ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΕΥΡΩΠΗ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΞΕ-ΓΕΛΑΣΕ!

ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΕΥΡΩΠΗ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΞΕ-ΓΕΛΑΣΕ!

 

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

 

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΙΝΑΙ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΩΣΗΣ

Την ταραγμένη δεκαετία του  '60, ο στρατηγός Ντε Γκολ έ­λεγε ότι η πολιτική ζωή της Ελλά­δας είναι απόκρημνη σαν τις βου­νοκορφές της και πολυσχιδής σαν τις θάλασσες της. Η Ελλάδα των γαλάζιων και κόκκινων καφενεί­ων, η Ελλάδα του εμφυλίου και της ξένης επέμβασης, η Ελλάδα των λαϊκών κινημάτων και των στρατιωτικών πραξικοπημάτων, η Ελλάδα του πεζοδρομίου και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρο­νημάτων, η Ελλάδα της ανάτασης και της τρομοκρατίας, μα πάνω απ' όλα η απρόβλεπτη Ελλάδα, η χώρα όπου όλα παίζονται, όλα διακυβεύονται και όλα είναι δυ­νατά:

Μ' αυτή την εικόνα βαθιά ριζωμένη στο συλλογικό της υπο­συνείδητο μεγάλωσε η γενιά μας, όπως κι η γενιά των πατεράδων μας. Για Έλληνες και ξένους, η χώρα μας ήταν πάντα, από τον εμ­φύλιο μέχρι τα μέσα της δεκαε­τίας του '80, μια βαλκανική μισοτριτοκοσμική «ανωμαλία», πιο κοντά, από πολιτική άποψη, στη Βολιβία και τη Χιλή παρά στους Ευρωπαίους και ΝΑΤΟικούς ε­ταίρους της. Περιττό να πούμε ό­τι, στη συνείδηση της ελληνικής Αριστεράς, η ελληνική «ιδιομορ­φία» ήταν1 πάντα πηγή ικανοποίη­σης, αν όχι και έπαρσης. Η πολι­τική γεωγραφία μας ήταν μάλλον απλή: Ο ριζοσπαστισμός, η πόλω­ση, οι ρήξεις και οι ανατροπές εί­ναι προϊόντα που ευδοκιμούν κα­τεξοχήν στον πληβειακό Νότο και τη μυστηριακή Ανατολή – φαίνε­ται ότι δεν τα σηκώνει το ψυχρό κλίμα του αναπτυγμένου Βορρά και της ορθολογικής Δύσης.

Για τους σημερινούς 16ρηδες, αυτή η εικόνα της ελληνικής πολι­τικής ζωής είναι τόσο εξωπραγ­ματική όσο θα φαινόταν στα δικά μας μάτια η αναγγελία μιας σο­σιαλιστικής επανάστασης από τους Εσκιμώους της Αρκτικής. Χρόνια, τώρα, η μέχρι αφασίας ευρωπαϊκή ομαλότητα έχει πάρει τη θέση της πολιτικής οξύτητας, οι γκρίζοι λογιστές έχουν εκτοπί­σει τους χαρισματικούς ηγέτες, και οι νυσταλέοι τηλεοπτικοί διά­λογοι τις μαζικές κομματικές συ­γκεντρώσεις. Επιτέλους, γίναμε Ευρώπη ως προς τα πολιτικά μας ήθη. Ακόμα περισσότερο, θάλεγε κανείς ότι η μέχρι χτες πολιτικά «ανώριμη» Ελλά­δα, βάλθηκε να γίνει, μεσούντος του Σημιτικού εκσυγχρονισμού, δακτυλοδεικτούμενο υπόδειμα «ευρωσπασίκλα», ξεπερνώντας σε νομιμοφροσύνη και αυτούς τους πρώτους δι­δάξαντες.

