Τοπική Σύνοδος Ορθοδόξων 1872: Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ του ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ

Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΤΟΠΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ 1872 ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΥΛΕΤΙΣΜΟ

Του  Μητροπ. Ναυπάκτου  και Αγ. Βλασίου  Ιεροθέου (Βλάχου)*

Ο εθνικισμός  συνιστά μια διαίρεση, που καταστρατηγεί την ενότητα των ανθρώπων, ακριβώς γιατί προτάσσεται ο φυλετισμός σε βάρος της ενότητος του ανθρωπίνου γένους.

Όμως πρέπει να παρατηρηθή κάτι που δυστυχώς ξεφεύγει από την προ­σοχή εκείνων που αναφέρονται στον κίνδυνο του εθνικισμού. Και αυτό είναι ότι ο εθνικισμός, το να κλείνεται κανείς στον χώρο και τον χρόνο, να περικλείε­ται ατά φυλετικά όρια είναι στην πραγ­ματικότητα μια φυσική κατάσταση στην αφύσικη μεταπτωτική ζωή.

Ο Θεός δεν έπλασε τους ανθρώπους για να είναι άρχοντες και αρχόμενοι, κύριοι και δούλοι. Στην αρχή της δη­μιουργίας, ο άνθρωπος δεν ήταν χωρι­σμένος σε φυλές και εθνότητες, ούτε υπήρχε μεταξύ τους ανταγωνισμός. Όλα αυτά είναι καρποί και αποτελέσματα της πτώσεως του ανθρώπου, της εξόδου από τον Παράδεισο, της απωλείας της θεοκοινωνίας.

Στο βιβλίο της Γενέσως μετά τον κα­τακλυσμό του Νώε, αναφέρεται ότι οι άνθρωποι ομιλούσαν μια κοινή γλώσσα. «Και ην πάσα η γη χείλος εν, και φωνή μία πάσι» (Γεν. ια’1). Όταν όμως κατα­σκεύαζαν τον πύργο της Βαβέλ, που ή­ταν δείγμα αλαζονείας, τότε ο Θεός δη­μιούργησε σύγχυση στις γλώσσες και διεσκόρπισεν αυτούς σε όλο το πρόσω­πο της γης. Γράφεται στην Αγία Γ ραφή: «Και είπε Κύριος. Ιδού γένος εν και χεί­λος εν πάντων, και τούτο ήρξαντο ποιήσαι, και νυν ουκ εκλείψει άπ’ αυτών πάντα, όσα αν επιθώνται ποιείν, δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσα, ίνα μη ακούσωσιν έκαστος την φωνήν του πλησίον και διέσπειρεν αυτούς Κύριος εκείθεν επί πρόσωπον πόσης της γης…» (Γεν. ια’ 6-8).

Φαίνεται στο χωρίο αυτό ότι η διαίρε­ση των γλωσσών, η σύγχυση μεταξύ των ανθρώπων, η διαίρεσή τους, ήταν αποτέλεσμα της αμαρτίας του ανθρώπου. Ο Θεός τελικά συνεχώρησε και ευλόγησε αυτήν την απομάκρυνση, αποβλέποντας στο γενικότερο συμφέρον, αφού ήδη είχε προηγηθή μια άλλη κατα­στροφή δια του κατακλυσμού.

Η εκ νέου ενότητα μεταξύ των ανθρώπων επιτεύχθηκε με την ενανθρώπηση του Χριστού, τον Σταυρό, τον θά­νατο και την Ανάστασή Του, και την έ­λευση του Παρακλήτου. Η Εκκλησία είναι ο νέος Παράδεισος, μέσα στην οποία ο άνθρωπος αποκτά πραγματική κοινωνία με τον Θεό και τους ανθρώπους. Καίτοι παραμένει η ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της πατρίδος, που δεν καταργούνται, εν τούτοις υπερβαίνονται με την απόκτηση μιας άλλης γλώσ­σας, της νοεράς καρδιακής προσευχής, που είναι αποτέλεσμα της λήψεως του Αγίου Πνεύματος.

Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι στην εκκλησιαστική λατρεία γίνεται ένας συ­σχετισμός μεταξύ της Βαβέλ και της Πεντηκοστής. Χαρακτηριστικό είναι το Κοντάκιο της εορτής: «Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσε και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα». Στο τροπάριο αυτό φαίνεται ότι ο Θεός διεμέρισε τα έθνη και τις γλώσσες, αλλά τελικά δια του Αγίου Πνεύματος και δια της διανομής της κοινής γλώσσας του πυρός οι άνθρωποι απέκτησαν ενότητα μεταξύ τους. Έτσι, παρά τον χωρισμό και την διαφοροποίη­ση των γλωσσών, εν τούτοις υπάρχει μια κοινή γλώσσα. Και αν ερμηνεύσουμε την Πεντηκοστή μέσα από την πατερική διδασκαλία, μπορούμε να διαπι­στώσουμε ότι αυτό σημαίνει ότι όσοι φθάνουν στην βίωση της Πεντηκοστής, στην θεωρία του Θεού, αποκτούν και ενότητα μεταξύ τους.

Αυτό δείχνει ότι ο φυλετισμός, το κλείσιμο στα στενά όρια του εθνοφυλετισμού, που βεβαίως γίνεται σε βάρος της ενότητος του ανθρωπίνου γένους, είναι φυσική ζωή μέσα στην παραφύση κατάσταση του ανθρώπου. Η υπέρβαση του εθνοφυλετισμού γίνεται μόνον με την μέθεξη της ενοποιού δυνάμεως του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό μπο­ρούμε να το δούμε αναλυτικότερα σε τρία σημεία που θα ήθελα να θίξω στα επόμενα.

Το πρώτο σημείο είναι ότι ο άνθρω­πος μετά την πτώση, όπως λέγει η Αγία Γραφή φόρεσε τους δερμάτινους χιτώ­νες. Οι άγιοι Πατέρες ερμηνεύοντας τι είναι αυτοί  οι δερμάτινοι χιτώνες, δί­νουν και αλληγορική σημασία, ότι δηλα­δή είναι η φθορά και η θνητότητα. Λόγω της φθοράς και της θνητότητος, αναπτύσσονται στον άνθρωπο διάφορα πάθη, το κυριότερο των οποίων  είναι η φιλαυτία. Ο άνθρωπος στην μεταπτωτική ζωή αισθάνεται ανασφάλεια, φόβο και αγωνία, λόγω του θανάτου. Η ιδιο­τέλεια, η ιδιοκτησία, η κατοχή και αύξη­ση πολλών υλικών αγαθών, η φιλοδοξία είναι συνάρτηση αυτής της καταστάσεως. Ο άνθρωπος κλείνεται ερμητικά μέσα στα κτιστά περιοριστικά όρια, μέ­σα στην φυλακή του εγώ. Είναι φυσικό, λοιπόν, στην παρά φύση ζωή, να αισθά­νεται ασφαλής μέσα στην γλώσσα και την φυλή του, την οποία βλέπει σαν προέκταση του εαυτού του και της οικογενείας του. Δεν μπορεί να αγαπήση τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό του, δεν μπορεί να προσφερθή στην κοινωνία θυσιάζοντας την οικογένειά του, δεν μπορεί να υπερβή τον φυλετι­σμό.

Προσευχόμενος ο σταυρός να αντικαταστήσει τη σβάστικα στην καρδιά ενός νεαρού εγκληματία, ο πατέρας Αλέγκ βαπτίζει τροφίμους σε μια φυλακή στο Μπαγκαντισκόγε-στο πλαίσιο της νέας κοινωνικής δράσης της Εκκλησίας. «Πολλοί δεν είχαν ακούσει ούτε ακουστά την Αγία Γραφή» μας είπε ο πατέρας Αλέγκ.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι αυτή η υπέρβαση του φυλετισμού επιτυγχάνεται δια του Αγίου Πνεύματος, που ενεργεί μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Ο Θεός καλεί όλα τα έθνη να δεχθούν την Αποκάλυψη που δόθηκε δια του Χριστού στους ανθρώπους. Με τα μυ­στήρια της Εκκλησίας ο άνθρωπος εισάγεται και ζη σε μια οικογένεια που εί­ναι υπεράνω της ατομικής του οικογενείας και αυτής της Ιδίας του της πατρίδος. Χωρίς να καταργούνται οι οικο­γενειακές και εθνικές σχέσεις εν τούτοις αποκτά μια άλλη μεγάλη και ευρύτερη οικογένεια. Με το Βάπτισμα ο άνθρωπος υπερβαίνει τον ατομισμό του, και τις ατομικιστικές επιλογές. Ένας σύγχρονος μοναχός του Αγίου Όρους λέγει ότι ο άνθρωπος εισαγόμενος μέ­σα στην Εκκλησία, ακόμη δε και ο μονα­χός που αρνείται να κάνη δική του οικο­γένεια εισέρχεται μέσα στην μεγάλη οικογένεια του Αδάμ, δηλαδή κάνει οι­κογένεια και πατρίδα του όλον τον κό­σμο. Γι’ αυτό και το Άγιο Βάπτισμα λέ­γεται αναγέννηση, αφού η κολυμβήθρα είναι η πνευματική μήτρα της Εκκλη­σίας.

