Eκπαιδευτική συγκυρία 2004

   Η  διαφαινόμενη πολιτική και  εκπαιδευτική συγκυρία μετά τις 7 του  Μάρτη.

 Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα

 

Ι. Μια αρχική προσέγγιση της πολιτικής συγκυρίας.

 Το   κόμμα που κυβέρνησε πολύ έξυπνα τη χώρα μας από το 1981, έδειξε πρόσφατα  ότι διαθέτει τεράστια αίσθηση του χρόνου. Με την θεαματική κίνηση των γιορτών ανέτρεψε την βεβαιότητα της ήττας του, μειώνοντας τη διαφορά  των 8 μονάδων σε 4 στην πρώτη φάση της νέας του επίθεσης, που  κατά την γνώμη πολλών πια  δεν έχει απλά επικοινωνιακά χαρακτηριστικά.

Πρόκειται[i] για την νέα του μετάλλαξη. Τέτοιες μεταλλάξεις κάνει συνεχώς από το 1975, όταν με συνοπτικές διαδικασίες έκανε τις πρώτες διαγραφές των στελεχών της «Δημοκρατικής άμυνας».

Είναι φανερό, πρώτον, πως το αστικό σύστημα υπό την ηγεσία των μεγάλων οικονομικών παραγόντων και όχι μόνο, επιδιώκει μικρή διαφορά πρώτου και δεύτερου κόμματος και όχι άμεσες και ριζικές ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό και στη σημερινή φάση. Είναι η φάση που  όλες οι εκφάνσεις της παραδοσιακής αριστεράς,  έχουν άλυτα τα  βασικά ζητήματα στρατηγικής τους.

 Έτσι λοιπόν, μια αρκετά μεγάλη διαφορά  μεταξύ 1ου και 2ου κόμματος στις επικείμενες εκλογές, θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου για τον χαμένο. Σε μια τέτοια περίπτωση η ενότητα του ηττημένου κόμματος θα γινόταν μετά τις εκλογές παρελθόν. Μια νέα περίοδος δημιουργίας «καινούργιων» πολιτικών κομμάτων θα άνοιγε. Η διαφαινόμενη μικρή διαφορά 1ου και 2ου κόμματος οδηγεί όμως με ασφάλεια στα συμπεράσματα πως:

1). Τα λαϊκά συμφέροντα έχουν ήδη ηττηθεί πριν φτάσουμε καν στις εκλογές.

2). Η δυνατότητα ανάπτυξης ενός νέου κινήματος που θα ψηλαφίσει το πραγματικά νέο υπόδειγμα, που μπορεί να ανοίξει δρόμους πέρα από την κεφαλαιοκρατία θα καθυστερήσει και πάλι.

3). Η πολιτική φιλοσοφία για τη γονιμοποίηση της κλασσικής ανάλυσης  περί πάλης των τάξεων – που όχι μόνο δεν καταργείται αλλά και παίρνει νέα χαρακτηριστικά  – με τα ζητήματα των πολιτιστικών, πολιτισμικών, θρησκευτικών και εθνικών ταυτοτήτων σε ένα νέο δημιουργικό επίπεδο περιορίζεται αναγκαστικά μόνο στις πολύ μικρές ανθρωπολογικές κλίμακες.

Δεύτερον, είναι αδιαμφισβήτητη η διατήρηση της ενότητας του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος  ΠΑΣΟΚ και η αδιαφιλονίκητη ηγετική θέση του Γιωργάκη Παπανδρέου, ανεξαρτήτως αν χάσει ή κερδίσει το «ΠΑΣΟΚ» στις εκλογές. Πήρε ένα κόμμα που δεν είχε πιθανότητες ανάτασης και το έκανε διεκδικητή της νίκης στις εκλογές μέσα σε 2,5 μήνες. Η διατήρηση της ενότητας του κόμματος αυτού μετά τις εκλογές είναι βέβαιη, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Οι μη σκεπτόμενοι πια «σοσιαλιστικά» οπαδοί του, κατάπιαν αμάσητους τους άκρατους διαφωτιστές και νέο-φιλελεύθερους Μάνο, Αδριανόπουλο, Ανδρουλάκη, Δαμανάκη, όπως πριν τους Κοντογιαννόπουλο και Μπίστη.

Βέβαια δεν έχουν την δυνατότητα να ρουφήξουν περισσότερο τους οπαδούς του πασοκογενούς ΔΗΚΚΙ, πράγμα που πέτυχαν στις εκλογές του Απρίλη του 2000. Μπορούν όμως να πάρουν τους έτοιμους από καιρό ψηφοφόρους της δεξιάς πτέρυγας του άλλου μεταλλασόμενου κόμματος της «ανανεωτικής αριστεράς», χωρίς κόπο… 

Έτσι τελικά η πιθανότητα ένα ρεύμα των λεγομένων «παλαιοκομματικών» ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο δεν μπορεί να γλιστρήσει προς τα αριστερά, αλλά αντίθετα πολλοί ερμαφρόδιτοι «αριστεροί» θα εγκλωβιστούν πάλι στη νέα παράταξη που γεννιέται. Για το αστικό σύστημα έπρεπε με κάθε θυσία να αποφευχθεί η κίνηση προς τα αριστερά και να δημιουργηθεί η ροή προς τα δεξιά. Αυτό ήδη έχει επιτευχθεί.

Επομένως το συνολικό ποσοστό της αριστεράς θα μειωθεί   και ο ΣΥΡΙΖΑ πιθανόν να διασωθεί από το άνοιγμά του στα πιο ευέλικτα ρεύματα της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς και καθαρμένος σε μεγάλο βαθμό από τα βαρίδια των πιο ονομαστών σοσιαλφιλελεύθερων, που έφυγαν, μαζί με τους ψηφοφόρους τους…

Το ΚΚΕ επιμένει στην απόλυτη σεχταριστική του  αντίληψη για την πολιτική τακτική στους χώρους εργασίας και τελευταία και στις τοπικές κοινωνίες. Αν συνδυαστεί αυτό με τον στρατηγικό του φόβο απέναντι στα κινήματα, τις τοπικές συλλογικότητες και την έλλειψη βαθιάς αυτοκριτικής για υπόδειγμα που κατέρρευσε, το οδηγεί στο πολιτικό περιθώριο μεν, αλλά στη διατήρηση των εκλογικών ποσοστών του δε.

 Τη τύχη του αυτή θα την ακολουθήσουν και όσες πολιτικές οργανώσεις της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς δεν καταφέρουν να απεγκλωβιστούν από τα ιστορικά αυτά σύνδρομα. 

