Αυτοαξιολόγηση, Νέες Δομές του Εκπαιδευτικού Έργου και Μνημονιακή Αριστερά

Αυτοαξιολόγηση, Νέες Δομές του Εκπαιδευτικού Έργου και Μνημονιακή Αριστερά

Του Χρήστου Ρέππα*

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ» ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ Ο.Ο.Σ.Α

Η επίσημη παρουσίαση της τελευταίας Έκθεσης του Ο.Ο.Σ.Α. για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο Υπουργείο Παιδείας από τον ίδιο τον Υπουργό παρουσία της υπόλοιπης ηγεσίας του Υπουργείου και στελεχών του οργανισμού σηματοδοτεί τον προσανατολισμό και τον χαρακτήρα της πολιτικής που ασκεί και θα ασκήσει ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ στην εκπαίδευση και είναι πολιτική με τον ίδιο νεοφιλελεύθερο – μνημονιακό προσανατολισμό που ασκήθηκε σ’ όλη την περίοδο από το 2011 και μετά έχοντας ως ιδεολογική και πολιτική βάση την έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α. για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα του 2011. Πρόκειται για ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο κείμενο που δεν αμφισβητήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ στην ουσία του, αλλά μόνο ως προς την τεχνική του επάρκεια και γι’ αυτό ζητήθηκε απλά η επικαιροποίηση των στοιχείων του. Από ένα τέτοιο αίτημα ο Ο.Ο.Σ.Α όχι μόνο δεν αμφισβητούνταν στο ελάχιστο αλλά του ανοίγονταν με πιο αποτελεσματικό τρόπο η δυνατότητα να ξετυλίξει τη νεοφιλελεύθερη επίθεσή του στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση, τους εκπαιδευτικούς και τα μορφωτικά δικαιώματα των λαϊκών στρωμάτων.

Ο ρόλος του συγκεκριμένου Οργανισμού είναι νομιμοποιημένος στην ελληνική πολιτική σκηνή και οικονομική πραγματικότητα ήδη από την αρχή της διακυβέρνησης ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ από τον ίδιο τον κ. Τσίπρα, με την αποδοχή της λεγόμενης εργαλειοθήκης του, που αποτελεί μνημείο νεοφιλελεύθερου δογματισμού για την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την απελευθέρωση της αγοράς στην εκπαίδευση. Η γραμμή αυτή έγινε δεκτή από τον σημερινό πρωθυπουργό με δηλώσεις πρωτοφανούςιδεολογικής αφασίας στη συνάντηση με τον Ανχέλ Γκουρία, γενικό γραμματέα του Οργανισμού, προσπαθώντας να διαγράψει όλη την κριτική που έχει ασκηθεί στον ρόλο του Οργανισμού από τα κοινωνικά κινήματα και, κυρίως, τους αγώνες που έχουν γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο ενάντια στην πολιτική του. Έτσι, στην τελευταία συνάντηση Τσίπρα – Ανχέλ Γκουρία ο τελευταίος θα εκφράσει την ικανοποίησή του για την μνημονιακή πολιτική που εφάρμοσε σε βάρος του ελληνικού λαού.

«Ο Άνχελ Γκουρία σημείωσε ότι η Ελλάδα είναι πλέον η πρωταθλήτρια χώρα στις μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο στην Ευρώπη και την ευρωζώνη αλλά και μεταξύ όλων των χωρών του ΟΟΣΑ, τα τελευταία τρία χρόνια» για να φτάσει στο κατάλληλο πολιτικό συμέρασμα για το μέλλον και το είδος της πολιτικής που θα συνεχίσει να ασκείται.«”Μεταρρυθμίσεις, ακόμα και μεταρρυθμίσεις για να μεταρρυθμίσουμε μια μεταρρύθμιση” είπε για να καταδείξει την ανάγκη “σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει, θα πρέπει όλοι μας να είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε μαζί του”» (Τμήμα σύνταξης Pontos news, 2018). Πρωταθλήτρια, δηλαδή, στους πλειστηριασμούς, στις περικοπές μισθών και συντάξεων, στην πλήρη διάλυση του ασφαλιστικού συστήματος, στις περικοπές στην υγεία και την παιδεία που έχουν φέρει και τα δύο συστήματα στα όρια της κατάρρευσης. Όλα αυτά χαρακτηρίζοναι ως κατακτήσεις της χώρας και του λαού της, θυσίες που ο ελληνικός λαός έκανε για να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ και στην εγκληματική Ε.Ε.

