις αλυσίδες και είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν μέχρι τέλους. Οι υπόλοιποι ας ασχοληθούν χάνοντας τον καιρό τους για τη ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ, το ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, την Ανταρσύα, την ωριμότητα των συνθηκών, το συσχετισμό δύναμης, τις προϋποθέσεις για αγώνα, τις πλατιές κοινωνικές συμμαχίες και περιμένοντας το λαό να πάρει την υπόθεση στα χέρια του. Αιωνία τους η μνήμη.

Κ. Μαραγκός

ΠΗΓΗ: 17/05/2013, http://avantgarde2009.wordpress.com/2013/05/17/…AD/

… ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ!

ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ, ΕΧΟΥΜΕ ΤΟ ΔΙΚΙΟ, ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ!

 

Της Αγγελικής Φατούρου*


Η πρόταση της ΟΛΜΕ για απεργία στις Εξετάσεις δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Αποτελούσε τη συμπύκνωση, προέκταση και κατάθεση της αγωνίας χιλιάδων εκπαιδευτικών που βλέπουν το Δημόσιο σχολείο να απαξιώνεται, το μισθό και τη σύνταξη να σφαγιάζονται και τις σταθερές εργασιακές σχέσεις να καίγονται στην πυρά.

Στην ουσία, η πρόταση για απεργία στις εξετάσεις, που κατατέθηκε πρώτα από τις Αγωνιστικές Παρεμβάσεις [25/4 δημόσια και στο ΔΣ της ΟΛΜΕ], ήταν το ώριμο τέκνο της ανάγκης και της οργής ενός ιστορικού κλάδου, που είδε, ιδιαίτερα την τελευταία τριετία, το δημόσιο σχολείο να διαλύεται, τα εισοδήματά του να μειώνονται κατά 40%, το μέλλον του στο Δημόσιο Σχολείο να είναι επισφαλές [με τις απολύσεις και τις αναγκαστικές μεταθέσεις], το φάντασμα της γενικευμένης απομόρφωσης να απειλεί ένα μεγάλο μέρος του μαθητικού πληθυσμού και μια νεολαία να σέρνεται καταδικασμένη στην αμάθεια, την ανεργία και την κακοπληρωμένη εργασία, χωρίς εργασιακά δικαιώματα, χωρίς παρόν και μέλλον. Ως εκ τούτου η απεργία ήταν ΔΙΚΑΙΗ.

Η κυβέρνηση Σαμαρά, έχοντας στο πλευρό της ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜ.ΑΡ, Χρυσή Αυγή και ΜΜΕ έδειξε για άλλη μια φορά, ακόμα πιο αποκρουστικά, το αντιλαϊκό, αυταρχικό πρόσωπό της. Εντός και εκτός Ελλάδας, ο Σαμαράς, στο ρόλο νέας Θάτσερ, επιδιώκει να συνδυάσει τη νέα φτώχεια με την άγρια καταστολή. Με την πρωτοφανή απόφαση για προληπτική επιστράτευση 85.000 καθηγητών, η κατασταλτική πολιτική της κυβέρνησης Σαμαρά,σε συνέχεια των ανάλογων μέχρι σήμερα πρακτικών της, επιβάλλει τον αυταρχισμό σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής και το βάθεμα του πολιτικού εκφασισμού (πχ Σκουριές, ΠΟΕ – ΟΤΑ, εργαζόμενοι ΜΕΤΡΟ, ναυτεργάτες κλπ), στοχοποιώντας την αγωνιζόμενη Αριστερά και τα Συνδικάτα που διεκδικούν. 

