Εθνοφυλετισμός & Εκκλησιακή «Διασπορά» – ΙΙ

Εθνοφυλετισμός και [η αποκαλούμενη] Εκκλησιακή «Διασπορά» – Μία μονόδρομη σχέση αιτίου και αιτιατού – Μέρος ΙΙ

Του π. Γρηγορίου Παπαθωμά*  [Εισήγηση σε συνέδριο**]

Συνέχεια από το Μέρος Ι

3. Η αναδρομική κανονική λύση του ζητήματος της «Διασποράς»

Η ουσία βρίσκεται σε αχαρτογράφητα νερά!… Γι’ αυτό, ας κάνουμε εδώ μία απόπειρα προσέγγισης του ζητήματος μέσα από το πρίσμα των ιερών Κανόνων, καθώς έχουμε βάσιμες μαρτυρίες, υφιστάμενες ήδη από την πρώτη χιλιετία και που απλώς χρήζουν περαιτέρω αναλύσεως και ερμηνείας, σύμφωνα και με τα νέα συναφειακά δεδομένα της εποχής μας. Πράγματι, η ίδια Σύνοδος, η Δ΄ Οικουμενική (451), που όρισε το συγχρονικό «ασυγχύτως» (ετερότητα) και «αδιαιρέτως» (κοινωνία) των κατά τόπους Εκκλησιών, χωρίς να υφίσταται μεταξύ τους απόσταση ή απόκλιση, όρισε και το εκκλησιο-κανονικό περιγεγραμμένο της κάθε κατά τόπον Εκκλησίας, ήτοι τα αρτιγέννητα τότε πέντε Πατριαρχεία (Ρώμης, Νέας Ρώμης-ΚΠόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) και τη συνοδικά προϋπάρχουσα Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου (5+1).

Οι 5+1 κατά τόπους Εκκλησίες κάλυπταν εδαφικά σύνολη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Απέμενε, όμως, και ένα τεράστιο απροσδιόριστο έδαφος εκτός της Αυτοκρατορίας, τα Υπερόρια αδιάτμητα εδάφη, τα εκτός των αρτιγέννητων κατά τόπους πέντε Εκκλησιών-Πατριαρχείων, γνωστά ωστόσο στην εποχή εκείνη, που η οραματίστρια αυτή Σύνοδος δεν θα μπορούσε να μη τα προσδιορίσει εκκλησιακά και να μη προβλέψει εκκλησιολογικά τη λειτουργία τους. Και, ενώ δεν υφίσταντο εκκλησιαστικά σώματα της όποιας μορφής στο αχανές αυτό έδαφος, υπήρξε η ίδια προμηθής και όχι επιμηθής, και είχε τη σταθερή βούληση, προληπτικά, να ρυθμίσει και αυτό το θέμα εκκλησιο-κανονικά.

Πολύ σύντομα να δούμε, ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών της ιστορικής συνάφειάς του, τον εκκλησιο-κανονικό πυρήνα του 28/Δ΄, ο οποίος δεν είναι άλλος από την προσθήκη ενός ακόμη ενιαίου εκκλησιαστικού εδάφους στην ήδη προϋπάρχουσα εκκλησιακή διαίρεση (5+1): Τα πέντε δηλ. Πατριαρχεία, η Αυτοκέφαλη Εκκλησία Κύπρου και όλος ο γνωστός κόσμος, τα Εξω-εκκλησιαστικά εδάφη, ως μία και ενιαία οντότητα (5+1+1). Με άλλα λόγια, η σπουδαιότερη Σύνοδος από πλευράς διοργανώσεως της «ανά την Οικουμένην Εκκλησίας»  προέβη σε μία πρωτογενή πρωτοβουλία με μία συνολική διοργάνωση της Εκκλησίας «ανά την Οικουμένη», ανά την Υφήλιο, με τρία ολιστικά καθοριστικά πεδία:

1) Θέσπισε Πατριαρχικές ετερότητες (Πατριαρχείο Πόλεως-Εκκλησία εδάφους)

2) Δημιούργησε συνολική συνοδική κοινωνία των κατά τόπους Εκκλησιών (5+1) και

3) Προέβλεψε και συγκρότησε εκκλησιολογικά τα Εξω-εκκλησιακά εδάφη (κ. 28/Δ΄).