Κατά τρίτον,   η δυνατότητα που πήρε «εν λευκώ» ο Γ. Α. Παπανδρέου για την οριστική μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ, με τις  απολυταρχικού τύπου δυνατότητες που απέσπασε από την άμεση εκλογή του, έλαβε στην ουσία τη δυνατότητα να διαλύσει το ΠΑΣΟΚ στο όνομα της δημοκρατικής παράταξης, χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα εκλεκτορικό σώμα, χωρίς δεσμεύσεις από μηχανισμούς, όπως αρέσκεται να καυχάται. Οδηγεί επομένως ένα βήμα πιο μπροστά και από τους Αμερικανούς την υπόθεση του δικομματισμού, όχι με ένα νέο δημοκρατικό κόμμα, μα με μια «δημοκρατική παράταξη»!

Πως εξηγείται όμως μια παγιωμένη διαφορά ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να ανατρέπεται τόσο εύκολα μέσω ενός παιχνιδιού του θεάματος; Οι λόγοι κατά την γνώμη μου είναι:

1ον. Η αδιαμφισβήτητη και οριστική ήττα του αριστερού υποδείγματος των τελευταίων 150 χρόνων, σ όλες του τις εκδοχές (σοσιαλδημοκρατική ή κομμουνιστική).

2ον. Η μοναδικότητα του νεοκαπιταλιστικού σχεδίου διαχείρισης των κοινωνιών. Ενός σχεδίου που υλοποιείται εδώ και 2,5 10ετίες χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο.

3ον. Η αδυναμία των νέων κινημάτων στο να διαμορφώσουν και να επιχειρήσουν να επιβάλλουν ένα εναλλακτικό σχέδιο στο νέο αστικό υπόδειγμα.

4ον. Η έλλειψη παγιωμένου πολιτικού πολιτισμού αλληλεγγύης και συλλογικών υποδειγμάτων σε ανοικτές διαδικασίες εντός των λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων και των διανοουμένων, όχι μόνο στα ζητήματα της εργασίας αλλά και στα ζητήματα των τοπικών κοινωνιών.

5ον. Ο αρνητικός τρόπος που λειτουργούν οι οργανωμένες πολιτικές ομάδες, κύρια στις αριστερές εκδοχές,  με έλλειψη πολιτικής εμπιστοσύνης τόσο απέναντι στα κινήματα  όσο και στις τοπικές κινήσεις όταν πάνε να γεννηθούν.

Τα παραπάνω έχουν οδηγήσει τους εργαζόμενους στην εξεύρεση ατομικών λύσεων για τα εργασιακά τους προβλήματα, στην αποχή από τα ζητήματα που αφορούν τις τοπικές κοινωνίες και επομένως στην σχεδόν παντελή έλλειψη πίστης στους συλλογικούς αγώνες. Η αποθέωση του ατόμου λοιπόν στο χώρο της ανθρωπολογίας συμπληρώνει το καρρέ.  

Ο «πολιτισμός», με  τα  καλβινικά θρησκευτικά χαρακτηριστικά, της κεφαλαιοκρατίας  μας εξουσιάζει. Επιβάλλεται με την  απόλυτη προτεραιότητα της οικονομίας έναντι της  κοινωνιολογίας στο χώρο της πολιτικής, της απόλυτης υπερεξειδίκευσης, της εργαλειοποίησης και του τεχνοκρατισμού στο χώρο της επιστήμης, της κυριαρχίας της τεχνολογίας απέναντι στην ποιότητα ζωής και τη φύση, του άκρατου ορθολογισμού ή ιδεαλισμού – μανιχαϊσμού – στο χώρο της φιλοσοφίας και του αντιδραστικού «θανάτου του Θεού»  στο χώρο της θεολογίας.  Αυτός ο «πολιτισμός» είναι έτοιμος και στη χώρα μας να γίνει απόλυτος  αφέντης και αγάς στο νέο κύκλο που ανοίγουν αυτές οι εκλογές. 

Στο χώρο λοιπόν της μικροπολιτικής οι  πολίτες, μη έχοντας   καμιά συλλογική εναλλακτική λύση ήταν  και είναι εύκολο (αφού κινούνται μόνο με βάση την ατομική λύση) να μετακινηθούν από τον ένα στον άλλο διαχειριστή ακόμα και την τελευταία στιγμή.

Στο χώρο της στρατηγικής, η εύκολη λύση του φονταμενταλισμού, σπρώχνει  μεγάλα στρώματα στη λαϊκή δεξιά  που χρησιμοποιεί  τη θρησκευτική συντήρηση και στον πολιτικό σεχταρισμό μεγάλα κομμάτια της παραδοσιακής αριστεράς, με ακραία χαρακτηριστικά θρησκευτικού τύπου. Πρόκειται για τον αριστερό φονταμενταλισμό.

Για όσο καιρό ένα νέο δυναμικό υπόδειγμα απέναντι στον νεοκαπιταλισμό δεν θάχει γεννηθεί, γονιμοποιώντας ότι θετικό μας άφησε η αριστερά στο ζήτημα της εξέλιξης των κοινωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο (χρόνος) και τα παραδοσιακά πολιτισμικά χαρακτηριστικά που παγιώθηκαν σε μεγάλες ιστορικές περιόδους  σ’ ανατολή και δύση, βορρά και νότο (χώρος), ο νεοφιλελευθερισμός στη χώρα μας θα είναι πανίσχυρος.

 II. Μία πολιτική πρόβλεψη.

Σ’ αυτό το σημείο θα ήταν ενδιαφέρουσα η δυνατότητα ασφαλούς πρόβλεψης του εκλογικού αποτελέσματος. Αρκετοί  ισχυρίζονται, και προσωπικά συμφωνώ, ότι είναι δυνατή μια τέτοια πρόβλεψη χρησιμοποιώντας καθαρά πολιτικά επιχειρήματα.

Εξ άλλου με βάση την ήδη μικρή διαφορά των δύο κομμάτων, κυρίως όμως με βάση τα όσα πριν αναφέρθηκαν για τον τρόπο με τον οποίο κυριαρχεί ο σύγχρονος (μεταμοντέρνος) διαφωτισμός,   είναι φανερό πως με συγκεκριμένες ενέργειες της τελευταίας στιγμής μπορεί να διαμορφωθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα για τις κυρίαρχες τάξεις. Διότι στην σημερινή φάση το ποσοστό των κοινωνικών ρευμάτων που έχει αποδεσμευτεί από τον εξουσιαστικό τρόπο της πολιτικής είναι μικρό. Άρα το θέμα λοιπόν εντοπίζεται στο πιο είναι το επιθυμητό γι αυτές αποτέλεσμα: ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ;

Έχουμε ήδη δεχτεί πως ο ένας πόλος του νέου αστικού κυβερνητισμού (ΠΑΣΟΚ) έχει εξασφαλίσει την βιωσιμότητά του ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος. Θα ήταν όμως αφελές να πιστέψει κανείς πως οι αστικές δυνάμεις ενδιαφέρονται μόνο για τον ένα πόλο και αδιαφορούν εντελώς για το τι συμβαίνει με τον άλλο, δηλαδή στο 45% του ενεργού εκλογικού σώματος.