Με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ο άνθρωπος ενώνεται με τον Χριστό, και όπως Εκείνος έτσι και αυτός αγαπά όλον τον κόσμο. Η θεία Ευχαριστία που τελείται «κατά πάντα και δια πάντα» ενώνει όλους τους Χριστιανούς, έστω και αν ανήκουν σε διαφορετικά φύλα και έθνη. Είναι πάρα πολύ συγκινητικό να βλέπη κανείς Ορθοδόξους Χριστιανούς διαφόρων φυλών και χρωμάτων να μετέχουν του ιδίου ποτηριού και να προσεύχονται από κοινού κατά την διάρκεια της θείας λατρείας, ιδιαιτέρως δε κατά την θεία Λειτουργία.

Η ασκητική ζωή, που συνδέεται στενώτατα με την μυστηριακή ζωή, βοηθά τον άνθρωπο να αποβάλη την φιλαυτία και να αποκτήση την αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής». Φυσικά η άσκηση δεν είναι ανθρωπίνης προελεύσεως, αλλά ενέργεια της θείας Χάριτος και συνέργεια του ανθρώπου. Όταν απο­κτήση κανείς αυτήν την αγάπη, ξεπερ­νά τις γλώσσες των αγγέλων και των ανθρώπων (βλ. Α’ Κορ. ιγ’, 1). Οι θεούμενοι επειδή μεταμορφώνονται ολοκληρωτικά, αποβάλλουν την φιλαυτία, γι’ αυτό και είναι φυσικοί άνθρωποι, έχουν με­γάλη καρδιακή χωρητικότητα και είναι παγκόσμιοι άνθρωποι. Αγαπούν όλον τον κόσμο και προσεύχονται γι’ αυτόν.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας οικουμενικότητος που είναι καρπός της θιώσεως της προπτωτικής ζωής, είναι ο σύγχρονος άγιος Σιλουανός ο Αθωνί­της. Όποιος διαβάσει τα γραπτά του θα διαπιστώση ότι ήταν Ρώσος, έζησε στο Άγιον Όρος, αλλά προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Καίτοι είχε ρωσική κατα­γωγή, εν τούτοις εκκλησιαστικά δεν ή­ταν ούτε Ρώσος, ούτε Έλληνας, αλλά άγιος που αγκάλιαζε από αγάπη και με αγάπη όλον τον κόσμο. Χωρίς να κάνη ταξίδια στις διάφορες χώρες, γνώριζε την τραγωδία και το δράμα των ανθρώπων και προσευχόταν γι’ αυτούς. Γι’ αυτό ένας άγιος δεν μπορεί να είναι κατά­σκοπος, φυλετιστής και εθνικιστής, για­τί όλες αυτές οι περιοριστικές αγάπες έχουν καταποθή από την μεγάλη αγάπη του Χριστού.

Ένα παράδειγμα οικουμενικότητος είναι το Άγιον Όρος. Οι μοναχοί προέρχονται από πολλές πατρίδες, αλλά όλοι το αισθάνονται μοναδική τους πατρίδα. Το Αγιώνυμον Όρος είναι ο μόνος χώρος πάνω στην γη στον οποίο δεν γεννιώνται άνθρωποι, αλλά μόνον ζουν και πεθαίνουν. Όμως όλοι το αι­σθάνονται σαν πραγματική τους πατρί­δα, γιατί εκεί αναγεννιώνται πνευματι­κά. Είναι μια κοινοπολιτεία αγάπης και ειρήνης. Και αν κάποτε στο παρελθόν παρατηρήθηκε μια εθνικιστική έξαρση, αυτό θεωρήθηκε ως αίρεση και γρήγο­ρα κατεστάλη από την ύπαρξη θεουμέ­νων που βίωναν και βιώνουν την αληθινή οικουμενικότητα. Έτσι το Άγιον Ό­ρος μας δείχνει περίπου πως μπορεί να λειτουργήση μια ορθόδοξη κοινοπολι­τεία. Η μελέτη του τρόπου διακυβερνήσεως και ζωής, πρέπει να γίνη αντικείμενο σοβαράς επιστημονικής μελέ­της, γιατί θα δείξη πως μπορούν να υπερβαίνωνται όλες οι φυλετικές δια­κρίσεις.

