Graffito: Η Αποκάλυψις του Παύλου

Η Αποκάλυψις του Παύλου*

Του Γιάννη Στρούμπα

Μνήμη Παύλου Μάτεσι

Μια θανατηφόρος μεταδοτική ασθένεια ενσκήπτει στην πρωτεύουσα του Έθνους. Εκδηλώνεται για πρώτη φορά στην Κρατική Βουλή. Έκτοτε εξαπλώνεται ραγδαία και σπέρνει τον θάνατο σ’ όποιον συναντά στο διάβα της. Η μετάδοση της νόσου συνοδεύεται από φυσικά κι αφύσικα συμβάντα που υπάγονται στη διασάλευση της καθεστηκυίας τάξης.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής»,  αρ. φύλλου 292, 1/4/2010.

Κότες εκτοξεύονται στη στρατόσφαιρα, χερουβείμ εκπίπτουν στη γη, αγάλματα δραπετεύουν από τα μουσεία, καβούρια φωλιάζουν σε καμπαναριά, ιδρύονται αντιστασιακές ομάδες που επιδίδονται σε πυρπολήσεις, νησιά ναυαγούν, βουλιάζουν και ταξιδεύουν στους ωκεανούς, η Βουλή καταβαραθρώνεται στα έγκατα της γης. Η διατάραξη που προκαλείται από το μεταφυσικό σκηνικό της Αποκαλύψεως μιας τιμωρού επιδημίας σηματοδοτεί την αποψίλωση του πληθυσμού, με την παράλληλη ανακούφιση των λίγων που κατορθώνουν να επιβιώσουν. Τα ανωτέρω μυστηριακά λαμβάνουν χώρα στο μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι «Graffito», το δέκατο πεζογραφικό του έργο.

Κινούμενος, κατά την προσφιλή του τακτική, στον χώρο του φανταστικού, ο Μάτεσις ανατρέπει τη φυσική τάξη, προβαίνοντας παράλληλα σε απίθανους συγκερασμούς εποχών και παραδόσεων. Η κατάρρευση της ηλεκτροδότησης λόγω του λοιμού επιβάλλει την επικοινωνία μέσω φρυκτωριών. Τα μηνύματα χαρακτηρίζονται «φρυκτωριανά e-mail» (σελ. 114). Το νησί Μέδουσα, καθώς αποκολλείται από τη βάση του και διαπλέει τους ωκεανούς, συναντά τον Μεγάλο Αλέξανδρο, ο οποίος ακούει σε κοχύλι μουσική του Μότσαρτ, προερχόμενη από τη Μίεζα, όπου η έδρα της σχολής του Αριστοτέλη (σελ. 121). Κανένας συγκερασμός του Μάτεσι δεν είναι κούφιος εντυπωσιασμός. Καθένας διεκδικεί τη συγκαλυμμένη λειτουργικότητά του υπηρετώντας το σύνολο του μυθιστορήματος. Η συνύπαρξη, για παράδειγμα, του Αριστοτέλη με τον Μότσαρτ είναι, μέσα στη γενικότερη διάλυση κι ανατρεπτική διάθεση του μυθιστορήματος, η δήλωση της πεποίθησης πως η αισθητική ομορφιά διατηρεί τη διαχρονικότητα και την αξία της, απ’ όποια εποχή κι απ’ όποιον τόπο κι αν προέρχεται.