Όπως συμβαίνει συνήθως, η νοσταλγία για το παρελθόν θρέφει την παράλυση μπροστά στο μέλλον. Η απομυθοποίηση είναι γι' αυτό κάτι παραπάνω από αναγκαία. Μια πιο ώριμη (και πιο μαρξιστική) ανάγνωση της νεοελληνικής «ιδιομορφίας» θα έπειθε ότι η πολιτική «ανωμαλία», οι διαρκείς εναλλαγές του «κρύου» και της «ζέστης», των κινημάτων και των εκτροπών, δεν οφείλο­νται τόσο στη δύναμη των δύο α­ντίπαλων κοινωνικών πόλων, όσο στην παράλληλη αδυναμία τους. Η χαρακτηριστικά μεσογειακή μας «υπερπολιτικοποίηση» και ο σχεδόν μόνιμος «Βοναπαρτισμός» στις μορφές διακυβέρνη­σης παραπέμπουν -όπως και στην περίπτωση της μετεπαναστατικής Γαλλίας- στην κοινωνι­κή και πολιτική αδυναμία τόσο της αστικής όσο και της εργατι­κής τάξης, και στην παράλληλη ι­σχύ της ενδιάμεσης μικροαστικής μάζας. Η ιδιομορφία αυτή ξεκι­νάει από την ίδια την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους: Όπως και στη Γαλλία, η σχετική κοινωνική ατροφικότητα και πο­λιτική αδυναμία της πρώιμης α­στικής τάξης, την υποχρεώνει να στηριχθεί στα λαϊκά στρώματα, δίνοντας ένα πληβειακό χαρα­κτήρα στην αστικοδημοκρατική επανάσταση. Αποτέ­λεσμα αυτής της ιδιομορφίας είναι ο μετεπαναστατικός «ιστορικός συμβιβασμός» της νέ­ας άρχουσας τάξης με πολυπληθή αγροτικά στρώματα τα οποία μοι­ράζονται τη γη και την πολιτική ε­ξουσία, με συνέπεια τη χαρακτη­ριστική νεοελληνική μικροαστική πλημμυρίδα, εμπόδιο όχι μόνο στην «ομαλή» ανάπτυξη του ελλη­νικού καπιταλισμού, αλλά και του συνειδητού εργατικού κινήματος.

Από τη μια πλευρά, εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο μια «μικροαστική-αστική τάξη» της αρπαχτής και της ξένης βοήθειας, γεμάτη ανασφάλεια, ανίκανη να ενσωματώνει αποτελε­σματικά τους αντιπά­λους της, με μόνιμη ροπή προς τον «ποπουλίστικο» φασι­σμό, τύπου Μεταξά ή Παπάγου. Ακόμα και όταν έρχεται η ώρα να μιλήσουν τα τανκ, η χούντα των «βλαχοσυνταγματαρχών» θα προλάβει τη «σο­βαρή» χούντα των ανακτόρων και των στρατηγών, που προετοίμαζαν ό­λες οι μερίδες της «σοβαρής» με­γαλοαστικής τάξης. Από την άλλη πλευρά, συναντάμε μια Αριστερά που βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι ιστορικό της πεπρωμένο είναι να φέρει σε πέρας τον εκσυγχρονισμό που δεν μπορεί να ολοκληρώσει η αστική τάξη, μια Αριστερά, που κρύβει την κόκκινη σημαία πίσω από τη γαλάζια, προτάσσοντας τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα απέναντι στα ταξικά.

Όλα αυτά, ασφαλώς, δεν οφείλο­νταν μόνο σε κάποιες πλάνες ή α­νεπάρκειες των κατά καιρούς η­γεσιών. Σε μεγάλο βαθμό αντα­ποκρίνονταν στην κοινωνική θέ­ση και ψυχολογία ενός «μικροα­στικού προλεταριάτου» που στη­ριζόταν στο συμπληρωματικό ει­σόδημα από το χωριό ή από το μαγαζάκι, στεγαζόταν κάτω από το ιδιόκτητο αυθαίρετο, έσπαγε πιάτα στα ίδια μαγαζιά με τους ταξικούς του αντιπάλους και ο­νειρευόταν να ανοίξει τη δική του δουλειά όταν θα έβαζε στην άκρη ένα καλό κομπόδεμα. Με άλλα λόγια, όσο κι αν είχαμε να περη­φανευόμαστε για τις «ακραίες» πολιτικές μας παραδόσεις, η πι­κρή αλήθεια είναι ότι κοινωνικά και πολιτιστικά είμαστε περισσό­τερο «κεντρώοι» από οποιαδήπο­τε, ίσως, άλλη χώρα της Ευρώ­πης!

Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε την περίφη­μη υπερπολιτικοποίηση των προηγού­μενων δεκαετιών. Η υ­περτροφία του πολιτικού στοιχείου, και αντίστοιχα η ατροφία του κοινωνικού δεν ο­φείλονται μόνο στις ιδιαιτερότη­τες του εμφύλιου, της ξένης επέμ­βασης και της αντιδικτατορικής πάλης. Σε μεγάλο βαθμό αποτε­λούν στρατηγική επιτυχία της ελ­ληνικής αστικής τάξης, που κατά­φερε να αποσπάσει το προλετα­ριάτο από την οικονομική και κοινωνική σφαίρα του ταξικού α­γώνα, δηλαδή από την πάλη για την κατάργηση της αστικής ιδιο­κτησίας και του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας. Και μάλιστα, η απόσπαση μέσω της «πολιτικής» έγινε όχι στο όνομα της πάλης για την κατάκτηση της εξουσίας αλλά με τον πολύ πιο στενό, μετριοπαθή ορίζοντα της νομιμοποίησης της πολιτικής ομαλότητας, της «πραγματικής δημοκρατίας» και της «αλλαγής». Ανεξάρτητα από τις οξύτατες μορφές που έπαιρνε ο πολιτικός αγώνας, το κοινωνικό του περιεχόμενο ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, σαφώς υποβαθμισμένο.