Το τι συμβαίνει στις  κοινωνικές δυνάμεις που συγκρατεί  η παράταξη της ΝΔ είναι εξίσου ενδιαφέρον για τους αστούς, όσο είναι και για τις δυνάμεις που συγκρατεί  η παράταξη του ΠΑΣΟΚ.

-Σημαντικό δεδομένο για να προσεγγίσουμε  την παράταξη της ΝΔ είναι ο εμφανής και αποδείξιμος διαχωρισμός του σε δύο τμήματα. Το εκσυγχρονιστικό 15%  (από το 45%) της «δύναμής» της και το υπόλοιπο 30% που εκφράζει τη λαϊκή δεξιά. Μέσα σ’ αυτό ένα σημαντικό ποσοστό εκφράζει την νέου τύπου ακροδεξιά. Η παραπάνω ποσόστωση είναι αυτή που εκφράστηκε στο συνέδριο της ΝΔ που εξέλεξε τον Κ. Καραμανλή.

-Το δεύτερο δεδομένο γι αυτή την κοινωνική παράταξη είναι η μακρά απουσία της από την κυβερνητική διαχείριση. Αυτό έχει δημιουργήσει ισχυρές φορτίσεις και απωθημένα στο εσωτερικό της.

-Το τρίτο δεδομένο γι αυτή την παράταξη είναι η πολιτική που αυτή εκφέρει  μέσω των πολιτικών εκπροσώπων της, συμπιεσμένη τόσο από την εκσυγχρονιστική, όσο  και τη λαϊκοδεξιά της πτέρυγα. Είναι φανερό πως αυτή η πολιτική δεν είναι ότι καλύτερο για την προώθηση  ακόμη περισσότερο του νέου αστικού σχεδίου. Δεν  αρμόζει δηλαδή αυτή η πολιτική με την νέα αστική παγκοσμιοποίηση και παγκοσμιοκρατία.

 Όσο κι αν είναι αλήθεια πως οι προεκλογικές υποσχέσεις είναι άλλο, και άλλο η διακυβέρνηση, η ΝΔ ως κυβέρνηση θα έχει ισχυρά βαρίδια, αν αναλάβει δηλαδή τέτοια ευθύνη, από τη λαϊκοδεξιά της πτέρυγα. Οι τελευταίες εξελίξεις με την προσχώρηση και του νεοπατριωτικού ρεύματος (Παπαθεμελής, Σαμαράς, Πέτσος) στη ΝΔ, εξασθενίζει ακόμα περισσότερο το εκσυγχρονιστικό μπλοκ στη ΝΔ (εξού και η αντίδραση του Μητσοτακισμού) και δυναμώνει τη λαϊκοδεξιά μερίδα της.

Αυτές οι εξελίξεις, μαζί με το βεβιασμένο κλείσιμο, πριν τις εκλογές, του Κυπριακού, ώστε η όποια κυβέρνηση προκύψει να είναι δεσμευμένη και άφωνη, δεν είναι παρά προπομποί ευρύτερων πανευρωπαϊκών εξελίξεων. Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει στις δύο κύριες παρατάξεις των  πολιτικών δυνάμεων στην χώρα μας δεν είναι παρά επεισόδια ευρύτερων πανευρωπαϊκών εξελίξεων.

Στην Ε.Ε. πρέπει να παρθούν αποφάσεις για το στρατηγικό χαρακτήρα της ένωσης. Τα δύο πανευρωπαϊκά   πολιτικά ρεύματα, που ηγούνται της Ε.Ε., με ταχύτατους ρυθμούς συγκροτούνται για την επερχόμενη διαμάχη: Συνομοσπονδία ή Ομοσπονδία;

Οι οπαδοί της ομοσπονδίας είναι εκείνοι του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, της λογικής του παγκόσμιου χωριού. Αυτοί ευνοούν μια Ε.Ε. που οι σημερινές χώρες δεν θα είναι παρά ουσιαστικά επαρχίες του νέου Ευρωκράτους, κατά τα πρότυπα των πολιτειών της Αμερικής. Η πολιτική τους ευνοεί την υποβάθμιση μέχρις εξαφάνισης των εθνικών σημερινών κρατών. Δουλεύουν για μια Ευρωπαϊκή ταυτότητα που θα αφομοιώσει πλήρως τις «εθνικές» ταυτότητες. Η Αμερικάνικη υπερδύναμη ευνοεί αυτές τις τάσεις, γιατί  έχει εμπιστοσύνη στην παγκόσμια ισχύ της, εκτιμά πως μέσα απ’ αυτήν την διαδικασία ευνοείται τελικά ο έλεγχος της Ευρώπης από την ίδια.

Οι οπαδοί της συνομοσπονδίας μιλάνε για μια Ευρώπη «αυτόνομων» και συνεργαζόμενων κρατών, που το σημερινό εθνικό κράτος διατηρεί ένα μέρος της κυριαρχίας του και οι λαοί ισχυρό μέρος της ταυτότητάς τους.

Το σημαντικότερο μέρος των δυνάμεων που συγκροτεί το σημερινό ΠΑΣΟΚ είναι με την πρώτη άποψη. Ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο με τις προσχωρήσεις των τελευταίων ημερών.

Αντίθετα το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων που συγκροτούν την ΝΔ είναι με την δεύτερη άποψη και επίσης αυτές ενισχύθηκαν με την προσχώρηση Παπαθεμελή, Σαμαρά, Πέτσου, κ.λ.π.      

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί πως τα δύο αυτά ρεύματα δεν είναι τα μοναδικά, παρ’ ότι είναι τα κυρίαρχα. Μέσα από πολλές και διαφορετικές διεργασίες στα κινήματα,  σε αρκετούς  διανοούμενους, αλλά και σε ρεύματα μέσα και έξω από οργανωμένες  πολιτικές συλλογικότητες φαίνεται να εγκυμονείται μια άλλη αντίληψη για τη συγκρότηση της Ευρώπης που δεν θα γεννηθεί απαραίτητα ούτε από τα παλιά έθνη κράτη, ούτε από τους μηχανισμούς της απολυταρχικής και όχι μόνο Ε.Ε. Διότι τα παλιά έθνη -κράτη είναι προϊόντα της προηγούμενης φάσης της νεωτερικότητας, ενώ η  Ε.Ε. είναι ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη μετακαπιλιταστική Ευρώπη.