Το τρίτο σημείο είναι ότι οι Χριστια­νοί δεν περιορίζονται από τον χώρο και τον χρόνο, αλλά τα μεταμορφώνουν και τα αγιάζουν με την Χάρη του Θεού. Έχει παρατηρηθή από τον Καθηγητή Γεώργιο Μαντζαρίδη ότι δεν νοείται χρόνος χωρίς τον χώρο, ούτε χώρος χω­ρίς τον χρόνο. Όμως πολλές φορές φαίνεται να υπάρχη μια άαντιπαλότητα μεταξύ του χώρου και του χρόνου. Ο αρχαίας προχριστιανικός και ελληνικός κόσμος διακρινόταν για την εξουσία του χώρου. Αυτό σημαίνει ότι βρισκό­ταν στην κυριαρχία του θανάτου. Από την άλλη όμως μεριά το έργο της θείας οικονομίας «δημιουργεί μια καινούργια προοπτική, που παραμερίζει την κυ­ριαρχία του χώρου και αναβαθμίζει τον χρόνο». Ο Θεός καλεί τον Αβραάμ να εξέλθη από την γη του και την συγγένειά του και να παραδοθή ολοκληρωτικά σ’ Αυτόν, έως ότου του φανερώσει που πρέπει να μείνη. Έτσι ο Αβραάμ εγκαταλείπει τον χώρο και αφήνεται στην Πρόνοια τού Θεού, δηλαδή παραδίδεται στον Θεό για να τού δείξη την νέα γη κατά την διάρκεια τού χρόνου.

Μέσα στην Εκκλησία τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος έχουν διαφορετικό χα­ρακτήρα, εξαγιάζονται από την Χάρη τού Θεού. Μέσα στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο μπορούμε να ζήσουμε το αιώνιο, την βασιλεία τού Θεού.

Για να καταλάβουμε αυτήν την δια­φορετική ενέργεια τού χώρου και του χρόνου πρέπει να πούμε ότι ο χώρος χωρίζει τους ανθρώπους, ενώ ο χρόνος τους ενώνει. Δηλαδή δύο αγαπημένοι άνθρωποι μπορούν να ζουν σε διαφορε­τικούς χώρους, σε διαφορετικά σημεία της γης, σε διαφορετικές πατρίδες, αλλά να ζουν ενωμένοι στον ίδιο χρόνο, δηλαδή στην ίδια χρονική στιγμή είναι ενωμένοι με την ανάμνηση και την νο­σταλγία. Καίτοι τους χωρίζει ο χρόνος είναι δυνατόν να αισθάνωνται, έστω και μια περιορισμένη κοινωνία με το παρελ­θόν, το παρόν και το μέλλον. Βέβαια και αυτή η ενότητα είναι περιοριστική, γιατί ακόμη επικρατεί ο θάνατος. «Η ενοποιός ιδιότητα του χρόνου μπορεί να καταξιωθεί, μόνον όταν συνδυαστεί με την νίκη εναντίον του θανάτου». Μόνον μέσα στην Εκκλησία νικάται ο θάνατος, αφού η Εκκλησία είναι κοινωνία ζώντων και κεκοιμημένων, αγγέλων και ανθρώπων, ουρανίων και επιγείων.

Όταν ο άνθρωπος περιορίζεται μέσα στον ασφυκτικό κλοιό του χώρου, και δεν προχωρεί στον χρόνο και προ παν­τός, όταν δεν υπερνικά με την Χάρη του Θεού τον χώρο και τον χρόνο, τότε είναι εθνικιστής και φυσικά ειδωλολά­τρης. Παρατηρεί σχετικά ο Καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης: «Ο χώρος χω­ρίζει τους ανθρώπους. Και τα επιμέρους στοιχεία, με τα οποία συνδέονται οι άνθρωποι σε κάθε συγκεκριμένη πε­ριοχή, τους ξεχωρίζουν από τους ανθρώπους άλλων περιοχών. Τα εθνικά στοιχεία, όταν απολυτοποιούνται, με­ταμορφώνονται σε είδωλα. Έτσι ο εθνισμός (ως εθνικισμός) συμπίπτει με την ειδωλολατρία. Και επειδή ο εθνισμός περιορίζεται πάντοτε στο χώρο, είναι πολυθεϊστικός». Αυτό σημαίνει ότι ο χώρος χωρίζει τους ανθρώπους, ενώ ο χρόνος τους ενώνει. Επειδή όμως και πάλι υπάρχει ο θάνατος γι’ αυτό μόνο με την νίκη εναντίον του θανάτου υπάρχει πραγματική κοινωνία και ενότητα, υπέρβαση του χώρου και του χρό­νου.

