Αρχείο κατηγορίας Βιβλία που αγγίζουν

Βιβλία και Περιοδικά που αγγίζουν

Οφσόρ, ο πολιορκητικός κριός της απορρύθμισης

Οφσόρ, ο πολιορκητικός κριός της απορρύθμισης*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Ένας τόπος που προσελκύει οικονομικές δραστηριότητες με πολιτικές διευκολύνσεις, ώστε φυσικά ή νομικά πρόσωπα να παρακάμπτουν τους ισχύοντες νόμους σε άλλες επικράτειες, αποτελεί «φορολογικό καταφύγιο». Υπάρχει η εντύπωση πως φορολογικά καταφύγια ή «παραδείσους» συνιστούν λίγα ανεξάρτητα κράτη, εντοπισμένα σε εξωτικά νησιά γεμάτα φοίνικες, μακριά από τα σύγχρονα παγκόσμια πολιτικοοικονομικά κέντρα, σ' έναν κόσμο υπεράκτιο (οφσόρ), στον οποίο οι νόμοι και η φορολογία διαμορφώνονται όπως θεωρούν εθνικά συμφέρον τα συγκεκριμένα κράτη. Την πλανεμένη αυτή αντίληψη ανατρέπει ο Βρετανός δημοσιογράφος Νίκολας Σάξον (Nicholas Shaxson) στο βιβλίο του «Offshore, τα νησιά των θησαυρών».



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 358, 1/1/2013.

Ο Σάξον αποκαλύπτει πως ο υπεράκτιος κόσμος είναι στην πραγματικότητα ένα σύνολο δικτύων επιρροής ελεγχόμενων από τις παγκόσμιες υπερδυνάμεις, κυρίως τη Βρετανία και τις Η.Π.Α. Στον κόσμο υπάρχουν σήμερα περίπου εξήντα επικράτειες εχεμύθειας, που διακρίνονται σε τέσσερις βασικές ζώνες: τους ευρωπαϊκούς παραδείσους (μεταξύ των οποίων η Ελβετία και το Λουξεμβούργο), το Σίτι του Λονδίνου με τα παγκόσμια ερείσματά του στην πρώην Βρετανική Αυτοκρατορία, τις Η.Π.Α., καθώς και ιδιόρρυθμες περιπτώσεις κρατών, όπως η Σομαλία ή η Ουρουγουάη. Πλάι στις επικράτειες αυτές υπάρχουν άλλες που λειτουργούν σαν «παράδεισοι-αγωγοί»: είναι ενδιάμεσοι σταθμοί περιουσιακών στοιχείων, τα οποία βρίσκονται καθ' οδόν για κάπου αλλού, και στις συγκεκριμένες επικράτειες μετασχηματίζουν την ταυτότητα ή τον χαρακτήρα τους. Παράδειγμα μεγάλου «παραδείσου-αγωγού» αποτελεί η Ολλανδία.

Το σύστημα των υπεράκτιων κέντρων δεν είναι μια απλή παραφυάδα της παγκόσμιας οικονομίας. Αποτελεί το επίκεντρό της, συγκεντρώνοντας περισσότερο από το μισό παγκόσμιο εμπόριο, από το μισό των τραπεζικών στοιχείων ενεργητικού, και περίπου το 1/3 των επενδύσεων από εταιρείες πολυεθνικές. Πρόκειται για ένα σύστημα που το δημιούργησαν οι πλούσιες και πανίσχυρες ελίτ, ώστε να δρέπουν τα οφέλη της κοινωνίας, χωρίς να πληρώνουν γι' αυτά. Οι φορολογικοί παράδεισοι προσφέρουν εχεμύθεια, πολύ χαμηλή ή μηδενική φορολογία, αρνούνται τη συνεργασία με άλλες επικράτειες, έχουν υπερμεγέθη χρηματοπιστωτικό τομέα σε σχέση με τη ντόπια οικονομία τους, κι ένα πολιτικό σύστημα δέσμιο του χρηματοπιστωτικού τομέα. Εδώ το έγκλημα βαπτίζεται άριστη επιχειρηματική πρακτική, ενώ η καταγγελία των ανομιών θεωρείται κολάσιμο αδίκημα.

Οι οφσόρ επικράτειες χρησιμοποιούνται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο πάντοτε εκβιαστικά προς τα κράτη, ώστε αυτό να μη φορολογείται. Ο εκβιασμός αφορά την προοπτική της απώλειας ρευστότητας και θέσεων εργασίας για μια χώρα, καθώς το κεφάλαιο, που αντιμετωπίζει την πρόθεση της φορολόγησης ή του ελέγχου από τα κράτη, απειλεί να μεταναστεύσει σε υπεράκτιους προορισμούς. Οι φορολογικοί παράδεισοι, βέβαια, ισχυρίζονται ότι καθιστούν τις παγκόσμιες αγορές πιο ανταγωνιστικές κι «αποδοτικές». Η μετανάστευση όμως εταιρειών και κεφαλαίων εκεί όπου εξασφαλίζουν καλύτερες φορολογικές συνθήκες δεν τις καθιστά παραγωγικότερες. Απλώς μεταφέρεται ο πλούτος. Έτσι οι πλούσιοι πληρώνουν όλο και λιγότερα, ενώ το φορολογικό βάρος μεταβιβάζεται στους απλούς ανθρώπους. Σ' όλα αυτά, διαπιστώνει ο Σάξον, δεν υπάρχει τίποτα το αποδοτικό.

Συνηθισμένο υπεράκτιο κόλπο μεταφοράς του πλούτου είναι η λεγόμενη «ενδοομιλική κομπίνα»: οι πολυεθνικές εταιρείες μεταφέρουν τα κέρδη τους σε κάποιον φορολογικό παράδεισο με χαμηλό συντελεστή φορολόγησης, ενώ το κόστος σε χώρες με υψηλή φορολογία, όπου εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα. Η δυνατότητα ενδοομιλικών συναλλαγών εξηγεί τόσο γιατί οι πολυεθνικές επιλέγουν να είναι πολυεθνικές, όσο και γιατί αναπτύσσονται ταχύτερα από τις μικρότερου μεγέθους ανταγωνίστριές τους. Η αποδοτικότητα των ενδοομιλικών κομπίνων αντικατοπτρίζεται στο παράδειγμα των τριών μεγαλύτερων εταιρειών μπανάνας (Del Monte, Dole, Chiquita) παγκοσμίως: ενώ σημείωσαν στη Βρετανία τζίρο σχεδόν 750.000.000 δολάρια, πλήρωσαν φόρο όλες μαζί μόλις 235.000 δολάρια!

Το παγκόσμιο υπεράκτιο σύστημα δημιούργησε ένα τεράστιο παγκόσμιο θερμοκήπιο εγκλήματος. Οι μεγάλες εταιρείες χρησιμοποιούν ακριβώς τους ίδιους υπεράκτιους προορισμούς με τους εμπόρους ναρκωτικών, τους τρομοκράτες και τους κάθε λογής εγκληματίες. Το ίδιο σύστημα ευθύνεται για την τρέχουσα οικονομική κρίση. Η εξαίρεση των χρηματοπιστωτικών εταιρειών από το ρυθμιστικό πλαίσιο τις επέτρεψε να γίνουν «πολύ μεγάλες για να πτωχεύσουν», ενώ αιχμαλώτισαν με τη δύναμή τους και το πολιτικό κατεστημένο της Ουάσινγκτον και του Λονδίνου. Οι τεράστιες παράνομες διασυνοριακές κινήσεις κεφαλαίων δημιούργησαν εξίσου τεράστιες καθαρές εισροές προς χώρες ελλειμματικές, όπως οι Η.Π.Α. κι η Βρετανία, ενισχύοντας τις μεγαλύτερες ανισορροπίες, που αποτέλεσαν το υπόβαθρο της κρίσης. Γι' αυτό κι από τις παράνομες διασυνοριακές κινήσεις χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου πλήττονται κυρίως οι αναπτυσσόμενες χώρες: αν συγκριθούν τα ποσά που χάνουν οι χώρες αυτές, με τα ποσά που λαμβάνουν ως ετήσια εξωτερική βοήθεια, προκύπτει πως για κάθε δολάριο που δίνει η Δύση «πάνω από το τραπέζι» στον αναπτυσσόμενο κόσμο, παίρνει πίσω τουλάχιστον δέκα σε παράνομο χρήμα «κάτω από το τραπέζι».

Από τη δεκαετία του 1980 σχεδόν κάθε προσπάθεια να δημιουργηθούν σημαντικές ροές κεφαλαίων προς αναπτυσσόμενες χώρες κατέληξε σε κρίση εξαιτίας του υπεράκτιου συστήματος. Η πείνα στην Αφρική δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την πρότερη κατανόηση του υπεράκτιου συστήματος. Οι λαοί της Αφρικής επωμίζονται τα δημόσια χρέη τους με τη μορφή φτώχειας, πολέμων, έλλειψης ευκαιριών, σωματικής και οικονομικής βίας που ασκείται κατά συρροή σε βάρος τους από τις διεφθαρμένες και αρπακτικές ελίτ. Ο μακράν χειρότερος πόλεμος εδώ και χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η εμφύλια σύρραξη στο Κονγκό, η οποία συνδέεται με την άνευ διακρίσεων λεηλασία του ορυκτού πλούτου της χώρας μέσω φορολογικών παραδείσων.

Πίσω από κάθε σημαντικό οικονομικό γεγονός των τελευταίων δεκαετιών βρίσκεται το υπεράκτιο σύστημα. Η «οικονομική ελευθερία», το «ευαγγέλιο» πολλών Δυτικών οικονομολόγων, το οποίο θεμελιώνεται σε νοοτροπίες που μεταθέτουν το φταίξιμο στα θύματα, κατηγορώντας τα σαν ανόητα, διεφθαρμένα ή ελλιπώς «αυτομαστιγωμένα», χαρακτηρίζεται από τον Τζιμ Χένρι σαν «το παραμύθι των οικονομολόγων». Ο Χένρι, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος σε εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων, έχει διερευνήσει διάφορα αλλόκοτα επεισόδια σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, στις οποίες η υπεράκτια τραπεζική προκαλούσε τη μία κρίση μετά την άλλη. Αρχικά, οι τραπεζίτες δάνειζαν σε αυτές τις χώρες πολύ περισσότερα απ' όσα μπορούσαν να απορροφήσουν παραγωγικά. Κατόπιν δίδασκαν στις ντόπιες ελίτ πώς να λεηλατήσουν τον πλούτο, να τον κρύψουν, να τον «ξεπλύνουν» και να τον βγάλουν λαθραία στο υπεράκτιο σύστημα. Έπειτα το Δ.Ν.Τ. βοηθούσε τους τραπεζίτες να πιέσουν τις χώρες να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, υπό την απειλή του χρηματοπιστωτικού στραγγαλισμού. Οι κεφαλαιαγορές άνοιγαν εσκεμμένα για το ξένο κεφάλαιο, ακόμη κι αν υπήρχε επαρκές ρυθμιστικό πλαίσιο τραπεζικού τομέα ή επαρκής φορολογικός μηχανισμός.

Ο Σάξον επισημαίνει πως, με βάση τους υπολογισμούς του Χένρι, τουλάχιστον τα μισά από τα χρήματα που δανείστηκαν οι μεγαλύτερες οφειλέτριες χώρες ξαναβγήκαν στο εξωτερικό υπογείως, συνήθως σε λιγότερο από έναν χρόνο και, κατά κανόνα, σε μερικές μόνο εβδομάδες. Το δημόσιο χρέος του Τρίτου Κόσμου αντιστοιχούσε σχεδόν απόλυτα στο απόθεμα ιδιωτικού πλούτου που είχαν συσσωρεύσει οι ελίτ στις Η.Π.Α. και τους άλλους φορολογικούς παραδείσους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η φυγή κεφαλαίων προς την Ευρώπη και τις Η.Π.Α. αρκούσε για να εξυπηρετήσει ολόκληρο το χρέος του αναπτυσσόμενου κόσμου, αρκεί το εισόδημα από τα κεφάλαια αυτά να φορολογούνταν με έναν μέσο συντελεστή. Μια συνήθης πρακτική που εφαρμόζεται από τα λεγόμενα «αρπακτικά κεφάλαια» είναι η εξής: πλούσιοι ξένοι επενδυτές αγοράζουν προβληματικούς τίτλους κρατικού χρέους για «ψίχουλα» -κατά κανόνα με έκπτωση 90% επί της ονομαστικής αξίας-, και δρέπουν τεράστια κέρδη όταν τα χρέη εξοφλούνται στο ακέραιο. Στον σχεδιασμό της απάτης περιλαμβάνονται και επιφανείς ντόπιοι, κρυφά ανακατεμένοι με τους αγοραστές του χρέους με έκπτωση, οι οποίοι δίνουν μάχες εντός της κυβέρνησης της αναπτυσσόμενης χώρας τους, για να εγγυηθούν την πλήρη αποπληρωμή των χρεών. Η ανάμειξή τους, βέβαια, κρύβεται πίσω από ένα κάλυμμα υπεράκτιου απορρήτου, ώστε οι πολίτες της χρεοκοπημένης χώρας να μη μάθουν ποτέ πώς κλάπηκε ο εθνικός τους πλούτος.

Το υπεράκτιο σύστημα, επισημαίνει ο Σάξον, δεν είναι μόνο τόπος, ιδέα ή χρηματοπιστωτικό όπλο. Είναι και διεργασία: μια κούρσα προς τον πάτο, στο πλαίσιο της οποίας οι ρυθμίσεις, οι νόμοι και τα σύμβολα της δημοκρατίας υποβαθμίζονται σταθερά. Ο φορολογικός ανταγωνισμός εκμηδενίζει τα φορολογικά έσοδα των αναπτυσσόμενων χωρών, ενισχύοντας την εξάρτησή τους από την εξωτερική βοήθεια, ενώ οι πιέσεις μεταφέρονται όλο πιο βαθιά και στις υπόλοιπες (onshore) επικράτειες, καθιστώντας τους φορολογικούς παραδείσους τούς πολιορκητικούς κριούς της απορρύθμισης. Σε έναν κόσμο που εξακολουθεί κατ' όνομα να διοικείται από δημοκρατικά εθνικά κράτη, το υπεράκτιο σύστημα θυμίζει περισσότερο δίκτυο μεσαιωνικών συντεχνιών στην υπηρεσία ανυπόλογων και συχνά εγκληματικών ελίτ.

Ο Σάξον παρατηρεί πως μια ουσιώδης μεταρρύθμιση του παρόντος προβληματικού συστήματος προϋποθέτει την κατανόηση του υπεράκτιου κόσμου, και προτείνει συγκεκριμένους τομείς αλλαγών. Μεταξύ αυτών θεωρεί επιβεβλημένη τη διαφάνεια, με την υποχρέωση των πολυεθνικών να αναλύουν τα οικονομικά τους στοιχεία ανά χώρα, κι εξίσου επιβεβλημένη την απαγόρευση στις τράπεζες να συναλλάσσονται με εικονικά αλλοδαπά ιδρύματα. Εκτός από τους κλεπτοκράτες, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και όλοι οι ενδιάμεσοι συνεργοί τους, είτε είναι τράπεζες, λογιστές ή δικηγορικά γραφεία, είτε οι ιδιώτες χρήστες του υπεράκτιου συστήματος. Απαραίτητη κρίνεται και η διάλυση του Σίτι του Λονδίνου, αυτού του ανεξάρτητου υπεράκτιου νησιού, καθώς και του βρετανικού ιστού, του επιθετικότερου στοιχείου του παγκόσμιου υπεράκτιου συστήματος.

Με τεκμήρια ατράνταχτα και συγκλονιστικά, ο Σάξον αποκαλύπτει έναν ληστρικό κόσμο, που, κινούμενος σε παγκόσμιο επίπεδο, δημιουργεί κρίσεις κι επιβάλλει την απολυταρχική του τυραννία σε ασθενείς χώρες και κοινωνικά στρώματα, λεηλατώντας τα και καταδικάζοντάς τα στην ανέχεια. Στις ερμηνείες του Σάξον, με τις εκπληκτικές ομοιότητες των αναλυόμενων από τον συγγραφέα καταστάσεων με την ελληνική κρίση, εντοπίζονται επαρκείς απαντήσεις γι' αυτήν, ικανές να φωτίσουν τα τεκταινόμενα στη χώρα. Η αξιοποίηση του μελετήματος του Σάξον μπορεί να σταθεί ένα πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

 

Νίκολας Σάξον (Nicholas Shaxson), «Offshore, τα νησιά των θησαυρών», μετάφραση Νίκος Ρούσσος, επιστημονική επιμέλεια – πρόλογος στην ελληνική έκδοση Κώστας Μελάς, εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2011, σελ. 416.

 

«Συχνά οι φορολογικοί παράδεισοι βάζουν στο στόχαστρο άλλες μεγάλες οικονομίες, συνήθως κοντινές. Οι Ελβετοί διαχειριστές περιουσίας εστιάζουν την προσοχή τους κυρίως στους φοροδιαφεύγοντες πλούσιους Γερμανούς, Γάλλους και Ιταλούς – κατοίκους όμορων με την Ελβετία χωρών, που αντιστοιχούν και στις τρεις επίσημες γλώσσες της. Το Μονακό εξυπηρετεί κυρίως τις γαλλικές ελίτ, ενώ πλούσιοι Γάλλοι και Ισπανοί χρησιμοποιούν επίσης τη, στριμωγμένη ανάμεσα στις δύο χώρες τους, Ανδόρα. Οι πλούσιοι Αυστραλοί συχνά χρησιμοποιούν παραδείσους του Ειρηνικού, όπως το Βανουάτου. Η Μάλτα, ένα ακόμη πρώην βρετανικό προκεχωρημένο φυλάκιο στη Μεσόγειο, διαχειρίζεται κυρίως παράνομο χρήμα που εκρέει από τη Νότιο Αφρική· οι μεγάλες αμερικανικές εταιρείες και οι πλούσιοι Αμερικανοί προτιμούν τον Παναμά και τους παραδείσους της Καραϊβικής, ενώ οι πλούσιοι Κινέζοι χρησιμοποιούν το Χονγκ Κονγκ, τη Σιγκαπούρη και το Μακάο. Το χρήμα, ωστόσο, δεν ακολουθεί πάντα σαφείς γεωγραφικές διαδρομές. Το ρωσικό βρόμικο χρήμα προτιμά να χρησιμοποιεί την Κύπρο, το Γιβραλτάρ και το Ναούρου, που στο σύνολό τους έχουν ισχυρούς ιστορικούς δεσμούς με τη Βρετανία, ως προθάλαμο για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπου μπορεί να νομιμοποιείται προτού μπει στο κανονικό παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα από το Λονδίνο ή κάπου αλλού. Μεγάλο μέρος των ξένων επενδύσεων στην Κίνα περνά από τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους

 

«Η εικοσιπενταετία που ξεκίνησε περίπου το 1949, και κατά την οποία εφαρμόστηκαν ευρέως οι ιδέες του Κέινς, έχει μείνει πλέον γνωστή ως η χρυσή εποχή του καπιταλισμού, μια εποχή διαδεδομένης, ταχύτατα αυξανόμενης και σχετικά ανεμπόδιστης ευημερίας. Τη συνόψισε με αξιομνημόνευτο τρόπο ο Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλαν, ο οποίος το 1957 επισήμανε πως "ποτέ άλλοτε το μεγαλύτερο μέρος του λαού μας δεν περνούσε τόσο καλά". Από το 1950 μέχρι το 1973 οι ετήσιοι ρυθμοί της οικονομικής μεγέθυνσης, εν μέσω διαδεδομένων κεφαλαιακών ελέγχων (και εξαιρετικά υψηλών φορολογικών συντελεστών) κυμαίνονταν κατά μέσο όρο στο 4% στην Αμερική και στο 4,6% στην Ευρώπη. Και δεν απολάμβαναν μόνο οι πλούσιες χώρες σταθερή, ταχεία οικονομική μεγέθυνση: όπως επισημαίνει ο οικονομολόγος του Κέμπριτζ Χα-Τζουν Τσανγκ, το κατά κεφαλήν εισόδημα των αναπτυσσόμενων χωρών αυξανόταν κατά 3% ετησίως στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, παρά τους διαδεδομένους κεφαλαιακούς ελέγχους – πολύ ταχύτερα απ' ό,τι έκτοτε. Στη δεκαετία του 1980, καθώς οι κεφαλαιακοί έλεγχοι σταδιακά χαλάρωναν σε όλο τον κόσμο, και καθώς οι φορολογικοί συντελεστές μειώνονταν και το υπεράκτιο σύστημα άρχιζε να ανθεί πραγματικά, οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης έπεσαν απότομα. "Η χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση δεν έχει επιφέρει αύξηση επενδύσεων ή αύξηση ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης στις αναδυόμενες αγορές" εξήγησαν το 2008 οι διαπρεπείς οικονομολόγοι Αρβίντ Σουμπραμανιάν και Ντάνι Ρόντρικ. "Οι χώρες που έχουν σημειώσει την ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση είναι όσες εξαρτώνται λιγότερο από τις εισροές κεφαλαίου."»

