Η διαφορά μεταξύ κατάγματος και αυτοάνοσου: Για την ενδοοικογενειακή βία, μια θεολογική ματιά

Η διαφορά μεταξύ κατάγματος και αυτοάνοσου:

Για την ενδοοικογενειακή βία, μια θεολογική ματιά

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου*

Ας φέρουμε, παρακαλώ, στον νου μας το εξής σκηνικό:

Κάποιοι άνθρωποι κατευθύνονται στο θέατρο για να παρακολουθήσουν μια παράσταση. Φτάνουν, αλλά δεν βρίσκουν θέση. Όλα τα καθίσματα είναι καπαρωμένα. Οι άνθρωποι αυτοί λοιπόν μένουν εκτός θεάτρου. Το ενδιαφέρον όμως εδώ είναι το εξής: Ελεύθερες θέσεις δεν υπάρχουν, διότι κάποιοι άλλοι είχαν σπεύσει πρώτοι, και δεν έπιασαν μία θέση για τον εαυτό τους, αλλά πέντε. Όχι πέντε θέσεις για πέντε άτομα, αλλά πέντε θέσεις για ένα άτομο – για την άπλα του. Το πιάσιμο ωστόσο αυτών των θέσεων δεν έγινε με παράνομη έφοδο και κατάληψη. Έγινε νόμιμα, με συναλλαγή την οποία αναγνωρίζει ο νόμος, ο οποίος νόμος άλλωστε υπόσχεται κοινωνική ειρήνη.

Την σκηνή αυτή του θεάτρου την δανείστηκα από μια αποστροφή του Μεγάλου Βασιλείου. Και την προχωρώ. Έχουμε ανθρώπους που μένουν εκτός θεάτρου, και προφανώς έχουμε και ανθρώπους οι οποίοι δεν ξεκινούν καν να πάνε στο θέατρο, διότι απλούστατα αν πληρώσουν για το θέατρο, δεν θα πληρώσουν για την ΔΕΗ.

Όπως και να ΄χει πάντως, το σκηνικό αυτό είναι ένα σκηνικό όπου θα πει κανείς ότι δεν υπάρχει βία. Πότε θα μιλήσουμε για βία; Μόλις σκάσει αίφνης ένα περιστατικό που διαταράσσει την υφιστάμενη ειρήνη: Μόλις, για παράδειγμα, κάποιος σηκώσει χέρι. Τότε, προφανώς θα κινητοποιηθούν πολλοί. Κάποιοι για να συλλάβουν τον δράστη, κάποιοι για να προλάβουν την επίθεσή του, κάποιοι για να στηρίξουν το θύμα, και κάποιοι πιο ψαγμένοι για να φροντίσουν και τον ίδιο τον δράστη: για να τον παραπέμψουν σε μια τηλεφωνική γραμμή στήριξης ή σε συνεδρίες ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί το τραύμα του και τον θυμό του.

Θα έλεγα ότι αυτή είναι η κυρίαρχη οπτική σήμερα. Την βία δηλαδή την κατανοούμε ως το έκτακτο, ως την παρεκτροπή, ως το ατύχημα: σαν ένα κάταγμα, είτε από γλίστρημα είτε από σπρώξιμο. Με άλλα λόγια: αν κάποιος δεν σηκώσει χέρι ή αν κάποιος δεν επιτεθεί φραστικά, τότε δεν βλέπουμε να υπάρχει βία.