Αυτή είναι μια εκκλησιαστική πρακτι­κή. Στην προς Διόγνητον επιστολή, ένα κείμενο του Β’ αιώνος παρουσιάζεται εκφραστικότατα αυτή η εν Χριστώ ζωή που είναι υπέρβαση κάθε εθνικισμού και κάθε ιδιαιτερότητας. Λέγεται ότι οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, άλλ’ ως πάροικοι μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πάνθ’ υπομένουσιν ως ξέ­νοι πάσα ξένη πατρίς έστιν αυτών, και πάσαν πατρίς ξένη… Εν σαρκί τυγχάνουσιν, άλλ’ ου κατά σάρκα ζώσιν. Επί γης διατρίβουσιν, άλλ’ εν ουρανώ πολι­τεύονται». Χωρίς να καταργήται η πα­τρίδα, υπερβαίνεται με την κατά Χριστόν ξενιτεία. Η βίωση των εσχάτων αί­ρει κάθε περιοριστικότητα. Οι Χριστια­νοί έχουν μια συγκεκριμένη πατρίδα, αλλά δεν κολλάνε σ’ αυτήν, αφού αι­σθάνονται ως ξένοι. Ταυτόχρονα βιώνουν όλη την οικουμένη ως πατρίδα. Όλη η γη είναι δική τους.

Επομένως μόνο η Εκκλησία επαναφέρει τον άνθρωπο στην προ της πτώ­σεως ζωή, και στην προ της Βαβέλ κα­τάσταση, αφού δημιουργείται ένα και­νούργιο έθνος, με την έννοια που αναφέραμε προηγουμένως. Έξω από την Εκκλησία, όπου μετέχεται η καθαρτική, φωτιστική και θεοποιός ενέργεια του Θεού, είναι αδύνατον να απομακρυνθή κανείς από τον εθνικισμό. Νομίζω ότι συνιστά πραγματική ουτοπία να μιλά κανείς εναντίον του εθνικισμού, όντας δεσμευμένος μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Όπως ουτοπία είναι να κάνη κα­νείς λόγο για κοινοκτημοσύνη και ακτημοσύνη, χωρίς το Άγιον Πνεύμα, το ίδιο ουτοπία είναι να κάνη κανείς λόγο για την απαλλαγή από τον εθνικισμό έξω από την εκκλησιαστική ζωή.

Ο εθνικισμός  είναι αίρεση της ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής, που ση­μαίνει ότι κάθε εθνικισμός  είναι αποσπασματικός, αφού βιώνει την μερικότητα σε βάρος της καθολικότητος. Η Ορθοδοξία από την φύση της είναι υπερεθνική, χωρίς φυσικά να καταργή τις ι­διαίτερες πατρίδες κάθε ανθρώπου. Ό­πως για κάποιον αστροναύτη που εξέρχεται από την έλξη βαρύτητος που εξασκεί η γη ισχύουν άλλες συνθήκες και άλλοι νόμοι, το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο που βιώνει την Χάρη του Θεού. Έχει μια ζωή που είναι υπέρβαση της βιολογικής ζωής. Είναι αυτό που λέγεται ότι αποκτά μια υπόσταση που είναι άρνηση κάθε φυσικής αναγκαιότητος, κάθε αναγκαιότητος της φύσης.

Κλείνοντας το άρθρο αυτό πρέπει να αναφερθώ για λίγο και σε κάτι που λέγε­ται πολύ σήμερα, ότι δηλαδή πρέπει να αντιπαρατάξουμε το ορθόδοξο τόξο στο ισλαμικό τόξο. Βέβαια, πρέπει να τονισθή ότι πρέπει να αγαπούμε και να ενδιαφερόμαστε για τους ομοδόξους λαούς με τους οποίους έχουμε την ίδια πίστη και λατρεία, που μας ενώνει η εκ- κλησιαστική ζωή, και οι οποίοι αντιμετωπίζουν το μίσος άλλων ξένων ομολογιών. Αλλά δεν μπορούμε να μιλάμε για ορθόδοξο τόξο που πρέπει να αντιπαρατεθή προς το ισλαμικό τόξο. Και αυτό για τρεις βασικούς λόγους.