 

«Ένας ιστότοπος με έδρα το Γουαϊόμινγκ καυχάται ότι "Οι ανώνυμες Εταιρείες και οι Ε.Π.Ε. του Γουαϊόμινγκ έχουν τον δικό τους φορολογικό παράδεισο εντός των Ηνωμένων Πολιτειών χωρίς φορολογία εισοδήματος, αλλά με ανώνυμη ιδιοκτησία και μετοχές στον κομιστή […] Α.Ε. και Ε.Π.Ε. από το ράφι: Ανώνυμα Νομικά Πρόσωπα όπου ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΑΣ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ! Οι εταιρείες αυτές ήδη υπάρχουν και διαθέτουν τα πάντα: Καταστατικά, Ομοσπονδιακούς Α.Φ.Μ. και αναγνωρισμένους αντιπροσώπους […] Μπορείτε να αποκτήσετε αυτές τις πλήρεις εταιρείες ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΠΡΩΙ!" Δικές σας με 69 δολάρια, συν μια λογική πολιτειακή προμήθεια καταχώρησης φακέλου.»

 

«Ο Ρίτσαρντ Μέρφι της οργάνωσης Tax Research U.K. συνοψίζει πολύ όμορφα την υποκρισία αυτών των διευθετήσεων: "Το offshore χρησιμοποιείται για να μπαίνει σε νέο περιτύλιγμα κάτι που συμβαίνει αλλού. Χρησιμοποιείται για να αλλάζει η μορφή, αλλά όχι η ουσία, μιας συναλλαγής."

Διάσημο τοτέμ αυτής της υποκρισίας είναι το μέγαρο Ugland House στα νησιά Καϊμάν, το οποίο κάποτε ο Μπάρακ Ομπάμα επέκρινε επειδή στεγάζει πάνω από 12.000 εταιρείες. "Είτε πρόκειται για το μεγαλύτερο κτίριο του κόσμου" είπε, "είτε για τη μεγαλύτερη φορολογική απάτη στα χρονικά". Όμως ο Άντονι Τρέιβερς, πρόεδρος της Αρχής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (Financial Services Authority) των νησιών Καϊμάν, αντέτεινε ότι ο Ομπάμα καλά θα έκανε να στρέψει την προσοχή του στο Ντέλαγουερ. "Ένα γραφείο στο νούμερο 1209 της οδού Νορθ Όραντζ του Γουίλμινγκτον στεγάζει συνολικά 217.000 εταιρείες."»

 

«Οι τεράστιες ανισότητες στην Ευρώπη, τις Η.Π.Α. και τις χώρες χαμηλού εισοδήματος δεν μπορούν να γίνουν σωστά κατανοητές αν δεν διερευνηθεί ο ρόλος των επικρατειών εχεμύθειας. Η συστηματική λεηλασία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και η συγχώνευση των υπηρεσιών πληροφοριών της συγκεκριμένης πυρηνικής δύναμης με το οργανωμένο έγκλημα συνθέτουν μια ιστορία που ουσιαστικά εκτυλίχθηκε στο Λονδίνο και στους υπεράκτιους δορυφόρους του. Η πολιτική ισχύς του Σαντάμ Χουσεΐν είχε σημαντικά υπεράκτια ερείσματα, όπως συμβαίνει σήμερα με την ισχύ του Κιμ Γιονγκ-Ιλ της Βορείου Κορέας. Η αλλόκοτη επιρροή που ασκεί ο πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας έχει σε μεγάλο βαθμό σχέση με το υπεράκτιο σύστημα. Πίσω από την υπόθεση Elf, που βοηθούσε τις πανίσχυρες γαλλικές ελίτ να μένουν εκτός των ορίων της γαλλικής δημοκρατίας, βρίσκονται, κατά βάθος, οι επικράτειες εχεμύθειας. Όσοι οργανώνουν κομπίνες με στόχο τη χειραγώγηση και το τεχνητό φούσκωμα της τιμής των μετοχών, τις οποίες στη συνέχεια ξεφορτώνονται στο ανυποψίαστο επενδυτικό κοινό, κρύβονται πάντοτε πίσω από υπεράκτια νομικά πρόσωπα. Σκοτώθηκε Ρώσος ολιγάρχης σε μυστηριώδη συντριβή ελικοπτέρου; Λαθρεμπόριο όπλων με παραλήπτες τρομοκρατικές οργανώσεις; Επεκτείνονται οι μαφιόζικες αυτοκρατορίες; Υπεράκτιο σύστημα. Μόνο η βιομηχανία των ναρκωτικών αποφέρει ετήσιο τζίρο 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως, ποσό διπλάσιο από τις πετρελαϊκές εξαγωγές της Σαουδικής Αραβίας. Τα κέρδη που αποκομίζουν οι κεφαλές του εμπορίου ναρκωτικών βρίσκουν το δρόμο τους προς το τραπεζικό σύστημα, τις αγορές στοιχείων ενεργητικού και το πολιτικό γίγνεσθαι μέσω υπεράκτιων μηχανισμών. Σε έναν χαρτοφύλακα το πολύ να χωρέσει ένα εκατομμύριο δολάρια. Χωρίς το υπεράκτιο σύστημα η διακίνηση ναρκωτικών θα ήταν απλή βιοτεχνία.

Χρηματοπιστωτική απορρύθμιση και παγκοσμιοποίηση; Το υπεράκτιο σύστημα βρίσκεται στο επίκεντρο της υπόθεσης, όπως θα δούμε. Άνοδος των κεφαλαίων ιδιωτικών επενδύσεων (private equity) και των κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνων (hedge fund); Υπεράκτιο σύστημα. Υπόθεση Enron; Υπόθεση Parmalat; Υπόθεση Long Term Capital Management; Υπόθεση Lehman Brothers; Υπόθεση A.I.G.; Υπεράκτιο σύστημα. Οι πολυεθνικές εταιρείες δεν θα είχαν αποκτήσει σε καμία περίπτωση τέτοιο μέγεθος και τέτοια δύναμη χωρίς τους φορολογικούς παραδείσους. Η Goldman Sachs είναι σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό δημιούργημα του υπεράκτιου συστήματος. Και κάθε μεγάλη οικονομική καταστροφή από τη δεκαετία του 1970 και μετά, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με το υπεράκτιο σύστημα. Η παρακμή του κλάδου της μεταποίησης σε πολλές αναπτυγμένες χώρες έχει πολλά αίτια, αλλά ένα από τα σημαντικότερα είναι το υπεράκτιο σύστημα. Οι φορολογικοί παράδεισοι έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διόγκωση του χρέους των οικονομιών μας από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Σχεδόν κάθε φορά που αναπτύσσονται περίπλοκα μονοπώλια σε συγκεκριμένες αγορές, ή σπείρες που καταχρώνται εμπιστευτική πληροφόρηση, ή κολοσσιαίες απάτες, είναι λίγο ή πολύ ανακατεμένες κάποιες επικράτειες εχεμύθειας.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι όλα αυτά τα προβλήματα δεν έχουν και άλλες εξηγήσεις· πάντα έχουν. Οι φορολογικοί παράδεισοι δεν είναι ποτέ η μοναδική αιτία, επειδή τα υπεράκτια κέντρα υπάρχουν πάντα σε σχέση με κάποια άλλα μέρη. Γι' αυτό λέγονται υπεράκτια. Αν δεν κατανοήσουμε το υπεράκτιο σύστημα, δεν θα καταλάβουμε ποτέ σωστά την ιστορία του σύγχρονου κόσμου

 

«"Η κοινά αποδεκτή άποψη για τα αίτια της παγκόσμιας αναπτυξιακής κρίσης είναι το παραμύθι των οικονομολόγων" λέει ο Τζιμ Χένρι, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της εταιρείας συμβούλων επιχειρήσεων McKinsey's και σχεδόν ο μοναδικός άνθρωπος που έχει ερευνήσει αυτό το ζήτημα από τη δεκαετία του 1980. "Αφήνει απέξω τις πραγματικά ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των όσων πραγματικά συνέβησαν." Το συγκλονιστικό βιβλίο που δημοσίευσε το 2003 ο Χένρι με τίτλο Blood Bankers ("Τραπεζίτες του Αίματος") διερευνά διάφορα αλλόκοτα επεισόδια σε χώρες χαμηλού εισοδήματος όπου η υπεράκτια τραπεζική προκαλούσε τη μία κρίση μετά την άλλη. Αρχικά, οι τραπεζίτες δάνειζαν σε αυτές τις χώρες πολύ περισσότερα απ' όσα αυτές μπορούσαν να απορροφήσουν παραγωγικά, κατόπιν δίδασκαν στις ντόπιες ελίτ πώς να λεηλατήσουν τον πλούτο, να τον κρύψουν, να τον ξεπλύνουν και να τον βγάλουν λαθραία στο υπεράκτιο σύστημα. Έπειτα το Δ.Ν.Τ. βοηθούσε τους τραπεζίτες να πιέσουν τις χώρες να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους υπό την απειλή του χρηματοπιστωτικού στραγγαλισμού. Οι κεφαλαιαγορές άνοιγαν εσκεμμένα για το ξένο κεφάλαιο "είτε υπήρχε επαρκής νομοθεσία περί ασφαλείας, ρυθμιστικό πλαίσιο τραπεζικού τομέα ή φορολογικός μηχανισμός, είτε όχι".

Ο Χένρι εντόπισε έναν Αμερικανό τραπεζίτη της M.H.T. Bank, ο οποίος είχε λάβει μέρος σε έναν "φιλικό ιδιωτικό έλεγχο" της Κεντρικής Τράπεζας των Φιλιππίνων το 1983. "Κάθισα σε ένα υπερβολικά ζεστό δωματιάκι στην Κεντρική Τράπεζα, άθροισα όσα η Κεντρική Τράπεζα παρουσίαζε στα βιβλία της ότι είχε εισπράξει από εμάς, και σύγκρινα το αποτέλεσμα με όσα είχαμε εμείς εκταμιεύσει" είπε ο τραπεζίτης.

 

Και σχεδόν 5 δισεκατομμύρια δολάρια απλώς δεν ήταν εκεί! Δηλαδή δεν είχαν καν μπει στη χώρα. Είχαν εκταμιευτεί από εμάς, αλλά απουσίαζαν εντελώς από τα βιβλία της Κεντρικής Τράπεζας. Αποδείχτηκε ότι τα περισσότερα από αυτά τα δάνεια είχαν εκταμιευτεί σε αριθμούς λογαριασμών που αντιστοιχούσαν σε υπεράκτιες τραπεζικές μονάδες ή άλλες ιδιωτικές εταιρείες. Προφανώς η Κεντρική Τράπεζα έδινε στην M.H.T. τους αριθμούς των λογαριασμών, κι εμείς ουδέποτε ρωτήσαμε αν ήταν λογαριασμοί της Κεντρικής Τράπεζας – απλώς τους εμβάζαμε τα δάνεια. Κι εκείνα εξαφανίζονταν σε κάποιο υπεράκτιο κέντρο.

 

Οι αξιωματούχοι των Φιλιππίνων κατάλαβαν σαφώς πού το πήγαινε. Το επόμενο πρωί ο τραπεζίτης έλαβε ένα γενναίο πρόγευμα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, προσφορά της διεύθυνσης, αλλά δεν πρόλαβε παρά να φάει λίγη φρυγανιά προτού ξεκινήσει για το αεροδρόμιο. Μέχρι να φτάσει στο Τόκιο είχε αρρωστήσει και στην πτήση της επιστροφής στην πατρίδα κυριεύτηκε από σπασμούς. Πέρασε τρεις μέρες σε νοσοκομείο του Βανκούβερ αναρρώνοντας από μια, σύμφωνα με τους γιατρούς, "άγνωστη τοξίνη". Στη συνέχεια ανέφερε στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης και σε ένα φίλο του από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας όλα όσα είχε ανακαλύψει. "Αλλά προφανώς τα κράτησαν μυστικά. Έτσι οι Φιλιππίνες εξακολουθούν να εξυπηρετούν εκείνα τα δάνεια της Κεντρικής Τράπεζας." Αργότερα ο Χένρι πήγε στις Φιλιππίνες και διασταύρωσε την ιστορία του τραπεζίτη, η οποία αποδείχτηκε βάσιμη. Ξέθαψε λεπτομέρειες για αναγνωρίσιμα εξωτερικά δάνεια ύψους τουλάχιστον 3,6 δις δολαρίων, τα οποία είχε καταπιεί η κυβέρνηση και είχαν καταλήξει στα χέρια του προέδρου Φέρντιναντ Μάρκος και των στενότερων συνεργατών του.

Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά στον αναπτυσσόμενο κόσμο, μια στρατιά από τραπεζίτες, δικηγόρους και λογιστές ασκούσε πολιτικές πιέσεις στο εσωτερικό των Η.Π.Α. για να καταστήσει τη χώρα πιο ελκυστική σε αυτά τα διογκούμενα κύματα βρόμικου χρήματος, μετατρέποντάς τη σε αυτοτελή επικράτεια εχεμύθειας, όπως ακριβώς είχε προτείνει το υπόμνημα του Χάντσον. Στο μεταξύ, η υπεράκτια βιομηχανία συνέχιζε να αιχμαλωτίζει νομοθετικά σώματα σε μικρούς φορολογικούς παραδείσους, για να τελειοποιήσει το παγκόσμιο σύστημα του βρόμικου χρήματος. Η δραστηριοποίηση και στις τρεις άκρες του τριγώνου -στις χώρες προέλευσης από τις οποίες απομυζούνταν ο πλούτος, στις οικονομίες που υποδέχονταν τον πλούτο και οι οποίες θύμιζαν όλο και περισσότερο υπεράκτια κέντρα, και στους υπεράκτιους αγωγούς που διαχειρίζονταν τη διέλευσή του- μετέτρεψαν τον παγκόσμιο κλάδο της διαχείρισης περιουσίας ιδιωτών (private banking) σε μια από τις πιο κερδοφόρες δουλειές στα χρονικά.

"Η αύξηση του δανεισμού προς τον Τρίτο Κόσμο στις δεκαετίες του 1970 και του 1980" εξηγεί ο Χένρι "έθεσε τα θεμέλια ενός παγκόσμιου δικτύου παραδείσων που σήμερα προσφέρει άσυλο στους πιο εξαγοράσιμους πολίτες στον κόσμο". Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Χένρι, τουλάχιστον τα μισά από τα χρήματα που δανείστηκαν οι μεγαλύτερες οφειλέτριες χώρες ξαναβγήκαν στο εξωτερικό κάτω από το τραπέζι, συνήθως σε λιγότερο από ένα χρόνο, και κατά κανόνα σε μερικές εβδομάδες. Το δημόσιο χρέος του Τρίτου Κόσμου αντιστοιχούσε σχεδόν απόλυτα στο απόθεμα του ιδιωτικού πλούτου που είχαν συσσωρεύσει οι ελίτ του στις Η.Π.Α. και άλλους παραδείσους, και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η φυγή κεφαλαίων προς την Ευρώπη και τις Η.Π.Α. αρκούσε για να εξυπηρετήσει ολόκληρο το χρέος του αναπτυσσόμενου κόσμου – αρκεί το εισόδημα από αυτά τα κεφάλαια να φορολογούνταν με έναν μέσο συντελεστή. Για κάποιες χώρες όπως το Μεξικό, η Αργεντινή και Βενεζουέλα, η αξία του παράνομου υπεράκτιου πλούτου των ελίτ τους ήταν πολλαπλάσια του εξωτερικού χρέους τους. Σήμερα το πλουσιότερο 1% των νοικοκυριών στις αναπτυσσόμενες χώρες κατέχει περίπου το 70%-90% όλης της ιδιωτικής χρηματοπιστωτικής και ακίνητης περιουσίας. Το 2003 η Boston Consulting Group υπολόγισε ότι πάνω από το ήμισυ του συνολικού πλούτου στα χέρια των πλουσιότερων πολιτών της Λατινικής Αμερικής βρισκόταν σε υπεράκτια κέντρα. "Το πρόβλημα δεν είναι ότι αυτές οι χώρες δεν έχουν περιουσιακά στοιχεία" είπε ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της Federal Reserve. "Το πρόβλημα είναι πως όλα βρίσκονται στο Μαϊάμι."»

 

«Όπως αποδεικνύεται, το κόλπο αυτό αποτελεί συνήθη πρακτική που εφαρμόζουν τα λεγόμενα "αρπακτικά κεφάλαια". Πλούσιοι ξένοι επενδυτές αγοράζουν προβληματικούς τίτλους κρατικού χρέους για ψίχουλα -κατά κανόνα με έκπτωση 90% επί της ονομαστικής αξίας- και δρέπουν τεράστια κέρδη όταν αυτά τα χρέη εξοφλούνται στο ακέραιο. Ένα από τα μυστικά είναι να βεβαιώνεται κανείς ότι επιφανείς ντόπιοι είναι κρυφά ανακατεμένοι με τους επενδυτές που αγοράζουν το χρέος με έκπτωση: οι συγκεκριμένοι ντόπιοι θα δώσουν μάχη εντός της κυβέρνησης της αναπτυσσόμενης χώρας τους για να εγγυηθούν την πλήρη αποπληρωμή των χρεών. Η ανάμειξή τους πρέπει, βέβαια, να κρυφτεί πίσω από ένα κάλυμμα υπεράκτιου απορρήτου, έτσι ώστε οι πολίτες της χρεοκοπημένης χώρας να μην μπορέσουν ποτέ να μάθουν πώς κλάπηκε ο εθνικός πλούτος τους.»

Κίνημα του Ιεροεθνισμού: Σεραφείμ ο Μυτιληναίος

ΚΥΡΙΑΚΟΣ Κ. ΠΑΠΟΥΛΙΔΗΣ, Το πολιτικό και θρησκευτικό κίνημα του Ιεροεθνισμού και οι πρωτοπόροι του. Σεραφείμ ο Μυτιληναίος (ci. 1667 – ci 1735), εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008, σσ.276.

Του Αθανάσιου Ι. Καλαμάτα**

Για τον Σεραφείμ Μυτιληναίο, τον επονομαζόμενο Στέφανο Πωγωνάτο η μέχρι σήμερα ιστορική έρευνα δεν έχει καταφέρει να αποκαταστήσει την προσφορά του στο υπόδουλο Γένος. Κι αυτό διότι ο Λέσβιος αυτός λόγιος του δεύτερου μισού του 17ου και του πρώτου μισού του 18ου αιώνα, υπήρξε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Σε ένα μεγάλο ποσοστό η υπάρχουσα βιβλιογραφία τον αποτιμά αρνητικά, ενώ δεν λείπουν και οι θετικές κρίσεις για την προσωπικότητά του.

Συνέχεια

Η «πολιτεία» της αφής-Θωμά Βουγιουκλή

Η «πολιτεία» της αφής*

 

Του Γιάννη Στρούμπα


Μία λέξη άγνωστη επιχειρεί να δώσει εξηγήσεις. Εφικτό; Παράδοξο; Τυχαίο; Αθώο; Αν εμπιστευτεί κανείς τις προλογικές δηλώσεις του Θωμά Βουγιουκλή στην ποιητική του συλλογή «Αφη**», η άγνωστή του λέξη «νώση», την οποία εισάγει στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ενέργεια πραγματοποιούμενη «ποιητικη αδεία», για να βοηθήσει «στη σελιδοποίηση», με νόημα «κενο», «μια απλη γνώση/ βαθεια εν υπνώσει», ενισχυτική της ρίμας. Ο νεολογισμός ωστόσο του Βουγιουκλή κάθε άλλο παρά τυχαίος κι αθώος είναι.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 356, 1/12/2012.

** Ο Βουγιουκλής θεωρεί πλεονασμό το τονικό σημάδι στη λήγουσα, γι' αυτό και δεν το σημειώνει σε όσες λέξεις τονίζονται εκεί.

 

Αντιθέτως, ανύποπτα δρομολογεί την πραγμάτευση της ποιητικής διακύβευσης: είναι δυνατή η κατάκτηση σύνολης της γνώσης, κάθε καινούριας «νώσης» που θα προσεγγιζόταν από το ανθρώπινο πνεύμα; Είναι δυνατό, επίσης, να ξυπνήσει η εν υπνώσει στ' ανθρώπινα μύχια γνώση; Ο ποιητής, σαν να ακολουθεί τους προβληματισμούς πλατωνικού διαλόγου, θα επιχειρήσει εγερτήριο στην υπνωμένη γνώση, ανακαλώντας την από έναν προσωπικό του κόσμο των Ιδεών.