Ανοιχτά υπονομευτικό, έως και απεργοσπαστικό ρόλο, στην προτεινόμενη απεργία έπαιξαν και οι ηγεσίες των ΑΔΕΔΥ-ΓΣΕΕ, με δηλώσεις και πράξεις τους, με αποκορύφωμα την άρνησή τους να κηρύξουν πανεθνική απεργία στις 17/5. Οι κρατικοί συνδικαλιστές, πρωτίστως των ΠΑΣΚ-ΔΑΚΕ, έδωσαν χέρι βοήθειας στην κυβέρνηση στην πιο κρίσιμη στιγμή του αγώνα μας, ακόμα και στις Ομοσπονδίες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που -εκτός της ΔΟΕ- ΚΑΜΙΑ δεν προκήρυξε απεργία για τις 17/5 όπως επίμονα ζητούσε η ΟΛΜΕ [με απόφασή της από την Παρασκευή 10/5].
Αρωγός της άθλιας και βάρβαρης πολιτικής της ΝΔ και της τρικομματικής συμπαιγνίας έγινε αντικειμενικά η ηγεσία του ΚΚΕ που με την κατεύθυνση και την πρακτική της [βλ. προτάσεις ΠΑΜΕ για 48ωρη απεργία εκτός εξετάσεων, δηλώσεις Σοφιανού στο ΜΕΓΚΑ ότι δεν πρέπει να γίνει απεργία στις εξετάσεις, μάλιστα με επιχειρήματα από το βαρύ οπλοστάσιο του αντίπαλου μπλοκ, όλες οι κινήσεις τους μέχρι και τις ΓΣ των ΕΛΜΕ, το γεγονός ότι ούτε μια Ομοσπονδία ελεγχόμενη από το ΠΑΜΕ δεν προκήρυξε ούτε απεργία, ούτε στάση εργασίας, ούτε καν συλλαλητήριο για τις 17/5, κλπ] και το σεχταριστικό – διασπαστικό της ρόλο λειτουργεί υπονομευτικά στην ενότητα των εργαζομένων και του συνδικαλιστικού κινήματος. 
Αντίστοιχα ο ΣΥΡΙΖΑ δια του προέδρου του αρνήθηκε μέχρι τέλους να καλύψει με δήλωσή του την έμπρακτη υποστήριξή του τόσο στην απόφασή μας για απεργία ΣΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ, όσο και κυρίως στο σπάσιμο της επιστράτευσης μέσω της απεργίας και τελικά με κεντρική του απόφαση "απέσυρε" τους συνδικαλιστές του προέδρους των ΕΛΜΕ από την υλοποίηση της απεργίας, η οποία είχε αποφασιστεί από το 92% των ΕΛΜΕ, με παρουσία στις μαζικές γενικές συνελεύσεις που προηγήθηκαν πάνω από 20.000 εκπαιδευτικών. Η πολιτική του "ώριμου φρούτου" και της υποταγής στο συντηρητισμό της εν δυνάμει εκλογικής του πελατείας δεν έχει καμιά σχέση με την Αριστερά και την παράδοση των εργατικών-πολιτικών και κοινωνικών αγώνων του τόπου μας. Αποκαλύπτεται, έτσι, και η πραγματική φυσιογνωμία και ο ρόλος του κόμματος αυτού.

Εμείς επιμείναμε μέχρι τέλους στην πραγματοποίηση της απεργίας, θεωρώντας ότι οι πολιτικοί και κοινωνικοί όροι θα διαμορφώνονται ραγδαία μέχρι και την Παρασκευή το πρωί, θέτοντας σαν κεντρικό ζήτημα ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗΣ. Δυστυχώς δεν καταφέραμε να ανατρέψουμε μια κεντρικά ειλημμένη απόφαση όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων και των συνδικαλιστών τους. 

Αλλά τίποτε δεν τέλειωσε! Η υπόθεση της εκπαίδευσης και των αγώνων των εκπαιδευτικών αφορά την κοινωνία, όλο το εργατικό κίνημα, τα συνδικάτα και την Αριστερά. Με την ανεργία να καλπάζει, τις μαζικές απολύσεις να πλήττουν όλο και μεγαλύτερα κομμάτια των εργαζομένων, τη δημόσια δωρεάν παιδεία και υγεία να καταρρέουν, την κρατική βία και τρομοκρατία να θεριεύουν μόνο ένας δρόμος απομένει, αυτός της μαζικής αντίστασης.

