Εκκλησία και Αριστερά ΙΙ

Εκκλησία και Αριστερά

 

Του Χρυσόστομου Α. Σταμούλη

 

Οι  σχέσεις της Εκκλησίας με την Αριστερά στην Ελλάδα έρχονται από μια σκοτεινή μήτρα. Στηρίζονται σε αδιάψευστες ιστορικές πράξεις, σε ανομίες και αστοχίες, που έχουν χαράξει ανεπανόρθωτα το κοινό σώμα, αλλά και σε ένα πλήθος προκαταλήψεων και παρεξηγήσεων – αποτέλεσμα  απουσίας διάθεσης ανοικτού διαλόγου -, που μεγιστοποιεί το χάσμα που επέβαλε η αγριότητα της Ιστορίας.

Κάποιες ενδιαφέρουσες και σημαντικές προσπάθειες του νεότερου παρελθόντος κινήθηκαν καθαρά σε θεωρητικό επίπεδο και άφησαν τους λογαριασμούς με την εναρκτήρια διάθεση  ανοικτούς. Μαζί, όμως, και μια παρακαταθήκη για συνέχεια.

Το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, στο πλαίσιο μιας ανειλημμένης ευθύνης απομάκρυνσης από οποιαδήποτε στανική και ως εκ τούτου «ειδωλολατρική» εσωστρέφεια, αποφάσισε, σε συνέχεια άλλων δραστηριοτήτων του, ομόφωνα, τη διοργάνωση επιστημονικού Συνεδρίου με γενικό τίτλο Εκκλησία και Αριστερά. Πράξη που αποδεικνύει τη διαλογική φύση του Πανεπιστημίου γενικότερα, αλλά και της θεολογίας ειδικότερα. Μια πράξη παρεμβατική, η οποία στηρίζεται στην βαθιά πεποίθηση, πως από τον διάλογο κανείς δεν κινδυνεύει. Τουναντίον, η αδυναμία διαλόγου, η άρνηση της συνάντησης, είναι εκείνη η διαβρωτική πραγματικότητα, που ισχυροποιεί τη δαιμονοποίηση και ανακηρύσσει τον δογματισμό σε κυρίαρχο παράγοντα της ενορχηστρωμένης καθημερινότητας. Στον αντίποδα, η γνώση που προκύπτει από την άμεση συνάντηση με τα πρόσωπα και τα πράγματα αποτελεί τον οντολογικό πυρήνα που επιτρέπει την ανοικοδόμηση κοινού οίκου. Επιτρέπει, με άλλα λόγια, την αξιοποίηση των διαφορετικών υλικών, προκειμένου να πραγματωθεί μια φυσιολογία ελεύθερη, λειτουργική και ρεαλιστική. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο απέναντι, ο ξένος, ο διαφορετικός, ο οποιοσδήποτε άλλος, δεν αποτελεί απειλή, αλλά τόπο συνάντησης, τόπο διάνοιξης του κλειστού εαυτού στον πληθυντικό αριθμό. Μια πραγματικότητα, που επιτρέπει τη διάλυση της  ιδιώτευσης, αλλά και της μοναξιάς των τσαλακωμένων του κόσμου, με το χτίσιμο του μυστηρίου της αξιοπρέπειας και της κοινωνίας.

Βέβαια, μια τέτοια προσπάθεια δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρεί δεδομένη τη φωνή της πανεπιστημιακής θεολογίας, η οποία κρατά το αυτονόητο δικαίωμα και την ευθύνη της κριτικής διάθεσης με την οποία αντιμετωπίζει τα δεδομένα του διαλόγου. Η πρόσκληση του Τμήματος Θεολογίας προς τη θεσμική Εκκλησία, δηλαδή την Ιεραρχία, αλλά και τη θεσμική, δηλαδή την κοινοβουλευτική, Αριστερά, δεν έχει ουδεμία σχέση με «λήψεις του ζητούμενου». Πολύ περισσότερο, δεν προδικάζει προαποφασισμένες συγκλίσεις ή αποκλίσεις. Σε καμία περίπτωση δεν υπάρχουν προσυμφωνημένα υπονοούμενα. Μοναδικό  προσύμφωνο η διάθεση ουσιαστικής γνωριμίας και η ψηλάφηση συγκεκριμένων πρακτικών θεμάτων, όπως η Βασιλεία του Θεού και η λαϊκή εξουσία, τα θρησκευτικά σύμβολα και η θρησκευτικότητα στο δημόσιο χώρο, η εκκλησιαστική περιουσία και η μισθοδοσία του κλήρου, τα κοινωνικά προβλήματα και το μεταναστευτικό ζήτημα, τα οποία κομματιάζουν την ενότητα του τρόπου μας. Δοκιμή, με άλλα λόγια, αντοχής των υλικών, που συνιστούν το νεότερο ελληνικό πολιτισμό. Και είναι σαφές πως η Ορθοδοξία «δεν είναι απλώς κάποιες χρηστομάθειες ή μια απλή θρησκευτική πίστη, ιδιωτικής υπόθεσης» (Ν. Ματσούκας), αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του πολιτισμού, συνεπώς της κοινωνικής πράξης – χωρίς βέβαια να εξαντλείται σε αυτόν, καθώς ο χαρακτήρας της ήταν και παραμένει, σε πείσμα πολλών, οικουμενικός.

Η συζήτηση, στον δημόσιο χώρο, πραγματικοτήτων με δημόσιο χαρακτήρα, καθώς εντός αυτού αναπτύσσονται, με αυτόν διαλέγονται, από αυτόν επηρεάζονται και αυτόν συνδιαμορφώνουν, δεν αποτελεί πολυτέλεια, πολύ περισσότερο δεν αποτελεί ύποπτη υπερβολή, απερισκεψία, αλλά βαθιά αναγκαιότητα η οποία κυρίως και πάνω από όλα συνδέεται με την ιστορική στιγμή. Τόσο η Εκκλησία, όσο και η Αριστερά, αποτελούν  σημεία αναφοράς μεγάλων τμημάτων του ελληνικού λαού, από τα οποία απαιτείται τολμηρή και ξεκάθαρη κατάθεση θέσεων. Βέβαια, μια τέτοια προσπάθεια προϋποθέτει κατάφαση στην αλλαγή ενός κόσμου που αλλάζει και μας αλλάζει, τη στιγμή που όσο εμείς αλλάζουμε τον αλλάζουμε. Ένα πέρασμα, δηλαδή, από την ανεύθυνη παρακολούθηση-ενοχοποίηση της ζωής των άλλων, στην έμπονη ζωή με τον άλλο, ζωή για τον άλλο, ζωή στον άλλο. Μια αναχώρηση από την εργαλειακή-συστημική κατανόηση του ανθρώπου και μια αυτοπαράδοση στο θαύμα του κοινού, όχι κατ' ανάγκην ταυτόσημου, βηματισμού.

Σκοπός του Συνεδρίου δεν είναι να πείσει η Εκκλησία την Αριστερά για τη θεότητα του Χριστού. Ούτε, βέβαια, η Αριστερά την Εκκλησία για το αντίθετο. Μπορεί, όμως, αυτή η συνάντηση να αξιοποιήσει τις συνέπειες ενός πολιτισμού της σάρκωσης, ο οποίος συγκροτείται στη βάση της κένωσης του  εαυτού και στην πρόσληψη του εντελώς διαφορετικού. Στο άδειασμα, δηλαδή, των ιστορικών ατομικών ή συλλογικών βεβαιοτήτων, προκειμένου να μείνει χώρος για τη συνάντηση με το ελάχιστο. Και είναι σαφές, πως τούτο το Συνέδριο δεν  αναζητά το ανέφικτο, αλλά το εφικτό. Εξάπαντος δεν θέλει να σώσει τον κόσμο και πολύ περισσότερο δεν θέλει, καταπώς γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης, να τον σώσει την  ερχόμενη Τρίτη. Θέλει, απλά και μόνο, να δώσει μια ευκαιρία στην έκπληξη. Σαν εκείνη που ένιωσαν εκπρόσωποι της Αριστεράς, όταν σε ερώτησή τους για τη διάθεση της θεολογίας να υποστηρίξει την ανέγερση τζαμιού στον τόπο μας, τους είπαμε ότι στη Θεολογική Σχολή, εδώ και τριάντα περίπου χρόνια, λειτουργεί χώρος προσευχής των μουσουλμάνων. Έτσι, ίσως να έχουμε μια δυνατότητα να δούμε αυτό που  «χρόνια πολεμάει μέσα στη σκοτεινή μήτρα» των ανομιών της Ιστορίας, «να ξετυλιχθεί και να καρπίση» (Ν. Καζαντζάκης).

 

* Ο Χρυσόστομος Α. Σταμούλης διδάσκει στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, του οποίου είναι και πρόεδρος. [Σημ. από τΜτΒ: http://users.auth.gr/stamchr/

Το συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά», που οργανώνει το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, σε συνεργασία με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, πραγματοποιείται τη Τρίτη 22 και την Τετάρτη 23 Ιανουαρίου (ώρες 10.00-22.00), στην αίθουσα τελετών της Παλιάς Φιλοσοφικής. Αναλυτικά το πρόγραμμα στο goo.gl/cgezZ

ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ/ΕΝΘΕΜΑΤΑ, 20 Ιανουαρίου 2013, https://enthemata.wordpress.com/2013/01/20/ekklisia/ 

Εκκλησία & Αριστερά: Aνάμεσα στον ακαδημαϊσμό & το δεσποτισμό I

Εκκλησία και Αριστερά ανάμεσα στον ακαδημαϊσμό και το δεσποτισμό: Προσέγγιση 1η

 

Από το Μανιτάρι του Βουνού

 


Όταν ό άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επιμένει στη σύζευξη θεωρίας και πράξης, πράξης και θεωρίας δεν ενδιαφερόταν μόνο για την εξέλιξη της προσωπικής αγιοσύνης. Το ίδιο και ο κοινός ευαγγελικός, πατερικός, οσιακός λόγος. Μα και η λαϊκή ορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση.

Από την κάπως, κάποτε θεωρούμενη «αντίπερα» όχθη της αριστεράς (του μαρξιστικού κομμουνισμού ή και του αναρχισμού) τα ίδια διδάγματα. Πράξη με όσο γίνεται καλή θεωρητική ματιά και όχι θεωρίες του σαλονιού, του αστακού και των χρυσών…

Ταυτόχρονα σε ένα επιστημονικό συνέδριο είναι δυνατόν να απουσιάζουν τα πρόσωπα της διπλής πράξης, δηλ. Όσα βιώνουν την προσπάθεια της εκκλησιαστικής συνείδησης και ζωής και ταυτόχρονα την «αριστερή» προσωπική και συλλογική δράση; Και ανάποδα: Είναι δυνατόν να υπάρχει ολική εκκλησιαστική προσέγγιση μόνο με θεολόγους ακαδημαϊκούς και επισκόπους, όπου το σύνηθες – παρά κάποιες εξαιρέσεις – επικρατεί ο βυζαντινός και οθωμανικός δεσποτισμός; Γι' αυτό ανησυχούμε σφόδρα…

Πριν τη δεκαετία του 1980 συναντήθηκαν στη διάρκεια της χούντας (όταν κάποιοι δήθεν μόνο διάβαζαν…) και κατόπιν βρέθηκαν στους κοινούς δρόμους για το στήσιμο μιας βιώσιμης κατά το μάλλον ή ήττον δημοκρατίας, συζήτησαν ατέρμονα στα αμφιθέατρα του μεταχουντικού πανεπιστήμιου σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Γιάννενα, δοκίμασαν διστακτικές συνεργασίες (Συμμαχία Αριστερών και Προοδευτικών Δυνάμεων, Συνεργασία ΧΣΚ με Φοιτητικές Συσπειρώσεις). Μια ιστορία που ξεκίνησε από τα Κάτω και στο καμίνι της πράξης. Όταν πήρε μια διεύρυνση υπήρξαν ορισμένα πρόσωπα που προσπάθησαν να ποδηγετήσουν, εκμεταλλευτούν, εμπορευματοποιήσουν και θεωρητικοποιήσουν μέσα και μετά τον «Χριστιανομαρξιστικό Διάλογο».

Ας θυμηθούμε ορισμένα πρόσωπα για να δούμε ποιοί και μέχρι που πήγαν αυτή την υπόθεση από τα πάνω και με θεωρίες: Κωστής Μοσκώφ, Κώστας Ζουράρις, Χρήστος Γιανναράς, Διονύσης Σαββόπουλος, κ.λ.π. από τα πιο γνωστά ονόματα. Αν εξαιρέσουμε τον πρώτο που έδειξε μια αξιοπρεπή στάση, οι άλλοι που; Θυμάστε επίσης κάποιον επίσκοπο; Θυμάστε κάποιον ακαδημαϊκό της θεολογίας; Θυμάστε κάποιους να συνέχισαν να δρουν αγωνιστικά μέσα από τους πολυποίκιλους δρόμους της αριστεράς; Απ' αυτούς κανένας!!!

Υπήρξαν όμως λιγότερο ή περισσότερο γνωστά ονόματα που έχουν σημαδέψει μέσα από την πράξη κυρίως, αλλά και από τη θεωρητική επεξεργασία αυτό το δρόμο 25 με 30 χρόνια τώρα. Στα συνδικάτα γνωρίζω αρκετούς, Στην τοπική αυτοδιοίκηση επίσης. Παπάδες με τοπική δράση σε κοινωνικά ή περιβαλλοντικά προβλήματα. Κάποιοι έδρασαν και δρούν και στην κεντρική πολιτική κονίστρα αφήνοντας διαφορετικά, αλλά ενδιαφέρονται σημάδια, χωρίς να μετατρέψουν τη δράση τους σε σκαλοπάτι για καριέρα ή πλουτισμό. Δεν θέλω να αναφέρω σ' αυτή τη φάση ονόματα.

Γύρισε όμως ο τροχός της ιστορίας, μετατράπηκε από τους διεφθαρμένους του κεφαλαίου, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, του ακαδημαϊσμού, του καριερισμού και της θρησκείας η χώρα μας σε «Αποικία χρέους», μπήκαν οι εμπράγματες Υποθήκες σε ό,τι κρατικό, δημόσιο και ιδιωτικό και ο λαός και η νεολαία στενάζει στη φτωχοποίηση, την ανεργία, την απελπισία και την οργή. Και το σύστημα δείχνει «βελάκι αριστερά».