Μια υπερεκτίμηση  λοιπόν, αυτών  των δεδομένων θα οδηγούσε στο συμπέρασμα πως η ΝΔ δεν είναι αρεστή ως διακυβέρνηση, άρα θα γίνει ότι είναι δυνατόν για να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ.

Κατά την γνώμη μου αυτή η εκτίμηση είναι βεβιασμένη και μάλλον λαθεμένη, αν δεν διερευνηθούν και άλλες παράμετροι. Κατά κύριο λόγο πρέπει να διερευνηθούν οι συνέπειες μιας ήττας της ΝΔ σ’ αυτές τις εκλογές για τον κοινωνικό σχηματισμό των δυνάμεων που συγκροτεί.

Σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο πιστεύουμε αρκετοί πως οι δύο πρώτες σταθερές που αναφέρθηκαν για την ΝΔ, θα επιφέρουν μείζονος σημασίας αναταράξεις στην  κοινωνική της παράταξη. Η πρώτη συνέπεια θα είναι ο εξοβελισμός  του Καραμανλή και η αδυναμία εξεύρεσης αντικαταστάτη του. Γιατί βέβαια η Ντόρα είναι κόκκινο πανί στη λαϊκή δεξιά. Τα δύο  κομμάτια στο εσωτερικό της ΝΔ – εκσυγχρονιστικό και λαϊκοδεξιό – θα είναι αδύνατο να συνυπάρξουν για πολύ καιρό. Η διάσπασή της θα είναι αναπόφευκτη.

Η διάσπαση όμως αυτή θα γίνει με εξαιρετικά φορτισμένο τρόπο, λόγω της έλλειψης κυβερνητικής εξουσίας για πάνω από 25 χρόνια. Οι δυνάμεις που θα εκφραστούν θα είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτες. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει κάτω απ’ αυτές τις προϋποθέσεις την γένεση ενός φασιστικού κόμματος για πρώτη φορά στη χώρα μας. Εξάλλου γι αυτό το ενδεχόμενο  πολλοί συμφωνούμε πως υπάρχουν οι προϋποθέσεις στην ελληνική κοινωνία και μάλιστα για πρώτη φορά.

Κατά την γνώμη αρκετών συμπολιτών μας θεωρείται ότι  μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι επιλογή των αστικών δυνάμεων εντός και εκτός χώρας. Μια ελεγχόμενη μετεξέλιξη ακόμα και διάσπαση της ΝΔ (που είναι αναγκαία για το νέο αστικό σχέδιο) μπορεί να γίνει καλύτερα με την ΝΔ στη διακυβέρνηση της χώρας.

Αναλαμβάνοντας η ΝΔ κυβερνητική ευθύνη, θα χρεωθούν αυτή την ευθύνη όλα τα ρεύματα που περικλείει στο εσωτερικό της. Μέσα σε τέτοιους όρους μπορεί καλύτερα να ποδηγετηθεί η μετεξέλιξη, μετάλλαξη ακόμα και η διάσπασή της…

Ταυτόχρονα το χρυσό κεφάλαιο του νέου αστικού σχεδίου που ακούει στο όνομα του Γιωργάκη Παπανδρέου θα προφυλαχθεί για ένα διάστημα από σωρεία επώδυνων μέτρων -βρώμικη δουλειά- που θα παρθούν για την ελληνική κοινωνία στο επόμενο διάστημα. Πρόκειται για την συνευθύνη στις επιπτώσεις των ολυμπιακών αγώνων, στις ιδιωτικοποιήσεις στις ΔΕΚΟ,  στην δρομολόγηση ιδιωτικών και μη κρατικών Πανεπιστημίων, στη κατηγοριοποίηση σχολείων και σχολών και φυσικά ότι συνεπάγονται αυτά. Άρα συμφέρει τις αστικές δυνάμεις να οδηγήσουν σ’ αυτή τη φάση την ΝΔ στην κυβέρνηση…

 ΙΙΙ. Το εκπαιδευτικό ζήτημα και οι εκπαιδευτικοί στην 4ετία που πέρασε.

Χονδρικά θα αναφέρω τα κύρια σημεία της κυβερνητικής πολιτικής στο εκπαιδευτικό ζήτημα όπως και στα εργασιακά, μισθολογικά και συνταξιοδοτικά ζητήματα των εκπαιδευτικών.

1). Η μεταρρύθμιση Αρσένη που αφορούσε τη Λυκειακή βαθμίδα και τον τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ – ΤΕΙ δεν μπόρεσε να αναστηθεί με τις παρεμβάσεις και σε πολλά σημεία την εγκατάλειψή της από τον Ευθυμίου. Με το τέλος της 4ετίας όλοι ήξεραν πως «τον καμπούρη μόνο ο τάφος τον ισιώνει». Γι αυτό το ζήτημα του Λυκείου και των εισαγωγικών εξετάσεων άνοιξε πάλι σ’ όλα τα κομματικά προγράμματα, αλλά και στα ΜΜΕ μέσω των ζητημάτων των ιδιωτικών ΑΕΙ και της «ελεύθερης» εισαγωγής (πρόταση Μπαμπινιώτη που καλοβλέπει ο Γιωργάκης). Εξάλλου από καιρό η ΝΔ είχε αναγγείλει την κατάργηση των Πανελλαδικών εξετάσεων στη Β΄ Λυκείου και τον περιορισμό σε 6 στην Γ΄ Λυκείου, όπως βεβαίως και τη νομιμοποίηση – δημιουργία μη κρατικών, μη «κερδοσκοπικών» ΑΕΙ.

2). Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην γ/θμια εκπαίδευση προχώρησε σχεδόν απρόσκοπτα , αφού:

α). Ιδρύθηκαν εκατοντάδες σχολές ειδίκευσης – κατάρτισης σε ΑΕΙ – ΤΕΙ χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις.

β). Πραγματοποιήθηκε η τυπική ανωτατοποίηση των ΤΕΙ, απαραίτητη προϋπόθεση για το ουσιαστικό βάθεμα της κατηγοριοποίησης όλων των σχολών ΑΕΙ – ΤΕΙ.

γ). Πραγματοποιήθηκαν πιλοτικές εφαρμογές της αξιολόγησης των γ/θμιων σχολών, αλλά δεν προχώρησε ένα ουσιαστικό και καθολικό πρόγραμμα αξιολόγησης των σχολών, παρ’ ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προωθούσε το σχετικό νόμο ακόμα και τον τελευταίο προεκλογικό μήνα.