Η νέα έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παρουσιάστηκε μέσα στο έντεχνα διαμορφωμένο πολιτικό κλίμα για την έξοδο της χώρας από την κρίση, και… το «αναστάσιμο» γεγονός της εξόδου στις αγορές. Μάλιστα και η ίδια η έκθεση το καταγράφει ως θετικό αποτέλεσμα για την επίτευξη του οποίου η ελληνική εκπαίδευση παραχώρησε πολλά από τον δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα της με τις συγχωνεύσεις σχολείων και τις συμπτύξεις τμημάτων, το πάγωμα μόνιμων διορισμών εκπαιδευτικών, την αυτοαξιολόγηση – αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών με προσανατολισμό στην αγορά.

Στον ίδιο δρόμο με τον πρωθυπουργό ο σημερινός Υπουργός Παιδείας από την πρώτη στιγμή της τοποθέτησής του προσπάθησε να διαμορφώσει κλίμα συναίνεσης στην πολιτική και τις προτάσεις του Ο.Ο.Σ.Α.:

«Σήμερα είναι μια μέρα που ολοκληρώνεται μια περίπλοκη και δύσκολη πορεία στη συνεργασία μας με τον ΟΟΣΑ που ουσιαστικά άρχισε τον Ιανουάριο του 2016, όταν μια αντιπροσωπεία στο Παρίσι έθεσε το θέμα της έκθεσης του 2011. Ήταν μια έκθεση με πάρα πολλά πραγματολογικά προβλήματα, ήταν μια έκθεση με πολλά μεθοδολογικά προβλήματα, ήταν μια έκθεση με πολλά προβλήματα στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας. Μας ακούσανε πολύ προσεκτικά και μπήκαμε σε μια διαδικασία επανασχεδιασμού κυρίως όμως ανάπτυξη και συστηματοποίηση της επιχειρηματολογίας γύρω από τα θέματα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Και βεβαίως των νέων στοιχείων, μιας και η έκθεση του 2011 ήταν βασισμένη σε στοιχεία πριν την κρίση. Αυτές οι συζητήσεις έγιναν ορισμένες φορές με επώδυνο τρόπο με τον ΟΟΣΑ, αλλά έχει πολύ μεγάλη σημασία να τονίσουμε ότι οι συζητήσεις έχουν φέρει αποτέλεσμα. Διότι το θέμα δεν είναι να πούμε πού διαφωνούμε και γιατί διαφωνούμε, όσο είναι να ξέρουμε πώς συζητάμε και πώς καταλήγουμε εκεί που καταλήγουμε. Γι’ αυτό και πρέπει να τονίσουμε, χωρίς κανένα απολύτως αστερίσκο, ότι η έκθεση που μας παραδίδεται σήμερα είναι εξαιρετικά βελτιωμένη σε σύγκριση με την έκθεση του 2011. Το ‘εξαιρετικά βελτιωμένη’ δεν σημαίνει μόνο εάν αντανακλώνται οι κυβερνητικές επιλογές ή προτεραιότητες, διότι άλλη είναι η δουλειά του ΟΟΣΑ – θα επανέλθω σε αυτό – όσο εάν μεθοδολογικά, πραγματολογικά στην επιλογή των προβλημάτων, στη διατύπωση των προτάσεων, θεωρούμε ότι είναι ένα κείμενο το οποίο βοηθάει εμάς. Γι’ αυτό και πρέπει να υπογραμμίσουμε τη σημαντική δουλειά που έχει γίνει στη μελέτη της ερευνητικής ομάδας σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, τη σημαντική βελτίωση αρκετών δεικτών, π.χ. θέματα χρόνου διδασκαλίας, η μείωση της σχολικής διαρροής, η φοίτηση των προσφύγων, η ειδική αγωγή, η θέσπιση του ολοήμερου σχολείου, οι δομές για περισσότερη παιδαγωγική αυτονομία, οι αλλαγές που ήρθαν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι διαδικασίες καθιέρωσης της λογικής της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου στα σχολεία κλπ, μαζί με τη βελτίωση αυτών των δεικτών υπήρξαν και αυτές οι κατά τη γνώμη μας σημαντικές βελτιώσεις».