Ο αγώνας είναι πολιτικός, ενάντια στο σύνολο των μνημονιακών μέτρων και της πολιτικής κυβέρνησης-Ευρωπαϊκής Ένωσης -ΔΝΤ, στρέφεται ενάντια στην πολιτική βαρβαρότητα, τον αυταρχισμό και την εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό, αφορά την Παιδεία, την εργασία και τη Δημοκρατία. Η αντίσταση και η ανατροπή της βάρβαρης αυτής πολιτικής αποτελεί υπόθεση όλου του λαού. Κανείς δεν είναι στο απυρόβλητο και κανείς δεν μπορεί μόνος του να σταματήσει τη λαίλαπα της αντιλαϊκής πολιτικής τους. ΕΝΙΑΙΟΣ ΠΑΝΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΠΑΛΛΑΪΚΟΣ ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ πρέπει να είναι η απάντησή μας και σ΄αυτήν την κατεύθυνση θα δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις.

 

* ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΦΑΤΟΥΡΟΥ,μέλος του ΔΣ της ΟΛΜΕ

17-5-2013

Σημείωση: Θα δημοσιευθεί στην αυριανή 'ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ"

Προς ψηφοφόρο της Χρυσής Αυγής

Προς ψηφοφόρο της Χρυσής Αυγής

 

Του Στάθη (Σταυρόπουλου)*


 

Αγαπητέ μου, εφόσον έχεις ψηφίσει Χρυσή Αυγή, δεν ξέρω πώς ακριβώς να σε προσαγορεύσω. Ας μείνουμε στο «κύριε» που, υποθέτω, μας καλύπτει και τους δύο.

Η επιστολή αυτή δεν απευθύνεται στα μέλη της Χρυσής Αυγής, διότι κάθε διάλογος με τους φασίστες είναι αγώνας άγονος, απευθύνεται όμως σε πολίτες που, στο πλαίσιο της δημοκρατίας, επέλεξαν να ψηφίσουν αυτό το κόμμα.

Κι ακριβώς αυτό, η δημοκρατία είναι το πρώτο ζητούμενο. Για την ίδρυσή της, την καθιέρωσή της και την υπεράσπισή της στην Ελλάδα, όπως και παντού αλλού, πλήθος πολιτών, μέγεθος λαού, έχουν χύσει το αίμα τους, αριστεροί, κομμουνιστές, κεντρώοι, σοσιαλιστές, δεξιοί, σοσιαλδημοκράτες, χριστιανοί, αναρχικοί, εβραίοι, αλλοεθνείς, έχουν χύσει το αίμα τους κι έχουν δώσει τη ζωή τους. Μόνον οι φασίστες το μόνον που έχουν δώσει για τη δημοκρατία είναι οι σφαίρες τους εναντίον της.

Ξέρω τις ενστάσεις σου: η δημοκρατία, ιδίως σήμερα, είναι εκφυλισμένη, διεφθαρμένη, ακόμα και πρόσχημα ολιγαρχίας. Αυτό εξαρτάται από το ειδικό βάρος του λαού και την πολιτική του ισχύ μέσα στη δημοκρατία. Συνεπώς χρειαζόμαστε μια καλύτερη δημοκρατία σήμερα και μια ανώτερη αύριο, όχι τον θάνατό της. Ο θάνατός της θέτει οριστικώς τον λαό στο περιθώριο. Αντιθέτως, ο αγώνας για τη βελτίωσή της φέρνει τον λαό πιο κοντά στην εξουσία, είτε για να την επηρεάζει προς όφελός του, είτε για να την πάρει κάποια στιγμή στα χέρια του και να της δώσει νέο νόημα, ανθρωπιστικό.

Και τέλος, στη δημοκρατία ψηφίζεις. Έστω Χρυσή Αυγή. Σε καθεστώς Χρυσής Αυγής, όμως, θα ψήφιζες μόνον ό,τι θα σε διέτασσαν.