Ο πρώτος γιατί δεν υπάρχει ενιαίο ισλαμικό τόξο. Υπάρχουν μεγάλα ρήγμα­τα στις σχέσεις μεταξύ των Μουσουλ­μάνων, αφού πολλοί Μουσουλμάνοι δεν συμπαθούν τους Τούρκους. Και στα Βαλκάνια υπάρχουν Μουσουλμάνοι που δεν είναι Τούρκοι, αλλά άλλοι μεν εξισλαμισθέντες Σλάβοι, άλλοι δε εξισλαμισθέντες Έλληνες. Όπως επίσης στην Τουρκία υπάρχουν οι Αλεβήδες για τους οποίους πολλά λέγονται τε­λευταία. Δεν μπορούμε όλους αυτούς να θεωρούμε ότι έχουν ενότητα μετα­ξύ τους.

Ο δεύτερος λόγος γιατί μεταξύ μερι­κών Ορθοδόξων δεν υπάρχει ενότητα και αγάπη, ακριβώς γιατί εισάγονται εθνοφυλετισμοί. Εμείς οι Έλληνες συ­νήθως θεωρούμε την πατρίδα ως έν­νοια κατωτέρα της Θρησκείας, αλλά δεν νομίζω ότι το ίδιο κάνουν και οι άλ­λοι. Είναι ενδεχόμενο να χρησιμοποιήται η Εκκλησία για την επικράτηση του ιδιαιτέρου εθνοφυλετισμού.

Ο τρίτος και κυριότερος λόγος είναι ότι η Ορθοδοξία δεν μπορεί να γίνη ι­δεολόγημα που να αντιπαρατίθεται σε άλλα ιδεολογήματα και να χρησιμοποιή όλες τις μεθόδους της ιδεολογίας. Το ορθόδοξο τόξο προϋποθέτει την Ορ­θοδοξία ως ιδεολόγημα. Έτσι στην άπο­ψη αυτή ελλοχεύουν σοβαροί κίνδυνοι και μεγάλες δυσκολίες, αφού συνδέε­ται με την ζωή του πεπτωκότος ανθρώπου, την ζωή χωρίς το Άγιον Πνεύμα.

Το Κράτος μπορεί να εξασκή την εξωτερική πολιτική που θέλει, που νομίζει ότι συμφέρει στους πολίτες του. Η Ορθοδοξία όμως έχει μια άλλη ζωή, που συνδέεται με την Χάρη του Θεού και βοηθά τον άνθρωπο να ξεπερνά κάθε παροδικότητα και σχετικότητα, μερικότητα και αποσπασματικότητα. Η Ορ­θοδοξία πρέπει να αποβλέπη στην ζωή της Ρωμηοσύνης που πραγματικά είναι υπέρβαση του εθνοφυλετισμού .

Με την ευκαιρία της Βουλγαρικής Ε­ξαρχίας, η οποία δημιουργήθηκε το 1870, το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνεκάλεσε Σύνοδο στην οποία κατεδίκασε τον φυλετισμό που εισέρχεται στα ενδότερα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θέλει τα πάντα να ρυθμίζωνται βάσει αυτού. Η απόφαση αυτή είναι πολύ ση­μαντική γι’ αυτό θα ήθελα να την αναλύσω λίγο.

Του όρου της Συνόδου αυτής προη­γείται ευρεία έκθεση που μας διαφωτί­ζει γύρω από την ετεροδιδασκαλία του φυλετισμού. Η Έκθεση της Επι­τροπής χωρίζεται σε τρία βασικά τμήμα­τα. Το πρώτο αναφέρεται στο γεγονός ότι οι αποσκιρτήσαντες Βούλγαροι από την εξάρτηση της Μεγάλης του Χρι­στού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπό­λεως «αρχικήν ιδέαν έχουσι την αρχήν του φυλετισμού». Στο δεύτερον τμήμα αναπτύσσεται η άποψη ότι η αρχή του φυλετισμού αντιβαίνει στην διδασκαλία του Ευαγγελίου, και είναι εντελώς ά­γνωστη στην Εκκλησία του Χριστού, ανατρέπει δε το ιερό της πολίτευμα. Και στο τρίτο τμήμα γίνεται λόγος για τις αντικανονικές ενέργειες που έγιναν από αυτούς που απεσκίρτησαν από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.