Η διαχρονικότητα της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης και των συμπεριφορών που πάγια απορρέουν απ’ αυτήν επιτρέπουν στον Μάτεσι, στο πλαίσιο των παραπάνω συγκερασμών, όχι μόνο να φέρνει σε επαφή μεταξύ τους ανθρώπους διαφορετικών εποχών, μα και να εισάγει στο έργο του, στο πλάι των μυθιστορηματικών του ηρώων, ήρωες άλλων συγγραφέων, ακόμη και πρόσωπα πραγματικά, μέχρι τον ίδιο του τον εαυτό. Μεταξύ των ηρώων του «Graffito» πρωταγωνιστεί, πρωτοστατώντας στους αντιστασιακούς εμπρησμούς, η θεία Φωτούλα, το σατιρικό εύρημα του υπαρκτού σκιτσογράφου και δημοσιογράφου Στάθη Σταυρόπουλου (σελ. 82). Ο σκιτσογράφος απολαμβάνει τον δικό του ρόλο στο μυθιστόρημα ως εμπνευστής του δημιουργήματός του στην αντιστασιακή του δράση. Στο πλάι τους ο ίδιος ο Μάτεσις φροντίζει για τη θεωρητική διαφώτιση της θείας Φωτούλας, όπως προκύπτει από την ταύτισή του με τον συγγραφέα του θεατρικού έργου «Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο», που ανήκει βεβαίως στον ίδιο (σελ. 86).

Ο καλπασμός του φανταστικού στοιχείου στο «Graffito» δεν αποκόβει σε καμία περίπτωση τον μυθιστορηματικό μύθο από τα ρεαλιστικά του ερείσματα. Το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον συνιστά εφαλτήριο ποικίλων φιλοσοφικών σχολίων και αχαλίνωτης κριτικής. Στην αποδημία των ενοίκων της Βουλής στον άλλο κόσμο «ανεξαρτήτως ιδεολογίας και φρονημάτων» (σελ. 11) διαπιστώνεται ρητώς πως ο θάνατος υπερβαίνει κάθε διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους. Στην ανάγκη του ηγέτη της Εθνοδεξιάς, καθώς πλέει στην Αχερουσία, να στείλει στο καθαριστήριο το λερωμένο του κοστούμι (σελ. 12) κατατίθεται, μέσα από την ειρωνική ματιά του συγγραφέα, η ματαιότητα των εγκοσμίων.

Η παράλληλη πολυθεματική κριτική που ασκείται ερείδεται σε πολύ συγκεκριμένες ρεαλιστικές αφετηρίες. Τα σταυρουδάκια και τα φυλακτά των εξαερωμένων ραδιοφωνικών εκφωνητριών (σελ. 41) σχολιάζουν καυστικά τη θρησκοληψία, που αποδεικνύεται ανεπαρκής προστασία για τη σωτηρία των πιστών. Η θρησκευτική κριτική είναι ακόμη εναργέστερη στην περίπτωση των ρομπότ που αναλαμβάνουν το ρόλο του εξομολογητή, χωρίς μάλιστα να «βγάζουν βούκινο» κατόπιν τις εξομολογήσεις (σελ. 59), όπως συμβαίνει αντιθέτως με πολλούς θρησκευτικούς λειτουργούς. Η μετάθεση των ευθυνών («είμεθα Υπουργείο Υγείας, όχι Ασθενειών. Θα έλεγα, εάν είναι επείγον, αποταθείτε στο Υπουργείο Πυροσβέσεων», σελ. 16) διακωμωδεί -ή μάλλον διεκτραγωδεί- τον πολιτικό καιροσκοπισμό. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται ο καυτηριασμός των πολιτικών ηγεσιών που εναλλάσσονται στην εξουσία για να συμβάλουν στην επίλυση των προβλημάτων, μα που στην πραγματικότητα ανακατανέμουν τους πολιτικούς ρόλους στη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος («θα δίνουμε μποναμάδες όπου μας ψηφίζουνε», σελ. 113). Η σωτηρία, πάλι, του Άντρου της Θέμιδος από την αρρώστια (σελ. 37-38) αποδοκιμάζει έμμεσα τη διαιώνιση μιας διεφθαρμένης δικαιοσύνης, που δεν πλήττεται από τίποτα!