3). Είναι φανερό πως το σημαντικότερο ζήτημα σε σχέση με την εκπαίδευση παίχτηκε στο τελευταίο προεκλογικό τρίμηνο και δεν είναι άλλο από το ζήτημα των ιδιωτικών ΑΕΙ. Δεσμεύτηκαν προεκλογικά και οι δύο μονομάχοι για την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ και μάλιστα δεσμεύτηκε πρώτος αυτός που θα χάσει τις εκλογές (το ΠΑΣΟΚ)!!! Αυτό σημαίνει πως το αντιπολιτευόμενο κόμμα έχει δώσει από τώρα τη συναίνεσή του στην επόμενη κυβέρνηση γι αυτό το θέμα. Στην ίδια κατεύθυνση βέβαια είναι και η απόφαση της Ε.Ε. για την αναγνώριση ως γ/θμιων σχολών των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών. Μια απόφαση που προκάλεσαν οι Έλληνες Ευρωβουλευτές (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) και μάλιστα διαγκωνίζονταν ποιος το έφερε πρώτος…

4). Στο ζήτημα του μισθού οι εκπαιδευτικοί α/θμιας και β/θμιας εκπαίδευσης υπέστησαν μια ακόμη στρατηγική ήττα μέσω του νέου μισθολογίου Χριστοδουλάκη, αφού μ’ αυτό, ένα μέρος του μισθού ως κίνητρο απόδοσης μετατράπηκε σε μισθό υπό αίρεση, νομιμοποιήθηκαν τα κλαδικά επιδόματα, δηλαδή η μη συμμετοχή μεγάλου μέρους του μισθού στις ετήσιες αυξήσεις, στα δώρα και στην σύνταξη και καταργήθηκε το χρονοεπίδομα, δηλαδή από το μισθό αφαιρέθηκαν τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά…

Οι Πανεπιστημιακοί πέτυχαν στο τελευταίο με τον παρατεταμένο και αποφασιστικό αγώνα τους μια μικρή νίκη, αφού διατήρησαν το χρονοεπίδομα και αύξησαν τους βασικούς τους μισθούς (δηλαδή σύνταξη και δώρα κατά 8%.

5). Στο ζήτημα των εργασιακών σχέσεων το εκπαιδευτικό κίνημα των δύο πρώτων βαθμίδων ύστερα από την άλλη μεγάλη στρατηγική ήττα που υπέστη με την κατάργηση της επετηρίδας, δέχτηκε φέτος τη δεύτερη μεγάλη επίθεση με τη μορφή της γενίκευσης του ωρομίσθιου, της πιο εξευτελιστικής σχέσης εργασίας, ειδικά στο ευαίσθητο χώρο της μόρφωσης. Αν αυτή η επίθεση παγιωθεί την επόμενη χρονιά, βαριές και μόνιμες θα είναι οι συνέπειες. Αξίζει όμως να σημειωθεί πως  το ωρομίσθιο έχει προ πολλού γενικευτεί στη γ/θμια εκπαίδευση, ιδιαίτερα στα ΤΕΙ, χωρίς ένα κίνημα για την μονιμότητα να εμφανιστεί.

Επίσης το κτύπημα των εργασιακών σχέσεων εκφράστηκε σε πολλά επίπεδα, όπως οι προσπάθειες ενάντια στην οργανικότητα,  μετακινήσεις σε πολλά σχολεία ταυτόχρονα, δουλειά με διπλή ή τριπλή βάρδια, κ.λ.π.

6). Στο ζήτημα της σύνταξης, όπου δόθηκε η μεγάλη μάχη της 4ετίας, οι εργαζόμενοι έχασαν κεκτημένα αλλά κατάφεραν να βάλουν φρένο στην λογική τους, που ήταν και συνεχίζει να είναι, η τριχοτόμηση της σύνταξης (ένα μέρος όπως η αυριανή αγροτική περίπου, ένα δεύτερο από την ανταποδοτικότητα των εισφορών και το τρίτο μέρος από ιδιωτική αυτασφάλιση). Δηλαδή το αστικό σχέδιο για στρατηγική μετάλλαξη του αναδιανεμητικού συστήματος στο κεφαλαιοποιητικό, παρά τις μικρές επί μέρους νίκες, ηττήθηκε εν μέρει, και από ότι φαίνεται, δεν θα είναι μείζον ζήτημα στη διακυβέρνηση της ΝΔ, υπό φυσιολογικές συνθήκες.

7). Η κυβέρνηση Σημίτη έκανε ολόκληρη  την 4ετία σοβαρές προσπάθειες προετοιμασίας για την εφαρμογή της «αξιολόγησης» των δομών (σχολών και σχολείων) και «αξιολόγησης» – χειραγώγησης των προσώπων. Έχει δημιουργήσει τους κατάλληλους μηχανισμούς σ’ όλες τις βαθμίδες, έχει προετοιμάσει τα πρόσωπα και έχει εφαρμόσει αρκετά πιλοτικά προγράμματα.

Θα ήταν προς το συμφέρον  της εκπαίδευσης αν  η ΝΔ   ξεκίναγε από μηδενική βάση. Η πολιτική πίεση όμως του νέο-σοσιαλ-φιλελεύθερου ΠΑΣΟΚ και η αφασία της ελληνικής κοινωνίας αλλά και η πρακτική απουσία της αριστεράς στο ζήτημα αυτό, κατά πάσα πιθανότητα  θα οδηγήσει τη ΝΔ να ξεκινήσει εκεί που σταμάτησε το ΠΑΣΟΚ. Λόγω της παραδοσιακής φιλελεύθερης λογικής της ΝΔ, είναι αναμενόμενο να ξεκινήσει από την κατηγοριοποίηση των δομών («αξιολόγηση» σχολείων και σχολών) και όχι από την κατηγοριοποίηση των προσώπων («αξιολόγηση» – χειραγώγηση των εκπαιδευτικών). Στο ζήτημα αυτό ειδικεύονται  καλύτερα οι «εκσυγχρονιστές» του ΠΑΣΟΚ.

8). Για τα ζητήματα των ιδιωτικών ΑΕΙ και της «ελεύθερης» εισαγωγής στην γ/θμια εκπαίδευση απαιτείται εκτενής αναφορά. Όχι μόνο γιατί αυτά συνδέονται κατά καταλυτικό τρόπο, αλλά και γιατί το τοπίο δεν είναι ξεκάθαρο, αφού στο θέμα της «ελεύθερης» εισαγωγής μόνο μισόλογα έχουν εκφραστεί, κυρίως από τους ακραίους νεοφιλελεύθερους του ΠΑΣΟΚ.

