Αρχιμ. Ιάκωβος Παυλάκης: πνευματικός αναμορφωτής

Αρχιμ. Ιάκωβος Παυλάκης: O πνευματικός αναμορφωτής της Νεάπολης

 Του Πέτρου Βασιλειάδη*

 Πριν 40 περίπου χρόνια σύσσωμος ο λαός της Νεάπολης Θεσσαλονίκης, άνθρωποι κάθε ηλικίας, κάθε κοινωνικής τάξεως αλλά και πολιτικής αποκλίσεως, συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία μια πραγματικά ξεχωριστή μορφή, τον πατέρα Ιάκωβο Παυλάκη. Ένα νεαρό ιερέα 43 μόλις χρόνων, ο οποίος μέσα στα 19 χρόνια που υπηρέτησε τούτη την προσφυγική και εργατική συνοικία των δυτικών προαστίων της πόλεως του Αγίου Δημητρίου – ως διάκονος κατ’ αρχήν, χειροτονημένος από μια άλλη μεγάλη φυσιογνωμία, τον μακαριστό Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Παπαγεωργίου, και στη συνέχεια ιερατικώς προϊστάμενος του Αγίου Γεωργίου – κατάφερε να κλέψει τις καρδιές των Νεαπολιτών.

Ο ομιλών αναπολεί με συγκίνηση τις στιγμές και τα συναισθήματα που ένιωσε στην Αγγλία, όπου νεαρός ακόμη μεταπτυχιακός φοιτητής έμαθε τη συνταρακτική είδηση της εκδημίας του. Στα χρόνια που πέρασαν από τότε οι νεότερες γενιές που γαλουχήθηκαν από τη βαριά παράδοση που άφησε ως παρακαταθήκη στην ενορία μας η σεβάσμια μορφή του παπα-Ιάκωβου, δημιούργησαν γύρω από το όνομα του έναν πραγματικό θρύλο, όμοιο του οποίου στη νεότερη ιστορία της χώρας μας λίγες μόνον προσωπικότητες αξιώθηκαν να τύχουν.

Σήμερα – 40 χρόνια μετά – όλοι εμείς που ζήσαμε κοντά του αλησμόνητες στιγμές θρησκευτικής αγωγής, πραγματικής πολιτιστικής αρωγής και πνευματικής ανάτασης, και μάλιστα στα δύσκολα χρόνια της μετεμφυλιοπολεμικής ιστορίας αυτού του τόπου, αλλά και όσοι τον γνώρισαν ελάχιστα η μόνον εξ ακοής αλλά έζησαν και συνεχίζουν να ζουν κάτω από τη σκιά του και με την ανάμνηση του, κάθε χρόνο σαν σήμερα αποτίουμε ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη του, ενθυμούμενοι στιγμές που έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στη θύμηση μας, αλλά και αποτιμούμε το έργο και την προσφορά του με όση αντικειμενικότητα μας επιτρέπει η χρονική απόσταση που μας χωρίζει από το τιμώμενο πρόσωπο. Αποτελεί για το λαό της Νεάπολης μέρα χαράς και ευγνωμοσύνης, γιατί πατήρ Ιάκωβος ζει πια παντοτινά στις καρδιές του, είναι σαν να τον έχουν ανάμεσά τους. Γιατί χωρίς αμφιβολία ο πατήρ Ιάκωβος Παυλάκης, κατά κόσμον Στυλιανός, έχει χαρακτηριστεί από την ιστορία ως ο αδιαφιλονίκητος πνευματικός αναμορφωτής της Νεάπολης.

