Corpus Christi: πώς πολιτεύεται ο Χριστός;

Corpus Christi: πώς πολιτεύεται ο Χριστός;

 

Του Νίκου Ράπτη*

 

 

Αν είσαι χριστιανός, ένα ερώτημα σε απασχολεί – αλλά διαρκώς! «Τι θα έκανε στη θέση μου ο Κύριος;». Από την άποψη αυτή θα ανησυχούσα ιδιαίτερα αν βρισκόμουν ανάμεσα στους διαδηλωτές έξω από το «χυτήριο». Ο Κύριος διαχειριζόταν τις προσβολές, τις απορρίψεις και τις επιθέσεις με ανεκτικότητα, συμπάθεια και χιούμορ. Ποτέ δεν «βγήκε από τα ρούχα Toυ» με κανέναν άλλον παρά με τους αυτάρεσκους θρησκόληπτους – ακριβώς δηλαδή το είδος των ανθρώπων που θα στριγγλίζαμε μαζί σε καταληπτική κατάσταση.

Θα ανησυχούσα εξίσου αν ήμουν με το μέρος των «φωταδιστών» υποστηρικτών του έργου: ΟΚ, ο Κύριος προκάλεσε ουκ ολίγα σκάνδαλα – για την ακρίβεια ήταν «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» και σκάνδαλο και μωρία από την αρχή ως το τέλος Tου (και πέραν αυτού φυσικά). Ποτέ όμως δεν πρόσβαλε τις θρησκευτικές δοξασίες κανενός, ούτε τις παραποιούσε για να τις γελοιοποιήσει, επιδιώκοντας επιπλέον να προσποριστεί δόξα ή δημοσιότητα ή αυτοϊκανοποίηση ή και χρήματα! Αντιθέτως μάλιστα, φρόντιζε να τις μεθερμηνεύει με εμβρίθεια, ώστε να τις φωτίζει με έναν «καινό» τρόπο.

Ούτε συζήτηση βέβαια για το πόσο θα ανησυχούσα αν ήμουν βουλευτής της «χρυσής αυγής» ή ΜΑΤ. Ωραία, ο Κύριος είπε «τὰ Καίσαρος Καίσαρι», αλλά δεν κάλεσε τους μαθητές Tου να γίνουν ούτε συγκλητικοί (ή μάλλον μονομάχοι-συγκλητικοί), ούτε πραιτοριανοί!

Πού βρισκόταν λοιπόν το corpus Christi έξω από το «χυτήριο»; Και γενικότερα, σε ποιου είδους πολιτική δράση βρίσκεται ο Χριστός; 

– Αν έχω καταλάβει κάτι από τον Κύριο, είναι πως μας θέλει μετέωρους όσον αφορά τις σχέσεις μας με τον κόσμο. Εκκρεμείς, μεταξύ Ουρανού και Γης. Όχι αδιάφορους μεν, αλλά σε καμία περίπτωση φανατισμένους με τα του κόσμου. Όπως είπε ο Ελβετός θεολόγος Καρλ Μπαρτ (Karl Barth) «να κρατάμε την Βίβλο στο ένα χέρι, την εφημερίδα στο άλλο». Τα ανθρώπινα προβλήματα θα είναι πάντοτε εδώ, μάς λέει ο Κύριος. Αυτό δεν οδηγεί στην αδιαφορία, αλλά αντιθέτως στον διαρκή αγώνα για να τα ανακουφίζουμε: οι πεινασμένοι πρέπει να φάνε οι προσκαλεσμένοι να γιορτάσουν οι περιφρονημένοι να νιώσουν αναγνώριση οι συντριμμένοι από τον πόνο να αναθαρρήσουν οι ασθενείς να γιάνουν κ.ο.κ.

Αλλά όσοι χριστιανοί ανακατευόμαστε με τα πολιτικά, οφείλουμε θαρρώ να έχουμε στο νου μας ορισμένα πράγματα:

1. Δεν πάμε στην πολιτική για να βρούμε θρησκεία. Εξάλλου αν «έχουμε Χριστό», το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι θρησκεία. Όπως ποτέ δεν θα έλεγε ο Γκράμσι (Gramsci), κάνουμε πολιτική «με την αισιοδοξία της πίστης και την απαισιοδοξία της βούλησης». Η πίστη μάς βεβαιώνει πως τελικά όλα θα πάνε καλύτερα: δεν μιλάμε τυχαία για «ευαγγέλιο»! Αλλά η βούλησή μας γνωρίζει επίσης πως στον «πεπτωκότα» κόσμο, ό,τι και να κάνουμε, εντός της τεχνικής σφαίρας της πολιτικής, της εξουσίας, της εμπειρογνωμοσύνης, της ιδεολογίας, κ.λπ, λίγα (τι λίγα, «οὐδέν») μπορούμε να καταφέρουμε. Μακριά από την οδό, την αλήθεια, την ζωή, ακόμα και οι καλύτερες προθέσεις οδηγούν στην κόλαση: η ελευθερία μετατρέπεται σε συλλογική παράκρουση φιλαυτίας, η ισότητα σε προκρούστεια ισοπέδωση, η αδερφοσύνη σε συλλογική πειθάρχηση και οργανωτικό ζουρλομανδύα η γνώση σε επιστημονική ανθρωποκτονίακ.ο.κ.

