Αριστερά, οικολογία, Τουρκία και Ε.Ε.

Αριστερά, οικολογία, Τουρκία και Ε.Ε.*

 

Του Στάθη Σταυρόπουλου*

 

Είναι μια εποχή στην οποία είναι πολύ ενδιαφέρουσα η αδιαφορία της, χωρίς να είναι το σχήμα οξύμωρο. Δηλαδή ενώ δεν συμβαίνουν σημαντικές αλλαγές στο μικρό μας χωριό συμβαίνουν κατακλυσμιαίες αλλαγές στο μεγάλο χωριό. Εμείς δείχνουμε σαν να μην αντιλαμβανόμαστε ακριβώς τι συμβαίνει στο μεγάλο χωριό. Είμαστε κλεισμένοι στο μικρό, μικρό μας κόσμο.

* Η ομιλία μου ήλθε με e-mail από την εφημ. «Χριστιανική» στις «Τρίτη, 26 Μαΐου 2009 3:30 μμ»

Ξαφνικά εμείς[i], τα ΜΜΕ, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το φαινόμενο να έχει γίνει ένα μεγάλο και σημαντικό ποσοστό των Ελλήνων αίφνης οικολόγοι, πράγμα το οποίο μας εξέπληξε. Βεβαίως όλοι καταλάβαμε ότι όχι μόνο οι παρηκούντες την Ιερουσαλήμ, δηλαδή τα ΜΜΕ, αλλά ότι η οικολογία είναι μια εύκολη απάντηση στις δημοσκοπήσεις. Όταν υπάρχει μια γενικευμένη αηδία, εύκολα λέει κάποιος ότι «εγώ θα ψηφίσω οικολόγους». Χωρίς όμως να έχει σαφώς στο μυαλό του τι είναι αυτοί οι οικολόγοι και τι πρεσβεύουν.

Εδώ λοιπόν φοβάμαι ότι έχει έρθει η σειρά της οικολογίας να πάθει ότι έπαθε η αριστερά τα τελευταία 20 χρόνια. Να γίνει δηλαδή η οικολογία κάτι σαν την οικολογία του καθενός, όπως πολλοί αριστεροί έχουν γίνει κάτι σαν η αριστερά του καθενός. Έχουμε επινοήσει δηλαδή μέσα στο μυαλό μας μια αριστερά ο καθένας και την υπηρετούμε με κάπως αριστοκρατικό τρόπο και μακριά από μια συλλογικότητα που θα ήταν ωφέλιμη και χρήσιμη στο λαό. Το λέω αυτό ας πούμε εξορμώμενος από μένα τον ίδιο, ο οποίος είμαι κοντά και πρόσκειμαι σε ένα χώρο της αριστεράς, ο οποίος είναι διχασμένος σε θέματα πάρα πολύ βασικά από εκείνα που απασχολούν τους αριστερούς, όπως ας πούμε είναι το εθνικό πρόβλημα στη σύγχρονη εποχή, όπως ακριβώς είναι η ίδια η οικολογία στη σύγχρονη εποχή κι εδώ, επανερχόμενος σε ένα από τα θέματα της σημερινής μας συζήτησης, δηλαδή τη συμπεριφορά των οικολόγων το πρώτο που έχω να παρατηρήσω είναι ότι δεν μπορεί να εννοηθεί οικολογία χωρίς πολιτικό πρόσημο.

Δεν μπορεί δηλαδή η οικολογία να είναι μια σημαία ευκαιρίας για τους πάντες. Δεν μπορεί να είναι και νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες και αριστεροί. Και μάλιστα δεν μπορεί τη στιγμή που έχουμε φανερότερα παραδείγματα οικολογίας που συνεργάζεται με τη δεξιά, όπως στην Ιρλανδία ή στην Τσεχία, όπου οι οικολόγοι συνεργάζονται με αντίστοιχα δεξιά κόμματα να θεωρήσουμε ότι οι οικολόγοι αυτοί έχουν την ίδια αντίληψη για την οικολογία με οικολόγους οι οποίοι θέλουν να δουν την ανάπτυξη σε μια βάση διαφορετική από την καπιταλιστική ή τη νεοφιλελεύθερη.