Κατ’ αρχήν για τα δύο αυτά ζητήματα απαιτείται μια γενική αναφορά και χαρτογράφηση της εικόνας του Εκπαιδευτικού Συστήματος. Είναι πρώτα απ’ όλα φανερό πως έχουμε μεταβεί πλέον από την υποχρεωτική 9χρονη και τη μαζική Λυκειακή βαθμίδα στη μαζική γ/θμια εκπαίδευση. Να θυμηθούμε ότι από το Λύκειο της δεκαετίας του ’60 αποφοιτούσε πολύ μικρότερο ποσοστό των γεννήσεων μιας χρονιάς απ’ ότι τελειώνει σήμερα κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Οι εισαγωγές σε κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΙ τα τελευταία χρόνια διπλασιάστηκαν (από 40.000 σε 80.000), ενώ σε σύγκριση με τις αρχές της δεκαετίας του ’80, τετραπλασιάστηκαν.

Εκατοντάδες σχολές εξειδικευμένου πεδίου σε ΑΕΙ – ΤΕΙ δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια και δεν υπάρχει πόλη πάνω από 20.000 κατοίκους, που να μην διαθέτει πλέον κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Μάλιστα το ποσοστό εισαγωγής για αποφοίτους από τα ΤΕΕ   σύντομα θα αυξηθεί, ενώ θα τους δοθεί δυνατότητα εισαγωγής και στα ΑΕΙ. Τέλος θέσεις μένουν αδιάθετες, ενώ οι βάσεις σε ορισμένες περιπτώσεις βρίσκονται κάτω από το 06 (άλλο ζήτημα το πως προκύπτει ο βαθμός αυτός).

Είναι επίσης γνωστό, πως η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των σχολών δημιουργήθηκαν και λειτουργούν με τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης. Κατά τεκμήριο δεν έχουν μόνιμο προσωπικό, ενώ οι συμβασιούχοι και ωρομίσθιοι που τις λειτουργούν, πληρώνονται από τα κοινοτικά κονδύλια. Επομένως το πρόβλημα  της συνέχισης της λειτουργίας τους «άμα τη λήξει» των κοινοτικών προγραμμάτων αναδεικνύεται ως μείζον και δεν πρέπει να το υποτιμούμε.

Στα ποσοστά των κατόχων τίτλων γ/θμιας εκπαίδευσης από τις γεννήσεις μιας χρονιάς πρέπει πλέον να υπολογίζουμε και τους αποφοίτους των Κέντρων ελευθέρων σπουδών που αναγνωρίστηκαν από την Ε.Ε.

Χρειάζεται εδώ να συνυπολογίσουμε και τις συνέπειες, από το ακραίο φορμαλιστικό και τεχνοκρατικό σύστημα που επικράτησε στην Λυκειακή βαθμίδα με καταγραμμένες αντιδράσεις των καθηγητών, αλλά και με παράλληλη επέκταση χωρίς σοβαρές αντιδράσεις από το κίνημα των δασκάλων, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αυτά  οδηγούν, εκτός των άλλων, στην ανέλιξη και αναρρίχηση στα «καλά» ΑΕΙ των εχόντων και κατεχόντων σε συντριπτικά ποσοστά και τίθενται ως αυτονόητα μερικά ερωτήματα: Ιδιωτικά ή μη κρατικά ΑΕΙ; για ποιους και με ποιο σκοπό σε σχέση με το εκπαιδευτικό σύστημα; Υπάρχει εξωστρεφής στόχος του «ελληνικού» καπιταλισμού;

VI. Μερικές αναγκαίες επισημάνσεις.
Συντάσσομαι με την άποψη ότι ο «ελληνικός» καπιταλισμός δεν πρόκειται να επιχειρήσει ιδιωτικά ΑΕΙ σε επίπεδο ιατρικών ή πολυτεχνικών  σχολών κ.λ.π. Σ’ αυτούς τους τομείς το κύριο είναι και θα συνεχίσει να είναι η εμπορευματική τους λειτουργία, μια λειτουργία που οι έξυπνοι καπιταλιστές θα αντιμετωπίζουν αυτά τα ιδρύματα ως δικό τους πάγιο κεφάλαιο.

Εκεί πράγματι που θα έχουμε παρέμβαση και δημιουργία μη κρατικών ΑΕΙ θα είναι:

α). Οι οικονομικές και πολιτικές επιστήμες, ώστε οι ταγοί της «νέας» εποχής αλλά και του «έθνους», να παράγονται εδώ και όχι στην Αγγλία (πανεπιστήμια με πανάκριβα δίδακτρα κλπ). Δηλαδή πάνε για πανεπιστήμια αποκλειστικά για τους γόνους των κυβερνητικών ελίτ.

β). Πανεπιστήμια στην πληροφορική και σε διάφορα είδη υπηρεσιών.

γ). Πολλά ΑΕΙ -ΤΕΙ ιδιαίτερα από τα εκατοντάδες που δημιουργήθηκαν τελευταία, προοπτικά θα φορτωθούν στο α΄, β΄ ή γ΄ βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης.

Επίσης ο πρώιμος «ελληνικός» καπιταλισμός εκτός από το εμποροχρηματιστηριακό κεφάλαιο  είχε και μια μακριά παράδοση ακόμα και στην τουρκοκρατία στα ζητήματα εκπαίδευσης, την οποία τα τελευταία 150 χρόνια έχει απολέσει.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στις αρχές του 20ου αιώνα στη τουρκοκρατούμενη Μακεδονία (με 20% ελληνικό πληθυσμό) υπήρχαν 1100 ελληνικά σχολεία, 300 σέρβικα και 500 βουλγάρικα. Παρ ότι τα βουλγάρικα ήταν δωρεάν όλες οι εθνότητες των Βαλκανίων έστελναν τα παιδιά τους στα ελληνικά.

Με άλλα λόγια ο «ελληνική» κεφαλαιοκρατία θα επιχειρήσει να ξανακερδίσει ένα ρόλο στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, της Βόρειας Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και των παραλίων του Ευξείνου Πόντου – Μαύρης Θάλασσας. Εξάλλου τα τελευταία χρόνια έχει διαφανεί αυτή η επιδίωξη, αλλά  πολλοί δεν την αποδεχόμαστε ή κάνουμε πως δεν τον βλέπουμε, γιατί δεν τους θεωρούμε ικανούς….

Ταυτόχρονα τα ιδιωτικά ΑΕΙ θα χρησιμοποιηθούν ως μέτρο σύγκρισης με τα δημόσια, με σκοπό την απογείωση των διαδικασιών κατηγοριοποίησης σε επίπεδο ποιότητας ομοειδών σχολών και την τροποποίηση των όρων χρηματοδότησης δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων.