Ωστόσο, μια διεισδυτικότερη ματιά θα δει διαφορετικά πράγματα. Θα δει ότι η κακιά βία δεν ξεκινά με το σήκωμα του χεριού ή με το μπούλινγκ, αλλά έχει ήδη ξεκινήσει με την πλεονεκτική κι εγωπαθή στάση ζωής, η οποία όχι απλώς «υπάρχει», αλλά (προσοχή) έχει νομιμοποιηθεί και έχει εξιδανικευτεί (αυτά τα δύο, η κρατική νομιμοποίηση και η κοινωνική εξιδανίκευση της πλεονεκτικής και εγωπαθούς στάσης ζωής είναι καίρια για την προσέγγισή μου). Στο προαναφερθέν σκηνικό του Μεγάλου Βασιλείου λοιπόν η πρώτη κακιά βία είναι η ιδιοποίηση (και άρα η ιδιωτικοποίηση) των πανανθρώπινων αγαθών. Ο Μέγας Βασίλειος χρησιμοποιεί την εικόνα του θεάτρου, για να ψέξει την ανωμαλία την οποία εισάγει στην ανθρώπινη ζωή ο θεσμοθετημένος πλουτισμός, η νόμιμη εμπορευματοποίηση των κοινών αγαθών και η σύννομη ορμή για μεγιστοποίηση του ατομικού κέρδους. Για το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα όλα αυτά είναι η κανονικότητά του – είναι ειρήνη. Για τον Μέγα Βασίλειο όμως αυτή ακριβώς η «κανονικότητα» είναι ανωμαλία. Δεν πρόκειται για ειρήνη, αλλά για συστημική βία, για δομική βία. Βία δηλαδή με ειρηνικό προσωπείο, η οποία παράγεται από το συγκεκριμένο σύστημα στην κανονική του λειτουργία. Ανήκει δηλαδή στη φύση του. Όχι σε έξωθεν βλάβη του. Δεν είναι κάταγμα. Είναι αυτοάνοσο. Ήδη από τη δεκαετία του 1970 ο Νορβηγός Johan Galtung (χτίζοντας πάνω στην μακρά παράδοση ριζοσπαστών διανοουμένων που κρίνουν το κοινωνικό σύστημα, και όχι απλώς τα ατομικά πάθη των ανθρώπων) εισήγαγε την έννοια της δομικής βίας (structural violence), δηλαδή εκείνης της κανονικής λειτουργίας του συστήματος, η οποία παρεμποδίζει τους ανθρώπους από να αντιμετωπίσουν τις αληθινές ανάγκες τους. Όμως δεκαέξι αιώνες πριν από τoν νεο-μαρξιστή Galtung, Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, επέκριναν το νόμιμο status quo και αντιδιέστειλαν με οξύτητα τους ταξικούς νόμους τους οποίους θεσπίζουν οι κυβερνώσες ελίτ,  από τον εξισωτικό νόμο του Θεού.

Η ματιά των Τριών Ιεραρχών (πράγμα που μας λείπει πάρα πολύ σήμερα) είναι καθολική και ριζικά αντι-ειδωλολατρική. Είδωλο είναι οτιδήποτε στην πραγματικότητα νοηματοδοτεί τη ζωή υφαρπάζοντας τη θέση του ζωντανού Θεού – πέρα από τις όποιες ομολογίες πίστης κάνει κανείς στα λόγια. Το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα λοιπόν που κυριαρχεί σήμερα (ο ευέλικτος –και δη ο νεοφιλελεύθερος– ψηφιακός καπιταλισμός) είναι θεμελιωδώς ειδωλολατρικός: Κέντρο της ζωής έχει τον χρυσό μόσχο, και με βάση αυτόν ταξιθετεί τους ανθρώπους (πέρα από τα όποια λόγια και τις όποιες μοδάτες διακηρύξεις περί ανθρωπισμού). Επί πλέον, ο ίδιος ο άνθρωπος καθίσταται είδωλο (αυτο-είδωλον), υπό την έννοια ότι το κυρίαρχο σύστημα επαινεί τον εγωισμό  ως το απαραίτητο κίνητρο κοινωνικής ανόδου. Αυτό σήμερα δηλώνεται ανερυθρίαστα από θεωρητικούς του συστήματος, και, συνακόλουθα, ανερυθρίαστα υποστηρίζεται από πολιτικούς ότι η ανισότητα είναι στη φύση του ανθρώπου και αποτελεί την ατμομηχανή για την ανάπτυξη. Για τους Ηρακλειδείς του συστήματος, λοιπόν, ο Μέγας Βασίλειος λέει ανοησίες – όσες βασιλόπιτες και αν κόψουν αυτοί οι Ηρακλιδείς που θεωρούν ανοησία την ισοκατανομή της πίτας στην πραγματική ζωή. Στην κυρίαρχη λογική ο αποκλεισμένος από το θέατρο μένει έξω από το θέατρο, απλούστατα διότι είναι τεμπέλης. Αν θέλει να μπει κι αυτός στο θέατρο, ας εκπαιδευτεί και ας γίνει επιτυχημένος κεφαλαιούχος, ώστε να κάνει και αυτός αυτό που έκανε ο κάτοχος των πέντε καθισμάτων. Με άλλα λόγια, στην συστημική οπτική ο αποκλεισμένος δεν είναι θύμα της πρωτογενούς, δομικής, «ειρηνικής» βίας. Είναι απλώς… loser.