Η αριστερά της καριέρας και του σαλονιού είναι μέρος της άθλιας εξουσίας. Και ο ΣΥΡΙΖΑ ζυγίζεται στη γκρίζα ζώνης συστήματος και λαού, Γερμανικής Ευρώπης και Χώρας… Την ώρα αυτή δυνάμεις που βρίσκονται μακριά από τα κινήματα του λαού προσπαθούν να  στήσουν το 2ο ημίχρονο ενός «Διαλόγου» στη Θεσσαλονίκη αυτή τη φορά, μετά από 30 χρόνια καθόλου από τα κάτω και μακριά από τους ανθρώπους της τριαντάχρονης πράξης. Η εσχάτη πλάνη πιθανά θα είναι χειρότερη της πρώτης. Η πρώτη απέτυχε γιατί έμεινε στις συζητήσεις. Κάποιοι την πήραν για προσωπική ανέλιξη. Κάποιοι άλλοι αντίθετα έπαιξαν στους χώρους εργασίας ή τοπικών κοινωνιών αργά και σταθερά έχοντας στο σακούλι τους τόνους εμπειριών. Επιτυχίες και αποτυχίες.

Μια μεγάλη χούφτα ΤΩΡΑ ακαδημαϊκών, εκκλησιαστικών και ολίγων επιλεγμένων πολτικών ή συνδικαλιστών μιας συγκεκριμένης τάσης της αριστεράς*, με χαιρετισμούς των ηγεσιών των τριών κοινοβουλευτικών κομμάτων της αριστεράς, στήνουν το νέο διάλογο χωρίς καν να απευθυνθούν, ούτε για δείγμα, στους ανθρώπους της πράξης που πάλεψαν ως μέλη της εκκλησίας, αριστερά και από τα κάτω… Και  κατανοούμε αρκετοί γιατί αγνοήθηκαν.

Το λάθος δεν είναι το τώρα, ούτε το γιατί μόνο. Είναι ότι μυρίζει «καμαρίλα», «συμφέροντα», «εξουσία», «συμμαχίες» και «άγνοια». Πολύ θα ήθελα αυτές οι σκέψεις να είναι πλήρως λανθασμένες, να αποτελούν μια προσωπική μου πικρία και το μόνο στοιχείο να είναι μια «αθέλητη άγνοια» όσων στήνουν το πανηγύρι της Θεσσαλονίκης.

Ο λογισμός μου όμως διαισθάνεται ολική ή μερική αποτυχία. Και δεν θα το ήθελα. Και δεν συμφέρει.. Οι της γνωστής «δεξιάς» με τα γνωστά «ελληνοχριστιανικά» ιδεώδη καραδοκούν… Για να έχει πιθανότητες επιτυχίας όφειλε να ήταν μια υπόθεση από την αριστερά των αγώνων και την εκκλησία όλων, λαού και κλήρου… Τελικά και αυτή φαίνεται ότι μπορεί να γίνει μόνο από τα κάτω και … αριστερά…

 

* ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

 

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

 

10:00-12:00 Χαιρετισµοί:

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυµος

Εκπρόσωποι πολιτικών και κρατικών οργανισµών

Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ.κ. Άνθιµος

Εκπρόσωποι άλλων Ορθοδόξων διοικήσεων της Ελλάδας

Περιφεριάρχης Κεντρικής Μακεδονίας κ. Απόστολος Τζιτζικώστας

Πρυτανικές Αρχές Α.Π.Θ.

Πρόεδρος του Τµήµατος Θεολογίας Α.Π.Θ. κ. Χρυσόστοµος Σταµούλης

12:00-12:20 Διάλειµµα/Καφές-Τσάι

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Η «Βασιλεία του Θεού» και η Λαϊκή Εξουσία. Ιστορικές επισηµάνσεις από τις παράλληλες πορείες Εκκλησίας και Αριστεράς στον 20ό και τον 21ο αιώνα.

Συντονισµός: Μαρία Αντωνιάδου (Δηµοσιογράφος, Γ. Γραµµατέας Ε.Σ.Η.Ε.Α.)

12:20-12:40 Μιλτιάδης Κωνσταντίνου (Καθηγητής Α.Π.Θ.) & Ευστάθιος Χ. Λιανός Λιάντης (υ.δρ. Α.Π.Θ)

12:40-13:00 Παναγιώτης Αρ. Υφαντής (Επ. Καθηγητής Α.Π.Θ.)

13:00-13:20 Χρήστος Λάσκος (Δρ. Φιλοσοφίας – Μέλος Π.Γ. του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.)

13:20-13:50 Συζήτηση

14:00-16:30 Γεύµα

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Θρησκευτικά Σύµβολα και Θρησκευτικότητα στον δηµόσιο χώρο

Συντονισµός: Παντελής Σαββίδης (Δηµοσιογράφος)

17:00-17:20 Νίκη Παπαγεωργίου (Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ.)

17:20-17:40 Μητροπολίτης Δηµητριάδος κ.κ. Ιγνάτιος

17:40-18:00 Γιάννης Παπαθεοδώρου (Επ. Καθηγητής Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων)

18:00-18:20 Ιφιγένεια Καµτσίδου (Επ. Καθηγήτρια Α.Π.Θ.)

18:20-18:50 Συζήτηση

18:50-19:10 Διάλειµµα/Καφές-Τσάι

ΤΡΙΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Θέµατα εκκλησιαστικής περιουσίας και µισθοδοσίας του κλήρου
Συντονισµός: Στέλιος Κούλογλου (Δηµοσιογράφος)

19:10-19:30 Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσόστοµος (Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.)

19:30-19:50 Τάσος Κουράκης (Αν. Καθηγητής Α.Π.Θ. – Βουλευτής ΣΥ.ΡΙΖ.Α.)

19:50-20:10 π. Βασίλειος Καλλιακµάνης (Καθηγητής Α.Π.Θ.)

20:10-20:30 Κώστας Παπαγεωργίου (Λέκτορας Α.Π.Θ.)

20:30-21:00 Συζήτηση

21:15 Δείπνο

 

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

 

ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Εκκλησία και Αριστερά εν µέσω κρίσης: Δράσεις έναντι των κοινωνικών προβληµάτων

Συντονισµός: Κλέαρχος Τσαουσίδης (Δηµοσιογράφος)

10:00-10:20 Κώστας Σταµάτης (Καθηγητής Α.Π.Θ.)

10:20-10:40 Μητροπολίτης Νεαπόλεως κ.κ. Βαρνάβας

10:40-11:00 Χρήστος Τσιρώνης (Λέκτορας Α.Π.Θ.)

11:00-11:30 Συζήτηση

11:30-12:00 Διάλειµµα/Καφές-Τσάι

ΠΕΜΠΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Εκκλησία και Αριστερά έναντι του µεταναστευτικού ζητήµατος

Συντονισµός: Νίκος Παπαχρήστου (Δηµοσιογράφος)

12:00-12:20 Παύλος Χαραµής (Πρόεδρος ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ.)

12:20-12:40 Μητροπολίτης Σιατίστης κ.κ. Παύλος

12:40-13:00 Στυλιανός Τσοµπανίδης (Επ. Καθηγητής Α.Π.Θ.)

13:00-13:30 Συζήτηση

13:45-16:30 Γεύµα

ΕΚΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Ο σύγχρονος λόγος της Εκκλησίας και της Αριστεράς. Από τη συγκρουσιακή στη συνεργατική ρητορική

Συντονισµός: Βασίλης Κεχαγιάς (Δηµοσιογράφος)

17:00-17:20 Μητροπολίτης Γόρτυνος κ.κ. Ιερεµίας (Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.)

17:20-17:40 Νικόλας Σεβαστάκης (Αν. Καθηγητής Α.Π.Θ.)

17:40-18:00 Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου κ.κ. Ανδρέας (Καθηγητής Α.Π.Θ.)

18:00-18:20 Ανδρέας Καρίτζης (Δρ. Φιλοσοφίας – Μέλος Κ.Ε. του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.)

18:20-18:50 Συζήτηση

18:50-19:10 Διάλειµµα/Καφές-Τσάι

ΕΒΔΟΜΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: Η Θρησκευτική Εκπαίδευση στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο
Συντονισµός: Σταύρος Τζίµας (Δηµοσιογράφος)

19:10-19:30 Κωστής Παπαϊωάννου (Πρόεδρος Ε.Ε.Δ.Α.)

19:30-19:50 Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως κ.κ. Άνθιµος
19:50-20:10 Τριαντάφυλλος Μηταφίδης (Εκπαιδευτικός – Επικεφ. της δηµ. Παρ. "Θεσ/νίκη Ανοιχτή Πόλη")

20:10-20:30 Νικόλαος Μαγγιώρος (Επ. Καθηγητής Α.Π.Θ.)

20:30-21:00 Συζήτηση

21:15 Δείπνο

ΠΗΓΗ: Παρασκευή, 11 Ιανουαρίου 2013, http://e-theologia.blogspot.gr/2013/01/blog-post_11.html?spref=fb

Πρώτη δημοσίευση: Posted on Ιανουαρίου 16, 2013 by manitaritoubounou,

Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;»: Με αφορμή ένα περιστατικό…

Με αφορμή ένα περιστατικό . . . «Ο  δ  ννέα πο;»*

 

Του Αθανάσιου Μουστάκη**


Αφορμή μας έδωσε η συζήτηση για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας στους οικονομικούς μετανάστες. Παραμένει όμως πάντοτε επίκαιρο ιδιαίτερα μετά το περιστατικό κατά το οποίο δύο νεαροί Πακιστανοί έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να σώσουν δύο Έλληνες που είχαν "κολλήσει" σε σιδηροδρομικές γραμμές.

«Οχ ο δέκα καθαρίσθησαν; Ο δ ννέα πο;

Οχ ερέθησαν ποστρέψαντες δοναι δόξαν τ Θε

ε μ λλογενς οτος;»

(Κατά Λουκάν 17:17-18)

Τις τελευταίες ημέρες έχει ανακινηθεί στην πατρίδα μας το θέμα των παρανόμως ή μη διαβιούντων μεταναστών. Μετά την εκδήλωση της προθέσεως εκ μέρους της κυβέρνησης να δοθεί εν συνόλῳ -ή όχι- σε αυτούς η ελληνική ιθαγένεια άνοιξε για μία ακόμη φορά η συζήτηση σχετικά με το τι πρέπει να πράξουμε απέναντι σε αυτό το θέμα. Μάλιστα, κατά καιρούς ακούγονται δηλώσεις, πολιτικών και πνευματικών ηγετών, καθώς και ποιμένων της Εκκλησίας, οι οποίοι καταθέτουν την άποψή τους εκφράζοντας την αγωνία τους για το τι μέλλει γενέσθαι. Επιπροσθέτως το τελευταίο δεκαήμερο γίναμε γνώστες δύο προσπαθειών συλλογής υπογραφών η μία για διενέργεια δημοψηφίσματος η άλλη για να πούμε ναι ή όχι στην απόδοση ιθαγένειας στους μετανάστες που κατοικούν στην πατρίδα μας.

Η κατάσταση αυτή μας έβαλε σε σκέψεις και μας οδήγησε στο να αναζητήσουμε τι στάση θα κρατούσε ο Χριστός που παραμένει το αξεπέραστο πρότυπο κάθε ανθρώπου που σέβεται την ελευθερία του, όχι τη λίγη, την περιορισμένη, που μας αφήνει ο εγωκεντρικός τρόπος ζωής, αλλά την απροσμέτρητη που μας δώρισε ο Κύριος με τη δημιουργία μας.

Από μία πρόχειρη, μάλλον δειγματοληπτική, έρευνα στην Καινή Διαθήκη αποκομίσαμε τα εξής περιστατικά:

1) Ματθαίου 8:5-10 (και Λουκά 7:2-10). Πρόκειται για το περιστατικό της θεραπείας του δούλου του εκατοντάρχου, ο οποίος δείχνει τέτοια πίστη που ο Κύριος αναφωνεί «οδ ν τ σραλ τοσαύτην πίστιν ερον».

2) Ματθαίου 15:21-28 (και Μάρκου 7:24-30). Η θεραπεία του παιδιού της Συροφοινίκισσας, Ελληνίδας, «τ γένει».

3) Λουκά 17:12-19. Τ ο περιστατικό της θεραπείας των δέκα λεπρών, αλλά της μετ' ευγνωμοσύνης επιστροφής του ενός, του μόνου που δεν ήταν Ιουδαίος.

4) Ιωάννου 4:4-42. Ο διάλογος του Κυρίου με τη Σαμαρείτιδα, την αγία Φωτεινή την ισαπόστολο, η οποία ήταν το πρόσωπο που ο Κύριος επέλεξε για να αποκαλύψει το γεγονός ότι ήταν ο Μεσσίας.

5) Λουκά 10:30-37. Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη, όπου ο εθνικά εχθρός είναι ο εκφραστής της αγάπης.

6) Ματθαίου 3:9. Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, στηλιτεύοντας τον εγωισμό των φαρισαίων για την εθνολογική και θρησκευτική τους καθαρότητα, λέει ότι ο Θεός και από τις πέτρες «δύναται . . . γεραι τέκνα τ βραάμ».

 

 Ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των βιβλικών περιστατικών; Μα το γεγονός ότι δείχνουν τη στάση του Χριστού, και όχι μόνο, απέναντι στον ξένο, τον πάροικο, τον κοινωνικά απόβλητο. Η στάση του είναι ξεκάθαρη: αγάπη, σεβασμός, προσφορά βοήθειας, θαυμασμός και προβολή της πίστεώς τους. Εμείς σήμερα ίσως δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της επανάστασης της αγάπης που έκανε με αυτές τις επιλογές του ο Κύριος, διότι δεν μπορούμε να αντιληφθούμε σε όλη του την έκταση το φαινόμενο, αφενός της αίσθησης των Ισραηλιτών για τη μοναδικότητά τους και της προνομιακής θέσης του λαού τους στην ιστορία, και μάλιστα, στο λεπτό και ευαίσθητο θέμα της σωτηρίας, και αφετέρου της τελείας περιφρόνησης και απαξίωσης προς καθένα που δεν ήταν μέλος του Ισραήλ. Φυσικά εμείς δεν σκεπτόμαστε ούτε ζούμε όπως οι Ισραηλίτες του 1ου μ.Χ. αι., αλλά από την άλλη δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη δυναμική αντιμετώπιση του Κυρίου, μα και των Αποστόλων, στο θέμα των ξένων, των μη Ισραηλιτών. Ένα θέμα δυσχερές, δύσκολο και ακανθώδες, το οποίο οδήγησε σε διαφωνία τους κορυφαίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο (Γαλ. 2:11-14), αλλά τελικά ξεπεράστηκε κατά τον καλύτερο τρόπο: με την πλήρη, ισότιμη και απροϋπόθετη αποδοχή των εθνικών στην Εκκλησία. Η μόνη προϋπόθεση που ετέθη ήταν η πλήρης διακοπή των σχέσεων τους με τα είδωλα.