Τα όσα πολύ σύντομα θα προσπαθήσω να καταγράψω ασφαλώς δεν μπορούν να καλύψουν όλες τις πτυχές της πολυσχιδούς δράσης του, της πραγματικά εκτεταμένης διακονίας του, να αναπτύξουν με λόγια το μεγαλείο του πνευματικού του αναστήματος. Είχα την ευτυχία να τον γνωρίσω από πολύ κοντά, να συνδεθώ μαζί του στενότερα πέρα από τη σχέση πνευματικού και υποτακτικού, να συγκατοικήσω μαζί του για περισσότερα από τρία χρόνια, και, μπορώ να ομολογήσω, να δεχτώ την ακτινοβολία και να υποστώ την «καλήν αλλοίωσιν», που έπεμπε η πλήρης πνεύματος, χάριτος και αληθείας συνολική παρουσία του. Δεν ξεχνώ πως μερικές φορές ακόμη και διαφώνησα μαζί του, αφού ο παπα Ιάκωβος ως πνευματικός άνθρωπος δεν απέφευγε το διάλογο και τη διαφορετική άποψη, την προκαλούσε! Κοντά του είχα την μοναδική και καταλυτική εμπειρία να ζήσω την «αναγέννηση» της ενορίας. Ήταν τότε που με δική του πρωτοβουλία η εκκλησιαστική ενοριακή ζωή βγήκε από τα στενά παραδοσιακά πλαίσιά της κι έγινε μια πραγματική ζεστή κοινωνία αγάπης, συντροφικότητας, δημιουργήθηκαν πραγματικές αδελφικές σχέσεις που όμοιες τους σε όλη την μετέπειτα σταδιοδρομία μου δεν ξανάζησα.

Η προσωπικότητα του π. Ιακώβου Παυλάκη δεν μοιάζει σε τίποτε με τους πνευματικούς γέροντες, που τα τελευταία είκοσι χρόνια απέκτησαν ευρύτατη δημοσιότητα, και αναφέρονται σε μια σειρά πνευματικών αναστημάτων της νεώτερης Ορθοδοξίας, από τον π. Πορφύριο, τον π. Ιάκωβο Τσαλίκη και πολλούς άλλους, μέχρι και τον γνωστό σε όλους μας π. Παΐσιο. Η παρουσίαση μέσω της έντυπης και ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας όλων αυτών έχει ως αποκλειστικό στόχο την ανάδειξη του μοναστικού τύπου πνευματικότητας, που μέχρι και σήμερα ακόμη πιστεύεται ότι αποτελεί το μοναδικό μοντέλο πνευματικότητας της Ορθοδοξίας. Αντίθετα την προσωπικότητα αυτού του ταπεινού λευΐτη της σύγχρονης εκκλησίας, που διακόνησε πνευματικά μια από τις πτωχότερες συνοικίες της Δυτικής Θεσσαλονίκης, χαρακτηρίζει μια ολιστική και με κανέναν τρόπο περιοριστική η αποκλειστική κατανόηση της εκκλησιαστικής πνευματικότητας.

Ο π. Ιάκωβος υπηρέτησε στην ενορία του Αγίου Γεωργίου, στη σημερινή Ιερά Μητρόπολη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, η οποία δημιουργήθηκε με έδρα την Νεάπολη μετά το θάνατό του, είναι όμως γνωστός και σε άλλες μητροπόλεις, τις οποίες σήμερα ποιμαίνουν ως επίσκοποι πνευματικά του αναστήματα.  Προσωπικότητες όπως ο μακαριστός π. Ιάκωβος, ανήκουν σε έναν πολύ ευρύτερο χώρο, έναν χώρο δηλαδή πέραν του στενά θρησκευτικού και πνευματικού με την κλασική  χριστιανική έννοια.