Μετά την έκθεση της αρμοδίας Επι­τροπής παρατίθεται ο όρος της Τοπικής αυτής Συνόδου. Σ’ αυτόν φαίνεται ποια είναι η άποψη της Ορθοδόξου Εκκλη­σίας πάνω στο σοβαρό αυτό ζήτημα, που απασχολεί και την εποχή μας, δε­δομένου μάλιστα ότι και σήμερα, με διαφορετική βεβαίως μορφή, επικρατεί ο εθνοφυλετισμός. Οι διενέξεις στα Βαλκάνια δεν είναι άσχετες από αυτό το γεγονός.

Διαίρεση τού Συνοδικού όρου

Στην αρχή προτάσσεται ο απαραίτητος πρόλογος που δικαιολογεί τον λόγο για τον οποίο συνήλθαν οι Πατέρες στην Σύνοδο εκείνη. Αναφέρεται ο αποστολικός λόγος: «προσέχειν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού, ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος». Οι Ποιμένες εντέλλονται να γρηγορούν για την διαφύλαξη της ποίμνης από τους λύκους που λαλούν διεστραμμέ­να. Αυτό είναι ένα από τα βασικότερα καθήκοντά τους.

Στην συνέχεια λέγεται ότι στην κατη­γορία των αιρετικών ανήκουν και οι Βούλγαροι εκείνοι πού κηρύττουν «την καινήν δόξαν» του φυλετισμού και σύ­στησαν φυλετική παρασυναγωγή. Γι’ αυτό και συνήλθαν οι Πατέρες σε Σύνο­δο για να αντιμετωπίσουν την παράδο­ξη αυτήν διδαχή.

Διακηρύσσεται ότι ο φυλετισμός εί­ναι όχι μόνον ξένος προς την Εκκλησία, αλλά και πολέμιος. Δηλαδή ο εθνοφυλετισμός δεν μπορεί να συμβιβασθή με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν είναι δυνατόν να προτάσσεται η ιδιαίτερη φυλή και το ιδιαίτερο έθνος σε βάρος της Κα­θολικής Πίστεως, γιατί αυτό διασπά την ενότητα της Εκκλησίας την οποία στη­ρίζει η Χάρη του Θεού και οι αγώνες των αγίων Πατέρων.

Μετά από αυτά ακολουθεί η καταδίκη και η αποκήρυξη τόσο του φυλετισμού όσο και αυτών που τον αποδέχονται και δημιουργούν φυλετικές παρασυναγω­γές, καθώς επίσης και όλων εκείνων που συμφωνούν με τις αντικανονικές ενέργειες των εθνοφυλετιστών. Όλοι αυτοί  χαρακτηρίζονται ξένοι προς την Εκκλησία του Χριστού και επομένως σχισματικοί.

Ο επίλογος του όρου είναι μια προ­σευχή προς τον Κύριο ημών Ιησού Χρι­στό για να διατηρή την Εκκλησία «άμωμον και αλώβητον από πάσης νεωτερικής λύμης, ερηρεισμένην επί τω θεμελίω των αποστόλων και των προφητών», καθώς επίσης να δώση μετάνοια σε ό­σους αποσκίρτησαν από την Εκκλησία, ώστε να επιστρέψουν σ’ αυτήν και να δοξάζουν με όλα τα άλλα μέλη της «τον μέγαν της ειρήνης άγγελον και Θεόν».

Παρά το ευσύνοπτο του όρου, όπως ακριβώς συμβαίνει με όλους τους ό­ρους των Οικουμενικών και Τοπικών Συ­νόδων, είναι αξιοπρόσεκτος και περιέ­χει τα βασικά σημεία πάνω στο θέμα που απησχόλησε τότε την Εκκλησία του Χριστού.

Ανάλυση του Συνοδικού όρου

Κατ’ αρχάς το Συνοδικό αυτό κείμενο δεν το υπέγραψε μόνον ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος, αλλά και οι πρώην Πατριάρχες Κωνσταντινουπό­λεως Άνθιμος, Γρηγόριος και Ιωακείμ. Πέρα από αυτούς υπογράφηκε από τον Πατριάρχη Αλεξανδρειάς Σωφρόνιο, τον Πατριάρχη Αντιόχειας Ιερόθεο, τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο και πολλούς άλλους Μητροπολίτες του Κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρ­χείου. Επομένως το κείμενο αυτό έχει καθολική ισχύ. 