Από την παραπάνω δήλωση συνάγονται τα εξής συμπεράσματα:

  1. Το πρόβλημα με την έκθεση που είχε υποβάλει ο Οργανισμός το 2011, σύμφωνα με τον Υπουργό, δε βρίσκεται στο περιεχόμενο, τον προσανατολισμό και τις προτάσεις που είχαν γίνει, αλλά στα «μεθοδολογικά και πραγματολογικά προβλήματα» με αόριστο τρόπο αναφερόμενα, καθώς και στο γεγονός ότι τα στοχεία στα οποία βασιζόταν είχαν συλλεχθεί πριν την κρίση. Το όλο πρόβλημα με την προηγούμενη έκθεση του Οργανισμού, σύμφωνα με τον κ. Υπουργό, ήταν στην ουσία τεχνικό και μεθοδολογικό και όχι πολιτικό.
  2. Η έκθεση που παρουσιάστηκε πρόσφατα θεωρείται εξαιρετικά βελτιωμένη συγκριτικά με αυτήν του 2011. Ο κ. Υπουργός δεν καταθέτει επιχειρήματα αναφορικά με την εξαιρετική βελτίωση της έκθεσης. Αναφέρει κάποια πεδία σχετικά με συγκεκριμένους δείκτες, οι περισσότεροι από τους οποίους καταδεικνύουν απλώς την όλο και μεγαλύτερη σύγκληση της πολιτικής του Υπουργείου με τη νεοφιλελέυθερη γραμμή του Ο.Ο.Σ.Α.
  3. Ο Ο.Ο.Σ.Α. κάνει συγκεκριμένες προτάσεις με νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό και ξεκάθαρο πολιτικό στόχο την προσαρμογή του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος στις απαιτήσεις της αγοράς και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα για την εκπαίδευση επαναλαμβάνεται και στη νέα έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α. Βελτίωση της δοικητικής διαχείρισης των εκπαιδευτικών, συγκρότηση στρατηγικής για την αξιολόγηση, ανάπτυξη πρακτικών εργαλείων και διαδικασιών για την αξιολόγηση των σχολείων και των διευθυντών, η ευημερία κάθε σχολείου χωριστά προϋποθέτει τη σύνδεση διακυβέρνησης και χρηματοδότησης, η προσήλωση στην ισότητα της Ελλάδας μπορεί να εξισορροπηθεί ενισχύοντας τις προσπάθειες διατήρησης και βελτίωσης της ισότητας και της ποιότητας, προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στα μελλοντικά επιτεύγματα μέσω της μεταρρύθμισης των Αναλυτικών Προγραμμάτων.