Έτσι ολοκληρώνεται η τεμαχισμένη εικόνα μιας γ/θμιας βαθμίδας, όπου θα μοιάζει με κινούμενη άμμο, όσον αφορά την πραγματική αξία των προσφερόμενων τίτλων στην αγορά εργασίας. Ο εργοδότης αναδεικνύεται σε απόλυτο μονάρχη ο οποίος και θα έχει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει από ένα ευρύ φάσμα εξειδικεύσεων και επιπέδων του ίδιου επιστημονικού πεδίου και να απολύει ζητώντας νέα προσόντα κατά το δοκούν.

Το ζήτημα της ελεύθερης εισαγωγής στην γ/θμια εκπαίδευση, μετά την πομπώδη και θριαμβευτική κοινωνική εισαγωγή του μέσω του Μπαμπινιώτη (που τον «έβαλε» ο Γιωργάκης), καταλάγιασε, αφού αυτός που πραγματικά το προωθούσε( δηλαδή ο Γιωργάκης) άρχισε να παλινωδεί.

Είναι φανερό πως οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις δεν βρίσκονται σε εκείνο το σημείο, ώστε το αποτέλεσμα από το άνοιγμα του ζητήματος να είναι επωφελές για τις αστικές επιδιώξεις. Απαιτείται κατά την γνώμη μας πρώτα να πραγματοποιήσουν το στόχο των ιδιωτικών ΑΕΙ. Γι αυτό φρόντισαν προεκλογικά να δεσμεύσουν την όποια αντιπολίτευση σ’ αυτό το στόχο. Με άλλα λόγια αν το ΠΑΣΟΚ είναι αντιπολίτευση, να μη μπορούν να αντιδράσουν οι μη νεοφιλελεύθερες κοινωνικές δυνάμεις που συγκρατεί, όταν η ΝΔ θα πραγματοποιεί τα ιδιωτικά ΑΕΙ.

Σ’ αυτό το σημείο δεν πρέπει να υποτιμήσουμε το γεγονός πως η διπλή δέσμευση για τα ιδιωτικά ΑΕΙ αποτελεί παραχώρηση σε πανίσχυρα ιδιωτικά συμφέροντα (π.χ. Λαμπράκης).

Η «ελεύθερη» εισαγωγή λοιπόν φαίνεται πως μπορεί να περιμένει λίγο ακόμα για να προχωρήσει η δημιουργία ιδιωτικών – μη κρατικών ΑΕΙ και να ξεκινήσει με ορατά κοινωνικά αποτελέσματα η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όλων των βαθμίδων.

Όταν βέβαια μιλάνε για σύστημα ελεύθερης εισαγωγής, εννοούν πάντα εξετάσεις ανά πανεπιστημιακή σχολή ή ανά ομάδα σχολών του ίδιου επιστημονικού πεδίου. Εξετάσεις που θα πραγματοποιούνται σε ορισμένα μαθήματα μετά το τέλος ενός προπαρασκευαστικού εξαμήνου ή έτους. Πρέπει να φανταστούμε τις συνέπειες μιας τέτοιας πρότασης υπό το βάρος:

1). Των ιδιωτικών ΑΕΙ και του ανταγωνισμού που θα προκληθούν με τα δημόσια.

2). Την αξιολόγηση – κατηγοριοποίηση Γυμνασίων, Λυκείων και ΤΕΕ.

3). Τη χρηματοδότηση των σχολείων ανά μαθητή και με βάση τις επιδόσεις τους όσον αφορά την εισαγωγή των μαθητών τους στα γ/θμια εκπαιδευτήρια.

4). Την φορμαλιστική, εργαλειακή και αγοραία γνώση που προάγουν τα προγράμματα σπουδών και η δομή όλων των βαθμίδων.

5). Το γεγονός πως μια τέτοια πρόταση θα εφαρμοστεί σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα που έχει οδηγήσει ένα μεγάλο μέρος νεολαίας έξω από την Λυκειακή βαθμίδα, κυρίως στις μαθητείες του ΟΑΕΔ, όπως επίσης και σε ένα μεγάλο τμήμα των αποφοίτων ΤΕΕ χωρίς καμιά θέληση για παραπέρα σπουδές.

Υπό το βάρος λοιπόν των παραπάνω παραγόντων που έχουν οδηγήσει και θα οδηγήσουν ακόμα περισσότερο σε ένταση έως παροξυσμού των κοινωνικών και ταξικών διαφορών, η παραπάνω πρόταση θα επιφέρει επί πλέον μια εξαθλιωμένη μορφή γυμνασιοποίησης του Λυκείου, δηλαδή επέκταση της «υποχρεωτικής», αλλά θεσμικά αναξιόπιστης εκπαίδευσης στα 12 χρόνια. Εννοείται πως η αποδέσμευση του Λυκείου από την επιλογή στα ΑΕΙ – ΤΕΙ είναι αναγκαία για την πραγματική μορφωτική ανάπτυξη της εφηβείας και όχι για την τελμάτωσή της…

Έτσι όμως θα δημιουργηθεί μια πιο ακραία κατηγοριοποίηση   του Λυκειακού τμήματος σε «ποιότητες», με αντίστοιχη προσβασιμότητα στην γ/θμια εκπαίδευση. Θα απλωθεί η ένταση των φροντιστηρίων σ’ ολόκληρο το Λύκειο, ιδιαίτερα όσων διεκδικούν τις καλές σχολές. Συνέχιση των φροντιστηρίων στο προπαρασκευαστικό έτος και σ’ ολόκληρο το πανεπιστημιακό χρόνο σπουδών. Μ’ αυτό τον τρόπο θα προσπαθήσουν επίσης να λύσουν το οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα του συνεχώς αυξανόμενου εκπαιδευτικού προσωπικού των γ/θμιων ιδρυμάτων.

Σ’ αυτό το σημείο  είναι ανάγκη να καταδικάσουμε  με τον πιο αποφασιστικό τρόπο τις προτάσεις για προπαρασκευαστικό – σφαγιαστικό έτος, έτσι όπως εκφέρονται από την πλευρά όσων εκπαιδευτικών της γ/θμιας το κάνουν, και περισσότερου του λεγόμενου προοδευτικού σοσιαλφιλελεύθερου χώρου.

