Αρχείο μηνός Ιούνιος 2013

Η ….Δεξιά μας παίρνει τα σπίτια

Η …Δεξιά μας παίρνει τα σπίτια

 

Tου Γιώργου Δελαστίκ


 

Λύσσαξαν τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης στα μέσα ενημέρωσης να αρχίσουν επιτέλους οι κατασχέσεις πρώτης κατοικίας όλων των δανειοληπτών που δεν μπορούν να πληρώνουν κανονικά τις δόσεις των δανείων τους επειδή ξαφνικά έμειναν άνεργοι ή επειδή τα εισοδήματά τους συρρικνώθηκαν δραστικά. Δειλά δειλά κάποιοι από τους κυβερνητικούς προπαγανδιστές άρχισαν να αποκαλύπτουν στον αδαή κοσμάκη που νομίζει πως η τράπεζα δεν θα του πάρει το σπίτι γιατί «τι να το κάνει ένα τριάρι στη Nέα Iωνία ή ένα δυάρι στη Δραπετσώνα» ότι δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον κερδοσκοπικοί οίκοι να αγοράσουν κατά χιλιάδες κατασχεμένα ακίνητα και στη συνέχεια να τα παίζουν στα κόλπα τους!

Δεν είναι μόνο η κυβέρνηση των πολιτικών απατεώνων Σαμαρά, Bενιζέλου, Kουβέλη που θέλει να φάει τα σπίτια και τα διαμερίσματα των φτωχών. Δεν είναι δηλαδή μόνο η Δεξιά και τα άθλια τσιράκια της του ΠAΣOK και της ΔHMAP που θα πάρουν τα σπίτια του λαού, έχουν από πίσω τους και την EE και το ΔNT! Mάλιστα το τελευταίο, το ΔNT, στην περιβόητη έκθεσή του που αρχικά ήταν «απόρρητη» αλλά στη συνέχεια διοχετεύθηκε στον Tύπο και κατόπιν δημοσιοποιήθηκε, εμμέσως πλην σαφώς απαιτεί μέχρι το τέλος Aυγούστου, σε δυόμισι μήνες, να έχει ρυθμιστεί το νομοθετικό πλαίσιο με την κατάργηση του «νόμου Kατσέλη», ώστε από τον Σεπτέμβριο να αρχίσουν οι μαγικές κατασχέσεις δεκάδων χιλιάδων σπιτιών δανειοληπτών! Στην έκθεση αυτή το ΔNT προσπαθεί να ρίξει αποκλειστικά στην EE τις ευθύνες για το έγκλημα που διέπραξαν από κοινού ΠAΣOK, NΔ, EE και ΔNT εναντίον του ελληνικού λαού. Στο πλαίσιο αυτό αποκαλύπτει ότι το Mνημόνιο σχεδιάστηκε με στόχο όχι να σώσει την Eλλάδα, αλλά να μην υποστούν ζημιές οι γερμανικές, γαλλικές και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες που κατείχαν ελληνικά ομόλογα! Γι' αυτό και δεν έγινε «κούρεμα» του χρέους πριν ξεφορτωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες τα ελληνικά ομόλογα – σκουπίδια στην EKT, όπου βάσει του Mνημονίου η Eλλάδα θα πληρώνει στο 100% της ονομαστικής τους αξίας με αποτέλεσμα η EKT να αποκομίζει υπερκέρδη από τα δάνεια που δήθεν μας δίνει η ευρωζώνη, αλλά στην Eλλάδα δεν φτάνει ούτε ευρώ.

Πέρα όμως από τη σημαντικότατη παραδοχή της ουσίας του Mνημονίου, το έγγραφο του ΔNT είναι πραγματικά μνημείο κοινωνικής αγριότητας, καθώς αυτό που προτείνει είναι ακόμη πιο βάρβαρη λιτότητα! Πρώτα πρώτα το ΔNT απαιτεί να …ιδιωτικοποιηθεί η είσπραξη των φόρων!!! Nα αναλάβουν δηλαδή ιδιωτικές εταιρείες – γκάνγκστερ να αποσπούν τα χρήματα από τους φορολογούμενους! Όπως θα περίμενε κανείς, το ΔNT τάσσεται επίσης υπέρ του να αναλάβουν ξένοι μάνατζερ να ξεπουλήσουν την περιουσία του ελληνικού Δημοσίου χωρίς τις αναστολές που έχουν ακόμη και οι πιο ασυνείδητοι, τα πιο «τομάρια» από τους Έλληνες «Tσολάκογλου» της σύγχρονης εποχής. Nα μη διστάζουν δηλαδή να πουλήσουν και το κτίριο της …Bουλής, αν πιάσουν καλή τιμή! Όσο για τους αφελείς που νομίζουν ότι πείραξε τον Σαμαρά και τον Bενιζέλο που όλη η Eλλάδα πάγωσε από το κρύο το χειμώνα λόγω του εξαπλασιασμού(!) του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης και ότι θα προσπαθούσε η κυβέρνηση να μειώσει κάπως το φόρο αυτό, το ΔNT τους γκρεμίζει κάθε ελπίδα. Δεν θα μειωθεί ο φόρος στα καύσιμα, υπογραμμίζει. Όσο για τη δήθεν «έκτακτη» και δήθεν «εισφορά αλληλεγγύης» που πάει ολόκληρη στις ξένες τράπεζες, θα γίνει μόνιμη και δεν πρόκειται να απαλλαγούμε από αυτήν στο ορατό μέλλον, μας πληροφορεί το ΔNT.

H περιβόητη έκθεση του ΔNT γελοιοποιεί εντελώς τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης Σαμαρά και λοιπών μνημονιακών δυνάμεων περί «ανάπτυξης», καθώς με έμμεσο τρόπο υπογραμμίζει πως μόνο χειρότερες μέρες και ζοφερά χρόνια μας περιμένουν. Mείωση του ΦΠA στην εστίαση ζητάει η άθλια συγκυβέρνηση NΔ, ΠAΣOK, ΔHMAP; Θεαματική …αύξηση (!) του ΦΠA προτείνει το ΔNT και μάλιστα στους πιο κρίσιμους τομείς. Aπό 13% που είναι σήμερα να πάει στο 19% ή στο 21% ο ΦΠA -να αυξηθεί δηλαδή κατά 50% ή κατά 65%- στα τρόφιμα, στο νερό, στο ηλεκτρικό, στα εισιτήρια των μέσων μαζικής μεταφοράς κ.λπ. υποδεικνύει το ΔNT. Δεν σταματά εκεί. Θέλει κι άλλες αυξήσεις του ΦΠA. Aπό 6,5% που είναι ο ΦΠA στα φάρμακα (όπως και στα βιβλία κ.λπ.) να αυξηθεί κατά …300% (!!!) και να πάει στο 19% ή στο 21%, θέλει το ΔNT. Nα γίνει ακόμη πιο δύσκολη δηλαδή η πρόσβαση των Eλλήνων στα τρόφιμα, στα φάρμακα, στο νερό που πίνουν και πλένονται, στο ηλεκτρικό ρεύμα με το οποίο φωτίζονται ή μαγειρεύουν, απαιτεί το ΔNT.

Aν αυτό δεν είναι κοινωνικός Mεσαίωνας, τότε τι είναι; Στο μεταξύ, το ΔNT ξεφτίλισε ακόμη μια φορά τον Σαμαρά, ο οποίος για να παραπλανήσει τον κοσμάκη όλο και διακηρύσσει ότι δεν θα πάρει νέα μέτρα. Ποιος τον ρωτάει πρώτα πρώτα τον Σαμαρά και όλα τα υπόλοιπα γελοία υποκείμενα από πολιτική σκοπιά που δήθεν κυβερνούν τη χώρα; Pωτούσαν ποτέ οι ναζί τους δοσίλογους που τοποθετούσαν σε κάθε κατεχόμενη χώρα; Ποτέ! Έτσι και τώρα λοιπόν το ΔNT ανακοίνωσε ότι πρέπει να ληφθούν νέα μέτρα εξεύρεσης 4,6 δισ. ευρώ μέσα στο 2014 γιατί αυτή είναι μέχρι στιγμής η δημοσιονομική «τρύπα» που θα παρουσιαστεί την επόμενη χρονιά.

Tο ΔNT διέταξε μάλιστα την κυβέρνηση Σαμαρά να αποφασίσει τα νέα μέτρα μέχρι τον Σεπτέμβριο και προειδοποίησε τους Eυρωπαίους ότι αν δεν καλύψουν όποιο κενό αφήσει η Aθήνα, το ΔNT δεν πρόκειται να δώσει τα λεφτά που του αναλογούν για την επόμενη δόση. E, ρε, ανάπτυξη που έρχεται!

ΠΗΓΗ: ΠΡΙΝ, 9/6/2013

Η ΑΝΤΙΔΙΚΙΑ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ

Η ΑΝΤΙΔΙΚΙΑ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ:

Όσον αφορά τη μετάνοια του ΔΝΤ, δεν έχουμε καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, πρόκειται για ένα ακόμη βρώμικο παιχνίδι του – μετά τη χρησιμοποίηση της Ελλάδας ως Δούρειου Ίππου, με στόχο την εισβολή των Η.Π.Α. στην Ευρωζώνη

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Το ΔΝΤ συμπεριφέρεται όπως ένας χειρουργός, ο οποίος ακρωτηριάζει το πόδι ενός ασθενούς του, απλά και μόνο επειδή διαπιστώνει μία μελανιά από ένα χτύπημα.

Αντιμέτωπο με τα τεράστια λάθη του στην περίπτωση της Ελλάδας (εάν μπορεί να τα χαρακτηρίσει κανείς ως λάθη, αφού ήταν ασφαλώς σκόπιμα), ο χειρουργός του παραδείγματος μας προσπαθεί να ενοχοποιήσει αποκλειστικά και μόνο το «συνένοχο» του. Τον αναισθησιολόγο δηλαδή (την τότε κυβέρνηση), επιμένοντας όμως σχετικά με το ότι, ο ακρωτηριασμός ήταν απαραίτητος – αν και αποδέχεται πως επρόκειτο για το λάθος πόδι.

 

Από την άλλη πλευρά οι υπόλοιποι χειρουργοί, η Γερμανία, η Κομισιόν και η ΕΚΤ, δεν παραδέχονται το λάθος του ΔΝΤ ισχυριζόμενοι ότι, ο ακρωτηριασμός της Ελλάδας ήταν απαραίτητος – πως η επέμβαση στο πόδι ήταν σωστή, επειδή το χτύπημα δεν ήταν δυνατόν να θεραπευθεί με άλλο τρόπο.

Σύμφωνα με τις προγνώσεις τους, ο ασθενής θα μπορούσε μελλοντικά να τρέξει πιο γρήγορα με το ένα πόδι, παρά με δύο. Εάν δε καθυστερούσε ο ακρωτηριασμός, περιμένοντας μήπως καλυτερεύσει το χτύπημα, τότε θεωρούν πως θα ήταν απαραίτητο να γίνει μία ακόμη επέμβαση – οπότε ο ασθενής θα έχανε και το δεύτερο πόδι.

Επιμένουν παράλληλα ότι, το σημερινό πρόβλημα, η «μόλυνση» δηλαδή και στο δεύτερο πόδι, οφείλεται στον ίδιο τον ασθενή –  ο οποίος δεν πήρε όλα τα φάρμακα και δεν ακολούθησε σωστά τις οδηγίες του χειρουργού. Επομένως, θα πρέπει να πάρει περισσότερα φάρμακα, απλά και μόνο για να επιβιώσει – ακόμη και αν κινδυνεύει να μείνει για όλη του τη ζωή στην εντατική.    

Το ερώτημα που προκύπτει στην προκειμένη περίπτωση είναι ποιόν από τους δύο χειρουργούς θα επέλεγε κανείς, εάν ήταν στη θέση της Ελλάδας, έχοντας τραυματίσει το πόδι του. Τον πρώτο που αποδέχεται ότι εγχείρησε το λάθος πόδι, προσπαθώντας ίσως να πείσει για την αναγκαιότητα μίας επόμενης επέμβασης ή τον δεύτερο, ο οποίος επιμένει ότι ήταν το σωστό πόδι;".

Άρθρο

Όπως φαίνεται καθαρά από το παραπάνω παράδειγμα, εάν η Ελλάδα δεν διώξει τόσο το Josef Mengele (ΔΝΤ), όσο και τους «ερασιτέχνες γιατρούς» (ΕΚΤ, Γερμανία) από την επικράτεια της, το συντομότερο δυνατόν, δεν πρόκειται να υπάρξει μέλλον. Ο μοναδικός ρεαλιστικός τρόπος δε για να το επιτύχει, αναλύεται στο κείμενο μας «Ο ελληνικός δρόμος».

Ειδικά όσον αφορά τη δήθεν «μετάνοια» του ΔΝΤ, δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία σχετικά με το ότι, πρόκειται για ένα ακόμη «βρώμικο» παιχνίδι του – αφού δεν υπάρχει πλέον κανένας, ο οποίος να μην γνωρίζει ότι, η χώρα μας χρησιμοποιήθηκε ως ο Δούρειος Ίππος, με στόχο την «επέλαση» των συνδίκων του διαβόλου στην Ευρωζώνη.

Για το θέμα αυτό έχουμε γράψει άλλωστε πολλές φορές στο παρελθόν (Σκάκι με το διάβολο, Ευρώπη – το χρυσόμαλλο δέρας κλπ.) – αρκετές από αυτές πριν ακόμη από την εισβολή του ΔΝΤ στην Ελλάδα.   

Περαιτέρω, εάν ένας εγκληματίας μετανοεί πραγματικά, τότε «παίρνει αποστάσεις» από τις πράξεις του – τις αποκηρύσσει δηλαδή και ζητάει ειλικρινή συγνώμη από το «θύμα» του. Στην επίσημη όμως έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα (σύνδεσμος), δεν υπάρχει καμία απολύτως ειλικρινής μετάνοια.

Αντίθετα, δεν φαίνεται να έχει μάθει τίποτα από τα τραγικά λάθη του, αφού συνεχίζει να συστήνει το ίδιο δηλητηριώδες φάρμακο (φόρους κλπ.) για την καταπολέμηση της ασθένειας –  την οποία έχει επιδεινώσει, με τις ενέργειες του, σε επικίνδυνο βαθμό.  

Ειδικότερα, το ΔΝΤ τάσσεται στην επίσημη έκθεση του ξανά υπέρ της συνέχισης της καταστροφικής πολιτικής λιτότητας, των χαρατσιών και της υπερβολικής φορολόγησης, παρά το ότι είναι αδύνατον να μην γνωρίζει πως η Ευρώπη αντιμετωπίζει μία μεγάλη *«ύφεση ισολογισμών» – η χώρα μας πλέον επίσης, αφού οδηγήθηκε εγκληματικά σε μία τέτοια κρίση, όπως θα αναλύσουμε σε επόμενο άρθρο μας.

Επιμένει δε στις αποκρατικοποιήσεις και παρουσιάζει τα ίδια ανόητα σενάρια με διαγράμματα, με ασκήσεις επί χάρτου καλύτερα, οι οποίες προβλέπουν «κατά το δοκούν» το μέλλον – ως συνήθως εσφαλμένα, κρίνοντας από τις εκτός τόπου και χρόνου προγνώσεις του για το 2010, το 2011, το 2012 κοκ.

Παράλληλα, θέλει να πείσει για την αναγκαιότητα μίας τρίτης διαγραφής του χρέους, όταν με τις δύο προηγούμενες χρεοκόπησαν οι τράπεζες και τα ασφαλιστικά μας ταμεία, ενώ χάθηκε εντελώς η εμπιστοσύνη στην Ελλάδα – την ίδια εποχή το δημόσιο χρέος της όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλά, αντίθετα, αυξήθηκε.

Όσον αφορά τώρα τον ισχυρισμό του σχετικά με το ότι, είχε προτείνει ήδη από το 2010 τη διαγραφή μέρους του Ελληνικού χρέους οπότε, εάν είχαν ακολουθηθεί οι «συμβουλές» του, τότε:

(α) το δημόσιο χρέος μας θα είχε μειωθεί ριζικά, με αποτέλεσμα να μπορεί να εξυπηρετείται χωρίς πρόβλημα,

(β)  οι ελληνικές τράπεζες δεν θα είχαν χρεοκοπήσει – επειδή αφενός μεν είχαν υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια (ενώ η απαιτούμενη διαγραφή θα ήταν μικρότερη), αφετέρου δεν θα υπήρχε η εκροή καταθέσεων 100 δις €, λόγω του ότι δεν θα είχε μεσολαβήσει ο φόβος εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη,

(γ) τα ελλείμματα του προϋπολογισμού θα είχαν περιορισθεί σημαντικά, λόγω των πολύ χαμηλότερων τόκων κλπ., ασφαλώς και έχει δίκιο – όπως επίσης σχετικά με το γεγονός ότι, η διαγραφή καθυστέρησε για να μπορέσουν να «ξεφορτωθούν» οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες τα ελληνικά ομόλογα που κατείχαν (αξίας τότε περί τα 70 δις €), κάτι που διαπιστώθηκε και στη «δολοφονία» της Κύπρου (ανάλυση μας).

Εν τούτοις, το ΔΝΤ δεν αναφέρεται στις «παρενέργειες», τις οποίες θα είχε τότε η διαγραφή χρέους στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης – πόσο μάλλον όταν δεν υπήρχε ο μηχανισμός χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (EFSM, ESM), η ΕΚΤ δεν είχε υιοθετήσει το πρόγραμμα στήριξης των αγορών ομολόγων, ενώ το ίδιο ήταν απρόθυμο να αναλάβει μόνο του τη χρηματοδότηση της Ελλάδας.

Προφανώς, εάν είχε επιλεχθεί τότε η διαγραφή χρέους της Ελλάδας, θα είχε δημιουργηθεί πανικός στις αγορές ομολόγων της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική κατάρρευση της – οπότε θα ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να συμβεί.

Αντίθετα, εάν είχε δανειοδοτηθεί η Ελλάδα με ένα σχετικά χαμηλό ποσόν (10-20 δις €) εκ μέρους της Γερμανίας ή κάποιας άλλης χώρας, θα είχε αποφευχθεί τόσο η δική της χρεοκοπία, όσο και η κρίση χρέους της Ευρωζώνης – χωρίς να απαιτηθεί καμία διαγραφή χρέους.

Εάν στη συνέχεια είχε επιλεχθεί η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους της Ελλάδας με χαμηλά επιτόκια, όπως είχαμε τότε προτείνει, με την έννοια ότι, στην εκάστοτε λήξη ομολόγων η Ελλάδα θα λάμβανε χαμηλότοκα μακροπρόθεσμα δάνεια για την εξυπηρέτηση τους, δεν θα υπήρχε σήμερα κανένα απολύτως πρόβλημα – ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Ευρωζώνη.

Το ίδιο θα συνέβαινε εάν η ΕΚΤ είχε υιοθετήσει άμεσα ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων των χωρών-μελών της – οπότε δεν θα είχε σε τέτοιο βαθμό επιδεινωθεί η κρίση στην Ισπανία, στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία κοκ.

Βέβαια, σε μία τέτοια περίπτωση, θα έμεναν μόνες τους με τα τεράστια προβλήματα τους τόσο οι Η.Π.Α., όσο και η Ιαπωνία – οπότε θα ήταν πολύ δύσκολο, εάν όχι απίθανο, να τα επιλύσουν. Ήταν λοιπόν απαραίτητο να «συρθεί στο χορό» και η Ευρωζώνη – πόσο μάλλον αφού διαφορετικά θα κατέρρεε το δολάριο, κινδυνεύοντας να χάσει το προνόμιο του να αποτελεί το σημαντικότερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.

Επομένως, η «απώτερη σκοπιμότητα» είναι εμφανής – αφού προτάθηκε από το ΔΝΤ μία λύση για την Ελλάδα, η οποία θα ήταν θανατηφόρα για τις υπόλοιπες χώρες, οπότε ήταν απολύτως αναμενόμενο να μην υιοθετηθεί από την Ευρωζώνη: το τέλειο έγκλημα και το τέλειο άλλοθι. 

ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ

Το ερώτημα που απασχολεί τώρα όλους όσους προσπαθούν να ανακαλύψουν το νόημα που κρύβεται «πίσω από τις λέξεις», είναι το τι ακριβώς θέλει να επιτύχει το ΔΝΤ, με τη δήθεν αυτοκριτική του.

Έχοντας ήδη τεκμηριώσει τις τεράστιες υπηρεσίες που πρόσφερε στις Η.Π.Α. (στην Ιαπωνία επίσης), εισβάλλοντας από την Ελληνική «κερκόπορτα» στην Ευρωζώνη και «πυροδοτώντας» σκόπιμα την κρίση χρέους, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός πως, παρά το ότι αποτελεί το βραχίονα της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α., χρηματοδοτείται από όλα τα μέλη του.

Στα πλαίσια αυτά, δεν είναι εύκολο να εξηγήσει σε χώρες όπως η Κίνα, η Βραζιλία, το Μεξικό κοκ. το λόγο, για τον οποίο δαπανά τεράστια ποσά στις χώρες της Ευρωζώνης, χωρίς να έχει κανένα αποτέλεσμα.

Πολύ περισσότερο όταν τα μέλη του δεν είναι δυνατόν να μην συνειδητοποιούν, κρίνοντας από τη ροή των κεφαλαίων ότι, τα χρήματα τους οδηγήθηκαν στις ευρωπαϊκές τράπεζες (τις οποίες προηγουμένως είχαν «καταληστεύσει» οι αμερικανικές, προμηθεύοντας τες με πολλά τρισεκατομμύρια τοξικά ομόλογα), καθώς επίσης στα αγγλοσαξονικά επενδυτικά κεφάλαια (Hedge funds).

Οι δηλώσεις μετάνοιας λοιπόν του ΔΝΤ, η αυτοκριτική, καθώς επίσης η αποδοχή των λαθών του στην Ελλάδα, όταν παράλληλα επιμένει στη συνέχιση της ίδιας πολιτικής, αποσκοπούν κάπου αλλού.

Προφανώς στο να καλύψουν το ότι το ταμείο, παρά το ότι χρησιμοποίησε τα χρήματα όλων των μελών του, λειτούργησε αποκλειστικά και μόνο για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των πραγματικών «εργοδοτών» του: των Η.Π.Α. και του μεγάλου κεφαλαίου, το οποίο διευθύνει τη FED ενώ, μέσω αυτής, ολόκληρο τον πλανήτη.

Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται, εάν διαπιστώσουμε ποιοι είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι της απίστευτης ανόδου των χρηματιστηριακών δεικτών παγκοσμίως (άρθρο μας), των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης (QE 1, 2, 3), της κερδοσκοπίας με τα κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης κοκ. 

Ολοκληρώνοντας, το ΔΝΤ έφερε εις πέρας την αποστολή του με απόλυτη επιτυχία, έχοντας πλέον τη δυνατότητα να «εκβιάζει» τους πάντες, με μία ξαφνική αποχώρηση του – η οποία θα ικανοποιούσε ίσως τα υπόλοιπα μέλη του, ενώ θα κάλυπτε με ένα ακόμη πιο «αδιαφανές πέπλο ομίχλης» τις μέχρι σήμερα υπόγειες σκοπιμότητες του.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αναμφίβολα, εάν έπρεπε να κηρύξουμε στάση πληρωμών, ο κατάλληλος χρόνος θα ήταν πριν από την εισβολή του ΔΝΤ – όπως είχαμε επισημάνει. Η Γερμανία θα είχε αποδεχθεί τότε τη δανειοδότηση μας, αφού διαφορετικά θα χρεοκοπούσαν οι τράπεζες της και θα κατέρρεε η Ευρωζώνη – με καταστροφικά αποτελέσματα για ολόκληρο τον πλανήτη.

Εάν θεωρούσαμε τώρα πως είναι αναγκαία η λογιστική έρευνα του χρέους, έτσι ώστε να απαιτήσουμε τη διαγραφή του (εξαιρετικά πιθανού) επαχθούς μέρους του, ο κατάλληλος χρόνος ήταν πριν από το PSI – όταν οι δανειστές μας δεν ήταν τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης, αλλά οι αγορές.

Περαιτέρω, εάν έπρεπε να επιστρέψουμε στη δραχμή (υποχρεωτικά μαζί με τη στάση πληρωμών), ο κατάλληλος χρόνος ήταν

(α) είτε πριν από την καταστροφική επέλαση των «συνδίκων του διαβόλου» και της πρωσικής Γερμανίας στην πατρίδα μας, είτε, το αργότερο,

(β) πριν από την υπαγωγή του χρέους μας στο αγγλικό δίκαιο και τη «μετάλλαξη» του σε ενυπόθηκο – αφού έκτοτε δεν έχουμε πλέον τη δυνατότητα μετατροπής του σε δραχμές (όπως την είχαμε προηγουμένως, με μία απλή απόφαση της Βουλής), ενώ εγγυόμαστε για τα δάνεια με όλη τη δημόσια περιουσία μας.

Σήμερα, μετά από όλες τις διαδικασίες που μεσολάβησαν, καθώς επίσης μετά από τα εγκληματικά προγράμματα λιτότητας που αποδεχθήκαμε χωρίς καμία συλλογική εξέγερση (αν και υπήρξαν αντιδράσεις, οι οποίες όμως «σβήστηκαν» με αίμα – βλ. Marfin), όλες οι παραπάνω δυνατότητες μας έχουν δυστυχώς εξαλειφθεί – η χώρα μας έχει μετατραπεί σε αποικία και εμείς σε σκλάβους χρέους.

Για να μπορέσουμε πλέον να ξεφύγουμε από τη θανατηφόρο  παγίδα, στην οποία οδηγηθήκαμε, έχοντας και εμείς τεράστιες ευθύνες, ο μοναδικός δρόμος που απομένει είναι η ανάπτυξη μέσω του τουρισμού, της γεωργίας (εξαγωγές), της ναυτιλίας κοκ. – γενικότερα, μέσω της εργατικότητας και της εξαιρετικής  επιχειρηματικότητας μας, παράλληλα με την άμεση κάθαρση του διεφθαρμένου κομματικού συστήματος μας. 

Εάν τα καταφέρουμε, όπως πιστεύουμε, τότε θα μπορέσουμε να απαιτήσουμε τη μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση του χρέους μας, με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ – χωρίς να προσφέρουμε ακόμη περισσότερα ανταλλάγματα, όπως αυτά που θα μας ζητηθούν με το τρίτο «κούρεμα» του χρέους, στο οποίο μας οδηγούν. Επίσης, μόνο τότε θα καταφέρουμε να διώξουμε τους εισβολείς από την πατρίδα μας, επανακτώντας την εθνική μας κυριαρχία.  

Όλα αυτά προϋποθέτουν φυσικά αισιοδοξία, αυτοπεποίθηση, θάρρος και εμπιστοσύνη στις τεράστιες δυνατότητες της χώρας μας, καθώς επίσης των πολιτών της. Εάν δεν «αποτινάξουμε» λοιπόν αμέσως την απαισιοδοξία, καθώς επίσης εάν δεν δραστηριοποιηθούμε τώρα, θα έχουμε χάσει δυστυχώς μία ακόμη ευκαιρία –  μία ευκαιρία που ίσως είναι όμως η τελευταία. 

Από την άλλη πλευρά, εάν η πρόθεση μας είναι να συνεχίσουμε απλά να παραπονιόμαστε μονότονα, μίζερα και από τους καναπέδες μας, κατακρίνοντας κάποια στιγμή στο μέλλον τον αφελληνισμό των τραπεζών μας (τον οποίο μπορούμε ακόμη να αποφύγουμε), τη λεηλασία της δημοσίας περιουσίας (την οποία μπορούμε επίσης να αποφύγουμε), την κατάσχεση της ιδιωτικής, την εξαθλίωση, τη γενοκτονία, την προδοσία των κυβερνώντων κοκ., τότε θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας και θα καταστραφούμε – κάτι που ελπίζουμε πως τελικά θα αποφευχθεί.


* Σημείωση: Ουσιαστικά δεν πρόκειται μόνο για μία «κρίση ισολογισμών», αλλά για ένα φαινόμενο «πολλαπλών σημείων ισορροπίας» (multiple equilibria, όπου οι αγορές χρέους υπόκεινται σε ποικίλες ισορροπίες) – για μία κρίση, η οποία συνήθως συμβαίνει, όταν απουσιάζει ο «δανειστής έσχατης ανάγκης» (η ΕΚΤ στην προκειμένη περίπτωση).

Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για το συνδυασμό μίας τυπικής «κεϋνσιανής» κρίσης, καθώς επίσης μίας «κρίσης ισολογισμών» – όπως αυτή περιγράφεται από την αυστριακή σχολή (με την παράλληλη ύπαρξη μίας ευρύτερης πολιτικής, κοινωνικής και γεωστρατηγικής κρίσης).

Αυτό που απαιτείται για την ορθή αντιμετώπιση του συγκεκριμένου φαινομένου, είναι να αποφασισθεί εάν θα πρέπει πρωτίστως να επιδιωχθεί η τόνωση της ζήτησης ή, αντίθετα, η ρευστοποίηση των «κακών επενδύσεων» – έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί η κάθαρση της οικονομίας.

Δυστυχώς, επειδή είναι αδύνατον να αντιμετωπισθούν και τα δύο προβλήματα ταυτοχρόνως, δημιουργείται το επικίνδυνο φαινόμενο των πολλαπλών σημείων ισορροπίας – το οποίο θα αναλύσουμε σε κάποιο επόμενο άρθρο μας, όσο πιο κατανοητά μπορούμε, μαζί με την κρίση ισολογισμών.    


* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 08. Ιουνίου 2013, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

 


ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2907.aspx

Ο αστροναυαγός του Γιάννη Ποτ.

Ο αστροναυαγός

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου*

 

Διπρόσωπο και διφυές το φως

                          εμμένει στην αφωνία του

κι ο λόγος αμφίσημος

                                   δηλώνει ανεπάρκεια

Γι αυτό,

όσο κι αν προσπαθεί να πετάξει

                   ο αστροκαπνισμένος ποιητής,

το ύψος αδιανόητο

               κι οι κραυγές της τρέλας γοερές

 

Όμως όταν στο κουτί των θαυμάτων

          χάνει το πρόσωπό της η γεωμετρία

Εκεί

στο σκοτεινό θάλαμο της φυσικής

                  που το μικρό συναντά το μέγα

 

Εκεί

σισύφειος ο αστροναυαγός

                        επισκευάζει τη σχεδία του 

Ας τσακίζεται κάθε φορά

                              στους ουρανόβραχους

Αυτός ο ταπεινός, ο μέγας  Άνθρωπος

 

                                  31 Δεκεμβρίου 2012, Γιάννης Ποταμιάνος

 

* http://toxefwto.blogspot.gr 

Αραβική «Άνοιξη» – Τουρκική Άνοιξη;

Αραβική «Άνοιξη» – Τουρκική Άνοιξη;

 

Του Τάκη Φωτόπουλου*

 

Πολλοί αναλυτές μιλούν σήμερα για μια «Τουρκική Άνοιξη» κατά το πρότυπο της δήθεν Αραβικής «Άνοιξης» που ήδη αποδείχθηκε Αραβικός …χειμώνας, παρά τον μαζικό αποπροσανατολισμό των διεθνών ΜΜΕ που ελέγχονται από την Υπερεθνική Ελίτ (Υ/Ε), με την αγαστή σύμπνοια της  εκφυλισμένης «Αριστεράς». Δηλαδή, τους μεταμοντέρνους «Μαρξιστές», «αναρχικούς» κ.λπ. που βασικά εμπνέονται από τις αρχές της ιδεολογικής παγκοσμιοποίησης και άμεσα υποστήριξαν τους δήθεν «επαναστάτες» στη Λιβύη και  Συρία, έμμεσα στηρίζοντας και τις ΝΑΤΟϊκές σφαγές στις χώρες  αυτές.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και γνήσιες εξεγέρσεις στο πλαίσιο της Αραβικής «Άνοιξης» (π.χ. Τυνησία, Αίγυπτος), σε αντίθεση με τις προσχεδιασμένες από την Υ/Ε, καθώς και τη Σιωνιστική ελίτ, ένοπλες εξεγέρσεις στη Λιβύη και τη Συρία.

Όμως, για να κατανοήσουμε τι πραγματικά συνέβη στην Αραβική «Άνοιξη», που έχει απόλυτη συνάφεια με το τι συμβαίνει στη Τουρκία σήμερα, πρέπει να κάνουμε την βασική διάκριση μεταξύ εξεγέρσεων εναντίον αποτυχημένων πελατειακών καθεστώτων (Τυνησία, Αίγυπτος, Μπαχρέιν κ.λπ.) και μη πελατειακών καθεστώτων που στηρίζονται σε εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, όπως το Γκανταφικό καθεστώς στη Λιβύη και το Μπααθικό καθεστώς στη Συρία. Και στις δύο περιπτώσεις καθεστώτων ο απώτερος σκοπός της Υ/Ε είναι η πλήρης ενσωμάτωση των χωρών αυτών στη Νέα Διεθνή Τάξη (ΝΔΤ), η οποία ανέτειλε με την ανάδυση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης – που προκάλεσε η μαζική εξάπλωση των πολυεθνικών εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια – και την σχεδόν ταυτόχρονη κατάρρευση του «υπαρκτού». Η ενσωμάτωση αυτή προϋποθέτει την πλήρη ένταξη στους διεθνείς θεσμούς της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (ΠΟΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ.) και το άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, ελαστικές εργασιακές σχέσεις κ.λπ., καθώς και την εφαρμογή κάποιας μορφής αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» που θα οδηγούσε σε κάποια κοινοβουλευτική Χούντα. Είναι φανερό ότι στη ΝΔΤ οι κοινοβουλευτικές Χούντες έχουν αντικαταστήσει παντού τις στρατιωτικές, εφόσον είναι πολύ πιο αποτελεσματικές στην απορρόφηση των λαϊκών κραδασμών από την εφαρμογή των άγριων νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Τα μέσα όμως που χρησιμοποιούνται για την πλήρη ενσωμάτωση των χωρών αυτών στη ΝΔΤ είναι εντελώς διαφορετικά στη περίπτωση αποτυχημένων πελατειακών καθεστώτων ήδη εντεταγμένων στη ΝΔΤ, από αυτή των μη πελατειακών. Στην πρώτη περίπτωση, οι λαοί αποτελούν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί και μπορεί να στοιχειοθετηθεί ότι, ήδη μετά την εισβολή στο Ιράκ, η Υ/Ε αποφάσισε την ανατροπή παρόμοιων καθεστώτων όχι διά των όπλων αλλά με «ροζ επαναστάσεις», σαν αυτές που στέφθηκαν με επιτυχία στη Γεωργία, Ουκρανία κ.λπ.. Η ομιλία Ομπάμα στο Κάιρο μόλις ανέλαβε την πρώτη Προεδρία ήταν, σχετικά, σαφής. Στην Αίγυπτο και τη Τυνησία η Υ/Ε δεν είχε παρά να χρησιμοποιήσει σαν καταλύτη τη «νεολαία του facebook» για την αρχική οργάνωση της λαϊκής διαμαρτυρίας στις πλατείες, ώστε να ξεχυθούν κατόπιν τα λαϊκά ποτάμια που, κατάλληλα χειραγωγημένα από τις επιτροπές των πλατειών και το ίντερνετ, έθεταν  το ανώδυνο για τις ελίτ αίτημα «να φύγει ο δικτάτορας» –  αίτημα το οποίο ο στρατός των χωρών αυτών που «κατά σύμπτωση» ελεγχόταν από την Υ/Ε μπορούσε εύκολα να ικανοποιήσει. Στη συνέχεια, η μορφή αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» που επιλέχθηκε από την Υ/Ε για την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ήταν ένα είδος Ισλαμικού «εκδημοκρατισμού» από συντηρητικά Ισλαμικά κόμματα, όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα, που σήμερα δυναστεύει την Αίγυπτο και τη Τυνησία και προορίζεται να παίξει σημαντικό ρόλο και στη Συρία σε περίπτωση έξωσης των Μπααθιστών. Στην περίπτωση, όμως, των μη πελατειακών καθεστώτων που διαθέτουν ισχυρή λαϊκή βάση, ενώ η Υ/Ε δεν έχει πρόσβαση στους μοχλούς εξουσίας (στρατό κ.λπ.), η μόνη δυνατότητά της για την αλλαγή καθεστώτος περνά μέσα από την προσχεδιασμένη ένοπλη εξέγερση.