Βασικά ελπίζουμε πως στην καλύτερη περίπτωση ο κόπος μας, η διάθεσή μας για πολιτική παρέμβαση, η εμπειρογνωμοσύνη, η πειθώς, ο ακτιβισμός μας δηλαδή και η πολιτική μας πορεία είναι έργο αγάπης, είναι δηλαδή παρουσία Χριστού.

2. Δεν αγωνιζόμαστε για ατομικά «μας» συμφέροντα. Αν η χριστιανική πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι πράξη αγάπης, οφείλει να είναι εξωστρεφής, όχι αυτοαναφορική. Ο Νικολάι Μπερντιάεφ (Никола́й Бердя́ев) είχε διαπιστώσει πως «η έγνοια για το ψωμί μου είναι υλιστική. Η έγνοια όμως για το ψωμί του πλησίον μου, είναι πνευματική». Εμάς τους χριστιανούς μας καταβαραθρώνει να ασχολούμαστε με την πατρίδα «μας», τον μισθό «μας», την επιχείρησή «μας», κ.ο.κ. Αν είμαστε πατριώτες, είμαστε για τους συμπατριώτες μας που τους πονάει η τύχη αυτής της χώρας. αν κάνουμε απεργία με μισθολογικά αιτήματα, το κάνουμε για τους εργαζόμενους, που τα βγάζουν δύσκολα πέρα. κι αν διοικούμε μια επιχείρηση, το κάνουμε για ό,τι αυτή παράγει, τους πελάτες και τους απασχολούμενους σε αυτήν. Τραβώντας τα πράγματα στα άκρα, θα έλεγα πως το κατ' εξοχήν χριστιανικό είναι να μάχεσαι για το «ψωμί» εκείνου που τίποτα, ούτε η ιδεολογία, ούτε η καταγωγή, ούτε η μόρφωση, ούτε η ανθρώπινη συμπάθεια, δεν σε προδιαθέτει κανονικά να το κάνεις! Η αυθεντικότερη εκδοχή χριστιανικής πολιτικής που διαπίστωσα τον τελευταίο καιρό είναι η κίνηση ορισμένων χριστιανών στις ΗΠΑ να ανοίξουν τις θύρες των ναών τους για να μπορούν οι μουσουλμάνοι μετανάστες των περιοχών τους να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Κάποτε ρώτησαν τον Μπιλ Κλίντον (Bill Clinton) γιατί συνήψε σεξουαλική σχέση με την Μόνικα Λιουίνσκι (Monica Lewinski). «Για τον χειρότερο δυνατό λόγο γιατί το μπορούσα», απάντησε ο πρόεδρος. Το ζήτημα είναι να υπερβαίνουμε τους δεδομένους μας ρόλους, τις κοινωνικές μας δεσμεύσεις, ό,τι περιμένουν οι άλλοι «φυσιολογικά» από εμάς. Το ζήτημα είναι να απελευθερωνόμαστε από τη δουλεία της εντελώς επιφανειακής, επίπλαστης και παραπλανητικής κοινωνικής μας θέσης. Αν δεν το κάνουμε γινόμαστε ο ρόλος μας: η ανθρωπιά μας συρρικνώνεται σε αυτόν γινόμαστε ό,τι ο Σαρτρ (Sartre) αποκαλούσε «κάθαρμα» (salaud).

Η αγάπη εξ ορισμού αντιβαίνει τους κοινωνικούς, ταξικούς, οικογενειακούς, ιδεολογικούς κ.λπ ρόλους και τις συνάφειες… Υπερβαίνει τις «κλίκες» ανοίγεται στην ανθρωπότητα.

Αν αυτό γίνεται αντιληπτό από την κοινωνία ως παλαβομάρα, ή εκκεντρικότητα, τόσο το καλύτερο! Αν ο κόσμος δεν απορεί με όσα λέμε ή κάνουμε, κάτι κάνουμε λάθος!

3. Δεν ξέρουμε αν ο Θεός είναι μαζί μας. Στο «ο ορθόδοξος δρόμος» ο Κάλλιστος Γουέαρ (Kallistos Ware) ανέλυσε ήδη την διαφορά μεταξύ πίστης και γνώσης. Λέμε «πιστεύω στον Κύριο», αλλά λέμε «ξέρω πως 2+2=4». Η γνώση μοιάζει ισχυρότερη στο ορθολογικό πλαίσιο, αλλά φυσικά η εμπιστοσύνη (η πίστη) κάνει πολύ περισσότερα: όταν είμαι ερωτευμένος, ο δεσμός μου με τον άλλον άνθρωπο είναι πολύ ισχυρότερος από το αν απλά «ξέρω» πως αυτός είναι ένας άνθρωπος καλός, αξιόπιστος, ικανός, γοητευτικός κ.λπ. Τούτου λεχθέντος, «η πράξη της πίστης είναι ένα ασταμάτητος διάλογος με την αμφιβολία». Αν δεν είναι αυτό, γίνεται κάτι πολύ επικίνδυνο, διότι τότε η σχέση εκπίπτει σε ιδεολογία. Η εκκλησία το ξέρει αυτό και πάντοτε θέτει δίπλα στην ευλάβεια, την ευσέβεια και την αγωνιστικότητα την ανάγκη για επιφυλακτικότητα: «μετὰ πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου» «στῶμεν καλῶς· στῶμεν μετὰ φόβου», «ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι» κ.ο.κ. «Πιστεω, Κριε· βοθει μου τ πιστίᾳ».