Αυτή λοιπόν πρέπει να είναι και η δική μας σχέση, τουλάχιστον ως μεμονωμένες προσωπικότητες, προς όσους δεν ανήκουν στο λαό μας: αγάπη, σεβασμός, κατανόηση, προσπάθεια να μεταδώσουμε με ευγένεια την πίστη μας, αλλά και την ελληνική παιδεία.

Στο σημείο αυτό κάποιος εύλογα θα μπορούσε να πει τα εξής: Εντάξει, ως μέλη της Εκκλησίας πρέπει να τα κάνουμε αυτά, αλλά το κράτος μας πρέπει να ακολουθήσει την ίδια πρακτική; Μήπως αυτό μας ζημιώσει ως λαό; Μήπως μας βλάψει ως έθνος; Μήπως η πολιτεία μας πρέπει να ακολουθήσει παραδείγματα άλλων εθνών, τα οποία φέρθηκαν με σκληρότητα στους προσεγγίζοντες τα σύνορά τους μετανάστες;

Οπωσδήποτε, λόγῳ θέσεως, η ευθύνη του κράτους μας είναι διαφορετική. Έπρεπε από την πρώτη στιγμή να είχε βάλει κανόνες και όρια, ώστε να εισέλθουν στη χώρα μας όσοι είχαν σκοπό να εργασθούν και με αυτόν τον τρόπο να ζήσουν τις οικογένειές τους και, γιατί όχι, να πλουτίσουν. Έπρεπε από την πρώτη στιγμή να υπάρχει αυστηρός έλεγχος στους ημεδαπούς εργοδότες, ώστε να εξασφαλιστεί περίθαλψη, ασφάλιση, δικαιοσύνη στις συνθήκες εργασίες και ανάλογη, προς τα προσόντα και τις ικανότητες, αμοιβή. Πρέπει σήμερα, έστω, να ελέγξει η πολιτεία ποιοι μπαίνουν στην πατρίδα μας και με ποιο σκοπό. Πρέπει να φροντίσει να τους προσφέρει σωστή ελληνική παιδεία και να τους κάνει κοινωνούς του ελληνικού πολιτισμού. Πρέπει να τους προσφέρει ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης για να αποφευχθούν φαινόμενα εκμετάλλευσης από ασυνείδητους, π.χ. ιδιοκτήτες ακατάλληλων οικημάτων τα οποία προσφέρονται σε αλλοδαπούς ως κατοικίες. Πρέπει τα κριτήρια για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας να προστατεύσουν και αυτούς και εμάς από τα κακοποιά στοιχεία που «παρεισλθον κατασκοπσαι τν λευθερίαν μν», όπως σημειώνει ο απ. Παύλος.

Δεν πρέπει εν ονόματι της πολυπολιτισμικότητας να απεμπολήσουμε την παράδοσή μας, την πίστη μας και την αγάπη προς την αλήθεια που κουβαλάμε μέσα μας ως λαός από την αυγή της ιστορίας. Δεν πρέπει να χάσουμε τη συνείδηση του ποιοι είμαστε, τι προσφέραμε στο παρελθόν στον κόσμο και τι μπορούμε να προσφέρουμε σήμερα. Δεν πρέπει όμως και να αποκτήσουμε φοβία απέναντι στον άλλο, ο οποίος σε τελική ανάλυση είναι η σωτηρία μας, δεν πρέπει να νιώσουμε μίσος, το οποίο αν και υπαρκτό σε κάποιες περιπτώσεις δεν τολμούμε να το ομολογήσουμε ούτε στον εαυτό μας.

Υποχρέωση και του κράτους και ημών προσωπικά είναι να προσφέρουμε κάτι και από τη δική μας, τότε σημαντική εξάλλου, παιδεία σε όσους ζουν κοντά μας. Να τους βοηθήσουμε να μάθουν την ελληνική ιστορία και να την βάλουν δίπλα στη ιστορία της πατρίδας τους, να τους κάνουμε υπερήφανους που βρέθηκαν εδώ και όχι κάπου αλλού. Να τους δείξουμε την πίστη μας όχι με λόγια, αλλά με έργα, καθώς προκαλεί αλγεινή εντύπωση να λέμε κάποτε ότι τους αγαπάμε, ενώ από την άλλη να θέλουμε να τους απομακρύνουμε.

Υποχρέωση και του κράτους και ημών προσωπικά είναι να προσφέρουμε παιδεία στα παιδιά μας, στα Ελληνόπουλα. Να τα ωθήσουμε να αγαπήσουν την ιστορία μας, να ζήσουν μυστηριακή ζωή, να αγαπήσουν την πατρίδα μας και να νιώσουν περήφανα γι' αυτή. Να τους θυμίσουμε αυτό που μας έλεγαν οι γονείς μας «καμία δουλειά δεν είναι ντροπή». Να τους δείξουμε ότι η ελευθερία από κάθε εξάρτηση και η αγάπη είναι η βάση για ένα επιτυχημένο πέρασμα από τούτη τη ζωή.

Ο άνθρωπος με πίστη, αγάπη και ε λπίδα δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.

Φρονούμε ότι, μέσα από το αγαπητικό πρίσμα της Εκκλησίας, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της μετανάστευσης. Αγάπη, όμως, δεν σημαίνει ενδοτικότητα ούτε παράδοση άνευ όρων. Το κράτος πρέπει να θέσει τους κανόνες του. Εμείς πρώτοι πρέπει να τους σεβαστούμε και έπειτα να απαιτήσουμε το σεβασμό τους και από τους άλλους.

Θα μου πείτε είναι δυνατό να γίνουν αυτά ή μήπως όσα αναφέρουμε είναι μία ουτοπία; Αν πίστευα ότι ήταν ουτοπία δεν θα τα έγραφα. Αν δεν εμπιστευόμουν την ανακαινιστική δύναμη της Εκκλησίας δεν θα τα έλεγα. Αν δεν γνώριζα τον καταλυτικό ρόλο που η ελληνική παιδεία έπαιξε στον εκπολιτισμό λαών και λαών στο παρελθόν (π.χ. Μέγας Αλέξανδρος, Βυζάντιο) δεν θα έκανα την παραμικρή αναφορά.

Επιτρέψτε μου όμως να έχω έναν φόβο μήπως ο κανένας από εμάς που δεν θέλει τους ξένους γίνει αιτία να επαληθευτεί το βιβλικό: «λίθον ν πεδοκίμασαν ο οκοδομοντες, οτος γενήθη ες κεφαλν γωνίας», το οποίο ο Κύριος συμπλήρωσε λέγοντας «ρθήσεται φ' μν βασιλεία το Θεο κα δοθήσεται θνει ποιοντι τος καρπος ατς» (Ματθαίου 21:42-43).


* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2010 στην εφημερίδα "Το Βήμα της Κω" με τίτλο «Ο  δ  ννέα πο;».


** http://amoustakis.wordpress.com/for_me/ και http://www.facebook.com/athanasios.moustakis


ΠΗΓΗ: Τρίτη 10 Απριλίου 2012, http://amoustakis.wordpress.com/2012/04/10/ten_lepers_imigrants/

Παγκοσμιοποίηση-ΕΕ-καταστροφή ή Αυτοδυναμία;

Παγκοσμιοποίηση-ΕΕ-καταστροφή ή Αυτοδυναμία;

 

Του Τάκη Φωτόπουλου*

 

Ενώ οι συνέπειες της συντελούμενης καταστροφής όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και, συνακόλουθα, στην απασχόληση, τις  εργασιακές σχέσεις, τα εισοδήματα και τις κοινωνικές υπηρεσίες, συνειδητοποιούνται καθημερινά και περισσότερο από τη μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικού λαού, η παράλληλη ριζοσπαστικοποίηση της συλλογικής συνείδησης είναι το μόνο θετικό στοιχείο σε όλη αυτή την ολέθρια διαδικασία.

Ποιος θα το φανταζόταν πριν λίγα χρόνια ότι ο Ελληνικός λαός που, μέσα στην άγνοια που τον είχαν καταδικάσει οι ελίτ και τα ελεγχόμενα από αυτές ΜΜΕ, είχε ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά επιδοκιμασίας της καταστροφικής ένταξης της χώρας μας στην ΕΕ, τώρα έχει ένα από τα χαμηλότερα; Και ποιος θα πίστευε τότε  ότι ένα μαζικό, αλλά άμορφο ακόμη, κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης γενικά (η οποία στην καπιταλιστική οικονομία της αγοράς μόνο νεοφιλελεύθερη μπορεί να είναι παρά τα παραμύθια της ρεφορμιστικής «αριστεράς») και της ΕΕ ειδικότερα, θα άνθιζε «από κάτω»; Και αυτό,  παρά το γεγονός ότι ακόμη και η κομουνιστική Αριστερά στην Ελλάδα (αλλά όχι και σε χώρες όπως η Ρωσία) δεν έχει πάρει είδηση για την πρωταρχική σημασία της παγκοσμιοποίησης στη Νέα Διεθνή Τάξη (ΝΔΤ) που σήμερα επιβάλλεται είτε με οικονομικούς πολέμους κατά των λαϊκών στρωμάτων, είτε με σφαγές λαών, που τις μεταμφιέζουν σε «επαναστάσεις»; Έτσι, αδυνατούν να αντιληφθούν ότι οι σημερινές έμμεσες συγκρούσεις μεταξύ π.χ. Ρωσίας και υπερεθνικής ελίτ που διαχειρίζεται την ΝΔΤ, οι οποίες αύριο μπορεί να γίνουν ανοικτές στη περιοχή μας, δεν έχουν σχέση με «ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις» όπως προσπαθούν να τις ερμηνεύσουν με θεωρητικά εργαλεία που αναπτυχθήκαν πολλές δεκαετίες πριν να αναδυθεί το νέο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης.

Δεν θα αναφερθώ στις καταστροφικές συνέπειες της ένταξης στην παραγωγική δομή της χώρας που ανέπτυξα συστηματικά αλλού [1]. Αρκεί να αναφέρω ότι οι χώρες που εντάσσονται στους θεσμούς της παγκοσμιοποίησης (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), ΕΕ, NAFTA κ.λπ.) χαρακτηρίζονται από πολύ διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, όπως εκφράζονται για παράδειγμα από τις πελώριες διαφορές στην παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα που έχει καθιερώσει η ανισόμερη καπιταλιστική ανάπτυξη. Όταν όμως ενσωματώνονται στην ΝΔΤ  υποχρεώνονται να εφαρμόσουν τους ίδιους κανόνες για το άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών τους (ιδιαίτερα κεφαλαίου και εμπορευμάτων). Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι ότι χώρες όπως η Γερμανία, με υψηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας λόγω παραγωγικότητας (εξαιτίας των προχωρημένων επιπέδων ανάπτυξης στην έρευνα και τεχνολογία) και χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα με υψηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας, λόγω του πολύ χαμηλού κόστους παραγωγής και των άθλιων μισθών και εργασιακών συνθηκών, επιβάλλουν τα πρότυπα τους στη διαδικασία αυτή.

Αυτή είναι η βασική αιτία για την οποία όταν μια χώρα εντάσσεται στον ΠΟΕ, ή ακόμη χειρότερα σε οικονομικές ενώσεις όπως η ΕΕ, και συνακόλουθα ανοίγει και απελευθερώνει τις αγορές της, ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει στον εξοντωτικό ανταγωνισμό, εάν δεν ανήκει ήδη στις μητροπολιτικές χώρες με τα υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, είναι να ελαχιστοποιήσει το κόστος παραγωγής, βασικά εξαθλιώνοντας τους μισθούς και τις εργασιακές συνθήκες, αλλά και  μειώνοντας στο έπακρο τους φόρους πάνω στο κεφάλαιο, στις εργοδοτικές εισφορές κ.λπ. Και αυτό ακριβώς γίνεται σήμερα στην Ελλάδα!

Το αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι η μόνη επιλογή σήμερα για τους λαούς, που δεν θέλουν να συντριβούν μέσα σε αυτή τη διαδικασία και να αναγκαστούν να παραδώσουν την οικονομική και επομένως την εθνική τους κυριαρχία, είναι να αποκόψουν τους δεσμούς τους με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και να υιοθετήσουν πολιτικές οικονομικής αυτοδυναμίας (όχι αυτάρκειας), καθώς και να σχηματίσουν οικονομικές ενώσεις χωρών στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί σήμερα μόνο μέσα από Λαϊκά Μέτωπα που θα ένωναν τα λαϊκά στρώματα, τα οποία υποστηρίζουν όλο το φάσμα απο την αντισυστημική αριστερά μέχρι τον πατριωτικό χώρο, που είναι τα θύματα της παγκοσμιοποίησης – πάνω σε συγκεκριμένο πρόγραμμα με βραχύ/μέσο/μάκρο/πρόθεσμους στόχους για την ριζική αλλαγή της παραγωγικής και της καταναλωτικής δομής της κάθε χώρας. Ο απώτερος στόχος θα ήταν να ικανοποιούνται οι βασικές (τουλάχιστον) ανάγκες όλων των πολιτών και όχι, όπως σήμερα, όλες οι ανάγκες των ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων, σε βάρος ακόμη και των βασικών αναγκών των λοιπών.  Αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση και για οποιαδήποτε συστημική αλλαγή στο μέλλον, εφόσον θα δημιουργούσε τόσο τις αντικειμενικές όσο και τις υποκειμενικές συνθήκες για αυτήν. Αντίστροφα, εάν περιμέναμε τη συστημική αλλαγή για να βγούμε από την ΕΕ και να αποκοπούμε από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, τα λαϊκά στρώματα θα είχαν οδηγηθεί στο μεταξύ στην ολοκληρωτική καταστροφή. Αλλά θα χρειαστεί να επανέλθουμε.

* http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/

[1] Η Ελλάδα σαν προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ (Γόρδιος 2010) που για ευνόητους λόγους θάβεται κανονικά από την «Αριστερά» (Βλ. π.χ. The Press Project , Κυριακάτικη «Ε», 13/1/2013).

ΠΗΓΗ: Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013. Το πήρα: http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_01_19.html

Πολιτικό Σύστημα: Πρωτοφανής πράξη εθν. υποτέλειας

Πρωτοφανής πράξη εθνικής υποτέλειας από όλο το πολιτικό σύστημα

 

Του Δημήτρη Καζάκη

 

Σήμερα έχουν κατατεθεί στην Βουλή και πρόκειται να ψηφιστούν με την μορφή νομοσχεδίου και με την διαδικασία του κατεπείγοντος τα εξής: Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, τροποποιήσεις του ν. 4093/2012, κύρωση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Έγκριση των Σχεδίων των Συμβάσεων Τροποποίησης της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ), της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Τ.Χ.Σ) και της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), με τίτλο «Κύρια Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης», της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ε.Τ.Χ.Σ., της Ελληνικής Δημοκρατίας και της ΤτΕ, με τίτλο «Σύμβαση Διευκόλυνσης Διαχείρισης Υποχρεώσεων ΣΙΤ» και της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ε.Τ.Χ.Σ., της Ελληνικής Δημοκρατίας και της ΤτΕ με τίτλο «Διευκόλυνση αποπληρωμής Τόκων Ομολόγων», παροχή εξουσιοδοτήσεων για την Υπογραφή Συμβάσεων» και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις.