Ακόμα και στην αντιδικτατορική πάλη και τη μεταπολίτευση, πα­ρότι ένα νέο, πιο ώριμο και δυνα­τό προλεταριάτο βρίσκεται ήδη ε­πί σκηνής, είναι οφθαλμοφανής η αντίθεση πολιτικού ριζοσπαστισμού-κοινωνικού συντηρητισμού στις γραμμές του αριστερού κινή­ματος συμπεριλαμβανομένων και των πιο πρωτοπόρων τμημάτων του.

Όπως ήταν φυσικό, αυτή η α­ντίφαση δεν μπορούσε να κρατή­σει στο διηνεκές. Όσο καθυστέ­ρησε να έρθει η «ομαλοποίηση», τόσο εντυπωσιακή μορφή πήρε ό­ταν επιτέλους έγινε πραγματικό­τητα: Η Ελλάδα της πιο μισαλλό­δοξης Δεξιάς και της πιο ακραίας Αριστεράς της Ευρώπης, δημι­ούργησε την τερατογέννεση της κυβέρνησης Τζανετάκη. Ο «ιστο­ρικός συμβιβασμός που τόσα χρόνια κυνηγούσε το ιταλικό ΚΚ, έμελλε να πραγματωθεί από το «αδιάλλακτο» ΚΚΕ. Το κοινωνι­κό «κέντρο» τελικά θριάμβευε πάνω στην πολιτική «πόλωση», α­ναγκάζοντας μάλιστα τους ίδιους τους ιστορικούς ηγέτες της επο­χής της «ανωμαλίας» να επισφρα­γίσουν τη μετάβαση στη «νέα ε­ποχή». Σε λίγο θα τους εξοστρά­κιζε οριστικά στο πολιτικό περι­θώριο, φέρνοντας στο προσκήνιο τα ασπόνδυλα του εκσυγχρονι­σμού, τους «φυσικούς» πολιτι­κούς εκπροσώπους του ενδιάμε­σου κοινωνικού βάλτου.

Ωστόσο, για άλλη μια φορά, ο ελληνικός καπιταλισμός παρακο­λουθεί τις διεθνείς τάσεις με τη χαρακτηριστική γι' αυτόν διαφο­ρά φάσης. Ο ελληνικός «Μάης» της μεταπολίτευσης ήρθε όταν οι «γίπις» είχαν αρχίσει κιόλας να γίνονται «γιάπις». Ο «σοσιαλι­σμός» του ΠΑΣΟΚ, όταν μεσου­ρανούσαν τα άστρα της Θάτσερ και του Ρήγκαν. Ο «νεοφιλελευ­θερισμός» του Μητσοτάκη, όταν οι μαύροι καίγανε το Λος Άντζε­λες. Και η απολίτικη, τεχνοκρατι­κή αφασία του Σημίτη, όταν σε ό­λο τον καπιταλιστικό κόσμο α­κούγονται δυνατά τα τύμπανα του κοινωνικού πολέμου, και οι πιο διορατικοί εκπρόσωποι του αστι­κού κόσμου κηρύσσουν την επι­στροφή των ιδεολογιών. Η διαλε­κτική της Ιστορίας το έφερε έτσι ώστε, η Ελλάδα του κοινωνικού «κέντρου» να είναι θέατρο της πολιτικής ακρότητας, και η Ελλά­δα του πολιτικού κέντρου θέατρο της κοινωνικής πόλωσης. Σ' αυτό το σκηνικό, η πολιτική θα επι­στρέψει αναπόφευκτα και θριαμ­βευτικά, αυτή τη φορά όχι σαν φάρσα αλλά σαν έπος: Όχι λόγω αδυναμίας μιας μικροαστικής α­στικής τάξης και ενός μικροαστι­κού προλεταριάτου, αλλά σαν Αρμαγεδών της αποφασιστικής αναμέτρησης των δύο ώριμων και ισχυρών, πλέον, πρωταγωνιστών του σύγχρονου ιστορικού δράματος. Αν λοιπόν δικαιούμαστε να τρέφουμε κάποια πολιτική νοσταλγία, αυτή είναι όχι για το παρελθόν αλλά για το μέλλον. Εδώ είναι Ευρώπη, δεν είναι παίξε-γέλασε!

 

ΠΗΓΗ: Εβδομ. Εφημερίδα «ΠΡΙΝ», 1-2-1998. Το είδα: 4-11-2012, http://kokkinhshmaia.wordpress.com/1998/02/01/….83/

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.