Για να κατανοήσει κανείς την ιδιαιτερότητα του και την σπουδαιότητα της πνευματικής του συμβολής, θα πρέπει να ανατρέξει στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις πνευματικές ανακατατάξεις στο χώρο της θεολογίας και της εκκλησιαστικής ζωής της μεταπολεμικής εποχής.  Και εδώ θα πρέπει να θυμηθούμε, ότι το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα χαρακτηρίζεται από την αναγέννηση του λαϊκού κινήματος και την πολυσχιδή δράση των χριστιανικών οργανώσεων, που πολύ σχηματικά εξέφραζε μιαν ακτιβιστική κατανόηση της Ορθοδοξίας. Αντίθετα το δεύτερο μισό με αποκορύφωμα τη δεκαετία του  60, κυριαρχείται από την αποκλειστικότητα της φιλοκαλικής, της μοναστικής πνευματικότητας, της αποκλειστικής προβολής του γέροντα, της διάστασης δηλαδή που ενώ άρχισε ως αντίδοτο στην νεώτερη εκκοσμικευμένη εκκλησιαστική πραγματικότητα, πολύ γρήγορα σε ορισμένες περιπτώσεις αποστασιοποιήθηκε από την καθαρά εκκλησιακή, με άλλα λόγια ενοριακή, βάση της αυθεντικής Ορθόδοξης χριστιανικής πνευματικότητας. Ο π. Ιάκωβος, πατώντας γερά και στις δυο αυτές παραδόσεις, ανέπτυξε πραγματικά πρωτοποριακή δραστηριότητα, που θεολογικά μπορούμε να πούμε πως βασίζεται σε μια περισσότερο περιεκτική και ολιστική κατανόηση της εκκλησιαστικής πνευματικότητας.

Μόνον έτσι μπορεί κανείς να αποτιμήσει το μέγεθος της προσφοράς του π. Ιακώβου, ο οποίος όπως και ο Μέγας Βασίλειος, και μάλιστα δίχως την δική του λιπαρά κλασσική και θεολογική παιδεία, κατόρθωσε να αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του σε λίγα μόνο χρόνια ποιμαντικής διακονίας. 15 όλα κιόλα από τη χειροτονία του μέχρι τον αιφνίδιο και αδόκητο θάνατό του. Με βάση την εκκλησιολογική αυτή πτυχή θα επιχειρήσω τη σύντομη αυτή αναφορά στη μνήμη του. Σήμερα έχει γίνει ευρύτατα αποδεκτό ότι το πρόβλημα της υπέρβασης του κακού στον κόσμο δεν είναι πρωταρχικά και αποκλειστικά ηθικό είναι κατά βάση εκκλησιολογικό. Η ηθική και κοινωνική ευθύνη της Εκκλησίας τόσο ως οργανισμού, όσο και των μεμονωμένων μελών της, είναι η λογική συνέπεια της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας. Επομένως, όπως σωστά επέμενε και αγωνιούσε ο π. Ιάκωβος, μόνο με την μαζική επαναδραστηριοποίηση της ενοριακής ζωής της Εκκλησίας θα μπορούσαν να αναδειχθούν και πάλι οι βασικές ιδιότητες της Εκκλησίας, όπως είναι η ενότητα και η καθολικότητα, μόνο μέσα από τη ζεστασιά των σχέσεων θα μπορούσε να επέλθει η υπέρβαση της «ατομικότητας», της «αποκλειστικότητας» και να δοθεί έτσι προτεραιότητα στην «κοινωνία» με τους «άλλους», στην «ετερότητα», μόνον έτσι θα μπορούσαμε ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος να ξεπεράσουμε τα συμπλέγματα εθνικιστικών και φυλετικών εκδηλώσεων, και να συμβάλουμε στην προώθηση της ενότητας της Ορθοδοξίας, στην αναζήτηση της ορατής ενότητας της Εκκλησίας, αλλά και στον αγώνα για την ενότητα της ανθρωπότητας.

Η χριστιανική θεολογία έχει διακηρύξει με μύριους όσους τρόπους, και σε πλείστους όσους τόνους, ότι τα Έσχατα έχουν ήδη εισβάλει στην ιστορία, ότι η Βασιλεία του Θεού γίνεται απτή πραγματικότητα όσες φορές η Εκκλησία συνέρχεται «επί το αυτό», για να τελέσει κυρίως τη Θεία Ευχαριστία, όχι βέβαια ως μαγική μυστική τελετή η λατρευτική πράξη ατομικής σωτηρίας, αλλ’ ως δυναμική έκφραση κοινωνίας, αντανάκλαση της τέλειας κοινωνίας των προσώπων της Αγίας Τριάδος.