Μέσα σε λίγες ώρες δήθεν κοινοβουλευτικής διαβούλευσης, κουβέντας δηλαδή για το θεαθήναι, έτσι για να περνά η ώρα χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα καθότι όλα έχουν προαποφασιστεί, θα ψηφιστούν μέτρα και δεσμεύσεις που μετατρέπουν την Ελλάδα σε επίσημο προτεκτοράτο των ξένων δανειστών της. Για μια ακόμη φορά οι βουλευτές της συμπολίτευσης θα δηλώσουν ότι δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά γιατί αν δεν ψηφίσουν η χώρα θα χρεοκοπήσει, ενώ οι Ηρακλήδες της αντιπολίτευσης θα αρκεστούν στη γνωστή κοινοβουλευτική πρόζα διανθισμένη με πύρινες καταγγελίες. Κι όλοι μαζί θα νομιμοποιήσουν για μια ακόμη φορά την παραβίαση κάθε έννοιας συνταγματικής τάξης ενός τύποις ανεξάρτητου κράτους. Βλέπετε για να νομιμοποιηθεί η όλη διαδικασία δεν αρκεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Χρειάζεται εξίσου και η κοινοβουλευτική μειοψηφία. Απαιτούνται και οι δυο να αναγνωρίζουν ότι όλα έγιναν νομότυπα. Και η συμπολίτευση και η αντιπολίτευση. Γι' αυτό και κανένας δεν πρόκειται να κουνηθεί από την θέση του. Δεν πρόκειται ούτε κατά διάνοια να ρισκάρει για χάρη της χώρας και του λαού της την παρουσία και τις απολαβές του από αυτό το νόθο, βαθιά αντιλαϊκό και  αντεθνικό κοινοβούλιο. Ας πάει να πνιγεί η χώρα και ο λαός της.

Το πρόβλημα δεν βρίσκεται απλά στο «αγγλικό δίκαιο» και την δικαιοδοσία των δικαστηρίων, η οποία ανατίθεται στα δικαστήρια του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου όπου βρίσκεται η έδρα των δανειστών, δηλαδή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, αλλά στο γεγονός ότι η Ελλάδα – κι όχι απλά το ελληνικό κράτος – απεμπολεί κάθε μορφή ασυλίας. Ακόμη και υπό το αγγλοσαξονικό δίκαιο (Βρετανία, ΗΠΑ) η άρση της ασυλίας ενός κράτους δεν αφορά στην εθνική του κυριαρχία, αλλά στις εμπορικές δραστηριότητες του εν λόγω κράτους. Έτσι ακόμη κι όταν υποχρεώνεται από τους δανειστές του να υπογράψει σε «αγγλικό δίκαιο» προκειμένου να άρει την ασυλία του οικειοθελώς αυτό αφορά πρώτα και κύρια στην αποδοχή της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του δανειστή. «Τα κράτη συνήθως εξαιρούν: (1) την περιουσία στο εξωτερικό των διπλωματικών αποστολών, (2) την στρατιωτική περιουσία, (3) τα περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται εντός της επικράτειάς τους και είναι αφιερωμένα σε δημόσια ή κυβερνητική χρήση, και (4) κληρονομική περιουσία.»[1]

Προβλέπεται κάτι τέτοιο από την υπάρχουσα σύμβαση που ψηφίζεται σήμερα; Ούτε κατά διάνοια. Αντίθετα, η Ελλάδα απεμπολεί άνευ όρων και αμετάκλητα την ασυλία της έναντι των δανειστών για όλα τα περιουσιακά της στοιχεία όχι μόνο ως κράτος, αλλά και ως επικράτεια αποδεχόμενη όχι μόνο την δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Μεγάλου Δουκάτου, αλλά και την αμετάκλητη εφαρμογή των αποφάσεών τους στο έδαφός της. Ο τρόπος που συντάχθηκε και διατυπώθηκε η συγκεκριμένη σύμβαση μας ξαναγυρίζει πίσω στον 19ο αιώνα όταν αποτελούσε «καθαρή αρχή του Διεθνούς Δικαίου πώς η περιουσία του υπηκόου είναι υπόχρεη για τα δάνεια που έχει συνάψει το Κράτος του οποίου είναι μέλος.[2] Βέβαια, την εποχή εκείνη δινόταν η δυνατότητα στο Κράτος να μην θεωρεί τα δάνεια που συνάπτει δεσμευτικά. «Τα αγγλικά δικαστήρια έχουν αποφασίσει ότι τα πληρωτέα ομόλογα στον κομιστή τους, τα οποία έχουν εκδοθεί από την κυβέρνηση ενός Κράτους, δημιουργούν μόνο ένα χρέος με χαρακτήρα χρέους τιμής, το οποίο δεν μπορεί να επιβάλει κανένα ξένο δικαστήριο, ούτε καν από τα δικαστήρια του ίδιου του δανειζόμενου Κράτους, εκτός κι αν υπάρχει συγκατάθεση από την κυβέρνησή του.» [3]

Η προϊούσα μερική εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας υπέρ των δανειστών, μετατρέπεται τώρα σε ολοκληρωτική κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας αν και όποτε το θελήσουν οι δανειστές. Το ελληνικό κράτος και οι θεσμοί της χώρας δεν μπορούν να επικαλεστούν κανενός είδους ασυλία έναντι των δανειστών. Ολόκληρη η δημόσια περιουσία και η εθνική επικράτεια, ο κάθε έλληνας πολίτης και η προσωπική του κοινωνική, εργασιακή και περιουσιακή κατάσταση μαζί και των οικείων του τίθενται στην διακριτική διάθεση των δανειστών της ευρωζώνης. Με τις πράξεις αυτές θεσμοθετείται ως υπέρτατος νόμος της χώρας η εξυπηρέτηση των δανειστών έναντι όλων των άλλων αναγκών και προτεραιοτήτων της επικράτειας και του λαού. Και μάλιστα υιοθετείται με τέτοιον τρόπο ώστε να περάσει στο εσωτερικό δίκαιο της χώρας υπερισχύοντας κάθε άλλου κανόνα εσωτερικού δικαίου με βάση το άρθρο 28 του Συντάγματος. Έτσι ολόκληρη η χώρα και ο λαός της τίθενται σε επίσημο καθεστώς πεονίας, δηλαδή σε καθεστώς δουλοπαροικίας του χρέους προκειμένου να διασφαλιστούν οι δανειστές.

Με άλλα λόγια όχι μόνο τα δημοσιονομικά του ελληνικού κράτους μαζί με την δημόσια περιουσία και την εθνική επικράτεια, αλλά και ο μισθός, η σύνταξη, το εισόδημα, η δουλειά, η προσωπική περιουσία, η κατάσταση της ίδιας της οικογένειας και του ατόμου, τίθενται σε δεύτερη μοίρα προκειμένου οι δανειστές να διασφαλίσουν τα δάνειά τους. Κανένα θεμελιώδες ή μη δικαίωμα της χώρας και του λαού της δεν είναι ανώτερο από τα δικαιώματα του δανειστή. Κι επομένως ολόκληρη η χώρα, ο πλούτος που διαθέτει καθώς και οι πολίτες της τίθενται επισήμως στην διάθεση των δανειστών ως ενέχυρα.

Πότε ξανάγινε κάτι τέτοιο; Ποτέ ξανά σ' ολόκληρη την ιστορία του δημόσιου δανεισμού της επίσημης Ελλάδας δεν έχει γίνει κάτι παρόμοιο. Παρά το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος έχει υποστεί στην ιστορία του τέσσερις επίσημες χρεοκοπίες (1827, 1845, 1893, 1932). Μόνο με τις εγγυήσεις των αποκαλούμενων «δανείων της ανεξαρτησίας» (1824 και 1825) μοιάζει η σημερινή Σύμβαση, μιας και στα ομόλογα αυτών των δανείων υπήρχε η εξής ρήτρα: «Οι Πρόσοδοι θα είναι πληρωτέες τόσο σε περίοδο ειρήνης, όσο και σε περίοδο πολέμου χωρίς διάκριση, σε όλους τους δικαιούχους, ανεξάρτητα από το αν ανήκουν σε φιλικό ή εχθρικό κράτος. Για την πληρωμή των Προσόδων έχουν δεσμευτεί όλα τα έσοδα της Ελλάδας. Το σύνολο της εθνικής περιουσίας της Ελλάδας δια του παρόντος υποθηκεύεται στους κατόχους όλων των υποχρεώσεων που χορηγήθηκαν δυνάμει του παρόντος Δανείου έως ότου ολόκληρο το ποσό του κεφαλαίου που αυτές οι υποχρεώσεις αντιπροσωπεύουν, θα πληρωθεί σύμφωνα με παρεχόμενο Χρεολυτικό Κεφάλαιο…»[4] Το Χρεολυτικό Κεφάλαιο της εποχής εκείνης ήταν κάτι περίπου σαν τον σημερινό Ειδικό Λογαριασμό που έχει ανοιχθεί στην Τράπεζα της Ελλάδας μετά από απαίτηση και υπό τον έλεγχο της τρόικας, δηλαδή των δανειστών.

Η νέα Σύμβαση που περνά με την διαδικασία του κατεπείγοντος μας ξαναγυρίζει πολύ πίσω. Στην εποχή όπου το ελληνικό κράτος δεν είχε επίσημη υπόσταση, δεν υπήρχε ουσιαστικά και επομένως οι δανειστές μπορούσαν να απαιτήσουν τα πάντα. Κι όχι μόνο αυτό. Η παρούσα συμφωνία επιβάλλει επίσημο καθεστώς «δουλείας για χρέη» σε έναν ολόκληρο λαό. Η έννοια της «δουλείας για χρέη» έχει αποτυπωθεί από την Συμπληρωματική Συνθήκη για την κατάργηση της Δουλείας, της εμπορίας των Δούλων και παρεμφερών προς την Δουλεία θεσμών και πρακτικής, η οποία εγκρίθηκε από τη διάσκεψη των πληρεξουσίων που συγκλήθηκαν από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή του ΟΗΕ της 30ης Απριλίου 1956 και συνήλθε στη Γενεύη στις 7 του Σεπτεμβρίου 1956. Η διεθνής αυτή Σύμβαση επικυρώθηκε από την Ελλάδα με το Νομοθετικό Διάταγμα υπ' αριθ. 1145 στις 29 Απριλίου του 1972. Το άρθρο 1 παράγραφος (α) της Σύμβασης προβλέπει την κατάργηση «της δουλείας δια χρέη, ήτοι της θέσεως ή καταστάσεως της προκυπτούσης εκ του γεγονότος ότι εις οφειλέτης είναι ηναγκασμένος να παράσχη ως εγγύησιν ενός χρέους τας προσωπικάς του υπηρεσίας ή τας υπηρεσίας προσώπου επί του οποίου ασκεί εξουσίαν, εις περίπτωσιν καθ' ήν η κατά δικαίαν κρίσιν αξία των υπηρεσιών του δεν προορίζεται εις την εξόφλησιν του χρέους, ή εάν η διάρκεια των υπηρεσιών του δεν είναι περιωρισμένη και δεν έχει προσδιορισθή ο χαρακτήρ τούτων.» [5]

Ποιος μας επιβάλει το σημερινό καθεστώς «δουλείας για χρέη»; Η ίδια η ευρωζώνη. Τέτοια σύμβαση δεν έχει επιβληθεί σε κανένα άλλο κράτος στον κόσμο. Ο λόγος είναι απλός. Στην μεταπολεμική περίοδο επιβλήθηκε ως απαράβατο αξίωμα του διεθνούς δικαίου η αρχή που θέλει να μην ασκείται βία ενάντια σε κράτη προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα εξωτερικά τους χρέη. Η αρχή αυτή συζητιέται στο δημόσιο διεθνές δίκαιο από την εποχή της Συνδιάσκεψης της Χάγης του 1907. Τότε ένας από τους πρωτομάχους της επιβολής της αρχής αυτής ήταν οι ΗΠΑ. Στις 16 Ιουλίου 1907 ο στρατηγός Χόρας Πόρτερ, μιλώντας εκ μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ υπέρ της κατάργησης της βίας για την συλλογή συμβεβλημένων χρεών ανάμεσα σε κράτη, έλεγε χαρακτηριστικά: «Οι εκστρατείες συγκομιδής χρεών πολύ σπάνια είχαν επιτυχία. Στην εποχή μας το να παραπέμψει κανείς τις διαφιλονικούμενες χρηματικές απαιτήσεις στο πεδίο της δύναμης αντί του νόμου και να υποκαταστήσει την επιστήμη της καταστροφής έναντι των δημιουργικών δυνάμεων της ειρήνης, συνιστά τεράστια ευθύνη. Η αρχή της μη επέμβασης με την βία θα έχει αμέτρητες ωφέλειες για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Πρώτο, για το έθνος του οποίου οι υπήκοοι ή οι πολίτες έχουν γίνει πιστωτές μιας ξένης κυβέρνησης, μιας και θα αποτελέσει προειδοποίηση για μια τάξη προσώπων πολύ ικανή να εμπορεύεται τις ανάγκες αδύναμων και αμήχανων κυβερνήσεων και ύστερα να περιμένουν από την κυβέρνησή τους να είναι υπεύθυνη για την επιτυχία των επιχειρήσεών τους. Θα λειτουργούσε ως αποτροπή για τέτοιες δοσοληψίες… Δεύτερο, η αναγνώριση αυτής της αρχής θα αποτελούσε μια ουσιαστική ανακούφιση για τις ουδέτερες χώρες, των οποίων η αναταραχή στις συναλλαγές από αποκλεισμούς και εχθρικές επιχειρήσεις που αποτελούν μια σοβαρή απειλή για το εξωτερικό εμπόριο. Τρίτο, θα αποτελούσε πλεονέκτημα για τα υπόχρεα κράτη, καθώς θα υποχρεώσει τους δανειστές χρημάτων να βασίσουν τις δραστηριότητές τους αποκλειστικά πάνω σε εκτιμήσεις για την καλή πίστη της κυβέρνησης, το εθνικό χρέος, τη απόδοση δικαιοσύνης από το τοπικά δικαστήρια και την οικονομία στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων. Αυτό θα απαλλάξει αυτά τα κράτη από την δυστυχία του κερδοσκόπου τυχοδιώκτη που τα δελεάζει με την πρόταση μεγάλων δανείων, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε εθνικές υπερβολές και στο τέλος να απειληθούν με την κατάσχεση της περιουσίας τους και την παραβίαση της εθνικής τους κυριαρχίας.'[6]  

Αυτοί ήταν οι λόγοι που επέβαλαν την κατάλυση κάθε μορφής βίας και επιβολής εναντίον κρατών-οφειλετών για την συλλογή χρεών. Το διεθνές δίκαιο δεν αποδέχεται να πέσει θύμα ένα κράτος, ακόμη κι αν έχει ανίκανες, αδύναμες, ή πολύ περισσότερο διεφθαρμένες κυβερνήσεις, να γίνει έρμαιο τυχοδιωκτών κερδοσκόπων που εκμεταλλεύτηκαν την κατάστασή του και του πούλησαν δάνεια. Αυτό το νόημα είχε και έχει η αρχής της μη επέμβασης στα εσωτερικά μιας χώρας και μάλιστα με την βία προκειμένου να πληρωθούν τα χρέη. Μέσα όμως στην ευρωζώνη η εθνική κυριαρχία έχει πάει περίπατο προ πολλού. Κι έτσι επανερχόμαστε στην κατάσταση που υπήρχε πριν την Χάγη του 1907 όπου κράτη μπορούν να αναμιχθούν σε βαθμό κακουργήματος υπέρ των ιδιωτών δανειστών μέχρις του σημείου να κατάσχουν την περιουσία του κράτους-οφειλέτη και να καταλύσουν την κυριαρχία του. Όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα με την Ελλάδα. Κι όλα αυτά θα πρέπει να ανεχθούμε στο όνομα της «ευρωπαϊκής προοπτικής».