Σου λένε ότι η Χρυσή Αυγή είναι κόμμα διαμαρτυρίας. Ψέμα! Είναι κόμμα της εξουσίας. Οχι εξουσίας. Της εξουσίας. Σε ποιον αγώνα για τα δικαιώματά σου είδες τη Χρυσή Αυγή να συμμετέχει και να αγωνίζεται; Σου λένε τα μέλη της ότι δεν κατεβαίνουν στις διαδηλώσεις διότι θα γίνει χαμός με τους αριστερούς. Τότε γιατί δεν διοργανώνουν άλλες, δικές τους διαδηλώσεις αλλού; Πότε είδες τη Χρυσή Αυγή να διαδηλώνει για το μεροκάματό σου, για την ασφάλισή σου, τη σύνταξή σου; Ποτέ! (Η αλήθεια όμως είναι ότι η Χρυσή Αυγή εν τέλει «κατεβαίνει» στις διαδηλώσεις. Για να τις διαλύσει. Μαζί με τους μπάτσους και τους μπάχαλους…)

Σου λένε ότι η Χρυσή Αυγή ακούει τον πόνο σου, τον καημό σου, τα βάσανά σου. Τίποτα δεν ακούει. Απλώς θέλει εκείνη να ακούς τι σου λέει αυτήγια τον πόνο σου και τα βάσανά σου. Για δοκίμασε να της αντιμιλήσεις σε όσα σου κανοναρχεί. Ουδείς διάλογος μπορεί να συμβεί μέσα στα φασιστικά κόμματα, παρά μόνον η έκδοση εντολών και η υπακοή σε αυτές. Είναι κόμματα υποταγής. Ο αρχηγός, ο φύρερ, έχει το αλάθητο του Πάπα. Η δομή τους είναι μιλιταριστική. Ο ένας διατάζει, ο άλλος υπακούει. Δεν είναι μεταξύ τους ίσοι, ούτε ισότιμοι. Τα κόμματα αυτά δεν απευθύνονται σε ελεύθερους ανθρώπους, σε ελεύθερα σκεπτόμενους πολίτες, αλλά σε οπαδούς, σε υπηκόους, που πρέπει να λαμβάνουν και να εκτελούν εντολές. Η διαφωνία είναι αμφισβήτηση του αρχηγού, είναι αίρεση, είναι ανταρσία, είναι έγκλημα καθοσιώσεως. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι η φωνή του λαού, είναι φερέφωνο της εξουσίας.

Η Χρυσή Αυγή δεν σε θέλει στον δρόμο να αγωνίζεσαι, σε θέλει στον καναπέ να βρίζεις με ανήμπορη λύσσα θεούς και δαίμονες, ώσπου να μην μπορείς να ξεχωρίσεις τους θεούς απ' τους δαίμονες.

Σου λένε ότι είναι πατριώτες. Ουδέποτε η ακροδεξιά έκανε καλό στην πατρίδα. Την έβλαψε όσον και οι ξένοι κατακτητές με τους οποίους συνεργάστηκε. Ιδιαιτέρως η Χρυσή Αυγή, επειδή ντρέπεται να παραδεχθεί ότι ήταν (και είναι) εθνικοσοσιαλιστική, δηλώνει εθνικιστική. Εν πρώτοις, ο εθνικοσοσιαλισμός δεν διαφέρει ιδιαιτέρως απ' τον εθνικισμό και πάντως διαφέρει όσον ο Χίτλερ απ' τον Φράνκο ή ο Μουσολίνι απ' τον Κεμάλ Ατατούρκ, όταν οι μεν εξόντωναν Εβραίους και κομμουνιστές και οι δε Ποντίους και Αρμενίους.

Δεν είναι πατριωτική η Χρυσή Αυγή, διότι ο «πατριώτης» που μισεί τις πατρίδες των άλλων είναι εθνικιστής. Μισάνθρωπος, ξενόφοβος. Και δειλός. Διότι δεν έχει το γνώθι σαυτόν και δεν ομολογεί ούτε στον εαυτόν του ότι κάτι σκοτεινό έρπει μέσα του. Που εκφράζεται εύκολα με κουβέντες του καφενέ για τους «κωλοξένους», αλλά μάλλον (ακόμα κι αυτό το σκοτεινό μέσα του) θα πάθαινε φρίκη στη θέα ενός σφαγμένου ανθρώπου που πριν να δολοφονηθεί ήταν κάτι, Πακιστανός, Έλληνας, Τούρκος, Γερμανός, ενώ τώρα είναι μόνον νεκρός.