Συνεπώς η οικολογία έχει κι αυτή το πολιτικό της πρόσημο, κάτι το οποίο στα δικά μας δεδομένα του μικρού χωριού που έλεγα πριν με δυσκολία γίνεται φανερό τουλάχιστον σε ότι αφορά τους οικολόγους του κ. Τρεμόπουλου, οι οποίοι αφήνουν ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα. Εκκινούμενοι φαντάζομαι από καλές προθέσεις, δηλαδή με τη λογική ότι μπορούν να προωθήσουν οικολογικές θέσεις στα δυο μεγάλα κόμματα, αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο της συνεργασίας μαζί τους, είτε με το ένα, είτε με το άλλο, αναλόγως. Αυτό, όμως, καθιστά την οικολογία ένα παραπλήρωμα του δικομματισμού, ένα παρακολούθημα κι όχι μια δύναμη η οποία μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά ή και ανατρεπτικά. Αλλά ας αφήσουμε το ανατρεπτικά, έστω καταλυτικά, στο να αποκτήσουν οικολογική συνείδηση ακόμα και κόμματα που δεν την έχουν αν και εξ ορισμού είναι δύσκολο να πιστέψουνότι ο κ. Γιακουμάτος ή ο κ. Καχριμάκης αίφνης μπορούν να γίνουν πράσινοι.

Υπ' αυτήν την έννοια υπάρχει ένα ελλείπων παιγνιόχαρτο στην παρουσία της οικολογίας μέσα από αυτό το σχήμα στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα, το οποίο γίνεται ακόμα πιο δυσάρεστο από το γεγονός ότι ενώ το κόμμα αυτό έχει συγκεκριμένες θέσεις για ευρύτερα θέματα, δεν έχει την παρρησία να τις υποστηρίξει. Για παράδειγμα ενώ συντάχθηκε μέσω των σχέσεών του με τον Κον-Μπετίτ και τον Φίσερ στην ευρωπαϊκή όλη αυτή πολιτική που κατέληξε στους βομβαρδισμούς της Σερβίας, σε ερωτήσεις που γίνονται στον κ. Τρεμόπουλο για όλα αυτά, όταν βγαίνει στα μέσα ενημέρωσης για αυτά τα θέματα αποφεύγει να απαντήσει ή αρνείται θέσεις που έχει πάρει, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην Κομοτηνή, όταν ρωτήθηκε για την πρότασή του για τον Κεμάλ να τιμηθεί ως τέκνο της Θεσσαλονίκης, όπου πριν ο δημοσιογράφος καν ρωτήσει, αρνήθηκε ότι το έχει πει ενώ το έχει, όπως και αρνήθηκε ότι έχει ζητήσει να μην εγκατασταθούν πόντιοι πρόσφυγες στη Θράκη ενώ έχει αρθρογραφήσει στην ίδια την Ελευθεροτυπία για αυτό το ζήτημα.

Βλέπουμε λοιπόν ότι υπάρχει μια τέτοια ανακολουθία και μια ας το πούμε ευελιξία, που βοηθάει πάρα πολύ μια πολιτική παρουσία, που προσπαθεί να τσιμπήσει από όλες τις πλευρές μια και βλέπει σε μια συγκυρία που δημοκοπικά ευνοείται, που υπάρχει κίνδυνος να καταντήσει αυτό το κίνημα ένα κίνημα των ΜΜΕ. Τα οποία ΜΜΕ με πάρα πολύ ευμένεια αποδέχονται τέτοιες συμπεριφορές, διότι είναι ταγμένα σε συμφέροντα πολύ ισχυρότερα, τα συμφέροντα των δυνατών από τις θέσεις που θέλουν να προβάλουν οι οικολόγοι. Συνεπώς, πάρα πολύ εύκολα λέει ένας δημοσιογράφος από τον Ελεύθερο Τύπο, δεν έχει σημασία ποιος, ότι δεν έχει καμία σημασία τι θέσεις έχουν οι οικολόγοι για τα ευρύτερα θέματα, μας αρκεί το οικολογικό τους κίνημα. Ναι αλλά αυτό το οικολογικό τους κίνημα αρκεί και στον Ομπάμα. Εμείς ψάχνουμε για κάτι σημαντικότερο, έχω την εντύπωση. Και βέβαια αυτό αφορά όχι μόνο τους οικολόγους αλλά και ένα μέρος της αριστεράς.