Η κάθε τοπική λοιπόν Εκκλησία – όπως κατέληξε προφητικά για την εποχή του να πιστεύει, και αβίαστα και με γλαφυρό τρόπο να ενσταλλάσει στις συνειδήσεις μας ο πατήρ Ιάκωβος – επιτελεί σωστά την αποστολή της, μόνον όταν όλοι οι ιστορικοί παράγοντες που την συναποτελούν (ο μοναχισμός, η επιστημονική θεολογία, οι χριστιανικές οργανώσεις, η ποιμαίνουσα και διοικούσα εκκλησία, ο ευσεβής λαός κλπ.) συμβάλλουν αρμονικά στη διαμόρφωση της λειτουργίας της ως ζωντανού οργανισμού. Ο μοναχισμός ως η διαρκής υπόμνηση του εσχατολογικού της οράματος, η θεολογία ως η κριτική και προφητική της συνείδηση, οι οργανώσεις ιεραποστολικά στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, και οπωσδήποτε όχι αυτόνομα και παρεκκλησιαστικά, το σύνολο των βεβαπτισμένων, με άλλα λόγια το σύνολο του ευσεβούς λαού ως θεματοφύλακας της παραδόσεως, η ποιμαίνουσα και διοικούσα εκκλησία ως η συνισταμένη και συντονίζουσα την καθημερινή της μαρτυρία. Μόνον έτσι μπορεί να επιτελεστεί αξιόπιστα και αποτελεσματικά το σωστικό έργο της εκκλησίας του Χριστού. Η αγαστή συνεργασία, ο διάλογος, η αλληλοπεριχώρηση όλων αυτών των ιστορικών παραγόντων, αποτελούσε για τον π. Ιάκωβο sine qua non της ιερατικής του διακονίας. Διότι πίστευε ακράδαντα, πως κανείς από τους ανωτέρω φορείς δεν μπορεί αυτάρεσκα και εγωιστικά να οικειοποιείται το σύνολο της μαρτυρίας της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με μέλη των εκκλησιαστικών οργανώσεων, από τα σπλάχνα των οποίων άλλωστε προήλθε, όσες φορές επιχειρούσαν να αναπτύξουν αυτόνομη, μερικές φορές παράλληλη η και διασπαστική του σώματος της εκκλησίας δραστηριότητα. Γι’ αυτό και αποτόλμησε να αντιταχθεί σε κορυφαία (όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκαν) αναστήματα, όπως ο γέροντας Παΐσιος, όταν διαπίστωνε την πρόθεση απομύζησης του ενοριακού πνευματικού δυναμικού της ενορίας του και τη δημιουργία μοναστικών κοινοτήτων εκτός της τοπικής εκκλησίας. Γι’ αυτό και παραμένουν στη μνήμη πολλών από μας (εκολαπτόμενων τότε θεολόγων) ομηρικοί οι διαξιφισμοί για την αυτονομία της επιστήμης από την εκκλησία.

Η Εκκλησία επιτελεί το σωστικό της έργο όχι με εκείνα που συνήθως πράττει, ούτε με εκείνα που λέγει, αλλά κυρίως με αυτό που είναι. Αυτό το «είναι», με άλλα λόγια αυτή η ταυτότητα και αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει ότι διασώζει αυθεντικότερα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το όραμα ενός καινούργιου κόσμου διαφορετικού από το φθαρτό και συμβατικό στον οποίο ζούμε, το όραμα δηλαδή της προσδοκώμενης Βασιλείας του Θεού. Το όραμα, όμως, αυτό – μας δίδαξε ο π. Ιάκωβος – πέρα από υπερβατική και προσδοκώμενη στα έσχατα οντότητα πρέπει να αποτελεί εν ταυτώ και χειροπιαστή ιστορική πραγματικότητα, εναλλακτική πρόταση ζωής, υπέρβαση της καθημερινότητας και της φθαρτότητας, τις οποίες εκφράζει η συμβατική ζωή. Γι’ αυτό και το ασκητικό ήθος, η ηθική ευθύνη και η κοινωνική ευαισθησία ήταν αδιαπραγμάτευτα για τον π. Ιάκωβο αλλά και τον καθένα και την κάθε μια από μας.

