Πως αντιμετωπίζουμε το Καρναβάλι;

Πως αντιμετωπίζουμε το Καρναβάλι;

 

Tου Αλέξη Γκλαβά


 

Είναι γεγονός ότι οι τρόποι με τους οποίους αντιμετωπίζεται το Καρναβάλι αλλάζουν συνεχώς. Οι διαθέσεις, η σχέση, οι εμπειρίες, οι εικόνες, η γνώση που συνοδεύουν την προσέγγιση με το φαινόμενο διαφέρουν και πολλές φορές διίστανται, φθάνοντας τις παρυφές της σύγκρουσης.

Είναι επίσης γεγονός ότι, οι μεγαλύτεροι προσεγγίζουν το φαινόμενο με μια διάθεση διδακτική και παράλληλα νοσταλγική, σε αντίθεση με τους νεότερους οι οποίοι δείχνουν να αδιαφορούν για την ιστορία που κουβαλά μαζί του το Καρναβάλι σαν φαινόμενο και να ενδιαφέρονται μόνον για τον «χαβαλέ» της προσέγγισής και της συμμετοχής τους. Και φυσικά κάποιοι – δυστυχώς διαρκώς και λιγότεροι – για την καλλιτεχνική, την εικαστική ή την σατιρική του διάθεση.

  Όμως το Καρναβάλι έχει πολλές μορφές. Ο καθένας (ακόμα και με την έννοια της παρέας, του Καρναβαλικού group ή της οργανωμένης κοινωνικής ομάδας) δημιουργεί, αντιλαμβάνεται και περιφέρει ένα δικό του Καρναβάλι.

Αστικό Μεσαιωνικό, λέει ο ένας, γεωργικό – αγροτικό διατείνεται ο άλλος, Καρναβάλι της στολής και της μάσκας ο τρίτος, του κρασιού και της γονιμότητας ο τέταρτος, αστικό των τελών του 19ου  – αρχών του 20ου αιώνα ο πέμπτος ή απλά του «χαβαλέ» και της «κονόμας» ο επόμενος και πάει λέγοντας. Κάτι σαν τον μυθικό Πρωτέα ή σαν τον χαμαιλέοντα, αλλάζει συνεχώς διαθέσεις, πρόσωπα και στόχους. Ή τουλάχιστον άλλαζε.

Γιατί το ερώτημα που έχει τα τελευταία χρόνια αμείλικτα αναδυθεί, είναι ένα και μοναδικό! Έχει σκοπό ύπαρξης το Καρναβάλι, πέραν του καθαρά οικονομικού; Εκτός από το αναμφισβήτητο γεγονός της διακίνησης ενός ιλιγγιώδους (για τα μέτρα μιας επαρχιακής πόλης και της καθημερινότητάς της) οικονομικού μεγέθους κατά την διάρκειά του, τι άλλο ρόλο καλείται να παίξει το Καρναβάλι σήμερα;

Με λίγα λόγια, το Καρναβάλι σήμερα, είναι ότι κουβαλά μαζί του στην μακραίωνη ιστορία του; Είναι γιορτή; Είναι παραβίαση και ανατροπή των κανόνων; Περιέχει τα τελετουργικά και μαγικά του στοιχεία και το πλήθος των συμβολισμών που το συνόδευαν ανά τους αιώνες;

Γιατί σήμερα, καλώς ή κακώς αδιάφορο, οι κοινωνικές συνθήκες και η καθημερινότητα μας έχουν ουσιωδώς ανατραπεί. Έτσι, αν κάθε μέρα είναι γιορτή, τότε η γιορτή παύει να είναι γιορτή γιατί δεν υπάρχει λόγος να γιορτάσουμε. Αν όλα επιτρέπονται, αν όλοι οι κανόνες παραβιάζονται  και δεν υπάρχει τίποτα να ανατραπεί ή να παραβιαστεί, τότε τι χρειάζεται μια γιορτή της ανατροπής και της υπέρβασης;

Και αν αποδομήσεις το Καρναβάλι, αν το «απαλλάξεις» από τα χαρακτηριστικά που το καθόριζαν κατά την διάρκεια των αιώνων, τότε, έχεις Καρναβάλι ή ένα κατ’ επίφασιν Καρναβάλι;

Αν, αντίστροφα, επιχειρήσεις να «φορτώσεις» το σημερινό Καρναβάλι με όλα τα συνοδευτικά του των αιώνων που κύλησαν και που δεν λένε (ούτε καν σημαίνουν) απολύτως τίποτα στον σημερινό άνθρωπο, τότε κινδυνεύεις να περιφέρεις ένα μουσειακό κακέκτυπο το οποίο έχει αποτύχει εν τη γεννέσει του.

Δίλημμα.

 

Το οποίο, όσο περνά ο καιρός και όσο τα ανά την Ελλάδα Καρναβάλια γίνονται όλο και περισσότερο πανομοιότυπα με το «Πατρινό Καρναβάλι – Το Καρναβάλι της Ελλάδας» όπως τουλάχιστον θέλουμε να υποστηρίζουμε, διογκώνεται και αναγκαζόμαστε να το αντιμετωπίζουμε συνεχώς να ορθώνεται μπροστά μας και θα πρέπει κάποια στιγμή να αναμετρηθούμε μαζί του. Δυστυχώς, ο τρόπος αντιμετώπισής του προβλήματος μέχρι σήμερα, είναι αυτό της νοικοκυράς που, περιμένοντας ξένους, σπρώχνει τα σκουπιδάκια κάτω από την άκρη του χαλιού, απλά για να μην φαίνονται και όχι για να μην υπάρχουν.