Φυσικά τίποτε απ' όλα αυτά δεν νοιάζει τους κυβερνώντες. Κι αυτό είναι λογικό. Είναι τόσο ταυτισμένοι με τα αλλότρια συμφέροντα που κάνουν τους παλιούς δωσίλογους της ναζιστικής κατοχής να ωχριούν. Όμως το ίδιο συμβαίνει και με την αντιπολίτευση. Ακούσατε κανέναν να θέτει από θέση αρχής το απαράδεκτο της σύμβασης. Όχι γιατί είναι παράνομη η κοινοβουλευτική διαδικασία που εφαρμόζεται για την αποδοχή της, αλλά γιατί μας γυρίζει πίσω σε καταστάσεις επίσημης «δουλείας δια του χρέους» με μεθόδους βίαιης επιβολής και εκβιασμών. Ο λόγος είναι απλός. Αν θέσει η αντιπολίτευση από θέση αρχής την αντίθεσή της με την δανειακή σύμβαση, τότε ο κάθε επίδοξος επιβήτορας της εξουσίας σαν τον Τσίπρα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι θα διαπραγματευθεί αυτό το τερατούργημα που από θέση αρχής καταργεί κάθε έννοια δημοκρατικής έννομης τάξης. Όχι μόνο από την σκοπιά του εθνικού, αλλά και από την σκοπιά του διεθνούς δικαίου. Ούτε βέβαια θα μπορούσαν να μιλάνε για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της χώρας. Η δανειακή σύμβαση δεν μπορεί παρά μόνο να καταγγελθεί στο σύνολό της διότι βασίζεται σε αρχές που δεν συνάδουν ούτε καν με το διεθνές δίκαιο. Και καταγγελία αυτής της σύμβασης σημαίνει αναγκαστικά και καταγγελία του δημόσιου χρέους της χώρας μιας και είναι κατά τα ¾ απόρροια του μηχανισμού στήριξης της ευρωζώνης που επιβάλει τέτοιες δανειακές συμβάσεις. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού.

Το παιχνίδι είναι στημένο. Το ματς στο κοινοβούλιο είναι σικέ. Ο λαός θα πρέπει να πάψει να τους αναγνωρίζει. Δεν έχουν νόημα οι συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα πια. Η διαμαρτυρία δεν αρκεί. Όταν ο λαός θα πρέπει να κατέβει στο Σύνταγμα είναι μόνο για έναν και μόνον ένα λόγο: για να πάρει εξουσία, για να τους τελειώσει όλους τους. Αλλιώς με εκδηλώσεις διαμαρτυρίας τους αναγνωρίζει, τους αποδέχεται ως εκπροσώπους του. Δεξιούς κι αριστερούς. Μνημονιακούς και αντιμνημοιακούς. Έστω κι αν όλοι τους θα κάθονται βολικά στα κοινοβουλευτικά έδρανα, θα εισπράττουν την κρατική επιδότηση για να νομιμοποιούν μια πρωτοφανή πράξη σε διεθνές επίπεδο, την επίσημη επιβολή καθεστώτος «δουλείας δια του χρέους» για όλο τον λαό. Δεν τους αναγνωρίζουμε. Ότι κι αν ψηφίσουν είναι άκυρο. Το ίδιο το κοινοβούλιο όπως λειτουργεί και υφίσταται είναι άκυρο, δοτό και νόθο. Δεν εκφράζει την θέληση του ελληνικού λαού, ούτε την υπόσταση του ελληνικού έθνους. Δεν έχει καμιά νομιμοποιητική βάση, μιας και δεν μπορεί ούτε καν να προστατεύσει ακόμη και το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή ζωή του έλληνα πολίτη. Οφείλουμε λοιπόν να βρούμε τον τρόπο να συγκροτηθεί το ταχύτερο δυνατό ένα άλλο αυθεντικά λαϊκό κοινοβούλιο που να εκφράζει στ' αλήθεια τον ελληνικό λαό. Κι αυτό μπορεί να συγκροτηθεί μόνο παρά και ενάντια στο σημερινό δοτό, νόθο και άκυρο κοινοβούλιο, αλλά και τις δυνάμεις που το υπηρετούν, που να είστε σίγουροι θα έρθει η ώρα να λογοδοτήσουν στον ελληνικό λαό. Δεξιοί και αριστεροί. Κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι. Η αντίστροφη μέτρηση, αργά, αλλά σταθερά, έχει ξεκινήσει.

 

[1] Philip Wood, Law and Practice of International Finance, Thomson Reuters, 2008, σελ. 535.

[2] Sir Robert Phillimore, Commentaries upon International Law, vol. II (third edition), London, 1882, σελ. 17.

[3]Στο ίδιο, σελ. 18.

[4] W. Wynne, State Insolvency and Foreign Bondholder, Vol.II, (Yale University Press, 1951), σελ. 283 (υπος. 2)

[5] Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, 30 Ιουνίου 1972, αρ. Φύλλου 105 (τεύχος Πρώτο)

[6] James Brown Scott, American Addresses at the Second Hague Peace Conference, Boston: World Peace Foundation, 1916, σελ. 32.

ΠΗΓΗ: Δευτέρα 14-01-2013, http://dimitriskazakis.blogspot.gr/2013/01/blog-post_14.html#more

Η Βίλα Αμαλίας & ο Μασκοφόρος Εκδικητής

Η Βίλα Αμαλίας και ο Μασκοφόρος Εκδικητής

 

Της Εύης Βουλγαράκη-Πισίνα*

 

Οι αγαπημένοι ήρωες των παιδιών, ο Ζορό, ο Σούπερμαν, ο Μπάτμαν, ο Σπάιντερμαν, κάτω από το μυστήριο της μυστικής τους ταυτότητας αγωνίζονται για την αποκατάσταση του δίκιου στην κοινωνία… Μια τυπολογία βαθιά χαραγμένη στο νου των πιο ανήσυχων, των πιο γενναιόψυχων, των πιο ηρωικών ψυχών είναι ο μασκοφόρος εκδικητής.

Και η τυπολογία αυτή συνοδεύει τη νιότη και κατά το πέρασμα από την παιδική ηλικία και την εφηβεία σε μια πορεία προς την ενηλικίωση. Ιδιαίτερα σήμερα, όπου οι ζωές μας καθημάζονται, ο μύθος του μασκοφόρου εκδικητή αποκτά διαστάσεις αντιστρόφως ανάλογες με τη δυναμική των πραγματικών πολιτικών προτάσεων για την άρση του αδιεξόδου, δηλαδή γιγαντώνεται… Το όραμα μιας άλλης κοινωνίας πραγματώνεται συμβολικά στο χώρο ενός μικρόκοσμου επιμέρους πράξεων, που αποκτούν σχεδόν θρησκευτική λειτουργία… Αν όμως ο Μαρξ έλεγε τη θρησκεία «όπιο του λαού», μήπως τυχόν ισχύει ότι η συμβολική λειτουργία μιας κουκουλοφορίας είναι ένα «όπιο της αριστεράς»;

Την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας συνομιλεί με τον Πέρεζ, ρίχνει γέφυρες πέραν του Ατλαντικού, προσπαθεί να διατυπώσει προτάσεις κυβερνησιμότητας, τα παιδιά μας οχυρώνονται και συσπειρώνονται πίσω από αναρχικά στέκια και αιτήματα ασύλου, αιτήματα τα οποία στο βάθος τους αφορούν τη δυνατότητά τους να υπάρξουν. Και δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί το δίκιο τους στην επιθυμία, λαχτάρα και διεκδίκηση του χώρου για να υπάρξουν… Η συνθήκη των εραστών, αλλά και των επαναστατών, είναι χώρος. Πώς όμως διαμορφώνονται οι όροι και οι χώροι αυτής της ύπαρξης, είναι το καίριο ερώτημα.

Με την «εκκαθάριση» στη βίλα Αμαλίας και τη μόνιμη εγκατάσταση της αστυνομίας σε άλλα νεανικά στέκια – άσυλα πολιτικών εκφράσεων, έρχεται ο Αντώνης Σαμαράς να φανεί συνεπής με τις προεκλογικές του εξαγγελίες, ότι αυτωνών «τις κουκούλες τους θα τις κατεβάσει»… Και πόσο ανώδυνα αποδεικνύεται συνεπής στα εύκολα, ώστε να ξεχνούμε την ασυνέπεια σε όλα τα δύσκολα… Πόσο πολλαπλό το κέρδος για μια δεξιά, που ο αυταρχισμός της δεν εκπλήσσει διόλου ούτε όσους γνωρίζουν από παλιά την πολιτική πορεία του Α. Σαμαρά, αλλά ούτε και όσους αντιλαμβάνονται ότι οι πολιτικές φοροεπιδρομής, λιτότητας, διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων στην κατεύθυνση ενός ολιγαρχισμού και εκχώρησης του πλούτου της χώρας δεν γίνεται να περάσουν συναινετικά.

Έχοντας πάθει άσθμα από τους τόνους δακρυγόνων που έχω δεχτεί σε διαδηλώσεις του τελευταίου καιρού, σκέφτομαι κι εγώ να προμηθευτώ μια μάσκα, αχρείαστη να είναι… Και γιατί όχι και ένα κράνος… Εντούτοις, καμία μάσκα και κανένα κράνος δεν πρέπει να περιορίσει τη θέα της αριστεράς, του όποιου πολιτικού χώρου επιθυμεί να δει να εφαρμόζεται μια άλλη πολιτική, από το κέντρο της στόχευσης.

Και ως προς το χαμένο ή ζητούμενο κέντρο, ήδη προβληματίζεται η ηγεσία του Σύριζα… Και μαζί ο λαός και η πολύ απαισιόδοξη και θυμωμένη νεολαία, για τα κλεμμένα της όνειρα, για την ενεχειριασμένη ζωή της.

Οι πολίτες θέλουν να βοηθήσουν. Θέλουν να συνταχθούν. Θέλουν να συμμετέχουν στο πολιτικό γίγνεσθαι… Όσο πικραίνονται από τη θεσμική «εκπροσώπηση» μιας «άλλης πρότασης», η μάχη για την προσαρμογή και ενσωμάτωση της οποίας στο σύστημα είναι το μείζον πολιτικό διακύβευμα του συστήματος, τόσο οργανώνονται αθόρυβα σε μία μικροκλίμακα… Οι μικροοικονομίες των οικογενειών αναπροσαρμόζονται και επανασχεδιάζονται. Νέες μορφές αλληλεγγύης, σιωπηλές, αναζητώνται και δοκιμάζονται. «Οα τ νί» ή «κανένας μόνος στην κρίση» είναι το σύνθημα που κυριαρχεί μεταξύ των ανθρώπων εκείνων που δεν θέλουν μια ατομική διάσωση σε βάρος του διπλανού τους, αλλά επιλέγουν να υπάρχουν ως κοινωνία.

Αυτοί οι άνθρωποι, οι λιγότερο θορυβώδεις, αυτοί που δεν αρέσκονται στη βία και τον μοιραίο κύκλο της, είναι που πρέπει να ακουστούν περισσότερο… Και αυτών των ανθρώπων τα προτάγματα εναντίωσης, το κύριο θέμα, ο στόχος που αντιπαλεύουν είναι η βίαιη αναδιανομή και φτωχοποίηση, η φαυλοκρατία, η παράδοση του εθνικού πλούτου στο κεφάλαιο με κορυφαία δείγματα την πώληση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου αλλά οσονούπω και των νερών ακόμα…

Φτάνει με τα ποικίλα παιχνίδια αποπροσανατολισμού. Ας εκφραστεί η βούληση της κοινωνίας…

 * Δρ Θεολογίας, εκπαιδευτικός και συγγραφέας

ΠΗΓΗ: 17/01/2013,  http://www.efsyn.gr/?p=16015#.UPg6lAZinnw.facebook

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από το ΜτΒ.

ΚΚΕ: Όλη η εξουσία στο κόμμα

ΚΚΕ: Όλη η εξουσία στο κόμμα

 

Των Αλέκου Αναγνωστάκη και Βασίλη Γάτσιου

 

 

Η πολιτική της μοναδικής εκπροσώπησης του κινήματος από το ΚΚΕ, σε συνδυασμό με το οπορτουνιστικό δούναι και λαβείν που κατά καιρούς είχε η ηγεσία του με την αστική τάξη (συγκυβερνήσεις), αναζωπυρώνει τον κίνδυνο νέων περιπετειών για την Αριστερά. Αποτελεί στην ουσία μεταφορά των αντιλήψεων που επικράτησαν στην Αριστερά μετά το μαρασμό των σοβιέτ και της αντικατάστασής τους από το «πάνσοφο» κόμμα.

Το πολιτικό πρόγραμμα και το ιστορικό μανιφέστο της εργατικής τάξης του 21ου αιώνα δεν μπορεί παρά να αποτελούν, τελικά, μια διελκυστίνδα ανάμεσα στην αγωνία για επιβίωση της εργατικής οικογένειας που χτυπιέται αλύπητα από την αστική πολιτική και στη δίψα για ζωή. Τη δουλεία της υποταγής και την ελευθερία της χειραφέτησης. Την αμεσότητα ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών και την αναγκαία αλλά δύσκολη αντικαπιταλιστική ανατροπή, τη στηριγμένη αποφασιστικά και καθοριστικά στον οργανωμένο λαό.