Έχοντας ήδη θέσει άκρως διακριτικά το φιλοσοφικό του ζητούμενο, ο Βουγιουκλής προχωρά, αμέσως μετά από το προλογικό του ποίημα, στη σύνθεση ενός «δωδεκάωρου» κύκλου ποιημάτων, ο οποίος, σαν άλλος ενιαυτός δώδεκα μηνών, επωάζει τον κύκλο μιας αναζήτησης: εκείνης της γνώσης. Η σύγχρονη σκέψη καταπλακώνεται από το άπειρο πλήθος της πληροφορίας, εμποδιζόμενη να αναδυθεί από τον ορυμαγδό των ατάκτως ερριμμένων πληροφοριακών στοιχείων. Η εκπαίδευση πάλι, εδώ κι αιώνες, βασίζεται στην «Αφομοίωση της γνώσης/ και ανάπτυξη της σκέψης». Θα 'ταν άραγε δυνατή μία άλλη εκπαιδευτική προσέγγιση; Θα 'ταν δυνατή μια «Άμεση επικοινωνία/ με τον εγκέφαλο»; Την έως τώρα αποτυχία ο Βουγιουκλής τη συνδέει με την ατυχή λειτουργία των αισθήσεων: «Η ακοη, η γεύση,/ η όσφρηση, η όραση,/ επιτείνουν την ασάφεια,/ τη μέθη, το νεφέλωμα.» Μένει μόνο η αφή, με το δέρμα να διευκολύνει «τη διαπήδηση αισθημάτων, χυμων, οσμων»: «Η επαφη στο μεγαλείο της

Η αναζήτηση ενός νέου γνωστικού μοντέλου δεν επαναπαύεται σε μια αόριστη διατύπωση περί αποτυχίας του υπάρχοντος συστήματος. Η αποτυχία προσδιορίζεται επακριβώς. Σ' ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου η γνώση αποστεώνεται και προσφέρεται θυσία στην απόκτηση πτυχίων και σε αλλεπάλληλες «πιστοποιήσεις πιστοποιήσεων» προς εύρεση εργασίας, ο Βουγιουκλής αντικρίζει την αφασία, καθώς και τα όνειρα να γίνονται στάχτη στην πυρά. Στο αδιέξοδο τούτο ο ποιητής αντιπαραβάλλει τη δική του πρόταση δημιουργίας. Απορρίπτοντας την αλαζονεία που προωθεί τον εγωισμό και προκαλεί ηθικό εκτροχιασμό, ο Βουγιουκλής συγκροτεί την προσωπική του θεογονία, στην οποία δεν υπερτονίζεται η υποταγή των ανθρώπων σε θεούς, παρά η κυριαρχία του πνεύματος παντού όπου «το άπληστο βλέμμα/ των εραστων της σκέψης» υψώνει λατρευτικά οικοδομήματα, όπως ο Παρθενώνας, τα οποία πρωτίστως υπηρετούν την αισθητική. Εδώ συναντιούνται η «γνώση της ωραιότητας» και η «ωραιότητα της γνώσης», και μάλιστα ακόμη εμφαντικότερα στον νεολογισμό της «γνωσιωραιότητας», ενώπιον της οποίας υποκλίνονται άπαντες, μύστες και δαιμονισμένοι συνάμα.

Μετά από την απόρριψη της οίησης και την πρόκριση της ποίησης, το ποιητικό φιλοσοφικό μοντέλο του Βουγιουκλή συνεχίζει με το στάδιο της συγκρότησης κοινωνιών, σαν να ακολουθεί σε παράλληλη διαδρομή το μύθο της δημιουργίας του κόσμου από τον Πρωταγόρα στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο. Η νέα όμως αλληγορία πηγάζει από τη μαθηματική επιστήμη, προνομιακό πεδίο πραγματεύσεων για τον ποιητή. Στοιχείο της κοινωνικής συνοχής αναδεικνύεται η μονάδα, που δημιουργεί όλες τις άλλες. Αυτή είναι «ο μικρος, ο μέγας πυλώνας/ της ύπαρξης και της δημιουργίας», σε αντιδιαστολή προς το μηδέν, που, όπως στους φυσικούς αριθμούς, δεν παράγει τίποτε, έχοντας μηδενική συμβολή στο γίγνεσθαι, θυμίζοντας μια μαύρη τρύπα που απορροφά και μηδενίζει τα πάντα· έτσι λοιπόν και στις κοινωνίες, το μηδέν μπορεί να γεννήσει μονάχα έναν αυτιστικό εγωισμό. Ήδη η κομπορρημοσύνη έχει απορριφτεί, παραχωρώντας τη θέση της σε μια γόνιμη «περηφάνια», βασισμένη στη σύνθεση και τη δημιουργία, κι όχι απλώς στην αποσύνθεση της οίησης.

Έχοντας διανύσει τη μισή διαδρομή της νέας συμπαντικής δημιουργίας, ο Βουγιουκλής εισάγει στη σύνθεσή του την καθοριστικότατη έβδομη ώρα της δόμησης. Το προσκλητήριο προς παραλληλισμό με την κρίσιμη έβδομη μέρα της Δημιουργίας, που ορίζει πρωταγωνιστή τον άνθρωπο, είναι υπαινικτικό μα κι εύγλωττο. Στο σύμπαν του Βουγιουκλή εισάγεται μια εξίσου σημαίνουσα εξέλιξη, μια «ανακάλυψη-επανάσταση»: η αφή, έχοντας πια κυριαρχήσει μεταξύ των αισθήσεων, πρωταγωνιστεί στην εκπλήρωση του πάγιου αιτήματος για την κατάκτηση της γνώσης, επιτρέποντας τη μεταφορά όλων των δεδομένων από τα κυκλώματα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή στον ανθρώπινο εγκέφαλο, με το απλό άγγιγμα μιας οθόνης! «Ο θησαυρος της γνώσης/ κτήμα του κάθε εγκεφάλου!!!», τριπλοθαυμάζει – δικαίως – ο ποιητής μπροστά στο εκπληκτικό θαύμα. Κι εκεί που θα αναμενόταν ο αίσιος τερματισμός μιας δύσβατης, ανηφορικής πορείας, ο Βουγιουκλής επιφυλάσσει νέα ανατροπή: η συνολική θέαση κάθε πράγματος δεν συνεπάγεται και τη βαθύτερη γνώση του, εφόσον αυτή δεν αποτελεί το πέρας μιας προσωπικής κοπιαστικής πορείας που θα επέτρεπε την εμπέδωση και τη συνειδητοποίηση. Παράλληλα, η εύκολη πρόσβαση στη γνώση καταργεί τη λησμοσύνη, και μαζί της τους Προμηθείς του ανθρώπινου γένους: καταργεί την προνοητικότητα, τη σύνεση, το θάρρος, την αντίσταση στην εξουσία των ιερατείων, οποιαδήποτε, γενικότερα, ευψυχία θα 'ταν δυνατό να συμβολίζουν οι Προμηθείς.

Στη νέα πορεία προς τη διεκδίκηση της γνώσης, ο ποιητής τοποθετεί, πλάι στις υπόλοιπες πλατωνικές του απηχήσεις, την επίπονη και συνειδητή ανάβαση προς τη γνώση, όπως δηλώνεται στη χρήση του ρήματος «οἶδα», που ευθέως παραπέμπει στη σωκρατική θέση «ν οδα τι οδν οδα», πιστοποιώντας όχι απλώς τον ενδελεχή έλεγχο κάθε άποψης, μα και τη λεπτολόγα σύνθεση των προσδιοριστικών στοιχείων των πραγμάτων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, μάλιστα, πως οι φιλοσοφικές αναζητήσεις του Βουγιουκλή προσθέτουν στο σύμπαν του, σε μια ευρύτερη σύνθεση, και την αριστοτελική θέαση, όπως αυτή απηχείται στη διατύπωση «Έξη η μέθεξη παιδείας». Καμία αυτόματη μεταφορά αρχείων δεν είναι σε θέση, λοιπόν, να αναπληρώσει τη «μέθεξη παιδείας», που προϋποθέτει κοπιαστική προσπάθεια.

Η αντίστροφη πλέον πορεία συνεχίζει την τελείωσή της με τη διεκδίκηση ενός ακόμη αποδιωγμένου στοιχείου: της «καρδιας», του συναισθήματος, των «γαλάζιων ουρανων».  Αν η εγκατοίκηση στη σκέψη επέτεινε την αποξένωση και τη συναισθηματική ανομβρία, ο ποιητής έχει κάθε λόγο να διεκδικήσει τη μετοικεσία του στο αποδιωγμένο συναίσθημα: «Χαϊδεύω το χάδι», δηλώνει με νόημα. Παράλληλα, ο «αναστεναγμος» ανακαθορίζει την πορεία του ανθρώπου, ο οποίος διεκδικεί ξανά το κλάμα και το συναίσθημα για να λυτρωθεί. Η λύτρωση τούτη διεκδικείται απολύτως φυσιολογικά, καθώς ο στεγνός και στυγνός εγκεφαλισμός που προηγήθηκε στέρησε από τον άνθρωπο ακόμη και την όσφρηση την άνοιξη! Η απόλυτη κυριαρχία της αφής αποδεικνύεται τυραννική κι εγκαταλείπεται. Ο εναγκαλισμός με την αφή, με το ανέφικτο, το μονότονο, τη ματαιοδοξία της συνολικής κατάκτησης της γνώσης, οδήγησε σε αδιέξοδο, στη «δύση/ του παράδεισου». Η υποταγή στην τυραννία της αυστηρής εγκεφαλικής λειτουργίας «αλλοτριώνει τη σκέψη/ εκχωρει την ελευθερία/ κάνει τον φόβο συνήθεια». Ο περιορισμός της όρασης ισοδυναμεί με «μυωπία». Γι' αυτό και την ύστατη δωδέκατη ώρα της ποιητικής του δημιουργίας, ο Βουγιουκλής επιζητεί την ηλιαχτίδα που θα αποτεφρώσει όλο το σαθρό οικοδόμημα.

Στην ολοκλήρωση «επιτέλους» της απαιτητικής πορείας ο ποιητής επιγράφει «Αφη & Αφη» τον καταληκτικό, συμπερασματικό του στοχασμό. Το μακρύ ταξίδι απέδειξε πως η λύτρωση μπορεί να επέλθει μόνο με την παράκαμψη της τυραννίας της αφής και την υπαγωγή της στη συνύπαρξη με τις υπόλοιπες αισθήσεις και την υπηρέτησή τους: «σαν αφη της γλώσσας/ και σαν αφη στην όραση». Η επαναφορά όλων των αισθήσεων και η μεταξύ τους συνύπαρξη συνδυάζεται με την εγκατάλειψη της ματαιόδοξης απόπειρας για την αποθησαύριση των γνώσεων στον ανθρώπινο εγκέφαλο, και την παράλληλη επιστροφή στη γοητευτική διαδικασία της κατάκτησης της γνώσης, που, όσο κι αν παιδεύει, εντέλει λυτρώνει, επιβεβαιώνοντας την καβαφική αντίληψη πως στην πορεία προς την επίτευξη οποιουδήποτε στόχου εκείνο που μετρά περισσότερο ακόμη κι από την «Ιθάκη», από τον τελικό προορισμό, είναι το ταξίδι προς αυτόν, με τις περιπέτειες και τις γνώσεις του.

Συνθέτοντας ποιητικά στο φιλοσοφικό του εποικοδόμημα την «πολιτεία» της αφής, δηλαδή το πολίτευμα της συγκεκριμένης αίσθησης σ' όλη την εξελικτική του πορεία, από τη δρομολόγηση της εγκαθίδρυσής του μέχρι την ακμή μα και την παρακμή του, ο Βουγιουκλής διαλέγεται διαρκώς με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Η διαδρομή του ανακαλεί όχι μόνο ως προς το περιεχόμενό της το φιλοσοφικό απόσταγμα της κορυφαίας τριάδας του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, το οποίο είτε το ακολουθεί είτε το προεκτείνει μέσω νέων προβληματισμών· ανακαλεί και ως προς τους εκφραστικούς της τρόπους την κρυπτικότητα μιας μυστικιστικής τάσης, που εκφέρεται σαν προφητεία, σαν δίσημος χρησμός του μαντείου των Δελφών σ' έναν θρησκευτικό συγκρητισμό του αρχαιοελληνικού παγανισμού και της βιβλικής παράδοσης του χριστιανισμού, ενώ αξιοποιεί και τη μαθηματική επιστήμη υπενθυμίζοντας όχι μόνο το παρελθόν των φιλοσόφων ως πανεπιστημόνων, μα και – ακόμη πιο συγκεκριμένα – το ρητό στην είσοδο της Ακαδημίας του Πλάτωνα «γεωμέτρητος μηδες εσίτω». Γεωμετρικά δομημένη, η «Αφη» του Βουγιουκλή απευθύνει διαρκές προσκλητήριο αναμέτρησης με τα «επινοούμενα υπονοούμενά» της.

            Θωμάς Βουγιουκλής***, «Αφή», εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2011, σελ. 40.



*** Ο Θωμάς Βουγιουκλής είναι Καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και Κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Αγωγής. Εργάζεται ερευνητικά στα Καθαρά Μαθηματικά και ειδικότερα στην Άλγεβρα των Υπερδομών, όπου εισήγαγε και θεμελίωσε έναν κλάδο, που φέρει το όνομά του: Hv-δομές. Το βιβλίο του «Hyperstructures and their Representations» (Hadronic Press, U.S.A. 1994) διδάσκεται σε μεταπτυχιακά προγράμματα του εξωτερικού. Έχει δημοσιεύσει πάνω από 100 ερευνητικές εργασίες σε διεθνή περιοδικά και σημειώνονται πάνω από 2000 αναφορές στο έργο του. Συμμετείχε και διοργάνωσε πλήθος συνεδρίων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Διετέλεσε επισκέπτης καθηγητής στο Μ.Ι.Τ. (U.S.A), στο Udine (Ιταλία) και στο Bangor (Ουαλία). Η «Αφή» είναι η όγδοη ποιητική του συλλογή.

 

7η ώρα

 

ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ – ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

 

 

Θεαματικη ανακάλυψη.

Άμεση αναγνώριση.

 

Η αφη κυρίαρχη των αισθήσεων!

 

Δέος στο δέος:

 

Με απλη επαφη της οθόνης

μεταφορα και αποθήκευση

του περιεχομένου του υπολογιστη

στον εγκέφαλο του ανθρώπου!!!

 

Ο θησαυρος της γνώσης

κτήμα του κάθε εγκεφάλου!!!

Διαθέσιμη και ταξινομημένη

άπασα η γνώση των αιώνων

σε κάθε εγκέφαλο.

 

Η επανάληψη νεκρη.

Τα πάντα είδα!

Δυστυχώς, όμως, δεν τα οίδα!

Τώρα ο τρόμος θριαμβεύει!

Τώρα το λίγο, το ηδυ,

έχει χαθεί

σαν το κερι στον Ήλιο

σαν το κερι

που φώτιζε στις νύχτες.

 

Η λησμονια που χάθηκε

Πήρε τους Προμηθεις μας!

 

 

Μισογεμάτη κανάτα γάργαρης ποίησης

Μισογεμάτη κανάτα γάργαρης ποίησης*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Τι συγγένεια έχουν οι περιπτώσεις με τις περιστάσεις; Πώς θα γινόταν να ανοίξει η συζήτηση περί κατολισθήσεων, καταπτώσεων και άλλων δεινών; Πώς να ανασυντεθεί η πέτρα από την άμμο, κατά παράβαση της φυσικής πορείας που, μέσω της διάβρωσης, διαλύει την πέτρα σε άμμο; Και πόσο απέχει η παύση από την τριβή;



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 355, 16/11/2012.

Προβληματισμοί απαιτητικοί, γεννημένοι από διαλογισμούς ποιητικούς, και προορισμένοι να φωτιστούν από τον ίδιο τον γεννήτορά τους, τον ποιητικό λογισμό. Εμπνεόμενος ποίηση από τον κοινωνικό περίγυρο κι εμπλουτίζοντάς τον ο ίδιος, με τη σειρά του, με τις δικές του ποιητικές προεκτάσεις, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, στη δεύτερή του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Μισές αλήθειες», ανατέμνει την ποιητική δημιουργία μέσα στον ασφυκτικό χώρο της παραγωγής της, περιφερόμενος από λεωφόρους σε αδιέξοδα, όπου εύκολα καταντά κανείς αγνοούμενος.

Ο χώρος του Συφιλτζόγλου, μία ατελεύτητη μετακίνηση από το επαρχιακό αστικό τοπίο και το υπαίθριο περιβάλλον του προς το πρωτεύον, τερατώδες «κλεινόν άστυ» και αντίστροφα, είναι γεμάτος παγίδες. Η ασφυξία κι ο πνιγμός καραδοκούν εκεί όπου η ρομαντική διάθεση μιας ειλικρινούς μα αδικαίωτης μοναχικής πορείας, κόντρα στο ρεύμα, παρασύρεται και καταποντίζεται: «όλοι περάσανε με κόκκινο/ και σώθηκαν/ και γω ξεχάστηκα/ νομίζοντας ηλιοβασίλεμα/ το πορτοκαλί»· αν πάλι προτιμηθεί η συμπόρευση με τη μάζα («έτσι πάμε, έτσι ερχόμαστε»), οι μηχανικές διαδρομές βαλτώνουν στη ματαιότητα της καθημερινότητας. Πώς λοιπόν να δραπετεύσει κανείς από το τέλμα; Ο Συφιλτζόγλου εδώ επιστρατεύει το ακατανίκητο όπλο της ποίησης: με άλματα στη φαντασία, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των σχηματικών ποιημάτων με τη δημιουργία μιας οπτικής ποιητικής σκάλας μέσω της κλιμακωτής παράθεσης των στίχων του, χρίζει τον ποιητή σαλταδόρο. Εύλογη συνεπώς η συμβουλή «να δένετε σφιχτά τα κορδόνια»: για να μην τα πατήσουν οι σαλταδόροι και γκρεμιστούν αποπειρώμενοι τ' άλματά τους.

Ο ποιητής επιζητά το ύψος όντας σαλταδόρος, όντας εναερίτης. Μα τα πετάγματα τούτα φαίνονται παράταιρα με τη σύγχρονη πεζή εποχή, που 'χει εξαφανίσει το ύψος· «το κατάλαβαν καλά// οι εναερίτες/ εμφανώς// καψαλισμένοι». Κι ούτε καν η φύση δεν τους δροσίζει πλέον, «πιο άγονη και απ' τους ανθρώπους». Έτσι φυσιολογικά εκδηλώνεται η αμφισβήτηση, προϊόν της τραγικής διάψευσης, για τα ποιήματα «που μας βόλευαν κάποτε/ πιο άγρια και από/ την άγρια δύση», για τα ποιητικά ρεύματα και τους ποιητές, όπως ο Σολωμός, που ύμνησαν τους «τάχα ξανθούς απρίληδες». Πώς όχι «τάχα», λοιπόν, όταν ασφυκτιούν μέσα στο σύγχρονο φυσικό, αστικό, κοινωνικό, ποιητικό τοπίο; Γι' αυτό ο Συφιλτζόγλου αρπάζει το όπλο και το κολλά «στον κρόταφο/ των ποιημάτων» αυτών.

Η διαφαινόμενη αμφισβήτηση του Συφιλτζόγλου φαντάζει προκλητική, αν αναλογιστεί κανείς το ποιητικό μέγεθος του Σολωμού και τη νιότη (γεννημένος το 1983) του αμφισβητία. Καμία ωστόσο δήλωση του νέου ποιητή δεν περιορίζεται στη φαινομενική της μονοσημία. Πρόκειται διαρκώς για τη «μισή αλήθεια», όπως αποκαλύπτει άλλωστε ο τίτλος της ποιητικής συλλογής. Εξού και το προηγούμενο σχόλιο της «τραγικής διάψευσης», που σε δεύτερη προσέγγιση διαγιγνώσκει την πίκρα για ό,τι λαμπρό τείνει σήμερα να σβήσει, άρα το υπερασπίζεται. Πού γέρνει επομένως η πλάστιγγα κατά το ζύγισμα της αμφισβήτησης και της υπεράσπισης; Ο Συφιλτζόγλου δεν επιδιώκει κάποια άμεση απάντηση. Επιλέγει να συμπλέκει αξεδιάλυτα όσα σκαλώνουν στα γρανάζια της ποίησης, εφόσον «ανάμεσα σε γρανάζια/ γραφομηχανής/ ένας σκορπιός αναπαύεται/ στη μια δαγκάνα κρατά/ τη μισή αλήθεια/ με την άλλη/ ένα πούρο Αβάνας». Ιδού το ποιητικό εποικοδόμημα: η ποίηση-σκορπιός στο υπόγειο εργαστήριο της σύνθεσής της (τα γρανάζια της γραφομηχανής) αναπαύεται, μα και καραδοκεί· ανεμίζει τη μισή αλήθεια, άρα και το μισό ψέμα· κρύβεται, μα και επιδεικνύεται· αποκαλύπτει, μα και θολώνει, πίσω από ένα παραπέτασμα καπνού πολυτελείας («πούρο Αβάνας»).

Τα αναδυόμενα από τα σκοτεινά «γρανάζια» φιλοσοφικά ερωτήματα του Συφιλτζόγλου εκδηλώνονται σε κάθε ευκαιρία σαν μετεωρίτες έτοιμοι να εκραγούν, συνταράσσοντας τον τόπο, πνευματικό ή ψυχικό, όπου θα σκάσουν: «το μέτρο περιέχει/ την έννοια/ του λιγότερου»; Ή, «το νούμερο υποτάσσεται στα μέρη του»; Η σοβαρότητα των αναζητήσεων καταποντίζεται στο χειμαρρώδες γέλιο του ποιητικού συνομιλητή: «γιατί γελάς;», ρωτά αμφίσημα ο Συφιλτζόγλου, χωρίς να διευκρινίζει αν ζητά το λόγο καταρρακωμένος εμπρός στον αμφισβητούμενο και ακυρωμένο στοχασμό του από το γέλιο της αντίπερα όχθης ή αν κλείνει το μάτι στην αυτοϋπονόμευση που ο ίδιος προκαλεί αυτοσαρκαζόμενος. Τι είδους γέλιο εκδηλώνεται, κατά συνέπεια, εδώ; Σαρδόνιο; Κυνικό; Χλευαστικό, για την αφέλεια των «ρομαντικών» σκέψεων; Ισοπεδωτικό, μιας επίπεδης και πεζής πραγματικότητας; Ή, ίσως, αμηχανίας, από τη συναίσθηση της ανεπάρκειας εμπρός στον βαθύ ποιητικό στοχασμό; Τίποτα ξεχωριστά κι όλα μαζί, στο διαρκώς επιβεβαιωνόμενο αξεδιάλυτο τοπίο.