Τώρα βέβαια όλα αυτά συμβαίνουν μέσα σε μια κρίση η οποία έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πολύ έντονα τα οποία ακόμα δεν έχουν εκδηλωθεί τελείως και εδώ περνάω στο δεύτερο θέμα των τριών, τα οποία εξετάζουμε απόψε, και που αν ξεκινήσουμε από την άποψη που δεν είναι αξίωμα, είναι διαπίστωση, ότι ο καπιταλισμός είναι η ανακύκλωση των ίδιων του των θέσεων βλέπουμε ότι σε αυτήν την κρίση που είναι πάρα πολύ έντονη αντιμετωπίζουμε φαινόμενα που άλλα ανάγονται σε ομοιότητες με την κρίση του 1929 και άλλα είναι απολύτως καινοφανή.

Δεν μπορούμε να μη δούμε ότι η κρίση αυτή πλήττει τους πλουσίους, πλήττει τις επενδύσεις, πλήττει τις εταιρίες, πλήττει τις σχέσεις μεταξύ τους, έχουμε καταρρεύσεις εταιριών, έχουμε χρεοκοπίες εταιριών, έχουμε κλονισμό του τραπεζικού πιστωτικού συστήματος αλλά όλα αυτά γίνονται μέσα σε ένα πλαίσιο και με έναν άξονα που οδηγεί σε μια ανακατανομή της ισχύος. Δηλαδή είναι μια θανατηφόρα, πολύ υγιής κατάσταση. Ο καπιταλισμός έτσι ζει. Κι έτσι γίνεται η ανακατανομή όχι μόνο του πλούτου αλλά και της ισχύος στο ανώτερο επίπεδο, το επίπεδο της εξουσίας.

Έχουμε λοιπόν την εργασία πληττόμενη με τρόπο ανεπανόρθωτο και που έχει να κάνει όχι μόνο με την απώλεια των θέσεων εργασίας, όχι μόνο με την μείωση των μισθών, όχι με τις μορφές της ευέλικτης και της ελαστικής εργασίας δηλαδή μια επιστροφή στην εποχή του Ντίκενς, αλλά έχει να κάνει και με την ιδεολογική εγκαθίδρυση αυτής της διαδικασίας στις κοινωνίες, με έναν τρόπο που συναντά ελάχιστη αντίσταση. Κι εδώ είναι το κομβικό σημείο το οποίο θα φανεί και παρακάτω, αφού πρώτα πω ότι πολύ ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της κρίσης είναι ότι αν προκαλεί ανακατανομή πλούτου και ισχύος μέσα στις κοινωνίες ταυτοχρόνως επαναφέρει στο προσκήνιο την γεωπολιτική, διότι προκαλεί ανακατανομή σχέσεων στις διεθνείς σχέσεις, στις δυνάμεις. Βγάζει στο προσκήνιο δυνάμεις πολιτικές κρατικές, με κρατική οντότητα, δυνάμεις, οι οποίες ήταν δεύτερης γραμμής και τώρα γίνονται πρώτης. Και αυτό έχει να κάνει και με την πολιτική τους υφή και με την στρατιωτική τους υφή.

Δηλαδή, η ίδια η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης προκάλεσε ρωγμές σε εθνικό επίπεδο πια, αλλά όμως στο επίπεδο της εξουσίας, στις ίδιες δυνάμεις εκείνες που τη συνέθεσαν αρχικώς. Δηλαδή τα συμφέρονται της Γερμανίας σήμερα δεν είναι ίδια με εκείνα που ήταν πριν 10 χρόνια και η στρατιωτική της λογική για να τα εξυπηρετήσει, καθόλου ίδια, με εκείνη που ήταν πριν 20 χρόνια. Αν σε αυτό προσθέσετε δυνάμεις των οποίων ο αριθμός υπερβαίνει τις 5 ή τις 6, φτάνουμε σε ένα πολύ σύνθετο πολιτικό σκηνικό, στο διεθνές στερέωμα, το οποίο αφορά πλέον την εθνική ανακατανομή ισχύος σε επίπεδο εξουσίας.

Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με την εθνική ταυτότητα που είναι λαϊκή υπόθεση η υπεράσπισή της, ώστε να μπορέσουμε μέσα από το εθνικό ζήτημα να αντιμετωπίσουμε τις ίδιες κρίσεις. Έχουμε να κάνουμε με μια τακτική συμπεριφοράς των δυνάμεων και διαμόρφωσης των σχέσεων μεταξύ τους η οποία γίνεται πλέον σε επίπεδο απόλυτης ισχύος. Υψηλού επιπέδου ισχύος.