Με την εκκλησιακή αυτή συγκρότηση, θέλησε η Εκκλησία, ήδη από το 451, να διατηρήσει παντού την εκκλησιολογική ενότητα και εδαφική μονοδικαιοδοσία, το διπλό απροϋπόθετο δηλ. συστατικό μίας τοπικής ή κατά τόπον Εκκλησίας. Έτσι, και για τις τρεις αυτές περιπτώσεις, η Οικουμενική Σύνοδος όρισε προκαθήμενο επίσκοπο. Για τις δύο πρώτες περιπτώσεις, η λειτουργικότητά τους μας είναι ιστορικά γνωστή και προφανής. Για την τρίτη περίπτωση, που εδώ μας ενδιαφέρει, ορίστηκε ένας επίσκοπος, για όλα τα Εξω-εκκλησιακά εδάφη συλλήβδην και με τρόπο αδιάτμητο, ακριβώς για να διατηρηθεί παντού «ανά την Οικουμένη» η εκκλησιολογική ενότητα και η εκκλησιακή εδαφική μονοδικαιοδοσία, έτσι ώστε, όταν τελείται στα εδάφη αυτά Θ. Λειτουργία-Ευχαριστία, να τελείται αυτή στο όνομα ενός επισκόπου, ακριβώς για να μην υπάρξει εκκλησιολογική διάχυση και σύγχυση . Η ιδιοτυπία του 28ου κανόνα συνίσταται ακριβώς στο γεγονός, ότι, με συνοδική απόφαση, παραχωρήθηκε η προεδρία της συνοδικής Πενταρχίας στον Πατριάρχη Ρώμης και στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως η αδιάτμητη εκκλησιολογική εποπτεία των Εξω-εκκλησιαστικών εδαφών: «υπερόριο δικαιοδοσία» μεν, αλλά κανονική, κάτι που αποτελεί ιστορικά μοναδική εξαίρεση στην Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Ακριβώς μετά από αυτήν την απόφαση, ιστορικά, προσέλαβε αυτός και την αντίστοιχη κανονική επωνομασία Οικουμενικός Πατριάρχης. Είναι ονομασία που απορρέει από αυτήν την πρόσθετη κανονική ιδιότητά του, και αυτός έδωσε και την ονομασία στο Πατριαρχείο Οικουμενικό – και όχι το αντίστροφο. Να υπενθυμίσουμε μόνον εδώ, ότι οι κανόνες γεννήθηκαν στην πρώτη χιλιετία, αλλά συνεχίζουν να λειτουργούν οντολογικά μέχρι σήμερα. Η λειτουργία τους, όμως, δεν στηρίζεται στο συναφειακό ιστορικό κέλυφος, αλλά στον εκκλησιο-κανονικό πυρήνα αληθείας που διατηρείται αναλλοίωτος και καλείται να προσλαμβάνει τα εκάστοτε νέα πολιτειακά δεδομένα με τις κοινωνικο-πολιτικές μεταλλαγές, που αυτά τα κανονικά δεδομένα επωχούν. Έτσι, οι κατανεμηθείσες συνοδικά ιδιότητες παραμένουν αναφαίρετες και τα κανονικά δικαιώματα απαράλλακτα. Εμφανίζεται, ωστόσο, σήμερα μία αδυναμία του Εκκλησιακού σώματος να θεολογήσει για την… και να κατανοήσει την νέα κατάσταση που εμφανίζεται μπροστά μας, στον ιστορικό ορίζοντα. Γι’ αυτό και εμφανίζουμε συμπτώματα αυτοσχεδιασμού, υιοθέτησης θύραθεν κοινωνικο-πολιτικών πρακτικών και μεθόδων επίλυσης του προβλήματος, και συμπτώματα συσχηματισμού (κομφορμισμού) στον νυν αιώνα. Γι’ αυτό και η ουσία του ζητήματος της «Διασποράς» και η λύση του βρίσκονται σε αχαρτογράφητα νερά!…

4. Κράτος-Έθνος (État-Nation) και Έθνος-Κράτος σε σχέση με τη «Διασπορά»