Σε αυτές τις ιστορικές στιγμές, τα συνέδρια των κομμάτων της Αριστεράς μπορεί να επανεμπνεύσουν ή να απογοητεύσουν, να περάσουν χωρίς να αφήσουν ίχνη ή να χαράξουν νέες ελπιδοφόρες πορείες.

Το ΚΚΕ δημοσίευσε τις Θέσεις για το 19ο Συνέδριό του οι οποίες αποτελούνται από τρία μέρη: Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει τον απολογισμό δράσης από το 18ο Συνέδριο και τα πολιτικά καθήκοντα του ΚΚΕ έως το επόμενο. Το δεύτερο μέρος, το σχέδιο Προγράμματος που αναπτύσσει και παίρνει τη θέση του προγράμματος που ίσχυε από το 10o (1978) και 15ο Συνέδριο (1996). Το τρίτο μέρος περιέχει το σχέδιο νέου Καταστατικού.

Το πρόγραμμα ενός κόμματος απευθύνεται στον λαό. Άρα δεν είναι εσωτερική υπόθεσή του, αλλά η αμφίδρομη σχέση του με την εργατική τάξη. Με καθοριστικό το ρόλο του κόμματος και αποφασιστικό το ρόλο του ίδιου του αγωνιζόμενου λαού, του τελικού κριτή. Ακριβώς γι' αυτό οποιαδήποτε αλλαγή πρέπει να αιτιολογείται πλήρως. Η ηγεσία του ΚΚΕ προτείνει σοβαρές αλλαγές στην πολιτική και το καταστατικό του. Έτσι, αναιτιολόγητα. Ως να μην οφείλει να δώσει εξήγηση σε κανέναν. Δίχως το στοιχείο της επαναστατικής αυτοκριτικής.

Στις θέσεις υπάρχει η εκτίμηση πως και στην Ελλάδα, ιμπεριαλιστική χώρα μεσαίου επιπέδου που υποβαθμίζεται από την κρίση, είναι ώριμες οι υλικές αντικειμενικές συνθήκες για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Επιχειρείται επίσης η επεξεργασία μιας πολιτικής επαναστατικής μετάβασης στο σοσιαλισμό – κομμουνισμό.

Η όλη φιλοσοφία των θέσεων είναι μια μηχανιστική προσπάθεια μεταφοράς και προσαρμογής στο σήμερα μιας πολιτικής πρότασης και ενός πολιτικού ρόλου του κομμουνιστικού κόμματος, όχι της πιο γόνιμης περιόδου του κομμουνιστικού κινήματος -αρχές του 20ού αιώνα ως την περίοδο της Οκτωβριανής Επανάστασης- αλλά έτσι όπως διαμορφώθηκαν και κληρονομήθηκαν «μετά». Μετά την πρώιμη ήττα και την υποχώρηση της πολιτικής των μπολσεβίκων στη δεκαετία 1930-1940. Και τελικά περιορίζεται σε μια αλληλοσυγκρουόμενη πολιτική, αποδυναμωμένη όσον αφορά το σήμερα του κινήματος και ακρωτηριασμένη όσον αφορά τη σοσιαλιστική του προοπτική.

Η πολιτική του ΚΚΕ συμπυκνωνόταν για χρόνια στο Αντιμονοπωλιακό, Αντιιμπεριαλιστικό, Δημοκρατικό Μέτωπο (ΑΑΔΜ). Το ΑΑΔΜ έκρυβε, όπως η πράξη αποκάλυψε, τη δυνατότητα πολλαπλών ερμηνειών και πολιτικών επιλογών, ανάλογα σε πιο επίθετο έπεφτε ο τόνος (δημοκρατικό, αντιμονοπωλιακό, αντιιμπεριαλιστικό). Με αποτέλεσμα πότε να προτείνει την «ευρύτερη δημοκρατική συνεργασία με όλα τα δημοκρατικά αντιπολιτευτικά κόμματα … για την επίλυση μια σειράς από ευρύτερα λαϊκά και δημοκρατικά προβλήματα που ενδιαφέρουν αριστερές και αντιπολιτευόμενες αστικές πολιτικές δυνάμεις» (10ο Συνέδριο Μάης 1978) και πότε να περιχαρακώνεται σε ένα βλαπτικό για το λαό σεχταρισμό. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε από δεξιά και από αριστερά διασπάσεις. Γέννησε πολιτικούς όρους και στόχους τερατουργήματα όπως: «Δημοκρατική στροφή», «πραγματική αλλαγή», το Κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ, ψευδοέννοιες όπως «νέου τύπου ανάπτυξη» για τις οποίες πλέον ουδείς ασχολείται. Ούτε καν το ίδιο το ΚΚΕ.

Στο 15ο Συνέδριο (1996) το ΚΚΕ αρχίζει να απομακρύνεται, με αντιφατικό όμως τρόπο, από τις ψευδαισθήσεις και την περιπέτεια συσπείρωσης μη μονοπωλιακών, αστικών, κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Τέτοιες δυνάμεις και πολιτικές επιδιώξεις δεν περιλαμβάνονται πλέον στη μετωπική πολιτική του.

Το ΑΑΔΜ, σύμφωνα με τις αποφάσεις των συνεδρίων, ήταν μέτωπο πολιτικών και όχι μόνο κοινωνικών δυνάμεων: «Στις γραμμές του συμπαρατάσσονται κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ανομοιογενείς από άποψη κοινωνικής θέσης και ιδεολογικοπολιτικής στάσης … που υποστηρίζουν την ανάγκη του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού αγώνα» (16ο Συνέδριο). Στη συνέχεια και στην πράξη, ακόμη και αυτή του η μετωπική πολιτική αυτοκαταργείται από μια πολιτική που περιστρέφεται γύρω από το ίδιο το κόμμα.

Και τώρα η ηγεσία του ΚΚΕ επιχειρεί διά των Θέσεων να επικυρώσει συνεδριακά αυτή την αδιέξοδη πολιτική πρακτική. Αντικαθιστά τη μετωπική του πολιτική με ένα συνδυασμό που αποτελείται από ένα κοινωνικό μέτωπο – κίνημα, τη Λαϊκή Συμμαχία (εργατική τάξη, μισοπρολετάριοι, φτωχοί αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες) και τον πολιτικό εκφραστή αυτής της κοινωνικής συμμαχίας που είναι, κατά το ΚΚΕ, το ίδιο το ΚΚΕ. Η Λαϊκή Συμμαχία δεν έχει πολιτική μετωπική έκφραση. Μπορεί όμως να υπάρχει, ειδικά μάλιστα στην εποχή μας, μέτωπο κοινωνικών δυνάμεων δίχως αντίστοιχη πολιτική μετωπική έκφραση;

Η εργατική τάξη συγκροτείται αντικειμενικά ως τέτοια. Στην εποχή μας είναι ένας πολυκόσμος (κυρίως χειρώνακτες, σύνθετα πνευματικά και χειρωνακτικά εργαζόμενοι, πνευματικά κυρίως εργαζόμενοι, νέα κύματα προλεταριοποιούμενων, εργαζόμενοι σε νέους τομείς εργασίας). Πλουτίζεται από μεσαία στρώματα που φτωχοποιούνται, προσβλέποντας ακόμη στην προηγούμενη κοινωνική τους θέση. Αναδιατάσσεται από τα εκατομμύρια μετανάστες που φέρουν μαζί τους το δικό τους τρόπο ζωής και εργασίας. Η ίδια η διαμόρφωσή της είναι αντιφατική αφού αντιφατική είναι η σχέση κεφαλαίου – εργασίας ως σχέση πρωτίστως ασυμφιλίωτης αντίθεσης, αλλά ταυτόχρονα και αμοιβαίας εξάρτησης.

Αυτή η πολύμορφη εργατική τάξη χαρακτηρίζεται από διαιρέσεις. Διακρίνεται από πολλαπλές πολιτικές συμπεριφορές. Μόνο στις κορυφαίες στιγμές των εργατικών αγώνων προβάλλει ενιαία, όχι απλώς ως εκμεταλλευόμενη, αλλά ως δημιουργός της ιστορίας.

Στα μεσαία στρώματα, ακριβώς γιατί πλήττονται από τις πολιτικές που προωθούνται, η ανάγκη αυτοτελούς μετωπικής πολιτικής έκφρασης είναι μια διαρκής διελκυστίνδα.

Επομένως, αν στην Αριστερά δεν είχε εμφανισθεί ποτέ η ενωτική πολιτική των πολιτικών μετώπων, στη σημερινή εποχή της κρίσης και αντιδραστικής ανασυγκρότησης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αυτή έπρεπε να «ανακαλυφθεί» και προωθηθεί ακριβώς λόγω των ποιοτικών και ποσοτικών εξελίξεων στην εργατική τάξη, τα μεσαία στρώματα, στην ίδια την παραγωγική διαδικασία.

Το πολιτικό υποκείμενο από το σημερινό αγώνα για «να φάει ψωμί ο εργάτης» ως την επανάσταση, αποτελείται από την ενότητα, συμπόρευση και βαθύτατη αλληλεπίδραση, τη διαλεκτικά ιεραρχημένη σχέση, τριών παραγόντων: Πρώτο, τη μερική, ειδική στρατηγική πρωτοπορία, το κόμμα – ηγεμόνα που είναι ο πρωταρχικός και καθοριστικός παράγοντας. Δεύτερο, τη γενική πρωτοπορία, το πολιτικό μέτωπο των αντικαπιταλιστικών τάσεων των αγωνιζόμενων εργατικών – λαϊκών μαζών που είναι ο πολιτικά αποφασιστικός παράγοντας. Και τρίτο, την αριστερή αντικαπιταλιστική συγκροτημένη πτέρυγα του μαζικού κινήματος, που είναι ο βασικός κρίκος σύνδεσης της πρωτοπορίας με την τάξη.

Η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, πολύ περισσότερο η επανάσταση, η εργατική εξουσία και η μετάβαση προς την κομμουνιστική διεθνιστική απελευθέρωση είναι έργο όχι γενικά και αφηρημένα του εργατικού κινήματος, αλλά του μετασχηματιζόμενου, με την παρέμβαση της πρωτοπορίας, κινήματος της εργατικής τάξης. Είναι, τελικά, έργο της επαναστατικοποιημένης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και των σύμμαχων φτωχών μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού.

Η οικοδόμηση επομένως πολιτικών και όχι μόνο κοινωνικών συμμαχιών του σύγχρονου προλεταριάτου με τα άλλα μη προλεταριακά καταπιεζόμενα μεσαία στρώματα σε συνδυασμό με την εργατική πολιτική που ενισχύει την εσωτερική ενότητα της εργατικής τάξης, αποτελεί την καθοριστική πλευρά για την ανάπτυξη του κοινωνικού και πολιτικού αγωνιστικού μετώπου απόκρουσης της επίθεσης.

Η μετωπική πολιτική δοκιμάζεται και κατακτιέται με το βλέμμα στραμμένο στις τάσεις του μέλλοντος. Εκεί κατοχυρώνεται ο ρόλος του «ενός κόμματος – έμπρακτα αναγνωρισμένου ηγεμόνα» μέσα στην υπάρχουσα, πάντα, βεντάλια κομμάτων εργατικής και κομμουνιστικής αναφοράς. Αντίστροφα δηλαδή από την εκ των προτέρων αυτoανακήρυξη του κόμματος ως πολιτική πρωτοπορία η οποία επαληθεύεται ως τέτοια «εκ των υστέρων». Από τη δράση των μελών.
Το ΚΚΕ αδυνατεί να χαράξει ένα τέτοιο δρόμο. Στην ουσία η λογική του είναι η παρακάτω: Θεωρεί τον εαυτό του ως τη μοναδική πολιτική πρωτοπορία. Άρα δεν χρειάζεται πολιτική συμμαχιών με άλλες πολιτικές πρωτοπορίες γιατί αυτές απλά δεν υπάρχουν.

Τι απομένει; Μόνο μια πολιτική κοινωνικών συμμαχιών που θα βρίσκει πολιτική αντιστοίχηση στο ίδιο το ΚΚΕ. Με δυνάμεις που έφυγαν κατά καιρούς από το ΚΚΕ; «Καμία πολιτική συνεργασία … ούτε σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης»!!! Με αγωνιστές άλλων αντικαπιταλιστικών κομμάτων που «τυχόν θα εμφανιστούν»; (τώρα κατά το ΚΚΕ δεν υπάρχουν). Θα συνεργάζεται κατά μόνας στη Λαϊκή Συμμαχία. Με οπορτουνιστές; Καμία συμπόρευση. (Το 1917 θα είχε δραπετεύσει από τα Σοβιέτ των μπολσεβίκων, των σοσιαλεπαναστατών, των μενσεβίκων).

Επομένως, καμιά μετωπική ενωτική πολιτική. Άρα περιττή και η διαμόρφωση ενιαίου οργάνου πολιτικής συμμαχίας, ακόμη και με δυνάμεις που τυχόν αποδέχονται τη βασική πολιτική κατεύθυνση του ίδιου του ΚΚΕ!

Αυτή η αντίληψη διατρέχει, ανομολόγητα, το σώμα του κειμένου για όλες τις φάσεις ανάπτυξης της ταξικής πάλης, από το σήμερα ως στην επαναστατική περίοδο. Αυτή η πολιτική της μοναδικής εκπροσώπησης του κινήματος από το ίδιο, σε συνδυασμό με το οπορτουνιστικό δούναι και λαβείν που κατά καιρούς είχε η ηγεσία του ΚΚΕ με την αστική τάξη (συγκυβερνήσεις), αναζωπυρώνει τον κίνδυνο νέων περιπετειών για την Αριστερά. Μια τέτοια θέση αποτελεί άρνηση του ίδιου του ιστορικού φορτίου της Αριστεράς στην ελληνική πραγματικότητα. Αφού, από ό,τι θυμάται η ιστορία, το ίδιο το ΚΚΕ δημιούργησε το δομημένο ΕΑΜ, όχι λιγότερο από ό,τι το συγκροτημένο σε όργανα ΕΑΜ δημιούργησε το ΚΚΕ.