Ή με χαρακωμένο πρόσωπο ή σπασμένος στο ξύλο. Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα ελληνικά γράμματα; Με τη φιλοσοφία, τη δημοκρατία, την ποίηση, την ιατρική; τα τραγούδια μας;

Γιατί άραγε οι Χρυσαυγίτες είναι ανορθόγραφοι (έως αηδίας); γιατί δεν ξέρουν γρυ απ' την ελληνική ιστορία; Διότι αν ήξεραν, δεν θα ήταν Χρυσαυγίτες.

Πες μου έναν άνθρωπο των γραμμάτων, έναν ποιητή, έναν καλλιτέχνη, έναν επιστήμονα που να υποστηρίζει τη Χρυσή Αυγή. Ούτε ένας! Γιατί; Ξέρω τις ενστάσεις σου για τους διανοούμενους, δεν είναι όμως όλοι εξωμότες, ούτε αργυρώνητοι. Γιατί, απ' όσους είναι καθαροί, δεν υποστηρίζει ούτε ένας τη Χρυσή Αυγή; Απ' τους ηθοποιούς που αγαπάς, γιατί δεν υποστηρίζει αυτό το μόρφωμα ούτε ένας;

Ξέρω ότι ιδιαιτέρως απ' τους αριστερούς διανοούμενους ορισμένοι (μην πεις όλοι, η γενίκευση οδηγεί στον φασισμό) σε εκνευρίζουν. Και μένα. Οι προσκυνημένοι. Στους απροσκύνητους όμως ανάβω κερί. Εσύ σε ποιους ανάβεις κερί; Τι σχέση έχει ο Τσιτσάνης μέσα σου με τον Καιάδα;

Σου λένε οι Χρυσαυγίτες ότι είναι ιδεολόγοι. Ποιας ιδεολογίας όμως; Χριστιανοί δεν είναι. Για τους χριστιανούς ο εθνισμός, πόσω μάλλον ο εθνικισμός, είναι αίρεση. Τι σχέση είχαν οι φασίστες και οι δωσίλογοι με τους λαϊκούς παπάδες που βγήκαν αντάρτες, εκτός από το να τους εκτελούν; Θα μου πεις, είχαν σχέση με το μέρος του κλήρου που συνεργάστηκε με τους ναζί. Ναι! πόσο χριστιανικό ήταν αυτό, πόσο πατριωτικό;

Αλλά, αν δεν είναι χριστιανοί, είναι, σου λένε, λάτρεις των αρχαίων Ελλήνων. Μη σου πω και των Βυζαντινών. Εν πρώτοις, καλύτερος απ' τον λάτρη είναι ο γνώστης. Και οι φασίστες από την Ιστορία «γνωρίζουν» μόνον τους μύθους της. Για αυτό και την εξιδανικεύουν. Την αντιλαμβάνονται ως μια διαμάχη καλών και κακών. Ψώνια είναι. Όπως όλοι οι ανιστόρητοι. Δημιουργούν μια δική τους ψευδή ιστορική ταυτότητα κι αρχίζουν τα καραγκιοζιλίκια όπως με την «αιμοδοσία μόνον για Ελληνες», στέλνοντας στον διάολο τον Ιπποκράτη, την αρχαία ελληνική γραμματεία καθώς και την ελληνική κληρονομιά στον παγκόσμιο πολιτισμό. Αλλά μη μακρηγορώ για όλα αυτά, κατά βάθος τα ξέρεις. Άλλο γινάτι βγάζεις και η οργή σου δίνει τόπο στη Χρυσή Αυγή να υπάρχει. Αυτό που σε καίει είναι το μεταναστευτικό πρόβλημα.