Στην Τουρκία του Ερντογάν, βέβαια, υπήρχε ήδη ένα είδος Ισλαμικού «εκδημοκρατισμού» που το πρόβαλε μάλιστα η Υ/Ε και σαν παράδειγμα στις Αραβικές χώρες. Όμως, το καθεστώς αυτό επέδειξε τελευταία τάσεις «ανεξαρτοποίησης» από την Υ/Ε: Σύγκρουση με την Σιωνιστική ελίτ (που απλά «μπαλώθηκε» από την Υ/Ε), συστηματική προσπάθεια υπονόμευσης του  Τουρκικού στρατού που είναι βασικός μοχλός της Υ/Ε για την αναπαραγωγή του πελατειακού καθεστώτος, καθώς και κάποια ανοίγματα σε Ιράν και Ρωσία. 

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι, μόλις ξέσπασε η εξέγερση στην πλατεία Ταξίμ, σαν αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών αλλά και του έρποντος Ισλαμικού αυταρχισμού, όλα τα όργανα της Υ/Ε που συστηματικά στήριξαν την Αραβική «Άνοιξη» (διεθνείς ΜΚΟ, διεθνή ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων των «προοδευτικών» Γκάρντιαν, Λιμπερασιόν κ.λπ.) κινητοποιήθηκαν σε μια εκστρατεία δυσφήμησης του μέχρι χθες ευνοούμενού τους, ανακαλύπτοντας παραβιάσεις ανθρωπίνων  δικαιωμάτων (που ακόμη «δεν βλέπουν» π.χ. στη Σαουδική Αραβία ή το Μπαχρέιν!).

Οι κινήσεις αυτές μπορεί να σημαίνουν απλώς «προειδοποίηση» στον Ερντογάν να ξεχάσει τις τυχόν ανεξαρτοποιητικές διαθέσεις του. Αλλά, και στην περίπτωση που χρειαστεί να τον αντικαταστήσουν, πάλι συντηρητικό Ισλαμικό καθεστώς θα χρησιμοποιηθεί, π.χ. υπό τον Γκιουλ, που σύσσωμη εκθειάζει η Υ/Ε, ή ακόμη καλύτερα υπό τον προστατευόμενο και «αυτοεξόριστο» στις ΗΠΑ Ισλαμιστή Γκιουλέν, γνωστό για την αγάπη του στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τη ΝΔΤ…

* http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos

ΠΗΓΗ: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (9 Ιουνίου 2013). Το είδα: 9-6-2013, http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_06_09.html

Για την αναγκαιότητα μετωπικής συγκρότησης του αγώνα

Για την αναγκαιότητα μετωπικής συγκρότησης του αγώνα

 

Του Δημήτρη Πατέλη*

 

Περιεχόμενα.

Εποχή, συγκυρία και "ασθενής κρίκος".

Ανάγκη επαναστατικοποίησης της συνείδησης και συγκρότησης κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου.

Η επαναστατική δραστηριότητα ως πραγματικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας. Για την αντιστοιχία-αναντιστοιχία υποκειμένου, υλικών και οργανωτικών μέσων μετασχηματιστικής επενέργειας στην κοινωνία.

Η νομοτελής ενσωμάτωση μορφωμάτων στη μακροχρόνια ειρηνική περίοδο.

Η δημιουργικότητα και η εγρήγορση ως όροι αντιστοιχίας του υποκειμένου στην κρισιακή συγκυρία.

Κλιμάκωση της αναβάθμισης του υποκειμένου από την κρισιακή συγκυρία προς την επαναστατική κατάσταση.

Κόμμα ή μέτωπο;

Αριστερό μέτωπο, μέτωπο της αριστεράς; Για τις αρχές δραστηριοποίησης των κομμουνιστών στο μέτωπο.



* Μέλος της Διεθνούς Ερευνητικής Ομάδας "Η Λογική της Ιστορίας" και του "Ομίλου Επαναστατικής Θεωρίας".

Εποχή, συγκυρία και "ασθενής κρίκος".

Για τις υπεύθυνες επαναστατικές δυνάμεις, η εκάστοτε βέλτιστη μορφή  του υποκειμένου του επαναστατικού αγώνα (κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που συστρατεύονται, θεωρητική θεμελίωση και ιδεολογική αναφορά, πλαίσιο στόχων-διεκδικήσεων, οργανωτική συγκρότηση, μέσα και τρόποι διεξαγωγής του αγώνα, εθνικά και διεθνή ερείσματα κ.ο.κ.), δεν είναι θέμα γούστου, υποκειμενικών επιλογών ή διαθέσεων του συρμού. Συνδέεται άμεσα με τα διακυβεύματα του αγώνα στη χώρα, στην περιφέρεια και στον κόσμο, στη συγκεκριμένη εποχή και συγκυρία. Συνδέεται με τα καθήκοντα ριζικού μετασχηματισμού (οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού) που επιτάσσει η συγκυρία, βάσει των οποίων προσδιορίζεται και η βέλτιστη μορφή συγκρότησης και οργάνωσης του υποκειμένου, καθώς και των επιπέδων, των τρόπων και των μέσων νικηφόρου εμπλοκής αυτού του υποκειμένου στον αγώνα.

Οι αντιφάσεις του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, εκδηλώνονται με τον πλέον οξύ και επιτακτικό τρόπο στους «ασθενείς κρίκους» όπως η Ελλάδα στην τελευταία δομική κρίση του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Εδώ, αναδεικνύεται και ξεσπά η ανισομέρεια του συστήματος, με ραγδαία επιδείνωση της ζωής του λαού, με καταστροφικές δημογραφικές κ.ά. επιπτώσεις, λόγω της ιδιάζουσας διαπλοκής-διαμεσολάβησης της βασικής αντίφασης του συστήματος (νεκρή – ζωντανή εργασία, κεφάλαιο – εργασία) με παράγωγες εξωτερικές και εσωτερικές αντιφάσεις, με ιστορικές ιδιοτυπίες στις οποίες εδράζεται και τις οποίες αναπαράγει η επίταση της ανισομέρειας εντός και εκτός ολοκληρώσεων, κ.ο.κ. Εδώ είναι που επιβάλλονται ανηλεώς και αντίστοιχες πρωτοφανείς μορφές υπερεκμετάλλευσης (π.χ. με μετατροπή χωρών της περιφέρειας παραδοσιακών ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, όπως η Ελλάδα, σε ημιαποικίες ή αποικίες χρέους, με την επιβολή νέου τύπου διακρατικομονοπωλιακής δικτατορίας και επιτήρησης, κ.ο.κ.). Σε αυτούς τους «ασθενείς κρίκους», για να αποσοβηθεί γενικευμένη καταστροφή, η κατάσταση, η συγκυρία απαιτεί επιτακτικά τη διευθέτηση άμεσων ζωτικής σημασίας προβλημάτων επιβίωσης των εργαζομένων, του λαού.

Σε αντιδιαστολή με αντιλήψεις που τείνουν να αποκόπτουν αντιδιαλεκτικά την ιστορική συγκυρία από την ιστορική εποχή, αποδεικνύεται ότι ακριβώς η κρισιακή συγκυρία είναι που συμπυκνώνει και επιταχύνει τη ροή της ιστορίας. Η κρισιακή συγκυρία συνιστά χωροχρονικό συμπύκνωμα της στιγμής της ιστορικής εποχής. Περικλείει δυνατότητες, αφ' ενός μεν, μετεξέλιξης σε προεξεγερσιακή, προεπαναστατική και – γιατί όχι – σε επαναστατική κατάσταση, αφ' ετέρου δε, σε ακραία αντεπαναστατική και αντιδραστική. Μόνο μέσα από την επαναστατική εμπλοκή στην κρισιακή συγκυρία του «ασθενούς κρίκου» είναι εφικτή η αλματώδης ρήξη και ανατροπή της κυριαρχίας των πιο επιθετικών κύκλων του κεφαλαίου, η δρομολόγηση προϋποθέσεων ή και των ίδιων των επικείμενων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Εδώ απαιτείται ειδική ανάπτυξη της θεωρίας, για τη σύνδεση μοναδιαίου, ειδικού και γενικού-καθολικού, άμεσων, βραχυ-μεσοπρόθεσμων και απώτερων, τακτικών και στρατηγικών στόχων του επαναστατικού κινήματος κ.ο.κ., για τη θεμελίωση αντίστοιχης πρακτικής.

Η εντατική αναζήτηση του εκάστοτε επόμενου «ασθενούς κρίκου», η επικέντρωση στην επαναστατική απόσπαση του οποίου από το ιμπεριαλιστικό χωροδικτύωμα στη συγκεκριμένη συγκυρία, μπορεί να οδηγήσει στη θεμελιώδη ανάπτυξη, διεύρυνση και εμβάθυνση της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας εν συνόλω, είναι θεμελιώδους σημασίας θεωρητικό και πρακτικό καθήκον του επαναστατικού κινήματος της εποχής. Χωρίς ριζική, θεμελιώδη διαλεκτική ανάπτυξη – άρση της επαναστατικής θεωρίας, είναι ανέφικτη κάθε αναβάθμιση και ανασύνταξη του επαναστατικού κινήματος, είναι ανέφικτη η αποτελεσματική προαναφερθείσα αναζήτηση και επικέντρωση της νικηφόρου επαναστατικής διαδικασίας.

Η διάγνωση αυτών των κομβικών προβλημάτων, προϋποθέτει τη θεωρητική και μεθοδολογική διακρίβωση της εποχής, με την ανάδειξη των δομικών χαρακτηριστικών του σύγχρονου σταδίου της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης, σε συνάρτηση με:

1) τη διακρίβωση του σημερινού εσωτερικού ορίου εκτατικής ανάπτυξης του κεφαλαίου (Σύγχρονη μορφή του Μονοπωλίου: Διεθνικοί – Πολυεθνικοί – Πολυκλαδικοί Όμιλοι) που υπάγουν στον εαυτό τους τον κόσμο,

2) του ειδικού ρόλου του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στη σύγχρονη χρηματιστική ολιγαρχία (με την υπαγωγή του βιομηχανικού στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο),

3) της αναβάθμισης της εντατικής ανάπτυξης της παραγωγής δια του νέου σταδίου της Επιστημονικής και Τεχνολογικής επανάστασης (που οδηγεί σε α. Μετατροπή της υπαγωγής της κατ' εξοχήν εκτελεστικής εργασίας στο κεφάλαιο σε πραγματική σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ β. Η ανανεούμενη δημιουργική εργασία εργάζεται με όρους τυπικής υπαγωγής και γ. Τίθενται σε λειτουργία πλανητικής κλίμακας υποδομές, παραγωγικές δυνάμεις),

4) των αλλαγών στην εκτατική και εντατική ανάπτυξη που επήλθαν με την άνοδο και την πτώση των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αι και την αλληλεπίδρασή τους με τον κόσμο του κεφαλαίου,

5) με την κλιμάκωση της κατανομής του κόσμου ανάμεσα στους Πολυεθνικούς Ομίλους και την επίταση της ανισομέρειας (αναδόμηση παλαιών και συγκρότηση νέων ιμπεριαλιστικών πόλων, μετατόπιση ισχύος), 6) με τα εγχειρήματα επιβολής όλο και πιο βίαιων ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, διακρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων κ.ο.κ. (Βλ. σχετικά: Πατέλη Δ. επίμετρο στη Β' έκδ. Της Λογικής της Ιστορίας του Β. Βαζιούλιν, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2013).

Τα δομικά χαρακτηριστικά και οι αντιφάσεις του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος εκδηλώνονται ιδιαίτερα στη δομική του κρίση. Ουσιώδης πλευρά τους είναι η σαφής δρομολόγηση της μετάβασης από την εκτελεστική επαναλαμβανόμενη χειρωνακτική εργασία στην αναπτυσσόμενη, βάσει της αυτοματοποίησης, γεγονός που επιτείνει την ανισομέρεια και τις δυνατότητες απόσπασης μονοπωλιακών υπερκερδών και δημιουργεί στρατιές νέου τύπου υποκειμένου, συνδεόμενου με την ωρίμανση των προϋποθέσεων για τις ώριμες και ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις (Βλ. Πατέλη Δ. Διδάγματα της ιστορίας. Οκτωβριανή επανάσταση: οι αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού και οι προοπτικές της ανθρωπότητας. Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχος 151, 2007, σελ. 66-78.

http://www.ilhs.tuc.gr/gr/digmata_istorias.htm και το παραπάνω επίμετρο).

Όπως θα δούμε και παρακάτω, το ξέσπασμα μιας επαναστατικής κατάστασης δεν είναι αμιγώς αντικειμενικό φαινόμενο, μιας και προϋποθέτει την εμπλοκή λαϊκών μαζών ποικίλων βαθμών και τρόπων συνειδητοποίησης των όρων και των σκοπών εμπλοκής τους σε συγκρουσιακές καταστάσεις. Η κρισιακή συγκυρία προσφέρεται κατ' αυτόν τον τρόπο για καταλυτικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση της κλιμάκωσης της ριζοσπαστικοποίησης των λαϊκών μαζών, μέσω της άρσης του πλέγματος απατών-αυταπατών που τις καθιστά προβλέψιμες και χειραγωγήσιμες. Η όλη διαδικασία της κρισιακής συγκυρίας προβάλλει ως διαδικασία που θέτει επιτακτικά το ζήτημα της αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας του υποκειμένου στη νομοτελή εμπλοκή του στην κοινωνικοπολιτική πρακτική ριζικού-επαναστατικού μετασχηματισμού των αντικειμενικών όρων ύπαρξής του, αλλά και της αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας των θεωρητικών, πρακτικών (υλικών, οργανωτικών, θεσμικών, εξωθεσμικών, κ.ά.) μέσων, τρόπων και επιπέδων αυτής της εμπλοκής, της πραγματικής, συγκεκριμένης ιστορικής (και όχι αυτόκλητης ή πάλαι ποτέ) πρωτοπορίας που συνεισφέρει με το βέλτιστο τρόπο στην άρση της όποιας εκάστοτε αναντιστοιχίας.

Η διαδικασία αυτή περιπλέκεται στο έπακρο λόγω του μεταβατικού χαρακτήρα της εποχής. Οι πλέον επιθετικοί κύκλοι της διεθνούς και «εγχώριας» χρηματιστικής ολιγαρχίας εξαπολύουν καταιγιστικό κοινωνικό πόλεμο, ώστε να καταστρέψουν πρωτίστως την εργασιακή δύναμη απαξιώνοντάς την, με συνδυασμούς άντλησης προκαταβεβλημένης απόλυτης υπεραξίας τωρινών και επόμενων γενεών εργαζομένων με την εγγύηση του δημοσίου (μετατρέποντας χώρες και ομάδες χωρών σε αποικίες χρέους), ώστε να φορτώσουν την κρίση σε νυν και επόμενες γενιές εργαζομένων και να επανεκκινήσουν τη συσσώρευση με τους ευνοϊκότερους για το κεφάλαιο όρους. Το όλο εγχείρημα συνιστά εκ μέρους τους και ρεβανσιστική συνέχεια του αστικού αντεπαναστατικού ρεύματος που ανέτρεψε τις περισσότερες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού, εγκαθίδρυσε παλινορθωτικές διαδικασίες και τώρα έρχεται να ανατρέψει και κατακτήσεις δεκαετιών – αν όχι αιώνων – του εργατικού επαναστατικού (και μεταρρυθμιστικού-ρεφορμιστικού) κινήματος, κατακτήσεις που είχαν επιτευχθεί και με τις αλλαγές που επήλθαν στους συσχετισμούς δυνάμεων και στις διαθέσεις των μαζών, λόγω της νίκης των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ού αι. Ως εκ τούτου, ο κοινωνικός πόλεμος που εξαπολύουν οι αστοί εναντίον της εργασίας στην κρίση, συνιστά κλιμάκωση αυτής της αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης. Οι περισσότερες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις έχουν ηττηθεί, γεγονός που εκλαμβάνεται εν πολλοίς και προβάλλεται από την αστική προπαγάνδα ως δήθεν «απόδειξη» του ανέφικτου του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, του μάταιου του αγώνα και της εν γένει απουσίας κάθε εναλλακτικής της κεφαλαιοκρατίας προοπτικής.

Ο κύκλος των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων δεν ολοκληρώθηκε, ενώ αρχίζουν να δηλώνουν την παρουσία τους – καταρχάς ως συνιστώσα μιας τάξης «εν εαυτή» -, οι στρατιές των όλο και πιο πολύ συνδεδεμένων με δημιουργικές δραστηριότητες μισθωτών, το υποκείμενο των ύστερων επαναστάσεων. Το τελευταίο, προς το παρόν αρκετά ανώριμο, ασταθές και χειραγωγούμενο από το κεφάλαιο, δυσκολεύεται να καταστεί τάξη «δι' εαυτήν», με αντίληψη της θέσης και του ρόλου του, της ιστορικής του αποστολής, μιας και υφίσταται και αναπτύσσεται ανισομερώς σε διάφορες χώρες και ομάδες χωρών και εμπλέκεται σε ποικίλες εργασιακές σχέσεις, χωρίς να διαθέτει ακόμα αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία της κοινωνικής του αποστολής, ούτε και σημαντικές διαμεσολαβήσεις, υλικά και οργανωτικά μέσα και τρόπους, σε συνδικαλιστικό, κοινωνικό και ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο.

Δεν βοηθούν σε αυτή την κατεύθυνση και τα διαθέσιμα οργανωτικά συνδικαλιστικά και πολιτικά μορφώματα, κατάλοιπα εν πολλοίς του προηγούμενου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας, συντρίμμια και σπαράγματα αναγκών νικηφόρων και ηττημένων αγώνων του παρελθόντος. Τα περισσότερα από αυτά δυσκολεύονται να συλλάβουν ή αγνοούν την όλη προβληματική του νέου σταδίου, των αλλαγών του χαρακτήρα της εργασίας και του υποκειμένου, άρα, δυσχεραίνουν περαιτέρω τη συνειδητοποίηση και τη συγκρότηση του νέου υποκειμένου, ως άγουσας συνιστώσας που οφείλει ιστορικά να συσπειρώσει το σύνολο των στρατιών της (παραδοσιακής και νέας) μισθωτής εργασίας.

Έχουμε λοιπόν μια εποχή, στην οποία γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη της κομμουνιστικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, αλλά η κεφαλαιοκρατία φαίνεται αδιαμφισβήτητα κυρίαρχη και ρεβανσιστικά επιθετική. Ωστόσο, αδυνατεί να προτάξει κάποιο λίγο-πολύ ελκυστικό πρόγραμμα, μια στοιχειωδώς πειστική προοπτική για τις επόμενες γενεές. Τουναντίον, διά των πολιτικών της υπαλλήλων, χάνει κάθε αξιοπιστία ως προς τις λύσεις που επιβάλλει, χάνει κάθε κατ' επίφαση επάξιο ρόλο και προσωπείο εκπροσώπησης των «κοινών», «εθνικών» και «λαϊκών» υποθέσεων, ενώ φέρνει σταθερά επιδείνωση και καταστροφές.

Βασική αιτία για τη διατήρηση στην ηγεμονία και στην εξουσία της αστικής τάξης, είναι η κοινωνική αδράνεια και η παθητικότητα των ανθρώπων, που συνδέεται με τη σύγχυση στις διαθέσεις και στις συνειδήσεις των μαζών, με την απουσία πειστικής εναλλακτικής προοπτικής, με τη δυσφήμιση και απαξίωση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού λόγω της ήττας των πρώιμων επαναστάσεων του 20ού αι. αλλά και του συνόλου των μέχρι πρόσφατα καθιερωμένων μορφών, σχημάτων και τάσεων της επαναστατικής και μεταρρυθμιστικής έως καθεστωτικής αριστεράς.

 

Ανάγκη επαναστατικοποίησης της συνείδησης και συγκρότησης κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου.

 

Αυτό το οποίο κατά τον εγγύτερο τρόπο οδηγεί άτομα και συλλογικότητες στο να συνειδητοποιούν σε ποικίλους βαθμούς την ανάγκη ενεργού συμμετοχής τους στο κοινωνικό όλο, δεν είναι η στασιμότητα, το απαράλλακτο, αλλά ακριβώς η ανάγκη μεταβολής των σχέσεων παραγωγής και ευρύτερα του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνική συνείδηση προσιδιάζει στον άνθρωπο, ο οποίος είναι προσωπικότητα, δηλαδή στο άτομο το οποίο συνειδητά διαθλά το κοινωνικό μέσω της ατομικότητάς του, αφομοιώνει το κοινωνικό και το μετατρέπει σε εσωτερικά παρόν, κατά τρόπο ώστε η δραστηριότητά του να κατευθύνεται από τη συνειδητοποίηση της θέσης και του ρόλου του εντός της κοινωνίας ως ολότητας.

Επομένως, η κοινωνική συνείδηση χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, όπου και όποτε αυτός δεν λειτουργεί ως παθητικό αντικείμενο, ως ενεργούμενο, αλλά γίνεται ενεργητικό κοινωνικό υποκείμενο, δηλαδή, ένα ον που μετασχηματίζει σκόπιμα τις κυρίαρχες σχέσεις, τις σχέσεις παραγωγής, το κυρίαρχο καθεστώς και ευρύτερα, τους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής του. Τουναντίον, όπου και όποτε ο άνθρωπος λειτουργεί ως παθητικό αντικείμενο, ως ενεργούμενο που αποδέχεται άκριτα τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής, τους θεσμούς και ευρύτερα τους καθιερωμένους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής του, στον ψυχικό του βίο δεσπόζει το ασυνείδητο στοιχείο, ακόμα και εντός των αναγκαίων για την ύπαρξή του στην κοινωνία συνειδητών λειτουργιών.

Από αυτή την άποψη, στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία, η αναγκαιότητα της γνώσης και της συνείδησης είναι ευθέως ανάλογη της ωρίμανσης της αναγκαιότητας μετασχηματισμού των σχέσεων παραγωγής, του τρόπου παραγωγής και συνολικά, των αντικειμενικών όρων και ορίων ύπαρξης του ανθρώπου. Όπου και όποτε δεν τίθεται θέμα μετασχηματισμού των εν λόγω όρων και ορίων, εκπίπτει και το ζήτημα του κοινωνικού υποκειμένου αυτού του μετασχηματισμού, εκπίπτει και το ζήτημα της συνείδησης, της προσωπικότητας, ενώ το άτομο ανάγεται στην ασυνείδητη σωματική αμεσότητά του και στη ζωώδη πλευρά των αναγκών του. Και αντιστρόφως, όπου και όποτε τίθεται επιτακτικά θέμα μετασχηματισμού των εν λόγω όρων και ορίων, εγείρεται επιτακτικά και το ζήτημα του κοινωνικού, πολιτικού και ευρύτερα πολιτισμικού υποκειμένου αυτού του μετασχηματισμού, το ζήτημα της γνωσιακής και συνειδησιακής συγκρότησής του ως προσωπικότητας και συλλογικότητας, ενώ το άτομο και η ομάδα αναβαθμίζονται μιας και αίρονται στο ύψος της συνειδητής και μετά λόγου γνώσεως συνεισφοράς στην καθολική ανάπτυξη της κοινωνίας ως ολότητας.

Επισημαίνω, ότι αν και το ασυνείδητο είναι παρόν στο συνειδητό βίο, ως σύμφυτο σε ανηρημένη μορφή με τις εκφάνσεις του τελευταίου, η παρουσία του – τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών όρων – είναι αντιστρόφως ανάλογη του επιπέδου ανάπτυξης της προσωπικότητας, της δραστηριότητας και της κοινωνίας την οποία αυτή διαθλά. Μ' άλλα λόγια, όσο λιγότερο ανεπτυγμένος κοινωνικά και πολιτισμικά είναι ένας άνθρωπος ή μια συλλογικότητα, τόσο πιο πολύ υπερτερούν στη ζωή τους ασυνείδητα και όχι συνειδητά στοιχεία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι στις δευτερεύουσες, ιστορικά περιορισμένες και περιοριστικές μορφές της κοινωνικής συνείδησης που συνδέονται με την ύπαρξη κοινωνικών ανταγωνισμών και ελλείμματος αυθεντικής προσωπικότητας και συλλογικότητας (πολιτική, δίκαιο και θρησκεία), είναι χαρακτηριστική η εξ υπαρχής λίγο πολύ άμεση σύμφυση αυτών των μορφών με ασυνείδητες, ενστικτώδεις, βιωματικές, αγελαίες, κομφορμιστικές έως και ζωώδεις κ.ο.κ. μορφές (αυτό είναι ιδιαίτερα έκδηλο στη θρησκεία). Έτσι, π.χ. για την εν πολλοίς ασυνείδητη πολιτική στράτευση, η βιωματική, αγελαία, κομφορμιστική κ.ο.κ. αίσθηση του «ανήκειν» («είναι δικός μας») κατισχύει έναντι των συνειδητών-ορθολογικών στρατηγικών και τακτικών σκοπών, εάν δεν τους υποκαθιστά πλήρως (εξ' ου και ο χονδροειδής αγελαίος οπαδισμός – φανατισμός).

Γενικότερα, το ασυνείδητο στοιχείο υπερτερεί έναντι του συνειδητού σε εκείνες τις ιδεολογικές και κοσμοθεωρητικές τάσεις, αρχές, κατευθύνσεις, οργανώσεις κ.ο.κ., όπου ως πρόταγμα και στάση ζωής, με τη μία ή την άλλη μορφή, τίθεται η εκ των πραγμάτων διατήρηση, η συντήρηση των αντικειμενικών όρων και των ορίων ύπαρξης του ανθρώπου, άρα υποβαθμίζεται ή και ακυρώνεται η θέση και ο ρόλος του ως υποκειμένου, μιας και στρατηγική επιβίωσης του ανθρώπου εδώ γίνεται η προσαρμογή στο «είναι ως έχει» και όχι η εμπλοκή του υποκειμένου αλλαγή των όρων και των ορίων ύπαρξης του ανθρώπου που προϋποθέτει συνείδηση.

Μπορούν άραγε όλοι οι άνθρωποι να αρθούν ανά πάσα στιγμή σε αυτό το ύψος; Στις ανταγωνιστικές βαθμίδες της ανάπτυξης της κοινωνίας, οι ανθρώπινες ενέργειες καθορίζονται από την ταυτότητα, τη διαφορά, την αντίθεση, την αντίφαση και το συσχετισμό των συμφερόντων ατόμων, ομάδων και κοινωνίας συνολικά. Τα υλικά συμφέροντα ως μορφή εκδήλωσης-συνειδητοποίησης των αναγκών των ανθρώπων, καθορίζουν σε τελευταία ανάλυση ως αναγκαιότητα τα εκάστοτε όρια της δράσης ατόμων, ομάδων και της κοινωνίας συνολικά. Καθορίζουν δηλαδή το εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων δράσης, η μεν είτε η δε πραγμάτωση των οποίων συνιστά ταυτόχρονα και αλλαγή αυτής της αναγκαιότητας από τον άνθρωπο ως υποκείμενο με συνείδηση και αυτοσυνείδηση. Τα συμφέροντα εμπεριέχουν σε ανηρημένη μορφή τις οργανικές ανάγκες, τις ανάγκες και τους σκοπούς της παραγωγής και των σχέσεων παραγωγής.

Δεδομένου ότι συνιστούν ένα περίπλοκο και πολυεπίπεδο φαινόμενο, τα αντικειμενικά συμφέροντα – ιδιαίτερα στις ανταγωνιστικές κοινωνίες – δεν συνειδητοποιούνται άμεσα από τους ανθρώπους, είτε δεν συνειδητοποιούνται άμεσα σε αντιστοιχία με τους (επιστημονικά διαγνώσιμους) αντικειμενικούς προσδιορισμούς τους. Η διάγνωση και η συνειδητοποίησή τους προσκρούει στην αντικειμενική φαινομενικότητα (εκδήλωση της ουσίας σε αντεστραμμένη μορφή μέσω κάποιας απ' τις εκφάνσεις της), σε φαινόμενα φετιχισμού (του εμπορεύματος, του χρήματος, του κύρους και της αυθεντίας οργανωτικών σχημάτων, θεσμών και ηγεσιών κ.λπ.) και σε πληθώρα συνακόλουθων αυταπατών, μυθευμάτων και ιδεολογημάτων, η υπέρβαση των οποίων προϋποθέτει επαναστατική-μετασχηματιστική στάση έναντι της εκάστοτε υφιστάμενης καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, αλλά και επιστημονική-θεωρητική γνώση της κοινωνικής αναγκαιότητας και νομοτέλειας.

Η άρση του συγκρουσιακού χαρακτήρα των συμφερόντων συναρτάται με τη νομοτέλεια της ενοποίησης της ανθρωπότητας, με την επίτευξη της οποίας, η ενότητα μεταξύ ατόμων, ομάδων και κοινωνίας συνολικά θα προσλάβει και τα χαρακτηριστικά της θεμελιώδους ενότητας υλικών συμφερόντων.

Η πολιτική είναι ένα περίπλοκο συγκρουσιακό πεδίο αισθημάτων, συναισθημάτων, βιωμάτων, σκέψεων, σχέσεων, αλλά κατά κύριο λόγο πράξεων, ορμώμενων από τη συνειδητοποίηση της ουσιώδους διαφοράς, αντίθεσης και αντίφασης του δρώντος έναντι του αποδέκτη της δράσης, για την επίτευξη (ικανοποίηση, εδραίωση κ.λπ.) υλικών συμφερόντων (για αυτό και ο πόλεμος αποτελεί ακραίο τρόπο άσκησης πολιτικής μέσω του οποίου προωθείται μεν στο έπακρο η σκοπιμότητα ορισμένων υλικών συμφερόντων, αλλά και αναδεικνύεται εν πολλοίς απροκάλυπτα η αντιφατικότητα αυτών των συμφερόντων, μέσω της επιτακτικής ανάγκης επαναπροσδιορισμού τους). Οι εκάστοτε νικητές αυτού του συσχετισμού και της διαπάλης, οι φορείς των κυρίαρχων υλικών συμφερόντων, επιβάλλουν στην ηττημένη, στην υποταγμένη πλευρά τα δικά τους υλικά συμφέροντα, ως δήθεν κοινά (κοινωνικά, δημόσια, εθνικά κ.λπ.) συμφέροντα νικητών και νικημένων, κυρίως μέσω του δικαίου (εθνικού και διεθνούς), με την κατάλληλη για κάθε ιστορική συγκυρία συνδυαστική χρήση καταστολής και συναίνεσης και με τη δέουσα ιδεολογική-ρητορική και «επιστημονική» κάλυψη.

Η πολιτική εξουσία ασκείται για τη διασφάλιση (βίαια ή μη, κατασταλτικά ή συναινετικά) της υπαγωγής των ανθρώπων στους κανόνες και στις φερόμενες ως γενικές κοινωνικές σκοποθεσίες του εκάστοτε (ιστορικά συγκεκριμένου) τύπου διοίκησης. Βασικό διακύβευμα της πολιτικής είναι ο αγώνας για κυριαρχία και υποταγή, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται τελικά το ποιος και πώς θα έχει στη διάθεσή του τα μέσα της άγρας και της παραγωγής, ενόσω θα είναι αναγκαία η άνιση σχέση προς τα μέσα άγρας και παραγωγής των διαφόρων ανθρώπων, ομάδων και ενώσεων. Ο αγώνας αυτός είναι συνυφασμένος με την ύπαρξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των μέσων άγρας και παραγωγής, και θα διεξάγεται όσο θα υπάρχει άνιση πρόσβαση των μελών της κοινωνίας στη διάθεση των μέσων άγρας και παραγωγής, άρα και των μέσων κατανάλωσης, όσο παραμένει ανέφικτη η διασφάλιση πρόσβασης όλων των μελών της κοινωνίας σε δημιουργική εργασία, όσο η τεχνολογικοί και χωροταξικοί όροι της παραγωγής επιβάλλουν ή επιτρέπουν τον κατακερματισμό της παραγωγής, την ανισότητα και τον ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών.