Αν συμβαίνουν όλα αυτά και αν μια από τις παραμέτρους της κρίσης είναι η χρεοκοπία της κυρίαρχης ιδεολογίας γιατί όλα αυτά συμβαίνουν προκαλούν ταυτόχρονα και την χρεοκοπία της ιδεολογίας η οποία ως τώρα την υπερασπίστηκε, δηλαδή της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού. Μαζί με τις τράπεζες κατέρρευσαν και όλα του τα ιδεολογήματα, η πολιτική ορθότητα. Ο μεταμοντερνισμός, ο πολυπολιτισμός, οι θεωρίες όλες αυτές για την μετανάστευση και την διαμόρφωση διαφόρων κοινοτήτων στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που τελικά οδηγούν σε γκέτο και όχι σε οσμώσεις.

Αν λοιπόν όλα αυτά τα πράγματα συμβαίνουν εκείνο που κυρίως λείπει είναι η αντίδραση σε όλα αυτά. Δηλαδή ενώ έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα που η μαρξική ανάλυση θα ήταν πιο επίκαιρη παρά ποτέ, δεν έχουμε μαρξιστές αναλυτές. Κι όχι μόνο δεν έχουμε μαρξιστές αναλυτές να φέρουμε αυτά τα πράγματα στο προσκήνιο αλλά δεν έχουμε και πολιτικούς νόμους οι οποίοι θα μπορούσαν να συμπεριφερθούν με βάση αυτή την κρίση έτσι ώστε να μην βγούμε από την κρίση με την ίδια συνταγή. Γιατί αυτό θα είναι η χειρότερη δυνατή εξέλιξη. Άρα δηλαδή η αιτία της κρίσης ήταν οι νεοφιλελεύθερες συνταγές που είναι το ένα κακό, αυτό το ένα κακό θα είναι δέκα φορές χειρότερο εάν η έξοδος από την κρίση γίνει πάλι με τις ίδιες συνταγές. Αυτό σημαίνει ότι η απουσία της αριστεράς από την (;;;) θα είναι οριστική αυτό θα σημαίνει ότι θα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε πλέον πολύ σοβαρά τον κίνδυνο ενός νέου τεχνολογικού μεσαίωνα ο οποίος θα βασίζεται σε μια αποπολιτικοποίηση

Το θέμα της Τουρκίας στο πλαίσιο όλων αυτών που λέγαμε είναι πάρα πολύ σημαντικό. Ως τώρα η Τουρκία επί Μπους, θεωρείτο μια μετριοπαθείς ισλαμική χώρα, η οποία θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μια γέφυρα προς τις χώρες της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Νομίζω ότι ο δρόμος της Τουρκίας επί εποχής Ομπάμα έχει αναβαθμιστεί με την έννοια ότι θεωρείται πλέον μια δυτική δύναμη η οποία μπορεί να παίξει έναν διττό ρόλο. Από τη μια να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της Δύσης στην περιοχή, ως μια δύναμη τρομακτική και ταυτόχρονα η σοβινιστική από πλευράς των ΗΠΑ στην Ε.Ε. αλλά ταυτόχρονα να έχει και την αυτονομία της περιφερειακής δύναμης η οποία μπορεί να συναλλάσσεται μέσα στο πλαίσιο αυτής της αυτονομίας αλλά και ταυτόχρονα σε μια συναλλαγή με τις ΗΠΑ με τις περιφερειακές δυνάμεις που αφορούν μια περιοχή από το Αφγανιστάν, από το Πακιστάν ως τη Μέση Ανατολή. Βεβαίως εδώ πρέπει να κάνουμε μια παρατήρηση:

Υπάρχει μια εκτίμηση ότι η Τουρκία προσεγγίζει τους Άραβες και το Ιράν, εκτίμηση που ενισχύθηκε από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε η Τουρκία την πρόσφατη κρίση στην Παλαιστίνη. Για τους Αμερικάνους τούτο το ενδεχόμενο παραμένει ανοιχτό, συνεπώς υπάρχει ζήτημα το ποια από τις δύο απόψεις θα κατισχύσει για την Τουρκία.