Επίσης εκείνο που παρατηρούμε εί­ναι ότι οι Πατέρες έχουν συνείδηση ότι ενεργούν ως φορείς της Παραδόσεως, εμπνεόμενοι από την Χάρη του Πανα­γίου Πνεύματος. Γράφουν και ενεργούν με τον ίδιο τρόπο που θα έγραφαν και θα ενεργούσαν για κάποια δογματι­κή αίρεση. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί δείχνει ότι ο φυλετισμός τελικά είναι μια εκκλησιολογική αίρεση, αφού δια­σπά την ενότητα της Εκκλησίας, που είναι το Σώμα του Χριστού. Και ξέρουμε πολύ καλά ότι κάθε Χριστολογική αίρε­ση είναι ταυτόχρονα και εκκλησιολογική, όπως και κάθε εκκλησιολογική αίρε­ση είναι και Χριστολογική. Λέγεται στο κείμενο ότι όπως οι άγιοι Πατέρες στις Οικουμενικές Συνόδους «εξ ενός και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα», έτσι και αυτοί  αποφαίνονται εν Αγίω Πνεύματι.

Στο κείμενο δίδεται ο ορισμός του φυλετισμού. Οι Πατέρες καταδικάζουν τον φυλετισμό, «τουτέστι τας φυλετι­κάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκλησία». Φυσικά, όπως φαί­νεται στην φράση αυτή, δεν καταδικά­ζεται η φυλή και η πατρίδα κάθε Χρι­στιανού, αλλά οι φυλετικές διακρίσεις, και οι εθνικές έριδες, που γίνονται μέσα στην Εκκλησία. Όταν υποστηρίζεται ότι μια φυλή είναι ανώτερη από την άλ­λη, και όταν αυτό γίνεται σε βάρος της ενότητος της Εκκλησίας, αυτό δεν συνιστά εκκλησιαστικό φρόνημα και ορθόδοξο ήθος.

Αυτό είναι συνάρτηση του ότι στην Ρωμηοσύνη δεν υπήρχαν φυλετικές διακρίσεις, δηλαδή η Εκκλησία του Χρι­στού, όπως εκφραζόταν στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν στην πραγματικό­τητα υπερεθνική. Οι εθνικιστές Βούλ­γαροι προήλθαν «εκ μέσου του ευσεβούς βουλγαρικού λαού». Ο Βουλγαρι­κός λαός ανήκε στην Ρωμηοσύνη και είχε ενότητα με όλες τις άλλες λαότητες που υπήρχαν στην Ρωμαίϊκη Αυτο­κρατορία. Για τον φυλετισμό λέγεται ότι αποτελεί «καινήν τινα δόξαν», πρό­κειται «δια την του κακού διάδοσιν», εί­ναι πρωτοφανής «φυλετική παρασυνα­γωγή» που έγινε με αθέτηση των ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, και φυσικά ό­σοι επεχείρησαν την δημιουργία αυτής της παρασυναγωγής είναι «απαυθαδιάσαντες». Ο φυλετισμός είναι «ξένος» προς την παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι «νεωτερική λύμη».

Δεν διστάζουν οι Πατέρες της Συνό­δου αυτής να χαρακτηρίσουν την Βουλ­γαρική Εξαρχία παρασυναγωγή και φυ­σικά τους εξαρχικούς ως «αλλοτρίους της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και αυτό δη τούτο Σχισματικούς». Αυτό σημαίνει ότι δεν ενεργεί η Χάρη του Θεού σε τέτοιες πα­ρασυναγωγές. Γι’ αυτό και οι ευχές και ευλογίες τους είναι ανίερες.

Ο Συνοδικός αυτός όρος είναι πολύ σημαντικός για το ορθόδοξο ήθος. Δεί­χνει ότι η Εκκλησία διέβλεψε τον με­γάλο κίνδυνο του φυλετισμού που στην πραγματικότητα συνιστά τον εθνικισμό. Δεν μπορεί να διασπάται η ενότητα της Εκκλησίας με κριτήρια κτιστά και πεπε­ρασμένα, δεν μπορεί η Εκκλησία να γίνη εθνική, δηλαδή από υπερεθνική να περιπέση στον φυλετισμό. Ουσιαστικά στο κείμενο αυτό βλέπουμε την παρά­δοση της Ρωμηοσύνης.

* Το κείμενο δημοσιεύθηκε όταν ήταν ακόμη Αρχιμανδρίτης.

Η φωτογραφία είναι από το Ελληνικό National Geographic τεύχος 4/2009 – Το κείμενο είναι από το περιοδικό «ΠΑΡΑΔΟΣΗ» 9 (Γ’1) ΙΑΝ-ΜΑΡΤ. 1994

ΠΗΓΗ: http://www.egolpion.com/ethikismos_upervasi.el.aspx

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.