Ο αναμορφωμένος

Ο αναμορφωμένος

Του Δημήτρη Μαγριπλή*

Τον πήγαν στο τρίτο τάγμα.

– Πιστεύεις στην  μεγάλη Ελλάδα, ρε;

– Πιστεύω.

Τον πλάκωσαν στο ξύλο γιατί έλεγε ψέματα. Αίματα και μύξες σε όλο το πρόσωπο. Μελανιές παντού. Τον γύρισαν τέσσερις και τον πέταξαν στη σκηνή. Ξύπνησε από τις φωνές.

– Σήκω, ρε Βούλγαρε. Τον  έσυραν έξω στο κρύο.

– Πιστεύεις στην μεγάλη Ελλάδα, ρε;

– Όχι.

Τον έκαναν τ’ αλατιού. Δεν του άφησαν ούτε δόντι και αφού απόκαμαν από την κούραση άναψαν τσιγάρο και κοιτούσαν την αυγή. Αυτός κοίταγε ένα μυρμήγκι που έβγαινε πίσω από τη ρίζα του ραδικιού. Ήρθε κοντά στη λίμνη, μύρισε το αίμα και απομακρύνθηκε. Δεν είχε όρεξη φαίνεται. Έκανε στροφή και πλησίασε στο ανοιχτό του στόμα. Εκεί έχασε κάθε οπτική επαφή. Τι απέγινε, κανείς δεν ξέρει. Μπορεί και να έκανε το γύρο των σωθικών του, μπορεί και να έφυγε από τα δεξιά πίσω ακριβώς από το σπασμένο σαγόνι του.

Για μέρες δεν τον πείραξαν. Πήρε κουράγιο. Τον φρόντισε και ο φοιτητής της ιατρικής, με ό,τι μπόρεσε… Κάποτε σηκώθηκε όρθιος. Βγήκε από τη σκηνή και ένας γεναριάτικος ήλιος τον ζάλισε. Έπεσε πάλι στη γη. Το μυρμήγκι τον υποδέχθηκε χαρούμενα. Έτρεξε προς το μέρος του και ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο του κεφαλιού του. Ένας άνεμος το πέταξε πάλι κάτω και έκανε μια αστεία τούμπα μπροστά στα μάτια του. Έμεινε κάτω για ώρα. Τον σήκωσε κάποιος με βία.

– Πιστεύεις στη πατρίδα, ρε;

– Πιστεύω.

– Υπόγραψε, και του έτεινε μια κόλλα χαρτί και ένα στυλό.

Έβαλε την υπογραφή του και λοξοκοίταξε με φόβο τον φρουρό. Πάνω στο φορείο τον πήγαν στο αναρρωτήριο. Μετά από καιρό μόνο μια ζάλη, πιο πολύ όταν θυμόταν, του έμεινε. Και πόνοι σε όλο του το κορμί.

– Περαστικά, του είπε ο υπίατρος και του έδωσε κάμποσες ασπιρίνες. Γύρισε στη σκηνή. Στην πρωινή αναφορά έβγαλε λόγο.

– Αποτάσσομαι, έλεγε ξανά και ξανά.

Χειροκροτήματα δέχθηκε μόνο από τους βασανιστές του. Αυτό τον προβλημάτισε. Ευτυχώς η δημόσια ομολογία δεν κράτησε πολύ. Ύστερα τον πήραν στον λόχο διοικήσεως. Του έδωσαν καινούργια φορεσιά και πηλήκιο με ένα αστραφτερό έμβλημα. Ήταν επιτέλους αναμορφωμένος. Ο λόγος του εστάλη ταχυδρομικώς για να διαβαστεί από τον παπά του χωριού του στην εκκλησία. «Δήλωση Μετανοίας» έγραφε σαν τίτλος. Ήταν κάτι σαν πιστοποιητικό βάφτισης και έπρεπε να το είχε πάντα μαζί του.

Τις πρώτες μέρες πήγαινε σε αγγαρείες ρουτίνας. Θαλαμοφύλακας, μαγειρεία, καντηλανάφτης… Εκεί γνώρισε και το νεαρό Αρχιμανδρίτη από την Πρέβεζα. Πήγαιναν οι κρατούμενοι για εξομολόγηση και κρατούσε ημερολόγιο. Ό,τι του έλεγαν το μετέφερε στη διοίκηση. Αυτός τον ευλόγησε μαζί με καμιά εικοσαριά άλλους αναμορφωμένους και τους παρέδωσε κάτι ευλογημένα ρόπαλα. Ήταν άνδρες ξανά. Μετέλαβαν και κατηφόρισαν από την εκκλησία. Αυτός διάλεξε τη σκηνή του. Εκεί δοκίμασε το ρόπαλο. Γερό. Με   ένα χτύπημα έσπασε ένα κεφάλι. Λίμνη το αίμα. Έσκυψε. Το μυρμήγκι έκανε το γύρο της λίμνης.