«Αν πάρετε απάντηση, να μου τρυπήσετε τη μύτη», επιβεβαιώνει εξάλλου ο ποιητής, μεταφέροντας τον προβληματισμό του στον ίδιο τον χώρο της συγγραφής. Ο Συφιλτζόγλου καταθέτει ένα σχόλιο ποιητικής, που αντιμετωπίζει την ποίηση σαν φορέα προβληματισμών, κι όχι σαν τυφλοσούρτη απαντήσεων. Κι όλα αυτά μέσα από αλλεπάλληλους συνειρμούς, που προωθούν τον στοχασμό, σε συνεργασία με την εξοντωτική – σε βαθμό επιστημονικής πραγματείας, θα 'λεγε κανείς – αξιοποίηση των πολυσημιών, των παρηχήσεων, των λογοπαιγνίων: αφορμώμενος από την εικόνα του Πρινολόφου, του χωριού της Δράμας που πλαγιάζει μες στο φυσικό τοπίο και παίρνει τ' όνομά του από τους πρίνους, δηλαδή τα πουρνάρια, ο ποιητής διαβλέπει στο «πλάγιασμα» του χωριού μια «ανοιξιάτικη τεμπελιά», μια τεμπελιά που ανακαλεί σκύλο ο οποίος λιάζεται νωχελικά. Ο σκύλος πυροδοτεί τη διάθεση του «σκυλεύω». Τα πουρνάρια, πάλι, προσφέρονται για «ξύλευση». Έτσι ανακύπτει το υπαρξιακό δίλημμα «σκυλεύω ή ξυλεύω;». Και σε ελεύθερη μετάφραση, «τεμπελιάζω ή παράγω ποίηση;». Η τεμπελιά προφανώς είναι το προϊόν της «σκύλευσης», της λεηλασίας μίας άσκοπης ζωής. Η παραγωγή ποίησης δοκιμάζεται επί χάρτου, δηλαδή επί του προϊόντος της «ξύλευσης»! Ενώπιον επομένως της ατιθάσευτης λευκότητας του άγραφου χαρτιού, που απειλεί με πνιγμό εξαιτίας της απεραντοσύνης του, το προσκλητήριο προς ποιητική δημιουργία μετεωρίζεται αναπάντητο.

Οι συνειρμοί του Συφιλτζόγλου, φαινομενικά αβίαστοι, ελέγχονται αυστηρά από μία τετράγωνη λογική. Η αναφορά στο «κλεινόν άστυ» επιφέρει τεχνηέντως την απόρριψη του συσχετισμού τόσο με τις κλινάμαξες στο Λιανοκλάδι («κλεινός»-«κλιν-άμαξα») όσο και με την «όμορφη Αστυπάλαια» («άστυ»-«Αστυ-πάλαια»), εφόσον το τοπίο της ελληνικής πρωτεύουσας δεν είναι σε θέση να ανακαλέσει καμία εικόνα θαλπωρής, καμία νοσταλγία: το περιβάλλον της είναι αβίωτο· η ηθική της αχώνευτη ή, πολύ περισσότερο, «δεν τρώγεται» καν· οι διαδρομές της ανυπόφορες. Κι εκεί που ο Συφιλτζόγλου σκιαγραφεί ένα βίωμα συλλογικό, μεταπηδά στην αυτοκριτική μέσω των αναφορών στην προσωπική του ταυτότητα: εκείνη του δικηγόρου («είναι η αστική ευθύνη που δεν ευθύνεται») αλλά κι εκείνη του ποιητή («είναι και αυτό το ποίημα που/ δεν κλειδώνεται…»). Και πώς να «κλειδωθεί» το ποίημα άλλωστε, όταν για μία ακόμη φορά οι διαπιστώσεις μετεωρίζονται αναποφάσιστες;

Ο υποδόριος, δηκτικός σχολιασμός, επικουρούμενος από τον αχαλίνωτο σαρκασμό, τιμά τον ποιητικό του πρόγονο στο πρόσωπο του Κώστα Καρυωτάκη («ποιο περίστροφο και/ ποια μπαλάντα»). Δεν πρόκειται για την απλή συνάντηση προγόνου κι επιγόνου στην ασφυξία του επαρχιακού αστικού περιβάλλοντος (των διάφορων πόλεων της επαρχίας όπου περιπλανήθηκε ο Καρυωτάκης διοικητικά διωκόμενος, με κατάληξη την Πρέβεζα, και της γενέθλιας Δράμας για τον Συφιλτζόγλου)· η συνομιλία με τον Καρυωτάκη επεκτείνεται «στην ταράτσα κάποιας νομαρχίας», όπου το ασφυκτιών ποιητικό υποκείμενο, σαφώς ταυτισμένο με τον Συφιλτζόγλου («στη μέσα τσέπη/ το βιβλιάριο υγείας/ δικηγόρων επαρχίας/ […] η σφραγίδα το λέει ρητά/ υπάγεσαι στη Δ.Ο.Υ. Δράμας»), μοιάζει να καθηλώνεται στη ματαιότητα: το ποιητικό πέταγμα («γυαλιά αεροπορίας») είναι καταδικασμένο σε συντριβή· μάταιη επίσης η προσμονή για τον αέρινο καλπασμό, για την «αντιλόπη απ' την/ κοιλάδα των θαυμάτων».

Είναι συνεπώς η ποίηση το κατά Καρυωτάκη καταφύγιο που φθονούμε; Είναι όλα ένας διαρκής ευφημισμός καταδικασμένος σε οικτρή διάψευση; «το Θησείο δεν είχε ανάγκη ποτέ/ ηρωισμούς ή πεσόντες»· «ο ευαγγελισμός/ δεν έγινε ποτέ η καθαρεύουσα της καλής είδησης»· και δίπλα σ' όλες τις διαψεύσεις των πολλά υποσχόμενων ονοματοθεσιών, εμφαντικότερη όλων η αυτοαναφορική κι αυτοσαρκαστική «Κυριάκος όπως όνομα Κυρίου/ και… από δω περάσαν κι άλλοι». Οι τόσες ακυρώσεις δημιουργούν παράκρουση. Κι όταν «η παράκρουση βροντά την πόρτα», «επείγει μια Ανάσταση». Το αίτημα της Ανάστασης ο Συφιλτζόγλου το απευθύνει στα θεία, σε επίκληση προς τον Κύριο. Ελλείψει όμως ανταπόκρισης, ο γενικός διακόπτης της ανθρώπινης λειτουργίας κατεβαίνει, και η επιλογική της συλλογής απόφανση βροντά σαν ταφόπλακα που σφραγίζει: «Κύριε/ σ' εγκαταλείπουμε».

Παράδοση στον μαρασμό, λοιπόν; Η διάψευση των προσδοκιών διατυπώνεται κατηγορηματικά. Όσο ρητή όμως είναι, τόσο διεκδικεί υπόσταση ως μια από τις «μισές αλήθειες» του ποιητή. Η μισή ως προς το περιεχόμενό της κανάτα που θέτει ο Συφιλτζόγλου στην ποιητική του τάβλα σαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης δεν είναι μισοάδεια· είναι μισογεμάτη από λαγαρή, γάργαρη ποίηση. Κι αυτό όχι μόνο επειδή το ακυρωμένο πέταγμα του ποιητή-αεροπόρου πραγματοποιείται εντέλει μέσω της παρούσας συλλογής, μα κυρίως επειδή παρά τους εύστοχους προβληματισμούς και την ειλικρίνειά τους, η θέαση του Συφιλτζόγλου, σε αντιδιαστολή με την πικραμένη σάτιρα του ποιητικού προγόνου Καρυωτάκη, φορτίζεται τελικά θετικά, χάρη στο σφρίγος, το χιούμορ και την απολαυστική παιγνιώδη διάθεση, που, πέρα από τους όποιους υπαινιγμούς ή τις «αδιαφιλονίκητες» δηλώσεις, καταφάσκει στη ζωή.

 

Κυριάκος Συφιλτζόγλου, «Μισές αλήθειες», εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2012, σελ. 40.

 

8.

«κλεινόν άστυ»

όχι δεν έχει καμία σχέση

με την παλιά κλινάμαξα στο Λιανοκλάδι

ούτε με την όμορφη Αστυπάλαια

 

είναι το αστικό τοπίο που δεν βιώνεται

είναι η αστική ηθική που δεν τρώγεται

είναι οι μικροαστοί που δεν αναστατώνονται

είναι η αστυνομία που δεν διώκεται

είναι το αστικό 31 Βούλγαρη-Σφαγεία που

δεν υποφέρεται

είναι η αστική ευθύνη που δεν ευθύνεται

 

είναι και αυτό το ποίημα που

δεν κλειδώνεται…

 

11.

ο λόγος για έναν περίεργο εστέτ

                        στον χώρο των μετάλλων

-ένα δηλητήριο μπλαζέ-

 

στην αγορά τον ξέρανε καλά

καλύτερα μόνο όσοι κουβάλαγαν φακό

στην αντανάκλαση

                              ανταποκρίνονταν

διαφορετικά ήθελε γάντι

 

η αλήθεια είναι πως εξατμίζονταν

πολύ εύκολα      μέχρι τότε

κάτι μπαταρίες   λάμπες φθορίου

 

οι καλύτερες στιγμές του

 

οι πιο προσωπικές

          αυτές υπό μάλης

38 και 8

39 και 9

                (ψήνεται το παιδί

                 ακούγονταν απ' το βάθος)

 

κι έπειτα

κατέβαινε σιγά σιγά

                                  μειδιώντας

 

γιόρταζε των Αγίων Αναργύρων

 

Η αυτοαναίρεση του μεταμοντερνισμού – Ν. Βαγενάς

Η αυτοαναίρεση του μεταμοντερνισμού*

 

Του Γιάννη Στρούμπα


Καλλιτεχνικά ρεύματα, των οποίων μονάχα τα ονόματα αποδεικνύονται οικεία σ' όσους προσεγγίζουν τις τέχνες υπό το πρίσμα μιας πρωτογενούς, ερασιτεχνικής πρόσληψης, παραμένουν συνήθως ως προς τα χαρακτηριστικά τους γρίφοι μυστηριώδεις για το ανειδίκευτο φιλότεχνο κοινό. Η αμηχανία που συνοδεύει το συγκεκριμένο κοινό απέναντι….


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 354, 1/11/2012.

…σε ρεύματα με πολυσύνθετο αυτοπροσδιορισμό κι εξίσου απαιτητική σκιαγράφηση των χαρακτηριστικών τους στα εγχειρίδια καλλιτεχνικής θεωρίας, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να του προσάψει την κατηγορία της επιπόλαιης προσέγγισης, απαλύνεται μπροστά στη διαπίστωση πως η αδυναμία να καταστεί κατανοητός ο χαρακτήρας συγκεκριμένων ρευμάτων κάποτε δεν είναι προϊόν αποκλειστικά της επιφανειακής προσέγγισης των φιλότεχνων, παρά και των αντιφάσεων που εντοπίζονται στα θεωρητικά εποικοδομήματα κάποιων καλλιτεχνικών ρευμάτων, οι οποίες ερμηνεύουν τη σύγχυση.

Ο μεταμοντερνισμός είναι καλλιτεχνικό ρεύμα που ταλανίζεται ακριβώς από τις εσωτερικές του αντιφάσεις. Ένα ξεκλείδωμά του αναλαμβάνει ο νεοελληνιστής καθηγητής και ποιητής Νάσος Βαγενάς στο βιβλίο του «Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία». Το βιβλίο, κυκλοφορώντας σε δεύτερη επαυξημένη έκδοση δέκα χρόνια μετά από την πρώτη του έκδοση (2002), περιλαμβάνει, πλάι στα τρία του αρχικά δοκίμια («Ταυτότητα και ποιητικός λόγος», «Μοντερνισμός και λογοτεχνική κριτική», «Η κρίση του ελεύθερου στίχου»), δύο ακόμη («Λογοτεχνία και οργανική μορφή» και «Λογοτεχνία και ηθική»), που επεκτείνουν τα προηγούμενα, έχοντας γραφτεί κατόπιν της πρώτης έκδοσης.

Η κυρίαρχη άποψη των τελευταίων σαράντα ετών ότι μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία χωρίς οργανική μορφή είναι προϊόν του μεταμοντερνισμού, και μάλιστα φυσική συνέχεια της αντίληψής του για το άπειρο ερμηνευτικό άνοιγμα του λογοτεχνικού κειμένου, δηλαδή για την αποδοχή κάθε ερμηνείας επ' αυτού – μιας πανσημίας – ως νόμιμης. Η μεταμοντέρνα απόρριψη όμως της οργανικής μορφής στα λογοτεχνικά έργα και ο εκθειασμός της αποσπασματικότητας αποδεικνύονται πυροτεχνήματα, εφόσον η αποσπασματικότητα αδυνατεί από μόνη της να προσδώσει σ' ένα έργο καλλιτεχνική υπόσταση. Η αίσθηση μιας υπέρτατης ισορροπίας κι αρμονίας, μιας ψυχικής κάθαρσης, προκύπτει ακριβώς από την οργανική μορφή του λογοτεχνικού έργου, η οποία αποτυπώνει γλωσσικά την ανθρώπινη τραγικότητα συσχετίζοντας τα σημαίνοντα με τα σημαινόμενα, δηλαδή τη μορφή με το περιεχόμενο, και συμβάλλοντας στην κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης και στη συμφιλίωση με την τραγικότητά της.

Οι μεταμοντέρνοι, περιφερόμενοι από τη μορφή του λογοτεχνήματος στο πρόσωπο του συγγραφέα, φτάνουν μέσω του διάσημου δοκιμίου του Ρολάν Μπαρτ «Ο θάνατος του συγγραφέα» στην άποψη πως ο συγγραφέας είναι κατασκεύασμα της σύγχρονης εποχής. Παραμένει μάλιστα αμέτοχος στη σύνθεση του λογοτεχνήματος, αφού δημιουργός αυτού είναι η γραφή, η ίδια η Γλώσσα: η Γλώσσα παίρνει στην τύχη το χέρι του ανθρώπου που θα διεκπεραιώσει τη συγγραφή, δηλαδή του γραφέα πλέον, κι όχι του συγγραφέα. Όμως ο λογοτέχνης δεν είναι πρόσωπο ανύπαρκτο. Είναι δημιουργός, γιατί ό,τι ποιεί δεν υπήρχε νωρίτερα. Ούτε υπάρχει πριν από το λογοτέχνημα λογοτεχνική γλώσσα, από την οποία θα μπορούσε να αντλήσει κανείς. Ιδίως η ποιητική γλώσσα είναι ακριβώς η ανάγκη του ανθρώπου να εξαγνιστεί από το προπατορικό αμάρτημα της γλώσσας, δηλαδή από τη διάσπαση της λέξης σε σημαίνον και σημαινόμενο. Ο βαθμός ανάκτησης, μάλιστα, της χαμένης ενότητας του σημείου ορίζει και τον βαθμό επιτυχίας της ποιητικής έκφρασης.

Οι μεταμοντέρνες παραδοξότητες προσκρούουν όχι μόνο στο γεγονός πως όσο μεγάλο κι αν είναι το μέρος της γλώσσας που ο ποιητής δεν μπορεί να ελέγξει, άρα που ευνοεί την υποστήριξη του άπειρου ερμηνευτικού ανοίγματος, το μέρος της γλώσσας που ελέγχεται από τον ποιητή είναι εκείνο που ανατάσσει το μη ελέγξιμο μέρος και το νοηματοδοτεί· προσκρούουν κυρίως στο γεγονός της μειωμένης ιστορικής αίσθησης των πραγμάτων και των αντιφάσεων στις οποίες υποπίπτουν όσοι ενστερνίζονται τις μεταμοντέρνες θέσεις. Αν ο Μπαρτ εμφανίζεται βέβαιος πως συγγραφείς παλιότερα δεν υπήρχαν, οι θεωρητικοί της αρχαιότητας, όπως ο Λογγίνος κι ο Αριστοτέλης, διαβεβαιώνουν για το αντίθετο. Συγγραφείς όπως ο Σοφοκλής κι ο Ευριπίδης ή ο Οράτιος κι ο Κάτουλλος προφανώς και δεν συνιστούν κατασκευάσματα της σύγχρονης εποχής ή απλούς αφηγηματικούς διαμεσολαβητές. Ούτε οι σύγχρονοι λογοτέχνες διατυπώνουν παρόμοια αμφισβήτηση ή δέχονται την εγκυρότητά της. Ενώ όμως οι θιασώτες της μεταμοντέρνας θεωρίας αρνούνται την ύπαρξη του συγγραφέα και τη δυνατότητα να εκφράζονται συγκεκριμένα νοήματα, θεωρούν τους εισηγητές του μεταμοντερνισμού μεγάλους συγγραφείς! Με ύφος ιδιαιτέρως εκφραστικό, κάθε άλλο παρά απρόσωπο, οι μεταμοντέρνοι κριτικοί φτάνουν στο σημείο να θεωρούν τον εαυτό τους λογοτέχνη, αντιφάσκοντας με την ίδια τους τη θεωρία. Ο μεταμοντερνιστής Ζακ Ντεριντά, υπέρμαχος της πανσημίας, οδηγήθηκε στην αντίφαση να απειλεί με μήνυση πανεπιστημιακό εκδοτικό οίκο, επειδή η μετάφραση κειμένου του δεν απέδιδε πιστά το νόημά του!

            Οι μεταμοντέρνοι κριτικοί, λοιπόν, συναισθανόμενοι τις αντιφάσεις της θεωρίας τους, επιχειρούν να μετριάσουν τα ανοίγματά τους με όρους μιας «περιορισμένης» πανσημίας, η οποία ωστόσο ακυρώνει τελικά το μεταμοντέρνο θεωρητικό εποικοδόμημα. Οι θέσεις του Μπαρτ θα πρέπει να μη νοηθούν κυριολεκτικά, αν δεν θα ήθελαν να κονιορτοποιηθούν μπροστά στον έλεγχο της κοινής λογικής. Αν όμως νοηθούν μεταφορικά, στο πλαίσιο της «περιορισμένης πανσημίας», τότε η πανσημία παύει να υφίσταται, εφόσον περιορίζεται, οπότε προκύπτει πως ο Μπαρτ θα πρέπει να υποστηρίζει μόνο την πολυσημία των λογοτεχνικών κειμένων. Τότε ασφαλώς πρόκειται για θέσεις πεπαλαιωμένες, που δεν επιτρέπουν καμία διάκριση του μεταμοντερνισμού από τον μοντερνισμό, και οδηγούν τον πρώτο στην αυτοαναίρεσή του. Γιατί η πολυσημία των έργων, ότι δηλαδή οι ερμηνείες ενός λογοτεχνικού έργου μπορεί να είναι πολλαπλές, μα όχι απεριόριστες, είναι μοντερνισμός, όχι μεταμοντερνισμός. Γι' αυτό ακόμη κι ο ίδιος ο Ντεριντά φαίνεται σταδιακά να παραδέχεται (2001) ότι η μεταμοντέρνα θεωρία δεν είναι πλέον καθεστώς.

Κι ενώ οι μεταμοντέρνες παραδοξότητες έχουν σήμερα χάσει έδαφος, ο Βαγενάς διαπιστώνει πως μόνο οι Έλληνες μεταμοντέρνοι κριτικοί νομίζουν ότι βρίσκονται ακόμη στη δεκαετία του 1970. Οι μεταμοντερνιστικές απηχήσεις οδηγούν σε περίεργες τοποθετήσεις ακόμη και στο θέμα της λογοτεχνικής ηθικής, σε σημείο να υποστηρίζεται η απόρριψη του διαχωρισμού καλού-κακού, επειδή το έγκλημα είναι ανθρώπινο και χωρίς αυτό η ανθρωπότητα δεν ολοκληρώνει την ανθρώπινη υπόστασή της. Όσα όμως απάνθρωπα στοιχεία κι αν περιέχει ένα λογοτεχνικό έργο, δεν παύει το ίδιο να λειτουργεί σαν φίλτρο που αποστάζει και αμβλύνει τα στοιχεία της απανθρωπίας. Σ' αυτό συντελεί και η ηθική ευθύνη του συγγραφέα του. Η μεταμοντέρνα αποποίηση της συγγραφικής ευθύνης σχετίζεται άμεσα με τη μεταμοντέρνα απόρριψη της ευθύνης του συγγραφέα απέναντι στα λεγόμενα των κειμένων του, πάντοτε στο πλαίσιο της αντίληψης που φέρει τη Γλώσσα να μιλά, κι όχι τον συγγραφέα – ο συγγραφέας έχει μεταπέσει σε απλό γραφέα, σε μέσο της γλώσσας προς την καταγραφή της. Παρά τις πολυσημίες, ο Βαγενάς θεωρεί πως ο συγγραφέας δεν είναι ανεύθυνος για τα νοήματα που το έργο του παράγει. Και το απάνθρωπο στην τέχνη είναι οπωσδήποτε ασύμφωνο με το αισθητικό, παρόλο που το ηθικό δεν εγγυάται αναγκαστικά ένα αισθητικότερο λογοτεχνικό έργο.