Τι να κάνουμε; Έχουμε σύγκρουση δύο διαφορετικών οπτικών. Πολλοί, για παράδειγμα, θα σκανδαλιστούν σήμερα ακούγοντας τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, να διακρίνει μεταξύ επιπέδων βίας και να αναζητά την αρχέγονη πηγή. Διαβάζω:

«Δεν φρίττεις, άνθρωπε, δεν κοκκινίζεις από ντροπή, όταν χαρακτηρίζεις επιτιθέμενον αυτόν που παλεύει για το ψωμί του; Αυτός, αν και φέρεται επιθετικά, δικαιούται να βοηθηθεί, γιατί τόσο πολύ πιέζεται από την πείνα, ώστε αναγκάζεται να προσφύγει στην επιθετικότητα. Της δικής μας ωμότητας αδίκημα είναι αυτό. […] Αυτός που επιτίθεται, στην πραγματικότητα είσαι εσύ [ο νοικοκύρης]. Τι κάθεσαι λοιπόν και φλυαρείς και σκαρφίζεσαι δικαιολογίες κατηγορώντας τον πεινασμένο για τεμπελιά και νωθρότητα;» («αργίαν εγκαλών και όκνον;»).

Και καταλήγει ο Χρυσόστομος: «Λύσωμεν την πενίαν τοις δεομένοις»: Να εξαλείψουμε την πείνα των αναγκεμένων.  Όχι απλώς (επιτρέψτε μου) να παράγουμε πείνα και κατόπιν να φτιάξουμε μια γραμμή στήριξης των πενομένων.

Δείτε παρόμοια πώς ο Μέγας Βασίλειος θεωρεί πρωτογενή βία την συστημική παραγωγή φτώχειας. Διαβάζω: «Η πείνα είναι η πιο μεγάλη από τις συμφορές των ανθρώπων και ο φοβερότερος θάνατος από όλους τους θανάτους». Ο πεινασμένος υφίσταται βία μεγαλύτερη από την βία του ξίφους (υπενθυμίζω ότι η κυρίαρχη άποψη σήμερα βλέπει βία από το σήκωμα του ξίφους και μετά). Κατά τον Βασίλειο, αυτοί που δημιουργούν την πείνα είναι «θηρία», «μολυσμένοι» και (προσοχή) «ανθρωποκτόνοι» στους οποίους πρέπει καταδίκη φονιά. Πνευματικό χρέος, κοντολογίς, του Χριστιανού, είναι αυτό που του ζητούν οι προφήτες: «Διάλυε σταγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων» – «Σπάσε τα δεσμά τα οποία τα σφυρηλατούν συμβάσεις βίαιες». Αλλά (το επαναλαμβάνω): Τέτοιες συμβάσεις, που κατά τον προφήτη είναι βίαιες, συστημικά είναι σύννομες και ειρηνικές. Συστημικά, είναι η κανονικότητα.