– Το βλέπεις; ρώτησε τον φοιτητή.

Καμία απάντηση. Το πήρε στη παλάμη του και το άφησε μέσα στη λίμνη.

– Κολυμπάει, είπε και έφυγε γελώντας.

Το βράδυ δεν είχε ύπνο. Έφαγε πολύ; Μα το κρέας του άρεσε. Άλλωστε κανείς δεν είχε παραπονεθεί για το συσσίτιο. Τι να είχε;

Το  πρωί ήταν καλύτερα και μάλιστα κατάφερε να λουφάρει στην εκκλησία. Κοιμήθηκε του καλού καιρού. Το μεσημέρι έφαγε φασολάδα και  κάθισε στη λιακάδα. Αγνάντευε την ακτή απέναντι και επιθυμούσε τη Μαριγώ. Πόσο καιρό είχε να νοιώσει τη φύση του. Μια ακταιωρός εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Ερχόταν στο νησί. «Εφοδιασμός», σκέφτηκε.

Την επομένη βρέθηκε να δέρνει ώρες ολόκληρες. Από παντού άκουγες ριπές και ποδοβολητά  όχλου. Καθόταν πάνω από τον δρόμο και χτύπαγε ό,τι ερχόταν. Στα τυφλά. Αρκεί να έβρισκε αντίσταση. Όποτε ένοιωθε τον αέρα στο ξύλο του σταμάταγε. Ήξερε ότι είχε διάλειμμα.

Σαν απόκαμαν οι φύλακες και η ακταιωρός έπαψε να βάλλει, μέτρησαν τα πτώματα. Αυτός τα βρήκε τριακόσια και τα είχε τετρακόσια, όσο κι αν ο διοικητής επέμενε ότι ήταν γύρω στα είκοσι.

– Εντάξει τα υπόλοιπα, είπε, κάνω λάθος.  Αλλά  στην αριθμητική;

Δεν το χώνεψε. Βρήκε και τον νεαρό Αρχιμανδρίτη και το εξομολογήθηκε.
Εκείνο το βράδυ ο επιλοχίας τον έβγαλε με τα σώβρακα έξω από τον θάλαμο. Έκανε κρύο πολύ και τουρτούριζε.

– Ξέρεις να μετράς,  ρε;

– Ξέρω.

Το πρωί το κεφάλι του ήταν σαν καρπούζι. Βγήκε στην αναφορά και όταν τον ρώτησαν τι έπαθε, είπε ότι έπεσε από το κρεβάτι.

– Ελεύθερος υπηρεσίας, ανακοίνωσε ο επιλοχίας.

– Ο παπάς, σκέφτηκε κι έφτυσε αίμα. Το πάτησε με την αρβύλα και κανείς δεν πρόλαβε να το δει.

Παραφύλαξε. Ήταν όλοι στο γήπεδο. Κάποιος επίσημος έβγαζε λόγο για τις αρετές του έθνους. Πήγε στην εκκλησία. Κατέβασε τις εικόνες και τις έβαλε τη μια πάνω στην άλλη. Άνοιξε τον αναπτήρα, έβγαλε το μπαμπάκι που ήταν ποτισμένο βενζίνη και το έβαλε κάτω από τον σωρό. Άναψε σπίρτο.

– Φωτιά, φωτιά, ακούστηκε από το λόχο.

Η εκκλησία ζωσμένη στις φλόγες και κείνος απ’ έξω, με ένα χαρτί στα χέρια ούρλιαζε:

– Τα τριάκοντα αργύρια ρε! Τα τριάκοντα αργύρια.

Μόνο το χαρτί σώθηκε. Το σήκωσε ο καπνός και το πήρε ο άνεμος. Καψαλισμένο κάθισε πάνω στη θάλασσα.

«Δήλωση μετανοίας» έγραφε, όταν το κύμα το διέλυσε σε τριάντα κομμάτια.

ΠΗΓΗ: Εμπεριέχεται στο βιβλίο: ΔΕΚΑ ΜΙΚΡΕς ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΕς ΙΣΤΟΡΙΕς, ΕΥΘΥΝΗ, ΑΘΗΝΑ, 2012. Το είδα: 4-3-2016, http://www.tempo24.gr/eidisi/62548/o-anamorfomenos?utm_campaign=shareaholic&utm_medium=facebook&utm_source=socialnetwork

* Ο Δημήτρης Γ. Μαγριπλής είναι διηγηματογράφος, πρώην επιστημονικός συνεργάτης της Γ/βάθμιας εκπ/σης και … ελαιπαραγωγός!

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.