Άσχετη με τον μεταμοντερνισμό δεν είναι ούτε η κρίση του ελεύθερου στίχου, η οποία γενικότερα σηματοδοτεί μια κρίση στη σύγχρονη ποίηση. Βέβαια, η κρίση τούτη δεν είναι άσχετη ούτε και με τη μακροχρόνια κυριαρχία του ελεύθερου στίχου και τον κορεσμό που αυτή προκάλεσε, ωστόσο η σταδιακή πλήρης αποσύνδεση του ελεύθερου στίχου  από την προσωδία συνδέεται με τη μεταμοντέρνα απόρριψη της αρμονικής τάξης και της οργανικότητας. Γι' αυτό και σήμερα παρατηρείται μια τάση επιστροφής στις παλιές έμμετρες μορφές, με στόχο ακριβώς την επιστροφή στην αρμονία και την οργανικότητα. Αλλά για να πετύχει το εγχείρημα της ανανέωσης δεν αρκεί μια απλή αναβίωση της παλαιάς έμμετρης προσωδίας, ούτε η απόπειρα της εξόδου από την κρίση θα μπορούσε να 'ναι αποτελεσματική, σύμφωνα με τον Βαγενά, χωρίς την εμπειρία του ελεύθερου στίχου στη βάση της.

Τι θα κατόρθωνε να συμβάλει, λοιπόν, στην υπέρβαση της κρίσης; Ο Βαγενάς προτείνει μια «επαναμάγευση» του ποιητικού λόγου, μια εκ νέου ποιητικοποίηση της ποιητικής γλώσσας, που έχει χάσει την ποιητική της δύναμη. Για να γίνει αυτό απαιτούνται ως βάση τα ποιητικά υλικά και οι ποιητικοί τρόποι του παρόντος. Δεδομένου πως τα υλικά της σύγχρονης εποχής καταγράφουν «μικρές» εξιστορήσεις, χρειάζεται μια ποιητική γλώσσα με αναφορές στον καθημερινό λόγο, που θα εκφράζεται όμως με τρόπους οι οποίοι θα δίνουν ποιητική μορφή στο σημερινό «πεζό» ποιητικό υλικό και θα παράγουν ισχυρότερη ποιητική ενέργεια από τη σημερινή. Αυτό, με τη σειρά του, απαιτεί μια νέα «εμμετροποίηση» του ελεύθερου στίχου, μέσω μιας νέας δημιουργικής συνομιλίας με την έμμετρη προσωδία. Ο καταλληλότερος στίχος σήμερα θα ήταν, σύμφωνα με την πρόταση του Βαγενά, εκείνος που εκφράζει την επιθυμία για την υπέρβαση της διάλυσης, με ένα κράμα έμμετρων και ελεύθερων προσωδιακών στοιχείων, αναδιαταγμένο και με νέα, ανεκμετάλλευτα προς το παρόν, στοιχεία, αντλημένα από τον έμμετρο στίχο.

Συνεπής απέναντι στην προηγηθείσα αντιμετώπιση του μεταμοντερνισμού, ο Βαγενάς καλύπτει το κενό όσων απορρίπτει με τη δόμηση μιας ολοζώντανης ποιητικής αρχιτεκτονικής, που όχι μόνο δεν μουχλιάζει στο νοτισμένο σεντούκι της αδρανούς θεωρίας, παρά υλοποιείται στο προσωπικό του ποιητικό έργο. Πέρα, μάλιστα, από την άκρως ουσιώδη πραγμάτωση του θεωρητικού του μοντέλου στην ποίησή του, ο Βαγενάς δεν αποποιείται ποτέ την ταυτότητα του σχολαστικού φιλολόγου, ο οποίος κατορθώνει να συμπυκνώσει το περιεχόμενο ολόκληρων καλλιτεχνικών ρευμάτων, όπως ο μεταμοντερνισμός, να το κοινωνήσει με τρόπο εύληπτο στους αναγνώστες του, ασκώντας δριμεία κριτική όπου απαιτείται, κατονομάζοντας όσους ελέγχονται απ' τη γραφίδα του, και σε πείσμα της προσωρινής, όπως αποδείχτηκε, μα εξαιρετικά δυναμικής, κατά την ακμή της, μεταμοντερνιστικής τάσης, που επιδιώκει να επιβάλλει τους εισηγητές της σαν αυθεντίες. Με βάσιμα επιχειρήματα ο Βαγενάς αποκαθηλώνει τις «αυθεντίες» κι ενεργοποιεί ένα νέο όραμα, υπογραμμίζοντας με το έργο του τόσο την ποιητική του πρωτοπορία όσο και την ερευνητική και κριτική ή, γενικότερα, την επιστημονική του εμβρίθεια.

Νάσος Βαγενάς, «Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία», εκδ. Πόλις, Αθήνα 20122 (20021), σελ. 144.

«[...] Θα αναφέρω και ένα τρίτο, και τελευταίο, παράδειγμα σχετικό με το θέμα μας, μια περίπτωση – που απασχόλησε και τη δικαιοσύνη – αναφερόμενη στην έννοια της ευθύνης του συγγραφέα έναντι του περιεχομένου (των σημαινομένων) του κειμένου του. Ο Γιώργος Βέλτσος, καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, με σχετικά πρόσφατες λογοτεχνικές επιδόσεις, και λιγότερο πρόσφατες στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής, κατηγορεί έτερο καθηγητή του Πανεπιστημίου του για οικονομικές ατασθαλίες στον δημόσιο Οργανισμό του οποίου προΐσταται. Ο έτερος καθηγητής τού υποβάλλει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση, η οποία εκδικάζεται. Ο κατηγορούμενος ανεβαίνει στο εδώλιο, όμως αρνείται να απολογηθεί. Παραθέτω όσα είπε αιτιολογώντας στους δικαστές την άρνησή του – είναι οι φράσεις του, τις οποίες παραθέτει, εντός εισαγωγικών, η εφημερίδα Τα Νέα (9 Ιουνίου 1993):

Αρνούμαι να απολογηθώ. Αρνούμαι να αναλύσω το κείμενο [στο οποίο περιέχονται οι υβριστικοί, κατά τον μηνυτή, χαρακτηρισμοί]. Αν απολογηθώ, θα πρέπει να σταματήσω να γράφω. Το είδος της γραφής που χρησιμοποιώ, οι ρητορικοί τρόποι δηλαδή, δεν αναφέρονται σε πρόσωπα αλλά στην ίδια τη γλώσσα. Εδώ δικάζεται η αμφίβολη γλώσσα και καταδικάζεται η ανάγνωση.

Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να σχολιάσω αυτή τη μη απολογία –  ακριβέστερα, αυτή τη μεταμοντέρνα απολογία. Μιλάει μόνη της. Και λέει ότι ο εν λόγω καθηγητής-λογοτέχνης πιστεύει ότι δεν φέρει την ευθύνη των λεγομένων του κειμένου για το οποίο μηνύθηκε, γιατί στο κείμενο αυτό – αλλά και σε όλα τα κείμενα, (γενικά (λογοτεχνικά ή μη), όπως υποστηρίζει η θεωρία την οποία πρεσβεύει- εκείνος που μιλάει δεν είναι εκείνος που το έγραψε αλλά η ίδια η γλώσσα. Για να γίνω σαφέστερος: στο κείμενο για το οποίο μηνύθηκε ο καθηγητής, εκείνος που μιλάει είναι ο Μπαρτ και ο Ντεριντά. […]»

 

Στην αυλή ενός Αγίου… (Νεκταρίου)

Στην αυλή ενός Αγίου…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

Η συγγραφέας Σοφία Ξένη μου έστειλε ένα πανέμορφο βιβλίο, που έχει τον ίδιο τίτλο με το άρθρο αυτό. Δηλαδή, «στην αυλή ενός αγίου». Και αναφέρεται στον Άγιο Νεκτάριο. Όπου η συγγραφέας αναλύει ενδοσκοπικά διάφορες περιπτώσεις προσκυνητών. Των οποίων τα ενδιαφέροντα πορτραίτα κινούνται ανάμεσα στην ετεροπαρατηρησία, αλλά και την αυτοπαρατηρησία.

Που, σε μένα, τουλάχιστο, θύμισαν τις «Εξομολογήσεις» του Αγίου Αυγουστίνου. Αλλά και παράλληλα μου θύμισαν περιστατικά, που έχω ζήσει κι ο ίδιος στο χώρο αυτό. Σε κάποια απ' αυτά θα ήθελα στη συνέχεια να αναφερθώ:

1ο περιστατικό:

Ήταν ένα πανέμορφο δειλινό. Και είχαμε πάει, μια παρέα προσκυνητές, στον Άγιο. Οι λόφοι γύρω από το μοναστήρι, καθώς φωτίζονταν απ' τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, έμοιαζαν με πέταλα ανεμώνης. Κάποιος απ 'την παρέα έβαλε το αυτί του στον τάφο. Και κάλεσε κι εμένα ν' ακούσω το χτύπο, που ακούγεται από μέσα. Του είπα ότι εκείνη τη στιγμή άκουγα τα πουλάκια που τιτίβιζαν πάνω στο πεύκο. Μια γυναίκα διαμαρτυρήθηκε και είπε:

Έχουν δίκιο αυτοί, που λένε ότι οι παπάδες χάλασαν τη θρησκεία!

Δεν της αποκρίθηκα. Γιατί θα ήταν δύσκολο να της δώσω να καταλάβει ότι το θαύμα βρίσκεται παντού. Κι, όπως θα 'λεγε κι ο ποιητής «σε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει». Και ότι, σε τελική ανάλυση, κολυμπάμε μέσα στο θαύμα, όπως τα ψάρια μέσα στο νερό…

2ο περιστατικό:

Με είχε καλέσει ο πρώην Μητροπολίτης της Αίγινας μακαριστός Ιερόθεος στο μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου. Τον βρήκα να συντρώγει με φίλους του. Μεταξύ των οποίων και ο συχωρεμένος συγγραφέας Σώτος Χονδρόπουλος. Μου ανέθεσε το πανηγύρι της Μεταμόρφωσης στη Σουβάλα της Αίγινας. Και, καθώς έφευγα, με ρώτησε πώς πάει η ενορία.

– Φκιάσαμε, του είπα, τον πρόναο του ενοριακού ναού…. Έγινε θηρίο!

– Πού το βρήκες γραμμένο, μου είπε, ότι έπρεπε να φκιάσετε τον πρόναο, αφού δεν τον προβλέπει το σχέδιο!

Έτσι μου είπαν οι επίτροποι, τόλμησα να ψελλίσω…

 – Και δεν ντρέπεσαι, μορφωμένος άνθρωπος, να σε κοροϊδεύουν οι χωριάτες!… Είπε και άλλα χλευαστικά και προσβλητικά σε βάρος μου…. Όλη τη μέρα δεν μπόρεσα να φάω και να πιω νερό απ' τη στενοχώρια μου. Και περασμένα μεσάνυχτα δεν μ' έπαιρνε ο ύπνος.

Διαρκώς έλεγα και ξανάλεγα: «Δεν ήταν σωστό, Άγιε Νεκτάριε, να μου συμβεί αυτή η προσβολή στο δικό σου το σπίτι. Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν εσύ – όσο ελάχιστοι – έχεις υποστεί διωγμούς και εξευτελισμούς απ' τη δεσποτική ασυδοσία»..

Και, να, που σε κάποια στιγμή μου φάνηκε πως άκουσα: «Πάρε και γράψε»! Και πήρα κι έγραψα μια επιστολή, που δημοσιεύτηκε στη «Χριστιανική». Όπου μεταξύ άλλων – αν καλά θυμάμαι – έγραφα:

"Υπάρχουν δεσποτάδες που είναι νηστευτές και εγκρατείς. Που όμως έχουν περιορίσει την ηθική τους στην γαστέρα και το υπογάστριο. Γιατί, ενώ τις σαρακοστές νηστεύουν τα συκωτάκια, τρώνε ολοχρονίς τις καρδιές των παπάδων. Και αυτό, βέβαια, οπουδήποτε κι αν συνέβαινε, θα ήταν πολύ άσχημο. Όταν όμως συμβαίνει στο χώρο, που ο Άγιος Νεκτάριος άφθονη γεύτηκε την πίκρα απ' τους διωγμούς εκ μέρους της δεσποτοκρατίας, είναι εξωφρενικό και ακατανόητο"!…

Ο Δεσπότης πήρε το μήνυμα. Κάποιος άλλος στη θέση του μικρόνους και μικρόψυχος, με αγιάτρευτη εμπάθεια και αβυθομέτρητη βλακεία, θα εξαπέλυε αδυσώπητο διωγμό εναντίον μου. Όμως…

Ο μακαριστός Δεσπότης της Αίγινας δεν ανήκε στην κάστα των εστεμμένων-ή μη- απάνθρωπων και ανόητων. Ήταν έξυπνος άνθρωπος και κατάλαβε το λάθος του. Και, όχι μόνο ζήτησε συγνώμη για τη συμπεριφορά του, αλλά έκαμε και στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών.

Οι παπάδες, που δεν ήξεραν το περιστατικό, συνέκριναν την προηγούμενη με τη μετέπειτα συμπεριφορά του και έτριβαν τα μάτια τους. «Τι συνέβη, έλεγαν και ξανάλεγαν, και άλλαξε τόσο πολύ ο Μητροπολίτης! Και η αλλαγή αυτή δεν ήταν μια περιστασιακή και προσωρινή παρένθεση. Αλλά τον συνόδεψε, όπως φαίνεται, σε όλη τη μετέπειτα αρχιερατική του πολιτεία. Και αυτό ήταν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένα ακόμη, ανάμεσα στα πολλά, θαύματα του Αγίου…

3ο περιστατικό:

Είχα μετατεθεί απ' την Αίγινα στην Αθήνα ως καθηγητής, αλλά υπηρετούσα ακόμη την ενορία μου στην Αίγινα. Μια και οι δεσποτάδες του λεκανοπεδίου της Αττικής δεν δέχονταν με κανένα τρόπο στη μητρόπολή τους έναν «αντάρτη» παπά. Επισκέφτηκα, στο μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου, τον μακαριστό Μητροπολίτη της Αίγινας για κάποιο υπηρεσιακό θέμα:

– Θα σου βρω εγώ ενορία στην Αττική, μου είπε. Αρκεί να μου υποσχεθείς ότι θα κάνεις τυφλή υπακοή στο Δεσπότη.

-Εσείς, του είπα, έναντι ποίου τιμήματος θα θυσιάζατε την ελευθερία σας;

-Έναντι κανενός, μου αποκρίθηκε.

-Το ίδιο κι εγώ! Του είπα.

Και, αφού με κοίταξε καλά-καλά με τα πανέξυπνα του μάτια, μου είπε:  «Θα έλεγα πως έχεις μέσα σου το διάβολο, αν δεν φοβόμουνα πως έχεις το Θεό»!  Πάντως το βιβλίο της Σοφίας Ξένης έχει μέσα του σίγουρα το Θεό και τον Άγιο Νεκτάριο. Και το συνιστώ, με όλη μου την καρδιά, σε όσους αγαπούν το καλό βιβλίο…


παπα-Ηλίας, Νοεμβρίου 8, 2012, http://papailiasyfantis.wordpress.com

Μ. Ουζούνη: Αγία Πετρούπολη – Kάτω Πατήσια

Αγία Πετρούπολη – Κάτω Πατήσια, της Μ. Ουζούνη

 

Της  Μαριάννας Τζιαντζή

 

Το Αγία Πετρούπολη – Κάτω Πατήσια είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Μαρίας Ουζούνη και επίσης είναι ο πρώτος τίτλος στη σειρά «Λογοτεχνία στην Ελλάδα» των Εκδόσεων των Συναδέλφων, ένα αντοδιαχειριζόμενο συνεταιριστικό εκδοτικό εγχείρημα που αξίζει να το προσέξουμε και να το ενισχύσουμε.

Εδώ ξεδιπλώνονται αρκετές ιστορίες μες στη διπλή ιστορία, δηλαδή την ιστορία με μικρό «ι» (το «στόρι»), αλλά και τη μεγάλη Ιστορία (επανάσταση του 1905 στη Ρωσία, παραμονές του Α' Παγκόσμιου Πολέμου). Πρωταγωνιστές είναι πρόσωπα, τόποι και πράγματα. Στα πρόσωπα συγκαταλέγονται Ρώσοι αριστοκράτες και πληβείοι, νόμιμα και νόθα τέκνα, Έλληνες της διασποράς αλλά και ξένοι μετανάστες στη σύγχρονη Ελλάδα. Ανάμεσα στα «πράγματα» κυριαρχεί ένα πιάνο του 19ου αιώνα, μοναδικό έργο τέχνης και μαστοριάς, συναντάμε όμως και μια χειροποίητη κασετίνα, καθώς και μια παλιά οικογενειακή φωτογραφία.

Πρόσωπα, πράγματα, τόποι και διαδρομές. Μόσχα, Κριμαία, Οδησσός, Μενίδι, Πατήσια, Κηφισιά, Βούλα. Μέγαρα και υπόγεια. Τροχιές που διασταυρώνονται, ιστορίες που εξελίσσονται με όρους που δεν είχαν προβλεφθεί ή σχεδιαστεί από τα υποκείμενα. Η πλοκή, παρά τη φαινομενική πληθωρικότητά της, είναι το πιο δυνατό στοιχείο αυτού του μυθιστορήματος. Μια πλοκή που κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση (χωρίς να παίζει δημαγωγικά και συναισθηματικά με τα νεύρα του) και ταυτόχρονα, δεν φαίνεται επινοημένη, τραβηγμένη από τα μαλλιά, παρά τα όσα ασυνήθιστα συμβαίνουν, παρά το παχνίδι των συμπτώσεων. Το Αγία Πετρούπολη – Κάτω Πατήσια θα μπορούσε να γίνει σενάριο για ταινία ή για τηλεοπτική σειρά με λίγα επεισόδια αλλά με πολύ ισχυρή απήχηση.

Πιστεύω ότι αρκετοί καλοί Έλληνες σκηνοθέτες θα υπέγραφαν με περηφάνια τη μεταφορά του στην οθόνη. Η μουσική, η επανάσταση, η γυναικεία χειραφέτηση, η μετανάστευση, τα χαμένα αλλά και τα ξανά κερδισμένα όνειρα, η φιλία είναι μερικά από τα θέματα του βιβλίου, το οποίο είναι γραμμένο «και» με γεωγραφική και ιστορική ευαισθησία (και όχι απλώς με «γυναικεία»). Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η ημερομηνία ολοκλήρωσης του, όπως αναγράφεται στο τέλος, είναι ο Δεκέμβρης του 2006: Μα είναι δυνατόν ένα τόσο καλό μυθιστόρημα να έμεινε σχεδόν έξι χρόνια στο συρτάρι;

Ενδεχομένως ο αναγνώστης να εντοπίσει ορισμένες αδυναμίες, όμως συνολικά το βιβλίο αυτό σε γοητεύει και σε κερδίζει.

 

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ, 22.7.2012. Το είδα: Tue, 2012-09-04, http://aristeroblog.gr/node/994

Συλλογική «ανάβασις» – «Ο κ. Γιάννης»,

Συλλογική «ανάβασις»[i]

Μαρίας Νικολάου, «Ο κύριος Γιάννης»,

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Καβάλα στη μηχανή του ο κύριος Γιάννης διασχίζει ρεματιές με πλατάνια ανιχνεύοντας το τοπίο και τους ανθρώπους του, για να αναλάβει τα καθήκοντά του ως δάσκαλος σε απροσδιόριστο πομακοχώρι του νομού Ξάνθης, στην οροσειρά της Ροδόπης. Ο δάσκαλος είναι αποφασισμένος να εγκατασταθεί στο χωριό αντί να πηγαινοέρχεται εκεί διαμένοντας στο αστικό κέντρο, και να μοιραστεί τις γνώσεις και το είναι του με τους μαθητές του και την τοπική κοινωνία.


[i] α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 348-349, 16/8/2012.

Χωρίς ηλεκτρικό και δίκτυο ύδρευσης, με την άσφαλτο να σταματά στο προηγούμενο χωριό, με μαθητές που δεν έχουν απομακρυνθεί ποτέ από το χωριό τους, που δεν έχουν γνωρίσει καν τη θάλασσα ούτε άλλα βασικά στοιχεία του σύγχρονου πολιτισμού, υπό αντίξοες συνθήκες, ο δάσκαλος, στο πεζογράφημα «Ο κύριος Γιάννης» της Μαρίας Νικολάου, επιχειρεί να διαπλατύνει τους ορίζοντες της τοπικής κοινωνίας, διευρύνοντας ταυτόχρονα και τους δικούς του, σε μια διαδικασία αμφίδρομου δοσίματος.

Ο χαρισματικός δάσκαλος κερδίζει την κοινωνία του χωριού ήδη με την απόφασή του να εγκατασταθεί σ' αυτό, κερδίζει όμως και την προσοχή των μαθητών του χάρη στην ικανότητά του να παρέχει γνώσεις αφορμώμενος πάντοτε από εμπειρικά δεδομένα, οφειλόμενα σε οπτικά ή ακουστικά ερεθίσματα. Η επίδειξη μιας πατάτας στους μαθητές δίνει το έναυσμα για την εξιστόρηση του τρόπου με τον οποίο διαδόθηκε η καλλιέργεια της πατάτας στην Ελλάδα επί Καποδίστρια, ενώ η ιστορική προσέγγιση παραχωρεί κατόπιν τη θέση της σε μια μαγειρική συνταγή, που επιστρατεύεται για τη διαρκή κινητοποίηση του μαθητικού ενδιαφέροντος. Μια συνταγή για ποπκόρν επισφραγίζει το μάθημα για τους εξερευνητές και τα καλλιεργήσιμα είδη που εκείνοι έφεραν πίσω στον «παλιό κόσμο» επιστρέφοντας από τις εξερευνήσεις τους. Το νόημα του τουρισμού διδάσκεται μέσω του αντίστοιχου βιώματος κατά τη σχολική εκδρομή στη Θάσο. Το «μαθαίνεις παίζοντας» εκφράζει τη μαθησιακή λογική του δασκάλου, όπως αυτή ενσαρκώνεται σε πρακτική τακτική.