O άξονας των αλλαγών που εισηγείται ο Ο.Ο.Σ.Α για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα κινείται γύρω από το δίπολο «αυτονομία της σχολικής μονάδας και ανάπτυξη πρακτικών αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα», με πρώτο βήμα τη διαμόρφωση κουλτούρας αξιολόγησης στα σχολεία και την προώθηση της αυτοαξιολόγησης για την μετέπειτα συνολική εφαρμογή της αξιολόγησης σε όλες τις μορφές της. Μ’ αυτή την έννοια και η καινούρια έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α κινείται στρατηγικά στο ίδιο πνεύμα μ’ αυτή του 2011 και επιδιώκει μια αγοραία μορφή εκπαίδευσης. Η κουλτούρα αυτοαξιολόγησης κατέχει μια κρίσιμη θέση ως προς τη στρατηγική εφαρμογής της αυτοαξιολόγησης – αξιολόγησης. Πρόκειται για κουλτούρα εκγύμνασης σε νεοφιλελεύθερες αξίες για τη λειτουργία του σχολείου, για την εργασιακή συμπεριφορά και τις παιδαγωγικές πρακτικές. Δεν είναι απλώς μια ηγεμονία σε επίπεδο αντιλήψεων αλλά στοχεύει στην αναμόρφωση συμπεριφορών και πρακτικών. Είναι η κυριαρχία του ανταγωνισμού και του ατομικισμού σ’ όλες τις σχολικές πρακτικές, η κυριαρχία των τεχνοκρατικών λογικών στις συνειδήσεις των εκπαιδευτικών μέσα από το μοντέλο του αποτελεσματικού σχολείου.

Το θεώρημα του Hobbes «bellum omniumcontra omnes» βρίσκει την πραγμάτωσή του στην κουλτούρα αξιολόγησης. Η αυτοαξιολόγηση –εσωτερική αξιολόγηση του σχολείου νοείται σαν διαδικασία συμπληρωματική προς τον εξωτερικό επιθεωρητικό έλεγχο και θα πραγματοποιείται από εξωτερικούς αξιολογητές που υποτίθεται ότι θα λειτουργούν με «αντικειμενικά»– δήθεν ουδέτερα πολιτικά και κοινωνικά κριτήρια. Στην πραγματικότητα μια τεχνοκρατική ιδεολογία κοινωνικής και πολιτικής ουδετερότητας αναπαράγει την ψευδή συνείδηση για τον κοινωνικό ρόλο της αξιολόγησης, ότι η αξιολόγηση είναι απλά μια παιδαγωγική πρακτική που συντελεί στη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η ιστορική εμπειρία εφαρμογής μοντέλων αξιολόγησης στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης, όμως, έχει δείξει το ακριβώς αντίθετ0 [1] (Apple, 2002, Wayne Au, 2018). Στο παράδειγμα των ομοσπονδιακών εξετάσεων στις Η.Π.Α την τελευταία δεκαπενταετία η επιδιωκόμενη ισότητα μεταξύ των αποτελεσμάτων όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε, αλλά, αντίθετα η κοινωνική και φυλετική ανισότητα μεγεθύνεται. Ο αναλυτής στο σημείο αυτό διαπιστώνει ότι η κατάσταση χειροτέρευσε. Το δεύτερο πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η υποβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης των παιδιών, που υποτίθεται ότι έχει σχεδιαστεί για να βοηθήσει. Το αναλυτικό πρόγραμμα και η εκπαιδευτική διαδικασία υποτάσσονται στις εξετάσεις και κατακρεουργούνται απ’ αυτές. Επειδή στις εξετάσεις υψηλού επιπέδου και τωνstandards η αποτυχία των μαθητών των φτωχών οικογενειών, των μαύρων και άλλων μειονοτήτων είναι μεγαλύτερη, εφαρμόζονται σε βάρος τους με μεγαλύτερη ένταση με αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος (Wayne Au, 2018).