Η θεματική του Μάτεσι υπηρετείται από την εμπνευσμένη χρήση της γλώσσας, η οποία απογειώνει το κείμενο. Ο λοιμός, σαν σκηνικό της υπερβατικής κρίσης ενός διεφθαρμένου κόσμου, εξιστορείται στην πεπατημένη γλωσσική οδό της Βίβλου, σε μια αποτελεσματική παρωδία του βιβλικού ύφους: «Και συνέβη την τέταρτη ημέρα του αστικού λοιμού […]» (σελ. 36)· ή «Και συνέβη από την πέμπτη ημέρα του λοιμού […] (σελ.68). Παράλληλα, καλλιεργώντας μία γλώσσα πολυσήμαντη με την καίρια επιλογή των κατάλληλων λέξεων, ο Μάτεσις δομεί έναν λόγο μεστό και πυκνό. Όταν, για παράδειγμα, βουλευτής της Εθνικόφρονος Αριστεράς πεθαίνει «εγκαινιάζοντας» τον λοιμό (σελ. 10), τα «εγκαίνια» δεν περιγράφουν μόνο την έναρξη της επιδημίας, αλλά σχολιάζουν και την αντίστοιχη δημοσιοσχεσίτικη επίδοση του πολιτικού κόσμου. Παρομοίως, η «ξεδιάντροπα πεταγμένη έξω» γλώσσα του νεκρού (σελ. 10) δεν δηλώνει απλώς μία σωματική εκδήλωση του θανάτου· δηλώνει την ολοκληρωτική κατάπτωση, τον εξευτελισμό του ανθρώπου με τον θάνατο, παρά τις ενδυματολογικές του απόπειρες εξωραϊσμού (κοστούμι και γραβάτα) κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ταυτόχρονα γελοιοποιεί τον θεσμό της Βουλής βγάζοντάς του σκωπτικά τη γλώσσα, κοροϊδεύει τη ζωή που αποδεικνύεται πεπερασμένη και μάταιη, και καθιστά το νεκρωμένο όργανο του λόγου ομιλούν ακόμη και μετά θάνατον! Επιπλέον, η γλωσσοπλαστία του Μάτεσι διακονεί την παρωδία καταστάσεων, όπως συμβαίνει με τη μοναχή Πανσέμνη (καρικατούρα σεμνότητας) της Μονής Τεκνοπαιδίου (σελ. 61) – σατιρικού επιγόνου της πολιτικά επίκαιρης Μονής Βατοπεδίου -, η οποία Πανσέμνη, στην απόπειρά της να καταστεί στο πλευρό των υπόλοιπων οσίων συν-οσία τους, καταφεύγει στη… συνουσία! Μάλιστα, η αποτυχία της απόπειρας καταλήγει στην επιστροφή της Πανσέμνης στη Μονή με την κορυφαία εκ μέρους της φράση «Ήρθα Μονή στον τόπο σου» (σελ. 64)!

Παρακμιακές καταστάσεις όπως η ανωτέρω ερμηνεύουν το graffito «Όχι άλλη Εκκλησία. Απαιτούμε τον από μηχανής Χριστό!» (σελ. 58), που εντοπίζεται σε εκκλησιαστική περιφέρεια, απ’ όπου κι ο τίτλος του μυθιστορήματος. Ο από μηχανής Χριστός δεν θα εμφανιστεί τελικά για να σώσει την κατάσταση. Τον ρόλο Του ωστόσο τον αναλαμβάνει ο ίδιος ο Μάτεσις: μέσα από τη συμπαντική συντέλεια του λοιμού επιφέρει τις ριζικές εκείνες επεμβάσεις που οδηγούν στην κάθαρση. Όχι μέσα απ’ την ημέρα της κρίσεως της Αγίας Γραφής· μα μέσα απ’ την προσωπική του Αποκάλυψη του ανόσιου κι ευλογημένου του «graffi-to». Με μια γραφή διαβολική κι αγία. Με λιτότητα και πυκνότητα. Με χιούμορ και μπρίο. Με καυστικότητα και ειρωνεία. Με ισχυρό λογοτεχνικό αποτύπωμα που εγχαράσσεται στη μνήμη. Σαν βαθύ αποφθεγματικό «graffito».

Παύλος Μάτεσις, «Graffito», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2009, σελ. 168.