Πιστεύοντας ακράδαντα ότι η εκκλησία αποτελεί εναλλακτική πρόταση ζωής, πίστευε ότι καθήκον του κάθε μεμονωμένου πιστού, αλλά και της κάθε τοπικής ευχαριστιακής κοινότητας ως συνόλου, ήταν να μεταλαμπαδεύει προς τα έξω την εμπειρία της. Εκκλησία χωρίς αυτή την ιερή της «αποστολή» απλούστατα δεν είναι Εκκλησία. Όσο κι αν σε πολλούς φαίνεται παράδοξο, η Εκκλησία δεν υπάρχει αυτάρεσκα για τον εαυτό της, αλλά για τον κόσμο. Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τις αναπολήσεις και τους στοχασμούς από τα σωζόμενα προσωπικά του σημειώματα, το ημερολόγιό του, τις επιστολές και τα σημειώματα, και τα ελάχιστα κηρύγματα που σώζονται, και δημοσιεύονται στο παράρτημα του βιβλίου με τίτλο «Π. Ιάκωβος Παυλάκης», που εξέδωσε το 2006 με πρωτοβουλία του τότε Δημάρχου Ναθαναήλ Λαδόπουλου ο Δήμος Νεάπολης Θεσσαλονίκης, αυτήν ακριβώς την εικόνα αποκομίζει.

Χρέος, λοιπόν, και καθήκον του ο π. Ιάκωβος θεωρούσε την αυθεντικότερη έκφραση της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, την εφαρμογή ενός ορθότερου εκκλησιολογικά συστήματος  διαχείρισης των εκκλησιαστικών της πραγμάτων, και κυρίως το άνοιγμα προς τον έξω κόσμο, με άλλα λόγια τον ουσιαστικό διάλογο με την κοινωνία, και κυρίως με τη νέα γενιά. Γι’ αυτό και προσπαθούσε από νεαρή ακόμη ηλικία, από νεαρούς εφήβους και νεαρές κοπέλες, να μας εντάξει δυναμικά στα λειτουργικά διακονήματα, αλλά και το διδακτικό, ακόμη και το διοικητικό έργο της ενορίας. Υπογράμμιζε δηλαδή έμπρακτα την δια του βαπτίσματος αποκτηθείσα γενική ιερωσύνη (και βέβαια και ευθύνη) όλων των πιστών, με άλλα λόγια τη συμμετοχή όλων μας στο τρισσόν αξίωμα του Κυρίου.

Η τοπική μας κοινωνία ευτύχησε να έχει δημοτικούς άρχοντες που δεν λησμόνησαν την πνευματική παρακαταθήκη του παπα-Ιάκωβου, αλλά και η τοπική εκκλησία, από τον πρώτο επίσκοπο αυτής της μητροπόλεως γέροντα Διονύσιο, μέχρι το σημερινό της προκαθήμενο, π. Βαρνάβα, μπορώ άφοβα να το διαβεβαιώσω, αυτή την ανοιχτή εκκλησιολογία προσπαθούν με κάθε τρόπο πρωτοποριακά για τα ελληνικά εκκλησιαστικά δεδομένα να εφαρμόσουν.

Μέσα από αυτό το εκκλησιολογικό υπόβαθρο θα υπογραμμίσω μερικές μόνο πτυχές της αλησμόνητης προσφοράς του, που εμένα τουλάχιστο με σημάδεψαν με έναν μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο:

(α) την ιεραποστολική του αφοσίωση και το ενδιαφέρον του για τη νεολαία,

(β) το μήνυμα καταλλαγής που μεταλαμπάδευσε στην τοπική κοινωνία,

(γ) την έφεση για έρευνα και διάλογο που θέλησε να ενσταλάξει στις ευαίσθητες νεανικές μας ψυχές, και

(δ) την λειτουργική του πνευματικότητα, παράλληλα με το ασκητικό του ήθος ακτινοβολούσε σε ολάκερη την ενιαία τότε μητρόπολη Θεσσαλονίκης.