Αποτελεί στην ουσία μεταφορά των αντιλήψεων που επικράτησαν στην Αριστερά μετά το μαρασμό των σοβιέτ και της αντικατάστασής τους από το «πάνσοφο» κόμμα. Αυτών των ανεξάρτητων οργάνων άσκησης εργατικής πολιτικής και υποδοχής της εξουσίας, που συμπυκνώνουν κατά τον Γκράμσι την πολιτική συμπεριφορά της εργατικής τάξης ως τάξης για τον εαυτό της. Οδηγεί στην αυτοαναίρεση της θέσης του 19ου Συνεδρίου για την ανάγκη συγκρότησης ανεξάρτητων οργάνων εργατικής πολιτικής. Γι' αυτές τις αντιλήψεις, η ηγεσία του ΚΚΕ, θέλει δεν θέλει, θα κριθεί.
Στις Θέσεις, οι σχέσεις παραγωγής αντιμετωπίζονται ως εξωτερικό περίβλημα των παραγωγικών δυνάμεων, που επηρεάζει την ανάπτυξή τους. Οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται, η προσαρμογή σε αυτές των σχέσεων παραγωγής έπεται. Αυτή η αντίληψη διασπά τη δυναμική, αντιφατική ενότητα παραγωγικών σχέσεων – παραγωγικών δυνάμεων, η οποία συγκροτεί τον εκάστοτε τρόπο παραγωγής. Οδηγεί στον προσδιορισμό των παραγωγικών δυνάμεων με διαταξικό τρόπο. Στην αποκοπή και απομόνωση των σχέσεων ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής από το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων.

Ουσιαστικά, επιπλέον, συστατικά των παραγωγικών σχέσεων είναι: Η οργάνωση της εργασίας, οι σχέσεις διεύθυνσης και ιεραρχίας, ο καταμερισμός εργασίας, η σχέση ανάμεσα στην εργασία με εξωτερικό καταναγκασμό και την εργασία με εσωτερική υποκίνηση, η σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο και τον πρόσθετο χρόνο εργασίας, ανάμεσα στον εργάσιμο και ελεύθερο χρόνο. Οι σχέσεις αυτές, κάτω από το βάρος της αντίληψης του ΚΚΕ πως οι χώρες της «Ανατολής» ήταν σοσιαλιστικές, αντιμετωπίζονται όπως εκεί αντιμετωπίσθηκαν. Υποτιμούνται, θεωρούνται σχεδόν ουδέτερα, τεχνικά χαρακτηριστικά των παραγωγικών σχέσεων.

Προέκταση αυτής της αντίληψης είναι η ταύτιση σχεδόν των σχέσεων παραγωγής με τη νομική μορφή ιδιοκτησίας, την κρατική ιδιοκτησία. Η κρατική ιδιοκτησία και ο κρατικός σχεδιασμός αποτελούν πρώτο ποιοτικό βήμα για τη δυνητική εμφάνιση κοινωνικών σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού. Από μόνες τους όμως δεν αναιρούν τους όρους διατήρησης και αναπαραγωγής των εκμεταλλευτικών σχέσεων και τάξεων.

Στο κείμενο, αποδεσμεύεται ο απαραίτητος σχεδιασμός, ως στοιχείο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, από τον πυρήνα του κομμουνισμού: Την αυτοδιεύθυνση της παραγωγής.

Η συμβολή του σχεδιασμού στην αλλαγή του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής καθορίζεται από το κατά πόσο το σχέδιο είναι αποτέλεσμα της συλλογικής θέλησης, δράσης, απόφασης και υλοποίησης των ίδιων των εργαζόμενων. Και επομένως έχει ως εσωτερική αναγκαιότητα την ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας των παραγωγών, τον πανκοινωνικό συνειδητό σχεδιασμό της παραγωγής με βάση τις ανάγκες τους. «Αυτοδιευθύνω» σημαίνει συναποφασίζω ο ίδιος τι, πώς, πόσο και για ποιο σκοπό θα παραχθεί, έχοντας -με την παρέμβαση της πρωτοπορίας- πλήρη γνώση των στοιχείων και των γεγονότων.

Πιστοί στο μοντέλο του «υπαρκτού σοσιαλισμού»

Στις θέσεις, η πρώτη περίοδος, αυτή που ακολουθεί αμέσως μετά την επανάσταση, ταυτίζεται ουσιαστικά με την περίοδο του σοσιαλισμού. Η προσέγγιση αυτή είναι αποτέλεσμα των ιδεοληψιών που κυριάρχησαν στην ΕΣΣΔ μετά τις δεκαετίες 1930-1940. Οι ιδεοληψίες αυτές οδήγησαν και οδηγούν στη συσκότιση των ταξικών συσχετισμών μετά το πρώτο άλμα, στην απομάκρυνση από τη μαρξική διαρκή επανάσταση και τα αναγκαία άλματα του μέλλοντος. Όμως η πρώτη τομή-άλμα, η επαναστατική κοινωνική και πολιτική ανατροπή, σημαίνει ουσιαστική βελτίωση της συνολικής θέσης των εργαζομένων. Έναρξη της μεγάλης μεταβατικής περιόδου προς τον κομμουνισμό. Εμφάνιση για πρώτη φορά κοινωνικών σχέσεων σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού προσανατολισμού μη κυρίαρχων ακόμα. Πυρήνας αυτών των σχέσεων είναι η διαδικασία κατάκτησης από τους άμεσους παραγωγούς της κυριότητας, της κατοχής και του ελέγχου πάνω στα μέσα παραγωγής. Είναι η προώθηση οργάνωσης της εργασίας και αυτοδιεύθυνσης της παραγωγής από τους άμεσους παραγωγούς. Είναι η ανάπτυξη της πάλης για συντονισμό και παγκοινωνικό συνειδητό σχεδιασμό της παραγωγής με βάση τις ανάγκες των εργαζομένων.

Οι κοινωνίες, επομένως, που προκύπτουν αμέσως μετά την επανάσταση και για μια περίοδο δεν είναι σοσιαλιστικές. Είναι κοινωνίες με διαταραγμένα τα βασικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά τους. Κοινωνίες που ανάλογα με τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων ή θα μετεξελιχθούν προς το σοσιαλισμό – κομμουνισμό ή θα οπισθοχωρήσουν στον καπιταλισμό.

Ιδιομορφία αυτής της περιόδου είναι η επιτακτική πλευρά τσακίσματος του εκφυλισμένου αστικού κράτους και αντικατάστασής του από τα όργανα της εργατικής πολιτικής που μετασχηματίζονται σε κρατική εξουσία. Το μεταβατικό αυτό κράτος είναι και δεν είναι ακόμα εργατική δημοκρατία (δικτατορία του προλεταριάτου) και ταυτόχρονα είναι και δεν είναι αστικό κράτος. Παραμένει οξύτατο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στις κλονιζόμενες, αλλά επικρατούσες ακόμα στο οικονομικό και στο κοινωνικό επίπεδο αστικές σχέσεις και τάξεις και στα εργατικά συμφέροντα που ηγεμονεύουν πλέον πολιτικά μέσα στην καταπιεζόμενη πλειοψηφία της κοινωνίας και μέσα στη νέα επαναστατική κρατική μηχανή.

Το έλλειμμα μιας σύγχρονης θεωρίας μετάβασης

Η δεύτερη, ανώτερη τομή – άλμα της διαρκούς, κατά τον Μαρξ, επανάστασης, είναι η ανάδειξη της εργατικής τάξης όχι μόνο σε ηγεμονική αλλά και σε πολιτικά κυρίαρχη τάξη με την πλήρη έννοια: Tην καθοριστική οικονομικοκοινωνική διάσταση. Οι σχέσεις παραγωγής σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού προσανατολισμού αναπτύσσονται σε ανώτερο βαθμό. Κατακτούν ηγεμονική θέση. Κυριαρχούν στον χαρακτήρα της κοινωνικής παραγωγής. Οι καπιταλιστικές σχέσεις εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά είναι συνολικά καταπιεζόμενες και ηγεμονευόμενες με παρούσα την τάση ανάπτυξης και αναπαραγωγής τους. Ολοκληρώνεται το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής, αναπτύσσεται η πλευρά της απονέκρωσης του κράτους. Το επαναστατικό εργατικό κράτος μετατρέπεται τελικά σε εργατική δημοκρατία (δικτατορία του προλεταριάτου) με την πλήρη έννοια. Βασική αντίθεση γίνεται πλέον η αντίθεση ανάμεσα στον εργατικό χαρακτήρα του και στις τάσεις απονέκρωσής του. Το «ποιος ποιον» κλίνει προς τον σοσιαλισμό αλλά δεν έχει κριθεί ακόμη.

Στην τρίτη ανώτατη τομή αυτής της χειραφετητικής διαδικασίας καταργούνται οι κυριαρχούμενες και μεταμορφωμένες εκμεταλλευτικές σχέσεις. Καταργείται η εργατική τάξη ως τάξη, οι τάξεις συνολικά. Η πολιτική ως διαμεσολαβητική σχέση. Καταργούνται οι πρωτοπορίες ακριβώς γιατί η κοινωνία αποτελείται πλέον από «ανεπανάληπτες ξεχωριστές προσωπικότητες – πρωτοπορίες». Το κράτος ως όργανο ταξικής κυριαρχίας δεν έχει κοινωνική βάση ύπαρξης. Απονεκρώνεται και μετατρέπεται σε «κοινωνική υπηρεσία». Η εργασία αποκτά το δημιουργικό χαρακτήρα της. Ο χρόνος που ελευθερώνει η εργασία και η επιστήμη αποκτά την απελευθερωτική του διάσταση. Καταργείται ο νόμος της αξίας, οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, ο διαχωρισμός χειρωνακτικής – πνευματικής εργασίας.

Η καμπή αυτή σημαίνει τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Την ανεπίστρεπτη πλέον κυριαρχία του κομμουνισμού σε διεθνές επίπεδο, στην πρώτη, τη σοσιαλιστική βαθμίδα ωριμότητάς του. Και οι τρεις αυτές μεγάλες τομές στη διαλεκτική τους ενότητα ανοίγουν, κορυφώνουν και κλείνουν τη μεταβατική περίοδο.
Οι Θέσεις για το 19ο Συνέδριο όμως ταυτίζουν, στην ουσία, το σοσιαλισμό με την αμέσως μετά την επανάσταση μεταβατική (προς αυτόν) κοινωνία. Η κοινωνία αυτή αντιμετωπίζεται δηλαδή ως κοινωνία μετάβασης ανάμεσα σε διαφορετικές φάσεις – βαθμίδες του ίδιου τρόπου παραγωγής, του σοσιαλιστικού. Και οδηγούνται αναγκαστικά στην ταύτιση του μεταβατικού κράτους που προκύπτει από την ανατροπή με την εργατική δημοκρατία (δικτατορία του προλεταριάτου). Η θεώρηση αυτή είναι προϊόν άρνησης των διδαγμάτων της ιστορίας. Συσκοτίζει την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, τους κινδύνους και τις δυνατότητες όπως προκύπτουν σε αυτήν την περίοδο. Μήτρα της έχει τη θεωρία που προκύπτει από το ιστορικά ανέκδοτο ιδιότυπο εκμεταλλευτικό καθεστώς που παγιώθηκε στην ΕΣΣΔ στα μέσα της τέταρτης δεκαετίας του περασμένου αιώνα. Η προσέγγιση αυτή δεν έχει σχέση με τον πυρήνα της μαρξικής θεωρίας.

Η ανάγκη ανάπτυξης μιας σύγχρονης θεωρίας μετάβασης προς τον κομμουνισμό, από τη σκοπιά των επαναστάσεων του 21ου αιώνα, αποκαλύπτεται άλλη μια φορά. Η ανάγκη αυτή προέκυψε νωρίς: Από τις αναταράξεις στην ΕΣΣΔ στην πρώτη, τη μεταβατική φάση της Οκτωβριανής Επανάστασης, όπου επιφανείς επαναστάτες αντιπαρατίθενται: Το 1919 οι Μπουχάριν, Τρότσκι και Πρεοπραζένσκι ζητούν άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό με αυστηρή εργασιακή πειθαρχία. Το 1923 η πλατφόρμα των 46 (Καγκάνοβιτς, Πιατακόφ κ.ά.) καταγγέλλει «την έλλειψη σχεδιασμού». Ο Ζηνόβιεφ καταγγέλλει τη Νέα Οικονομική Πολιτική ως «κρατικό καπιταλισμό». Το '26 οι Τρότσκι, Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ προτείνουν «άμεσα μέτρα εναντίον της γραφειοκρατίας κ.ά.».

Οι αναταράξεις αυτές οφείλονται και στα κενά στη θεωρία της μετάβασης σε μια συνταρακτική πορεία από δρόμους μάλιστα απάτητους. Η ίδια ανάγκη ενισχύεται από τα μετέπειτα δραματικά ιστορικά γεγονότα. Αναβλύζει από τις σύγχρονες δυνατότητες και αναγκαιότητες.

Στις συνεδριακές θέσεις του ΚΚΕ «οι νεκροί βαραίνουν στους ζωντανούς». Οι αναγκαίοι πολιτικοί δρόμοι νικηφόρων εργατικών αγώνων με προοπτική τον κομμουνισμό και τις επαναστάσεις του 21ου αιώνα δεν βρίσκουν τη θέση τους. Στη σημερινή, την κατεξοχήν εργατική εποχή, το κρίσιμο ζήτημα της έκβασης της ταξικής αναμέτρησης είναι πολύ «πεισματάρικο» για να ανεχτεί, από τον οιονδήποτε, πλασματικές ή ημιτελείς απαντήσεις.

ΠΗΓΗ: January 14, 2013, http://prin.gr/?p=655

Καταναλωτισμός, περιβάλλον, κοιν. & αλληλέγγυα οικονομία

Καταναλωτισμός, περιβάλλον, κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία

 

Του Πάνου Τότσικα

 

Από τα μέσα της δεκαετίας του '80, θεώρησα σκόπιμο να συμμετέχω σε όσες πρωτοβουλίες κινήσεις, επιτροπές πολιτών που αγωνίζονταν για …την προστασία των ελεύθερων χώρων, του αστικού και περιαστικού περιβάλλοντος, των δασών και των ορεινών όγκων της Αττικής.

Μέσα απ' αυτή την διαδικασία και εμπειρία, συνειδητοποίησα ότι «αντίπαλος» δεν ήταν μόνο όσοι διαχειρίζονταν την κεντρική ή την τοπική εξουσία, όχι μόνο τα εκάστοτε σχέδια «ανάπτυξης» και «αξιοποίησης» που προωθούνταν από κυβερνητικά κόμματα και δημοτικά σχήματα, πλειοψηφούντα ή μειοψηφούντα, αλλά και ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών μου, σχετικά βολεμένων με την υπάρχουσα κατάσταση, που διεκδικούσαν, υποτίθεται, καλύτερη «ποιότητα ζωής».

Οι συμπολίτες μου αυτοί, έχοντας περιπέσει σε κατάσταση καταναλωτικής υστερίας, δεν δίσταζαν να αγοράζουν πράγματα ελάχιστα ή καθόλου αναγκαία γι' αυτούς, με αποτέλεσμα να γεμίζουν οι ντουλάπες τους, τα πατάρια, οι αποθήκες και να μην ξέρουν που να βάλουν πια τα άχρηστα γι' αυτούς πράγματα, τα …. οποία επιπλέον δεν είχαν και εμπορική αξία, ώστε να τα μεταπουλήσουν.