 «[…] καλού κακού, ας φύγω εγώ, αποφάσισε αλτρουιστικά (ήταν κατεξοχήν θρησκευόμενος), μην τυχόν κολλήσω κι εγώ την ασθένεια και μου την αρπάξει ο δεύτερος γιος μας, μοναχογιός αυτός πλέον και τον προορίζω για βουλευτική καριέρα. Πάντως, για να λέμε τα σύκα σύκα από θεοτικής πλευράς, δεν θα είμαι ο πρώτος που θυσιάζει γιο. Εδώ διάσημοι προφήτες, μεγάλες φίρμες, όπως ο Αβραάμ, μήπως δεν προθυμοποιήθηκε να σφάξει το μοναχοπαίδι του, χατιράκι στον Ύψιστο; Και μάλιστα είχε χτίσει και σπέσιαλ θυσιαστήριο ο κυρ Αβραάμ. Θα μου πεις, του έλαχε ευτυχές τέλος του τυχεράκια. Άσε που ο Αβραάμ ήταν και θείος του Λωτ. Άσε, αποφάσισε, εδώ υπεισέρχονται Σόδομα και Γόμορρα, αλλιώτικα θρησκευτικά έθιμα, παρόμοια με την αμερικάνικη political religion, αν και ο Λωτ παίρνει απαλλαγή ως φιλόξενος τύπος – αρνήθηκε να παραδώσει στους Σοδομίτες τους δύο σερνικούς αγγέλους που τον είχαν επισκεφθεί ως ταχυδρόμοι του Υψίστου, που οι ντόπιοι τους λιμπίστηκαν, ο Λωτ πετυχαίνει ιστορικό συμβιβασμό και, για να γλιτώσουν την οπισθία παρθενία τους οι δύο άγγελοι, ο Λωτ παραδίνει τις δύο θυγατέρες του, παρθένες υπ’ όψιν, στον σερνικό όχλο, και έτσι ετήρησε επικοινωνιακά τους κανόνες της φιλοξενίας, κάτι ασορτί με τα κλασικά ελληνικά ιδεώδη. […]»

(«Διπλωμάτης γλωσσομαθής, κάτοχος της ισλαμικής», σελ. 46-47.)

 

«[…] Η Γοργόνα δεν πολυσύχναζε στα ανάκτορα του Φίλιππου, μπαμπά του Αλέξανδρου, επειδή και τη ζήλευε η μαμά του η Μυρτάλη, αλλά και ο Αλέξανδρος τότε έλειπε, είχε πάει για τρία χρόνια μετεκπαίδευση μαθητής σ’ έναν καθηγητή, είχε τη σχολή του κοντά σε μία πολίχνη, τη Νάουσα. Τη σχολή την έλεγαν Μίεζα. Και όταν ο Αλέξανδρος γύρισε στο παλάτι, η μητέρα του (Ολυμπιάς λεγόταν τώρα, είχε πάρει καλλιτεχνικό ψευδώνυμο μετά τον γάμο της με τον Φίλιππο) δεν ήθελε γυναίκες στο παλάτι της, επειδή ο άντρας της ήταν και διάσημος βασιλέας, πολέμαρχος, αλλά και πολύγαμος, αν και επιφανής κωλομπαράς. Και, έλεγε, καλύτερα να μη μένει μαζί με τον πατέρα του ο Αλέκος, μήπως και αποχτήσει αποκλίνοντα ήθη. Και ο μικρός Αλέκος πήγε στο Εξωτερικό -ανατολίτικο, αλλά δεν έπαθε τίποτα-, έγινε Μέγας Αλέξανδρος και τώρα πλέον, όπως είχε διαρρεύσει στα παγκόσμια κανάλια, παρέα με την αδερφή του και τη θεία Φωτούλα διατρέχει τον κόσμο, πάνε από πελάγους εις πέλαγος, η Μέδουσα κρατεί το πηδάλιο, ο Αλέξανδρος με τη θεία Φωτούλα ανταλλάσσουν εντυπώσεις, απόψεις και αναμνήσεις. […]»

(«Η Νήσος κάνει πανιά. Ο Μεγαλέξανδρος ζει», σελ. 118-119.)

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.