Οι βιολογικά απαραίτητες ανάγκες είναι κοινές στον άνθρωπο και στα ζώα, είναι εν πολλοίς ζωώδεις ανάγκες. Ως εκ τούτου η πολιτική, ως συμπυκνωμένη έκφραση του αγώνα των ανθρώπων για τα πραγματικά μέσα και τους τρόπους ικανοποίησης πρωτίστως αυτών των ζωωδών αναγκών, είναι εκδήλωση του εισέτι μη εξανθρωπισμένου χαρακτήρα των ανθρώπινων σχέσεων και ως τέτοια περικλείει το ζωώδες στοιχείο. Άρα και οι περί την πολιτική αντιλήψεις, σκέψεις, συναισθήματα και πράξεις δεν χαρακτηρίζονται κατεξοχήν από το καθαυτό ανθρώπινο, από το καθαυτό κοινωνικό και συνειδητό στοιχείο. Στο βαθμό που η πολιτική σύγκρουση επιτείνεται, οι αντίμαχοι και ανταγωνιστές υποχρεούνται εκ των πραγμάτων να μετέρχονται κάθε μέσου, να επιδιώκουν την επίτευξη των σκοπών τους με θεμιτά και αθέμιτα (αμυντικά και επιθετικά, συμμετρικά και ασύμμετρα) μέσα, δηλ. με κάθε τρόπο. Αυτό ισχύει σε βαθμό ευθέως αντίστοιχο της ιδιοτέλειας των σκοπών που πρεσβεύει ο κάθε αντιμαχόμενος, αλλά και της οξύτητας, του αδυσώπητου χαρακτήρα του αγώνα για επιβίωση, γεγονός που εξ αντιδιαστολής επιδρά και στον ανιδιοτελή αντίπαλο-πόλο. Στο βαθμό που ισχύει αυτό, η ιδιοτελής πολιτική σκοπιμότητα υποτάσσει την ηθική προβληματική, γεγονός ιδιαίτερα έκδηλο σε συνθήκες κρίσης. Αυτό ακριβώς οδηγεί στην κοινή πεποίθηση περί της πολιτικής (και περί των κατ' επάγγελμα πολιτικών) ως υπόθεσης ανήθικης, συνυφασμένης με δόλο και απάτη, ως «βρώμικης δουλειάς».

Ο αγώνας αυτός για την επικράτηση, για την εξουσία και την κυριαρχία μέρους της κοινωνίας επί άλλου μέρους της κοινωνίας, ως συμπυκνωμένη έκφανση του αγώνα για επιβίωση, περνά ιστορικά από διάφορες φάσεις: από έντονες αδυσώπητες συρράξεις (εξεγέρσεις, επαναστάσεις, πολέμους, κοινωνικούς-ταξικούς πολέμους πολιτών), μέχρι περιόδους σχετικά ειρηνικής συνύπαρξης των αντιμαχομένων, μέχρι την επόμενη αλλαγή των συσχετισμών των δυνάμεων και των αντιμαχομένων στρατοπέδων.

Βάσει των προαναφερθέντων, υπάρχει περίπλοκο και πολυεπίπεδο πλέγμα διασύνδεσης επιστήμης, επαναστατικής θεωρίας και πολιτικής. Η πολιτική δεν μπορεί να αγνοεί την επιστήμη, την επαναστατική θεωρία, ούτε και η επιστήμη την πολιτική. Σημαντική θέση αναφορικά με την αποτελεσματικότητα κάθε πολιτικής, έχει και η περί πολιτικής επιστήμη (φιλοσοφία, κοινωνική θεωρία, κοινωνιολογία, πολιτική οικονομία, κοινωνική ψυχολογία, ψυχολογία κ.ο.κ.) ως συμβολή στη διάγνωση, χάραξη και θεμελίωση των προοπτικών, της στρατηγικής και τακτικής της εκάστοτε ασκούμενης πολιτικής. Στο βαθμό που στην πολιτική εμπλέκονται συμφέροντα και ασυνείδητες εκφάνσεις των τελευταίων ποικίλων τύπων και επιπέδων, στο βαθμό που η πολιτική παρουσιάζει ομοιότητες και με την παιδαγωγία, η πολιτική δεν συνιστά και δεν μπορεί να συνιστά αποκλειστικά επιστημονικό-ορθολογικό πεδίο. Περικλείει ζωώδεις-υποσυνείδητες (σε βαθμό ευθέως ανάλογο της  εμπλοκής βάσει κατ' εξοχήν ζωωδών, παρασιστικών, κομφορμιστικών κ.ο.κ. ιδιοτελών αναγκών-συμφερόντων), αλλά και διαισθητικές-υπερσυνειδητές (όπου απαιτείται επιτελικότητα και στρατηγική σκέψη πέραν του άμεσα δεδομένου και ιδιαίτερα, στο βαθμό που προτάσσεται η στρατηγική ενοποίησης της ανθρωπότητας). Έτσι, η πολιτική είναι και θα είναι όσο υπάρχει ένα πεδίο, το οποίο επιτάσσει εμπλοκή του υποκειμένου με ποικίλους συνδυασμούς συνειδητού και ασυνείδητου, πολιτισμού και βαρβαρότητας, επιστήμης και τέχνης (διαίσθησης, διορατικότητας, κ.ο.κ.), όπως άλλωστε και ο πόλεμος.

Η πολιτική και το δίκαιο ως εκφάνσεις και τρόποι ύπαρξης και λειτουργίας των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής, μέσω αντίστοιχων τύπων κανονιστικών-ρυθμιστικών πλαισίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είναι δυνάμεις κατεξοχήν αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές. Με αυτή την ιδιότητά τους προσφέρονται για ανορθολογικές μυστικοποιήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι καθ' ολοκληρία ένα πεδίο ανορθολογικό και μυστικιστικό. Το ανορθολογικό και μυστικιστικό στοιχείο προβάλλει στο προσκήνιο εφόσον η πολιτική (οι πολιτικές παρατάξεις, τα κόμματα, οι θεσμοί κ.ο.κ.) δεν εξετάζονται επιστημονικά, ως ιστορικά συγκεκριμένα και παροδικά μορφώματα, αλλά ως ανιστορικές, «υπεράνω ιστορίας» κείμενες οντότητες, αναγκαίες στο διηνεκές (βλ. π.χ. τα περί «αιώνιων δημοκρατικών αξιών» ιδεολογήματα αλλά και αυτά περί του εσαεί «νέου τύπου» κόμματος, με την εσαεί «σωστή γραμμή»).

Αυτή η πρακτική αυταπάτη (που αποτελεί και τη βάση της γενικευμένης ταύτισης της συνείδησης με τη συλλογική συνείδηση και τη συνοχή της κοινωνίας στον κοινωνιολογισμό τύπου Ντυρκέμ) έχει συγκεκριμένες ιστορικές πηγές. Όλη η ιστορική διαδικασία της πρωταρχικής εμφάνισης και διαμόρφωσης της κοινωνίας, είναι μια διαδικασία βαθμιαίας διάκρισης των κοινωνικών σχέσεων από τις φυσικές, μετατροπής των «κοινωνικών ζώων» που προαναφέραμε σε προσωπικότητες. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τα στάδια ανάπτυξης της κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι προσπορίζονται τα προς το ζην με παραγωγικές δυνάμεις άμεσα δεδομένες από τη φύση (βλ. π.χ. άγρα, γεωργία, κτηνοτροφία), με σχέση προς την εργασία ως μέσο για την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών και συνεπώς σε αρκετές ουσιώδεις σχέσεις τους δεν διέκριναν τον εαυτό τους από τη φύση (ιδιαίτερα επί δουλοκτησίας και φεουδαρχίας, αλλά εν μέρει και επί κεφαλαιοκρατίας). Καθ' όλο αυτό το διάστημα οι άνθρωποι δεν είναι κυριολεκτικά προσωπικότητες και δεν συνειδητοποιούν εαυτούς ως προσωπικότητες (και ως εκ τούτου, οι οργανωτικές δομές τους έχουν έντονα αγελαία στοιχεία), ενώ η ηθική συνείδηση παραμένει πλευρά της υπό διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης, δυσδιάκριτη από τις υπόλοιπες πλευρές της.

Η ελευθερία και η ισότητα των ανθρώπων (προϋποθέσεις αναγκαίες για τη διάκριση της ώριμης ηθικής συνείδησης) διακηρύσσονται με την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας, οπότε και καθίσταται εφικτή για πρώτη φορά η πρωταρχική διάκριση της ηθικής, ως καθολικής σχέσης. Επί κεφαλαιοκρατίας όμως οι διακηρυσσόμενες ισότητα, ελευθερία και αδελφότητα, σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης, αφενός μεν προβάλλουν ως μετεξέλιξη-τροποποίηση της μεταφυσικής-μυστικιστικής αντίληψης περί ισότητας κ.ο.κ. των ανθρώπων ενώπιον του θεού (βλ. εκκοσμίκευση), αφετέρου δε -λόγω της μεγιστοποίησης της αντιφατικότητας των υλικών συμφερόντων- με την καθεστωτική εδραίωση της κεφαλαιοκρατίας, καθίστανται τυπικές διακηρύξεις, υποκατάστατα αυθεντικών σχέσεων προσωπικοτήτων, υπό το κράτος της πολιτικής και του δικαίου, στα πλαίσια των οποίων έχουν κατεξοχήν αρνητικό-αποφατικό χαρακτήρα (βλ. την αναγωγή τους στην προβληματική των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, δηλ. στο τι επιτρέπεται, τι απαγορεύεται και τι επιβάλλεται κ.λπ., με αντίστοιχες ανταμοιβές και ποινές, εντάξεις και αποκλεισμούς, συναίνεση και καταστολή). Εξ ου και η δογματική προσκόλληση των ατόμων και ομάδων που αδυνατούν να υπερβούν τον ορίζοντα των αστικών σχέσεων στη στενά πολιτική και δικαιική θεώρηση της ελευθερίας και της ισότητας.[1] Στη θέση της ισότητας αναδεικνύεται η αύξουσα ανισότητα πόρων και πλούτου, στη θέση της ελευθερίας η αποκλειστική ελευθερία του κεφαλαίου και ο πειθαναγκασμός στην κυριαρχία των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών, στη θέση της αδελφότητας ο άκρατος ανταγωνισμός.

Συχνά, η άκρατη ιδιοτέλεια παρουσιάζεται ως δήθεν βιολογικός νόμος. Ωστόσο, στα ανώτερα ζώα παρατηρούνται «αλτρουιστικές» συμπεριφορές, κατά τις οποίες εκείνο που διαδραματίζει τον κύριο ρόλο στη συμπεριφορά του ατόμου, δεν είναι η επιβίωση του ίδιου ως μεμονωμένου ατόμου, αλλά η αναγκαιότητα διατήρησης της ζωής του είδους (του γένους) ως όλου. Τέτοιου τύπου συμπεριφορές συνιστούν τρόπον τινά βιολογική προϋπόθεση του αυθεντικού ηθικώς πράττειν, του πράττειν χάριν της ενότητας και της επιβίωσης του ανθρώπινου γένους.

Όταν καθίσταται εφικτή η ικανοποίηση των αναγκών των μελών της κοινωνίας υπεράνω του άκρως απαραιτήτου ελαχίστου των προς το ζην πόρων, οι αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων υποδιαιρούνται σε εξωτερικές και εσωτερικές. Συνάμα (βλ. Βαζιούλιν "Η Λογική της Ιστορίας" εκδ. ΚΨΜ), διακρίνονται ως σχετικά αυτοτελείς σφαίρες του κοινωνικού γίγνεσθαι η πολιτική και το δίκαιο – ως ιδιότυπη έκφανση των κατεξοχήν εξωτερικών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων (ως έκφανση της κατεξοχήν εξωτερικής ομοιότητας των ανθρώπων και ως κατεξοχήν εξωτερική ενότητα των ανθρώπων) – και η ηθική, ως ιδιότυπη σφαίρα έκφρασης των κατεξοχήν εσωτερικών δεσμών των ανθρώπων. Στον βαθμό που εσωτερικοί και εξωτερικοί δεσμοί αντιδιαστέλλονται, τα πεδία αφενός της ηθικής, αφετέρου της πολιτικής και του δικαίου αντιδιαστέλλονται επίσης και εν πολλοίς αλληλοαναπαράγονται, αλληλοπροσδιορίζονται αλληλοαποκλειόμενα. Η σχέση αυτή εκφράζεται αφενός, με την υπαγωγή της ηθικής στην ιδιοτελή πολιτική (πάντα ηθικολογικά επενδεδυμένη, με ρητορική περί του «κοινού καλού», περί «εθνικού συμφέροντος» και περί ανάγκης «συνοχής» και «συναίνεσης» στο λόγω των κυρίαρχων) ή στο δικαιικό φορμαλισμό (με πολλαπλά μέτρα και σταθμά), με την φαρισαϊκή υποκρισία, με την επιβολή της κυρίαρχης εκδοχής ηθικής, κ.ο.κ., και αφετέρου, με την αναγωγή της ηθικής σε υπεράνω του κοινωνικού γίγνεσθαι απόλυτες και αφηρημένες ανιστορικές αρχές ενός θρησκευτικού, ακαδημαϊκού κ.λπ. δεοντολογισμού. Εδώ έγκειται η βάση της χαρακτηριστικής για την ιδιοτελή (ή/και βλακώδη) πολιτική διάστασης λόγων και έργων, του κυνικού αμοραλισμού κ.ο.κ. Η κατάσταση επιτείνεται λόγω του ότι σε αυτή την περίπτωση, οι εξωτερικοί δεσμοί προβάλλουν ως εσωτερικοί και τανάπαλιν. Τότε, στο επίπεδο της καθημερινής συνείδησης και του κοινού νου, ενδέχεται να ανακύπτουν ποικίλες αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και αδικίας, ωστόσο, μόνο η επιστημονική έρευνα, η κοινωνική θεωρία και η αυθεντική φιλοσοφία μπορούν να αναδείξουν τόσο την αντικειμενική βάση πράξεων, στάσεων και συμπεριφορών, όσο και την αναπτυσσόμενη και μη ορατή στην επιφάνεια τάση ενοποίησης της ανθρωπότητας.

Ωστόσο, η ριζική ανασυγκρότηση της ανθρωπότητας ως εσωτερικά ενιαίου όλου, η μετάβαση στην αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία, δεν συνιστά απλή ηθική αξίωση αποκατάστασης της δικαιοσύνης, αλλά μια αδήριτη αναγκαιότητα, η μη επίτευξη της οποίας θα οδηγήσει νομοτελώς στην αυτοκαταστροφή.

 

Η επαναστατική δραστηριότητα ως πραγματικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας. Για την αντιστοιχία-αναντιστοιχία υποκειμένου, υλικών και οργανωτικών μέσων μετασχηματιστικής επενέργειας στην κοινωνία.

 

Η συνειδητή δραστηριότητα των ανθρώπων ως κοινωνικών υποκειμένων, περιλαμβάνει και ορισμένη συνένωση, οργάνωση, καθώς και υλικά μέσα για την επενέργεια στην οικονομική βάση, που συγκροτούν το εποικοδόμημα. Το τελευταίο καθορίζεται μεν από την οικονομική βάση χωρίς να ανάγεται επ' ουδενί λόγω σε αυτήν. Η ως άνω «υλική θεσμικότητα» του εποικοδομήματος διαφέρει από τις σχέσεις παραγωγής κατά το ότι οι σχέσεις του εποικοδομήματος αφενός μεν προϋποθέτουν γνώση (θεωρία, μεθοδολογία) και συνείδηση, αφετέρου δε, κατά τη διαμόρφωσή τους, περνούν ως όλο μέσω της κοινωνικής συνείδησης και κατευθύνονται από αυτήν. Επιπλέον, το εποικοδόμημα υφίσταται ως σχετικά αυτοτελές επίπεδο της δομής της κοινωνίας αντιτιθέμενο στη βάση, κυρίως επί κεφαλαιοκρατίας. Γενικότερα, το εποικοδόμημα διαλαμβάνει το κράτος, αλλά δεν ανάγεται πλήρως σε αυτό.

Ως εκ τούτου, το εποικοδόμημα δεν συνιστά δραστηριότητα κάποιας «καθαρής» συνείδησης. Αυτή η «υλική θεσμικότητα» του εποικοδομήματος, προσδίδει υλικές ιδιότητες και στην εντός και μέσω αυτού ασκούμενη δραστηριότητα. Η τελευταία δεν ανάγεται σε κατασκευή προειλημμένων σχημάτων κατά το δοκούν (όπως θα συνέβαινε κατά τη σταθερή επανάληψη της πραγμάτωσης μιας και της αυτής κοινωνικής δραστηριότητας με πανομοιότυπα υλικά-οργανωτικά μέσα και πράξεις).

Η δραστηριότητα που αναπτύσσεται εδώ είναι μεν εκ νέου υλική-αντικειμενική δραστηριότητα («παράγει» αποτελέσματα επί του όλου της κοινωνίας), ωστόσο, είναι μια δραστηριότητα άλλου τύπου και επιπέδου εν συγκρίσει προς την παραγωγή (άρα και με άλλου τύπου εμπλοκή των υποκειμένων ως προσωπικοτήτων): διαυγάζεται από ορισμένη συνείδηση της κοινωνίας ως όλου.

Στο εποικοδόμημα, ως πεδίο συγκροτούμενο εξ υπαρχής μέσω της συνειδητής σε ποικίλους βαθμούς ένταξης σε αυτό των ανθρώπων, με οργανωτική συγκρότηση ποικίλων μορφών και επιπέδων και υλικά μέσα, περικλείεται σε ποικίλους βαθμούς η επιστήμη, αξιοποιούνται επιστημονικές γνώσεις και τεχνολογίες. Η όποια τελεσφόρα εκπόνηση στρατηγικών και τακτικών στο επίπεδο του εποικοδομήματος, η θεσμική και οργανωτική δομή του και η ενεργοποίηση υλικών μέσων, επιτάσσουν σε διάφορους βαθμούς και επίπεδα τη χρήση της επιστήμης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εμπλοκής σε ευρεία κλίμακα της επιστήμης και της τεχνολογίας, είναι εκείνο το μέρος του εποικοδομήματος επί κεφαλαιοκρατίας, που αφορά τις δυνάμεις χειραγώγησης, ελέγχου και καταστολής για τη διασφάλιση, εδραίωση, εμβάθυνση και επέκταση της κυριαρχίας, τις ένοπλες δυνάμεις, τα οργανωτικά και τεχνικά μέσα διεξαγωγής του ψυχολογικού και υλικού πολέμου. Είναι κολοσσιαία η ισχύς και η κλίμακα αυτών των μέσων και η επιτακτική ανάγκη επιστράτευσης και ενσωμάτωσης εντός τους προηγμένης επιστήμης και τεχνολογίας, οργανικά συνδεδεμένων με την παραγωγή.

Το ίδιο το εποικοδόμημα, δεν υφίσταται ως μονοσήμαντα δεδομένο στην κυριαρχία των εκάστοτε νικητών κατά τη σύγκρουση συμφερόντων, του εκάστοτε κυρίαρχου καθεστώτος και της ιδεολογίας του. Το ίδιο συνιστά πεδίο (εθελούσιας ή/και καταναγκαστικής) διαμεσολαβημένης έκφρασης, ενοποίησης, διαχείρισης, συνεργασίας αλλά και διαπάλης ομάδων ανθρώπων (τάξεων, στρωμάτων, κοινωνικών συμμαχιών, ποικίλων θεσμών, πολιτικών κομμάτων, οργανώσεων κ.ο.κ.) που συγκρούονται ή συνενώνονται προς επίτευξη σκοπών τους (ή/και προς ακύρωση-καταπολέμηση αντίπαλων σκοπών) εντός του εποικοδομήματος και κυρίως μέσω αυτού, στο σύνολο της κοινωνίας.

Στην ταξική κοινωνία, ο εκάστοτε βαθμός ενσωμάτωσης των ανθρώπων στις κυρίαρχες δομές και λειτουργίες του εποικοδομήματος, με αντίστοιχη υιοθέτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι ιστορικό διακύβευμα. Αυτός ο βαθμός ενσωμάτωσης, είναι αντιστρόφως ανάλογος της κρίσης και αμφισβήτησης, της εξάντλησης των όρων και των ορίων αντοχής και ανοχής των ανθρώπων, αναφορικά με τις κυρίαρχες υλικές σχέσεις και την έκφρασή τους στο εκάστοτε εποικοδόμημα (οργανωτική, υλική και ιδεολογική). Μάλιστα, οι όποιες αντιπολιτευόμενες τις κυρίαρχες δυνάμεις επαναστατικές ομάδες, μόνον εφόσον και καθόσον επιτύχουν αλλαγή των υφιστάμενων ή δημιουργία και ενεργοποίηση άλλων, εναλλακτικών δομών, φορέων, θεσμών, ιδεολογίας κ.ο.κ. – δηλ. αλλάζοντας τις ιδεατές-συνειδητές σχέσεις εντός τους στον ένα ή στον άλλο βαθμό – με αντίστοιχους σκοπούς, οργάνωση και υλικά μέσα, μπορούν να αντεπιδράσουν αποτελεσματικά στις σχέσεις παραγωγής και στο σύνολο των υλικών σχέσεων της κοινωνίας, να το μετασχηματίσουν επαναστατικά. Και αντίστροφα, οι κυρίαρχες δυνάμεις επιδιώκουν με κάθε τρόπο διατήρηση των υφιστάμενων δομών του εποικοδομήματος υπό τον έλεγχό τους, ώστε να διασφαλίζουν τον έλεγχο ολόκληρης της κοινωνίας και την αποτροπή, υπονόμευση, χειραγώγηση, ενσωμάτωση κ.ο.κ. κάθε άλλης, εναλλακτικής δομής, φορέων, θεσμών, ιδεολογικών αναζητήσεων κ.ο.κ., κάθε εναλλακτικής σκοποθεσίας που θα μπορούσε να αμφισβητήσει, να υπονομεύσει και να ανατρέψει την κυριαρχία τους.

Επομένως, η επίδραση της κοινωνικής συνείδησης επί των υλικών κοινωνικών σχέσεων με υλικά-οργανωτικά μέσα είναι αναγκαία, ενώ η αναγκαιότητα χρήσης υλικών μέσων, οργάνωσης και διαμόρφωσης συσχετισμών δυνάμεων, μαρτυρά την ύπαρξη διαφορετικών, αντιτιθέμενων είτε αντιφατικών υλικών συμφερόντων και αντίστοιχων σκοποθεσιών. Η αντεπίδραση αυτή και οι αντιδράσεις που συναντά, συγκροτούν πεδίο πολιτικού αγώνα ή/και πολέμου.

Τα υλικά και οργανωτικά-τεχνικά μέσα και οι τρόποι του εποικοδομήματος είναι πολλαπλασιαστές ισχύος, εμβέλειας και βάθους της αντίστροφης επενέργειας των ανθρώπων στους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής τους. Ωστόσο, στο εποικοδόμημα της ανταγωνιστικής κοινωνίας, είναι ανταγωνιστικά και τα εν λόγω μέσα. Επομένως, στον αγώνα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, τόσο η ενίσχυση-βελτιστοποίηση των εκάστοτε ημετέρων-φίλιων οργανωτικών-τεχνικών μέσων και τρόπων και η υπονόμευση-άλωση, διαφθορά κ.ο.κ. των εχθρικών.  

 

Η νομοτελής ενσωμάτωση μορφωμάτων στη μακροχρόνια ειρηνική περίοδο.

 

Η μακροχρόνια λίγο πολύ ειρηνική-συναινετική συνύπαρξη κυρίαρχων και κυριαρχούμενων (συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων) συνιστωσών στη δομή και λειτουργία του εποικοδομήματος (εντός, εκτός και στις παρυφές των πολιτικών, διοικητικών, ιδεολογικών,  μορφωτικών κ.ο.κ. θεσμών του), συγκροτεί ένα πεδίο αμοιβαίων ετεροπροσδιορισμών, που φθείρει και διαφθείρει με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικούς βαθμούς κυρίαρχους και κυριαρχούμενους (ασυνείδητα, αλλά εν πολλοίς και συνειδητά), αμβλύνει και ενσωματώνει την πάλαι ποτέ μαχητική αποτελεσματικότητα και το ριζοσπαστισμό των παγιωμένων πλέον στερεοτυπικά οργανωτικών δομών (πολιτικών οργανώσεων, κομμάτων, συνδικαλιστικών φορέων, διοικητικών θεσμών κ.ο.κ.), των μορφών και των μέσων δράσης των κυριαρχούμενων, σε μια διαδικασία ολικής μετατόπισης του φάσματος διαμεσολάβησης, έκφρασης και εκπροσώπησης των κοινωνικών συμφερόντων στο εποικοδόμημα, προς όλο και πιο συντηρητικές-καθεστωτικές στάσεις και ιδεολογικές αρχές.

Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι πάλαι ποτέ ριζοσπαστικές μορφές και δομές εκπροσώπησης λαϊκών συμφερόντων των κάτω, της εργασίας στο εποικοδόμημα (ακόμα και αυτές που προέκυψαν από επαναστατικές διαδικασίες), μετατρέπονται βαθμηδόν εκ των πραγμάτων (δια της εκ των πραγμάτων μακροχρόνιας ματαίωσης της όποιας εναλλακτικής ριζικής αλλαγής και της λίγο πολύ συναινετικής θητείας τους) σε μορφές διαχείρισης (και εκτόνωσης) της δυσαρέσκειας και της διαμαρτυρίας εντός του κυρίαρχου συστήματος.

Οι επισημάνσεις αυτές δεν συνιστούν υβριστική στάση προς τον κόσμο διαφόρων οργανώσεων και κομμάτων της Αριστεράς, προς τους αγώνες και τις αγωνίες που αυτός πρεσβεύει και βιώνει. Εδώ δεν γίνεται λόγος για έναν εκφυλισμό που οφείλεται κατά κύριο λόγο ή και αποκλειστικά σε προθέσεις ιθυνόντων (χωρίς να σπανίζουν και οι τελευταίες), αλλά για μια νομοτελή αντικειμενική τάση στην ιστορία. Για την ενσωμάτωση εκείνη που εκ των πραγμάτων προκύπτει νομοτελώς κατά την μακροχρόνια ειρηνική περίοδο του συστήματος. Σε αυτές τις περιόδους, το σύστημα επιφυλάσσει και τελικά παγιώνει πρακτικά στην αριστερά το ρόλο της διαχείρισης εκδοχών της μειοψηφικής διαμαρτυρίας, πάντα στα πλαίσια του συστήματος, σε συνθήκες αδιαμφισβήτητης πολιτικής και εξουσιαστικής κυριαρχίας πολιτικών φορέων του κεφαλαίου.  

Η ενσωμάτωση αυτή εκφράζεται νομοτελώς και μέσω της γραφειοκρατικοποίησης των δομών των μορφωμάτων του εποικοδομήματος (των επάνω και των κάτω), με οικονομική εξάρτηση από κρατικούς και ιδιωτικούς πόρους, με πρόσβαση στα Μ.Μ.Ε. και προβολή, με αντίστοιχη αυτονόμηση και αποξένωση των επιπέδων διοικητικής ιεραρχίας τους, με απόσπαση της ηγεσίας από τη βάση και αντίστοιχη μετάθεση προταγμάτων στην κατεύθυνση της διασφάλισης αυτής της ιεραρχίας και των όποιων συμβολικών ή υλικών προνομίων της, με υποκατάσταση του περιεχομένου από τη μορφή, με υποκατάσταση της επιστήμης με ιδεολογικές χειραγωγήσεις της ηγεσίας κ.ο.κ.

Πάλαι ποτέ ριζοσπαστικά και επαναστατικά μορφώματα, σε επόμενες μακροχρόνια ειρηνικές συγκυρίες της ιστορίας, μεταλλάσσονται βαθμηδόν σε δυνάμεις όλο και πιο καθεστωτικές, όλο και πιο ενσωματωμένες στο κυρίαρχο σύστημα και στην ιδεολογία του, σε δυνάμεις συστημικές. Μάλιστα, στην ανταγωνιστική κοινωνία, η μετατόπιση αυτή ευνοείται και από τον ανταγωνισμό για προνομιακή αν όχι αποκλειστική έκφραση-εκπροσώπηση των «από κάτω» στο εποικοδόμημα (αγώνας για το ποιο είναι π.χ. το «μοναδικό» κόμμα της εργατικής τάξης, για το ποιος είναι ο πιο αριστερός, κομμουνιστής, αντικαπιταλιστής κ.ο.κ.). Επιπλέον, επιτείνεται και από την ασυνείδητη ενσωμάτωση της κυρίαρχης ιδεολογίας και του ανταγωνισμού μεταξύ των μορφωμάτων και των συνιστωσών έκφρασης-εκπροσώπησης των «από κάτω», σε μια σχέση αμοιβαίων ανταγωνιστικών ετεροπροσδιορισμών, η ένταση των οποίων μπορεί να οδηγεί και σε όρους αλληλοεξόντωσης αυτών των μορφωμάτων και των συνιστωσών, γεγονός που μπορεί πρακτικά να ακυρώσει και την ίδια την έννοια της έκφρασης-εκπροσώπησης των πραγματικών κοινωνικών συμφερόντων των «από κάτω», προκαλώντας καταστροφική σύγχυση, υπονομεύοντας τη δυνατότητα σαφούς ιεράρχησης σκοπών, με αντίστοιχη ορθολογική διάκριση φίλων και εχθρών στη σύγκρουση, αφήνοντας εν πολλοίς στο απυρόβλητο τις κυρίαρχες δυνάμεις του καθεστώτος. Ο αγώνας για αντίστοιχη των περιστάσεων θεωρία και πρακτική, υποκαθίσταται από την εκφυλιστική υπαρξιακή αγωνία του «εμείς, εμείς οι μόνοι συνεπείς!». [2]

Η μετατόπιση αυτή γίνεται ιδιαίτερα έκδηλη, όταν αίφνης ξεσπούν κρισιακές (προεξεγερσιακές, προεπαναστατικές κ.ο.κ.) συγκυρίες, όπου η οικονομική και κοινωνική κρίση προσλαμβάνει και χαρακτηριστικά γενικευμένης πολιτικής κρίσης, κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης των ραγδαία ριζοσπαστικοποιούμενων λαϊκών διαθέσεων από το κληροδοτημένο από τη μακροχρόνια ειρηνική-συναινετική περίοδο υφιστάμενο φάσμα καθιερωμένης (κομματικής, συνδικαλιστικής, επιστημονικής, ιδεολογικής κ.ο.κ.) εκπροσώπησης.

Όλα αυτά επέρχονται με τη βαθμιαία απόσπαση των γραφειοκρατικοποιημένων μηχανισμών μορφωμάτων πολιτικής οργάνωσης-εκπροσώπησης των συμφερόντων από τους «κάτω». Έτσι, οι «κάτω», η εργατική τάξη, ο λαός, παύουν να υφίστανται ως βασική ομάδα αναφοράς αυτών των μηχανισμών, γεγονός που οδηγεί νομοτελώς σε τάσεις: πρώτον, μετατροπής της γραφειοκρατικής ιεραρχίας σε κύρια ομάδα αναφοράς και της αυτοαναπαραγωγής της θέσης και του ρόλου της σε βασικό περιεχόμενο της πολιτικής τους, ή/και δεύτερον, συστημικής ενσωμάτωσής τους σε καθεστωτικούς κρατικούς και διακρατικούς θεσμούς με βαθμιαία μετατροπή των τελευταίων σε καθοριστική ομάδα αναφοράς (με αντίστοιχη σπουδή για το «θεσμικό» τους ρόλο, εμμονή στον «κοινοβουλευτικό κρετινισμό» κ.ο.κ.). Ως αποτέλεσμα των παραπάνω επέρχεται περαιτέρω διάσταση λόγων και έργων, διακηρύξεων και πρακτικής αποτελεσματικότητας με όρους ηθικοπολιτικής ηγεμονίας και συσχετισμών δυνάμεων και η επίταση των αγκυλώσεων με άγονους αλληλοαναπαραγόμενους ετεροπροσδιορισμούς.

Ο «λόγος» που μαθαίνουν να αρθρώνουν π.χ. δυνάμεις της αριστεράς (λόγος κατά κανόνα ρητορικός, παρ' όλη την πιθανή ριζοσπαστικότητά του), υποβαθμίζεται τελικά σε φραστικό-συμβολικό περιτύλιγμα εκδοχών μειοψηφικής διαμαρτυρίας, σε εκ των υστέρων λεκτική επένδυση προειλημμένων αποφάσεων-«γραμμών». Εξ ου και η εν πολλοίς «ανέξοδη» ριζοσπαστικοποίηση του λόγου μερικών, η «απογείωση»-φυγή τους από την πραγματικότητα, οι αλλοπρόσαλλες και ανερμάτιστες ιδεολογικές ακροβασίες, η αναζήτηση ερεισμάτων στις πιο απίθανες και ετερόκλητες «πηγές», με κοινό παρονομαστή τον εκλεκτικισμό, το μεθοδολογικό πλουραλισμό, την ερωτοτροπία με αστικά ιδεολογήματα της μόδας, την απουσία επαναστατικά συνεπούς θεωρίας και μεθοδολογίας και/ή την χυδαία εργαλειακή-καιροσκοπική χρήση τους [3]. Φαινόμενα γνώριμα τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών π.χ. από τον εκφυλισμό και τη χρεοκοπία των κομμάτων της Β΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όπως απέδειξε ο Λένιν. Κατά παρόμοιο και δραματικά πιο επικίνδυνο τρόπο εκδηλώνεται ο νυν εκφυλισμός και η αποστασία της αριστεράς, σε συνθήκες πρωτόγνωρης έκτασης και βάθους δομικής κρίσης όχι μόνο του καθεστώτος του κεφαλαίου, αλλά και των διαθέσιμων μορφών αντιπολίτευσης σε αυτό, όπου δεν υπάρχει ακόμα πειστική, ρεαλιστική εναλλακτική προοπτική διεξόδου και πραγματικές δυνάμεις ικανές να τη φέρουν σε πέρας.

Στην κρίση εκδηλώνεται απροκάλυπτα η γύμνια αυτού του «λόγου». Η απόσπαση του τελευταίου από την πραγματικότητα, συμπυκνώνεται σε εκείνη τη φράση-σύμβολο της εσωστρεφούς ιδεοκρατίας- τύπου Χέγκελ. Ο τελευταίος, ως απάντηση σε μομφές αναφορικά με το ότι η θεωρία του δεν συνάδει με την πραγματικότητα, απαντούσε: «τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα!»… Γι' αυτό και δεν έχει πλέον για τέτοιους κύκλους ιδιαίτερη σημασία η αντιστοίχηση των ιδεών τους με την πραγματικότητα (με τις πραγματικές ανάγκες και την αγωνία επιβίωσης των εργαζομένων, με το γνωστικό αντικείμενο, με την αλήθεια και την αποτελεσματικότητα της πράξης), αλλά ο αυτοαναφορικός αντίκτυπος στον ελεγχόμενο-οπαδικό τους μικρόκοσμο, η απήχηση, η ιδεολογική-χειραγωγική χρήση των ιδεών. Επομένως, μάλλον δεν έχει και τόσο νόημα να αναζητά κανείς ορθολογική εξήγηση και αντιστοίχηση με την πραγματικότητα στο «λόγο» που αρθρώνουν κάποιοι φορείς της αριστεράς, ιδιαίτερα στην κρίση. Αυτός, όλο και πιο πολύ μοιάζει με ιδεοψυχαναγκαστικά συμπτώματα (υποκατάστατα πρακτικής αδυναμίας-παραίτησης), με έμμονες ιδέες, με εκ των υστέρων λεκτικοποιήσειςορθολογικοποιήσεις για αυτοεπιβεβαίωση, αν όχι απλώς με υλικό για αγελαία τελετουργική-επιτελεστική οριοθέτηση-περιχαράκωση του χώρου αυτοαναφορικότητας μιας εκάστης των συνιστωσών…

Έτσι καθίσταται σαφές ότι εδώ δεν αρκούν οι όποιες καλές και ειλικρινείς προθέσεις. Η γνωστή στη φιλοσοφία από τον Αριστοτέλη «ετερογονία των σκοπών», ενισχύεται και αναπαράγεται μέσω γραφειοκρατικών ιεραρχιών, οργανωτικών κ.λπ. μέσων και τρόπων.