Ένα άλλο γεγονός που κατηγοριοποιεί διττά τη «Διασπορά» είναι το Εθνικό Κράτος προέλευσής της. Πράγματι, στα νεώτερα χρόνια, μετά τη Γαλλική επανάσταση (1789) και κάτω από την επίδραση της αρχής των Εθνοτήτων, δημιουργήθηκαν τα επονομαζόμενα Εθνικά Κράτη, σύμφωνα με το γνωστό γαλλικό μοντέλο: Κράτος-Έθνος. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι, πριν ακριβώς από αυτό το νεοπαγές μόρφωμα, στη Δύση έχουμε δημιουργία Κρατών που γίνονται Κράτη, μόνο και μόνο, για να μην υπάγονται στην παπική κυριαρχία, και όχι γιατί αποτελούσαν κάποια επί μέρους ξεχωριστή Εθνότητα. Αυτό ακριβώς το Κράτος στη συνέχεια διακηρύσσεται σε Κράτος-Έθνος. Είναι, επομένως, αλήθεια ότι η Γαλλική επανάσταση με το ψήφισμα της Συντακτικής Συνέλευσης της 27ης Αυγούστου 1789 διακήρυξε, ότι «η αρχή κάθε κυριαρχίας εναπόκειται ουσιωδώς στο Έθνος, και ουδεμία συσσωμάτωση [συλλογική οντότητα] και κανένα άτομο [ατομική οντότητα] δεν μπορούν να ασκήσουν εξουσία που δεν διατάσσεται ρητά από το Έθνος», καθώς «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Έθνος». Έτσι, το Κράτος απέκτησε έννοια δυνάμεως και έρχεται αυτό πλέον να ρυθμίσει κυριαρχικά και τα της Εκκλησίας. Τότε δόθηκε και το νεωτερικό έναυσμα της εθνικής αυτοσυνειδησίας με υπερτονισμό δομικών ιδιαιτεροτήτων έναντι των άλλων εθνοτήτων. Έτσι, ορίσθηκε το Έθνος ως πολιτική ενότητα: Κράτος-Έθνος, Κράτος δηλ. που έχει κατασκευασθεί με μία υπερτροφική κρατική αυθεντία, για να λειτουργεί ως Έθνος. Αυτό σημαίνει ότι, μετά από ένα διατεταμένο αυτοκρατορικό παρελθόν, δημιουργείται ένα νέο κρατικό μόρφωμα, το Κράτος, που στη συνέχεια, με οδηγό την αρχή των Εθνοτήτων, ανακηρύσσεται σε (κατασκευασμένο) συνταγματικό Έθνος [με καθοριστικό κριτήριο το jus soli], με τη σειρά, την προτεραιότητα και την προοπτική που δηλώνει ο ίδιος ο όρος: Κράτος-Έθνος. Αντίθετα, στην καθ’ ημάς Ανατολή, ενώ το γαλλικό αυτό μοντέλο καρποφόρησε ως ιδεώδες στις εθνικές λαότητες της Βαλκανικής, δεν έχουμε ταυτόσημη δυναμική, αλλά, κατά ένα εντυπωσιακό τρόπο, την ακριβώς αντίθετη κατάσταση. Οι Βαλκανικές επαναστάσεις του 19ου αι. γέννησαν όντως την αντίθετη ακριβώς πραγματικότητα, αυτό που οι βαλκάνιοι – και μη – ιστορικοί λησμονούν συστηματικά: το Έθνος-Κράτος, δηλ. το «έθνος αίματος» [jus sanguinis], το Κράτος φυλετικής λαότητας με ιδιότυπο εθνικισμό, το φυλετικό Έθνος, που προϋπάρχει του Κράτους και αποκτά στη συνέχεια κρατική υπόσταση και γίνεται Κράτος με τη σύγχρονη έννοια, ακριβώς μετά την παρακμή και την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την επιτυχή έκβαση των απελευθερωτικών κινημάτων, με αίτημα εκκλησιαστικής αυτονόμησης και ανεξαρτησίας αντίστοιχου εθνικού περιεχομένου. Επί πλέον, εάν στην περίπτωση του Κράτους-Έθνους (État-Nation) την αποκλειστική κυριαρχία του Κράτους την αποκαλούμε Κρατισμό, στην περίπτωση του Έθνους-Κράτους (Nation-État) θα πρέπει σαφώς να την διακρίνουμε από την πρώτη και να την αποκαλούμε Εθνο-κρατισμό.