(α) Πρώτα, λοιπόν, και κύρια ο πατήρ Ιάκωβος αφιέρωσε τον εαυτό του στην ιεραποστολική μέριμνα της διαπαιδαγώγησης της νεολαίας. Είχε έναν απαράμιλλο και καταπληκτικό τρόπο να σαγηνεύει τους νέους και τις νέες. Τα παιδικά του χρόνια, χρόνια ορφάνιας, οικονομικής ανέχειας και σοβαρής ασθένειας, ίσως να χαλύβδωσαν τη θέληση του να προσφέρει τον εαυτό του στη νέα γενιά, αυτό όμως που για τον νεαρό ιερέα ήταν το παν ήταν αυτή η ιεραποστολική κένωση, αυτό το ολοκληρωτικό δόσιμο του εαυτού του για μια ολιστική, σφαιρική παιδεία στα βλαστάρια των φτωχών μαχαλάδων της Νεάπολης. Ήξερε να κερδίζει τους νέους, αγωνιούσε για την προκοπή τους. «Θέλω να βοηθώ τους νέους, κι όλους, να βρουν το δρόμο της αλήθειας, της σωτηρίας», μονολογούσε τις στιγμές της περισυλλογής. «Κάνω ο,τι πρέπει, όσο πρέπει; Κουράζομαι για το έργο του Θεού;», σημείωνε σε αρκετά σημεία του προσωπικού του ημερολογίου.

Κι εμείς ρουφήξαμε το νέκταρ της προσφοράς του και γι’ αυτό τον θυμόμαστε πάντα όχι απλά με νοσταλγία αλλά με άπειρη ευγνωμοσύνη. Το απλό, ειλικρινές, ανυπόκριτο και ανεπιτήδευτο ύφος και ήθος του αποτελεί βαριά κληρονομιά και ισχυρή παρακαταθήκη σε όλους εμάς, που με τον ένα η τον άλλο τρόπο συνεχίζουμε το έργο της πνευματικής, θρησκευτικής και λοιπής εκπαίδευσης αυτού του τόπου.

Η δημιουργία ενοριακού κέντρου ανεξάρτητου από το οικοδομικό συγκρότημα του ναού, έτσι ώστε να επιτελείται το έργο της κατήχησης απρόσκοπτα και χωρίς αναστολές για την ενθουσιώδη και φωνασκούσα νεολαία, υπήρξε για την εποχή εκείνη πιλοτικό εγχείρημα πρωτοποριακό για τα εκκλησιαστικά μας δεδομένα. Ακόμη και σήμερα – που κάτι τέτοιο ίσως να φαντάζει φυσιολογικό – ποιο άραγε εκκλησιαστικό συμβούλιο θα τολμούσε να διαθέσει για σειρά ετών το 80% του προϋπολογισμού του για τις ανάγκες τις νεολαίας, και μάλιστα για δραστηριότητες που εκείνη την εποχή εθεωρούντο όχι και απόλυτα συμβατές με το συνηθισμένο λειτουργικό έργο; Στο έργο της παγκόσμιας ιεραποστολής, το οποίο διακονώ παράλληλα με τα αυστηρά ακαδημαϊκά μου καθήκοντα, εκείνον έχω πάντα ως φωτεινό παράδειγμα.