Αντίστοιχη μετατόπιση και παραφθορά επέρχεται και σε θεμελιώδεις έννοιες της επαναστατικής συνείδησης. Είναι γνωστή στη μαρξιστική παράδοση η κλιμάκωση της επαναστατικής συνείδησης, στράτευσης και προσήλωσης στον επαναστατικό σκοπό, όπως αυτή εκφράζεται με τις αλληλένδετες έννοιες: λαϊκότητα, ταξικότητα και κομματικότητα. Η τελευταία, νοείται ως ανώτερη μορφή κοινωνικής ταξικής συνείδησης, που χαρακτηρίζει την αντίληψη για την επαναστατική αποστολή της εργατικής τάξης, για την κομμουνιστική ενοποίηση της ανθρωπότητας. Ωστόσο, ο γραφειοκρατικός εκφυλισμός και η ενσωμάτωση που προαναφέραμε, οδηγούν σε πλήρη παραφθορά αυτής της έννοιας, σε γραφειοκρατική ιδεαλιστική αντιστροφή της, σε βαθμό που αυτή εννοείται ως κριτήριο του βαθμού άκριτης ενσωμάτωσης-ταύτισης με το εκάστοτε κόμμα ως γραφειοκρατική δομή και τελικά, με το βαθμό άκριτης εκτελεστικότητας, υπακοής και υποταγής στις επιλογές, στα κελεύσματα, στη «γραμμή» της εκάστοτε ηγεσίας του. Έτσι, σε ανθρώπους γαλουχημένους σε αυτό το πνεύμα, η κομματικότητα εννοείται πλέον ως εξ ορισμού γραφειοκρατικά-ιεραρχικά κλιμακούμενη και μυσταγωγικά κατανεμόμενη ως «χρίσμα» ιδιότητα του ατόμου, ως μονοσήμαντα αύξουσα κλίμακα, που τελικά χάνει κάθε σχέση με την πραγματική κατάσταση και τις ανάγκες της τάξης και της κοινωνίας: από τον οπαδό-ψηφοφόρο-πιστό, στο μέλος, στα διαφόρων επιπέδων στελέχη κ.ο.κ., με κορύφωση στην ανώτατη ηγεσία!

Στην κρίση εκδηλώνονται τα αποτελέσματα της μακροχρόνιας ενσωμάτωσης και μετάλλαξης πάλαι ποτέ επαναστατικών μορφωμάτων πολιτικής διαμεσολάβησης και εκπροσώπησης της εργατικής τάξης και ευρύτερα των καταπιεσμένων και αντίστοιχης παραμόρφωσης προσωπικοτήτων και συλλογικοτήτων. Εδώ, εκδηλώνεται η διαμόρφωση και αναπαραγωγή ορισμένου τύπου οργανωτικού στελέχους, με βάση την άκριτη πίστη, υπακοή και εκτελεστικότητα στην εκάστοτε ηγεσία και στην «πάντοτε σωστή γραμμή της τελευταίας» (γνωστού στην πολιτική ως «κομματόσκυλου»). Κάποτε, τα στελέχη αυτού του τύπου, με τις δεξιότητες από αυτού του είδους τη θητεία, διαπιστώνουν ότι η ύπαρξη και λειτουργία τους, η παροχή των υπηρεσιών τους σε άλλη δομή και ηγεσία, μπορεί να είναι πιο προσοδοφόρος. Στην κρίση, γενικεύεται μάλιστα το φαινόμενο των «κομματόσκυλων» παντός καιρού, σημαίας ευκαιρίας, τα οποία με τις μετεγγραφικές τους επιδόσεις λειτουργούν ως διακομματικοί ιμάντες καθεστωτικού εκφυλισμού της πολιτικής ζωής. [4]

Εδώ, η κριτική χρήση, η επικαιροποίηση και η ανάπτυξη των κεκτημένων της επιστήμης για την έγκαιρη αντικειμενική διάγνωση των διακυβευμάτων της συγκυρίας, για την επιστημονική περιγραφή, εξήγηση και πρόγνωση των φαινομένων (για τους λόγους που προαναφέραμε), δεν προέρχεται και δεν μπορεί να προέλθει από τα κυρίαρχα ρεύματα των θεσμικών δομών κυρίαρχων και κυριαρχούμενων συνιστωσών του εποικοδομήματος.

Στην κρίση, τα καθιερωμένα μορφώματα εκπροσώπησης των κοινωνικών συμφερόντων στο εποικοδόμημα, ιδιαίτερα ό,τι έχει απομείνει από πάλαι ποτέ ριζοσπαστικές εκφράσεις κοινωνικών συμφερόντων στο εποικοδόμημα, δυσκολεύονται ή και αδυνατούν να συλλάβουν και να εκφράσουν καταλυτικά την ανερχόμενη πολιτικοποίηση-ριζοσπαστικοποίηση και την ανάγκη συγκρότησης νέων δυναμικών, νέων υποκειμένων. Έτσι, λειτουργούν ανασχετικά (αν όχι διαλυτικά) στην κλιμάκωση αυτής της ριζοσπαστικοποίησης από τα κάτω, με παρελκυστικά προσχήματα, με εμμονές σε άκαιρους και άσχετους με τη μοναδικότητα της συγκυρίας δογματισμούς, στερεοτυπικά σχήματα, αυτοαναφορικές ιδιολέκτους και ιδεολογήματα, με αναντίστοιχες της συγκυρίας κινήσεις και ρητορικές υπεκφυγές (π.χ. συγκαλύπτοντας με φραστικό ριζοσπαστισμό, με επίκληση ιστορικών συμβόλων, με πρακτικές περιχαράκωσης κ.ο.κ. την αναντίστοιχη στάση τους ή και την καθεστωτική μετάλλαξή τους). Η δυσκολία αυτή, αν δεν ξεπεραστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά, μπορεί να μετατραπεί σε καταστροφική δύναμη ανάσχεσης της ευρείας κλίμακας ριζοσπαστικοποίησης των ανθρώπων, της προοδευτικής κίνησης της κοινωνίας. Η μη έγκαιρη θεωρητική και πρακτική-οργανωτική ανταπόκριση στις επιτακτικές ανάγκες αυτών των συγκυριών, μπορεί να ακυρώσει την επιτακτική ανάγκη ριζικής αλλαγής των συσχετισμών δυνάμεων σε προοδευτική κατεύθυνση, με προοπτική την ενοποίηση της ανθρωπότητας, μπορεί να ματαιώσει τη συγκρότηση και ανάδειξη στο προσκήνιο του νέου συνειδητού κοινωνικού υποκειμένου, μπορεί τελικά να οδηγήσει σε τραγική ήττα και καταστροφή του λαϊκού κινήματος, σε επικράτηση ακραίων αντιδραστικών δομών και σε αντίστοιχη μακροχρόνια επιδείνωση των εργασιακών και του συνόλου των υλικών κοινωνικών σχέσεων.

Η ιδεολογία και η συνείδηση, παρά τις αυταπάτες των δομολειτουργικών και άλλων απόψεων, δεν συνιστά καθ' ολοκληρία «ψευδή συνείδηση». Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα είχαμε την παραμικρή κοινωνική ανάπτυξη, πρόοδο, θα βλέπαμε την ανθρωπότητα εγκλωβισμένη σε απλή και αδιέξοδη αναπαραγωγή-ανακύκλωση της κυρίαρχης ιδεολογίας και των κυρίαρχων σχέσεων.

 

Η δημιουργικότητα και η εγρήγορση ως όροι αντιστοιχίας του υποκειμένου στην κρισιακή συγκυρία.

 

Βάσει των παραπάνω, και δεδομένου ότι στο ιστορικό γίγνεσθαι αναβαθμίζεται νομοτελώς η θέση και ο ρόλος του υποκειμένου, καθίσταται σαφές ότι εκ των ων ουκ άνευ όρος για τη βέλτιστη συγκρότηση και εμπλοκή του υποκειμένου στον αγώνα για το μετασχηματισμό της κοινωνίας, μέσω των οργανωτικών και υλικών μέσων του εποικοδομήματος, είναι η εκάστοτε βέλτιστη δημιουργική αφομοίωση, ανάπτυξη, διάδοση, και εφαρμογή της επαναστατικής θεωρίας στην πράξη εκ μέρους του υποκειμένου.

Δημιουργικότητα, με τη ριζοσπαστική και επαναστατική έννοια, σημαίνει υπέρβαση, διαλεκτική άρση των όρων και των ορίων της κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας βάσει των κεκτημένων της, στην κατεύθυνση των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξή της και των βαθύτερων αναγκών της ανθρωπότητας, σημαίνει προώθησή της σε ανώτερο επίπεδο από άποψη ποιότητας και ουσίας, και τελικά, τη ριζική επίλυση των αντιφάσεών της και τη διαλεκτική άρση της (βάσει του νόμου της άρνησης της άρνησης) μέσω της γόνιμης κριτικής αφομοίωσης, μέσω της άρσης των κεκτημένων της. Αν μάλιστα η διαδικασία αυτή είναι η ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας ως όλου, απαιτείται η μέγιστη δημιουργικότητα όχι μεμονωμένων ατόμων αλλά των σημαντικότερων δυνάμεων, αν όχι της πλειονότητας του λαού.

Στον βαθμό που κλιμακώνεται η επιτακτική ανάγκη ενεργού παρέμβασης του υποκειμένου στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ανακύπτουν αντιφάσεις με τη μορφή προβληματικών συγκυριών, προβληματικών καταστάσεων. Οι αντιφάσεις αυτές συνδέονται με τη διαρκή αναμόρφωση και μετάθεση των εμπράγματων και προσωπικών όρων και των ορίων της κλιμακούμενης ενεργού εμπλοκής του υποκειμένου στα πλαίσια ορισμένης συγκυρίας. Η εκάστοτε εμπλοκή των ανθρώπων στην ιστορική διαδικασία με όρους κινήματος, δεν εκτυλίσσεται γραμμικά και σταθερά διαχρονικά, αυθαίρετα, εντελώς τυχαία και υποκειμενικά, ανεξαρτήτως εποχής, κατάστασης και συγκεκριμένης συγκυρίας, αλλά διέπεται από ορισμένες νομοτέλειες. Οι νομοτέλειες αυτές μπορούν να γίνουν αντικείμενο διερεύνησης, βάσει του προσδιορισμού της εκάστοτε ιστορικής εποχής και συγκυρίας. Η τελευταία, οι ρυθμοί εκτύλιξης της οποίας και η επιτακτικότητα διάγνωσης και εμπλοκής του ιστορικού υποκειμένου είναι ευθέως ανάλογα των κρισιακών γνωρισμάτων της, προσδιορίζεται βάσει ορισμένων αντικειμενικών και υποκειμενικών κριτηρίων, τα οποία συνδέονται:

(1) Με το συγκεκριμένο στάδιο ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας, με την ιστορική εποχή και με την ιδιότυπη χωροχρονική συμπύκνωση και εκδήλωση της αντιφατικότητας και των προοπτικών στον ένα ή στον άλλο βαθμό ριζικών ή και επαναστατικών μετασχηματισμών της κοινωνίας στη συγκεκριμένη περιοχή, χώρα και στιγμή (συγκυρία), ιδιαίτερα αν τα παραπάνω αφορούν «ασθενή κρίκο» του παγκόσμιου και περιφερειακού συστήματος.

(2) Με το επίπεδο ιστορικής ανάπτυξης και συγκρότησης (θεωρητικής, ιδεολογικοπολιτικής, οργανωτικής κ.ο.κ.) των εμπλεκόμενων σε αυτήν κοινωνικών δυνάμεων (τάξεων, κοινωνικών ομάδων, κοινωνικών στρωμάτων κ.ο.κ. με τα συγκλίνοντα ή αποκλίνοντα συμφέροντά τους), με το σύνολο των διαθέσιμων, κληροδοτημένων από το παρελθόν μορφωμάτων, μέσων και τρόπων διαμεσολάβησης αυτών των δυνάμεων, από την άποψη των πραγματικών (και όχι διακηρυκτικών, φαντασιακών κ.ο.κ.) δυνατοτήτων ανάταξης-αναδιάταξης του συνολικού συσχετισμού δυνάμεων, από την άποψη του εάν και κατά πόσο αυτά μπορούν να λειτουργούν ως υποκείμενα και όχι ως ενεργούμενα αντικείμενα, σε συνάρτηση με την αντιστοιχία ή αναντιστοιχία τους με τα ζωτικής σημασίας διακυβεύματα της εν λόγω εποχής και συγκυρίας. Μάλιστα, η κλιμάκωση, η εκάστοτε αναβάθμιση αυτών των μορφωμάτων, μέσων και τρόπων, δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη, αλλά υπάγεται σε συγκεκριμένες νομοτέλειες. Το επίπεδο αυτό, λόγου χάριν, των επαναστατικών δυνάμεων, δεν μπορεί να εξετάζεται εκτός του συνολικού επιπέδου και συσχετισμού των δυνάμεων (επαναστατικών και αντεπαναστατικών, καθεστωτικών και αντικαθεστωτικών κ.ο.κ.), με το σύνολο των υλικών και οργανωτικών μέσων και τρόπων επενέργειας στο όλον της κοινωνίας που έχουν στη διάθεσή τους.

(3) Με τις ανάγκες και τα συμφέροντα (τη συνειδητοποίηση και ιεράρχηση των αναγκών), με την ύπαρξη ή την απουσία αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων ενότητας και πάλης των συνιστωσών του υποκειμένου -ορισμένης τάξης ή τάξεων, κοινωνικών στρωμάτων, κοινωνικοπολιτικών συμμαχιών κ.ο.κ.- με τις ιδιότητες, τις ικανότητες, τις δεξιότητες, τη γνώση, την παιδεία, τη συνείδηση και το όλο επίπεδο συγκρότησης και ανάπτυξης του υποκειμένου, ιδιότητες που εδράζονται μεν καθοριστικά στη θέση και στον ρόλο των ανθρώπων στην εργασιακή επενέργεια στη φύση και στις εργασιακές σχέσεις, αλλά δεν ανάγονται σε αυτές. Συνδέεται επίσης με το επίπεδο γνωσιακής, μεθοδολογικής και συνειδησιακής ανάπτυξης της «οντογένεσης» ενός εκάστου συγκεκριμένου υποκειμένου του κινήματος (ατομικού ή και συλλογικού), με το όλο επίπεδο πολιτισμικής του συγκρότησης, δηλαδή με την ικανότητά του να διαγνώσει κριτικά τόσο την ιδιοτυπία και το επίπεδο ανάπτυξης της συγκεκριμένης κοινωνίας (εποχής και συγκυρίας) και των αντίστοιχων διακυβευμάτων, όσο και το επίπεδο ανάπτυξης (το επίπεδο της ιστορικά προσδιορισμένης επάρκειας ή ανεπάρκειας) των διαθέσιμων κληροδοτημάτων (θεωρητικών και πρακτικών-οργανωτικών). Αυτά τα χαρακτηριστικά κινούνται ιστορικά και λογικά σε ένα ευρύτατο φάσμα: από επιμέρους στοιχειώδεις χειρωνακτικές και εκτελεστικές ικανότητες-δεξιότητες επιμέρους ατόμων (σε ατομικές και μαζικές εκδοχές, π.χ. ψηφοφορία, αφισοκόλληση, παρουσία σε συναθροίσεις, εκτέλεση εντολών, κ.ο.κ.), προς όλο και πιο σύνθετες, περίπλοκες, επιτελικές και αναπτυγμένες, μέχρι τις σφαιρικές και συνθετικές δημιουργικές (ψυχοσωματικές) ικανότητες ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων και συλλογικοτήτων. Μάλιστα, η κλιμάκωση, η εκάστοτε αναβάθμιση αυτών των μέσων και των τρόπων, δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη, αλλά υπάγεται επίσης σε συγκεκριμένες νομοτέλειες.

(4) Με την εκάστοτε συνυφασμένη με τα παραπάνω κριτήρια ικανότητα του υποκειμένου για σκοποθεσία αναφορικά με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, η οποία κυμαίνεται επίσης σε ευρύ φάσμα: από επιμέρους άμεσες-βραχυπρόθεσμες, εργαλειακές, σε όλο και πιο σύνθετες, διαμεσολαβημένες, μεσοπρόθεσμες και απώτερες-μακροπρόθεσμες, στρατηγικές προοπτικές, από στοιχειώδεις αγελαίες-κοινοτικές βιοσυντηρητικές, προς εξατομικευμένες και από αυτές προς κοινωνικές και πανανθρώπινες, που αφορούν την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου και της κοινωνίας. Με την ικανότητα διαλεκτικής διασύνδεσης επιμέρους, γενικών και καθολικών, βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων, τακτικών και στρατηγικών σκοπών του ανθρώπου, της ανθρωπότητας.

(5) Με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, με το τι κυοφορείται και προβάλλει ως προοπτική. Η ατμόσφαιρα αυτή επιδρά άμεσα ή έμμεσα στη στάση ζωής, στην ετοιμότητα για εμπλοκή και στις κατευθύνσεις του κινήματος, στη συνειδητοποίηση, στη διατύπωση και στην προώθηση των διακυβευμάτων (ως προς το τι, πώς, γιατί και σε ποια κατεύθυνση, με ποια σκοπιμότητα, προτεραιότητα και ιεράρχηση πρέπει να μετασχηματιστεί).

Επομένως, ό,τι συνδέεται με τη συγκρότηση του εκάστοτε ιστορικά συγκεκριμένου υποκειμένου του επαναστατικού κινήματος, ιδιαίτερα σε κρίσιμες μεταβατικές εποχές και συγκυρίες, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ανιστορικά, ανορθολογικά και στατικά. Δεν είναι θέμα γούστου, υποκειμενικών προτιμήσεων, κελευσμάτων της μόδας και του συρμού ή άκριτου φόρου τιμής σε πάλαι ποτέ δοκιμασμένες μορφές. Η αντιστοιχία-αναντιστοιχία του υποκειμένου, των μέσων και του σκοπού του κινήματος με την ιδιοτυπία του αντικειμένου (του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στη συγκεκριμένη εποχή και συγκυρία), είναι ζωτικής σημασίας πρόβλημα, που απαιτεί τη μέγιστη επιστημονική διακρίβωση των εκάστοτε όρων εμπλοκής σε συνδυασμό με τη μέγιστη διαισθητική εγρήγορση και δημιουργική φαντασία.

Σε συνάρτηση με την προαναφερθείσα αντιστοιχία-αναντιστοιχία των πέντε παραπάνω κριτηρίων, όπου αυτή εκδηλώνεται αντιφατικά, ανακύπτει προβληματική, είτε ακόμα και κρισιακή συγκυρία, η διαλεκτική άρση της οποίας οδηγεί σε αναβάθμιση του συνόλου των αντικειμενικών και υποκειμενικών, εμπράγματων και προσωπικών όρων και ορίων της δημιουργικής-επαναστατικής διαδικασίας. Η άρση αυτή, απαιτεί αναβάθμιση της ενεργητικότητας του υποκειμένου, απαιτεί κλιμάκωση της δημιουργικότητάς του, βάσει της διάγνωσης και συνειδητοποίησης των εκάστοτε διαθέσιμων και απαιτούμενων-σκοπούμενων όρων και ορίων αυτής της δραστηριότητας. Η κρισιακή συγκυρία προβάλλει ως φάσμα δυνατοτήτων δημιουργικής-επαναστατικής επίλυσης των αντιφάσεων από ένα αντίστοιχο των περιστάσεων υποκείμενο-κίνημα, σωτηρίας του λαού και ανάπτυξης της κοινωνίας, είτε αδράνειας και αναντίστοιχων παρεμβάσεων με αμφίβολα έως καταστροφικά αποτελέσματα, μιας και η πρωτοβουλία των κινήσεων και η κυριαρχία στους συσχετισμούς των δυνάμεων εκ των πραγμάτων παραδίδεται στις καθεστωτικές και αντεπαναστατικές δυνάμεις. Η εμπλοκή του υποκειμένου και η όλη εκτύλιξη της δραστηριότητας, δεν συνιστά μια γραμμική και απρόσκοπτη εξελικτική διαδικασία.

Η όποια a priori έμφαση μόνο στην αντιστοιχία και επάρκεια ορισμένου υποκειμένου προς τις ανάγκες της εποχής και της συγκυρίας, υπονομεύει τη δυνατότητα διερεύνησης των νομοτελειών που διέπουν την επαναστατική διαδικασία και οδηγεί σε εκδοχές απολογητικής απολυτοποίησης της ιδέας που έχουν κάποιοι για τον εαυτό τους, υποκατάστασης από αυτήν της πραγματικότητας. Έτσι, η ζωτική για την κοινωνία ανάγκη συγκεκριμένης ιστορικής βελτιστοποίησης της συγκρότησης και εμπλοκής του επαναστατικού υποκειμένου, υποκαθίσταται από την ανιστορική ανάγκη περιχαράκωσης, αυτοεπιβεβαίωσης και αναπαραγωγής μορφωμάτων φορέων της «σωστής γραμμής»…

Με αυτές τις νομοτέλειες συνδέονται και ορισμένα παράδοξα. Εδώ, η «ετερογονία των σκοπών» μπορεί να οδηγήσει σε δραματικά αποτελέσματα. Σκοπός της επαναστατικής διαδικασίας, του επαναστατικού κινήματος, είναι ο επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας. Ο τελευταίος προϋποθέτει την άρση της αναντιστοιχίας του επαναστατικού κινήματος με τις βαθύτερες κοινωνικές ανάγκες επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, συγκρότηση και ανάπτυξη αντίστοιχου της εποχής και της συγκυρίας υποκειμένου. Βεβαίως, η όποια συγκρότηση και δραστηριοποίηση του υποκειμένου και τα αποτελέσματα αυτών, συνιστούν ένα ιδιότυπο μόρφωμα έναντι της κοινωνίας που οφείλει να μετασχηματιστεί επαναστατικά.

Σκοπός του πραγματικού επαναστατικού κινήματος, του αντίστοιχου υποκειμένου, είναι η άρση της παραπάνω αναντιστοιχίας, η εκπλήρωση-άρση των όποιων μορφωμάτων του στο αποτέλεσμα της δράσης του, στο νικηφόρο επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η όποια ιδιοτυπία και αυτοτέλεια ορισμένης ιστορικής, παραδεδεγμένης, κ.ο.κ. συγκρότησης του υποκειμένου δεν είναι και δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, αλλά το μέσο προς επίτευξη των τακτικών και του στρατηγικού σκοπού του κινήματος. Η επίτευξη του σκοπού οδηγεί στην απάλειψη του μέσου, χωρίς το οποίο ο σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί. Αλλά με κάθε απάλειψη, το μέσο εκ νέου επανεμφανίζεται με νέες μορφές, μέσα και τρόπους συγκρότησης και δράσης και σε νέα βάση. Η όποια εξέταση του μέσου ως αυτοσκοπού, δεν υπονομεύει μόνο το σκοπό, αλλά εκ των πραγμάτων εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς, τους σκοπούς των καθεστωτικών και αντεπαναστατικών δυνάμεων.

Απαιτείται, λοιπόν εγρήγορση για την ανάδειξη των αντικειμενικών όρων-κριτηρίων διακρίβωσης της εκάστοτε ιστορικής εποχής και συγκυρίας, βάσει των οποίων είναι εφικτή η συγκεκριμενοποίηση του εκάστοτε επιπέδου συγκρότησης του υποκειμένου και των επόμενων στόχων (άρα και μέσων-τρόπων διεξαγωγής του αγώνα) του κινήματος. Η όλη διαδικασία προβάλλει νομοτελώς ως αλλεπάλληλες ατυχείς προσπάθειες προεκβολών κεκτημένων θεωρητικών και πρακτικών-οργανωτικών μέσων και τρόπων σε νέα γεγονότα, άλλης εποχής και συγκυρίας, του εγνωσμένου-δοκιμασμένου στο άγνωστο και πρωτοφανές, η αποτυχία των οποίων οδηγεί πλέον μονοσήμαντα σε ουσιαστική άρση της αναντιστοιχίας αυτών των κεκτημένων, σε ουσιώδη αναβάθμιση του υποκειμένου, των σκοπών και των μέσων του κινήματος. Έτσι, στην ιστορική διαδικασία προκύπτουν νομοτελώς ιδιότυπες αντιφάσεις, μεταξύ αναντίστοιχων μορφωμάτων και πραγματικότητας και μεταξύ μορφωμάτων ποικίλων βαθμών αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας, μόνο μέσα από την επίλυση-διαλεκτική άρση των οποίων μπορεί να προάγεται-αναβαθμίζεται το επαναστατικό κίνημα. Οι αντιφάσεις αυτές, δεν είναι δηλωτικές απλώς και μόνο της ανεπάρκειας, της «ξεροκεφαλιάς» μεμονωμένων υποκειμένων, ηγεσιών, κομμάτων κ.ο.κ., αλλά κυρίως της νομοτελούς αντιφατικής ανάπτυξης, όχι μόνο της εκάστοτε βάσης της κοινωνίας, αλλά και των μορφών και επιπέδων γνώσης και συνείδησης, και της πολλαπλά διαμεσολαβημένης και σχετικά αυτονομημένης έκφρασης αυτής της αντιφατικής ανάπτυξης στα ποικίλα μορφώματα του εποικοδομήματος. Είναι επίσης νομοτελές φαινόμενο, η αναντιστοιχία αυτών των μορφωμάτων να εκδηλώνεται ακριβώς στις στιγμές που απαιτείται επιτακτικά άρδην επαναπροσδιορισμός της αντίστροφης επενέργειας στη βάση και στο όλον της κοινωνίας. Η αναντιστοιχία αυτή και οι προαναφερθείσες ιδιότυπες νομοτελείς αντιφάσεις του εποικοδομήματος, εάν δεν γίνουν έγκαιρα αντικείμενο συνειδητού αναστοχασμού με βάση τη γνώση της ιστορικής νομοτέλειας, της λογικής της ιστορίας, κινδυνεύουν να διογκωθούν κακοφορμίζοντας, με καταστροφικές για το κίνημα και την ανθρωπότητα επιπτώσεις. Εκ των ων ουκ άνευ όρος για την αναβάθμιση της θέσης και του ρόλου του υποκειμένου στην ιστορία, είναι η έγκαιρη και συνειδητή (μετά λόγου γνώσεως) άρση αυτών των νομοτελών αντιφάσεων, χωρίς να εναποτίθεται η επίλυσή τους στη βασανιστική κυριαρχία της μεθόδου δοκιμής και λάθους.

Στις προβληματικές κρισιακές συγκυρίες εγείρεται με ένταση το ζήτημα της επάρκειας ή/και ανεπάρκειας του υποκειμένου, αλλά και των όρων και ορίων για την ενεργητική εμπλοκή του υποκειμένου. Εδώ παρατηρείται μια κλιμάκωση των βαθμών και των επιπέδων περιπλοκότητας των κρισιακών συγκυριών.

Επιπλέον, τα περισσότερα αριστερά οργανωτικά κ.ο.κ. μορφώματα, φαίνονται όλο και πιο αναντίστοιχα της συγκυρίας και της εποχής: τα μεν διά του καθεστωτικού εκφυλισμού τους σε «υπεύθυνες» διαχειριστικές δυνάμεις του συστήματος εδώ και τώρα, απεμπολώντας τον κομμουνισμό και κάθε εναλλακτική προοπτική, τα δε, διά της φραστικής φυγής από την εποχή και τη συγκυρία, με την επίκληση «αυστηρής ιδεολογικής καθαρότητας» και «στρατηγικής συνέπειας», προσδοκώντας επαναστατικές καταστάσεις στο απώτερο και απροσδιόριστο μέλλον.

Γιατί να διακινδυνεύσουν κάποιοι «ηγέτες»-ηγετίσκοι μορφωμάτων και συνιστωσών της αριστεράς την όποια μικροεξουσία τους με άνοιγμα σε νέες μορφές, μέσα και τρόπους του αγώνα, άρα τη δημόσια έκθεση και δοκιμασία τους ενώπιον άλλου κόσμου που ριζοσπαστικοποιείται στην κρίση;  Προτιμούν την πεπατημένη: την «ασφάλεια» της «καταξίωσης» και του χειροκροτήματος στο -έστω και δραματικά συρρικνούμενο- εναπομείναν ποίμνιο-κοινό τους. Όταν όμως συγκλονίζεται ο κόσμος, όταν ο ταξικός-κοινωνικός πόλεμος στην κρίση οδηγεί σε δημογραφική καταστροφή με όρους γενοκτονίας και οι ηγετίσκοι βαυκαλίζονται αυτάρεσκα με την εμμονή τους σε σχήματα αυτοπροβολής-αυτοκαταξίωσης σε φθίνουσες αυτοαναφορικές ομαδούλες οπαδών, η αποστασία τους αυτή αποκτά ιστορικά καταστροφικές διαστάσεις διαστροφικού γλεντιού στον καιρό της πανούκλας… 

Δεδομένου μάλιστα ότι η Αριστερά ουδέποτε άσκησε στη χώρα μας κυβερνητική εξουσία, «οι πολιτικές προσωπικότητες του χώρου αυτού αρκούνται στο να ηγούνται μικρών οργανώσεων και κινήσεων, …παντελώς άγνωστων στο ευρύ κοινό. Δεν υπάρχει όμως τίποτα πιο επικίνδυνο ίσως στον κόσμο της Αριστεράς από την προσπάθεια αφαίρεσης αυτής της μικροεξουσίας!» (βλ. Γ. Δελαστίκ http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22792&subid=2&pubid=63830960 ).

Έσχατη εκφυλιστική διαστροφή, δηλωτική της νοσηρής ενσωμάτωσης της «επαναστατικής» αριστεράς! Ας θυσιαστεί λοιπόν η κοινωνία, η χώρα, ο λαός, η τάξη, το κίνημα κ.ο.κ., αρκεί να παραμείνουν υπό έλεγχο έστω και ίχνη αυτής της «αριστερής» μικροεξουσίας τους!

Η γραφειοκρατίσκοι με την «εσαεί σωστή γραμμή» να 'ναι καλά και στην αιμάσσουσα κοινωνία – γαία πυρί μειχθήτω… Η διαπαραταξιακή ακούσια-εκούσια συνεισφορά στην δια της επιστράτευσης προληπτική ήττα κατά κράτος της κινητοποίησης των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης, με εκ των υστέρων συνδικαλιστική και πολιτική δικαίωση των συνιστωσών, είναι ενδεικτική αυτής της καταστροφικής (ανηκέστου;) νοσηρότητας και των πολύτιμων υπηρεσιών που αυτή παρέχει στο καθεστώς… Έναν αποκλειστικό ρόλο επιφυλάσσει εκ των πραγμάτων το καθεστώς στους φορείς αυτής της απελπιστικά προβλέψιμης και διαχειρίσιμης αριστερας:  θα τους χειρίζεται και θα τους αξιοποιεί ως συνιστώσες του πολέμου όλων εναντίον όλων και ως ενεργούμενα του διαίρει και βασίλευε…

Ωστόσο, οι κρισιακές συγκυρίες δεν είναι ούτε συχνά, ούτε μακροχρόνια ιστορικά φαινόμενα. Ξεσπούν στους «ασθενείς κρίκους» του συστήματος μετά από πολλές δεκαετίες «ειρηνικής» κυριαρχίας των κρατούντων. Στην ιστορία δεν υπάρχουν κενά. Η μη έγκαιρη αξιοποίηση της κρισιακής συγκυρίας με κλιμάκωσή της σε επαναστατική-ριζοσπαστική κατεύθυνση, μπορεί να αποβεί καταστροφική, μπορεί να οδηγήσει σε γενικευμένο εκφασισμό, με όρους διακρατικομονοπωλιακής δικτατορίας.

 

Κλιμάκωση της αναβάθμισης του υποκειμένου από την κρισιακή συγκυρία προς την επαναστατική κατάσταση.

 

Η κλιμάκωσης της κρισιακής συγκυρίας μπορεί να οδηγήσει σε επαναστατική κατάσταση, που εκδηλώνεται μέσω ενός πλέγματος κρισιακών φαινομένων οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα. Κύρια γνωρίσματά της είναι, κατά τον Β. Ι. Λένιν, τα εξής: πρώτον, αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν αμετάβλητη τη μορφή κυριαρχίας τους με έκδηλη την αντίθεση των κυριαρχούμενων σε ενδεχόμενη παράταση της ισχύος αυτής της μορφής κυριαρχίας δεύτερον, εξαιρετική επιδείνωση της ανέχειας και της δυστυχίας των καταπιεσμένων τάξεων (απόλυτη είτε σχετική εξαθλίωση) τρίτον, σημαντική άνοδος της πολιτικής ενεργητικότητας των μαζών, οι οποίες ωθούνται από την κρισιακή συγκυρία και από τη στάση των κυρίαρχων τάξεων σε αυτοτελή ιστορική παρέμβαση.

Η επαναστατική κατάσταση δεν μπορεί να θεωρείται στατικά, ως εκδήλωση-σύμπτωση κάποιων αποσπασματικών γνωρισμάτων. Είναι το αποτέλεσμα της κλιμάκωσης μιας βαθιάς και πολυεπίπεδης δυναμικής συγκρουσιακής διαδικασίας, μιας διαδικασίας συνδυαστικής όξυνσης κρισιακών φαινομένων, που εκτυλίσσεται στη δομή και στην ιστορία της κοινωνίας, στην οποία εμπλέκονται αντικειμενικοί και υποκειμενικοί όροι, συνειδητοποιούμενοι σε ποικίλους βαθμούς και τρόπους από τα εμπλεκόμενα υποκείμενα. Στα πλαίσια μάλιστα αυτής της διαδικασίας, λειτουργεί ως σταθμός και αφετηρία περαιτέρω κλιμάκωσης κοινωνικών αλλαγών.