Ζόρικο πρόβλημα. Πρόβλημα που παράγει προβλήματα. Το κράτος δεν θέλει να το λύσει, μάλιστα ορισμένες εκδοχές του χρειάζονται στην εξουσία, όπως χρειάζονται και φθηνά εργατικά χέρια στα πάσης (κακής) φύσεως αφεντικά.

Πώς λύνεται αυτό το πρόβλημα; Δύσκολα. Αλλά για να το προσεγγίσουμε πρέπει να κάνουμε ορισμένες βασικές παραδοχές. Δεν λύνεται με την ξενηλασία, το άνοιγμα κεφαλιών, το ξύλο και το πογκρόμ. Ούτε είναι όλοι οι μετανάστες, νόμιμοι ή παράνομοι, κακοποιοί κι εγκληματίες. Αντιθέτως, τους περισσότερους τους εκμεταλλεύονται επιτήδειοι σε δουλειές που εμείς δεν κάναμε επί πολλά χρόνια.

Το πρόβλημα με τους μετανάστες είναι πρωτίστως ταξικό, όπως και το δικό σου. Καθόλου εξαθλιωμένος Πακιστανός δεν ήταν ο «καθώς πρέπει» Ολλανδός που κατέσφαξε το Ρωσάκι στην Κρήτη. Το πρόβλημα είναι ότι ο Ολλανδός ήταν πιο φθηνός εργάτης από σένα, παρ' ότι σε έχουν κάνει και σένα τόσον φθηνό εργάτη όσον έναν Βούλγαρο. Ομως ούτε ο Ολλανδός ούτε ο Βούλγαρος ούτε ο Πακιστανός σού «παίρνουν τη δουλειά», που δεν σου δίνει το αφεντικό, αλλά το αφεντικό που δεν σου τη δίνει.

Θα μου πεις, μεγάλο θέμα άνοιξες τώρα  – οι υποβαθμισμένες γειτονιές, η τρομοκρατία των συμμοριών, η βία κατά των γηγενών, μάλιστα των πιο αδύναμων – δεν αντέχει η Ελλάδα τέτοιο βάρος. Ωραία! να βρούμε λύσεις! Όμως τι λύσεις σού προτείνει η Χρυσή Αυγή; ότι θα διώξει τους παράνομουςπώς; με πογκρόμ; Δεν σε ενδιαφέρει, αρκεί να τους διώξει; Mα, αν δεν μπορεί να τους διώξει, πώς θα τους διώξει; Παραμυθιάζεσαι ή σου αρέσει να σε δουλεύουν;

Ας σοβαρευτούμε. Δεν σου κρύβω ότι αυτό το πρόβλημα προκαλεί αμηχανία σε όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις και όλους τους δημοκρατικούς πολίτες. Για αυτό και η δυσκολία όλων μας να προτείνουμε λύσεις. Στο μεταξύ όμως η κατάσταση έχει ξεφύγει. Κάθε μέρα έχουμε όλο και πιο πολλά κρούσματα ρατσιστικής βίας. Είναι αυτό λύση; Οι εμπρησμοί μικρομάγαζων, οι ξυλοδαρμοί, οι φόνοι;

Για το μέγα αυτό πρόβλημα, το μεταναστευτικό, έχει αρχίσει συζήτηση στη χώρα από καιρό. Διεξάγεται δύσκολα. Δεν έχει οδηγήσει ακόμα σε χρήσιμα αποτελέσματα. Πρέπει να διευρυνθεί. Για να διευρυνθεί και να τελεσφορήσει χρειάζεται σκέψη, νηφαλιότητα, ανθρωπιστική προσέγγιση, φως, όχι νύχτα, μπράβους, βία, μισανθρωπία και τρέλα. Ή μήπως διαφωνείς;

Η Χρυσή Αυγή είναι δηλητήριο. Δηλητηριάζει νέα παιδιά και τους εμφανίζει τους διωγμούς (που και οι πατεράδες μας υπέστησαν) ως περιπέτεια. Οι διωγμοί, ο μιλιταρισμός, η νομιμοποίηση των υπερανθρώπων, αυτών που έχουν δικαίωμα ζωής ή θανάτου επί των… υπανθρώπων, είναι μόνον η αρχή – το δικό μας 1933. Στο τέλος, το 1945 τα παιδιά κατέδιδαν τους γονείς τους και τους εκτελούσαν οι ναζιστικές ομάδες θανάτου σαν σκυλιά. Με ποια φωτιά απ' την κόλαση παίζεις;