(β) Το δεύτερο στοιχείο που θα ήθελα να τονίσω, είναι η διακονία του στον τομέα στης καταλλαγής και της συμφιλίωσης. Η έναρξη της ιερατικής του διακονίας συμπίπτει με μια ταραγμένη περίοδο, η οποία βρίσκει τη Νεάπολη – όπως άλλωστε και όλη την υπόλοιπη Ελλάδα – χωρισμένη σε δύο ιδεολογικά αντίπαλα στρατόπεδα. Σε αυτή τη σκοτεινή περίοδο ο π. Ιάκωβος – παράλληλα με το έργο της εξομολογήσεως με την οποία προσέφερε την κάθετη συμφιλίωση του ατόμου με τον Θεό και την εκκλησιαστική κοινότητα – εργάζεται ασταμάτητα και για την οριζόντια συμφιλίωση μεταξύ των ανθρώπων. Δίδασκε με έργα και λόγια αυτό που δεκαετίες αργότερα διατυμπανίστηκε ως εθνική συμφιλίωση: ότι δηλαδή οι ιδεολογικές διαφορές δεν θα πρέπει να διαχωρίζουν τους ανθρώπους στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και ενώπιον του Θεού. Αλήθεια, ποιος μπορεί να ξεχάσει πόσες φορές ο παπα Ιάκωβος ανέβηκε τα σκαλοπάτια της περιβόητης τότε Ασφάλειας για να μεσολαβήσει ώστε να αποχαρακτηριστούν παιδιά φτωχών αριστερών οικογενειών, διδάσκοντας έτσι με έργα το παράδειγμα του Ναζωραίου, αλλά και λόγια το περίφημο κήρυγμα της διακονίας της καταλλαγής του αποστόλου Παύλου: «Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα». Και «όλα αυτά προέρχονται από τον Θεό, που μας συμφιλίωσε μαζί του δια του Χριστού, κι ανέθεσε σ’ εμάς να υπηρετήσουμε το έργο της συμφιλίωσης» (Β’ Κορ 5, 17-19).

Ο π. Ιάκωβος ήταν εκείνος που για πρώτη φορά ενστάλαξε βαθιά στη συνείδηση μου, συνείδηση 15χρονου τότε μαθητή, τον έρωτα για το βιβλικό λόγο, σε σημείο να καθορίσει και τις μετέπειτα επιστημονικές σπουδές και τη σταδιοδρομία μου. Τόσο πάθος για καταλλαγή και συμφιλίωση μεταξύ των ανθρώπων και για αναζήτηση της ορατής ενότητας της Εκκλησίας δεν θυμάμαι να ξανασυνάντησα σε εκκλησιαστικούς κύκλους, παρά μέσα στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και του οικουμενικού διαλόγου γενικότερα.

(γ) Η τρίτη παρακαταθήκη που άφησε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου ο π. Ιάκωβος ήταν η παρακαταθήκη της μάθησης, της έρευνας, της γνώσης, ακόμη και της αμφισβήτησης. Ο παπα Ιάκωβος δεν είχε την ευτυχία να ακολουθήσει ανώτερες θεολογικές σπουδές – είχε πτυχίο μόνον του ανώτερου εκκλησιαστικού φροντιστηρίου που ίδρυσε για τις ανάγκες της επιμόρφωσης του κλήρου τη δεκαετία του ’50 ο Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου. Ήταν αυτοδίδακτος θεολόγος, είχε όμως μια σπάνια ικανότητα να συνδυάζει την πίστη με τη γνώση. Η τόλμη του να διεισδύει βαθιά σε θεολογικές έννοιες, ακόμη και να τις αμφισβητεί χωρίς βέβαια να τις απορρίπτει, θα πρέπει ίσως να ήταν η αιτία που από τα χέρια του ξεπήδησαν τόσοι καταξιωμένοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι (αριθμός ίσως μοναδικός στα ελληνικά χρονικά από μια και μοναδική πνευματική κίνηση) ευάριθμοι ιερείς, ηγούμενοι, μοναχοί και μοναχές, και μια σειρά από καταξιωμένους επιστήμονες επαγγελματίες και σωστούς οικογενειάρχες και μια σειρά από καταξιωμένους επιστήμονες και επαγγελματίες. Δεν είναι και μικρό πράγμα, εξάλλου, ότι το ενοριακό κέντρο της Νεάπολης δεν παρουσίασε δείγματα έλλειψης ανεκτικότητας, θρησκευτικού φανατισμού, φονταμενταλισμού, ξενοφοβίας, δεν εξέθρεψε καθόλη τη μακρόχρονη πορεία του κανέναν ορθόδοξο ταλιμπάν.