Ας επιχειρήσουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε τα παραπάνω γνωρίσματα με όρους Λογικής της Ιστορίας. Τα γνωρίσματα αυτά εκδηλώνονται αλληλένδετα και ως αλληλεπιδρώντα σε διάφορα επίπεδα της δομής της κοινωνίας:

(1) Ραγδαία επιδείνωση των όρων εμπλοκής του υποκειμένου της εργασίας σε επίπεδο ουσίας της κοινωνίας, στην εργασιακή διαδικασία, ραγδαία επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων (απαξίωση της εργασίας και ως προς το σκέλος του άμεσου μισθού και της αγοραστικής του δύναμης και ως προς το σκέλος των κοινωνικών, ασφαλιστικών κ.ο.κ. κονδυλίων και παροχών, ανεργία, υποαπασχόληση, αλλαγές στον τρόπο κεφαλαιακής συσσώρευσης, στροφή στην απόσπαση απόλυτης υπεραξίας κ.ο.κ., εντατικοποίηση της εργασίας και αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης).

(2) Άμεσες επιπτώσεις σε επίπεδο φαινομένου: απότομη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου και του τρόπου ζωής οικογενειών-νοικοκυριών που απαρτίζουν κοινωνικές τάξεις και στρώματα (ραγδαίες αλλαγές στα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της κατανάλωσης-αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, στη δομή της κατανάλωσης, στη διατροφή, στη στέγαση, στη θέρμανση, στην ένδυση, στην πρόσβαση σε υπηρεσίες και σε δημόσια αγαθά κ.λπ.) με όλο και πιο έκδηλες δημογραφικές επιπτώσεις.

(3) Όλο και πιο διαμεσολαβημένες εκδηλώσεις σε επίπεδο φαινομένου: ποικίλοι βαθμοί πρακτικών επιπτώσεων των παραπάνω αλλαγών και άμεσης εμπειρικής-βιωματικής πρόσληψης έως και θεωρητικής διάγνωσής τους,συνειδητοποίησή τους μέσω διαφόρων μορφών και επιπέδων κοινωνικής συνείδησης (ηθικής, πολιτικής, δικαίου, αισθητικής-καλλιτεχνικής, θρησκευτικής, φιλοσοφίας). Διαπάλη μεταξύ διαφόρων ειδών και επιπέδων πρόσληψης και συνειδητοποίησης των αλλαγών.

(4) Αλλαγές σε επίπεδο πραγματικότητας (στο εποικοδόμημα), στα υλικά και οργανωτικά μέσα αντίστροφης επενέργειας των ανθρώπων στους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής τους, αλλά και στους ανθρώπους ως συγκροτημένες προσωπικότητες και συλλογικότητες σε ποικίλους βαθμούς. Υποβαθμίσεις και αναβαθμίσεις ως προς την κατανομή των κοινωνικών τύπων προσωπικότητας (π.χ. λουμπενοποίηση κάποιων και αναβάθμιση της κοινωνικής-ταξικής συνείδησης κάποιων άλλων), ως προς το είδος και το επίπεδο των σκοποθεσιών που νοηματοδοτούν τη ζωή τους, σε αντιστοιχία με την κατίσχυση αντεπαναστατικών ή επαναστατικών τάσεων.

Οι αλλαγές αυτές αφορούν: πρώτον, την προνομιακή διαμεσολάβηση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης και των συμμάχων της στην υλική θεσμικότητα και στα οργανωτικά μορφώματα των μηχανισμών, της κρατικής εξουσίας και των πολιτικών, διοικητικών κ.ο.κ. θεσμικών και εξωθεσμικών οργάνων, τις όποιες συγκλίσεις και διαφορές, αντιθέσεις κ.ο.κ. σε αυτά, και δεύτερον, την υστερούσα διαμεσολάβηση-εκπροσώπηση συμφερόντων της κυριαρχούμενης τάξης και των συμμάχων της στην υλική θεσμικότητα του κράτους και των συνδικαλιστικών, πολιτικών, διοικητικών κ.ο.κ. θεσμικών και εξωθεσμικών οργάνων, τις όποιες συγκλίσεις και διαφορές, αντιθέσεις κ.ο.κ. σε αυτά τα σχήματα διαμεσολαβημένης έκφρασης, οργάνωσης και δράσης. Την αναβάθμιση των όρων εμπλοκής των κάτω στον επαναστατικό μετασχηματισμό του όλου της κοινωνίας, καταρχάς με όρους πρακτικής ικανότητας και ετοιμότητας της πρωτοπόρου τάξης και των συμμάχων της για ανατροπή της κυρίαρχης τάξης και των συμμάχων της. Η αναβάθμιση αυτή των όρων εμπλοκής των κάτω, έρχεται σε σύγκρουση τόσο με την αντίδραση των επάνω,όσο και με την αδράνεια-αντίσταση-αναντιστοιχία διαθέσιμων μορφωμάτων, νοοτροπιών, κληροδοτημάτων του παρελθόντος.

Εδώ εκδηλώνεται νομοτελώς μια κλιμάκωση στα παραπάνω επίπεδα των βαθμών διαμεσολάβησης των αλλαγών και των επιπτώσεων, του αντίκτυπού τους στο όλον, σε επίπεδο διαθέσεων, ηθικοπολιτικής ηγεμονίας, και τελικά σε επίπεδο συσχετισμών δυνάμεων, με έκφραση σε σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής. Η αναβάθμιση της πολιτικής ενεργητικότητας των μαζών και η αυτοτελής ιστορική παρέμβασή τους δεν επέρχονται ισομερώς, γραμμικά και ακαριαία. Τα θύματα της απότομης επιδείνωσης της ανέχειας και της δυστυχίας, άμεσα στρέφονται σε αναζήτηση λύσεων προϋποθετικού τύπου για το άτομό τους και για τις οικογένειές τους. Αυτό οδηγεί αρχικά σε εσωστρέφεια και σε κλίμα «πολέμου όλων εναντίον όλων» με γνώμονα το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Δοκιμάζουν εκδοχές άμεσα διαθέσιμων και δοκιμασμένων μέσων και τρόπων λύσεων και διεξόδων (άμεση προσφυγή σε ανάθεση διαχείρισης σε άλλους, αλλά στα πλαίσια του συστήματος και της λογικής της ανάθεσης) και μόνον εφόσον πειστούν για την αναντιστοιχία-ανεπάρκεια αυτού του τύπου υποκειμένων, μορφών και λειτουργιών, αναζητούν άλλη λογική, ριζοσπαστικές κατευθύνσεις μετασχηματισμού και συνειδητοποιούνται-συγκροτούνται σε υποκείμενο άλλου τύπου και επιπέδου έναντι των διαθέσιμων.

Εδώ χρησιμοποιώ την έννοια του ασθενούς κρίκου, κυρίως με τη δεύτερη (συνδεδεμένη με την πρώτη και απορρέουσα από αυτήν) έννοιά της, που είναι επιτακτικότατη σε συνθήκες γενικευμένης κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης: αυτή που αφορά στην έγκαιρη διάγνωση, ανάδειξη και επικέντρωση των δυνάμεων και της προσοχής σε εκείνο το πρόβλημα, σε εκείνες τις επιτακτικές ζωτικές ανάγκες του λαού (αιτήματα, διεκδικήσεις) που θα επιτρέψουν να ξετυλίξει το κουβάρι του πλέγματος των εσωτερικών και εξωτερικών συστημικών αντιφάσεων, αλλάζοντας άρδην το συσχετισμό υπέρ της διεξόδου από την κρίση με επαναστατική προοπτική προς όφελος του λαού. Ο κρίκος αυτός επιτρέπει στις δυνάμεις που θα τον αδράξουν, να κατακτήσουν ακλόνητα την χειραφετική για το λαό πρωτοβουλία των κινήσεων, να κλιμακώνουν και να κατευθύνουν δημιουργικά και συσπειρωτικά την αγανάκτηση και την ανυπακοή, να προσδώσουν όλο και πιο συνειδητό, συντεταγμένο, αποτελεσματικό και τελικά νικηφόρο προσανατολισμό στη λαϊκή αυτενέργεια.

Έχει ιδιαίτερη σημασία η κλιμάκωση των διεκδικήσεων, των σκοπών, των προταγμάτων, των μέσων και των τρόπων του αγώνα, με όρους της «ζώνης της εγγύτερης ανάπτυξης» (κατ' αναλογία με την εξαιρετικά γόνιμη ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση της πολιτισμικής-ιστορικής θεωρίας του Λ. Βιγκότσκι) [5]. Η κλιμακωτή αναβάθμιση της συγκρότησης και συνειδητοποίησης του συλλογικού υποκειμένου σε όλο και πιο ριζοσπαστική και επαναστατική κατεύθυνση, δεν γίνεται γραμμικά, αδιαμεσολάβητα και ακαριαία. Επιτυγχάνεται με τη συστράτευση μιας κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας, στον πυρήνα της οποίας θα βρίσκεται η ενοποίηση παραδοσιακών και νέων στρατιών της μισθωτής εργασίας, με ενότητα δράσης για τη διεκδίκηση εκείνων των προταγμάτων που συνιστούν τον ασθενή κρίκο της συγκυρίας: πετυχαίνουν ταυτόχρονα τη μέγιστη συσπείρωση των κάτω γύρω από ζωτικής σημασίας διεκδικήσεις και το μέγιστο ρήγμα στην κυριαρχία των επάνω. Η συμμαχία αυτή γίνεται επιτακτική ως έκφραση της νομοτελούς ανάγκης σύμπηξης συλλογικού επαναστατικού υποκειμένου με όρους ραγδαίας εισόδου και αναβάθμισης της δημιουργικότητας των λαϊκών μαζών στο ιστορικό προσκήνιο. Η επαναστατική προοπτική στην κρισιακή συγκυρία και γενικότερα, είναι διακύβευμα της πλειοψηφικής εμπλοκής των μαζών στην υπόθεση της διεκδίκησης της εξουσίας και της εναλλακτικής πορείας ανάπτυξης, και όχι μικρών αυτόκλητων και  αυτοαναφορικών «πρωτοποριών». Σε αυτή τη διαδικασία θα ενεργοποιούνται και θα συνειδητοποιούνται με όλο και πιο ενεργό, αυτόνομο και ηγετικό ρόλο οι νέες στρατιές της μισθωτής εργασίας. Άρα, αυτή η μετωπική συγκρότηση του αγώνα μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο και στη συγκρότηση του νέου υποκειμένου (χωρίς πρωθύστερα σχήματα επανέκδοσης «μιας από τα ίδια» ή βεβιασμένης επίσπευσης μιας νομοτελούς διαδικασίας).  

Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές και υποκειμενικές μεταβολές, είναι ανέφικτη η εκδήλωση επανάστασης. Η βαθμιαία κλιμάκωση της επαναστατικής κατάστασης, ως αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, δεν οδηγεί αυτόματα σε νίκη μιας κοινωνικής επανάστασης, αν δεν συνοδεύεται από αντίστοιχους υποκειμενικούς όρους (θεωρητική θεμελίωση της στρατηγικής και τακτικής του επαναστατικού υποκειμένου, διαπαιδαγώγησή του σε ευρύτατο φάσμα δεξιοτήτων, μέσων και τρόπων διεξαγωγής του αγώνα, μαχητική οργάνωση της επαναστατικής του πάλης σε όλα τα επίπεδα, κ.λπ.). Η επαναστατική κατάσταση είναι εκείνη η αντικειμενική συγκυρία, στην οποία εκδηλώνεται με τη μεγαλύτερη ένταση η αναγκαιότητα συλλογικής συγκρότησης και παρέμβασης του υποκειμένου της επανάστασης, ο χαρακτήρας του οποίου καθορίζεται μεν πρωτίστως από τον εκάστοτε συγκεκριμένο χαρακτήρα της εργασίας που επικρατεί στατιστικά, αλλά εξαρτάται κατά πολύ και από την όλη προπαρασκευή του, από την διαπαιδαγώγηση, από την πολιτική του συγκρότηση, από την οργάνωση και την αγωνιστική του δράση.

Η κυριολεκτικά ζωτική σημασία του μετώπου, της κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας με όρους ενότητας δράσης σε συγκεκριμένους στόχους, απαιτεί σήμερα τιτάνιες και πρωτόγνωρες προσπάθειες, απαιτεί τη μέγιστη δυνατή ικανότητα να αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες του λαού, το βηματισμό του και τις καμπές στις διαθέσεις και στη συνείδησή του, τη μέγιστη δυνατή ευπροσηγορία, πέρα κι έξω από ελιτίστικες νοοτροπίες διδακτικού αφ' υψηλού τόνου και επιτιμητικής χλεύης των ταλαντεύσεων και της απουσίας «ωριμότητας» και «ιδεολογικής καθαρότητας» των μαζών.

 

Κόμμα ή μέτωπο;

 

Δεν μπορεί σήμερα να προτάσσεται εσπευσμένα η (ανα-)συγκρίτηση είτε η (επαν-) ίδρυση ενός κομμουνιστικού κόμματος (πόλου) ως προαπαιτούμενο της συγκρότησης του μετώπου είτε ως "η μόνη συνεπής επαναστατική γραμμή" έναντι του μετώπου…

Η συγκρότηση ενός κομμουνιστικού κόμματος -όχι κακέκτυπου αυτών της Γ' Διεθνούς, αλλά της νέας εποχής- δεν είναι θέμα γούστου ή πολιτικής βούλησης κάποιων. Είναι μια περίπλοκη νομοτελής ιστορική διαδικασία που απαιτεί άλλου, ανώτερου επιπέδου όρους από αυτούς του μετώπου:

1. Απαιτεί την ωρίμανση των νέων στρατιών της εργατικής τάξης, τη μετάβασή τους από τη θέση της τάξης "εν εαυτή" στην τάξη "δι' εαυτήν". Απαιτεί δηλ. την οργάνωσή της κατ' αρχήν σε συνδικαλιστικό και στη συνέχεια σε πολιτικό επίπεδο, όταν πλέον θα είναι σε θέση να επιτελεί καθοδηγητικό ρόλο στο σύνολο της μισθωτής εργασίας σε διεθνή κλίμακα (ποια είναι σήμερα η κατάσταση με τους ανέργους να είναι περισσότεροι από τους εργαζόμενους, με την επισφάλεια της απασχόλησης, την αδήλωτη εργασία και την χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα κ.ο.κ.;).

2. Απαιτεί ουσιώδη ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας, έτσι που μέσω της επιτέλεσης και των τριών θεμελιωδών λειτουργιών της (περιγραφής, εξήγησης και πρόβλεψης) να μπορεί να οδηγεί σε διακρίβωση σκοπών με τη μορφή του συγκεκριμένου θετικού (όχι αφηρημένου, "αντικαπιταλιστικού" κ.ο.κ.) κομμουνιστικού πολιτικού προγράμματος της εποχής (όχι μηρυκασμού εκδοχών του 19ου & 20ου αι., είτε ετεροπροσδιορισμών αυτών). Αλήθεια, ποια είναι σήμερα η κατάσταση της θεωρίας (ιδιαίτερα του θεωρητικού κεκτημένου εκείνων που προτάσσουν εδώ και τώρα τη συγκρότηση του κομμουνιστικού φορέα); Έχει διερευνηθεί διεξοδικά το σύγχρονο στάδιο της κεφαλαιοκρατίας, η θέση και ο ρόλος χωρών σαν την Ελλάδα σε αυτό; Έχει διερευνηθεί επιστημονικά (όχι θεολογικά ή αφοριστικά) η θέση και ο ρόλος των πρώιμων επαναστάσεων του 20ου αι., οι νομοτέλειες, οι αντιφάσεις τους και τα κατ' εξοχήν αντικειμενικά (όχι υποκειμενικά-ιδεολογικά-αφοριστικά, τύπου "τότε πήραν λάθος γραμμή" ή/και βαφτίσια τύπου: "ανέκδοτα εκμεταλλευτικά καθεστώτα", "κεϋνσιανά καθεστώτα", "κρατικός καπιταλισμός" κ.ο.κ.) αίτια της αδυναμίας επίλυσης-προώθησης της βασικής και των παράγωγων αντιφάσεών τους, που οδήγησαν στην αντεπανάσταση και στην κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση; Έχει προσδιοριστεί θετικά το τι ακριβώς πρεσβεύει η κομμουνιστική ενοποίηση της ανθρωπότητας, όχι ως αφηρημένο "όραμα"-ουτοπικό σχεδίασμα, αλλά ως νομοτελής πορεία, ως προοπτική ικανή να έλκει και να συστρατεύει ως η μόνη ζωτική προοπτική το κίνημα;

3. Απαιτεί μετάβαση από τη διάδοση αυτής της θεωρίας σε ομίλους της επαναστατικής νεολαίας σε συγκροτημένη πολιτική οργάνωση μάχης.

4. Στην εποχή της επιβολής διακρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων με αξιώσεις "Παγκόσμιας Διακυβέρνησης", απαιτεί υπέρτερη αυτής του κεφαλαίου διεθνή οργάνωση και συντονισμό δράσης, κ.ο.κ.

Στο βαθμό που δεν πληρούνται αυτοί οι όροι, είτε συνειδητοποιείται αυτό είτε όχι (και καλά θα κάνει να συνειδητοποιηθεί) τα όποια εγχειρήματα βεβιασμένης επίσπευσης της συγκρότησης του νέου κομμουνιστικού φορέα της εποχής, είναι καταδικασμένα να αναπαράγουν γελοιογραφικά κακέκτυπα παρωχημένων μορφών, εκφυλίζοντας την ίδια την προοπτική της ωρίμανσης του επαναστατικού κομμουνιστικού φορέα της εποχής.

Η κλιμάκωση του μετωπικού αγώνα, θα συμβάλλει οργανικά στην ωρίμανση των όρων για τον κομμουνιστικό φορέα της εποχής. Κάθε πρωθύστερο σχήμα μπορεί να φέρει πίσω την νομοτελή πορεία προς αυτό το φορέα [6] .  

 

Αριστερό μέτωπο, μέτωπο της αριστεράς; Για τις αρχές δραστηριοποίησης των κομμουνιστών στο μέτωπο.

 

Ωστόσο, Είναι σαφές ότι μέτωπο δεν χτίζεται χωρίς την αριστερά, είτε ακόμα και εναντίον της αριστεράς (το αντίθετο ανοίγει δρόμο μονοσήμαντα στο φασισμό). Επιπλέον, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι εκ των πραγμάτων, ο βασικός πόλος έλξης, ο νους και η ραχοκοκκαλιά του μετώπου είναι οι πιο συνεπείς κομμουνιστικής αναφοράς και κομμουνιστικές δυνάμεις. Είναι και οφείλουν να είναι. Δεν φωνασκούν αυτάρεσκα για αυτό, αλλά το κάνουν όπως αρμόζει στους πραγματικούς επαναστάτες: με σεμνότητα, αφοσίωση, συνέπεια, ανιδιοτέλεια και αυτοθυσία. Δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων την πρωτοκαθεδρία τους, επιδιώκοντας να σύρουν "αφ' υψηλού" το λαό στα προαπαιτούμενά τους, αλλά κατακτούν με τη δράση και το παράδειγμά τους καθοδηγητικό ρόλο, πείθοντας και έλκοντας στην προοπτική που πρεσβεύουν (αρκεί να την έχουν και να παλεύουν γι' αυτήν, συνδέοντάς την οργανικά με τα άμεσα ζωτικά προτάγματα της εποχής-συγκυρίας). Άρα, μέτωπο δεν σημαίνει "εκπτώσεις" σε αρχές. Τουναντίον. Όσο θα οξύνεται η πάλη, οι συγκροτημένοι θεωρητικά και ως συλλογικότητα κομμουνιστές θα συνδέουν με συνέπεια και συνέχεια κάθε βήμα με την ανάγκη κλιμάκωσης του αγώνα, με την προοπτική. Θα διαπαιδαγωγούν και θα διαπαιδαγωγούνται σ' αυτή την προοπτική. Θα είναι οι πιο συνεπής δύναμη, ακριβώς λόγω της στρατηγικής που οφείλουν να πρεσβεύουν.

Επιχειρείται τελευταία από κάποιους που αντιτίθενται στη μετωπική συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών μια ολισθηρή και μάλλον επικίνδυνη ταχυδακτυλουργία: επιχειρείται να ταυτιστεί κάθε εγχείρημα-πρόταγμα άμεσης παρέμβασης στις δραματικές αντιφάσεις της συγκυρίας με τη χυδαία συστημική κυβερνητική πρεμούρα της εκφυλισμένης-πουλημένης αριστεράς. Επιχειρείται να παρουσιαστεί κάθε τέτοιο εγχείρημα ως δήθεν οπορτουνισμός-καιροσκοπισμός, που επιδιώκει δήθεν εμπλοκή στο "εδώ και τώρα" χωρίς αρχές, όρους και όρια, αποκόπτοντας τη συγκυρία από τα βαθύτερα καθήκοντα της εποχής και την προοπτική της επαναστατικής στρατηγικής. Αν ίσχυε αυτό το τρικ, τότε οι πιο "συστημικοί" θα ήταν όλοι οι επαναστάτες που άφησαν παρακαταθήκες στο επαναστατικό κίνημα μέσα ακριβώς από (νικηφόρες και ηττημένες) παρεμβάσεις σε ανεπίλυτες αντιφάσεις του συστήματος, σε κρισιακές, επαναστατικές κ.ο.κ. συγκυρίες. Από πότε και βάσει ποιας επαναστατικής θεωρίας αναγορεύεται η παραίτηση-αποστασιοποίηση από την εμπλοκή στην κρισιακή συγκυρία ως κριτήριο επαναστατικής συνέπειας; Ακριβώς αυτή την παραίτηση όριζαν τόσο ο Μαρξ όσο και ο Λένιν βασικό σύμπτωμα ηθικοπολιτικής αυτοκτονίας και αποστασίας των επαναστατών, όχι σε αποσπασματικά χωρία, αλλά σε όλο το θεωρητικό και πρακτικό τους έργο. Έτσι αντιμετώπισαν οι Μαρξ και Ένγκελς τους ηγέτες των "υπεραριστερών" σεχταριστών της "Ένωσης κομμουνιστών" Βίλλιχ και Σάππερ και τα φραστικά "παιχνίδια" με την επανάσταση: "Ενώ εμείς λέμε στους εργάτες:  έχετε να περάσετε από 15, 20, 50  χρόνια εμφύλιου πόλεμου,  ώστε να αλλάξετε την κατάσταση και να διαπαιδαγωγηθείτε για την άσκηση της εξουσίας, [εκείνοι]  τους λένε:  πρέπει να πάρουμε την εξουσία αμέσως,  αλλιώς μπορούμε κάλλιστα να πάμε στο κρεβάτι μας"  (Από τα Πρακτικά της συνάντησης για την κεντρική διεύθυνση [της Κομμουνιστικής Λίγκας]  στις 15  Σεπτεμβρίου 1850, στο MarxEngels, Collected Works, vol.10, pp.626).

Όλη η διάλυση της Β' Διεθνούς, η αποστασία των Κάουτσκι, Πλεχάνοφ, μενσεβίκων κ.ο.κ.,  δεν είχε να κάνει με έλλειμμα αφηγήσεων, οραματικού λόγου και υποσχέσεων στην ανθρωπότητα στις παραμονές της μεγάλης παγκόσμιας κρίσης και του παγκοσμίου πολέμου, αλλά με το τι έκαναν όλοι αυτοί στην πρακτική της ταξικής πάλης στην κρίσιμη συγκυρία. Το κεφαλαιώδες λοιπόν, δεν είναι μια αφηρημένη διακήρυξη του συνθήματος του μέλλοντος, αλλά ο συγκεκριμένος αγώνας για την κατάκτηση-δημιουργία των θεωρητικών, πρακτικών, οργανωτικών μέσων και τρόπων επίτευξης του στρατηγικού σκοπού, ιδιαίτερα όταν οι «ρωγμές» της γενικευμένης κρίσης του συστήματος μπορούν να γίνουν πύλες για την επαναστατική ανατροπή των συσχετισμών δυνάμεων και του ρου της ιστορίας.     

Μια αναγκαία διευκρίνιση: καιροσκοπισμός-οππορτουνισμός δεν είναι η όποια εμπλοκή-παρέμβαση στη συγκυρία, αλλά εκείνος ο τύπος παρέμβασης που γίνεται χωρίς αρχές, χωρίς διάγνωση των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων, συσχετισμών και διακυβευμάτων της εποχής-συγκυρίας, χωρίς τη βέλτιστη συνειδητή υπαγωγή αυτής της εμπλοκής στο στρατηγικό σκοπό της κομμουνιστικής ενοποίησης της ανθρωπότητας. Είναι ο τακτικισμός, η σπουδή για διαχειριστική εμπλοκή-προσαρμογή στο αστικό σύστημα, με τους όρους του τελευταίου, είναι η άμβλυνση του ταξικού αγώνα αντί για την συνειδητή και οργανωτική αναβάθμισή του, είναι ο κατακερματισμός και η απουσία οργάνωσης-συντονισμού του κινήματος στην κρίσιμη φάση του αγώνα, είναι απουσία επαναστατικής θεωρίας και αντίστοιχης συνειδητής στάσης, που καταλήγει σε συνδιαλλαγή, σε πρόθυμη υποταγή των συμφερόντων της μισθωτής εργασίας σε αυτά των αστών, των εθνικών και υπερεθνικών τους οργάνων, με αντίστοιχη μετάθεση του αγώνα για ριζικό επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό στο απροσδιόριστο μέλλον. Οφείλουμε λοιπόν να διαχωρίζουμε την προσαρμοστική προθυμία για συμβιβασμούς χωρίς αρχές και στρατηγική των οππορτουνιστών από τις συμφωνίες και τους τακτικούς συμβιβασμούς βάσει αρχών. Χωρίς τα τελευταία είναι ανέφικτη η διεξαγωγή πραγματικής (όχι φανταστικά "καθαρής") ταξικής πάλης.

Τυπική περίπτωση καιροσκοπισμού-αποστασίας, είναι και η μη εμπλοκή στη μοναδική κρισιακή συγκυρία (με το προκάλυμμα εκδοχών "ορθοδοξίας" και "επαναστατικής καθαρότητας" κ.ο.κ.), που επιτρέπει στην καθεστωτική αντίδραση να αλωνίζει…

Για τους πραγματικούς επαναστάτες, το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν η απριόρι παραίτηση-αποστασιοποίηση από κάθε παρέμβαση στη συγκυρία, αλλά η επιλογή των εκάστοτε βέλτιστων για τις προοπτικές της επανάστασης και του κομμουνισμού όρων εμπλοκής του επαναστατικού κινήματος και ιδιαίτερα της όποιας πρωτοπορίας του (εντός ή εκτός εισαγωγικών).

Δεν υπάρχει πιο βλακώδης και καταστροφική για το κίνημα αντιδιαλεκτική προκατάληψη, από αυτή που συνδέει τη μετωπική πολιτική με παραίτηση και αποστασία από την επαναστατική θεωρία και στρατηγική. Η προκατάληψη αυτή εκδηλώνεται τραγελαφικά, με μιαν εμμονή κάποιων στη στρατηγική "ορθοδοξία" ως προαπαιτούμενο για την παραμικρή επιμέρους τακτική κίνηση, σε βαθμό αντιστρόφως ανάλογο της πραγματικής θεμελίωσης και του συγκεκριμένου ιστορικού χαρακτήρα αυτής της "στρατηγικής". Δυστυχώς, πολύ συχνά, αν όχι κατά κανόνα, θέτουν φραγμό σε κάθε μετωπική πρωτοβουλία και αγώνα άνθρωποι και συλλογικότητες, η θεωρητική συγκρότηση και η σαφήνεια των στρατηγικών προταγμάτων των οποίων είναι επιεικώς φαιδρά. Αυτή η θεωρητική ανεπάρκεια είναι οργανικά συνδεδεμένη με την αδυναμία διαλεκτικής και ιστορικά συγκεκριμένης αντίληψης της σχέσης μεταξύ στρατηγικής και τακτικής, που έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη σύγχυση και παράλυση-παραίτηση: κάθε επιμέρους τακτικό βήμα εκλαμβάνεται ως ατόφια στρατηγικό και αντιστρόφως, η στρατηγική εκλαμβάνεται αδιαμεσολάβητα ως τακτική.

Όταν οι επαναστάτες, οι κομμουνιστές καλούν σε μέτωπο, δεν αποποιούνται την κομμουνιστική θεωρία και προοπτική. Μέτωπο με κρυψίνοιες, κρυφές ατζέντες και καπελώματα, δεν γίνεται. Δεν τίθεται ως προαπαιτούμενο για τη "μαζικότητα" του μετώπου η άρνηση είτε η συγκάλυψη της κομμουνιστικής προοπτικής από τους κομμουνιστές που συστρατεύονται και πρωτοστατούν σε αυτό. Απλώς αυτή η προοπτική (όπως την εννοεί ο καθ' εις) δεν μπορεί να τίθεται ως προαπαιτούμενο για τη σύμπηξη του Μετώπου και την προώθηση των διεκδικήσεών του, δεν μπορεί να τίθεται ως κραυγαλέα προμετωπίδα αριστερής, αντικαπιταλιστικής, σοσιαλιστικής, κομμουνιστικής κ.ο.κ. "καθαρότητας". Μιας "καθαρότητας", που θα δρα αποτρεπτικά για τη συστράτευση ανθρώπων, οι οποίοι προσφάτως κάνουν τα πρώτα βήματα της ριζοσπαστικοποίησής τους και είναι άκρως επιφυλακτικοί σε κάθε ακατάληπτη διακήρυξη.

Δεν μας χρειάζεται λοιπόν ούτε "αριστερό" μέτωπο, ούτε μέτωπο "της αριστεράς", της "παναριστεράς" κ.ο.κ. Το πρόσημο και η κοινωνική σημασία του μετώπου θα τίθενται από τα προτάγματα, από την πρακτική του στην κοινωνία, από το περιεχόμενο και τις μορφές του αγώνα, ενός αγώνα που δεν θα αναπαράγει αγκυλώσεις και προκαταλήψεις, αλλά θα ενοποιεί χειραφετικά το συλλογικό του υποκείμενο. Εάν π.χ. κάποιος άνθρωπος στη φάση της ριζοσπαστικοποίησής του συστρατεύεται με το πρόταγμα της εθνικοποίησης των τραπεζών και κομβικών κλάδων υποδομών με εργατικό έλεγχο, αλλά δεν αυτοπροσδιορίζεται σήμερα ως αριστερός, κομμουνιστής κ.ο.κ., θα πρέπει να τίθεται εκτός Μετώπου; Το ίδιο το περιεχόμενο παρόμοιων αιτημάτων τι είναι άραγε, δεξιό; Για ποιο λόγο λοιπόν σε αυτή τη συγκυρία να κραυγάζει το Μέτωπο περί της αριστεροσύνης ή περί του ανικαπιταλισμού του;

Επομένως, το μέτωπο έχει νόημα, εάν και μόνον εάν, απεμπλακεί από την εσωστρέφεια των ενδοαριστερών οριοθετήσεων-αναδιατάξεων του παρελθόντος και στραφεί ρωμαλέα στις λαϊκές μάζες, δίνοντάς τους πραγματική προοπτική ζωής και αγώνα.

Ο Λένιν στηλίτευσε αμείλικτα τις «φαιδρές σχολαστικές» σχηματοποιήσεις κάποιων που φαντασιώνονται το κίνημα και την επαναστατική διαδικασία κατά τον εξής τρόπο: « … θα παραταχθεί σε ένα μέρος ένα στράτευμα και θα πει: "εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού", ενώ σε ένα άλλο μέρος [θα παραταχθεί] ένα άλλο, και θα πει: "εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού" και αυτή θα είναι η κοινωνική επανάσταση!… Όποιος αναμένει την "καθαρή" κοινωνική επανάσταση, ποτέ δεν θα ζήσει να τη δει. Αυτός είναι ένας επαναστάτης στα λόγια, που δεν κατανοεί την πραγματική επανάσταση». Και διευκρίνιζε: «Η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο, εκτός από έκρηξη της μαζικής πάλης όλων και όλων των ειδών των καταπιεσμένων και ανικανοποίητων. Μέρος της μικρής αστικής τάξης και των καθυστερημένων εργατών αναπόφευκτα θα συμμετάσχει σε αυτήν – χωρίς αυτή τη συμμετοχή δεν είναι εφικτός ο μαζικός αγώνας, δεν είναι εφικτή καμία επανάσταση…» (Άπαντα, τ. 30, σ. 54).

Δεν είναι η πάλαι ποτέ ιστορική ή/και αυτόκλητη πρωτοπορία της τάξης και του όποιου κόμματος, που θα αποφανθεί δίκην ασκήσεων επί χάρτου περί του «πολιτικώς και ιδεολογικώς ορθού» αγώνα, αλλά, τουναντίον, αυτός που θα αναδείξει την πρωτοπορία της εργατικής τάξης και την προοπτική είναι ο μετωπικός αγώνας στην κλιμάκωσή του: «το προλεταριάτο συνιστά μια πραγματικά επαναστατική, μια πραγματικά σοσιαλιστικά δρώσα τάξη, μόνο υπό τον όρο ότι διεκδικεί και δρα ως πρωτοπορία όλων των εργαζομένων και όσων υφίστανται την εκμετάλλευση, ως ηγέτης τους στον αγώνα για την ανατροπή των εκμεταλλευτών...» (Άπαντα, τ. 41, σσ. 169-170).

Η επαναστατική κατάσταση σηματοδοτεί ουσιαστικά μια ριζική καμπή στην ιστορία της κοινωνίας, όπου γίνεται άμεσα και έντονα έκδηλη η ανεπάρκεια και η ιστορική χρεοκοπία της άρχουσας τάξης και του καθεστώτος της, η αναντιστοιχία της με τις ανάγκες και τις επιταγές της εποχής, η αδυναμία της να επιτελέσει λειτουργίες ηγεμονίας και κυρίαρχου υποκειμένου διά των ιδεολογικών και πολιτικών εκπροσώπων του καθεστώτος της. Τότε είναι που προκύπτει επιτακτικά η δυνατότητα και η αναγκαιότητα ριζικής επαναστατικής μεταστροφής του ρου της ιστορίας, ανάληψης πρωτοβουλίας κινήσεων από τους κάτω, αναβάθμισής τους από τη θέση των υποτακτικών ενεργούμενων σε συγκροτημένο υποκείμενο, με όρους αρχικά ηθικοπολιτικής ηγεμονίας και στη συνέχεια με την αξίωση κατίσχυσης και κυριαρχίας με όρους συσχετισμών δυνάμεων. Για να γίνει αυτή η δυνατότητα πραγματικότητα, απαιτείται συγκρότηση και ανάπτυξη του επαναστατικού υποκειμένου με όρους μετώπου, κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας, μαζικής ενότητας δράσης.