Δεν είναι τυχαίο ότι και ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος δεν περιορίστηκαν σε μια περιστασιακή, πυροσβεστικού τύπου δραστηριοποίηση, αλλά διατύπωσαν και ένα πολιτικό όραμα για μια άλλη κοινωνία, παίρνοντας ως υπόδειγμα την ιδιότυπη κοινοκτημοσύνη (καλύτερα: κοινοχρησία) της πρώτης Εκκλησίας, όπως αυτή περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων. Αντίθετα προς σημερινές θεολογικές μονομέρειες, όπως π.χ. τη θεώρηση της θείας Ευχαριστίας ως της μοναδικής πηγής αδερφοσύνης, οι Πατέρες αυτοί θεωρούν μήτρα αδερφοσύνης και την έμπρακτη αγάπη και την κοινοκτημοσύνη των αγαθών. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι αυτή την πρόταση ο Χρυσόστομος την διετύπωσε όταν έγινε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Όταν δηλαδή ανήλθε στον ύψιστο θρόνο, ενέτεινε το όραμά του. Δεν το ξενέρωσε μέσα στον υποτιθέμενο «ρεαλισμό», στον οποίο προσαράζουν οι αντιπολιτευόμενοι όταν αναλαμβάνουν θέσεις εξουσίας. Και φυσικά το ζητούμενο σήμερα δεν είναι μια αναχρονιστική αντιγραφή του γράμματος των Πατέρων, αλλά η εντελώς επίκαιρη αποδοχή των κριτηρίων τους. Και τα κριτήρια που δείγματος χάριν αναφέρω για την κοινωνική δικαιοσύνη, ισχύουν για όλα τα πεδία όπου εκδηλώνεται βία (μισαλλοδοξία, σεξισμό, οικολογία κλπ). Για παράδειγμα, αντί για το σκηνικό του θεάτρου, που ανέφερα στην αρχή, θα μπορούσαμε να δούμε ένα άλλο σκηνικό, πάλι του Μεγάλου Βασιλείου: Πώς ο γονιός, που πνίγεται από τη φτώχια, γίνεται κουρέλι καθώς αποφασίζει να πουλήσει ένα από τα παιδιά του για να επιβιώσει η υπόλοιπη οικογένεια. Και αναρωτιέται μαρτυρικά ποιο να διαλέξει και ποιο να αφήσει. Το πρώτο –λέει ο ταλαίπωρος πατέρας– δεν μπορώ να το δώσω. Μου μοιάζει. Μα το δεύτερο είναι τόσο καλός μαθητής… Σας παρακαλώ, διαβάζοντας αυτή την περιγραφή, ας μη μείνουμε σε ένα χαμόγελο… ενσυναίσθησης. Ας σκεφτούμε τι λογής οικογενειακή βία ψέγει ο Μέγας Βασίλειος. Ας σκεφτούμε ποια μοίρα θα περίμενε το παιδί που θα πουλιόταν. Πολύ πιθανόν, όχι η μοίρα του Γιάννη Αντετοκούμπο.

Ποια είναι, σε όλα αυτά, η βασική έγνοια των Πατέρων αυτών της Εκκλησίας; Μια ανθρωπολογία όπου το πρόσωπο αληθεύει κοινωνώντας.

Κοινωνώντας!… Προσέξτε παρακαλώ το εξής πολύ λεπτό σημείο: Σήμερα, στις συζητήσεις για τα περιστατικά βίας ουδείς διατυπώνει μια ατομιστική θεώρηση. Όλοι στα λόγια εκφράζουν ανθρωπολογίες σχεσιακές. Και όλοι δηλώνουν ότι πρέπει να δούμε τα αίτια της πράξης και τις σχέσεις του δράστη με τον περίγυρό του. Όλα αυτά φαίνονται βεβαίως πολύ σωστά. Ωστόσο το καίριο και δυσδιάκριτο πρόβλημα είναι ότι η πλειονότητα αυτών των «σχεσιακών» προσεγγίσεων περιορίζεται στον ορίζοντα του υποκειμένου. Μένουν δηλαδή σε ένα μικρό ή μεσαίο βεληνεκές, γύρω από τον δράστη ή το θύμα. Έτσι όμως, αρνούμενες να διευρύνουν τη ματιά και στην ευρεία, συστημική εικόνα, διαιωνίζουν μια ουσιαστικά ατομιστική προσέγγιση: μια κάπως διευρυμένη ατομική γενεαλογία του περιστατικού. Αυτό αποτυπώνεται και στη χρήση του λόγου: Δεσπόζει μια παράδοξη αποσιώπηση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Γίνεται λόγος για νεωτερικότητα και μετανεωτερικότητα, γίνεται λόγος για καταναλωτισμό, γίνεται λόγος για εκκοσμίκευση και μεταεκκοσμίκευση, αλλά σπανίως ονοματίζεται το συγκεκριμένο σύστημα το οποίο οργανώνει όλα αυτά και τα καθιστά καθημερινότητά μας!