Σε μερικές απ’ αυτές  δεν μπορεί να κρυφτεί η πρόθεση εξεύρεσης φροντιστηριακής ύλης. Προσπαθούν να καταπιούν τις συνέπειες προτείνοντας στο προπαρασκευαστικό έτος να διδάσκουν και καθηγητές της β/θμιας ακόμα και φροντιστές (να μοιράσουμε την πίτα)…

Αυτό που κυρίως όμως είναι «καταδικαστέο» γι αυτούς , αφορά την ιδεολογική εκτροπή (;) τους από τις θέσεις του εκπαιδευτικού – μορφωτικού κινήματος. Δεν είναι δυνατόν όσοι ομιλούν εκ μέρους του προοδευτικού κινήματος, να αποδέχονται πατερναλιστικά συστήματα επιλογής από τη μια βαθμίδα στην άλλη. Για το προοδευτικό κίνημα, η προετοιμασία ενός νέου από την μια βαθμίδα στην άλλη, θεωρείται κεκτημένο ότι είναι εσωτερικό θέμα (εσωτερική δυναμική) της κάθε βαθμίδας και του ίδιου του νέου.

Για οποιαδήποτε εκδοχή της  αριστεράς λοιπόν και για το προοδευτικό κίνημα γενικότερα, δεν μπορεί να υπάρξει ελεύθερη εισαγωγή χωρίς ενιαίο, αντισταθμιστικό, πολύπλευρο, δημιουργικό 12χρονο υποχρεωτικό σχολείο. Ένα σχολείο με ισχυρό αντισταθμιστικό πρόγραμμα που θα ξεκινά από πολύ νωρίς (νηπιαγωγείο), για άμβλυνση των κοινωνικών, πολιτισμικών (μετανάστες) και ταξικών διαφορών.

Όμως για άλλη μια φορά οι διάφορες εκδοχές της  αριστεράς βρίσκονται πάλι σε μεγάλη πρόκληση. Παίρνουν τα συνθήματά της «ενιαίο 12χρονο», «ελεύθερη εισαγωγή» και τα κάνουν κομμάτια. Η ευθύνη όμως βρίσκεται σε μας τους ίδιους. Αφήσαμε την τελευταία 5ετία τα ζητήματα της δομής και του περιεχομένου του ενιαίου 12χρονου στα χέρια των αστικών δυνάμεων και του «ρεφορμισμού». Αφήσαμε τη θέση που εμείς δημιουργήσαμε, ως εκπαιδευτικό κίνημα, χωρίς περιεχόμενο. Άδειο σακί οι προϋποθέσεις, τα προαπαιτούμενα και το περιεχόμενο του ενιαίου 12χρονου εγκαταλείφθηκαν από εμάς.

Οι τελευταίες εξελίξεις στο εργασιακό – μισθολογικό εκπαιδευτικό ζήτημα, οι πρόσφατες στο συνταξιοδοτικό – ασφαλιστικό και οι προεκλογικές διεργασίες στο εκπαιδευτικό ζήτημα, απαιτούν μια συνολική απάντηση του χώρου της εκπαίδευσης, αν πραγματικά έχει τις εσωτερικές δυνατότητες, στο αστικό σχέδιο και τις παραλλαγές του. Αυτή κατά τη γνώμη μας είναι:

α). γ/θμια συνομοσπονδία στην εκπαίδευση με την συμμετοχή των 4 εκπαιδευτικών ομοσπονδιών, όπως και των ομοσπονδιών του διοικητικού προσωπικού του υπουργείου παιδείας. Βεβαίως αυτό απαιτεί την έξοδο από την ΑΔΕΔΥ όσων ομοσπονδιών ανήκουν σ’ αυτήν. Αυτή η πρόταση αποτελεί τη  μόνη ουσιαστική απάντηση στην ενοποίηση των υπουργείων παιδείας – εργασίας που προτείνει ο Γ.Α.Π.

β). Κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ανά ομοσπονδία με μόνο βασικούς , χρονοεπίδομα, οικογενειακά και δώρα. Συλλογικές συμβάσεις εφ’ όλης της ύλης κατά ομοσπονδία, που μόνο στο εκπαιδευτικό ζήτημα θα «απαιτούνται» κοινά εκπαιδευτικά συνέδρια. 

Ο άξονας αυτός σε συνδυασμό με τις θέσεις: 30χρόνια  υπηρεσίας στην εκπαίδευση για πλήρη σύνταξη, όπου  η σύνταξη να αποτελεί το 80% του μισθού των πάσης φύσεως αποδοχών του τελευταίου μήνα, απαντά και στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό ζήτημα. Επί πλέον είναι αυτονόητο πως η ιατροφαρμακευτική κάλυψη πρέπει να είναι πλήρης.

γ). Ενιαίο, αντισταθμιστικό, πολύπλευρο υποχρεωτικό 12χρονο σχολείο και δύο χρόνια καθολική προσχολική αγωγή για όλα τα παιδιά ελλήνων και ξένων, αποδεσμευμένο από τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Κατάργηση όλων των μορφών ιδιωτικής εκπαίδευσης και πρόωρης εξειδίκευσης πριν απ’ αυτό. 

δ). Ελεύθερη εισαγωγή στη γ/θμια εκπαίδευση μετά την υλοποίηση του ενιαίου 12χρονου. Μέχρι τότε χαλάρωση της μεταρρύθμισης Αρσένη – Ευθυμίου. Διατήρηση για ένα μεταβατικό διάστημα των ΙΕΚ, με άλλη δομή, για όσους επιθυμούν άμεση ένταξη στην αγορά εργασίας μετά το 12χρονο. Οι σχολές αυτές πρέπει να είναι ενταγμένες στη β/θμια εκπαίδευση και μικρής διάρκειας, λόγω της ποιότητας του 12χρονου σχολείου και να χορηγούνται ισχυρά πτυχία.

ε). Ισχυρή επαναδόμηση ολόκληρης της γ/θμιας εκπαίδευσης στην κατεύθυνση ενοποίησης ΑΕΙ – ΤΕΙ. Με πεδία αναφοράς εκείνα που η ανθρώπινη σκέψη και δράση με ένα «αυτόνομο» (καλύτερα αυτογενή) τρόπο προσδιόρισε: Ιατρική (και πρόληψη κλπ), Μαθηματικά – θετικές επιστήμες, αρχιτεκτονική – κατασκευές, φυσικές επιστήμες (και οικολογία κλπ),   φιλοσοφία (και θρησκειολογία κλπ) – ανθρωπολογικές και  κοινωνικές επιστήμες, τέχνες – πολιτισμός, οικονομικές – πολιτικές -νομικές επιστήμες. Και βεβαίως κοινά μαθήματα σ’ όλες τις σχολές του ίδιου πεδίου…

«Οψόμεθα εις Φιλίππους..»


[i] Υ.Γ. Το κείμενο αυτό δουλεύτηκε και γράφτηκε μαζί με τον Αντ. Ι. Ναξάκη αρχές του 2004, ολοκληρώθηκε στις 01-03-2004 και δημοσιεύτηκε λίγο πριν τις εκλογές στις 07 Μάρτη 2004. 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.