Υπάρχει μια ωραία σχετική ιστορία, που δεν κρατιέμαι, θα την πω, αν κι έχω συνείδηση πως το παρακάνω με τους Αμερικανούς προέδρους: στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, ενόψει μιας κρίσιμης μάχης κατά των δυνάμεων της «Συνομοσπονδίας», ένας εκ των επιτελών του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Αβραάμ Λίνκολν (Abraham Lincoln) τον διαβεβαιώνει: «θα νικήσουμε, κύριε! Ο Θεός είναι μαζί μας!». Ο πρόεδρος απαντά, γεμάτος περίσκεψη: «για να πω την αλήθεια, κύριε, προτιμώ να είμαστε εμείς με το μέρος του Θεού!».

Πράγματι, η αχαλίνωτη ευσέβεια μπορεί να μας κάνει να πιστέψουμε πως έχουμε την δύναμη να «επιστρατεύουμε βιαίως» τον Θεό για να τον εντάξουμε σε κάποιον ουλαμό της στρατιάς μας, στην κεντρική επιτροπή του κόμματός μας, στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησής μας κ.ο.κ. Ε, λοιπόν, δεν το μπορούμε! Κι όχι μόνο δεν το μπορούμε, αλλά αν πιστέψουμε πως το καταφέραμε έχουν ανοίξει για μάς πλατιές οι πύλες της ψυχασθένειας, για να μην πω της κόλασης, που αρμόζει εδώ μια χαρά. Πολύ εύστοχη είναι η σχετική τοποθέτηση του μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου (ο Κύριος δεν είπε ποτέ τίποτα διαφορετικό): «Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ ξέρετε… οἱ θρῆσκοι ἄνθρωποι εἶναι τὸ πιὸ ἐπικίνδυνο εἶδος μέσα στὴν ἐκκλησία… Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάει ἀπ'αὐτούς. Ἔλεγε ἕνας ἁγιορείτης ὅταν ἔκαμνα μία φορὰ λειτουργία καὶ λέγαμε "Κύριε σῶσον τοὺς εὐσεβεῖς" ἀστειευόμενος: "Κύριε σωσον ἠμᾶς ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς"… Δὲν εἶδα χειρότερους ἐχθρούς της ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς θρήσκους ἀνθρώπους».

Συμπερασματικά, θαρρώ πως η χριστιανική πολιτική:

– Διατηρεί σαφή τα όρια μεταξύ του «ν τ κόσμ» και του «κ το κόσμου», την «σχετική αυτονομία» από το ίδιο το αντικείμενό της. Δεν μπορεί να γίνει ειδωλολατρία, υπόσχεση παντοδυναμίας – όσον αφορά την επίλυση των  προβλημάτων του κόσμου ή την εξουσία όσων την ασκούν.

– Ασχολείται κατ' εξοχήν με ζητήματα που δεν άπτονται στα άμεσα αξιακά ή βιοποριστικά ενδιαφέροντα εκείνου που την ασκεί. Η πολιτική είναι πράξη αγάπης, και άρα στρέφεται στον πλησίον είναι επιζήμια αν απλά φουσκώνει τον εγωισμό μας ή επιβεβαιώνει τα στερεότυπά μας.

– Αμφιβάλλει για το αν ό,τι κάνει είναι σύμφωνο με το θέλημα του Κυρίου. Ελπίζει έτσι να συμβαίνει, αλλά έχει βαθιά επίγνωση πως ο Θεός δεν χωράει στο «τσεπάκι» μας…

Με άλλα λόγια, η χριστιανική ιδιότητα όσων συμμετέχουμε στα κοινά δεν μπορεί να μοιάζει με ρόπαλο, που το κραδαίνουμε καθώς εφορμούμε στον «εχθρό»… Η χριστιανική πολιτική μοιάζει με εύθραυστη προσφορά προς τον πλησίον, με πορσελάνινο λουλούδι που η μεταφορά του απαιτεί επιφυλακτικότητα, τακτ, ευαισθησία και φόβο Κυρίου.

Σημείωση: Βάλτε κι ένα ερωτηματικό στο τέλος έτσι; Εξυπακούεται…

* Ο Νίκος Ράπτης είναι εκπαιδευτικός. Δες την καρτέλα του Νίκου Ράπτη.

 

 

ΠΗΓΗ: Οκτώβριος 21 2012, http://www.ppol.gr/cm/index.php?Datain=8086&LID=1

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.