Φέρνω ως παράδειγμα την έξαρση της ενδοοικογενειακής βίας μετά τα lockdown της πανδημίας. Λέμε ότι οι εγκλεισμοί έφεραν σε αναγκαστική εγγύτητα τα μέλη της οικογένειας και, αντί να συσφίξουν τις σχέσεις, επιδείνωσαν τον ναρκισσισμό και συνακόλουθα την επιθετικότητα. Σωστά. Αλλά χρειάζεται να δούμε και την συστημική μήτρα του ναρκισσισμού: Τον όλο συστημικό πολιτισμό, δηλαδή, του οποίου κανονικότητα είναι η εκτροφή διογκωμένων «εγώ». Σας μεταφέρω λοιπόν επισημάνσεις από ένα βιβλίο του 2021, το οποίο όχι απλώς δεν αποτελεί κάποια αριστερή ακρότητα, αλλά –αντιθέτως– αποτελεί την ναυαρχίδα του status quo, το οποίο αναδιατάσσεται προκειμένου να μη χάσει την ηγεμονία του μετά την πανδημία. Είναι το βιβλίο «Η Μεγάλη Επανεκκίνηση» του Κλάους Σβαμπ, ιδρυτή του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, και του Τιερί Μαλερέ.  Όπως θα γνωρίζετε, ο όρος «μεγάλη επανεκκίνηση» έχει πλέον υιοθετηθεί και από συστημικές πολιτικές δυνάμεις. Επισημαίνει λοιπόν ο Κλάους Σβαμπ:

– Είναι μύθος ότι η πανδημία εξίσωσε όλους ως άτομα απέναντι στον «αόρατο εχθρό». Το αντίθετο έκανε: ενέτεινε τις ανισότητες. Οι κοινωνικές τάξεις δεν εκτίθενται όλες εξίσου στον ίδιο βαθμό κινδύνου. Είναι ενδεικτικό ότι στην πολιτεία του Μίτσιγκαν οι μαύροι αποτελούν λιγότερο από το 15% του πληθυσμού. Και όμως το 40% των συνολικών νεκρών από επιπλοκές του covid προήλθε από αυτούς.

– Οι άνθρωποι χωρίς εισόδημα ή με χαμηλό εισόδημα είναι πιο ευάλωτοι σε χρόνιες ασθένειες, καθόσον η ασθένεια δεν είναι απλώς θέμα χημικο-φαρμακευτικό, αλλά συνάρτηση της όλης ποιότητας ζωής. Αυτοί οι άνθρωποι (προσθέτω) είναι οι Ιφιγένειες ενός δημόσιου συστήματος υγείας το οποίο δεν έχει ούριο άνεμο.

Ουδόλως παράδοξοι λοιπόν ότι με το προχώρημα της πανδημίας οι έρευνες μίλησαν για τον «COVID-19 and the unseen pandemic of child abuse».

Ανέφερα προηγουμένως ότι το κυρίαρχο ειδωλολατρικό σύστημα είναι ευέλικτο. Ως εκ τούτου είναι πρωτεϊκό (αυτομεταμορφούμενο) και ανθεκτικό. Δεν έχει πρόβλημα να αποστασιοποιηθεί από την κλασική μορφή εκμετάλλευσης, των αρχών της βιομηχανικής επανάστασης, και να περάσει σε νέες, πιο αποδοτικές μορφές εργαλειοποίησης του ανθρώπου. Λίγο πριν μπει ο 21ος αιώνας ο Παναγιώτης Κονδύλης επεσήμαινε ότι η λεγόμενη «μαζική δημοκρατία» βασίστηκε σε κάτι πρωτοφανές στην ανθρώπινη ιστορία: στη περίσσεια αγαθών και στη συνεχή αύξηση των υλικών προσδοκιών. Η ίδια η πραγμάτωση του ανθρώπου κατανοήθηκε με όρους αφθονίας και κατανάλωσης. Το σύστημα αυτό, ακριβώς για να επιβιώσει, «απαιτεί από τους πολίτες να υιοθετήσουν ηδονιστικές στάσεις και ιδεολογίες, οι οποίες ευνοούν την υλική κατανάλωση». Αλλά οι ηδονιστικές στάσεις από τη φύση τους συνεπάγονται σχετικισμό και αμοραλισμό. Ο σχετικισμός σπάζει την έγνοια για πανανθρώπινες αλήθειες, και ο αμοραλισμός σπάζει την ασκητικότητα χάριν του άλλου. Αποθεώνεται κοντολογίς η ατομική ικανοποίηση. Ήτοι; Ήτοι η ιδιωτική «αλήθεια» του καθενός. Ο σχετικισμός διακηρύττει ότι anything goes. Άρα και η βία που εξυπηρετεί την ιδιωτική μου «αλήθεια», καθίσταται στη συνείδησή μου θεμιτή. Αλλά επιτρέψτε μου εδώ να υπενθυμίσω κάτι κορυφαίο: Ο απόστολος Παύλος την πλεονεξία την θεωρεί παραπάνω από ηθικό παράπτωμα. Την θεωρεί ειδωλολατρία: δηλαδή μια άλλη πίστη, μια ριζικά άλλη συγκρότηση της ζωής.