Χρειάζεται άραγε να συμφωνήσουμε σε όλα για να συμπήξουμε νικηφόρο κίνημα ανατροπής του καθεστώτος; Κάθε άλλο. Μέτωπο σημαίνει: κτυπάμε μεν μαζί στα επιτακτικά & ζωτικής σημασίας βραχυμεσοπρόθεσμα που συμφωνούμε, επιφυλασσόμεθα δε, συζητάμε, κάνουμε ζύμωση, παλεύουμε για τα περαιτέρω. Δεν συγκαλύπτουμε, δεν κουκουλώνουμε τις όποιες διαφωνίες, αλλά τις αναδεικνύουμε, με πλήρη σεβασμό στους συντρόφους μας που είναι φορείς τους, κτίζοντας συντροφικές σχέσεις ανεξιγνωμίας και συναγωνιστικότητας. Επομένως, είναι ζωτικής σημασίας:

α. η σαφήνεια στη διατύπωση των θέσεων-απόψεων, ώστε να καταστούν σαφή και τα πλαίσια της όποιας συμφωνίας ή διαφωνίας, ώστε να δούμε στην κρίσιμη φάση τι πραγματικά μας ενώνει και τι μας χωρίζει,

β. η σαφής διατύπωση των άμεσων βραχυμεσοπρόθεσμων, μεταβατικών στόχων παρέμβασης, όχι στο απροσδιόριστο μέλλον, αλλά ακριβώς στο πλέγμα αντιφάσεων της συγκυρίας που καθιστά ευάλωτο και αδύναμο το καθεστώς, που παρέχει τις βέλτιστες δυνατότητες αλλαγής των συσχετισμών με κλιμάκωση της ριζοσπαστικοποίησης και αγωνιστική διαπαιδαγώγηση του λαού,

γ. η δημιουργία κλίματος-ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης, καλής προαίρεσης, άρσης κάθε καχυποψίας και όλων των συσσωρευμένων φορτίσεων (που καθιστούν ενίοτε το διάλογο με τον ταξικό αντίπαλο πιο εύκολο από το διάλογο μεταξύ -κατά τα λοιπά- ομοϊδεατών)…

δ.  η συγκρότησή του βάσει των αρχών της αιρετότητας, της εκ περιτροπής εναλλαγής, του διαρκούς ελέγχου από τα κάτω, της λογοδοσίας και της ανακλητότητας. Της βέλτιστης δημοκρατικής και αποτελεσματικής-μάχιμης λειτουργίας σε όλα τα επίπεδα, ώστε να αίρονται και οργανωτικά οι πιθανότητες επιβολής, καπελώματος, μικροκομματικών παιγνίων κ.ο.κ. και οι αντίστοιχες παραλυτικές καχυποψίες και κωλυσιεργίες.

Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο και ανέφικτο, σχέσεις αυτού του τύπου δομούμε με εξαιρετική επιτυχία εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, στα πλαίσια των Ομίλων Επαναστατικής Θεωρίας (βλ. http://www.omilos.tuc.gr/). Και είναι καταλυτική η σημασία των κομμουνιστών σε αυτές τις σχέσεις.

Άλλωστε, στην κρισιακή συγκυρία, όπως αυτή εκδηλώνεται στον «ασθενή κρίκο», το κάθε πρόταγμα από τη μετωπική δέσμη βραχυ-μεσοπρόθεσμων διεκδικήσεων του κινήματος, εξακοντίζεται στον πυρήνα των διακυβευμάτων της εποχής, αναμετράται με τις κυρίαρχες στρατηγικές επιλογές της άρχουσας τάξης, συναρτάται με τη δυναμική του ριζικού επαναστατικού μετασχηματισμού, με το έναυσμα της επανεκκίνησης της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Είναι λοιπόν σκόπιμο, αυτή η συνάρτηση να γίνεται μετά λόγου γνώσεως, συνειδητά, με όρους διαλεκτικής υπαγωγής των τακτικών κινήσεων στη στρατηγική, με όρους εμπλοκής του επαναστατικού κινήματος στη «ζώνη εγγύτερης ανάπτυξης» της συγκυρίας.

Είναι θέμα ζωής ή θανάτου του λαού και του κινήματος η συγκρότηση αυτής της κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας. Η συγκρότηση ενός ενιαίου κέντρου συντονισμού και περιφρούρησης του νικηφόρου αγώνα σε όλα τα επίπεδα, με κάθε αναγκαίο τρόπο και μέσο, ικανού να αδράξει τη στρατηγική πρωτοβουλία κινήσεων από το Μαύρο Μέτωπο του καθεστώτος, υπερβαίνοντας την ηττοπάθεια και τις εκ των υστέρων μάχες οπισθοφυλακής. Ενός Μετώπου για τη διεκδίκηση λαϊκής κυριαρχίας, πατριωτικού και διεθνιστικού [7].  

Η βέλτιστη επίτευξη αυτών των όρων, απαιτεί επιτακτικότερα από ποτέ το θετικό προσδιορισμό της κομμουνιστικής προοπτικής, όχι ως προαπαιτούμενο της σύμπηξης της ως άνω κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας (που θα συνιστούσε καταστροφικό σεκταρισμό), αλλά ως σαφή διακηρυγμένο σκοπό και προσανατολιστική αρχή των κομμουνιστών σε αυτή την εμπλοκή.

Απαιτείται λοιπόν θεμελιώδης ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και της κλιμάκωσης της συγκρότησης του υποκειμένου των επικείμενων επαναστάσεων, αρχής γενομένης από ένα μετωπικό αγώνα, που θα εδράζεται σε κοινή δράση, με διεκδικήσεις που θα αφορούν τις επιτακτικές θεμελιώδεις ανάγκες ζωτικής σημασίας για την επιβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων. Έναν αγώνα αντιιμπεριαλιστικό, για λαϊκή κυριαρχία και κοινωνική απελευθέρωση, για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, εναντίον των πλέον επιθετικών δυνάμεων του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου, εναντίον των νέων μορφών αποικιοκρατίας. Μέσα από αυτό το θεωρητικό και πρακτικό αγώνα θα λάβει χώρα μια πολύ σημαντική ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, σε μια διαδικασία ωρίμανσης του επαναστατικού υποκειμένου για την επαναστατική ενοποίηση της ανθρωπότητας.

Χανιά 27.5.2013

 

ΠΗΓΗ: [Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Αριστερή Συσπείρωση", Αρ. Τεύχους 25, Ιούνιος 2013 σ. 39-50]. Το είδα: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/dim_aristerisyspeirosi_25_2013.htm

 

Παραπομπές

 

[1] Η απολογητική λειτουργία αυτής της αυταπάτης-φενάκης της δέσμιας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων συνείδησης συνδέεται με τη γενικευμένη επίφαση «ισότητας» και «ελευθερίας» του συνόλου των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, οι οποίες -στο εν λόγω πλαίσιο- προβάλλουν ως βουλητικές πράξεις-επιλογές στις συναλλαγές-δικαιοπραξίες των ατόμων-«λελογισμένων» εγωιστών. Στον αντίποδα αυτής της θεώρησης και ως αφετηριακός ετεροπροσδιοριστικός πόλος της, βρίσκεται η άλλη φενάκη, βάσει της οποίας το σύνολο των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων προβάλλει ως άκαμπτο και ανυπέρβλητο πλέγμα αυθύπαρκτων απρόσωπων «δομών χωρίς υποκείμενο», με τους ανθρώπους σε ρόλο απλών φορέων-ενεργούμενων αυτών των δομών. Με αυτό τον τρόπο αλληλοαναπαράγονται δέσμιες της κυριαρχίας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στάσεις και αυταπάτες, φιλοσοφικές-μεθοδολογικές εκφράσεις των οποίων είναι εκδοχές της ιδεοκρατικής βουλησιαρχίας, του υποκειμενισμού καθώς και του θετικισμού, του δομισμού, κ.λπ.

[2]      Απαιτεί ξεχωριστή διερεύνηση η υπονόμευση της επιστημονικής ορθολογικότητας στο πεδίο της υποκατάστασης της επιστήμης από ιδεολογικές-χειραγωγικές τοποθετήσεις φορέων πραγματικών και φαντασιακών αντιπαλοτήτων στην ανταγωνιστική δομή του εποικοδομήματος, στο πνεύμα πολλαπλών ετεροπροσδιορισμών. Σε αυτό το πνεύμα, οι βασικές λειτουργίες της επιστήμης (αντικειμενική περιγραφή, εξήγηση και πρόβλεψη) υποκαθίστανται από την κατίσχυση σε συσχετισμούς δυνάμεων βάσει της αγοραίας δημοφιλίας, από τη σπουδή για ιδεολογική περιχαράκωση «ημετέρων» έναντι «αντιπάλων», από τον καθορισμό του εκάστοτε «κύριου ρεύματος» (μόδας ιδεών του συρμού) και τη σύμπλευση με αυτό, από αγελαίες ιδεολογικές συστρατεύσεις κ.ο.κ. Εδώ, η σπουδή για επικράτηση των ιδεών παραγκωνίζει τη γνωσιακή σχέση και προσομοιάζει μάλλον με την εμπορική-επιχειρηματική κατίσχυση στις αγοραίες σχέσεις, με αντίστοιχη υποβάθμιση και εκτόπιση τόσο της γνωστικής διαδικασίας και του αντικειμένου, όσο και του υποκειμένου της γνώσης. Η δημοσκοπική ή/και εκλογική κατίσχυση προσλαμβάνει όλο και πιο πολύ χαρακτηριστικά αγοραίου ανταγωνισμού, όπου οι αλλοτριωμένοι γραφειοκράτες «ηγέτες» (επαγγελματίες ή ερασιτέχνες-χομπίστες πολιτικοί) φέρονται ως μαγαζάτορες με αξιώσεις αποκλειστικότητας και χειρίζονται τους υπόλοιπους ως ανταγωνιστικά «μαγαζιά» ή/και ως πελάτες. Εδώ, δεν έχει πλέον ιδιαίτερη σημασία η αντιστοίχηση των ιδεών με την πραγματικότητα, με το γνωστικό αντικείμενο, με την αλήθεια και η αποτελεσματικότητα της πράξης, αλλά ο αντίκτυπος, η απήχηση, η ιδεολογική-χειραγωγική χρήση των ιδεών. Αντίστοιχα και το υποκείμενο απαλείφεται, ή υποβαθμίζεται στους ρόλους του δίπολου χειραγωγός-χειραγωγούμενος.

Η απόσπαση αυτής της ειδικής πτυχής της ανταγωνιστικής λειτουργίας των ιδεών στο εποικοδόμημα και η αντίστοιχη απολυτοποίηση-υποστασιοποίησή της, αποτελεί τη βάση αρχικά της δομολειτουργικής αντίληψης περί ιδεολογίας και «ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους», των μεταδομικών αντιλήψεων αποκλειστικής σύζευξης της γνώσης με την εξουσία, τη χειραγώγηση, τον «ολοκληρωτισμό» και στη συνέχεια των μετανεωτερικών ιδεολογημάτων αναγωγής της γνώσης συλλήβδην σε «κοινωνικές και συμβολικές κατασκευές».

Το αδιέξοδο αυτών των ιδεολογημάτων συνδέεται με την απάλειψη από την προβληματική τους της καθολικής σχεδιοποιού και χειραφετικής-απελευθερωτικής λειτουργίας της επιστήμης και της φιλοσοφίας.

[3]      Αυτό μαρτυρά π.χ. η υποκατάσταση του επαναστατικού διεθνισμού από τον αστικό κοσμοπολιτισμό, η υιοθέτηση αστικών ιδεολογημάτων της «θεωρίας των άκρων», του «ολοκληρωτισμού», του δομισμού, του μεταδομισμού και του μεταμοντέρνου, η ευκολία μετακίνησης από μαοϊκές σταλινικές δοξασίες σε ιδεολογήματα επιγόνων του τροτσκισμού, από καστοριαδικό «φαντασιακό» ανορθολογισμό σε μιντιακή «φιλοσοφία» εντυπωσιασμού αδαών, τύπου Σλαβόι Ζίζεκ, κ.ο.κ….

[4]      Είναι συναρπαστικές οι οπαδικές μετατοπίσεις, παλινδρομήσεις και μετεγγραφικές επιδόσεις ορισμένου τύπου αριστερής διανόησης, με αντίστοιχες ιδεολογικές παλινωδίες και ακροβασίες. Το φαινόμενο «εμπλουτίζεται» με τις επιδόσεις αμοιβαίας κύρωσης κομματικών και πανεπιστημιακών ιδιοτήτων. Π.χ., ο πιστός σε ορισμένη κομματική γραμμή πανεπιστημιακός είναι πάντα ευπρόσδεκτος άνθρωπος «των γραμμάτων και των τεχνών», που κοσμεί τη δημόσια παρουσία της αντίστοιχης γραφειοκρατίας… Ενίοτε μάλιστα, τυγχάνει να αποχωρεί από αυτό το ρόλο, αφήνοντας ιδεολογήματά του «κληρονομιά» στον εν λόγω χώρο…

[5]  Βλ. επίσης και τη θεωρία των αναβαθμών της διαμόρφωσης των νοητικών δράσεων του P. Galperin.

[6]  Διδακτική είναι από αυτή την άποψη και η ιστορική εμπειρία του επαναστατικού κινήματος της χώρας μας. Το ΕΑΜ ήταν δημιούργημα μιας μικρής ομάδας περίπου 200 κομμουνιστών, ενώ το ΚΚΕ το 1944 είχε 500.000 μέλη το 1944, σε πληθυσμό 7.500.000 κατοίκων. Άρα και το μέσα και μετά το μετωπικό αγώνα κομμουνιστικό όμμα ήταν δημιούργημα του μετώπου.

[7] Σε αυτή τη συγκυρία, εάν δεν τίθενται αιτήματα εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας με όρους ταξικούς και διεθνιστικούς, παρέχονται τεράστιες δυνατότητες χειραγώγησης και καπηλείας στις δυνάμεις του φασισμού.

Τουρκία: αναπότρεπτος χαρακτήρας εξελίξεων

Οι εξελίξεις στην Τουρκία και ο αναπότρεπτος χαρακτήρας τους

 

Του Δημήτρη Καζάκη

 

Επί έξη ημέρες μεγάλες κινητοποιήσεις συγκλονίζουν όχι μόνο την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, αλλά και άλλες 13 μικρότερες πόλεις κυρίως στα παράλια της Τουρκίας. Κανείς δεν περίμενε όχι μόνο την κοινωνική έκρηξη, αλλά και την έκτασή της επί τόσες ημέρες. Για τις ΗΠΑ και την ΕΕ η Τουρκία αποτελούσε ένα «ασφαλές καταφύγιο» στην περιοχή για τις πολιτικές αποσταθεροποίησης που εφαρμόζουν. Επίσης το καθεστώς Ερντογκάν φαινόταν ακλόνητο. Έτσι το ήθελαν τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η ΕΕ.

Κανείς τους δεν πήρε στα σοβαρά τις τεράστιες συγκεντρώσεις με αντιπολεμικό περιεχόμενο μερικούς μήνες πριν. Στις αρχές του Νοεμβρίου 2012 το τουρκικό κοινοβούλιο έδωσε στον Ερντογκάν την εξουσία να στέλνει στρατό σε «ξένες χώρες». Η απόφαση αυτή ήταν κατά παραγγελία του ΝΑΤΟ και προετοίμαζε καθαρά την εμπλοκή της Τουρκίας στον πόλεμο κατά της Συρίας. Όμως αυτό που δεν περίμενε κανείς ήταν το ξέσπασμα του τουρκικού λαού. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές στην Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα και αλλού ξεχύθηκαν στους δρόμους με αντιπολεμικά συνθήματα.

Τις επόμενες ημέρες οι διαδηλώσεις πλήθηναν σε τρομακτικό βαθμό, αλλά τα μέσα μαζικής εξαπάτησης τόσο της Τουρκίας, όσο και διεθνώς τις έσβησαν σαν εικόνα και σαν είδηση. Ο Ερντογκάν φρέναρε την άμεση εμπλοκή της Τουρκίας, χωρίς να την σταματήσει, σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον της Συρίας κι έτσι όλοι νόμιζαν ότι η κοινωνία ησύχασε. Τα επιτελεία του ΝΑΤΟ και της ΕΕ πίστεψαν ότι το καθεστώς Ερντογκάν ελέγχει απόλυτα την κατάσταση και έτσι όλοι ησύχασαν.

Όμως το καζάνι έβραζε. Και δεν χρειάστηκε παρά μόνο ένα δευτερεύον γεγονός, από αυτά που είναι απολύτως συνηθισμένα στην Τουρκία. Στις 31 Μαΐου οι μπουλντόζες πήγαν να ισοπεδώσουν έναν από τους τελευταίους ελεύθερους χώρους στην Κωνσταντινούπολη, το πάρκο Γκεζί στην πλατεία Ταξίμ.

Σκοπός των πολιτικών και των εργολάβων που αποφάσισαν την καταστροφή του πάρκου και μεγάλου μέρους της πλατείας Ταξίμ ήταν διπλός. Αφενός, το κέρδος από την οικοδόμηση ενός ακόμη τερατώδους εμπορικού κέντρου που «κοσμούν» την βιτρίνα της Κωνσταντινούπολης και, αφετέρου, την καταστροφή ενός ιστορικού ορόσημου της πόλης. Η πλατεία Ταξίμ είναι ότι η πλατεία Συντάγματος για την Αθήνα. Έχει συνδεθεί με τις μαζικότερες λαϊκές και εργατικές διαδηλώσεις που έχουν γίνει στην Κωνσταντινούπολη και στην Τουρκία, αλλά και με την ίδια την ίδρυση της Τουρκικής δημοκρατίας.

Την 1η Μαΐου φέτος οι δυνάμεις καταστολής έκαναν τα αδύνατα δυνατά να εμποδίσουν τις δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτών της εργατικής πρωτομαγιάς από το να συγκεντρωθούν στην πλατεία Ταξίμ, όπως συνηθίζουν κάθε χρόνο. Είχε μπει σε κίνηση η επιχείρηση καταστροφής της ιστορικής πλατείας που, εκτός όλων των άλλων, αποτελεί σύμβολο του εθνικού τουρκικού κράτους. Το όνομά της οφείλεται σε παλαιά θολωτή υδατοδεξαμενή (ταξίμ) που είχε αναγείρει το 1731 ο Σουλτάνος Μαχμούτ Α'. Η υδατοδεξαμενή αυτή μαζί με τους οθωμανικούς στρατώνες πυροβολικού, που βρίσκονταν στην ίδια περιοχή, γκρεμίστηκαν αργότερα και στο χώρο αυτό διαμορφώθηκε σύγχρονο πάρκο με τη μεγάλη ομώνυμη πλατεία. Αν και το επίσημο όνομά της είναι «πλατεία ανεξαρτησίας», παραμένει όμως περισσότερο γνωστή με το όνομα Ταξίμ. Στο κέντρο της, δεσπόζει μεγάλο τετράπλευρο θολωτό μνημείο με τον ανδριάντα του Κεμάλ Ατατούρκ, που ανεγέρθηκε το 1928 και τον παρουσιάζει, αφενός, ν' αναλαμβάνει την επίθεση κατά των Ελλήνων το 1922, (βόρεια πλευρά), αφετέρου, να προκηρύσσει τη Δημοκρατία της Τουρκίας το 1923 (νότια πλευρά).

Το καθεστώς Ερντογκάν θέλησε να κατεδαφίσει πάρκο και πλατεία ώστε στη θέση τους να οικοδομηθεί ένα εμπορικό κέντρο που θα μοιάζει με τους παλιούς οθωμανικούς στρατώνες πυροβολικού που είχαν γκρεμιστεί. Από αυτή την άποψη το συγκεκριμένο σχέδιο είχε και μια συμβολική σημασία. Συμβόλιζε το νέο καθεστώς της Τουρκίας. Αναβίωση του οθωμανισμού στη βάση του πιο άγριου και ασύδοτου νεοφιλελευθερισμού. Αυτή είναι άλλωστε και η πολιτική που χαρακτήρισε ιδιαίτερα την δεκαετία Ερντογκάν.

Όλα αυτά λειτούργησαν ως θρυαλλίδα για την κοινωνική έκρηξη που βιώνει η Τουρκία σήμερα. Οι δυνάμεις καταστολής αντιμετώπισαν τους λιγοστούς διαδηλωτές που είχαν αρχικά μαζευτεί στο πάρκο για να σταματήσουν τα έργα, με τον συνήθη τρόπο: άγριο ξυλοδαρμό, χημικά και προσαγωγές. Κάτι απόλυτα συνηθισμένο για την Τουρκία, η οποία στήριξε την οικονομική της άνοδο την τελευταία δεκαετία στην προνομιακή μεταχείριση των πιο αδίστακτων επιχειρηματικών συμφερόντων από το κράτος με ταυτόχρονη ανοιχτή καταστολή άνευ προηγουμένου. Ο Ερντογκάν φρόντισε όχι μόνο να λειτουργεί σε τακτική βάση η λογοκρισία, αλλά να στελεχώσει τις δυνάμεις καταστολής με τέτοιο τρόπο ώστε να τις μετατρέψει σε απόλυτο βραχίονα του καθεστώτος του εναντίον της όποιας πιθανής αντιπολίτευσης που δεν είναι ελεγχόμενη από το δικό του «βαθύ κράτος» και παρακράτος.

Όμως αυτή την φορά η άγρια καταστολή δεν ήταν αρκετή για να τρομοκρατήσει τον κόσμο. Και παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις καταστολής ανέστειλαν την λειτουργία όλων των μέσων μαζικής μεταφοράς, ακόμη και το πέρασμα του Βοσπόρου, ο κόσμος βρήκε τρόπους να συγκεντρωθεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες στην πλατεία Ταξίμ. Οι περισσότεροι κατέβησαν με τα πόδια περπατώντας ώρες από τις λαϊκές συνοικίες της Πόλης. Οι εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές δεν έχουν ενιαία συγκρότηση και πολιτικούς στόχους. Ανάμεσά τους θα βρει κανείς από ακτιβιστές για το περιβάλλον, αριστερούς συνδικαλιστές, αριστερίστικες οργανώσεις έως Τούρκους εθνικιστές που θεωρούν ως μέγιστη προσβολή στο Τουρκικό έθνος την αναβίωση του οθωμανισμού. Και φυσικά απλός κόσμος από όλες τις λαϊκές τάξεις.

Από την πρώτη στιγμή το σύμβολο που κυριάρχησε στις διαδηλώσεις ήταν η τουρκική σημαία, ως σύμβολο ενότητας όλων όσοι συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις. Αριστεροί και δεξιοί βρέθηκαν στην ανάγκη να συμμαχήσουν και να συνεννοηθούν προκειμένου να αντιμετωπίσουν την άγρια καταστολή. Από κοινού συγκεντρώσεις ανά συνοικία με συνεννόηση ανάμεσα στα μπλοκ των διαδηλωτών, εξασφάλισαν τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν την καταστολή όπου κι αν εκδηλώνεται. Η ενότητα αυτή εξασφαλίζει ως σήμερα την ένταση, τη μαζικότητα και την συνέχεια των διαδηλώσεων παρά την αγριότητα της καταστολής.

Η αγριότητα των δυνάμεων καταστολής ανάγκασαν ακόμη και τα ξενοδοχεία των 5 αστέρων που βρίσκονται στην περιοχή της πλατείας Ταξίμ ν' ανοίξουν για να προστατέψουν τους διαδηλωτές και να περιθάλψουν τους τραυματίες. Αυτό είχε επίσης ένα αναπάντεχο αποτέλεσμα. Να αναγκαστούν οι διαδηλωτές να συγκεντρώνονται στις μεγάλες συνοικίες της Πόλης και έπειτα να επιχειρούν να κατέβουν προς το κέντρο όπου συναντούσαν τις δυνάμεις καταστολής. Από την στιγμή που η ίδια η καταστολή εξώθησε τους διαδηλωτές να μετατρέψουν τις συνοικίες σε ορμητήριό τους, καμιά επιχείρηση των δυνάμεων ασφαλείας δεν μπορεί να τους καταστείλει. Γι' αυτό και μετά σχεδόν από μια βδομάδα διαρκούς αναμέτρησης, το καθεστώς αναγκάστηκε να βάλει στη μάχη τους «οπαδούς» του, δηλαδή τις οργανωμένες συμμορίες των παρακρατικών.

Τα αιτήματα των διαδηλωτών ποικίλουν. Όμως αυτό που κυριάρχησε από την αρχή ήταν η απαίτηση να παραιτηθεί η κυβέρνηση Ερντογκάν. Πολύ γρήγορα το αίτημα αυτό συμπληρώθηκε με συνθήματα κατά του νεοοθωμανισμού και υπέρ της Τουρκικής δημοκρατίας. Το κίνημα αυτό είναι φανερό ότι έχει βαθιές ρίζες στα λαϊκά στρώματα της πόλης όπου και ανδρώνεται, αλλά ακόμη είναι ανοργάνωτο και χωρίς συγκροτημένη πολιτική έκφραση. Στο πεδίο αυτό θα κριθεί η τύχη του το αμέσως επόμενο διάστημα. Ποιες δυνάμεις θα το ελέγξουν, ή ποιες νέες δυνάμεις θα αναδειχθούν από την λαϊκή κινητοποίηση; Κανείς δεν γνωρίζει. Όλα είναι ανοιχτά. Το σίγουρο είναι ότι ήδη διεξάγεται ένας ανελέητος αγώνας για το ποιος θα ελέγξει το αυθόρμητο κίνημα του λαού. Και σ' αυτόν τον αγώνα παίζουν πολλοί. Ντόπιες δυνάμεις, αλλά και ξένες. Το ποιος τελικά θα επικρατήσει εξαρτάται από την αντοχή του ίδιου του κινήματος και την ικανότητά του πρωτογενώς να αναδείξει την δική του ηγεσία.

Αυτό που σίγουρα έχει τελειώσει και μάλιστα οριστικά είναι το καθεστώς Ερντογκάν και πιο συγκεκριμένα ο ίδιος ο Ερντογκάν. Το γεγονός ότι το καθεστώς δεν κατόρθωσε να καταστείλει αμέσως την λαϊκή έκρηξη και αναγκάστηκε να βγάλει στους δρόμους τους δικούς του «οπαδούς», δηλαδή τους παρακρατικούς, για να δράσουν εναντίον των διαδηλωτών, σημαίνει ότι έχει χάσει τον έλεγχο της κατάστασης. Ότι έκανε κι ο Μουμπάρακ στην Αίγυπτο στις αρχές της εξέγερσης στην πλατεία Ταχρίρ με αποτέλεσμα να μετατραπεί μια σχετικά αναίμακτη μαζική εξέγερση σε αιματοκύλισμα. Τα πρώτα σημάδια εμφυλίου αρχίζουν να εμφανίζονται. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις εξελίξεις αν επαληθευθεί η είδηση ότι οι «οπαδοί» του Ερντογκάν συγκεντρώνουν δυνάμεις για να εισβάλουν στις εξεγερμένες λαϊκές συνοικίες των μεγάλων πόλεων της Τουρκίας απ' όπου εξορμούν μαζικά οι διαδηλωτές. Πολύ περισσότερο αν πάρουμε υπόψη μας ότι οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας δεν έχουν ακόμη τοποθετηθεί ανοιχτά.   

Ο Ερντογκάν μπορεί να επιβληθεί μόνο αν χυθεί αίμα και μάλιστα πολύ. Μόνο αν οδηγήσει την χώρα του στον εμφύλιο, ή σε στυγνή δικτατορία με ή χωρίς κοινοβουλευτικό προσωπείο. Το καθεστώς του προκειμένου να επιβιώσει θα σφίξει τα λουριά και θα γίνει ακόμη πιο τυχοδιωκτικό τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Θα παλέψει να διχάσει τον λαό και να εξάψει τα πιο ταπεινά και καθυστερημένα ένστικτά του. Μ' αυτήν την έννοια η πολιτική επιβίωση του Ερντογκάν θα τον κάνει ακόμη πιο επικίνδυνο, τόσο για τον λαό του, όσο και για τους λαούς στην ευρύτερη περιοχή. Θα σηματοδοτήσει μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και στην ευρύτερη περιοχή.

Η παραμονή στην εξουσία του Ερντογκάν συνιστά μέγιστη απειλή όχι μόνο για τον λαό της Τουρκίας, αλλά και για τις χώρες της ευρύτερης περιοχής. Μια απειλή που κανείς δεν είναι σίγουρος ότι μπορεί να την διαχειριστεί. Ακόμη κι αν πρόκειται για τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Γι' αυτό και ίσως η ελεγχόμενη διαδοχή του Ερντογκάν να έχει ήδη ξεκινήσει από την Ουάσιγκτον, η οποία ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία αποτέλεσε το κύριο στήριγμα του καθεστώτος του. Οι επίσημες δηλώσεις εξ ΗΠΑ αφήνουν με σαφήνεια ανοιχτό αυτό το ενδεχόμενο, καθώς οι μαχητικές διαδηλώσεις δεν λένε να κοπάσουν.

Ωστόσο, ότι κι αν συμβεί, το ρήγμα που έφερε στην επιφάνεια η κοινωνική έκρηξη είναι τόσο βαθύ που είναι αδύνατο να καλυφθεί. Βλέπετε το «οικονομικό θαύμα» της Τουρκίας του Ερντογκάν οικοδομήθηκε πάνω στην διάλυση της εργαζόμενης κοινωνίας. Είναι αλήθεια ότι η Τουρκία γνώρισε επί Ερντογκάν μια εντυπωσιακή δεκαετία οικονομικής ανόδου. Το ΑΕΠ της Τουρκίας την περίοδο 2002 έως το 2012 ανέβαινε ετήσια κατά 4,9% κατά μέσο όρο. Μόνο το 2009 το ΑΕΠ ανήλθε κατά 4,8%, ενώ το 2012 έπεσε στο 2,2%. Οι προοπτικές για το 2013 είναι ακόμη χειρότερες.     

Η κύρια δύναμη πίσω από την άνοδο αυτή υπήρξε το ξένο κεφάλαιο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας, οι τουρκικές εισαγωγές που ανήλθαν σε 36 δις δολάρια κατά την περίοδο 1984-2001 αυξήθηκαν κατά επτά φορές σε 281,4 δις δολάρια κατά την περίοδο 2002-2012. Η καθαρή εισροή κεφαλαίων προς την Τουρκία αυξήθηκαν με τον ίδιο ρυθμό, από 65 δισ. δολάρια την περίοδο 1980-2002 σε 484 δις δολάρια κατά την περίοδο 2002-2012.

Η τουρκική οικονομία επί Ερντογάν μετατράπηκε σε παράδεισο για το ξένο κεφάλαιο και η οικονομική της άνοδος έχει εξαρτηθεί πλήρως από την διόγκωση του εξωτερικού χρέους της χώρας. Από 129,5 δις δολ. το 2002, το εξωτερικό χρέος της Τουρκίας ανήλθε σε 336,9 δις δολάρια το 2012. Η εκτίναξη του εξωτερικού χρέους, που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα στην Τουρκία, οδήγησε σε μια τρομακτική αιμορραγία με τις πληρωμές επί του χρέους να ξεπερνούν τα 60 δις δολάρια το 2012. Ολόκληρη την περίοδο 1988-2002 η Τουρκία πλήρωσε για το εξωτερικό της χρέος πάνω από 185 δις δολάρια. Την περίοδο Ερντογάν  2003-2011 οι πληρωμές για το εξωτερικό χρέος της Τουρκίας ανήλθαν σε 426 δις δολάρια, ήτοι στο 55% του ετήσιου ΑΕΠ το 2011.

Η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Τουρκίας αποτυπώνει μια σαθρή οικονομία υποδοχής ξένου κεφαλαίου. Η εκροή κεφαλαίου από την Τουρκία προς το εξωτερικό ανερχόταν το 2004 στο 28,2% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ η εισροή ξένου κεφαλαίου στην Τουρκία ανερχόταν σε 70,2% του ΑΕΠ την ίδια χρονιά. Το 2012 η εκροή κεφαλαίου από την Τουρκία ανερχόταν σε 27,6% του ΑΕΠ, ενώ η εισροή ξένου κεφαλαίου στη χώρα ανερχόταν σε 81,3% του ΑΕΠ. Από το κεφάλαιο που εξάγεται από την Τουρκία μόλις το 14% αφορά σε επενδύσεις μετοχικού κεφαλαίου στο εξωτερικό, δηλαδή σε αγορά έτοιμων μεριδίων σε μετοχικά κεφάλαια του εξωτερικού. Το 27% αφορά σε άλλου τύπου επενδύσεις στο εξωτερικό εκ των οποίων ο κύριος όγκος, πάνω από το 70%, αφορά σε τοποθετήσεις συναλλάγματος και καταθέσεις κυρίως των τουρκικών τραπεζών και ιδιωτών. Με άλλα λόγια η εγχώρια τραπεζική και επιχειρηματική ολιγαρχία της Τουρκίας διατηρεί στο εξωτερικό πάνω από 45 δις δολάρια σε καταθέσεις και συνάλλαγμα το 2012, από 20 δις δολάρια το 2002 χρονιά που επικράτησε ο Ερντογάν.

Τέλος η Τουρκία είναι αναγκασμένη λόγω του μεγάλου ανοίγματός της στην παγκόσμια αγορά να διατηρεί πολύ υψηλά αποθεματικά τα οποία ανέρχονται σε πάνω από 119,2 δις δολάρια, δηλαδή σε 15,4% του ΑΕΠ της για το 2012. Από αυτά τα αποθεματικά τα 94,6 δις ευρώ, δηλαδή το 79,3% του συνόλου των αποθεματικών, είναι χρεόγραφα ξένων κρατών που διατηρεί η Τουρκία στο δικό της χαρτοφυλάκιο.

Ξένα κεφάλαια εισρέουν στην Τουρκία κυρίως για τους παρακάτω λόγους:

Πρώτον, για την αγορά έτοιμων μεριδίων στην εσωτερική οικονομία της Τουρκίας. Το 29% του εισρέοντος κεφαλαίου το 2012 αφορά σε άμεσες επενδύσεις κεφαλαίου, με σκοπό την αγορά ιδιωτικοποιημένων κρατικών επιχειρήσεων και περιουσιακών στοιχείων, αλλά και επενδύσεις σε μεγάλα τεχνικά έργα, όπως αυτοκινητόδρομοι, γέφυρες, αεροδρόμια, κοκ.

Δεύτερον, για την κερδοσκοπία με μετοχές και ομόλογα στην χρηματαγορά της Τουρκίας. Οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου το 2012 ανήλθαν σε 179 δις δολάρια, ήτοι στο 28% του συνολικού εισρέοντος κεφαλαίου στην Τουρκία. Από αυτό τα 70,6 δις δολάρια αφορά σε χρηματιστικά παιχνίδια με μετοχές, ενώ τα 108,4 δις δολάρια αφορούν αγορές ομολόγων και εντόκων γραμματίων της Τουρκίας εκ των οποίων τα 94,1 δις δολάρια αφορά σε δανεισμό του Τουρκικού κράτους.