Γι’ αυτό, η διαφορετική αυτή και μάλιστα αντιθετική πραγματικότητα μας ενδιαφέρει εδώ άμεσα, σε ό,τι αφορά στην πραγμάτωση της Εκκλησίας. Και αυτό γιατί, στην πρώτη περίπτωση έχουμε Εθνικές Εκκλησίες (Κράτος-Έθνος), ενώ στη δεύτερη περίπτωση έχουμε ταύτιση εθνικής-φυλετικής ταυτότητας και θρησκευτικής ταυτότητας (όποιος είναι ορθόδοξος, είναι Έλληνας ή Σέρβος κλπ., ενώ όποιος δεν είναι ορθόδοξος, «είναι Τούρκος ή αλλόπιστος-αλλοεθνής»), και, συνεπώς, έχουμε εδώ σχεδόν ταύτιση Έθνους και Εκκλησίας με σαφώς – όχι Εθνικές αλλά – Εθνοφυλετικές Εκκλησίες [π.χ. Πατριαρχείο των Σέρβων, Ελλαδική Εκκλησία, Ρωσσική Εκκλησία, Ρουμανική Εκκλησία, όπου γης] (Έθνος-Κράτος). Η σύσταση Εθνοφυλετικών Εκκλησιών (Εκκλησία ≡ Έθνος-Κράτος) είναι και η περίπτωση των Ορθοδόξων στην Ανατολική Ευρώπη και ανά την Οικουμένη, δηλ. η υποφώσκουσα ή η, εν πολλοίς, ενεργή εκκλησιολογική αίρεση, ο εκκλησιολογικός Εθνοφυλετισμός, που επεχείρησε να βρει κανονικό έρεισμα, αλλά τον οποίο καταδίκασε ανεπιφύλακτα η επί τούτω συγκληθείσα Πανορθόδοξη Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως στα 1872, διότι ακριβώς η αξίωση εκκλησιακού αυτοπροσδιορισμού των Βουλγάρων δεν θεμελιωνόταν σε υπαρκτή κρατική ετερότητα ή σε πολιτική ανεξαρτησία, αλλά μόνο στην εθνοφυλετική διαφορά. Και παρ’ όλο ότι η Σύνοδος αυτή καταδίκασε παραδειγματικά και υποδειγματικά τον εκκλησιολογικό Εθνοφυλετισμό, ως ρατσιστικό εθνικισμό και εκκλησιολογικό Κουλτουραλισμό, από τότε μέχρι σήμερα είναι ακριβώς αυτός που κυριαρχεί στο ορθόδοξο στερέωμα και που γέννησε, που γεννά και που τροφοδοτεί καθοριστικά την εκκλησιακή «Διασπορά».