Επιπλέον, ήδη πριν μπει ο 21ος αιώνας είχε επισημανθεί ότι στις λεγόμενες φιλελεύθερες κοινωνίες άρχισε να εντείνεται ειδικά η βία κατά των κοντινότερων στους δράστες προσώπων. Οι αδάπανες διακηρύξεις περί αποδοχής μιας αφηρημένης ανθρωπότητας και μιας άσαρκης ετερότητας είναι εύκολες. Ο έμπρακτος σεβασμός του χειροπιαστού ανθρώπου όμως, γίνεται δυσβάστακτος. Και η αμεσότερη βία προς τους κοντινότερούς μας είναι η έμφυλη βία, η ενδοοικογενειακή βία και η ενδοσχολική βία. Τον δε Απρίλιο του 2020 ο Hannes Warnecke-Berger (σε μια φιλο-καπιταλιστική προσέγγιση μάλιστα) επεσήμανε ότι πλέον απλώνεται η λεγόμενη «οριζόντια βία», δηλαδή η βία μεταξύ κοινωνικά ίσων. Την «οριζόντια βία» ο εν λόγω μελετητής την θεωρεί σημάδι παρακμής του «κλασικού» καπιταλισμού και ανάδυσης του λεγόμενου saturated capitalism – του «κορεσμένου καπιταλισμού». Η «οριζόντια βία» στο εσωτερικό των κατώτερων τάξεων (καταλήγει) είναι πλέον ο έμμεσος τρόπος διατήρησης της εξουσίας των κυβερνωσών ελίτ. 

Στη σημερινή λοιπόν συγκυρία (με τα απόνερα της οικονομικής κρίσης, της πανδημίας και του αναδασμού της παγκόσμιας ηγεμονίας) νομίζω ότι τα συστημικά χαρακτηριστικά είναι δύο ταυτοχρόνως:  Από τη μια έχουμε μορφές κλασικού τύπου εκμετάλλευσης, και από την άλλη έχουμε την αυτοπαράδοση στην εκμετάλλευση, αυτοπαράδοση όχι εξ ανάγκης, για επιβίωση, αλλά –όλως αντιθέτως– ως ιδεώδες για την αυτοπραγμάτωση του υποκειμένου ως κοινωνικώς πρωτεύοντος. Εδώ χρειάζεται προσοχή: Δεν πρόκειται μόνο για εκδήλωση του διαχρονικού ζητήματος που λέγεται φιλοδοξία ή ματαιοδοξία ή γονεϊκός πειθαναγκασμός (παρένθεση: το πιο οικείο παράδειγμα ιδιότυπης ενδοοικογενειακής βίας, όπου ουδείς σηκώνει χέρι, ουδεμία σφαλιάρα πέφτει και ουδεμία παλιοκουβέντα λέγεται, είναι το γλυκό κεφαλοκλείδωμα  που κάνουν μορφωμένοι γονείς στα τέκνα τους για κυνήγι της αριστείας και για την είσοδό τους στην κυβερνώσες ελίτ). Στη παρούσα φάση στην οποία βρίσκεται το ευέλικτο σύστημα, δεν πρόκειται απλώς γι’ αυτές τις διαχρονικές υπερβολές. Πρόκειται για προγραμματικό, καθολικό, ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό (θα θυμόσαστε ότι στην αρχή μίλησα για νομιμοποίηση και για εξιδανίκευση της εγωπάθειας). Εδώ θα επικαλεστώ τις πρόσφατες επισημάνσεις του καθηγητή φιλοσοφίας στη Γερμανία, Νοτιοκορεάτη  Μπυουνγκ-Τσουλ Χαν:

«Βία δεν είναι μόνο η πλησμονή αρνητικότητας, αλλά και η πλησμονή θετικότητας, και μάλιστα η ποσοτικοποίηση της θετικότητας, η οποία εκφράζεται ως υπερεπίδοση, υπερπαραγωγή και υπερεπικοινωνία, ως ένταση της προσοχής και υπερδραστηριότητα […]. Η επίκληση κινήτρων, πρωτοβουλιών και σχεδίων είναι πιο αποτελεσματική για την εκμετάλλευση του άλλου από το μαστίγιο και τις διαταγές […]. Η σύγχρονη κοινωνία […] είναι μια κοινωνία της επίδοσης που αποβάλλει σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό την αρνητικότητα των εντολών και των απαγορεύσεων, και συμπεριφέρεται ως κοινωνία της ελευθερίας. Το ρήμα που καθορίζει την κοινωνία της επίδοσης δεν είναι το φροϊδικό “πρέπει”, αλλά το “μπορώ”. Αυτή η κοινωνική μεταβολή συνεπιφέρει μια ενδοψυχική αναδιοργάνωση. Το επιδοσιακό υποκείμενο της ύστερης νεωτερικότητας έχει μια εντελώς διαφορετική ψυχή από αυτήν του υποκειμένου της υπακοής, το οποίο αντιστοιχούσε στη φροϊδική ψυχανάλυση» .

«Σήμερα η βία μετατοπίζεται από το φανερό στο αόρατο, από το μετωπικό στο ιογενές, από την ωμή βία στην επικοινωνιακή βία […]. Η βία γίνεται απολύτως αόρατη, ακριβώς τη στιγμή που συμπίπτει με το αντίθετό της, δηλαδή με την ελευθερία. Η εμπόλεμη βία παραχωρεί τότε τη θέση της σε μιαν ανώνυμη, απρόσωπη, συστημική βία, η οποία συγκαλύπτεται  ως τέτοια, καθώς γίνεται ένα με την κοινωνία […]. Τη θέση του ετεροκαταναγκασμού καταλαμβάνει ένας ιδιοκαταναγκασμός, ο οποίος συμπεριφέρετα ως ελευθερία. Αυτή η εξέλιξη βρίσκεται σε στενή συνάφεια με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Όταν η παραγωγή φτάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο, η αυτοεκμετάλλευση είναι ουσιωδώς αποτελεσματικότερη και οδηγεί σε δυναμικότερη απόδοση σε σχέση με την ετεροεκμετάλλευση, γιατί συνοδεύεται από μια αίσθηση ελευθερίας. Η κοινωνία της επίδοσης είναι μια κοινωνία της αυτοεκμετάλλευσης. Το υποκείμενο της επίδοσης καταναλίσκεται μέχρις εξαντλήσεως (burnout). Συγχρόνως, αναπτύσσει μια επιθετικότητα που στρέφεται εναντίον του εαυτού του, η οποία, όχι σπάνια, οξύνεται σε βαθμό αυτοκτόνου βίας».

Η κριτική του Χαν στον δόλο του νεοφιλελεύθερου συστήματος είναι διεισδυτική. Ο δόλος έγκειται στον καταναγκασμό τον οποίον προκαλεί η διαβεβαίωση ότι ο άνθρωπος μπορεί τα πάντα, άρα ο αποτυχημένος είναι ένοχος. Αντίθετα προς τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, που υποστηρίζει (με εξαιρετική δύναμη) ότι ο καπιταλισμός είναι θρησκεία, ο Χαν επιχειρηματολογεί ότι ο καπιταλισμός δεν είναι θρησκεία, διότι δεν διαθέτει αυτό που διαθέτουν όλες οι θρησκείες: το δίπολο ενοχής (χρέους) και αποενοχοποίησης (άφεσης). Ο καπιταλισμός, λέει ο Χαν, δημιουργεί μόνο ενόχους (χρέη).