(δ) Τέταρτο και τελευταίο, το «λειτουργικό» του φρόνημα. Φαντάζει ίσως στους μη μυημένους θεολογικά απλό ενδοεκκλησιαστικό χαρακτηριστικό. Εντούτοις έχει τεράστιες κοινωνικές και πολιτιστικές επιπτώσεις. Η ιστορία του παγκόσμιου πολιτισμού έχει καταγράψει για το χριστιανισμό δύο κύριες μορφές πνευματικότητας: τη λειτουργική και τη μοναστική. Η πρώτη εκφράζει την κοινωνική διάσταση του ευαγγελίου, που μέσα από την κοινή λατρεία διαπαιδαγωγεί την κοινότητα και τους πιστούς της «ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν εχωσιν» (1ω 6.50). Η δεύτερη τον πνευματικό αγώνα, την προσωπική άσκηση. Η πρώτη αναπτύσσει κατά προτεραιότητα τις οριζόντιες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων: «άγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοίας όμολογήσωμεν». Η δεύτερη προβάλλει την προτεραιότητα της προσωπικής ανάτασης και τις κάθετες σχέσεις του μεμονωμένου ατόμου με τον Θεό. Ο π. Ιάκωβος με μοναδικό τρόπο υπηρέτησε και τις δυο αυτές μορφές πνευματικότητας. Ελάχιστοι πνευματικοί στις μέρες μας καταφέρνουν να συνδυάσουν, με τον απαράμιλλο τρόπο που το πέτυχε ο μακαριστός πατήρ Ιάκωβος, την κοινωνική-λειτουργική με την μοναστική-ατομική πνευματικότητα, το ενδιαφέρον για τη ζωή της τοπικής κοινωνίας με το αδιαπραγμάτευτο ασκητικό του ήθος, υπηρετώντας παράλληλα τα τελευταία χρόνια της σύντομης επί της γης βιωτής του τη γυναικεία μονή του Πανοράματος ως πνευματικός.

Παίρνοντάς μας απ’ το χέρι και οδηγώντας μας στο ψαλτήρι στους εσπερινούς κι από εκεί στη θεία λειτουργία μας δίδαξε με απλό τρόπο αυτό που εύστοχα περιγράφει ο ηγούμενος της Μονής Ιβήρων στο τελευταίο βιβλίο του Λειτουργικός τρόπος: «Έξω από τη θεία λειτουργία οι άνθρωποι αντιμάχονται και μάταια βασανίζονται, γιατί νομίζουν ότι στον καθένα ανήκει ένα κομμάτι. Δεν έχουν καταλάβει ότι σε όλους ανήκουν όλα… Η αμαρτία και η αίρεση γεννώνται από τον χωρισμό, δηλαδή από τον περιορισμό του ενδιαφέροντος και της προσοχής του ανθρώπου σε ένα κομμάτι. Δεν είναι ο άνθρωπος μόνο σώμα η ψυχή μόνο. Δεν είναι νέος η γέρος. Χαρούμενος η θλιμμένος. Ζωντανός η πεθαμένος. Είναι όλα. Και το καθετί πρέπει να ζει μέσα στο όλο… Οι λειτουργημένοι και καθαγιασμένοι τα κάνουν όλα δι’ όλων εναρμονίως».

Για όλα αυτά, και γι’ άλλα πολύ περισσότερα, όλοι εμείς, η τοπική κοινωνία, ο Δήμος, η Μητρόπολη, του οφείλουμε «εκ μέσης ψυχής» ένα θερμό ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!

* Ο Πέτρος Βασιλειάδης είναι καθηγητής ττης Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ

ΠΗΓΗ: Ημ. Δημοσίευσης: Oct 23, 2012, http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=10852

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.