Από την άλλη, η κρίση [2] λειτουργεί ως ένας ισχυρός μηχανισμός αναμόρφωσης της εκπαίδευσης με βάση νεοφιλελεύθερα – αγοραία πρότυπα. Οι πολιτικές της δημοσιονομικής προσαρμογής, της επιβολής ακραίων πολιτικών λιτότητας με σημαντικότατες περικοπές δαπανών για το εκπαιδευτικό σύστημα και τους τομείς της κοινωνικής πολιτικής δεν υποβαθμίζουν μόνο την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά λειτουργούν και ως μηχανισμοί κοινωνικού εκβιασμού για την προώθηση των πολιτικών της σχολικής αυτονομίας, την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την εμπορευματοποίηση σημαντικών πλευρών της εκπαίδευσης. Το πάγωμα των μόνιμων διορισμών στην εκπαίδευση ήδη από τα πρώτα χρόνια επιβολής των μνημονιακών πολιτικών θα δώσει την ευκαιρία στον Ο.Ο.Σ.Α. να προτείνει νέο σύστημα πρόσληψης των αναπληρωτών εκπαιδευτικών με πενταετείς συμβάσεις εργασίας ή να διατυπώσει μια συνολικότερη πρόταση για προσλήψεις εκπαιδευτικών από τους διευθυντές των σχολείων στο πλαίσιο των πολιτικών αποκέντρωσης της εκπαίδευσης και προώθησης της σχετικής αυτονομίας. Υπάρχει εδώ ένα ποιοτικό στοιχείο, που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε: ο μετασχηματισμός της εργασίας σε όλα τα επίπεδα. Υποβαθμισμένη επισφαλής και κακοπληρωμένη με ενίσχυση των εξαρτήσεων σε επίπεδο παιδαγωικού ρόλου, τόσο από τη διοίκηση όσο και από την αγορά στο πλαίσιο της σχολικής αυτονομίας.

Στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής χαρακτηρίζονται ενθαρρυντικές οι προσπάθειες του Υπουργείου Παιδείας για την καθιέρωση μιας νοοτροπίας αξιολόγησης στα σχολεία και διαπιστώνεται ότι «παρατηρείται έλλειψη μέτρων για την εξασφάλιση συγκρισιμότητας και λογοδοσίας». Υπενθυμίζεται ότι «η Ελλάδα έχει δεσμευτεί για την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των διευθυντών των σχολείων όπως ορίζεται από τριετές σχέδιο», το οποίο χαρακτηρίζεται ως «σημαντικό βήμα προόδου για την επαναφορά της νοοτροπίας αξιολόγησης» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2017). Mε τις προτεινόμενες από τον Ο.Ο.Σ.Α πολιτικές αποκέντρωσης της εκπαίδευσης και αυτονομίας της σχολικής μονάδας επιδιώκεται η αναδιάρθρωση της ελληνικής εκπαίδευσης σε συνολικό επίπεδο, ώστε το σχολείο να είναι προσανατολισμένο στην εμπορευματοποίηση της γνώσης, αλλά και να λειτουργήσει το ίδιο με εμπορευματικά κριτήρια. Ένα σημαντικό πολιτικό και πρακτικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Παιδείας για τις νέες δομές του Εκπαιδευτικού Έργου, με την οποία επιχειρείται η διάσπαση του ενιαίου χαρακτήρα του εκπαιδευτκού συστήματος και η ανάδειξη των σχολικών μονάδων ως διακριτών εκπαιδευτικών δομών, οι οποίες βρίσκονται σε σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ τους, όπως ακριβώς συμβαίνει στον κόσμο των επιχειρήσεων. Η εμμονή στη σχολική αυτονομία, αλλά και στη σχολική μονάδα ως κύτταρα των νεοφιλελεύθερων εκπαιδευτικών πολιτικών παραπέμπει στη θεώρηση του σχολείου με επιχειρηματικούς όρους. Μια βασική συνέπεια αυτών των πολιτικών είναι η ενδυνάμωση του κρατικού ελέγχου πάνω στη σχολική γνώση και την εκπαιδευτική διαδικασία (Καλημερίδης, 2018). Η οργάνωσή της με προτυποπoιημένα standards και ανάλογες εξετάσεις οδηγούν στη μεγαλύτερη απώλεια ελέγχου του εκπαιδευτικού πάνω στην εργασία του, στη διαμόρφωση της διδασκαλίας με βάση τις απαιτήσεις των εξετάσεων, στον ανταγωνισμό μεταξύ σχολείων, μαθητών και εκπαιδευτικών για την επιβίωση, που είναι συνώνυμος με την επιτυχία στις εξετάσεις και την καλή ιεραρχική κατάταξη του σχολείου. Έτσι η προώθηση της αυτονομίας των σχολικών μονάδων γίνεται πάνω στην παραίτηση των υποχρεώσεων του κράτους προς τα σχολεία αλλά και την ένταση του ελέγχου επί αυτών.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα έντασης του κρατικού ελέγχου που συναντάμε στις «Νέες Δομές του Εκπαιδευτικού έργου» είναι η αποδυνάμωση του Συλλόγου Διδασκόντων όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων διαμόρφωσης της τελικής έκθεσης αυτοαξιολόγησης του σχολείου. Τα κριτήρια θα καθορίζονται σε κεντρικό επίπεδο από το Ι.Ε.Π και θα απηχούν τους στόχους και τους προσανατολισμούς της κυρίαρχης αστικής πολιτικής για την εκπαίδευση. Έτσι η περίφημη αυτονομία γίνεται κενό γράμμα σε κρίσιμες στιγμές της εκπαιδευτικής διαδικασίας και έρχεται να υπενθυμίσει σε όλα τα υποκείμενά της ποιος πραγματικά έχει το πάνω χέρι στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής και στη διοίκηση των σχολείων. Αυτός δεν είναι άλλος από το κράτος που κυβερνάει πλέον με τις πολιτικές του επιχειρηματικού μάνατζμεντ αντιμετωπίζοντας τους εκπαιδευτικούς ως αντικείμενα διοικητικής διαχείρισης και πειθάρχησης.