Ποιο είναι το μεγάλο άνθος του αναρριχητικού κακού, το οποίο σφίγγει και απομυζεί σήμερα τις οικογενειακές σχέσεις; Είναι η κατάσταση στην οποία περιέρχονται πολλοί νέοι: Ένα σύστημα που κάνει παντιέρα του το ψεύδος της παντοδυναμίας («αν θελήσεις αληθινά κάτι, θα το καταφέρεις» – φαραωνικό ψεύδος), εκτρέφει την εργαλειοποίηση των πάντων (το «πάντων» και σε αρσενικό και σε ουδέτερο: πάντων των ανθρώπων και πάντων των πραγμάτων). Και βασικό χαρακτηριστικό της εργαλειοποίησης είναι ότι το εργαλείο υπόκειται στην απόλυτη εξουσία σου – στην απόλυτη ιδιοκτησία σου. Στο ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο είναι θεμέλιο του σύγχρονου πολιτισμού, η ιδιοκτησία σημαίνει jus uti et abuti: εξουσία να χρησιμοποιώ το κτήμα μου (uti) και να καταστρέφω το κτήμα μου (abuti) όποτε θελήσω (θυμηθείτε ότι παραπάνω μίλησα για την child abuse των ημερών μας: η ρίζα του abuse είναι το λατινικό abuti). Ιδού η συνειδησιακή δικαίωση της βίας κατά των διπλανών μας: ο δαιμονισμένος από τον σχετικισμό και από την αποθέωση του ιδιωτικού, ο δαιμονισμένος με την ιδιωτική και ακοινώνητη «αλήθεια» του, βλέπει ως βήμα προς την αυτοπραγματωσή του το uti et abuti επί ανθρώπων. Ζούμε έναν ναρκισσιστικό μηδενισμό. Δείτε την αντίφαση: Η έξαρση της βίας σημειώνεται σε εποχή στην οποία όλες οι μεγαλοστομίες για την συνύπαρξη, για την αποδοχή της ετερότητας, για τις ευκαιρίες σε όλους, έχουν λεχθεί πληθωριστικά – και ψευδώς. Διότι το πρόβλημα δεν είναι, πώς θα στηθεί ένα project  μέσα σε ένα σχολείο. Το πρόβλημα είναι πώς θα στηθεί ένα σχολείο μέσα στην κοινωνία: σαν ναός χωρίς αργυραμοιβούς, ή σαν μαγαζί της αγοράς; Αν επιλέξουμε το πρώτο, τότε θα χρειαστεί να σκεφτούμε και το φραγγέλιο!

Κλείνω με μια κουβέντα αυτοκριτική: Θυμάμαι τους μεγάλους, όταν ήμουνα παιδί, να επαναλαμβάνουν ως ευχή μια στερεότυπη φράση: «να γίνετε χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία». Η έννοια της χρησιμότητας γενικά είναι πολύ θολή και επικίνδυνη, ωστόσο οι μεγάλοι έλεγαν τη φράση αυτή με τόνο στην δοτικότητα: νοούσαν την προκοπή του καθενός σε συνάρτηση με την προσφορά στο κοινό καλό. Αν λοιπόν ένας θεολόγος (και η Εκκλησία, θα έλεγα) θέλει να είναι όντως χρήσιμος στην κοινωνία, το σημαντικότερο που έχει να κάνει  είναι να κομίζει στο σήμερα, με έμπρακτο λόγο και με έλλογη πράξη, το όραμα της Βασιλείας του Θεού. Να ζει δηλαδή την εσχατολογική προσδοκία ως το όραμα που διεμβολίζει την ιστορία και κρίνει όλα τα συστήματα. Αλλιώς, δεν είμαστε «χρήσιμοι», αλλά –επιτρέψτε μου– «χρήσιμοι ηλίθιοι», θεραπαινίδες του αιώνος τούτου. 

………………………..

Εισήγηση στην ημερίδα «Η πρόληψη της ενδοοικογενειακής βίας ως πρόταση αλλαγής της κοινωνίας: Η συμβολή της σκέψης των Τριών Ιεραρχών» (Ίδρυμα Νεότητας και Οικογένειας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών), Σάββατο 11-2-2023. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», 18 και 25 Φεβρουαρίου 2023: https://edromos.gr/i-diafora-metaxy-katagmatos-kai-aytoanosoy/?fbclid=IwAR3-5mGjVXi65aA9ToqEOzOu8x0yUyYQgTbsWQUxsWBj6w02UzwSU8J0juw,

και https://edromos.gr/i-diafora-metaxy-katagmatos-kai-aytoanosoy-meros-v/?fbclid=IwAR3mIhCeI3JKQrTGw5db94ijtrm0nvPG1TWlSBxqXjdxXvkF8EmtLmqIH48

* Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη».

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.