Ακόμη, αρκετοί από τους συμπολίτες μου, διεκδικούσαν το δικαίωμα να καταναλώνουν τον δημόσιο χώρο της πόλης για να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα. Έτσι δεν δίσταζαν να καταλαμβάνουν δημόσιους χώρους σε πεζοδρόμια και πλατείες, παρκάροντας το όχημά τους ή επεκτείνοντας το μαγαζί τους, δεν δίσταζαν να καλύπτουν αυθαίρετα ημιυπαίθριους χώρους, βεράντες και μπαλκόνια, πρασιές, ισόγειους και υπόγειους χώρους, υποβαθμίζοντας τις συνθήκες διαβίωσης των γειτόνων τους αλλά και της πόλης συνολικά. Επίσης, δεν δίσταζαν να χτίζουν αυθαίρετα σπίτια σε δασικές περιοχές, ακόμη και σε καμένες και κηρυγμένες αναδασωτέες περιοχές, δεν δίσταζαν να καταπατούν παραλιακούς χώρους και να περιορίζουν την ελεύθερη πρόσβαση προς τη θάλασσα.

Και όλα αυτά δεν τα έκαναν μόνο κάποιοι που ανήκαν στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, αλλά, σε διαφορετικό βαθμό βέβαια, και κάποιοι που ανήκαν στις μεσαίες και κατώτερες. Συνήθως, για λόγους απληστίας οι πρώτοι, μαγκιάς οι δεύτεροι και επιβίωσης οι τρίτοι (ή με ένα δικό του "κοκτέϊλ" ο καθένας).

Και τότε ήρθε η «κρίση». Για πολλούς, αυτό σήμαινε μείωση του καταναλωτικού τους επιπέδου. Μείωση της δυνατότητας να καταναλώνουν εμπορεύματα που δεν τα είχαν ανάγκη, για κάποιους, αλλά και αδυναμία κάλυψης βασικών βιοποριστικών αναγκών, για κάποιους άλλους. Και τότε εμφανίστηκε το φαινόμενο της προσφοράς ,της αναδιανομής και της επανάχρησης μεταχειρισμένων ειδών και αντικειμένων πρώτης ανάγκης: Εκκλησίες και δημοτικές υπηρεσίες παραλαμβάνουν είδη που προσφέρονται από όσους δεν τα χρειάζονται και τα διανέμουν σε όσους τα χρειάζονται, οι οποίοι τα επαναχρησιμοποιούν. Έτσι βολεύονται όλοι: Και αυτοί που αδειάζουν οι ντουλάπες τους από περιττά πράγματα, και αυτοί που έχει μειωθεί το εισόδημά τους σε βαθμό που αδυνατούν να αγοράσουν ακόμα και τα αναγκαία.

Και ενώ η κατανάλωση ειδών πρώτης ανάγκης έχει εκ των πραγμάτων περιοριστεί, η κατανάλωση του δημόσιου χώρου, του αστικού και περιαστικού περιβάλλοντος συνεχίζεται ακάθεκτα, από τα μεγάλα, τα μεσαία και τα μικρά συμφέροντα:

Την ίδια στιγμή, ανατρέπεται η όποια νομοθεσία προστασίας του περιβάλλοντος που υπήρχε μέχρι σήμερα και δίνεται η δυνατότητα στους επίδοξους ιδιώτες «επενδυτές» να κάνουν ό,τι θέλουν, όπου θέλουν, υπερβαίνοντας τον ισχύοντα χωροταξικό σχεδιασμό.

Την ίδια στιγμή, ξένες και ελληνικές κοινοπραξίες ετοιμάζονται να κατασπαράξουν τον χώρο του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού και την παραλία του Αγίου Κοσμά αντί πινακίου φακής, όπως και άλλους παραλιακούς χώρους στο Σαρωνικό, όπως και τη Βόρεια Κέρκυρα, τη Νότια Ρόδο και τόσες άλλες περιοχές.

Την ίδια στιγμή εξαθλιωμένοι οικονομικά πολίτες αλλά και αδίστακτοι κερδοσκόποι, αποτελειώνουν τους εναπομείναντες δασικούς χώρους, κόβοντας και πουλώντας για καυσόξυλα τα δέντρα που απέμειναν από τις πυρκαγιές και τους εμπρησμούς.

Ακόμη, ο Αρχιεπίσκοπος προωθεί την προσωρινή παραχώρηση δημόσιας γης που διεκδικείται από την εκκλησία σε ακτήμονες για καλλιέργεια, «με την προϋπόθεση να αρθούν οι ισχύοντες εκ της νομοθεσίας περιορισμοί», δηλαδή να αποχαρακτηριστεί και να μην θεωρείται πλέον ως δημόσια και, σε πολλές περιπτώσεις, δασική..

Ως συμπέρασμα, θα μπορούσαμε να πούμε: Μέχρι πρότινος, θεωρούσαμε ως κεντρικό το ζήτημα της υπεράσπισης των δημόσιων, ελεύθερων αστικών και περιαστικών χώρων από τα «μεγάλα συμφέροντα» αλλά και από την καταναλωτική υστερία κάποιων συμπολιτών μας, με ότι αυτή συνεπάγονταν.

Σήμερα, δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για «κρατική αδράνεια» «κυβερνητική αδιαφορία» και «ανεπάρκεια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης». Σήμερα μπορούμε πλέον να μιλάμε για συνειδητό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, για συνειδητή καταστροφή του εναπομείναντος φυσικού περιβάλλοντος, για συνειδητή συγκάλυψη του συντελούμενου εγκλήματος από τους κυβερνώντες αλλά και πολλούς διαχειριστές της τοπικής εξουσίας.

Σήμερα που θίγεται οικονομικά και ο λεγόμενος «μεσαίος χώρος», οι φωνές για την προστασία του περιβάλλοντος, μειώνονται ακόμη περισσότερο.

Πολλοί από αυτούς που μέχρι πρότινος ανήκαν στην «μεσαία τάξη», βρίσκονται μαζί με αυτούς που πάντα ανήκαν στην «κατώτερη τάξη» στην ίδια λίστα ή ουρά για το συσσίτιο, στην ίδια ουρά για να πάρουν μια σακούλα με τρόφιμα ή ρούχα. Βρίσκονται στο ίδιο δασάκι για να κόψουν ξύλα για να ζεσταθούν.

Αυτό σημαίνει ότι διευρύνεται το μέτωπο των «από κάτω»; Ναι αλλά προς πια κατεύθυνση; Να ανακτήσουμε το χαμένο καταναλωτικό μας επίπεδο ή να αναζητήσουμε ένα νέο μοντέλο κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας; Που δεν θα στηρίζεται στην φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη όσων έχουν διατηρήσει το καταναλωτικό τους επίπεδο συμμετέχοντας στην εκμετάλλευση των ανθρώπων και της φύσης, αλλά θα στηρίζεται σε μια οικονομία ελεγχόμενη άμεσα από τους ίδιους τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, χωρίς μεσάζοντες κερδοσκόπους.

Το ζητούμενο είναι μια νέου τύπου κοινωνική οργάνωση που θα έχει ως υπόβαθρο την κοινωνική δικαιοσύνη και την Άμεση Δημοκρατία.

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στον Δρόμο της Αριστεράς το Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012. Το είδα: Παρασκευή, 18 Ιανουαρίου 2013, http://kostaskordatos.blogspot.gr/2013/01/blog-post_2589.html

Υπάρχει Παγκόσμια Οικονομική Κρίση;

Υπάρχει Παγκόσμια Οικονομική Κρίση;

 

Του Θεόδωρου Μαριόλη

 

Από ό,τι δύναμαι να αντιληφθώ, εντός της ελληνικής Αριστεράς (κομμουνιστικής και μη), αλλά και σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας, ευδοκιμεί η άποψη ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, η οποία ξέσπασε από τα τέλη του 2007.

Με αυτό, λοιπόν, ως απαραβίαστο δεδομένο, προτείνονται, εν συνεχεία, διάφορες ερμηνείες του φαινομένου, ενώ η «ελληνική κρίση» παρουσιάζεται ως όχι ιδιαίτερα σημαντική: αποτελεί μία ειδική περίπτωση-έκφανση της δυσμενούς παγκόσμιας κατάστασης ή, αλλιώς, ασήμαντη λεπτομέρεια των δυσκολιών διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε πλανητική κλίμακα.

Σκοπός μου, εδώ, δεν είναι ούτε να πραγματευθώ τις διάφορες, ερμηνείες-θεωρίες των κεφαλαιοκρατικών κρίσεων, ούτε τη διεθνή κρίση της περιόδου 2008-2009, ούτε, τέλος, την «ελληνική περίπτωση» (το έχω κάνει σε άλλες περιστάσεις). Είναι η παράθεση τετριμμένων (πλην, όμως, παραδόξως λησμονημένων) στοιχείων, δηλαδή των ποσοστιαίων ρυθμών μεγέθυνσης του πραγματικού Ακαθάριστου Προϊόντος της παγκόσμιας οικονομίας και ορισμένων εθνικών οικονομιών.

Αυτοί οι ρυθμοί είναι οι εξής:

1. Το έτος 2010, το Ακαθάριστο Παγκόσμιο Προϊόν αυξήθηκε κατά 4.9% με 5.3%. Το 2011 αυξήθηκε κατά 3.6% με 3.9% (Για λόγους πληρότητας, παραθέτω εναλλακτικές εκτιμήσεις, τις οποίες εντόπισα στα διεθνώς διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία. Εφεξής, θα παραθέτω, χάριν συντομίας, μόνον μία από τις υφιστάμενες εκτιμήσεις). Τέλος, το 2012 η αύξησή του ήταν της τάξης του 3.0%.

2. Το 2011, μάλλον όλες οι γειτονικές μας, βαλκανικές οικονομίες εμφάνισαν θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, όπως, για παράδειγμα, η Τουρκία (8.5%), η ΠΓΔΜ (3.2%), η Αλβανία (3.0%), η Ρουμανία (2.5%), και η Βουλγαρία (1.9%).

3. Το 2011, μόνον 19 από τις 216 εθνικές οικονομίες του πλανήτη (για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία) εμφάνισαν μείωση του ΑΕΠ τους: Σε αυτές βρίσκονται η Πορτογαλία (θέση 207, μείωση ΑΕΠ κατά 1.7%), το Πουέρτο Ρίκο (θέση 213, μείωση κατά 5.8%), η Ελλάδα (θέση 214, μείωση κατά 6.9%), η Ανγκουίλα (θέση 215, μείωση κατά 8.5%), και η Υεμένη (θέση 216, μείωση κατά 10.5%).

4. Όσον αφορά στο 2013, οι προβλεπόμενοι ποσοστιαίοι ρυθμοί μεταβολής των ΑΕΠ είναι οι εξής: ΗΠΑ, 2.2%, Καναδάς, 1.9%, Ζώνη του Ευρώ, -0.2%, Γερμανία, 0.8%, Γαλλία, 0.2%, Ιταλία, -1.1%, ΗΒ, 1.0%, ΕΕ-27, 0.1%, Ιαπωνία, 0.4%, Κίνα, 8.1%, Ινδία, 5.7%, Ινδονησία, 6.2%, Ρωσία, 3.4%, Βραζιλία, 3.9%, Αργεντινή, 3.0%, «Αναδυόμενες Αγορές», 4.9%, G7, 1.3%. Τέλος, ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου προβλέπεται στο 4.2%, από 2.0% το 2012 και 6.9% το 2011 (για όλα αυτά, βλέπε World Economic Prospects. Economic Outlook, 36, December 2012, http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1468-0319.2012.00936.x/abstract).

Δεν βλέπω, επομένως, πώς μπορεί να θεωρείται αυτονόητη η ύπαρξη παγκόσμιας κρίσης. Εκτός εάν, «πίσω» από τα προαναφερθέντα, υπονοούνται άλλα μεγέθη, έννοιες και δυναμικές αλληλεπιδράσεων, πράγμα που προαπαιτεί, όμως, τη ρητή έκθεση συγκεκριμένου – εννοιολογικού, αναλυτικού και εμπειρικού – υποδείγματος. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, το τι πράγματι θα συμβεί στο – ορατό και αόρατο – μέλλον, είναι διαφορετικό ζήτημα.

Προς το παρόν, θα άξιζε:

1. Να κινηθούμε αντιστρόφως, δηλαδή να προβάλλουμε τους «ελληνικούς αριθμούς» (π.χ. το ποσοστό της μείωσης, επί τέσσερα συνεχή έτη, του ΑΕΠ ή αύξησης της ανεργίας) στην παγκόσμια οικονομία. Έτσι, θα συνειδητοποιήσουμε, επακριβώς, τι θα σήμαινε μία παγκόσμια κρίση à la Ελλάδα.

2. Να αναρωτηθούμε μήπως ακόμα και αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «ελληνική κρίση» ή, γενικότερα, «κρίση του ευρωπαϊκού Νότου», δεν συνιστά κρίση, με την αυστηρή, οικονομική έννοια του όρου, αλλά μεταβατικό φαινόμενο νομοτελειακής αναπροσαρμογής εντός του Συστήματος του Ευρώ. Το εάν αυτή η αναπροσαρμογή, αυτή «η κίνηση του πράγματος προς την έννοιά του», ενέχει τα σπέρματα κύκλου ευστάθειας ή αστάθειας, για το ευρωπαϊκό ή/και το παγκόσμιο σύστημα, είναι, και πάλι, ζήτημα άλλης τάξεως.

* Ο  Θεόδωρος Μαριόλης είναι Αν. Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 17 Ιανουάριος 2013, http://www.tometopo.gr/home/ideas/1163-y—.html

Παράρτημα για τη νεότερη οικονομική ιστορία – VI

Οικονομικές κρίσεις, κοινωνικές δυσπραγίες και δημοσιονομικές δυσκολίες στο Βυζαντινό Κράτος

Μέρος 6ο: Παράρτημα για τη νεότερη οικονομική ιστορία

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

Συνέχεια από το Μέρος 5ο

Ο Χαρίλαος Τρικούπης υπήρξε μέγιστο φωτεινό μετέωρο στον πολιτικό ουρανό της Ελλάδος. Από το θάνατό του έως σήμερα, κανείς έλληνας πολιτικός δε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων με το σθένος, τη γενναιότητα, την αυταπάρνηση και την παντελή έλλειψη λαικισμού που χαρακτήριζαν τον Τρικούπη. Αυτές εξάλλου οι ποιότητες τον συνόδευαν έως την ύστατη στιγμή της πολιτικής του σταδιοδρομίας.

Συνέχεια