Η εξάχρονη Μελέκ, κεντρική ηρωίδα του αφηγήματος πλάι στον κύριο Γιάννη, είναι ο φορέας που διαδίδει τις κινήσεις και τις μεθόδους του δασκάλου μέσα από τη μεταφορά τους στον παππού και τη γιαγιά της, και κατ' επέκταση στο τοπικό περιβάλλον και τους ίδιους τους αναγνώστες του πεζογραφήματος. Με θαυμασμό και αγάπη για τον δάσκαλό της που τη φέρνει σε επαφή με τόσες νέες πληροφορίες η Μελέκ αφηγείται στους δικούς της όσα πρωτάκουστα για την ίδια και θαυμαστά μαθαίνει, και μάλιστα με την ίδια βιωματική τεχνική που αξιοποιεί κι ο δάσκαλος. Με αφορμή το πλέξιμο των μαλλιών της σε κοτσίδες από τη γιαγιά της, η Μελέκ μεταφέρει στη γιαγιά της τη σχολική γνώση για τον αριθμό των τριχών που φυτρώνουν στο κεφάλι των ανθρώπων. Η τεχνική των βιωματικών αφορμήσεων του δασκάλου και της Μελέκ αποδεικνύεται και συγγραφική τεχνική της Νικολάου, επιτρέποντας την αβίαστη κατάθεση των πληροφοριών.

Οι ενθουσιώδεις εξιστορήσεις της Μελέκ σχετικά με τις παραδόσεις του κυρίου Γιάννη θα οδηγήσουν τον Φατίχ, παλιό τελειόφοιτο του δημοτικού, να ζητήσει την επανεγγραφή του στο σχολείο, αυξάνοντας τους μαθητές του σε δεκαπέντε. Δεν ελκύει όμως τους μαθητές μόνο η διδακτική αποτελεσματικότητα του κυρίου Γιάννη. Πολύ περισσότερο από απλός δάσκαλος, ο κύριος Γιάννης συμπεριφέρεται σαν πατέρας: ανάβει από νωρίς τη σόμπα στο σχολείο για να μην κρυώνουν οι μαθητές του· στεγνώνει τη βρεγμένη κάλτσα του Εβρέν, ο οποίος βρέθηκε μες στο ποτάμι· μοιράζει τα μαθήματα της επόμενης μέρας στα σπίτια των παιδιών, όταν ο χιονιάς δεν επιτρέπει την προσέλευσή τους στο σχολείο· φιλοξενεί για πέντε ημέρες στο δικό του σπίτι τον άρρωστο Φατίχ, ώσπου το παιδί να γίνει καλά· παρηγορεί τον Αϊντίν, που δεν γνώρισε ποτέ μητέρα, προσφέροντας μια καινούρια οπτική αντιμετώπισης του θανάτου: «Οι άνθρωποι, όταν φεύγουν από τη ζωή, ζουν στις καρδιές και στη μνήμη μας.»

Η σοφία όμως του κυρίου Γιάννη δεν έχει «μονοπωλιακό» χαρακτήρα· συντροφεύεται από τη λαϊκή σοφία των ντόπιων. «Οι άνθρωποι είναι άρπαγες» αποκαλύπτει ο παππούς στη Μελέκ. Επίσης της διδάσκει πως ο άνθρωπος δεν κρίνεται από τα υπάρχοντά του αλλά από το πόσο καλή παρέα κάνει, για να συμπληρώσει κι η γιαγιά πως ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου είναι σαν την ουρά ενός ζώου, που το ακολουθεί διαρκώς. Με τις συγκεκριμένες αναφορές η Νικολάου δεν προσθέτει απλώς νέο υλικό που εμπλουτίζει την ιστορία της· πρωτίστως σμιλεύει τις χαρακτηρολογικές πτυχές των ηρώων της, τονίζοντας το ήθος τους, το πνευματικό τους βάθος, που φανερώνεται αξιόλογο, έστω κι αν οφείλεται σε βιώματα κι όχι σε ανώτερες σπουδές. Τοποθετώντας τους απλούς ανθρώπους ισότιμα πλάι στον «πεπαιδευμένο» δάσκαλο προστατεύει και τον κεντρικό ήρωά της από τον κίνδυνο να αναχθεί σε πρόσωπο απόμακρο, υπεροπτικό απέναντι στους χωρικούς.

Μπορεί λοιπόν το χωριό της Μελέκ να 'ναι αποκομμένο από τον «πολιτισμό», προσφέρει ωστόσο σαν αντιστάθμισμα τον δικό του πολιτισμό, την αυθεντικότητα, την αγνότητα, τα αρώματα και τις γεύσεις του. Το ψωμί της γιαγιάς δεν το συναγωνίζεται κανένας φούρνος της πόλης. Κι αν ο ορεινός τούτος τόπος υστερεί στην πρόσβαση σε τεχνολογικά επιτεύγματα, έχει να επιδείξει το λαογραφικό του υλικό από συνταγές μαγειρικής, παραδοσιακές φορεσιές, πολύτιμες λαϊκές αντιλήψεις που ριζώνουν στα βάθη των αιώνων, μάλιστα και σε αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές θεωρίες. Εκεί εντοπίζεται κι η αντίληψη της γιαγιάς ότι ο ύπνος είναι ο δίδυμος αδελφός του θανάτου.

Ο αποκομμένος τόπος συναντά τον πολιτισμό χάρη στον κύριο Γιάννη. Ο δάσκαλος μεριμνά για την οργάνωση σχολικής βιβλιοθήκης, φέρνει τους μαθητές του σε γνωριμία με τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και, μέσω αυτού και για όσο χρόνο το επιτρέπει η μπαταρία του, με τον κινηματογράφο, τα κινούμενα σχέδια, τα κλασικά έργα της παιδικής λογοτεχνίας, δίνοντας μάλιστα την ευκαιρία στη Μελέκ να παραλληλίσει τον εαυτό της -σ' έναν ευφάνταστο, επιτυχημένο παραλληλισμό-  με μια άλλη, διάσημη μικρούλα των βουνών, τη Χάιντι. Ακόμη και παράσταση κουκλοθέατρου προσφέρει ο δάσκαλος μέσω προσκεκλημένων καλλιτεχνών στους μαθητές. Ο ίδιος τόπος ωστόσο συναντά δυστυχώς και τις ρυπογόνες συνήθειες του σύγχρονου τρόπου ζωής. Η προστασία της φύσης προτείνεται στην ανάληψη πρωτοβουλίας για τον καθαρισμό από τους μαθητές της κοίτης του τοπικού ποταμού. Το αφήγημα της Νικολάου αποκτά διαστάσεις οικολογικού παραμυθιού χάρη στην ευαισθησία που καλλιεργεί απέναντι στις ανθρώπινες καταχρήσεις, όπως στην περίπτωση της ρίγανης που συλλέγεται απρόσεκτα με ξερίζωμα, με αποτέλεσμα τη σταδιακή της εξαφάνιση. Η εκ νέου ρύπανση του ποταμού από τους ενήλικες συνιστά πηγή προβληματισμού, ενώ παράλληλα αποτρέπει τις ωραιοποιήσεις που απέχουν από την πραγματικότητα.

Η Νικολάου δεν επιδιώκει σε καμία περίπτωση να εξωραΐσει καταστάσεις. Με επίγνωση των δύσκολων συνθηκών και των χρόνιων προβλημάτων θίγει τα κακώς κείμενα, αγγίζοντας ακόμη και τις πολιτικές τους ρίζες. Η χρόνια απομόνωση του τόπου από την ελληνική πολιτεία με τη μπάρα στον επαρχιακό δρόμο θίγεται από τον παππού της Μελέκ και γίνεται κατανοητή από τον δάσκαλο. Οι αντιλήψεις του παππού για τον ρόλο της γυναίκας αμφισβητούνται από τη μικρή Μελέκ, όταν το κορίτσι εμπράκτως του αποδεικνύει τις ικανότητες του θηλυκού φύλου κάνοντας αριθμητικούς υπολογισμούς ταχύτερα από εκείνον. Ωστόσο, ζητούμενο για τη Νικολάου δεν είναι η ωμή καταγγελία. Αντικρίζοντας τις υποθέσεις μέσα από τα μάτια ενός εξάχρονου κοριτσιού, προτείνει την όποια αμφισβήτηση των δύσκαμπτων, πεπαλαιωμένων απόψεων με κομψότητα. Η επιχειρούμενη επανάσταση της γνώσης, επανατοποθετώντας τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις, είναι βελούδινη, όχι συγκρουσιακή, ταιριάζοντας με την τρυφερότητα της μικρής ηρωίδας. Έτσι αποκτά και προοπτικές μακροπρόθεσμης αποτελεσματικότητας, εφόσον, στηριζόμενη στην πειθώ κι όχι στη μετωπική απόρριψη, χαρίζει ελπίδες για ένα δικαιότερο αύριο.

Η τρυφερότητα της Μελέκ, που αμφισβητεί κομψά το αλάθητο της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, ασκεί εξίσου αποτελεσματικά και κοινωνική κριτική. Μετά από την πρόσκληση των μαθητών από σχολείο της πόλης και την επίσκεψή τους εκεί, η Αγγελική, μαθήτρια του άλλου σχολείου, σχολιάζει θεωρητικολογώντας ότι «κάθε παιδί έχει δικαίωμα να πηγαίνει στο σχολείο». Η πολιτικώς ορθή άποψη κλονίζεται από το εκπληκτικό ενδόμυχο σχόλιο της Μελέκ πως η γιαγιά της και η θεία της ποτέ δεν βίωσαν το προνόμιο αυτό. Ούτε στη συγκεκριμένη περίπτωση επέρχεται κάποια εμφανής σύγκρουση· όμως η πλάνη προσδιορίζεται, έστω κι απαλά, χωρίς οξύτητες και καταγγελτικό λόγο, μέσα από την αλήθεια των παιδικών ματιών που τρέφονται από τα αντίθετα της εύσχημης θεωρίας βιώματα.

Η σκληρή πραγματικότητα λοιπόν δεν αγνοείται από τη Νικολάου, ούτε όμως υπερτονίζεται, καθώς η τρυφερότητα της Μελέκ είναι αντίστοιχη της συγγραφικής θέασης. Η Νικολάου συνθέτει το πεζογράφημά της με εμφανή στόχο να χτίσει γέφυρες ανάμεσα στους αποκομμένους μεταξύ τους κόσμους του δυτικοθρακιώτικου τοπίου, κι όχι να τις γκρεμίσει αναδεικνύοντας ανυπέρβλητες διαφορές. Γι' αυτό ο κυρίαρχος τόνος είναι μειλίχιος, προσιδιάζοντας στη γλυκύτητα των τρυφερών του πρωταγωνιστών της σχολικής ηλικίας. Κι αν η παιδική σκέψη κάποτε φανερώνεται αφελής, σκορπώντας απλόχερα το χαμόγελο, όπως στη διαπίστωση της Μελέκ πως ο Θεός θα έπρεπε να συμβουλεύεται τουλάχιστον για τη διοργάνωση των εκδρομών τον ικανότατο κύριο Γιάννη, είναι γιατί η αφέλειά της πηγάζει εντέλει από την ίδια γόνιμη παιδική αγνότητα.

Η λήξη της σχολικής χρονιάς βρίσκει τον δάσκαλο, σε κλίμα συγκίνησης, να καβαλά ξανά τη μηχανή του, σε σχήμα κύκλου, κι έχοντας ολοκληρώσει τον δικό του κύκλο στον τόπο όπου κλήθηκε να διδάξει. Σαν μοναχικός καβαλάρης ή σύγχρονος ιππότης αποχωρεί από το χωριό, έχοντας προσφέρει στους μαθητές και τους ντόπιους κομμάτι της ψυχής του. Για τους κατοίκους του χωριού, που μένουν πίσω, μοίρα τους είναι ο διαρκώς δύσβατος δρόμος τους: «Φατίχ ανάβασις», συλλογίζεται η Μελέκ, φέρνοντας στο μυαλό της το όνομα που είχε δώσει ο κύριος Γιάννης στο δρόμο με κατεύθυνση το βουνό και το μαντρί του Φατίχ. Ο εύγλωττος συμβολισμός δηλώνει για μία ακόμη φορά πως δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις· η ανάβαση, ωστόσο, προϊόν της διάθεσης για αγώνα κι εγκατάλειψης κάθε πρόθεσης για παραίτηση, που πραγματοποιείται συλλογικά, με την προτροπή του δασκάλου και την αποδοχή της από την τοπική κοινωνία, προσφέρει πάντοτε πολύτιμες αφορμές αυτογνωσίας και προόδου.

 

Μαρία Νικολάου, «Ο κύριος Γιάννης», εκδ. Γραφίς, Αλεξανδρούπολη 2011, σελ. 104.

 

«Για τον παππού, παρά τα προβλήματα, ο τόπος του δεν είναι απλά "ένας τόπος", αλλά ένα φίδι που σέρνεται, ένα βατράχι που στέκει ξαφνιασμένο στην όχθη του ποταμού, μια φωλιά με τα μικρά πουλιά πάνω να περιμένουν την επιστροφή των γονιών τους, το δάκρυ από ρετσίνι που τρέχει στον κορμό του δέντρου, ακόμη-ακόμη και η πάχνη που λάμπει επάνω στα φυτά. Ήταν ένας τόπος, όπως έλεγε, κομμάτι μιας δημοκρατικής χώρας, της χώρας του, που δεν μπορούσε να καταλάβει πώς επί χρόνια ακολουθούσε τόσο λανθασμένες πολιτικές. "Κοίτα τα πουλιά, δάσκαλε. Πετούν από δέντρο σε δέντρο ανεμπόδιστα, κι όμως για εμάς τους ανθρώπους εδώ πάνω ο περιορισμός της ελευθερίας κίνησης για στρατιωτικούς δήθεν λόγους ήταν κανόνας. Κοίτα τα πουλιά, δάσκαλε. Ξέρεις τι είναι ο άνθρωπος να ζηλεύει τα πουλιά και να ζει σε έναν τόπο που λατρεύει;"»

 

«Η ζωή για τη γιαγιά Μελέκ ποτέ δεν ήταν επισφαλής, ακόμη και όταν ζούσε στα όρια της φτώχειας, κι αυτό γιατί ήταν σίγουρη ότι ο πρώτος που θα τη στήριζε ήταν ο Θεός. Γι' αυτό πάντοτε έλεγε: "Φρόντιζε να τον κουβαλάς μέσα σου, Μελέκ". Σε αντίθεση δηλαδή με τον παππού, που έλεγε πάντα ότι ο άνθρωπος σώθηκε, όσες φορές σώθηκε, και καταστράφηκε, όσες φορές καταστράφηκε, μόνος του. Εγώ πάλι από εκείνη τη μέρα της εκδρομής και για πολύ καιρό μετά φρόντιζα να παρακαλώ κρυφά τον Θεό να διοργανώνει πάντα τόσο πετυχημένες μέρες, όσο εκείνη της εκδρομής στη Θάσο. Η γιαγιά είχε περάσει τόσα πολλά βάσανα στη ζωή της, που δεν χρειαζόταν τα βάσανα των άλλων για να νιώσει ευγνωμοσύνη. Την ένιωθε και ευχαριστούσε τον Θεό από μόνη της, ακόμη και για τα πολύ απλά. Ο παππούς και στα πολύ απλά ακόμη έβλεπε να μην υπάρχει παρά μόνο ο αγώνας. Πάντως καλά θα έκανε ο Θεός στις εκδρομές τουλάχιστον να άκουγε τη συμβουλή μου και να ζητούσε τη βοήθεια του κυρίου Γιάννη, γιατί ήξερε να τις διοργανώνει άψογα.»

 

Σπονδυλωτή κινηματογραφική λογοτεχνία

Σπονδυλωτή κινηματογραφική λογοτεχνία*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Άνθρωποι με σάρκα και οστά. Άνθρωποι γήινοι, με ρίζες στην πραγματικότητα κι αναφορές στον ρεαλισμό. Συνάμα όμως κι άνθρωποι παράδοξοι, υπερβατικοί, που παγιδεύονται σε σουρεαλιστικές καταστάσεις. «Άνθρωποι από λέξεις» είναι οι ήρωες του Γιάννη Ευσταθιάδη στο ομότιτλο βιβλίο του, όπου συγκεντρώνονται τρία μακροσκελή διηγήματά του. Τα διηγήματα προσδιορίζονται στον υπότιτλο του έργου ως «μεγάλου μήκους». Ο προσδιορισμός σχετίζεται τόσο με την έκτασή τους όσο και με τη δόμησή τους κατά τρόπο κινηματογραφικό.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ, φύλλου 346, 1/7/2012.

Οι τρεις ιστορίες του Ευσταθιάδη, που θα μπορούσαν να συγκροτούν ενότητες μιας σπονδυλωτής κινηματογραφικής ταινίας, τιτλοφορούνται, με τη σειρά της εμφάνισής τους, «Ο Έψιλον έρως», «Η σαρδέλα θα κολυμπήσει στην κονσέρβα» και «Δον Ιωάννης. Dramma giocoso». Στο πρώτο διήγημα ο ήρωας διεκδικεί τον έρωτα στο πρόσωπο μιας γυναικείας φιγούρας ιδεατής ως προς τις προσωπικές του απαιτήσεις, ώστε αυτή καταντά ένα ερωτικό ανεκπλήρωτο. Στο δεύτερο διήγημα ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας υλοποιεί την πρωτοποριακή του ιδέα να προσφέρει στο καταναλωτικό κοινό σαρδέλες που σπαρταρούν ολοζώντανες μέσα στην κονσέρβα τους, ώσπου καταλήγει κι ο ίδιος κατά τρόπο μαγικό μέσα σε μια απ' τις κονσέρβες του. Στο τρίτο και τελευταίο διήγημα το περιβάλλον ενός διεθνούς φήμης σκηνοθέτη όπερας ανασυνθέτει την προσωπικότητα του καλλιτέχνη, αναλύοντας τον βίο και την πολιτεία του έπειτα από τον αδόκητο χαμό του σε τροχαίο δυστύχημα.

Οι ήρωες του Ευσταθιάδη πολιτογραφούνται ήδη από τον τίτλο της συλλογής διηγημάτων του ως οντότητες πλαστές, πλασμένες από λέξεις εντός μιας φανταστικής συγγραφικής σύνθεσης. Η συγκεκριμένη τοποθέτηση δεν επιχειρεί απλώς να ερμηνεύσει την επιλογή του συγγραφέα να κινηθεί, ιδίως στο δεύτερο διήγημα, σε επίπεδο σουρεαλιστικό – άλλωστε το εγχείρημα έχει πρωτίστως αισθητική στόχευση και η όποια του εκλογίκευση θα 'ταν ανούσια· η τοποθέτηση τούτη επιχειρεί κυρίως να προϊδεάσει για την πρόθεση του Ευσταθιάδη να συμπλέξει τον κόσμο του συγγραφέα και των αναγνωστών του με τον κόσμο των λογοτεχνικών ηρώων. Η συμπλοκή των δύο κόσμων αφενός δημιουργεί υπόνοιες για την πιθανότητα να καταστούν ρεαλιστικές οι παραδοξότητες· αφετέρου όμως λειτουργεί κυρίως αντίστροφα, εφόσον οι καταστάσεις οι θεωρούμενες ως ρεαλιστικές αμφισβητούνται διαλεγόμενες με τη μυθοπλασία και συνυπάρχοντας με τα πλάσματα της συγγραφικής φαντασίας. Στο πλαίσιο αυτό η υπόσταση του συγγραφέα και των αναγνωστών του τίθεται υπό διαπραγμάτευση και δυναμιτίζεται, καθώς «άνθρωποι από λέξεις» θα μπορούσαν να 'ναι οι ίδιοι, σε μια τεχνική που 'χει καλλιεργηθεί τόσο στην ξένη τέχνη όσο και στην ελληνική, με χαρακτηριστικότερο και συνεπέστερο Έλληνα λογοτεχνικό της φορέα τον Παύλο Μάτεσι.