Ο κύκλος της εκπαιδευτικής πολιτικής του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ άνοιξε με μια δειλή αμφισβήτηση των μνημονιακών πολιτικών στην εκπαίδευση των προηγούμενων κυβερνήσεων στην αρχική φάση της με την αναστολή των ρυθμίσεων για την αξιολόγηση, την επαναπρόσληψη των απολυμένων καθηγητών των Ε.Π.Α.Λ, την κατάργηση του αυταρχικού πειθαρχικού δικαίου, την καλλιέργεια προσδοκιών για στήριξη της εκπαίδευσης. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε με μια βαθιά συντηρητκή στροφή, από την περίοδο ψήφισης του γ’ μνημονίου και της υποταγής της στην αστική τάξη και τους δανειστές, με την αποδοχή όλων των θεμελιακών στοιχείων της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής για την εκπαίδευση. Είναι η μεγάλη πολιτική και ιδεολογική πρόσδεση με το ευρωπαϊκό καπιταλιστικό όραμα για το σχολείο και τη μόρφωση, όραμα από το οποίο ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ δεν είχε αποκοπεί ποτέ. Η βαθιά αυτή συντηρητική στροφή προϋποθέτει μια μεγάλη ιδεολογική αφασία που εκφράστηκε ξεκάθαρα στον τρόπο που αντιμετώπισε την έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α του 2011 όσο και στα Πορίσματα του λεγόμενου Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία και της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Εκφράστηκε ακόμα με την αποκοπή του από τις πιο στοιχειώδεις ριζοσπαστικές αντιλήψεις για τον κοινωνικό ρόλο της εκπαίδευσης και την αντικατάστασή τους από τα καθεστωτικά όσο και ανούσια ιδεολογήματα του αποτελεσματικού σχολείου, της λογοδοσίας, της αυτονομίας και αποκέντρωσης. Αποδείχτηκε μια χρήσιμη «αριστερά» για την αναζωογόνηση της κερδοφορίας του ελληνικού κεφαλαίου και την παραμονή του στην ευρωπαϊκή οικογένεια της μνημονιακής λεηλασίας και κοινωνικής γενοκτονίας του ελληνκού λαού.