– Και εδώ καταγράφεται μία αντίφαση ολκής. Το σημαντικό και το σπουδαίο με εμάς τους Ορθοδόξους είναι, ότι είχαμε το θεολογικό σθένος, και μας τιμά αυτό όλως ιδιαιτέρως, να καταδικάσουμε συνοδικά τον εκκλησιολογικό Εθνοφυλετισμό ως αίρεση, σε αντίθεση με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Προτεστάντες, που όχι μόνον δεν αντιλήφθηκαν μέχρι τότε και μέχρι σήμερα τον ομοειδή και ομόκεντρα ανελισσόμενο εκκλησιαστικό Κουλτουραλισμό (Ριτουαλισμός-13ος αι. και Κονφεσσιοναλισμός-16ος αι. αντίστοιχα) σε όλη τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας, αλλά και βρίσκονται ακόμη πολύ μακριά αμφότεροι στο να τον καταδικάσουν συνοδικά και ιδίως να τον αποποιηθούν. Αλλά, ταυτόχρονα, το τραγικό με εμάς τους Ορθοδόξους επίσης είναι, ότι, ενώ στον 19ο αι. καταδικάσαμε αποφασιστικά τον εκκλησιολογικό Κουλτουραλισμό ως αίρεση, από τότε, εδώ και ενάμιση αιώνα περίπου, πράττουμε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που διακηρύξαμε και συμπεριφερόμαστε σύμφωνα με αυτό που συνοδικά καταδικάσαμε. Διότι, ο σύγχρονος εθνοφυλετισμός έχει δημιουργήσει μία αόρατη εν πολλοίς μεταλλαγή της νόμιμης εκκλησιακής τοπικότητας σε ένα προκάλυμμα για το εθνικό διασπαστικό πνεύμα. Και έτσι, τηρουμένων των αναλογιών αντιληπτικότητας και ενεργείας, βρισκόμαστε σε χειρότερη μοίρα από τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Προτεστάντες στο θέμα αυτό. Παραλλάσσοντας λίγο τον κυριακό λόγο, η Εκκλησία θα έλεγε: «Ει μη είπον και ελάλησα αυτοίς [Ορθοδόξοις], αμαρτίαν ουκ είχον νυν δε πρόφασιν ουκ έχουσι περί της αμαρτίας αυτών» . Και γινόμαστε, έτσι, όλο και περισσότερο «θέατρο εν τω κόσμω» με τον εκκλησιολογικό Μονοφυλετισμό της συμπιληματικής Ορθόδοξής μας «Διασποράς». Αρκεί να ζήσει κανείς μόνο λίγο στους χώρους αυτής της «Διασποράς», όπου έχουμε, εν μέσω ετερόκλητων εθνολογικά πληθυσμών, το τραγικό εκκλησιολογικά φαινόμενο αμιγών Μονοφυλετικών Εκκλησιών, συνεδαφικών και παράλληλων, και να δει τον τρόπο της διοργάνωσής τους, και τότε θα κατανοήσει τον εκφερόμενο εδώ λακωνικό λόγο, ακριβώς διότι οι Ορθόδοξοι, από το 1870 και εντεύθεν, έχουν αποκτήσει τον ετρόκλητο εθισμό να προσεγγίζουν τον κόσμο με εθνοφυλετικές και κουλτουραλιστικές κατηγορίες…

  Κράτος-Έθνος  ↔  Έθνος-Κράτος
(État-Nation)      (Nation-État)

   ↓      ↓
κατασκευασμένο Έθνος            καταγωγικό Έθνος

        Συνταγματικό Έθνος              Φυλετικό Έθνος

       (jus soli)     (jus sanguinis)

   ↓      ↓
Εθνικισμός   ↔          Εθνοφυλετισμός

   ↓      ↓
Κρατισμός   ↔          Εθνο-Κρατισμός

   ↓      ↓
Κυριαρχία           Ταύτιση

  Κράτους επί της Εκκλησίας            Έθνους-Εκκλησίας

   ↓      ↓
Εθνική Εκκλησία  ↔   Εθνοφυλετική Εκκλησία

     (Δυτική κατηγορία στους Ρ/Κ & Π)        (Ιδιότυπη κατηγορία στους Ο/ΡΘ)

         ↓
Εκκλησιολογικός Εθνοφυλετισμός

5. Συμπερασματικές σκέψεις και κριτικές Παρατηρήσεις

– [Εθνικισμός ή, καλύτερα,] Εθνοφυλετισμός και Εκκλησιολογία είναι δύο μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα σε όλα τα επίπεδα της ενδοκτισιακής έκφανσής τους. Όταν κυριαρχεί ο Εθνοφυλετισμός, μειοδοτείται η Εκκλησιολογία, και η Εκκλησία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε εκκλησιολογικό και κανονικό επίπεδο, κάτι που γίνεται εμφανώς ορατό, πιο ορατό από οπουδήποτε αλλού, στους χώρους της αποκαλούμενης αδίκως «Διασποράς». Ενώ, αντίθετα, όταν δίδεται προτεραιότητα στην Εκκλησιολογία, τότε η Εκκλησία σαρκώνεται προσληπτικά στους κόλπους ενός έθνους ή ενός λαού, σε συγκεκριμένο τόπο, με προσδοκίες σαφώς σωτηριολογικές, περιθωριοποιώντας κάθε διεργασία εθνοφυλετική, που συνεπάγεται αποκλειστικότητες καταργητικές της ίδιας της Εκκλησίας.