Η σχετική πρόθεση του Ευσταθιάδη κατατίθεται εξαρχής, όταν ήδη στο πρώτο διήγημα ο αφηγητής σχολιάζει εύγλωττα: «Αγνοώ αν η ηρωίδα στην οποία θα αναφερθώ υπάρχει […] ή αν προσπαθώ να την επινοήσω μόλις τώρα […]» Αργότερα ο αφηγητής, αναφερόμενος στους αναγνώστες, σχολιάζει πως η ηρωίδα του, απορρίπτοντάς τον, μοιάζει να αποχωρεί από το κείμενο και να μετοικεί αλλού, ίσως σε άλλη μυθιστορία, σε άλλον συγγραφέα. Η εναλλακτική εμφάνιση ενός σκηνοθέτη ως αφηγητή υπονομεύει εκ νέου την αληθοφάνεια της ιστορίας, καθώς την παρουσιάζει σαν μια πλαστή κινηματογραφική υπόθεση. Ακριβώς ανάλογη είναι η εμφάνιση ως αφηγητή ενός κριτικού λογοτεχνίας, μέσω του οποίου συμπλέκεται ο μύθος με την πραγματικότητα του Ευσταθιάδη, ως συγγραφέα του κρινόμενου έργου. Ο αφηγητής μάλιστα δηλώνει πως εισάγοντας στην ιστορία του τον αναγνώστη τον καθιστά μάρτυρα του γεγονότος πως η ηρωίδα του είναι υπαρκτή, κι όχι πλαστή. Ακόμη και η επιλογική απόφανση του συγγραφέα «Δεν μ' ενδιαφέρει η τέχνη. Θέλω να ζήσω», η οποία αποδέχεται πως η ζωή αποκτά νόημα εκτός τέχνης κι αποδεσμεύει τους ήρωες από τη συγγραφική πένα, έρχεται μέσα από την αντιφατικότητα της έκφρασής της ακριβώς μέσω ενός έργου τέχνης να αυτονομήσει τους ήρωες, να τους προσδώσει ζωή κι εντέλει διαχρονικότητα σαν χαρακτήρες. Ο επιλογικός προσδιορισμός του αφηγητή ως συγγραφέα στο τρίτο διήγημα της συλλογής τείνει να ταυτίσει τον αφηγητή με τον συγγραφέα Ευσταθιάδη, σε μια ταύτιση που προσδίδει μεγαλύτερη αληθοφάνεια σαν κατάθεση βιωματικού γεγονότος, μα και που αμφισβητεί παράλληλα την ίδια την ιστορία σαν προϊόν συγγραφικής φαντασίας.

Η σύμφυρση του μυθοπλαστικού με τον συγγραφικό κόσμο, υπηρετούμενη από το εύρημα του κινηματογραφιστή-αφηγητή, αποκτά μία πρόσθετη καλλιτεχνική διάσταση, πέρα από τη λογοτεχνική, εφόσον οι εναλλαγές οπτικής γωνίας διά των ποικίλων αφηγητών παραπέμπουν σε ενότητες-σπονδύλους κινηματογραφικής ταινίας. Ο Ευσταθιάδης εναλλάσσει διαρκώς τα πλάνα στα διηγήματά του είτε διαφοροποιώντας την οπτική γωνία εισάγοντας ποικίλους αφηγητές των τεκταινομένων στις ιστορίες του είτε παρεμβάλλοντας μια σειρά ενθετικών υλικών που κομίζουν νέες πληροφορίες σχετικές με τους ήρωες και τα συμβάντα στα οποία αυτοί μετέχουν. Τον ρόλο του αφηγητή αναλαμβάνουν, παράλληλα με τον κεντρικό, ένας ψυχαναλυτής, ένας μουσικολόγος, ένας σκηνοθέτης, ένας κριτικός λογοτεχνίας. Τα υλικά, πάλι, που παρατίθενται «αφηγούνται» με τον δικό τους τρόπο: ένα ωροσκόπιο, ένα ημερολόγιο, ένα βιογραφικό σημείωμα, μια επιστολή, ένας κατάλογος ρούχων, ένα οπερετικό ρετσιτατίβο ή ένα ιντερμέτζο άριας, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, μια κασέτα με το περιεχόμενό της.

Καμία αφηγηματική παρεμβολή και κανένα από τα ενθέματα του Ευσταθιάδη δεν εμφανίζονται τυχαία. Καθένα τους μπολιάζει την κατάλληλη στιγμή την ιστορία στην οποία συμμετέχει, φωτίζοντας ανθρώπινες συμπεριφορές κι ερμηνεύοντας τις εξελίξεις. Η παρουσία του ψυχαναλυτή υπογραμμίζει την «ατέλεια των νευρολογικών λειτουργιών» της ηρωίδας στο διήγημα «Ο Έψιλον έρως», ενώ ο κατάλογος ρούχων αποκαλύπτει διαθέσεις και αισθητικές στάσεις. Οι παρέμβλητες αφηγήσεις λειτουργούν ακόμη και σαν παύσεις στον διάλογο του αφηγητή με την ηρωίδα του, δηλώνοντας τη διστακτικότητά του στην εξομολόγηση του έρωτά του. Οι αναγνωστικές αναμνήσεις του επιχειρηματία Λεωνίδα Ραγούση στο διήγημα «Η σαρδέλα θα κολυμπήσει στην κονσέρβα», με την παράθεση αποσπάσματος από τις «Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα» του Ιουλίου Βερν, τοποθετούν τον ήρωα του Ευσταθιάδη πλάι στον επινοητικό, επιβλητικό, ηγεμονικό ήρωα του Βερν, τον πλοίαρχο Νέμο. Το απόκομμα εφημερίδας, στο τρίτο και τελευταίο διήγημα «Δον Ιωάννης» της σειράς, προσκομίζει αβίαστα τις συνθήκες θανάτου και την ηλικία του διάσημου σκηνοθέτη όπερας.

Ιδιαίτερος είναι ο ρόλος των ενθεμάτων του Ευσταθιάδη τα οποία σχετίζονται με την κλασική μουσική. Το ενδιαφέρον των ηρώων για τον κλασικό συνθέτη Σούμαν στο διήγημα «Ο Έψιλον έρως» δηλώνει τις λεπτές αισθητικές τους απαιτήσεις, τις ψυχικές τους ευαισθησίες και ποιότητες. Το βιογραφικό σημείωμα του συνθέτη μάλιστα, με την απόπειρα αυτοκτονίας και τον ψυχιατρικό του εγκλεισμό, φωτίζει τον ψυχισμό της ηρωίδας, εφόσον εμφανίζει κοινά ψυχικά χαρακτηριστικά μ' εκείνον. Στο διήγημα «Η σαρδέλα θα κολυμπήσει στην κονσέρβα» οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις του Ραγούση δεν προκύπτουν μόνο από την παρουσία του σε όπερα αλλά κι από τα προσωπικά του ρετσιτατίβα και τις άριες, που προσδίδουν στον βίο του τη θεατρικότητα μιας μουσικής παράστασης, μιας όπερας ή ενός χορικού αρχαίου δράματος. Μάλιστα και το περιεχόμενο των οπερετικών ενθεμάτων, με την εμφαντική επανάληψη του στίχου «Τρέλα παντού!» από τους «Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης» του Βάγκνερ, αποδίδει την εκτεινόμενη ως την τρέλα τόλμη του Ραγούση. Η ίδια τεχνική αξιοποιείται από τον Ευσταθιάδη στο έπακρο στο διήγημα «Δον Ιωάννης», όπου ο ήρωας, σκηνοθέτης όπερας ο ίδιος, έχει όνομα ταιριαστό με την αγαπημένη του όπερα «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ, πολύ δε περισσότερο ο βίος του φαντάζει μελόδραμα, οι κινήσεις του διαθέτουν θεατρικότητα, μέχρι και οι παύσεις του είναι οπερετικές και περιγράφονται με όρους κριτικής όπερας:

«[…] η κίνηση του χεριού του απέκτησε μια θεατρική, θαρρείς, αλληγορία, αλλά ήταν γεμάτη ρεαλισμό στη δύναμη…» Ο θάνατος του σκηνοθέτη αποκαθιστά την ηθική τάξη που θα πρότεινε μια αρχαία τραγωδία ή ένα μελόδραμα, εφόσον ο κυνικός ήρωας βρίσκει το τραγικό τέλος που θα άρμοζε στον ανάλγητο χαρακτήρα του.

Το γκροτέσκο του Ευσταθιάδη στην απόδοση κάποιων ηρώων, αναπαριστάνοντας τις πρακτικές των μελοδραμάτων, εξυπηρετεί παράλληλα την πρόθεσή του να μιλήσει ο ίδιος, πέρα από τους ήρωές του, αλληγορικά. Γιατί, αν στο δεύτερο διήγημα το όνειρο του Ραγούση, εδρασμένο στο παραμύθι του Χανς και της Γκρέτελ, προσαρμόζεται στη σύγχρονη πραγματικότητα κι αποκτά αλληγορικές διαστάσεις μέσω του οικολογικού, διατροφικού σχολίου για τις τροφές τις γεμάτες χημικές ουσίες, πολύ περισσότερο αλληγορικά λειτουργεί το διήγημα στο σύνολό του, όταν παρουσιάζει τον ήρωα θύμα των ψαροπουλιών, τα οποία, σε τραγικά ειρωνικό για τον Ραγούση σχηματισμό ψαριού, τον ρίχνουν στα νερά του ιχθυοτροφείου του, για να καταλήξει στο συσκευαστήριο ακολουθώντας κι εκείνος την τύχη των σαρδελών του. Το σχόλιο για την προσωπική εκδίκηση της βιασμένης φύσης σε βάρος του βιαστή της δηλώνει παρόν, και μάλιστα με όρους βιβλικής αποκαλύψεως: «Τότε, ο ουρανός εσχίσθη από αιφνίδια αστραπή […]»

Η αποκατάσταση της ηθικής τάξης στα διηγήματα του Ευσταθιάδη επισφραγίζει τον θεατρικό τους χαρακτήρα, ο οποίος προϋποθέτει την ψυχογραφική απόδοση των ηρώων. Πράγματι, από τα τρία διηγήματα δεν απουσιάζει το ψυχογράφημα. Ενισχύεται δε περαιτέρω από το φιλοσοφικό καταστάλαγμα των ηρώων με την ωριμότητα που το πέρασμα του χρόνου επιφέρει, καθώς και με τη νηφαλιότητα της απόστασης από τις ψυχοφθόρες καταστάσεις. «[…] η πραγματική μοναξιά δεν είναι να μην αγαπιέσαι αλλά να μην αγαπάς», φιλοσοφεί ο αφηγητής-συγγραφέας στο «Ο Έψιλον έρως». Στο «Δον Ιωάννης» η διατήρηση της γυναίκας του σκηνοθέτη στη ζωή προσφέρει την ψυχογραφική ερμηνεία για τη «νίκη» της ηρωίδας, εφόσον εκείνη, σε αντίθεση με τον νεκρό σύζυγό της, παραμένει ζωντανή και «θαυμάζει με την αναίδεια επισκέπτριας μουσείου το αχρονικό πια έκθεμα».

Με στοχαστική και συνάμα παιγνιώδη διάθεση, άλλοτε μπριόζος κι άλλοτε βαρύθυμος, ευέλικτος μεταξύ ρεαλισμού κι υπερβατικότητας, ο Ευσταθιάδης δομεί τις ιστορίες του μετερχόμενος σύμβολα που, έστω κι αν αποτελούν λογοτεχνικούς κοινούς τόπους, αξιοποιούνται με φρεσκάδα κι αποκτούν νέα δυναμική. Το προτασσόμενο στο πρώτο διήγημα μότο του Μπόρχες είναι επ' αυτού άκρως αποκαλυπτικό: «Εκείνος που αγκαλιάζει μια γυναίκα, είν' ο Αδάμ. Η γυναίκα, η Εύα. Όλα γίνονται για πρώτη φορά.» Το πρωτογενές σύμβολο του έρωτα, η πρώτη γυναίκα της πλάσης, η Εύα, προσφέρεται από τον συγγραφέα, μ' όλον τον υπόλοιπο λογοτεχνικό του κόσμο, για μια νέα προσέγγιση, εφόσον κάθε Εύα είναι εντέλει διαφορετική. Αρχέτυπος έρως, τόσο οικείος, τόσο αλλότριος. Έρως που εκκινεί από το γράμμα έψιλον. Έρως, όπως Εύα. Λογοτεχνικός Έρως, όπως Ευσταθιάδης.

 

Γιάννης Ευσταθιάδης, «Άνθρωποι από λέξεις. Διηγήματα μεγάλου μήκους», εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2011, σελ. 144.

 

Γιάννης Στρούμπας

            «[…] Αυτή σου λέει "Ποια να πηδούσε, άραγε, τότε;" και ακούει γάργαρες τις λέξεις της, ενώ εκείνον τον έχει οριστικά αποδομήσει το μαύρο.

            Βλέπεις, λοιπόν, τα πάντα είναι θέμα χρόνου… εννοώ, χρόνου μεγαλύτερου… Επέζησε… νίκησε… μαρμαρυγή εναντίον θνησιμότητας… ιδού η αλληγορία στη σύντομη και μπανάλ, θα πρόσθετα, φράση της.

            Κατά τα άλλα ναι, τον θαυμάζει… συμφωνώ μαζί σου… και, μάλιστα, τώρα ακόμα περισσότερο… Μόνο που τώρα θαυμάζει με την αναίδεια επισκέπτριας μουσείου το αχρονικό πια έκθεμα.

            Με ορθάνοιχτα τα μάτια της – που έκλεισε τόσες φορές -, θαυμάζει τα σφραγισμένα βλέφαρά του, το υποκίτρινο χρώμα του δέρματος, τον μπλαβή τόνο των χειλιών, τα ακινητοποιημένα – σαν σε φωτογραφία – μέλη του.

            Και ονειρεύεται – θαυμάζοντας πάντα – τον ευθυτενή σκελετό πρώην υψηλόσωμου άνδρα να συρρικνώνεται σε ασφυκτικό οστεοφυλάκιο, και μετά, μ' ένα αίσθημα αηδίας, να μετατρέπεται σταδιακά σε χώμα, σκόνη, τίποτα…

            Να πού καταλήγω: με τα δάκρυά της πενθεί ειλικρινά το σώμα, αλλά με κρυφή χαρά θαυμάζει τώρα το πτώμα. […]»

Από το διήγημα «Δον Ιωάννης. Dramma giocoso».

 

Ο καταστροφικός «φονταμενταλισμός των αγορών»

Ο καταστροφικός «φονταμενταλισμός των αγορών»*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Η ολοκληρωτική επικράτηση κατά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια τού ιδεολογήματος της «ελεύθερης αγοράς» είναι, σύμφωνα με τον νομπελίστα Αμερικανό οικονομολόγο Τζόζεφ Στίγκλιτζ, υπεύθυνη για τη σύγχρονη κρίση της παγκόσμιας οικονομίας και για το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης της κατάρρευσης.



* 12-06-2012: προδημοσίευση για την «Αποικία Ορεινών Μανιταριών», από το φύλλο υπ' αριθμ. 345 του «Αντιφωνητή» τής 18/6/2012.

Ο Στίγκλιτζ, στο βιβλίο του «Ο θρίαμβος της απληστίας», εξηγεί πώς ο «φονταμενταλισμός της αγοράς», δηλαδή η άποψη ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές, αν αφεθούν να λειτουργήσουν χωρίς κανέναν κρατικό έλεγχο, μπορούν να διασφαλίσουν από μόνες τους οικονομική ευημερία, οδήγησε στην ασυδοσία των αγορών, στην αδικαιολόγητη εκ μέρους τους ανάληψη κινδύνων σε βάρος του δημοσίου, στην κερδοσκοπία, σ' έναν ψευδεπίγραφο εντέλει καπιταλισμό, στον οποίο ιδιωτικοποιούνται μόνο τα κέρδη, ενώ οι ζημιές «κοινωνικοποιούνται», καθώς τις επιβαρύνονται οι φορολογούμενοι μέσω των κρατικών «διασώσεων».

Ο Στίγκλιτζ παρουσιάζει στο βιβλίο του το χρονικό της οικονομικής κρίσης που πυροδοτήθηκε από την αρρωστημένη λειτουργία των αγορών. Η σύγχρονη οικονομική κρίση, προϊόν της ανισορροπίας στην παγκόσμια οικονομία λόγω αφενός του δημοσιονομικού κι εμπορικού ελλείμματος των Η.Π.Α., κι αφετέρου της συσσώρευσης τεράστιων αποθεμάτων δολαρίων από την Κίνα, ξέσπασε το 2008 με το σκάσιμο της φούσκας στην αμερικανική αγορά κατοικίας. Σε μια περίοδο κατά την οποία τα εισοδήματα των Αμερικανών παρέμεναν καθηλωμένα, έπρεπε να βρεθεί τρόπος μεγέθυνσης της οικονομίας. Ως λύση προτάθηκε πονηρά ο δανεισμός των νοικοκυριών, ώστε να συνεχιστεί η κατανάλωση. Ενέχυρο για τον δανεισμό ορίζονταν οι κατοικίες. Οι τράπεζες προσέφεραν φτηνά ενυπόθηκα δάνεια. Εκατομμύρια πολίτες έσπευσαν να τα εκμεταλλευτούν, αν και δεν είχαν τη δυνατότητα εξόφλησής τους. Όταν λοιπόν τα επιτόκια άρχισαν να ανεβαίνουν, τα υποθηκευμένα σπίτια έφευγαν από τα χέρια των ιδιοκτητών τους. Η καταστροφή στην αγορά κατοικίας σηματοδότησε το ξέσπασμα της κρίσης.

Οι επιπτώσεις από το σκάσιμο της φούσκας διογκώθηκαν επειδή οι τράπεζες είχαν δημιουργήσει πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα βασισμένα στα ενυπόθηκα δάνεια. Στόχος ήταν το βραχυπρόθεσμο κέρδος με την εξασφάλιση προμηθειών, χωρίς να υπολογίζονται τα προβλήματα από την αθέτηση των υποχρεώσεων εκ μέρους των ανήμπορων δανειοληπτών. Έτσι δημιουργήθηκαν τίτλοι με κάλυμμα ενυπόθηκα δάνεια, οι οποίοι δεν ελέγχθηκαν ποτέ για την αξιοπιστία τους. Έχοντας επίγνωση της σαθρότητας των προϊόντων τους, και προκειμένου να αποφύγουν επιπλέον τον έλεγχο της πολιτείας και τη φορολόγηση, οι τράπεζες επιδόθηκαν σε αλλεπάλληλους τεμαχισμούς των τίτλων σε νέα πακέτα. Το τέρας που δημιουργήθηκε στα τραπεζικά «φρανκενσταϊνικά» εργαστήρια, όπως τα χαρακτηρίζει ο Στίγκλιτζ, με τον πολυτεμαχισμό των τίτλων, αποσκοπούσε στη μεταβίβαση των κινδύνων σε πολυάριθμους επενδυτές. Οι τράπεζες πίστευαν πως αν ο κίνδυνος καταμεριζόταν ευρέως θα ήταν πιο εύκολο να απορροφηθεί. Όμως τα προϊόντα, λόγω της πολυπλοκότητάς τους, ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Όταν λοιπόν σημειώθηκε το κραχ, αποδείχτηκε πως είχαν μείνει στους τραπεζικούς ισολογισμούς επισφαλή στοιχεία ενεργητικού αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, παρά την πλανεμένη εντύπωση των τραπεζών ότι τα είχαν ξεφορτωθεί. Η κατάρρευση του χάρτινου πύργου των «τιτλοποιήσεων» συμπαρέσυρε «σεβαστά ιδρύματα» όπως η Lehman Brothers, η Bear Stearns και η Merrill Lynch.

Ένας λόγος αποτυχίας, συνεπώς, του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν πως οι αγορές εκτίμησαν εσφαλμένα τους κινδύνους. Σε μερικές περιπτώσεις ωστόσο, η λάθος τιμολόγηση αποδείχτηκε σκόπιμη: οι τράπεζες πίστευαν ότι αν προέκυπταν προβλήματα, το κράτος θα έσπευδε να τις σώσει! Καπηλεύτηκαν τον φόβο από τις άγνωστες συνέπειες της πιθανής τους κατάρρευσης, προκειμένου να αποσπάσουν από το κράτος νέα ποσά, παρόλο που ευθύνονταν οι ίδιες για τις αρνητικές εξελίξεις. Ακόμη χειρότερα, τα ποσά που απέσπασαν οι τράπεζες για την αναπλήρωση των κεφαλαίων τους τροφοδότησαν μπόνους-ρεκόρ: οι τραπεζίτες αντάμειψαν τον εαυτό τους για τις ζημιές που προκάλεσαν, και μοιράστηκαν ανύπαρκτα κέρδη, τα οποία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η κρατική ελεημοσύνη! Έτσι, το αυτορρυθμιζόμενο, υποτίθεται, σύστημα της ελεύθερης αγοράς, βρέθηκε να διασώζεται από το κράτος. Η ειρωνεία είναι πως το αμερικανικό κράτος, παρά την επικράτηση της άποψης περί ελαχιστοποίησης του κρατικού ρόλου στην οικονομία, κατέληξε, μέσα από τη διάσωση των επιχειρήσεων που κατέρρεαν, ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρείας στον κόσμο, της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας, και κάποιων από τις μεγαλύτερες τράπεζες!

Η αμερικανική κρίση αποδείχτηκε τοξική για τράπεζες και εταιρείες επενδύσεων σε όλο τον κόσμο, αφού σχεδόν το ¼ των αμερικανικών ενυπόθηκων δανείων είχε καταλήξει στο εξωτερικό. Όπως στις Η.Π.Α., έτσι και στον υπόλοιπο κόσμο τα κράτη κλήθηκαν να διασώσουν τα ιδρύματα που κατείχαν τοξικά προϊόντα, με συνέπεια τα ελλείμματα να μεταφερθούν στα κράτη. Τότε οι χρηματοπιστωτικές αγορές των Η.Π.Α., που ήταν υπεύθυνες για την κρίση, άρχισαν να εκβιάζουν για τον περιορισμό των κρατικών ελλειμμάτων. Απαιτούσαν περικοπές στους προϋπολογισμούς, χωρίς τις οποίες προειδοποιούσαν ότι τα επιτόκια θα αυξάνονταν, ενώ οι πιστώσεις θα διακόπτονταν. Οι χώρες ήταν καταδικασμένες είτε μείωναν τις δαπάνες τους είτε όχι. Εφόσον οι αγορές θα άρχιζαν να προβλέπουν πληθωρισμό, θα απαιτούσαν και υψηλότερα επιτόκια, ώστε να μη μειωθεί η αξία των οφειλόμενων ποσών σε αυτές. Η αύξηση των επιτοκίων, όμως, θα σήμαινε και την αύξηση των δημόσιων ελλειμμάτων και χρεών. Αποδεικνυόταν λοιπόν ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν ήταν τόσο ο πληθωρισμός και τα κρατικά χρέη, όσο οι υποτιθέμενες ανησυχίες των χρηματοπιστωτικών αγορών γι' αυτά.