Παρά τη σημερινή κινηματική απραξία ο κύκλος της αντίστασης και των ανατροπών στην πολιτική δεν έχει κλείσει. Ως μια αναγκαία και χρήσιμη «αριστερά» είναι ενταγμένη στοαστικό πολιτικό σκηνικό και αυτή η ένταξη είναι οριστική και αμετάκλητη. Δεν τρέφουμε την επικίνδυνη αυταπάτη ότι θα ανατραπούν τα σημερινά του χαρακτηριστικά ή ότι ο πολιτικός του προσαντολισμός μπορεί να αλλάξει με την αποχώρησή του από την κυβέρνηση.

Βιβλιογραφία

Apple, M. (2002). Εκσυγχρονισμός και Συντηρητισμός στην Εκπαίδευση. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2017). Ετήσια Έκθεση Αποτίμησης της Εκπαίδευσης και Κατάρτισης στην Ελλάδα.

Καλημερίδης, Γ. (2018). Για την εμπέδωση μιας κουλτούρας αξιολόγησης: οι νέες δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου, Σελιδοδείκτης για την Εκπαίδευση και την Κοινωνία, τχ. 4, σσ. 11-16.

Τμήμα σύνταξης Pontos news, (2018). «Τσίπρας-Γκουρία: Η Ελλάδα πρωταθλήτρια του ΟΟΣΑ σε μεταρρυθμίσεις, ώρα για ελάφρυνση του χρέους». Ανακτήθηκε από www.pontos-news.gr.

Wayne Au (2018). Η αξιολόγηση μαθητών, εκπαιδευτικών και σχολείων στην Ελλάδα δεν θα διορθώσει την εκπαίδευση ή την οικονομία, Σελιδοδείκτης για την Εκπαίδευση και την Κοινωνία, τχ. 4, σσ. 72-76.

Χρυσοχού, Π. (2018). Αξιολόγηση: Μύθοι και πραγματικότητα, Σελιδοδείκτης για την Εκπαίδευση και την Κοινωνία, τχ. 4, σσ. 20-27.

Παραπομπές

[1] Μετά την ανάλυση των βασικών τάσεων της εκπαιδευτικής πολιτικής των Η.Π.Α και την αναφορά στις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που τη στηρίζουν, εκτεταμένα ιδιωτικά συμφέροντα που κερδοσκοπούν με τη διαμόρφωση του Αναλυτικού Προγράμματος, προωθώντας μια συντηρητική ιδεολογία στα σχολικά εγχειρίδια, ιδεολογία που δικαιολογεί τον ρατσισμό, τον σεξισμό και την αποικιοκρατία , ο WayneAu διαπιστώνει ότι ο Ο.Ο.Σ.Α πιέζει την Ελλάδα να βαδίσει στον δρόμο των Η.Π.Α όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού της συστήματος (Wayne Au, 2018).

[2] Σύμφωνα με την Π. Χρυσοχού «η σχέση μεταξύ κοινωνίας και εκπαίδευσης δεν είναι μηχανιστική, αλλά ιστορική, διαλεκτική και αντιφατική, προϊόν κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών αντιθέσεων μέσα κι έξω από την εκπαίδευση. Κατά τον ίδιο τρόπο η άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής δεν είναι μια ντετερμινιστική, ουδέτερη ή αντικειμενική διαδικασία. Είναι αντιθέτως, μια διαδικασία με σαφή ταξικά χαρακτηριστικά που οφείλει ν’ αναλυθεί υπό το πρίσμα της ταξικής πάλης. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι ταξικές μεταρρυθμίσεις μέσω των οποίων η πολιτική εξουσία προσπαθεί να ξεπεράσει την εκάστοτε κρίση. Το αν θα εφαρμοστούν ή όχι δεν είναι δεδομένοή αυτονόητο αλλά εξαρτάται από τους συσχετισμούς κοινωνικών και πολιτικών δνάμεων, το γενικό πολιτικό πλαίσιο και το επίπεδο ανάπτυξης των κοινωνικών κινημάτων» (Χρυσοχού, 2018).

ΠΗΓΗ: 31-05-2018, https://selidodeiktis.edu.gr/2018/05/31/…B4/

* Ο Χρήστος Ρέππας είναι δάσκαλος.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.