Τρίτον, για την τοποθέτηση ξένων κεφαλαίων με την μορφή κυρίως δανείων προς την Τουρκία. Το 43% των συνολικών ξένων κεφαλαίων εισέρχονται στην Τουρκία με την μορφή δανειακού κεφαλαίου. Από αυτό τα 33 δις δολάρια πηγαίνουν στον δανεισμό της γενικής κυβέρνησης, τα 64 δις δολάρια για δανεισμό των τραπεζών και τα 97 δις δολάρια για δανεισμό των μεγάλων επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα της Τουρκίας. Αυτός είναι κι ο κύριος λόγος που μεταξύ 2002 και 2012 – δηλαδή, την περίοδο παντοδυναμίας του Ερντογάν – η Τουρκία πλήρωσε σε χώρες του εξωτερικού πάνω από 120 δις δολάρια, το 78% των οποίων αφορά σε τόκους.

Η δυναμική της Τουρκικής οικονομίας εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την δυνατότητά της να προσελκύει ξένο κεφάλαιο. Και για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει το εκρηκτικό μίγμα οικονομίας και πολιτικής που πυροδότησε την τωρινή κοινωνική έκρηξη. Θα πρέπει να κρατά τα μεροκάματα κάτω από το όριο εξαθλίωσης με το βασικό να καλύπτει μόλις το 65% του κατώτερου επιπέδου διαβίωσης και σχεδόν το 50% του εργατικού δυναμικού να αμείβεται μόλις και μετά βίας με τον βασικό σε συνθήκες τιμάριθμου ανάλογου μ' εκείνον της Ελλάδας. Ο βασικός μισθός στην Τουρκία ανερχόταν τον Ιανουάριο του 2013 στα 429 ευρώ το μήνα, όταν στην Ελλάδα ήταν 684 ευρώ. Τα στοιχεία από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Τουρκίας, ή SGK, λένε ότι οι μισοί από όλους τους απασχολούμενους που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα κερδίζουν τον κατώτατο μισθό.

Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία τουλάχιστον πέντε ελάχιστοι μισθοί απαιτούνται για μια μέση οικογένεια προκειμένου να είναι σε θέση για να πληρώσει τις ελάχιστες δαπάνες της. Ακόμα κι αν όλα τα μέλη σε μια τετραμελή οικογένεια καταφέρουν να κερδίσουν τον κατώτατο μισθό και πάλι το συνολικό εισόδημα της οικογένειας την κρατά κάτω από το όριο της φτώχειας. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία για τα νοικοκυριά στην Τουρκία το μέσο νοικοκυριό αποτελείται από 3,7 μέλη. Το 39,3% των νοικοκυριών με μέγεθος από 1-2 άτομα και 59,9% των νοικοκυριών με μέγεθος άνω των 7 ατόμων δήλωσαν το 2012 ότι το εισόδημα τους ικανοποιεί τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες του νοικοκυριού τους «πολύ δύσκολα» έως και «δύσκολα». Το ίδιο δήλωσε και το 41,9% των νοικοκυριών με μέγεθος 3-4 ατόμων.

Για να μπορέσει να τροφοδοτήσει αυτή το οικονομικό «μοντέλο» η Τουρκία θα πρέπει να διατηρήσει την εξαθλίωση του πληθυσμού σε πολύ υψηλά επίπεδα με το 18% του πληθυσμού κάτω από το όριο της φυσικής εξαθλίωσης. Θα πρέπει να προσφέρει ένα φτηνό, υπάκουο και πλήρως διαθέσιμο εργατικό δυναμικό όπου ακόμη και η παιδική εργασία θα είναι σε υψηλά επίπεδα. Το ποσοστό των παιδιών που ζουν σε συνθήκες φτώχειας είναι υψηλότερο από ότι για τον ενήλικο πληθυσμό. Το ποσοστό των παιδιών που ζουν στην απόλυτη φτώχεια φτάνουν στο 26% του συνόλου των παιδιών της Τουρκίας. Οι κοινωνικές δαπάνες που απευθύνονται σε παιδιά και οικογένειες με παιδιά, είναι τραγικά χαμηλές έως ανύπαρκτες, ειδικά για τα παιδιά που δεν έχουν ακόμη τελειώσει το σχολείο. 

Τα αποτελέσματα των ανισοτήτων, η στέρηση και η φτώχεια οδηγούν μαζικά στην παιδική εργασία για παιδιά έως και 15 ετών. Μερικές από τις χειρότερες μορφές παιδικής εργασίας εξακολουθούν να υφίστανται στην Τουρκία, στερώντας από τα παιδιά τα δικαιώματά τους στην υγεία και την ανάπτυξη, τα θέτει τη ζωή τους σε κίνδυνο και φυσικά το μέλλον τους. Η παιδική εργασία στην Τουρκία είναι αναπόσπαστο μέρος του «οικονομικού θαύματος» του Ερντογάν.

Για να κρατηθεί ένα τέτοιο οικονομικό «μοντέλο» θέλει ένα κράτος άκρως διεφθαρμένο και απόλυτα ταυτισμένο με τα οικονομικά συμφέροντα του ξένου κεφαλαίου, αλλά και της ντόπιας ολιγαρχίας που κερδίζει από τις διευκολύνσεις που παρέχει σε βάρος του λαού της Τουρκίας. Ένα τέτοιο «μοντέλο» δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς άγρια καταστολή, χωρίς περιορισμένες έως ανύπαρκτες ελευθερίες, χωρίς μια πειθαναγκασμένη κοινωνία. Να γιατί το καθεστώς Ερντογάν δεν έχει την δυνατότητα να ελιχθεί. Δεν έχει περιθώρια για παραχωρήσεις με σκοπό την εκτόνωση. Είναι υποχρεωμένο να προχωρήσει έως το τέλος, ακόμη κι αν επιβληθεί η αλλαγή της κεφαλής προκειμένου να ηρεμήσει η κοινωνία. Η κοινωνία μπήκε σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης με το κυρίαρχο «μοντέλο» που επέβαλε ο Ερντογάν, χωρίς να υπάρχει κανένας τρόπος να αποφευχθεί. 

Η μόνη ελπίδα τόσο του Ερντογάν, όσο και των δυνάμεων που έχουν επενδύσει στο κυρίαρχο «μοντέλο» της Τουρκίας είναι να κρατήσουν τον λαό σε διάσπαση και διχόνοια. Να μην του επιτρέψουν να σηκώσει την σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας και δημοκρατίας κάτω από την οποία μπορεί να ενωθεί και να διεκδικήσει για τον εαυτό του την χώρα του. Αυτό παίζεται σήμερα στην Τουρκία. Κι οι εφεδρείες του καθεστώτος, όπως οι δήθεν διεθνιστές αριστεροί, οι επιδοτούμενες ΜΚΟ και οι ακτιβιστές τους, οι ακροδεξιές συμμορίες και οι «οπαδοί» του Ερντογάν, έχουν αναλάβει ήδη δράση για να μην επιτρέψουν στον λαό της Τουρκίας να συγκροτήσει την δική του αυτοτελή πολιτική έκφραση στη βάση των εθνικών και δημοκρατικών αιτημάτων του.

Όμως το παιχνίδι μόλις άρχισε και η ιστορία των κοινωνικών αγώνων επιφυλάσσει πάντα πολλές εκπλήξεις.

ΠΗΓΗ: Παρασκευή, 7 Ιουνίου 2013, http://dimitriskazakis.blogspot.gr/2013/06/blog-post.html

Storytelling vs συμβολικές πρακτικές αντίστασης

Storytelling vs συμβολικές πρακτικές αντίστασης

(με αφορμή την απαντητική επιστολή Καραγιάννη στον υπουργό παιδείας)*

 

Της Άννας Σολωμού**

 


Η ιστορία [της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης] επαναλαμβάνεται.

Πρόκειται άραγε τούτη τη φορά να είναι η τελευταία παράσταση της κωμωδίας; 

                                                                                                     Δ. Γληνός 1929

 

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν έγινε, εκκρεμεί. Εκκρεμεί από το 1899 και μαζί με αυτήν εκκρεμεί και ο ενταφιασμός του «άταφου νεκρού» του Γληνού…

Εκκρεμότητες ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές που σπάνια θα αποδοθούν ως ευθύνες στους εκάστοτε, παρά την αέναη ενσωμάτωσή τους, στην χαμηλότατη ποιότητα του σχολείου, που παραμένει σταθερή αξία από συστάσεως του Νεοελληνικού κράτους έως και σήμερα.

Ποια ανεξήγητη μοίρα να βαραίνει άραγε την αστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που από το 1917 δεν ήρθε ακόμη, την ίδια στιγμή που η κοινωνική αριθμητική εδώ και δεκαετίες φωταγωγεί μεγαλοπρεπώς το μέγεθος των ανισοτήτων στο σχολείο και την συνεχή τους διεύρυνση –  μέσω πρακτικών που επιμένουν σταθερές κι αναλλοίωτες – παρασκηνιακά διαχρονικά προϊόντα πολιτικών επιλογών, στρατευμένων διανοούμενων, συγκρούσεων συμφερόντων και πολιτικών δυνάμεων;

Μήπως τελικά η περιφρούρηση της ημερομηνίας υλοποίησης των πανελληνίων εξετάσεων και οι ιστορίες που λέγονται γύρω από αυτή, είναι το ελιξίριο στην δημιουργία ευτυχισμένων εφήβων, που αφού παραδώσουν το γραπτό τους, θα διαλάθουν της ψυχικής διαταραχής και πιασμένοι χέρι – χέρι με τους άνεργους γονείς τους, θα τρέξουν στις παραλίες για να προλάβουν «τα μπάνια του λαού»;

Ευτυχισμένα παιδιά, έφηβοι λίγα βήματα πριν την ενηλικίωση που αποσυντίθενται η υποκειμενική τους όψη, μέσα από την οπτική γωνία των εκάστοτε συγγραφέων τους, που τα μετατρέπουν σε αντικείμενα πειραματισμού κι αναπαράστασης, χάριν της «μυθιστοριματοποίησης» της εκπαίδευσης στην ύστερη μετανεωτερική της εκδοχή.

Και που συχνάζουν αυτοί οι ανυποψίαστοι για την ευτυχία που τους περιμένει έφηβοι; Που μπορεί να τους συναντήσει κάποιος για να τους αφηγηθεί το προκαθορισμένο πεπρωμένο τους, που θα μετατρέψει την παιδική τους αφέλεια σε ακέραιο χαρακτήρα;

Ένα μεγάλο ποσοστό μπορεί κανείς να συναντήσει στο χώρο των ψυχικών διαταραχών. Μην τους αναζητήσετε σε πλατείες, σε αθλοπαιδιές, γιατί έπαψαν από καιρό να συναντιούνται εκεί. Βρίσκονται στα στέκια με τις αγχώδεις διαταραχές και τους ιδεοψυχαναγκασμούς πριν ακόμα όλα αυτά προκύψουν ως συμπτώματα δυσλειτουργίας της δικής τους ζωής και των όποιων επιλογών κάνουν ως ενήλικες. Το σώμα τους είναι «ντυμένο» ‘άλλοτε με τον ανορεκτικό κι άλλοτε με τον βουλιμικό -παράωρα κατακερματισμένο εαυτό- ενώ θραύσματα της προσωπικότητάς τους αποτυπώνονται στα χαρακωμένα και γεμάτα εγκαύματα χέρια τους.

– «Γιατί χαρακώνεσαι Μαρία;», ρωτάω την δεκαεξάχρονη που στέκεται απέναντί μου Ιούνιο μήνα κρυμμένη στο μπουφάν της.

– «Ξέρετε, όταν χαρακώνω τα χέρια μου» ψελλίζει εκείνη «πονάω σωματικά και ξεχνάω για λίγο τον πόνο της ψυχής μου…».

Αργότερα θα μου δείξει σηκώνοντας τα μανίκια τον τρόπο που έχει βρει μαζί με τους φίλους της να «φεύγει» από το εξεταστικό της άγχος.

Οι έφηβοι μαθητές από καιρό τώρα δεν συχνάζουν στα στέκια που συνομιλούν με τα όνειρα και για τα όνειρά τους. Γιατί η παπαγαλία και η στοχοπροσήλωση είναι τα θέματα που τους απασχολούν στα chat rooms, ενοχοποιημένοι κάτω από τις ηθικές επιταγές, που επιτάσσουν την συμμετοχή σε αξιολογικές διαδικασίες, για τις οποίες οι γονείς τρέφουν με το υστέρημά τους την Λερναία Ύδρα της παραπαιδείας.

Ο Freire μιλούσε με την ζωή και το έργο του για την κατάργηση της εργαλειακής γνώσης, προς όφελος του κριτικού στοχασμού, που κάνει τον άνθρωπο κοινωνό της δύναμης που έχει το σώμα του και το μυαλό του, η γνώση κι εργασία του να αλλάζει τον κόσμο και την κοινωνία προς το καλύτερο… Αλλά κι αυτόν θα τον αξιοποιήσουμε στην εποχή της κατάρτισης κάθε που θα ανασύρουμε ανέργους καταρρακωμένους ενήλικες για να τους διδάξουμε να «μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν» μιας κι απέτυχαν να το μάθουν όταν ήταν παιδιά.

Πολλοί από τους σημερινούς εφήβους που στέκονται υπνωτισμένοι μπροστά στην κερκόπορτα των εξετάσεων, γερασμένοι παράωρα σωματικά, πνευματικά και ψυχικά από την πολύχρονη άσκηση της αφομοιωτικής εκδοχής της ύπαρξής τους, με ταυτόχρονη απαγόρευση στη αξιοποίηση του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου τους, αλλά και της ικανότητας για στοχασμό και ορθολογική σκέψη να συμμετέχουν στην μάθησή τους, είναι κόρες και γιοι δασκάλων και καθηγητών. Των καθηγητών που πήραν πριν λίγες ημέρες την απόφαση να αντισταθούν συμβολικά στο μετανεωτερικό χειραγωγημένο περιβάλλον της εκπαίδευσης με μια εφηβική ελπίδα. Εκείνη του σχεδιασμού ενός νέου πεδίου δημοκρατικών αγώνων στο χώρο της παιδείας…

Όμως αντί για αυτό συναντήθηκαν με την προτροπή της αφήγησης που απευθύνουν όλοι οι θεσμοί εξουσίας στην νέα αφηγηματική τάξη οδηγώντας από την εστίαση στην αφεστίαση. Κι έτσι αφηγηματοποιήθηκε ένας παρ' ολίγον αγώνας για την παιδεία σε μια σχεδόν εγκληματική ενέργεια αδίστακτων εκπαιδευτικών ενάντια στα ίδια τους τα παιδιά και τους μαθητές τους.

* http://manitaritoubounou.wordpress.com/2013/06/07/mama-an8rwpos-fantaros-psychiatr/

** Άννα Σολωμού, Ψυχολόγος, Οικογενειακή Θεραπεύτρια, Υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών

Ο ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

Ο ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ:

Πρέπει να βρεθούν λύσεις στο πρόβλημα της υπερχρέωσης της Δύσης, οι οποίες να μην εξαρτώνται από την ανάπτυξη – παράλληλα, οφείλει να αναζητηθεί ένα νέο πολίτευμα, συμβατό με τα σημερινά δεδομένα, καθώς επίσης ένα καινούργιο νομισματικό σύστημα

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 


"Η οικονομία των πλουσίων ανθίζει, ευημερεί και αναπτύσσεται ραγδαία, λόγω της απεριόριστης ρευστότητας, με την οποία τροφοδοτούν οι κεντρικές τράπεζες τις αγορές – γεγονός που φαίνεται κυρίως στην Ασία, όπου τα τελευταία χρόνια έχει συσσωρευτεί τεράστιος πλούτος (Το παράδοξο του Minsly).

Αντίθετα, η μεσαία τάξη υποφέρει από την απώλεια της αγοραστικής δύναμης των χρημάτων της, από τις μειώσεις των μισθών στις χώρες που «λυμαίνεται» το ΔΝΤ, καθώς επίσης από τους υπερβολικούς φόρους.

Στην παγκόσμια ιστορία, οι αυξανόμενες ανισότητες στην κατανομή του πλούτου εξισορροπούνταν είτε ειρηνικά, μέσω της δικαιότερης αναδιανομής του πλούτου, είτε με καταστροφικούς πολέμους ή/και με αιματηρές επαναστάσεις.

Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη, δεν είμαστε σίγουροι εάν επαναστατήσουν οι πολίτες της – αν και είναι πλέον εμφανές ότι, αμύνονται ήδη απέναντι στην αλαζονεία της πολιτικής εξουσίας. Αυτό όμως για το οποίο είμαστε απολύτως βέβαιοι είναι το ότι, η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί – ενώ είναι πολύ εύκολο να χαθεί ο έλεγχος".     

Ανάλυση

Η σκιώδης οικονομία στην Ευρώπη υπολογίζεται στο 20% του ΑΕΠ – κλιμακούμενη ευθέως ανάλογα, σε σχέση με την αύξηση των φορολογικών συντελεστών. Η συγκεκριμένη τάση παρατηρείται πλέον και στις σκανδιναβικές χώρες, οι πολίτες των οποίων διακρίνονταν ανέκαθεν για την εξαιρετικά υψηλή φορολογική τους συνείδηση.

Ειδικότερα, το ποσοστό της σκιώδους οικονομίας στη Φιλανδία είναι της τάξης του 13,3%, στη Σουηδία 14,3% και στη Νορβηγία 18% (2007). Στη Δανία δε, όπου το ποσοστό ήταν 13,4% πριν το 2007, φαίνεται πως η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σημαντικά – αφού μεταξύ των ετών 2008 και 2010, το 50% των πολιτών δήλωσαν ότι είχαν απασχοληθεί παράνομα.

Με μία μεγάλη τραπεζική κρίση προ των πυλών σε ορισμένες από αυτές τις χώρες, σε συνδυασμό με τις «θρησκευτικές» εξεγέρσεις των μεταναστών, οι οποίες ξεκίνησαν από τη Σουηδία, είναι δύσκολο να θεωρήσει κανείς ότι, δεν θα προσβληθούν από τον «ευρωπαϊκό ιό» της κρίσης χρέους.   

Η ΕΥΡΩΖΩΝΗ

Στην Ισπανία, την οποία η Γερμανία ενισχύει με απ' ευθείας δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της, θέλοντας να καλυτερεύσει τη «ναζιστική εικόνα» που έχει «σμιλεύσει» η πρωσική κυβέρνηση, τα φορολογικά έσοδα καταρρέουν – ενώ είναι υποχρεωμένη να αυξήσει τους συντελεστές φορολόγησης ξανά (ΦΠΑ, φόρος εισοδήματος), στις αρχές του 2014.

Το ίδιο συμβαίνει και στην Ολλανδία, στην οποία κλιμακώνεται η κρίση του ιδιωτικού τομέα (ακίνητα, τράπεζες) – ενός από τους πλέον χρεωμένους στην ΕΕ (περί τα 600 δις €). Παράλληλα, έχουν αρχίσει οι μειώσεις των συντάξεων από τον Απρίλιο, με έναν σχεδόν αυθαίρετο τρόπο από αρκετά ταμεία.

Εκτός των άλλων προβλημάτων της, η Ολλανδία έχει ήδη χάσει σημαντικό μέρος της ανταγωνιστικότητας της – γεγονός που τεκμηριώνεται από την κατάταξη της στη 14η θέση παγκοσμίως, από την 4η που κατείχε το 1997. Ενώ δε το κόστος εργασίας μειώθηκε στην Ισπανία κατά -3,9% από το 2008, στην Ολλανδία αυξήθηκε, ταυτόχρονα με τη μείωση της παραγωγικότητας – στο +13% από το 2000 έως το 2006, καθώς επίσης στο +23% έως το 2011.     

Όπως λέγεται δε, η Ολλανδία έχει ένα πολύ ακριβό κοινωνικό σύστημα, το οποίο μπορεί να χρηματοδοτηθεί μόνο με υψηλούς φόρους – κάτι που σε περιόδους ανάπτυξης, δεν αποτελεί πρόβλημα. Εν τούτοις, σε εποχές ύφεσης οι υψηλοί φόροι είναι δηλητήριο για την οικονομία μίας χώρας – με τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις να αποτελούν ένα τεράστιο βάρος για το δημόσιο.   

Στην Κύπρο τώρα συνεχίζεται η εκροή των ξένων κεφαλαίων, ενώ η οικονομία της αποδυναμώνεται επικίνδυνα – με την εμπιστοσύνη των Πολιτών στην κυβέρνηση να ευρίσκεται σχεδόν στο ναδίρ. Η Ιταλία πλησιάζει με τη σειρά της στη «στροφή του διαβόλου», αφού τόσο το δημόσιο χρέος, όσο και τα προβλήματα των τραπεζών της, είναι εκτός ελέγχου – γεγονός που συμβαίνει και στη Γαλλία, η οικονομία της οποίας είναι πλέον μη ανταγωνιστική.

Όσον αφορά τη Σλοβενία, αντιμετωπίζει ξανά το φόβο των αυξημένων επιτοκίων δανεισμού, επανερχόμενη στο στόχαστρο των αγορών – επειδή η κυβέρνηση της δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα, για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού της τομέα. Με δεδομένο τώρα το ότι, τα δημόσια ταμεία της είναι άδεια, χρειάζεται επειγόντως χρήματα – με πιθανότερο επακόλουθο το άνοιγμα των πυλών της στους «συνδίκους του διαβόλου», παρά τις πολύμηνες προσπάθειες αποφυγής της «διάσωσης» της εκ μέρους τους. 

Το με απόσταση μεγαλύτερο πρόβλημα όμως της Ευρωζώνης, η βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της, είναι ο χρηματοπιστωτικός τομέας – η διάσωση του οποίου, εάν τυχόν ξέφευγε από τον έλεγχο, θα απαιτούσε πάνω από 9 τρις €.

Το γεγονός αυτό αφενός μεν επεξηγεί την αρνητική στάση της Γερμανίας στο θέμα της τραπεζικής ενοποίησης, αφετέρου έχει σαν αποτέλεσμα τη μειωμένη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία – με την ποσότητα χρήματος να περιορίζεται συνεχώς, λόγω της μη παροχής πιστώσεων από τις εμπορικές τράπεζες.

Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ

Αναμφίβολα, τα «σιωπηλά θύματα» της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους είναι οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης – οι οποίες, κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, συμπαρεσύρονταν από τη Δύση, ενώ σήμερα έχουν βυθιστεί στη μιζέρια. Στον Πίνακα Ι φαίνονται τα μεγέθη ορισμένων από αυτές τις χώρες, έτσι ώστε να σχηματίσουμε μία πρόχειρη εικόνα:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Βασικά οικονομικά μεγέθη ορισμένων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, σε δις $ το 2012 (για σύγκριση, το ελληνικό ΑΕΠ είναι περί τα 260 δις $ σήμερα, με 5 εκ. εργαζομένους)

 

Δείκτες

Αλβανία

Σερβία

Βουλγαρία

Ρουμανία

 

 

 

 

 

ΑΕΠ

12,39

37,2

50,81

171,4

Ρυθμός ανάπτυξης

0,5%

-2,0%

1%

0,9%

Εργαζόμενοι*

1,07 εκ.

2,86 εκ

2,45 εκ.

9,15 εκ.

ΑΕΠ κατά κεφ.**

8.000

10.500

14.200

12.800

Ανεργία

13%

22,4%

9,9%

6,5%

Έλλειμμα

-3,3%

-6,2%

-1,4%

-2,5%

Δημόσιο χρέος/ΑΕΠ

60.6%

61,5%

17,9%

37,2%

Εξαγωγές

2,12

11,35

27,67

67,72

Εισαγωγές

5,22

19,01

30,32

78,31

Εμπορικό έλλειμμα

-3,1

-7,66

-2,65

-10,59

Εμπ. έλλειμμα/ΑΕΠ

-24%

-20,6%

-5,2%

-6,2%

Εξωτερικό χρέος

5,28

33,41

43,24

125,9

Εξ. χρέος/ΑΕΠ

42,6%

89,8%

85,1%

73,4%

* Ο πληθυσμός είναι συνήθως λίγο παραπάνω από διπλάσιος, σε σχέση με τους εργαζομένους. 

** Σε αγοραστική αξία

Πηγή: CIA World Factbook. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, όλες οι χώρες έχουν εμπορικά ελλείμματα, καθώς επίσης επικίνδυνα υψηλά εξωτερικά χρέη – τα οποία είναι η βασική αιτία των χρεοκοπιών. Η Ελλάδα θα μπορούσε να κάνει θαύματα στις χώρες αυτές, βοηθώντας τες, αλλά και βοηθούμενη – εάν η περιοχή αντιμετωπιζόταν σαν σημαντικός «ζωτικός χώρος» της πατρίδας μας, οι υλικές και πνευματικές ικανότητες της οποίας είναι αφενός μεν πολύ μεγάλες, αφετέρου αποδεκτές.             

Περαιτέρω, οι σχέσεις ιδιοκτησίας σε όλα τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης είναι ακόμη ασαφείς, η αγορά εργασίας παραμένει «μη ευέλικτη», ενώ η πολιτική συνεχίζει να είναι αδιαφανής και διεφθαρμένη. Παράλληλα, το σταμάτημα των ροών κεφαλαίου, καθώς επίσης της ζήτησης για τα προϊόντα τους, έχει οδηγήσει στη χρεοκοπία χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην περιοχή.

Εν τούτοις, αν και δεν υπάρχει υγιές κοινωνικό δίκτυο, το οποίο να φροντίζει τους φτωχούς και τους ανέργους, δεν παρατηρούνται μαζικές διαδηλώσεις – όπως συμβαίνει στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Ο πληθυσμός λοιπόν φαίνεται να έχει συμβιβαστεί με την ανεργία και με τη φτώχεια – να έχει δηλαδή συνθηκολογήσει με την κατάσταση του έχοντας, μεταξύ άλλων, χάσει εντελώς την εμπιστοσύνη του στην Ευρώπη, στη Δημοκρατία και στην ελεύθερη αγορά.

Το φαινόμενο αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό, ειδικά επειδή σε πολλές από αυτές τις χώρες, όπως για παράδειγμα στην Ουγγαρία, τα συντηρητικά κόμματα, τα οποία ευρίσκονται στην εξουσία, «αποδυναμώνουν» βήμα προς βήμα τη Δημοκρατία – με τα δικτατορικά καθεστώτα να ευρίσκονται προ των πυλών.

Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι τα Σκόπια – όπου τη γνωστή ως «μαύρη Δευτέρα» (παραμονή Χριστουγέννων του 2012), οι βουλευτές της αντιπολίτευσης, καθώς επίσης ορισμένοι δημοσιογράφοι, εκδιώχθηκαν βίαια από το Κοινοβούλιο, έτσι ώστε η επίσημη κυβέρνηση να ψηφίσει ανενόχλητα έναν αντισυνταγματικό προϋπολογισμό.

Όσον αφορά δε την Αλβανία και τη Βοσνία, οι κυβερνήσεις τους κατατάσσονται διεθνώς μεταξύ μίας «υποτυπώδους» δημοκρατίας και ενός αυταρχικού καθεστώτος – ενώ η παραποίηση των εκλογικών αποτελεσμάτων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των περισσότερων κρατών της περιοχής.        

Η ΤΟΥΡΚΙΑ

Υπενθυμίζουμε κατ' αρχήν ότι, το τραπεζικό σύστημα της Τουρκίας είναι ιδιαίτερα ευάλωτο, επειδή ο λόγος των χορηγήσεων προς τις καταθέσεις ξεπέρασε φέτος το 100%. Παράλληλα, το εξωτερικό χρέος των τουρκικών τραπεζών είχε φθάσει, στα τέλη του 2012, το 14,3% του ΑΕΠ (έναντι 8% τις παραμονές της κατάρρευσης της Lehman Brothers) – στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών.

Επί πλέον, τα δύο τρίτα αυτού του χρέους θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν εντός δωδεκαμήνου. Καθώς δε ο βραχυπρόθεσμος εξωτερικός δανεισμός αυξήθηκε κατά 70% το πρώτο τρίμηνο του 2013, γίνεται κατανοητό ότι, κάθε απότομος περιορισμός των εισροών κεφαλαίων θα συνιστούσε σοκ.

Περαιτέρω σημειώνεται ότι, η πιστωτική επέκταση δεκαπλασιάσθηκε από το 2006 και μόνο πέρυσι αυξήθηκε κατά 40% (όταν το ονομαστικό εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 5%, έναντι πληθωρισμού 7%) – υποδηλώνοντας ότι, οι Τούρκοι καταναλωτές έχουν πλέον ήδη εισέλθει στη φάση του δανεισμού μόνο για αποπληρωμή παλαιότερων χρεών.

Ουσιαστικά λοιπόν, η επίλυση των μεγάλων οικονομικών προβλημάτων, τα οποία είχαν οδηγήσει την Τουρκία το 2001 στα νύχια του ΔΝΤ, κυρίως η μείωση του δημοσίου χρέους, επιτεύχθηκε μέσω της μεταφοράς της ιδιωτικής περιουσίας στο δημόσιο – από εκεί, στους δανειστές της Τουρκίας, μαζί με τα έσοδα από την εκποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων της (ανάλυση μας)

Χωρίς να υπεισέλθουμε σε πολιτικά θέματα όπως, για παράδειγμα, στον πόλεμο μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών που διεξάγεται στο εσωτερικό της, στις προσπάθειες εξισλαμισμού ή «ιρανοποίησης» της χώρας εκ μέρους της μάλλον αλαζονικής, απολυταρχικής κυβέρνησης της, στις τεράστιες εισοδηματικές διαφορές μεταξύ των πολιτών της, με κριτήριο την πόλη ή τον τόπο διαμονής τους, στους κινδύνους στρατιωτικού πραξικοπήματος κοκ., θα συνεχίσουμε στην οικονομική κρίση, από την οποία απειλείται. 

Στα πλαίσια αυτά, ένα από τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί έχει σχέση με το ότι, οι τιμές στη χώρα αυξάνονται γρηγορότερα, από αυτές των ανταγωνιστών της – με τον πληθωρισμό να τοποθετείται στο 6,1% όταν, για παράδειγμα, στην Ελλάδα είναι αρνητικός. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει την τουρκική λίρα να υποτιμάται – ευρισκόμενη ήδη από τα μέσα του προηγουμένου έτους σε καθοδική πορεία.

Συνεχίζοντας, ο βασικός μισθός των εργαζομένων στην Τουρκία είναι αρκετά χαμηλός, συγκριτικά με άλλες χώρες – στις 940,50 λίρες (περί τα 380 € σήμερα), για 45 όμως ώρες εργασίας, με άδεια διακοπών μεταξύ 14 και 26 ημερών, ανάλογα με την εταιρεία. Το κόστος εργασίας ανά ώρα (2009) στο μεταποιητικό τομέα τοποθετούταν στα 4,33 € – έναντι 2,25 € στην Κίνα, 2,44 € στη Βουλγαρία, 16,44 € στην Ελλάδα, 34,28 € στη Γερμανία και 43,64 € στη Νορβηγία.    

Οι ξένοι επενδυτές τώρα, αντιμέτωποι με τη μείωση της αξίας των επενδύσεων τους στην Τουρκία, σε τιμές των δικών τους νομισμάτων, τρομοκρατούνται από την πτώση της λίρας – με αποτέλεσμα να αναζητούν ήδη την έξοδο κινδύνου. Επειδή δε η συμπεριφορά όλων αυτών των επενδυτών, των αγορών γενικότερα είναι αγελαία, η μαζική έξοδός τους, όπως συνέβη κάποτε στην Ινδονησία και αλλού, δεν είναι καθόλου απίθανη – κάτι που θα οδηγούσε στην άμεση χρεοκοπία της Τουρκίας.  

Από την άλλη πλευρά, η πραγματική ισοτιμία του νομίσματος της Τουρκίας, η ισοτιμία δηλαδή σε όρους αγοραστικής αξίας των χρημάτων, πλησιάζει αυτήν της Ευρώπης – όπως φαίνεται από το διάγραμμα που ακολουθεί (πηγή: BIS).

Αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως η χώρα έχει χάσει τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα, συγκριτικά με τα κράτη του διαγράμματος – όσον αφορά τον τουρισμό, καθώς επίσης την εγκατάσταση παραγωγικών μονάδων φθηνού εργατικού δυναμικού.

Ολοκληρώνοντας, η κρίση χρέους της Ελλάδας και της Κύπρου, της Ευρωζώνης γενικότερα, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την Τουρκία – την προβληματίζουν επίσης τα πολιτικά και στρατιωτικά προβλήματα των τοπικών εμπορικών εταίρων της, όπως της Αιγύπτου, του Ιράν, του Λιβάνου, της Ιορδανίας και του Ισραήλ.   

Η ΚΙΝΑ

Όπως έχουμε αναλύσει πολλές φορές, στην Κίνα έχει σχηματισθεί μία τεράστια φούσκα – η οποία δεν θα διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Παρά το ότι δε ο ρυθμός ανάπτυξης που ανακοίνωσε επίσημα, για το πρώτο τρίμηνο, ήταν 7,7%, το πραγματικό ποσοστό δεν φαίνεται να ξεπερνάει το 4%.

Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από το ότι, οι εξαγωγές κινεζικών προϊόντων στην Ταιβάν, στη Ν. Κορέα, στο Χονγκ Κονγκ και στη Σιγκαπούρη ήταν κατά πολύ χαμηλότερες, από αυτές που δήλωσε η Κίνα – με βάση τα στοιχεία εισαγωγών των συγκεκριμένων χωρών.  

Οι σχέσεις τώρα της κίτρινης γάγγραινας με την Ευρώπη επιδεινώνονται, μετά την επιβολή δασμών στα φωτοβολταϊκά, τους οποίους αποφάσισε η Κομισιόν ερήμην της Γερμανίας – με την Κίνα να εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής δασμών στα κρασιά που εισάγει από την ΕΕ, κάτι που θα προβλημάτιζε κυρίως τη Γαλλία.

Ο ΥΠΟΛΟΙΠΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ

Συνεχίζοντας, η οικονομική κατάσταση των πέντε χωρών των BRICS επίσης επιδεινώνεται – αφού ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνεται τόσο στη Βραζιλία, όσο και στην Ινδία. Εάν τυχόν δε η ισοτιμία του δολαρίου αυξηθεί, τότε θα ξεσπάσουν ξανά μεγάλες κρίσεις στις αναπτυσσόμενες οικονομίες – αντίστοιχες ίσως με αυτές της δεκαετίας του '90, όπου το ΔΝΤ «κατακρεούργησε» μία σειρά χωρών, οι οποίες υποχρεώθηκαν να ζητήσουν τη συνδρομή του.