Εκείνο που είναι σημαντικό για την ίδια την Τουρκία είναι ότι έχει έναν ηγέτη τον Ερντογάν, ο οποίος μεγάλη εμβέλεια, ένα κόμμα το οποίο είναι μεν ισλαμικό αλλά μπορεί να παίξει με κοσμικούς όρους και μάλιστα με τέτοιο τρόπο που να περιορίσει τους κεμαλιστές και γενικώς εμφανίζεται μια Τουρκία της εποχής του Ντεβέτογλου όχι μόνο σαν ένας γρίφος για μας, αλλά σαν μια δύναμη κι ένας όγκος που αν τολμήσουμε να σκεφτούμε ότι το αντίπαλο δέος στον Ντεβέτογλου είναι η Ντόρα, την έχουμε βάψει. Τελειώνοντας θέλω να πω ότι ο νέος οθωμανισμός δεν είναι κάτι αφηρημένο.

Είναι η δυνατότητα μιας μεγάλης χώρας, η οποία έχει τελείως σαρδανάπαλη ανάπτυξη, τελείως άναρχη ανάπτυξη, αλλά πολύ σφιχτούς μηχανισμούς, όπως ο στρατός, να καταστήσει μια κοινωνία που έχει ας πούμε ανεργία 16% ή εθνικά προβλήματα πολύ ισχυρά στο εσωτερικό της με έναν τρόπο που να την καθιστά απαραίτητο παίχτη και σε ευρωπαϊκό και σε περιφερειακό επίπεδο, αυτός είναι ο νέος οθωμανισμός. Δηλαδή με μια Τουρκία η οποία μπορεί να έχει ένα ευρωπαϊκό προφίλ, η οποία μπορεί να είναι σε αέναη διαδικασία εισόδου προς την Ε.Ε., η οποία δεν πρέπει να έχει να κάνει με καμία πολιτισμική ανάλυση.

Το πρόβλημα δηλαδή για τους Ευρωπαίους δεν είναι το κατά πόσον η Τουρκία είναι ευρωπαϊκή με την έννοια την πολιτισμική. Αυτό είναι ληγμένο. Δεν είναι ευρωπαϊκή. Από το 1450 έως το 1920 οι Οθωμανοί ήταν στην Ευρώπη. Η Ευρώπη δεν τους ένιωσε ποτέ ως ευρωπαίους. Η ανάλυση που κάνουμε λοιπόν για την Τουρκία δεν μπορεί να είναι στο ευτελές επίπεδο του Σαρκοζί, δεν είναι ευρωπαίοι.

Αλλά σε ένα πολύ βαθύτερο και ισχυρότερο επίπεδο, τι αγορά έχουν, τι στρατιωτική ισχύ έχουν, πως μπορούν να επηρεάσουν οι ίδιοι την ευρωπαϊκή ένωση, με τι πλάτες, ποια σύνορα της ευρωπαϊκής ένωσης μπορούν να περάσουν την ευρύτερη περιοχή, τι σχέση έχουν με τους Ρώσους.

Αυτό λοιπόν καθιστά την Τουρκία, όντας σε μια θετική συγκυρία γι' αυτή με ισχυρή ηγεσία κι ένα κόμμα ευρωπαϊκό όπως το κόμμα του Ερντογάν, στα πράγματα, καθιστά την Τουρκία μια δύναμη περιφερειακή πάρα πολύ ισχυρή την οποία η Ευρώπη δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με αφελή ερωτήματα αν τα σύνορά μας ως Ευρώπης θα είναι στην Συρία, διότι τα σύνορα της Ευρώπης στην ουσία είναι στο Ισραήλ, αλλά με άλλα ερωτήματα στα οποία το δικό μας το κράτος και οι δικές μας πολιτικές δυνάμεις δεν έχουν τίποτα για την ώρα να πουν.

 

* Ο Στάθης (Σταυρόπουλος) είναι δημοσιογράφος – σκιτσογράφος. Έχει τη γνωστή στήλη στην εφ. «Ελευθεροτυπία».



[i] Την Δευτέρα 18 Μαΐου 2009 και ώρα 7:30μ.μ., τα περιοδικά και οι εφημερίδες Οικολογείν, Χριστιανική και Άρδην διοργάνωσαν  εκδήλωση με τίτλο: Ευρώπη και εκλογές: Η οικολογία και οι «Πράσινοι», η οικονομική κρίση, η είσοδος της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ομιλητές ήταν οι: Γιάννης Σχίζας, Γιώργος Καραμπελιάς, Γιάννης Ζερβός, Σταύρος Λυγερός και Στάθης Σταυρόπουλοςος Όροφος).  (ΣΤΑΘΗΣ). Η εκδήλωση   πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (Ακαδημίας και Γενναδίου 8 – 7.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.