Δεν μας ταιριάζει τέτοιο έγκλημα, τέτοια ταπείνωση – δεν έχουν σχέση με την παράδοση και τον πολιτισμό μας. Δεν μπορεί νέα παιδιά να χαιρετούν ναζιστικά και να αυτοπαραμυθιάζονται ότι χαιρετούν… αρχαιοελληνικά. Δεν μπορούν να μιλούν για «αίμα και τιμή» χωρίς να ξέρουν ότι μιλούν για αίμα φόνων και τιμή τριάκοντα αργυρίων.

Καιρός να τελειώνει αυτό το μακάβριο αστείο. Το 1933 οι Γερμανοί δεν ήξεραν. Ούτε οι Ιταλοί το 1923. Τώρα όλοι γνωρίζουμε. Ξέρουμε τι είναι ο φασισμός και σε ποια αποκτήνωση οδηγεί τον άνθρωπο. Κάθε ψήφος στους φασίστες βγάζει έναν δαίμονα απ' την κόλαση για να ξαναπαίξει παιχνίδι. Δεν μπορεί το μεταναστευτικό, ένα δύσκολο πρόβλημα, να γίνεται αιτία για εύκολες επιλογές που δυναμώνουν το πιο άγριο θηρίο που αντιμετώπισε ποτέ ο άνθρωπος: τον ναζισμό.

Σας παρακαλώ! θυμηθείτε τι ήταν ο φασισμός. Πάρτε βιβλία οι νεότεροι να μάθετε. Χαϊδεύουμε με την ανοχή μας και θρέφουμε με την ψήφο μας ένα τέρας. Τον πιο σκοτεινό και μοχθηρό μηχανισμό του συστήματος.

Ο φασισμός δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Το χρησιμοποιεί. Το ίδιο και το μεταναστευτικό. Δεν ξέρει να το λύσει, δεν θέλει να το λύσει, θέλει να το χρησιμοποιήσει. Εναντίον σας. Μη χρησιμοποιείτε την ψήφο σας εναντίον σας, εναντίον των παιδιών σας, εναντίον των συναδέλφων σας, εναντίον του πλησίον σας.

Ξέρω, με κοιτάζεις με μισό μάτι, δεν με πιστεύεις. Κάνε λοιπόν ένα πείραμα – που όμως δεν σου το συνιστώ, ολόθερμα δεν σου το συνιστώ. Πήγαινε στα γραφεία της Χρυσής Αυγής και πες τους πράγματα που δεν θέλουν να ακούσουν. Θα σε προπηλακίσουν. Αν επιμείνεις, θα σου σπάσουν το κεφάλι. Ή μήπως δεν το ξέρεις;

Αυτό το πολίτευμα θέλεις;

Μπορεί επίσης να λες ότι ξέρεις τι είναι οι ναζί, αλλά εσύ απλώς τους ψηφίζεις για «να κάνουν τη βρώμικη δουλειά» κι ύστερα πάπαλα! Αν έτσι νομίζεις, δεν χρειάζεται να πας εσύ στα γραφεία τους, θα έρθουν εκείνοι στο σπίτι σου. Με την ψήφο σου.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή. Δεν έχει την αντοχή για αφροσύνες, πόσω μάλλον για πεμπτοφαλλαγγίτες μέσα της. Σκέψου. Κι αφού σκεφθείςξανασκέψου.

Με σκέψη και διάλογο λύνονται τα προβλήματα, όχι με ύβρεις, ψευτιέςτρέλες και φόνους…


* email: stathis@enikos.gr

ΠΗΓΗ: 17/05/2013, http://www.enikos.gr/stathis/145040,Pros_yhfoforo_ths_Xryshs_Ayghs.html