– Από την Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1872 και εντεύθεν, η Ορθόδοξη «Εκκλησία ανά την Οικουμένη» ζει σε όλη της την πληρότητα έναν κατάφωρο Εκκλησιολογικό Κουλτουραλισμό, αυτό δηλ. που καταδίκασε συνοδικά: η Ορθοδοξία έγινε προέκταση του Έθνους και, mutatis mutandis, η Εκκλησία έγινε αναλογικά προέκταση του Έθνους-Κράτους. Αυτό είχε (και έχει) ως συνέπεια, η Εκκλησιακή «Διασπορά», καθ’ υπόδειξη του κάθε επί μέρους Εθνικού Πολιτειακού Κέντρου που έλεγχε (και ελέγχει) επισταμένως την Εκκλησία, άρχισε να οργανώνεται αυτή και κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της Εθνικής Διασποράς, με την εξής αναλογική δομή:

Κράτος (Εθνικό Κέντρο) και Εκκλησία (συλλογική εθνική συσσωμάτωση)

– Κράτος → Εθνικό Κέντρο αναφοράς → Ευθύνη & νομική δικαιοδοσία επί των ομοεθνών Πολιτών → Περιοχή νομικής δικαιοδοσίας (ορθά) όλη η Οικουμένη

– Εκκλησία → Εκκλησιαστικό Κέντρο αναφοράς το Εθνικό Κέντρο → Ευθύνη & εκκλησιαστική δικαιοδοσία επί των ομοεθνών Ορθοδόξων → Περιοχή εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας (αντικανονικά) όλη η Οικουμένη

Το Κράτος παραμένει η «μόνη αρχή κάθε κυριαρχίας», ενώ η Εκκλησία συνιστά τον εντολοδόχο υλοποιητή του Εθνικού οράματος, όπου γης, ασκούσα «εκκλησιαστική δικαιοδοσία παγκοσμίου εμβελείας» (sic): η Εκκλησιακή «Διασπορά» διαμορφώνει πλέον την Παγκόσμια Εθνική Εκκλησία, ένα νέο και αυγάζον εκκλησιο-κανονικό πρόβλημα: τον Εκκλησιακό Παγκοσμισμό.

Όπως καθίσταται προφανές, για τους Ορθοδόξους πιστούς κάθε Κράτους, έχοντος στους κόλπους του Εθνική Ορθόδοξη κατά τόπον Εκκλησία, όταν αυτοί διαβιούν εκτός των εθνο-κρατικών ορίων στους τόπους της Διασποράς, η υπαγωγή τους σε Εκκλησία, εκκλησιο-κανονικά ομιλώντας, γίνεται με μία μορφή ετεροκεντρισμού και ετεροαναφοράς. Αυτός ο εκκλησιακός ετεροκεντρισμός και αυτή η εκκλησιαστική ετεροαναφορά είναι μία βασική πρακτική γενεσιουργός αιτία δημιουργίας του προβλήματος. Αυτή, όμως, είναι η πρακτική αιτία. Υπάρχει, ωστόσο, μία κύρια και πρώτιστη γενεσιουργός αιτία, και αυτή είναι η υιοθετούμενη εθνοφυλετική εκκλησιολογία που βρίσκεται πίσω από αυτή την πρακτική και που εμφαίνεται στο παραπάνω σχήμα δομής και ενάσκησης της εκκλησιακής δικαιοδοσίας στους χώρους της κατασκευασμένης εκκλησιαστικής «Διασποράς», για να εξυπηρετεί, – όχι την εσχατολογική πορεία της Εκκλησίας, αλλά – ποικιλότροπα, τα εθνικά και πολιτικά συμφέροντα του εκάστοτε Εθνικού Κέντρου. Όσο πιο γρήγορα συνειδητοποιηθεί από όλους μας η αποκλίνουσα αυτή ειδεχθής κατάσταση, τόσο πιο γρήγορα θα αρχίσει να αυγάζει η λύση του προβλήματος της «Διασποράς» που εξετάζουμε εδώ.

– Εκκλησιολογικός Εθνοφυλετισμός και Εκκλησιαστική «Διασπορά» είναι οι δύο όψεις του αυτού νομίσματος και η σχέση τους είναι σχέση αιτίου και αιτιατού, με τον Εθνοφυλετισμό να τροφοδοτεί σταθερά και μόνιμα τη «Διασπορά». Ο συσχετισμός τους θα μπορούσε εδώ να χαρακτηρισθεί ενδεικτικά και με απόλυτη ταυτοσημία με τον αποστολικό λόγο που λέει, ότι ο Εθνοφυλετισμός είναι «ο φλογίζων τον τροχόν της γενέσεως [εκκλησιολογικός Μονοφυλετισμός] και φλογιζόμενος υπό της γεέννης [«Διασπορά»]» .