Η αδυναμία των κρατών να ανανεώσουν τις πιστώσεις τους από τις αγορές τα οδήγησε, ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κυρίως λόγω της ασυμφωνίας δράσης στη Δυτική Ευρώπη, στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μια επιλογή αυτή καθαυτή προβληματική. Το Δ.Ν.Τ. πιστεύει στον φονταμενταλισμό της αγοράς. Οι απόψεις του διαμορφώνονται από τους ανθρώπους του χρηματοπιστωτικού χώρου. Μόνιμος στόχος τους είναι η διασφάλιση κερδών για τις αγορές, παρά η οικονομική ανάκαμψη των πληττόμενων χωρών. Τα προγράμματα του Δ.Ν.Τ. στην Ανατολική Ασία, τη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία επιδείνωσαν την κατάσταση των χωρών, προξενώντας άγριες ταραχές (π.χ. Ινδονησία). Όπου τελικά σημειώθηκε ανάκαμψη, όπως στις χώρες της Ανατολικής Ασίας, αυτή δεν οφειλόταν στις δυτικές οικονομικές κατευθύνσεις αλλά επιτεύχθηκε σε πείσμα αυτών! Οι αδιέξοδες πρακτικές του Δ.Ν.Τ. απεικονίζονται ακόμη και στην αντίφασή του να πιστεύει μεν στην ελεύθερη αγορά αλλά σε κάθε κρίση να ζητά κρατικές ενισχύσεις!

Η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς δεν ήταν παρά μια δικαιολογία για καινούριες μορφές εκμετάλλευσης. «Ιδιωτικοποίηση» σήμαινε ότι οι ξένοι θα αγόραζαν σε χαμηλές τιμές ορυχεία και πετρελαιοφόρες περιοχές στις αναπτυσσόμενες χώρες. «Απελευθέρωση των αγορών» σήμαινε ότι οι ξένες τράπεζες θα αποκόμιζαν υψηλές αποδόσεις από τα δάνεια που χορηγούσαν. «Απελευθέρωση του εμπορίου» σήμαινε ότι οι ξένες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να εξολοθρεύουν τις εντόπιες. Επιδιωκόταν σε κάθε περίπτωση η «ευελιξία» των μισθών, η αποδυνάμωση των συνδικάτων και η χαλάρωση των μέτρων προστασίας των εργαζομένων, ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος, του χρηματοπιστωτικού κλάδου, των φαρμακοβιομηχανιών, των πετρελαϊκών εταιρειών, την ίδια στιγμή που για την ανεργία κατηγορούνταν οι εργαζόμενοι, σε μια εφαρμογή της προσφιλούς πρακτικής τού «ρίξτε το φταίξιμο στο θύμα»! Όπου άσκησαν επιρροή η Παγκόσμια Τράπεζα και το Δ.Ν.Τ., τα πράγματα δεν πήγαν καλά.

Τα προγράμματα του Δ.Ν.Τ. απαιτούν τη μείωση των ελλειμμάτων, μέσω της μείωσης των δαπανών και της αύξησης των φόρων. Όμως οι περικοπές δαπανών υπονομεύουν τη δύναμη της οικονομίας., αφού μειώνονται τα φορολογικά έσοδα, με αποτέλεσμα η μείωση του ελλείμματος να είναι μικρότερη από την προσδοκώμενη. Αυτά τα προγράμματα δημοσιονομικής πειθαρχίας, που υιοθετούνται μάλιστα κι από πολλούς στη Γερμανία μα και αλλού, ο Στίγκλιτζ τα χαρακτηρίζει «σκέτη μπούρδα». Η μείωση των μισθών, πάλι, ως υποτιθέμενο ισοδύναμο της υποτίμησης του νομίσματος, δημιουργεί τεράστιες κοινωνικές εντάσεις, αυξάνει τις χρεοκοπίες, και σαν πρόταση λύσης για τα προβλήματα αποτελεί «σκέτη φαντασιοκοπία».

Κατά τον Στίγκλιτζ, η ανάκαμψη πρέπει να συνδέεται με την τόνωση της οικονομίας, η οποία θα επικεντρώνεται στις επενδύσεις με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, θα χαρακτηρίζεται από φορολογική δικαιοσύνη, ενώ θα μεριμνά και για τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Απαραίτητη κρίνεται και η διαφάνεια αντί της ανοχής σε άνομες δραστηριότητες. Τεράστιες ποσότητες παγκόσμιων κεφαλαίων διακινούνται μέσω θυλάκων απορρήτου, όπως οι νήσοι Κέιμαν, ώστε να διευκολύνεται το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, η φοροδιαφυγή, και να παρακάμπτεται κάθε κρατικός έλεγχος. Και μόνη η δυνατότητα των τραπεζών να ανακόπτουν τις ρυθμιστικές μεταρρυθμίσεις αποδεικνύει την πολιτική τους εξουσία.

Ο Στίγκλιτζ θεωρεί πως όσοι δημιούργησαν το υπάρχον νοσηρό πλαίσιο πρέπει να λογοδοτήσουν. Είναι αδιανόητο οι «πολύ μεγάλες για να πτωχεύσουν» τράπεζες να βρίσκονται διαρκώς στο απυρόβλητο. Η χρηματοπιστωτική αναδιάρθρωση θα πρέπει να περιλάβει τη σωτηρία μόνο των καταθετών. Τα στελέχη των τραπεζών και οι μέτοχοι οφείλουν να κατανοήσουν ότι ο εκλεκτός τους καπιταλισμός δεν σημαίνει μόνο κέρδη αλλά επίσης κινδύνους κι απώλειες. Όσοι λοιπόν αναλαμβάνουν κινδύνους δημιουργώντας προβλήματα θα πρέπει, κατά τον Στίγκλιτζ, πρώτοι «να πάρουν πόδι». Το κράτος θα μπορούσε επιπλέον να δανείζει απευθείας τους πολίτες με χαμηλά επιτόκια. Το ίδιο ισχύει για τη διάσωση των ταμείων, ώστε να καταλήγει σε αυτά όλη η κρατική ενίσχυση.

Η οικονομική κρίση αποκάλυψε, σύμφωνα με τον Στίγκλιτζ, τη σοβαρή ηθική κρίση που μαστίζει την κοινωνία. Οι πρακτικές εκμετάλλευσης των δανειοληπτών από τους τραπεζίτες κατέδειξαν την έλλειψη ηθικού έρματος στο αμερικανικό κράτος που, παρά τον πλούτο του, αποδεικνύεται ανεπαρκές να παράσχει υγειονομική περίθαλψη σε όλους τους πολίτες του και ποιοτική παιδεία σε όλους τους νέους του. Αν οι Η.Π.Α. δεν αντιμετωπίσουν τα ζητήματα αυτά, δύσκολα θα πετύχουν να υπαγορεύουν τους όρους τους στην αναδυόμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, έχοντας ήδη χάσει την ευκαιρία να ηγηθούν παγκοσμίως σε ηθικό και πνευματικό επίπεδο. Ο Στίγκλιτζ διακρίνει γκρίζα σύννεφα στον ορίζοντα. Η διαπίστωσή του μοιάζει απαισιόδοξη, περισσότερο όμως αποτελεί προειδοποίηση αφύπνισης, προκειμένου να ακολουθηθούν υγιείς πολιτικές, χωρίς χρονοτριβές κι ευθυνοφοβίες.

 

Τζόζεφ Στίγκλιτζ, «Ο θρίαμβος της απληστίας. Η ελεύθερη αγορά και η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας», εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα 2011, σελ. 512.

            «Στον χώρο της χάραξης πολιτικής, το να προσδιορίσει κανείς τι αποτελεί επιτυχία και τι αποτυχία αποτελεί πρόκληση ακόμα μεγαλύτερη από το να διαπιστώσει σε ποιον πρέπει να απονεμηθούν τα εύσημα (και σε ποιον ή σε τι πρέπει να ρίξουμε το φταίξιμο). Τι είναι, όμως, η επιτυχία ή η αποτυχία; Για τους παρατηρητές από τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη, οι επιχειρήσεις διάσωσης στην Ανατολική Ασία το 1997 ήταν επιτυχημένες επειδή δεν προέκυψε καμία ζημία για τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη. Για τους κατοίκους της περιοχής, που είδαν τις οικονομίες τους να συντρίβονται, τα όνειρά τους να διαλύονται, τις εταιρείες τους να χρεοκοπούν και τις χώρες τους να φορτώνονται χρέη δισεκατομμυρίων, οι επιχειρήσεις διάσωσης απέτυχαν οικτρά. Σύμφωνα με τους επικριτές, οι πολιτικές του Δ.Ν.Τ. και του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών επιδείνωσαν τα πράγματα. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές τους, απέτρεψαν την καταστροφή. Και εδώ προκύπτει το πρόβλημα. Τα ερωτήματα είναι: πώς θα ήταν τα πράγματα αν είχαν υιοθετηθεί άλλες πολιτικές κατευθύνσεις; Οι ενέργειες του Δ.Ν.Τ. και του Υπουργείου Οικονομικών των Η.Π.Α. παρέτειναν και βάθυναν την ύφεση ή τη συντόμευσαν μειώνοντας το βάθος της; Κατ' εμέ, υπάρχει μια ξεκάθαρη απάντηση: τα υψηλά επιτόκια και οι περικοπές δαπανών που επιβλήθηκαν από το Δ.Ν.Τ. και το Υπουργείο – ακριβώς το αντίθετο από τα είδη πολιτικής που εφάρμοσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη κατά την τρέχουσα κρίση – επιδείνωσαν την κατάσταση. Τελικά οι χώρες της Ανατολικής Ασίας ανέκαμψαν, όμως αυτό δεν συνέβη χάρη σε αυτές τις πολιτικές κατευθύνσεις, αλλά σε πείσμα τους.»

            «Ένα άλλο παράδειγμα προέρχεται από την Αργεντινή, η οποία, μετά τη χρηματοπιστωτική της κρίση, δεν ήξερε τι ποσά θα μπορούσε να πληρώσει στους πιστωτές της, κι έτσι πρότεινε μια ενδιαφέρουσα καινοτομία. Αντί να προσπαθήσει να πληρώσει περισσότερα απ' όσα μπορούσε και να οδηγηθεί σε μια νέα κρίση χρέους μερικά χρόνια αργότερα, πρότεινε την έκδοση ενός ομολόγου που να συνδέεται με το Α.Ε.Π. Το ομόλογο αυτό θα πλήρωνε περισσότερα εάν και εφόσον το εθνικό εισόδημα της Αργεντινής ανέβαινε, και η χώρα είχε τη δυνατότητα να πληρώσει πιο πολλά. Έτσι τα συμφέροντα των πιστωτών θα εναρμονίζονταν με εκείνα της Αργεντινής, και οι πιστωτές θα φρόντιζαν να συμβάλουν στην οικονομική μεγέθυνση της χώρας. Και σε αυτή την περίπτωση εναντιώθηκε η Γουόλ Στριτ.»

            «Η Δυτική Ευρώπη αδυνατούσε να καταλήξει σε συμφωνία για το πώς μπορούσε καλύτερα να βοηθήσει τους γείτονές της, κι έτσι πάσαρε την ευθύνη στο Δ.Ν.Τ. […]

            Η επιλογή του Δ.Ν.Τ. ως του θεσμού που θα διένειμε τα χρήματα ήταν αυτή καθαυτή προβληματική. Το Δ.Ν.Τ. δεν είχε κάνει απλώς ελάχιστα για να αποτρέψει την κρίση, αλλά είχε προωθήσει και την πολιτική της απορρύθμισης, η οποία περιελάμβανε την απελευθέρωση των κεφαλαιαγορών και των χρηματοπιστωτικών αγορών που συνέβαλε στη γένεση της κρίσης και τη ραγδαία εξάπλωσή της σε ολόκληρο τον κόσμο. Επιπλέον, τόσο αυτή όσο και άλλες πολιτικές κατευθύνσεις που προώθησε το Δ.Ν.Τ. -ακόμα και ο ίδιος ο τρόπος λειτουργίας του- αποτελούσαν "κόκκινο πανί" για πολλές από τις φτωχές χώρες που είχαν ανάγκη τα κονδύλια, αλλά και για τις χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής που είχαν μεγάλα αποθέματα ρευστών διαθεσίμων, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν αξιοποιηθεί για να δοθεί βοήθεια προς φτωχές χώρες που τα χρειάζονταν. Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας μιας αναπτυσσόμενης χώρας μού εκμυστηρεύτηκε μια άποψη που δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστη: η χώρα του έπρεπε να βρίσκεται στα τελευταία της για να στραφεί στο Δ.Ν.Τ.

            Έχοντας παρακολουθήσει το Δ.Ν.Τ. από κοντά, καταλάβαινα την απροθυμία κάποιων χωρών να απευθυνθούν σε αυτό για χρήματα. Στο παρελθόν το Δ.Ν.Τ. παρείχε χρήματα αλλά μόνο υπό αυστηρούς όρους που στην πραγματικότητα επιδείνωναν ακόμα περισσότερο τις υφέσεις στις χώρες που πλήττονταν. Οι όροι αυτοί είχαν στόχο να βοηθήσουν τους Δυτικούς πιστωτές να ανακτήσουν μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους απ' ό,τι θα ήταν δυνατό, παρά να βοηθήσουν την πληττόμενη χώρα να διατηρήσει την οικονομική ευρωστία της. Οι αυστηροί όροι που συχνά επέβαλλε το Δ.Ν.Τ. προξενούσαν ταραχές σε ολόκληρο τον κόσμο – με πιο γνωστές εκείνες που ξέσπασαν στην Ινδονησία κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ανατολική Ασία. […]

            Το Δ.Ν.Τ. ήταν μια κλειστή λέσχη πλούσιων βιομηχανικών χωρών, των πιστωτριών χωρών, την οποία διεύθυναν οι υπουργοί Οικονομικών και οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών τους. Οι απόψεις του περί καλής οικονομικής πολιτικής διαμορφώνονταν από τους ανθρώπους του χρηματοπιστωτικού χώρου – απόψεις που συχνά ήταν πλανημένες, όπως έχω εξηγήσει και όπως απέδειξε περίτρανα η κρίση. Μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν τη δυνατότητα να ασκούν βέτο ενάντια σε κάθε σημαντική απόφαση, και πάντα διόριζαν το νούμερο δύο στην ιεραρχία· η Ευρώπη πάντα διόριζε τον επικεφαλής. Ενώ το Δ.Ν.Τ. μιλούσε από καθέδρας περί καλής διακυβέρνησης, δεν εφάρμοζε όσα διακήρυττε. Δεν το χαρακτήριζε η διαφάνεια που απαιτούμε σήμερα από τους δημόσιους θεσμούς. […]»

            «Όπως αποδείχτηκε, η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς αποτελούσε δικαιολογία για καινούριες μορφές εκμετάλλευσης. "Ιδιωτικοποίηση" σήμαινε ότι οι ξένοι μπορούσαν να αγοράζουν σε χαμηλές τιμές ορυχεία και πετρελαιοφόρες περιοχές στις αναπτυσσόμενες χώρες. Σήμαινε επίσης ότι μπορούσαν να δρέπουν τεράστια κέρδη από μονοπώλια και οιονεί μονοπώλια, όπως στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. "Απελευθέρωση χρηματοπιστωτικών αγορών και κεφαλαιαγορών" σήμαινε ότι οι ξένες τράπεζες μπορούσαν να αποκομίζουν υψηλές αποδόσεις από τα δάνεια που χορηγούσαν και, όταν τα δάνεια έπαυαν να εξυπηρετούνται, το Δ.Ν.Τ. επέβαλλε την "κοινωνικοποίηση" των ζημιών, πράγμα που σήμαινε ότι ολόκληροι πληθυσμοί υποχρεώνονταν με το ζόρι να εξοφλήσουν τις ξένες τράπεζες. Στη συνέχεια, τουλάχιστον όπως συνέβη στην Ανατολική Ασία μετά την κρίση του 1997, κάποιες ξένες τράπεζες έβγαλαν ακόμα περισσότερα κέρδη από την αναγκαστική εκποίηση στοιχείων ενεργητικού που επέβαλε το Δ.Ν.Τ. στις χώρες που είχαν ανάγκη τα χρήματά τους. Η απελευθέρωση του εμπορίου σήμαινε επίσης ότι οι ξένες επιχειρήσεις μπορούσαν να εξολοθρεύουν νηπιακές βιομηχανίες, καταπιέζοντας την ανάπτυξη του επιχειρηματικού ταλέντου. Ενώ τα κεφάλαια διακινούνταν ελεύθερα, δεν συνέβαινε το ίδιο με την εργασία – με εξαίρεση την περίπτωση των πιο ταλαντούχων ατόμων, πολλά από τα οποία βρήκαν καλές δουλειές στη διεθνή αγορά εργασίας.»

            «Όπως είδαμε, στο ξεκίνημα της κρίσης σημειώθηκε μια σύντομη νίκη της κεϊνσιανής οικονομικής ανάλυσης, όταν ολόκληρος ο κόσμος πίστεψε ότι η κρατική δαπάνη δεν ήταν μόνο αποτελεσματική, αλλά και επιθυμητή και αναγκαία. Εδώ και έναν αιώνα μαίνεται μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο απόψεις, αυτή την κεϊνσιανή άποψη και τη "χουβεριανή" άποψη, σύμφωνα με την οποία για να αποκατασταθεί η δύναμη της οικονομίας πρέπει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη· και για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη πρέπει να μειωθούν τα ελλείμματα· και για να μειωθούν τα ελλείμματα πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες και να αυξηθούν οι φόροι. Τα προγράμματα του Δ.Ν.Τ. που εφαρμόστηκαν πριν από μια δεκαετία στην Ανατολική Ασία, τη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία προσέφεραν πειστικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, κανονικά, η χουβεριανή προσέγγιση δεν φέρνει αποτέλεσμα. Οι περικοπές δαπανών υπονομεύουν τη δύναμη της οικονομίας· η εξασθένηση της οικονομίας προκαλεί κάμψη των φορολογικών εσόδων, με αποτέλεσμα η μείωση του ελλείμματος να είναι μικρότερη από την προσδοκώμενη· δεν αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη, αλλά ούτε η κατανάλωση και η επένδυση. Η "νεράιδα της εμπιστοσύνης" είναι πιθανότερο να κάνει την εμφάνισή της με κεϊνσιανές πολιτικές που αποκαθιστούν την οικονομική μεγέθυνση παρά με μέτρα λιτότητας που την καταστρέφουν. Παρά τις αδιάκοπες αποτυχίες τους οι χουβεριανοί έχουν επιστρέψει και, ενώ σε μερικές χώρες -όπως το Ηνωμένο Βασίλειο- βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη μια ιδεολογική μάχη, σε άλλες χώρες -όπως η Γερμανία- φαίνεται πως έχουν πάρει το πάνω χέρι οι χουβεριανοί.»

            «Μια διέξοδος που έχει προταθεί για την Ισπανία και τις άλλες χώρες είναι να απεργαστούν το ισοδύναμο μιας υποτίμησης – μια ομοιόμορφη μείωση μισθών. Πιστεύω ότι αυτό είναι ανέφικτο, και ότι οι επιπτώσεις του ως προς την κατανομή του εισοδήματος είναι απαράδεκτες. Στην πράξη οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να μειώσουν υποχρεωτικά άλλους μισθούς εκτός από εκείνους των δημόσιων υπαλλήλων. Σε κάποιες χώρες, όπου οι δημόσιοι υπάλληλοι εισπράττουν υπερβολικά υψηλούς μισθούς, κάτι τέτοιο ίσως είναι λογικό· αλλά σε άλλες χώρες, όπου οι αποδοχές τους είναι ήδη χαμηλές, μια τέτοια κίνηση θα περιορίσει ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα του κράτους να προσλαμβάνει τα ικανά άτομα που χρειάζεται για να παρέχει απαραίτητες δημόσιες υπηρεσίες. Οι κοινωνικές εντάσεις θα είναι τεράστιες. Αλλά ακόμα και οι οικονομικές συνέπειες μπορεί να είναι δυσμενείς: καθώς μειώνονται οι μισθοί και οι τιμές, θα περιοριστεί η δυνατότητα των νοικοκυριών να ανταποκρίνονται στις δανειακές τους υποχρεώσεις· θα αυξηθούν οι χρεοκοπίες, όπως και τα προβλήματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η ιδέα ότι η περικοπή μισθών αποτελεί λύση για τα προβλήματα της Ελλάδας, της Ισπανίας και άλλων χωρών της Ε.Ε. αποτελεί σκέτη φαντασιοκοπία.»