Τελειώνοντας. Το Καρναβάλι ΕΧΕΙ πρόβλημα. Και όσο κι αν μερικοί, για πολλούς και διάφορους λόγους επιχειρούν να το υποβαθμίσουν, να το μετατρέψουν σε πρόβλημα διαχείρισης, κανόνων, ορίων, πειθαρχίας, οργάνωσης ή ευελιξίας, το πρόβλημα ξεπερνά όλα τα αυτά τα υπαρκτά μεν, άσχετα με την ουσία του Καρναβαλιού δε. Γιατί το πρόβλημα του Πατρινού Καρναβαλιού είναι πρόβλημα ουσίας και όχι τύπων. Πρόβλημα επαναπροσδιορισμού και επανακαθορισμού της ουσίας και των στόχων του σε σχέση όχι μόνον με το παρελθόν, αλλά και με το άμεσο και μεσομακροπρόθεσμο μέλλον του. Γιατί το παιχνίδι κινδυνεύει να χαθεί (αν δεν έχει  ήδη χαθεί), σε μια κοινωνία που αλλάζει με ασύλληπτες ταχύτητες και που όλο και περισσότερο ομογενοποιείται.

Πως θα γίνει αυτό; Δεν ξέρω!!!

 

Ήταν το 1996 όταν ο γράφων, σε κείμενό του για το Καρναβάλι της

συγκεκριμένης χρονιάς, χρησιμοποιούσε τούτα τα λόγια σαν κατάληξη:

 

«…«ελπίζουμε να καταλάβουν οι ξερόλες και πολυπράγμονες ταγοί…», «ελπίζουμε να εκδιωχθούν τ' αρπακτικά», «ελπίζουμε να εισακουστούν και να πραγματοποιηθούν οι ιδέες», «ελπίζουμε το Καρναβάλι να ξαναγυρίσει στην αρχική του κοιτίδα, τις παρέες», «ελπίζουμε το Καρναβάλι να γίνει ΚΑΙ Πολιτιστικό γεγονός», «ελπίζουμε το Καρναβάλι να απαγκιστρωθεί απ' τ' αδιέξοδά του», «ελπίζουμε το Καρναβάλι να ξαναφθάσει στο σημείο να μας αφορά.

Και πάνω απ' όλα, ας ελπίσουμε να ξαναανακαλύψουμε τον Διόνυσο, να ξαναανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις του Καρναβαλιού με τη Γη και της μάσκας με την αντιμετώπιση των βλαπτικών δαιμόνων και της εξασφάλιση της παραγωγής.

Είναι οι διαστάσεις των γιορτών της Αποκριάς που το Πατρινό Καρναβάλι καλείται να ανακαλύψει και να επεκτείνει χρησιμοποιώντας τες σαν εφαλτήριο. Για να μην αναγκαστούμε κάποτε να θρηνήσουμε το θάνατό του. Γιατί και ιδέες υπάρχουν σε τούτη την πόλη, και επαΐοντες».

Ξεφυλλίζοντας παλιές σελίδες, έπεσα πάνω του. Και χωρίς καμιά διάθεση για γκρίνια, διαπίστωσα ότι παραμένει επίκαιρο. Γι’ αυτό το παραθέτω.

 

Αλέξης Γκλαβάς

 

Λεζάντες

1. Ο καλαμποκάνθρωπος. Από τα λαϊκά αγροτικά δρώμενα της Σλοβενίας που μας επισκέφτηκαν το 2001. 

2. Είναι εκπληκτικό το παιχνίδι των χρωμάτων και του φωτός όταν συνδυάζεται με την κίνηση. Πατρινό Καρναβάλι 2001. 

3. Το θέατρο του δρόμου έρχεται κατ’ ευθείαν από τον Μεσαίωνα, σχεδόν χωρίς καθόλου αλλαγές κατά την διάρκεια των χρόνων που πέρασαν, αν εξαιρέσουμε μόνον τη βοήθεια της τεχνολογίας  

4. «Κι όλοι, κυρίως οι ψηλοί, φάνταζαν θεόρατοι μ’ εκείνα τ' ανοικονόμητα και μυτερά καλπάκια πάνω από το κεφάλι τους, από δορά ζώου κι αυτά, με τις ουρές και τις χρωματιστές κορδέλλες που ανέμιζαν στην κορυφή, με τα μακριά μουστάκια (από μαύρες ή άσπρες ουρές επίσης, αλογοουρές), με τις ξύλινες σπάθες τους κι ασφαλώς μ' εκείνα τα εντυπωσιακά και ανεκλάλητα κουδούνια που πλαισίωναν όχι ακριβώς το σώμα τους αλλά, θα λέγαμε, την ίδια τους την υπό­σταση». (Ζυράννα Ζατέλη, «Και με το φως του λύκου επανέρχο­νται», εκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα 1994)

Περιοδικό «Κολάζ» τεύχος Φεβρουαρίου 2004

 

ΠΗΓΗ: http://www.cineek.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2507,

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.