– Ο Εκκλησιολογικός Κουλτουραλισμός, που μεσουράνησε και κυριάρχησε σε σύνολη τη 2η χιλιετία σε Ρωμαιοκαθολικούς (Ριτουαλισμός-13ος αι.), Προτεστάντες (Κονφεσιοναλισμός-16ος αι.) και Ορθοδόξους (Εθνοφυλετισμός-19ος αι.), μας προετοιμάζει με μαθηματική ακρίβεια για ένα καινοφανές εκκλησιο-κανονικό πρόβλημα που άρχισε ήδη να αυγάζει στο τέλος της 2ης και στην αρχή της 3ης χιλιετίας, και θα είναι το κυρίαρχο πρόβλημα (μαζί με τα ανθρωπολογικά προβλήματα, τα οποία ξέσπασαν προσφάτως και τίθενται προκλητικά για τη Θεολογία) της χιλιετίας αυτής, που θα ολοκληρώσει το έργο διάσπασης της Εκκλησίας: ο Εκκλησιαστικός Παγκοσμισμός. Αυτός εκδηλώθηκε ήδη στους Ρωμαιοκαθολικούς (1870-2006) και στους Προτεστάντες (2ο ήμισυ του 20ού αι.). Το σύμπτωμα αυτό του παγκοσμισμού άρχισε να εκδηλώνεται πλέον πασιφανώς και στους Ορθοδόξους (έναρξη με επίσημες καταστατικές εκδηλώσεις: Κύπρος-1980, Ρωσσία-1988 [& 2000] και Ρουμανία-2010, με προσδιορισμένη στη συνέχεια έξαρση αμέσως μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου-1990 και εντεύθεν). Και έτσι, για μία ακόμη φορά ο παρονομαστής σε όλους τους «διαφορετικούς» ομολογιακά Χριστιανούς, όπως και στον Εκκλησιαστικό Κουλτουραλισμό, είναι κοινός!… Και επί πλέον, σε εμάς τους Ορθοδόξους, ο Εκκλησιολογικός Παγκοσμισμός, πριν να φθάσει στην έκδηλη ολοκλήρωσή του, θα έχει μέχρις εκεί ως οχηματαγωγό μέσο την Εθνοφυλετική Εκκλησιακή «Διασπορά»…

* * * * * * *

Τέλος, εάν αυτό που εξετάζουμε εδώ σήμερα, το συνδέσουμε συγκριτικά με τη μαρτυρία που (καλείται να) δίδει η Ορθόδοξη Εκκλησία, η Εκκλησιακή Ορθοδοξία, είμαστε σε θέση πολύ εύκολα να καταλάβουμε, ότι αυτή η Ορθοδοξία, που συνδέθηκε με αυτό που αποκαλούμε θεολογικά και οντολογικά «μαρτυρία ζωής» στη σύνολη πτωτική ανθρωπότητα, «ίνα ζωήν [αιώνιον] έχωσι και περισσόν έχωσιν» , δεν έχει καμμία σχέση με την Εθνοφυλετική Ορθοδοξία, η οποία, όχι μόνον οντολογική μαρτυρία ζωής δεν δίδει σε αυτούς τους χώρους της «Διασποράς», αλλά, αντίθετα, εμφανίζει μία πτωτική διάσπαση, για την οποία δίδει σοβαρά την εντύπωση, ότι αδυνατεί να ανταπεξέλθει με μία οντολογική πρωτοβουλία που να υπερβεί αυτή τη διάσπαση με την εν Χριστώ ενότητα και να ποδηγετήσει την πτωτική ανθρωπότητα σε μία συνολική αδιάτμητη πρόσληψη και στη Βασιλεία των Εσχάτων.

 

Ο π. Γρηγόριος Παπαθωμάς είναι καθηγητής στην Θεολογική Σχολή Αθηνών.

**  Volos Academy for Theological Studies: Εκκλησιολογία και Εθνικισμός στη μεταμοντέρνα εποχή [από τις 24 έως τις 27 Μαΐου 2012].

 

ΠΗΓΗ: Ημ. Δημοσίευσης: May 30, 2012, http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=9495

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.