Ειδικά όσον αφορά τη Ν. Αφρική, τα τεράστια προβλήματα στον τομέα παροχής ενέργειας, η συνεχώς μειούμενη «παραγωγή» στα ορυχεία, οι ατελείωτες απεργίες των εργαζομένων, καθώς επίσης το καταστροφικό ύψος της ανεργίας, δημιουργούν πολύ μεγάλες δυσκολίες στην οικονομία της – με αποτελέσματα που δεν είναι εύκολο να προβλεφθούν.      

Η οικονομία της Ιαπωνίας τώρα, η οποία έχει ανοίξει στο φουλ τις «στρόφιγγες» παροχής ρευστότητας, χαρακτηρίζεται από μεγάλη μεταβλητότητα – με τους δείκτες των χρηματιστηρίων της, όπως επίσης με την ισοτιμία του νομίσματος της ή με τις τιμές των ομολόγων της, να εναλλάσσουν διαρκώς πρόσημα.

Το ίδιο ισχύει σε κάποιο βαθμό και για τις Η.Π.Α. – όπου η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού της υπερδύναμης είναι ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος, ακολουθούμενος από την εμφανέστατη αδυναμία της να αποσύρει τα μέτρα ποσοτικής διευκόλυνσης (QE 1,2,3).

Εν τούτοις, φαίνεται να εξετάζει τρόπους απόσυρσης, κατανοώντας τη φούσκα που έχει προκαλέσει στα χρηματιστήρια – ενώ, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά κάποιος από τις τράπεζες-μέλη της Fed, "δεν μπορούμε να ενδιαφερόμαστε μόνο για την καλή διάθεση των αγορών, προμηθεύοντας τες συνεχώς με νομισματική κοκαΐνη".

Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση της υπερδύναμης κατηγορείται για «τραπεζικό σοσιαλισμό» – με το σοσιαλισμό να μην είναι καθόλου «συμπαθής» στους Αμερικανούς. Επί πλέον, ο σύνδεσμος των τοπικών τραπεζών της χώρας αναφέρεται σε συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού εναντίον του, εκ μέρους των διασωθέντων μεγάλων τραπεζών – ενώ προειδοποιεί ότι, τα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα περιορισθούν επικίνδυνα. Επειδή όμως αυτές οι επιχειρήσεις «παράγουν» τις περισσότερες θέσεις εργασίας, οι κίνδυνοι απότομης ανόδου της ανεργίας είναι αρκετά αυξημένοι.         

Τέλος, η Μ. Βρετανία, η οποία εξετάζει σοβαρά την έξοδο της από την ΕΕ, αντιμετωπίζει επίσης μεγάλες δυσκολίες – με τις τράπεζες της να έχουν ξανά ανάγκη από νέο δανεισμό. Το ίδιο ισχύει και για εκείνες τις χώρες, η οικονομία των οποίων εξαρτάται από τις τιμές των εμπορευμάτων, καθώς επίσης από τον παγκόσμιο ρυθμό ανάπτυξης: για τον Καναδά, για τη Ρωσία και την Αυστραλία

Ο ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

Όπως φαίνεται από όλα όσα περιγράψαμε, ολόκληρος ο πλανήτης μας είναι τυλιγμένος στις φλόγες – όχι μόνο η Ελλάδα ή/και η Ευρωζώνη. Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε ότι, θα πρέπει να βρεθούν άμεσα βιώσιμες λύσεις στο πρόβλημα της υπερχρέωσης της Δύσης, οι οποίες όμως να μην εξαρτώνται από την ανάπτυξη – μία ανάπτυξη που, με βάση όλα τα παραπάνω, δεν είναι καθόλου εύκολο να συνεχισθεί (ανάλυση μας). 

Παράλληλα, οφείλει να αναζητηθεί ένα νέο πολίτευμα, συμβατό με τα σημερινά δεδομένα, καθώς επίσης ένα εντελώς καινούργιο νομισματικό σύστημα – το οποίο να συμπεριλαμβάνει αφενός μεν τη σύνδεση των επί μέρους νομισμάτων με ένα «καλάθι» των κυριότερων, αφετέρου την «πλήρη κάλυψη» των δανειακών χρημάτων (έτσι ώστε να πάψουν να παράγουν οι εμπορικές τράπεζες χρήματα από το πουθενά).   

Ειδικά όσον αφορά την ανάπτυξη, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι, δεν μπορεί αλλά και δεν πρέπει να συνεχισθεί με το ρυθμό των τελευταίων δεκαετιών. Δεν πρέπει, επειδή θα καταναλωθούν όλες οι πηγές ενέργειας στον πλανήτη μας, ενώ θα καταστραφεί εντελώς το φυσικό περιβάλλον – δεν μπορεί, όχι μόνο λόγω των οικονομικών προβλημάτων που παραθέσαμε αλλά, κυρίως, επειδή ένας τέτοιος ρυθμός δεν είναι ούτε φυσιολογικός, ούτε διαχειρίσημος. 

Ειδικότερα, οι μέσοι όροι ανάπτυξης στον πλανήτη μας πριν από το 1820, ήταν μικρότεροι από τη μισή ποσοστιαία μονάδα – ενώ επιταχύνθηκαν αργότερα, κυρίως μετά το ξεκίνημα της βιομηχανικής επανάστασης. Εν τούτοις το 2010, δύο χρόνια δηλαδή μετά από τη μεγαλύτερη ίσως κρίση στην ιστορία μας, ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 6% – ένας απίστευτος αριθμός, συγκρινόμενος με το παρελθόν.

Όπως λέγεται δε, εάν η βιομηχανική επανάσταση επιτάχυνε την οικονομία της Δύσης από την ταχύτητα του αλόγου στην ταχύτητα του αυτοκινήτου, ο σημερινός «μετασχηματισμός» επιτάχυνε την παγκόσμια οικονομία από την ταχύτητα του κλασσικού ταχυδρομείου, στην ταχύτητα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου – κάτι που είναι αδύνατον να συνεχισθεί αφού, ακόμη και αν ήταν δυνατόν, θα οδηγούσε στον εκτροχιασμό του συστήματος (ένας κίνδυνος ορατός δια γυμνού οφθαλμού σήμερα).

Περαιτέρω η ανάπτυξη που βιώνουμε, από το 1980 περίπου έως σήμερα, στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στη δημιουργία χρεών – ενώ, μέχρι τότε, ήταν το αποτέλεσμα της «δημιουργικής καταστροφής», την οποία προκάλεσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Ο Πίνακας ΙΙ, στον οποίο φαίνεται η εξέλιξη του χρέους των Η.Π.Α. (αντίστοιχη είναι στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Δύση), τεκμηριώνει τη θέση μας:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Εξέλιξη δημοσίου χρέους σε τρις $ στις Η.Π.Α., Δημόσιο χρέος σε ποσοστά του ΑΕΠ, έλλειμμα (πλεόνασμα) σε τρις $

Έτος

Δημόσιο Χρέος

Δημόσιο Χρέος/ΑΕΠ

Έλλειμμα

 

 

 

 

1981

1,0

32,5%

-0,08

1985

1,8

43,8%

-0,21

1990

3,2

55,9%

-0,22

1995

4,9

67,0%

-0,16

2000

5,6

57,3%

+0,24

2005

7,9

63,5%

-0,32

2009

11,9

83,4%

-1,41

2010*

13,8

94,0%

-1,42

2011*

15,1

100,0%

-1,27

* Πρόβλεψη της αμερικανικής κυβέρνησης

Πηγή: Spiegel

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Το χρέος των νοικοκυριών στη χώρα πλησιάζει τα 14 τρις $ (100% του ΑΕΠ), ενώ έχει 20πλασιασθεί, σε σχέση με τη δεκαετία του '70. 

Από την άλλη πλευρά, εάν δεν συνεχισθεί η ανάπτυξη, η οποία απαιτεί είτε νέα χρέη, είτε μία «δημιουργική καταστροφή», τότε είναι αδύνατον να εξυπηρετηθούν τα υφιστάμενα χρέη της Δύσης – ενώ όλος ο υπόλοιπος πλανήτης, ο οποίος αναπτύσσεται κυρίως εξάγοντας τα προϊόντα του στη Δύση, θα βυθιστεί στην ύφεση. 

Είμαστε αντιμέτωποι λοιπόν με το «φαύλο κύκλο» της ανάπτυξης και του χρέους –  ο οποίος προβληματίζει ακόμη περισσότερο, επειδή το χρέος αξιολογείται ως βιώσιμο ή μη, από τη σχέση του με την ανάπτυξη (με το ΑΕΠ, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι).

Ολοκληρώνοντας, οι λύσεις που απαιτούνται, δεν είναι ούτε εύκολες, ούτε απλές – οφείλουν όμως να αναζητηθούν πριν δρομολογηθούν αυτόματα από την ανθρώπινη φύση, μέσω μίας ακόμη δημιουργικής καταστροφής.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στη θεωρία του χάους αναφέρεται το φαινόμενο της «ευαίσθητης εξάρτησης» ενός συστήματος από τις αρχικές συνθήκες – όπου, με βάση κάποια από τις πολλές παρομοιώσεις ή διατυπώσεις, "εάν μία πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στην Κίνα, μπορεί να φέρει βροχή στην Ευρώπη".

Με τόσες όμως άγριες πεταλούδες να κινούν απειλητικά τα φτερά τους γύρω μας, τόσο ανατολικά, όσο και δυτικά, δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε ότι δεν θα προκληθούν μεγάλες βροχές – εάν όχι πρωτόγνωρες, καταστροφικές ίσως παγκόσμιες  καταιγίδες.

Επομένως, οφείλουμε να είμαστε αφενός μεν απόλυτα προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο, έχοντας λάβει τα μέτρα μας, αφετέρου εξαιρετικά προσεκτικοί, όσον αφορά όλες μας τις ενέργειες – ευχόμενοι να αποφευχθούν τουλάχιστον οι εμφύλιοι πόλεμοι στο εσωτερικό της χώρας, οι οποίοι θα έδιναν τη χαριστική βολή στην οικονομία μας.

Για να μπορέσουμε να το πετύχουμε, οφείλουμε να ακολουθήσουμε το δικό μας δρόμο – τον ελληνικό δρόμο, έτσι όπως τον έχουμε περιγράψει κατ' αρχήν στο κείμενο μας (ανάλυση), ενώ θα συνεχίσουμε σε επόμενα. Αυτό που προηγείται βέβαια, είναι η εκδίωξη των εισβολέων από την πατρίδα μας: τόσο του ΔΝΤ, όσο και της πρωσικής Γερμανίας.

 

Υστερόγραφο: Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε σχέση με τα πολιτεύματα (E. Fromm), εκτός από το φασιστικό ή σταλινικό ολοκληρωτισμό (τον υπαρκτό κομμουνισμό με την εσφαλμένη του θεώρηση), καθώς επίσης τον αδίστακτο υπερκαπιταλισμό (turbo capitalism), ο οποίος «θεοποιεί» τα υλικά κίνητρα ως μοναδικό «μοχλό ανάπτυξης», η τρίτη μεγάλη αντίδραση ή κριτική έστω στάση προς τον καπιταλισμό, είναι η σοσιαλιστική θεωρία.

Ο σοσιαλισμός όμως παραμένει ουσιαστικά ένα «θεωρητικό όραμα», σε αντίθεση με το φασισμό ή με το σταλινισμό – θεωρίες οι οποίες εφαρμόσθηκαν στην πράξη, έγιναν δηλαδή πολιτικές και κοινωνικές πραγματικότητες. Η αιτία είναι το ότι, οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις ανέλαβαν την εξουσία για ελάχιστο χρονικό διάστημα – στην Αγγλία και στις σκανδιναβικές χώρες. Η πλειοψηφία όμως, στην οποία στηριζόταν η εξουσία τους, ήταν πάντοτε τόσο μικρή, ώστε δεν μπορούσαν να μετασχηματίσουν την κοινωνία τους – πέρα από το προκαταρκτικό στάδιο της εφαρμογής του προγράμματος τους.

Όπως ο Χίτλερ τώρα χρησιμοποίησε τη λέξη «σοσιαλισμός» (εθνικοσοσιαλισμός) για να προσδώσει μεγάλη απήχηση στις ρατσιστικές και εθνικιστικές ιδέες του, έτσι και ο Στάλιν διαστρέβλωσε την έννοια του σοσιαλισμού, προς όφελος της προπαγάνδας του – με αποτέλεσμα το «σταλινικό σύστημα», παρά την κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, να βρεθεί πλησιέστερα προς τις πρώιμες και καθαρά εκμεταλλευτικές μορφές του δυτικού καπιταλισμού, από όσο σε οποιαδήποτε έννοια σοσιαλιστικής θεωρίας.

Κύρια «προϊόντα» του δε ήταν μία εξουθενωτική πορεία προς τη βιομηχανική ανάπτυξη, η ανελέητη εκμηδένιση του ανθρώπου, η αδιαφορία για το άτομο, καθώς επίσης η δίψα για προσωπική (κομματική) εξουσία.

Σε τελική ανάλυση, ο σταλινισμός κέρδισε τις νίκες του στη Ρωσία και στην Ασία, χάρη στην απήχηση που είχε η ιδέα του σοσιαλισμού στις τεράστιες μάζες του κόσμου – μία απήχηση που οφειλόταν όμως στον ιδεαλισμό της σοσιαλιστικής έννοιας, ιδίως δε στην πνευματική και υλική «ενθάρρυνση» που προκαλεί ένα τέτοιο «ανθρωποκεντρικό» κοινωνικό σύστημα.

Σας αποτέλεσμα όλων αυτών, η ιδέα του σοσιαλισμού διαστρεβλώθηκε σε μεγάλο βαθμό – με αποτέλεσμα να μη γίνεται πλέον κατανοητή ακόμη και από ανθρώπους με σημαντικό βαθμό «ενορατικότητας» και λογικής ή από φανατικούς οπαδούς της ισότητας, της ισονομίας, καθώς επίσης της δικαιοσύνης. 

Επί πλέον, επειδή ο άνθρωπος θαυμάζει περισσότερο τα αιμοβόρα λιοντάρια από τα αδύναμα πρόβατα, παρά το ότι ανήκει συνήθως στα δεύτερα, επιλέγει τον καπιταλισμό πολύ πιο εύκολα, θαυμάζοντας τις επιτυχίες των «ηρώων» του (πλούτη, δόξα κλπ.), από οποιοδήποτε άλλο σύστημα – ακόμη και αν το άλλο σύστημα θα ήταν δικαιότερο ή πλησιέστερο προς τις ανάγκες της πλειοψηφίας.    

Η αντικατάσταση λοιπόν της λέξης «σοσιαλισμός» από την «ελεύθερη, μικτή οικονομία, σε περιβάλλον κοινωνικής, άμεσης δημοκρατίας», θα ήταν ίσως προτιμότερη, εάν θα ήθελε κανείς να αναζητήσει εκεί τις λύσεις για ένα καινούργιο δημοκρατικό πολίτευμα στη Δύση – ενδεχομένως σαν ένα «αντίπαλο δέος», στον επερχόμενο κρατικό καπιταλισμό «τύπου» Κίνας, ο οποίος έχει πάρα πολλά κοινά στοιχεία με τον «εθνικοσοσιαλισμό».      

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 06. Ιουνίου 2013, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2905.aspx

Αντιρατσιστική ρητορεία και πολιτική βούληση

Αντιρατσιστική ρητορεία και πολιτική βούληση

 

Του Κώστα Παπαδάκη*

 

Το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη ανασταίνει στην πράξη τις μετεμφυλιακές διατάξεις που επιβιώνουν στον Ποινικό Κώδικα και με έννοιες αόριστες, όπως «παρότρυνση ή διέγερση σε βιαιοπραγία», δημιουργούν όρους καταστολής του πολιτικού λόγου

Η ανοχή της απαγόρευσης του πολιτικού λόγου αποτελεί βασική προϋπόθεση προκειμένου, με τη συνδρομή της θεωρίας των δύο άκρων, η απαγόρευση να επεκταθεί στον αντικαπιταλιστικό, αριστερό και αντιεξουσιαστικό χώρο…

Η συζήτηση που διεξάγεται για το σχέδιο νόμου για την «καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας» επιβάλλει την τοποθέτηση της προοδευτικής νομικής διανόησης απέναντι στην υποκριτική επικοινωνιακή διαχείριση του φασιστικού κινδύνου.

Το ποινικό δίκαιο είναι δίκαιο πράξεων και όχι προθέσεων, δίκαιο πραγματικής και όχι αντικειμενικής ή πολιτικής ευθύνης, δίκαιο που διώκει και τιμωρεί εγκληματικές πράξεις και συμπεριφορές και όχι ιδεολογίες και φρονήματα. Ο περιορισμός του αυτός αποτελεί αδιαπραγμάτευτη κατάκτηση στη διαχρονική εξέλιξη της ταξικής πάλης στο εποικοδόμημα του νομικού πολιτισμού.

Οι ιδεολογίες δεν διώκονται ποινικά, όσο και αν είναι ή αν αντιμετωπίζονται ως «ακραίες» από την εκάστοτε εξουσία. Η απαγόρευσή τους είναι όχι μόνο ανεπίτρεπτη υπό συνταγματικό καθεστώς πολιτικών ελευθεριών (Σ 5, 14), αλλά και ιστορικά αναποτελεσματική. Η ανοχή των πολιτικών διώξεων παρέχει το άλλοθι σε κάθε εξουσία να τις διευρύνει, περιλαμβάνοντας συχνά και τις αντίθετες.

Οι φασιστικές και ρατσιστικές συμπεριφορές, που εκδηλώνονται τα τελευταία χρόνια, αποτελούν πολιτικό φαινόμενο, του οποίου η αντιμετώπιση δεν μπορεί να είναι διαφορετική.

Ως προς τις αξιόποινες πράξεις που συνδέονται με αυτές, το υπάρχον νομικό οπλοστάσιο είναι ικανό να τις αντιμετωπίσει, εφόσον βεβαίως εφαρμόζεται. Η εφαρμογή του απαιτεί την ύπαρξη σχετικής πολιτικής βούλησης από το όλο σύστημα εξουσίας (κυβέρνηση, αστυνομία, εισαγγελίες, δικαστήρια). Συνιστά:

1. Παράνομη βία (Π.Κ. 330 – φυλάκιση μέχρι δύο ετών), η συμπεριφορά όσων με βία ή απειλή βίας υποχρεώνουν μικροπωλητές να εγκαταλείπουν τον τόπο της δραστηριότητάς τους, λαϊκές αγορές κτλ.

2. Εκβίαση (Π.Κ. 385 – φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και υπό προϋποθέσεις κακούργημα), η συμπεριφορά όσων απειλούν και εκβιάζουν εργοδότες να προσλαμβάνουν Ελληνες υπαλλήλους στη θέση μεταναστών με την απειλή ζημιάς στην επιχείρησή τους.

3. Ελευθέρωση κρατουμένου, η πράξη αυτού που εισβάλλει σε μια αστυνομική κλούβα και απελευθερώνει με βία κάποιον που έχει συλληφθεί (Π.Κ. 172 – φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών).

4. Εμπρησμό (Π.Κ. 264 παρ. β΄ – κακούργημα αν μπορούσε να προξενήσει κίνδυνο για άνθρωπο) ή φθορά ξένης περιουσίας με φωτιά (Π.Κ. 382 παρ. 2 γ΄- φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών) οι δολιοφθορές σε καταστήματα κτλ.

5. Απρόκλητη επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού (Π.Κ. 308, 308Α, 309 – φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους) ή απόπειρα βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης 310 – Π.Κ. κακούργημα) κατά περίπτωση οι τραμπουκισμοί.

6. Σύσταση εγκληματικής οργάνωσης (Π.Κ. 187 – διαρκές κακούργημα) η ένωση τριών ή περισσοτέρων με διαρκή δομή και δράση για διάπραξη συγκεκριμένων κακουργημάτων.

7. Επιβαρυντική περίσταση η τέλεση αξιόποινων πράξεων, ακόμη και πλημμεληματικών, με τρόπο ή υπό συνθήκες ή σε έκταση που απειλούν τις συνταγματικές δομές της χώρας κ.λπ. (Π.Κ. 187Α).

Σημείωση: Ο γράφων όχι μόνο δεν υποστηρίζει τις τελευταίες δύο διατάξεις (συνδυασμός «τρομονόμων» Σταθόπουλου – ΠΑΣΟΚ ν. 2928/2001, Παπαληγούρα – Ν.Δ. ν. 3251/2004 και ΠΑΣΟΚ – Καστανίδη ν. 3875/2010), αλλά έχει αγωνιστεί εναντίον τους μέσα και έξω από τα δικαστήρια. Τις παραθέτει χάριν πληρότητας ενημέρωσης και προς συναγωγή συμπερασμάτων…

Το ότι οι παραπάνω ποινικές διατάξεις δεν έχουν ενεργοποιηθεί ποτέ σε πληθώρα ρατσιστικών και φασιστικών επιθέσεων αποδεικνύει ότι αυτό το οποίο λείπει δεν είναι η ύπαρξη νομοθετικού πλαισίου, αλλά η πολιτική βούληση εφαρμογής του.

Εάν δράστες ήταν αριστεροί ή αναρχικοί, θα σέρνονταν, όπως και επανειλημμένα συνέβη, στα δικαστήρια και στις φυλακές με εξοντωτικές ποινικές διώξεις και τιμωρίες.

Η πρόκληση σε άλλον της απόφασης να διαπράξει αξιόποινες πράξεις προβλέπεται και τιμωρείται επαρκώς από τις διατάξεις του Π.Κ. 46 παρ. 1 και 2 περί ηθικής αυτουργίας και προβοκάτσιας και συμπληρωματικά από τη διάταξη της απλής συνέργειας με ψυχική συνδρομή (Π.Κ. 47 παρ. 1). Κάθε προσπάθεια διεύρυνσης των ορίων τής παραπάνω αντιμετώπισης εξέρχεται από τα όρια της ποινικής απειλής δίωξης πράξεων και παραβιάζει τα όρια ελευθερίας του πολιτικού λόγου.

Προβλέπεται υποχρεωτικά ως επιβαρυντική περίσταση η τέλεση αξιόποινης πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού (άρθρο 79 παρ. 3 Π.Κ). Σπάνια εφαρμόζεται.

Ισχύει -τυπικά τουλάχιστον- ο ν. 927/1979 για την αντιμετώπιση της έκφρασης καταφρόνησης εθνικών και φυλετικών ομάδων.

Η όλη συζήτηση καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα με το αίτημα να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή. Οι υποστηρικτές του έρχονται αντιμέτωποι με δύο σφάλματα: Να προβλέψουν συμπεριφορές αξιόποινες ήδη τυποποιημένες και ενταγμένες στην ποινική νομοθεσία. Ή να προσθέσουν στοιχεία δίωξης πολιτικού λόγου δημιουργώντας συνολικές προϋποθέσεις απαγόρευσής του, που ανάλογα με την πολιτική συγκυρία θα επεκταθούν.

Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο διολισθαίνει στο δεύτερο: διώκει αυτή καθεαυτή την αντίθετη άποψη ως προς τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας, κατά της ανθρωπότητας, πολέμου και ναζισμού, επεκτείνει τις κυρώσεις κατά κομμάτων και ΜΜΕ, παρέχοντάς τους εκπληκτικό άλλοθι για να φιμώνουν ιδίως «ακραίες» απόψεις.

Προβλέπει να μην απελαύνονται υπήκοοι τρίτων χωρών, θύματα ή ουσιώδεις μάρτυρες (άλλων από τις προβλεπόμενες στο νομοσχέδιο) εγκληματικών πράξεων. Αλλά και αυτό ήδη «ισχύει» για θύματα εμπορίας ανθρώπων (άρθρο 46 ν. 3386/2005, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 6 ν. 3875/2010). Θα αρκούσε η διεύρυνση της ρύθμισης αυτής και όχι ολόκληρο νομοσχέδιο. Ομως και η προβλεπόμενη σε αυτό «προστασία» παρέχεται ελλιπώς, δηλαδή «υπό τον όρο ότι αυτοί δεν απειλούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια», όταν είναι γνωστό ότι με την αιτιολογία αυτή απελαύνονται καθημερινά χιλιάδες αλλοδαποί χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση.

Η θέσπισή του θα αναστήσει στην πράξη τις μετεμφυλιακές διατάξεις που επιβιώνουν στον Ποινικό Κώδικα (άρθρα 141, 182, 183, 184, 192 κ.ά.) και με έννοιες παρεμφερείς και αόριστες, όπως «παρότρυνση ή διέγερση σε βιαιοπραγίες ή μίσος», συγχέουν τα όρια της εγκληματικής πράξης και του πολιτικού λόγου και δημιουργούν όρους καταστολής του.

Η ανοχή της απαγόρευσης του πολιτικού λόγου αποτελεί βασική προϋπόθεση προκειμένου, με τη συνδρομή της θεωρίας των δύο άκρων, η απαγόρευση να επεκταθεί στον αντικαπιταλιστικό, αριστερό και αντιεξουσιαστικό χώρο, των οποίων η δράση αποσκοπεί στον μετασχηματισμό του σημερινού κοινωνικού, πολιτικού και συνταγματικού συστήματος.

Προφανής η ένοχη συνείδησή τους απέναντι στο αντιρατσιστικό κίνημα και η ανάγκη της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ να διαφοροποιηθούν από τη Νέα Δημοκρατία, όσο και του υπουργού Δικαιοσύνης να εξιλεωθεί από σωρεία αυταρχικών νομοθετημάτων που διατηρεί σε ισχύ, αντίθετα με όσα υποστήριζε (τρομονόμοι, κουκουλονόμος, επιστρατεύσεις, καταστολή απεργιών), για άλλα που ετοιμάζει (όπως ο πλήρης περιορισμός των προσωρινών διαταγών και ασφαλιστικών μέτρων από συμβασιούχους) αλλά και τον γενικότερο περιορισμό της έννομης προστασίας, τη συνεχή συρρίκνωση δικαιωμάτων, αύξηση παραβόλων, διάλυση των δικαστηρίων και τη λειτουργία τους μόνο ως μηχανισμού καταστολής.

Αλλά η ξενοφοβία και ο ρατσισμός δεν αντιμετωπίζονται με απαγορεύσεις. Αντίθετα οι απαγορεύσεις ηρωοποιούν, συσπειρώνουν και προβάλλουν εν τέλει θετικά τον «στόχο» τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι ο τρόπος με τον οποίο «καταπολεμάται» η Χρυσή Αυγή από κόμματα της κυβέρνησης και ΜΜΕ προκαλεί περισσότερο τη διαφήμιση και ηρωοποίησή της και την ανεβάζει δημοσκοπικά ως δήθεν αντίθετη στο κατεστημένο, ενώ είναι το ίδιο που την κατασκευάζει ως «αντίπαλό του».

Ο φασισμός δεν κινδυνεύει από το αστικό κράτος. Αυτό και οι πολιτικές του τον γεννούν. Η καταπολέμησή του δεν χρειάζεται «προοδευτικούς» τρομονόμους και ιδιώνυμα, ούτε μεταγλώττιση διατάξεων που έχουν αποδοκιμαστεί από την πολύχρονη επιρροή της κινηματικής αντίστασης, ώστε να περιπέσουν σε αχρησία. Αντιμετωπίζεται από το κίνημα με όπλο όχι τον περιορισμό και τη συρρίκνωση ελευθεριών και δικαιωμάτων, αλλά την ίδια την ιστορική και πολιτική απογύμνωσή του.

* Δικηγόρος, πρώην μέλος Δ.Σ. ΔΣΑ.

ΠΗΓΗ: 31/05/2013,  http://www.efsyn.gr/?p=55892

Σημειώσεις για την Παραγωγή Ζάχαρης στην Ελλάδα

Σημειώσεις για την Παραγωγή Ζάχαρης στην Ελλάδα

 

Του Γ. Γ. – Ανωνύμου Μηχανικού*

 

1. Εισαγωγή

Οι εγκαταστάσεις (ζαχαρουργεία) της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης (ΕΒΖ) στην Ελλάδα δίνονται στον ακόλουθο Πίνακα:

Έτος λειτουργίας και δυναμικότητα επεξεργασίας ριζών τεύτλων (σε MT) ανά 24ωρο.

   α/α

Εργοστάσιο ζάχαρης

Έτος λειτουργίας

Αρχική Δυναμικ

Έτος επέκ. Δυναμικ

Σημερινή Δυναμικ

1

Λάρισα

1961

6532

1976

7200

2

Πλατύ

1962

6484

1978

8000

3

Σέρρες

1963

2840

1985

4500

4

Ξάνθη

1972

4133

1977

6000

5

Ορεστιάδα

1975

3500

1993

5500

Πρώτη ύλη για τα εργοστάσια ζάχαρης (ζαχαρουργεία) είναι τα τεύτλα. Ευδοκιμούν κυρίως στα ψυχρά κλίματα (με λίγα λόγια κάτω από τον Ν. Φθιώτιδας δεν ευδοκιμούν, ενώ οι βόρειες χώρες (Γερμανία, Πολωνία, Γαλλία) έχουν μεγάλη παραγωγή και στρεμματική απόδοση). Για να αποφεύγονται μεγάλες δαπάνες μεταφοράς των ζαχαρότευτλων η καλλιέργεια είναι πάντοτε συγκεντρωμένη κοντά στα εργοστάσια. Για να λειτουργήσει ένα τέτοιο εργοστάσιο υπολογίζονται πως χρειάζονται 40.000 στρέμματα για να εξασφαλιστεί δουλειά για 2-3,5 μήνες (είναι η περίοδος της «καμπάνιας», όπως την ονομάζουν οι ντόπιοι). [1]

Η ΕΒΖ είναι επίσης ιδιοκτήτης και δύο ζαχαρουργείων στη Σερβία: ADFabrikaSeceraSajkaskaZabalje, ADFabricaSeceraCrvenka), συνολικής ημερήσιας δυναμικότητας κατεργασίας 13.000 τόνων τεύτλων. [2]

Και μερικά ακόμα χρήσιμα στοιχεία για την κατανόηση των όσων ακολουθήσουν:

1. Οι βιομηχανίες αυτές, σε παγκόσμια κλίμακα, δουλεύουν 24 ώρες/ημέρα, την περίοδο Σεπτέμβρη έως Δεκέμβρη κάθε έτους. Τον υπόλοιπο χρόνο καλλιεργείται και συλλέγεται το τεύτλο και στο εργοστάσιο γίνεται η προετοιμασία για την επόμενη παραγωγή (πρακτικά λόγω της έντασης απασχόλησης του εξοπλισμού και του προσωπικού, προσλαμβάνεται πάντοτε εποχικό προσωπικό (για τους 3 μήνες) και το μόνιμο προσωπικό λόγω υπερωριών, συνεχούς εργασίας κατά την παραγωγική περίοδο, επιστρέφει ξανά τον Μάρτη και ξεκινάει εργασίες συντήρησης).

2. Το κύριο προϊόν της ΕΒΖ είναι η ζάχαρη (έτοιμο προϊόν, πωλείται είτε στη λιανική αγορά, είτε στις βιομηχανίες τροφίμων, γλυκών, αναψυκτικών κλπ) και τα υποπροϊόντα: μελάσσα (χρησιμοποιείται στην παραγωγή οινοπνεύματος (φαρμακευτικές βιομηχανίες και ποτοποιίες) και στη βιομηχανία όπλων) και ζωοτροφή.  

3. Πρόκειται για εγκαταστάσεις που περιλαμβάνουν ως υποδομές, ύδρευση, δικό τους ατμοηλεκτρικό σταθμό, φυσικό αέριο, πρόσβαση για φορτηγά, σιδηροδρομική πρόσβαση και βιολογικό καθαρισμό.

4. Τα ζαχαρουργεία παγκοσμίως είναι εγκαταστάσεις που επιδέχονται βελτιώσεις και συντηρήσεις. Παράλληλα γίνονται προσθήκες μηχανημάτων με αυτοματισμούς. Ο εξοπλισμός είναι ιταλικός (Πλατύ) και πολωνικός (Σέρρες, Ορεστιάδα). Μπορεί να δει κανείς μηχανήματα που είναι εγκατεστημένα από το 1960 και το 1970 και εξακολουθούν να λειτουργούν. Παγκοσμίως υπάρχουν ζαχαρουργεία με διάρκεια ζωής άνω των 100χρόνων.

2. Η Περίοδος 1960-2000

Φαίνεται ότι παλιότερα (δεκαετίες 1960 έως 2000), η εργασία γύρω από τη EBZ ήταν κερδοφόρα για όλους: εποχικό προσωπικό (υπάρχει π.χ. περίπτωση εποχικής καθαρίστριας που με τις απολαβές ενός τριμήνου σπούδασε το γιο της στο Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη), τευτλοκαλλιεργητές (υπάρχει π.χ. περίπτωση αγρότη που με τις απολαβές μίας σοδειάς του αγόρασε αυτοκίνητο, ενός άλλου που με τις ίδιες απολαβές δύο αγροτεμαχίων 9 στρεμμάτων έκαστο (ένα ιδιόκτητο κι ένα νοικιασμένο) ξεχρέωσε το ιδιόκτητο αγροτεμάχιο σε έναν χρόνο), προσωπικό ΕΒΖ, επαγγελματίες που ασχολούνταν με εξωτερικές εργασίες του εργοστασίου της ΕΒΖ (περιέλιξεις κινητήρων, προμηθευτές μηχανολογικού εξοπλισμού κλπ) και όποιοι άλλοι οικονομικοί κλάδοι κινούνταν γύρω από αυτούς (οικοδομή, αυτοκίνητα, γεωργικός εξοπλισμός κλπ).

Και κάποια άλλα στοιχεία:

Με κριτήριο το ύψος των πωλήσεών της του 1989 η ICAP-Hellasκατατάσσει την ΕΒΖ 7η μεγαλύτερη βιομηχανία της Ελλάδας. [3]

Τέλος από ένα δημοσίευμα [4] παραθέτω κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Στην ακμή της η βιομηχανία απασχολούσε 1.320 μόνιμους εργαζόμενους… Οι εποχικοί έφταναν τους 3.700…»

«Οι καλλιεργητές τεύτλου ήταν 9.000 … Μέχρι το 2006 καλλιεργούσαν 400.000 στρέμματα.»

«Τριάντα χιλιάδες άνθρωποι στη Βόρεια Ελλάδα ζουν από τον κύκλο εργασιών της επιχείρησης: εκτός από τους αγρότες, είναι μεταφορείς, συντηρητές μηχανημάτων, μηχανικοί αυτοκινήτων.»

«Πριν από το 2006 τα εργοστάσια υπερκάλυπταν τις εθνικές ανάγκες, παράγοντας 320.000 τόνους ζάχαρη το χρόνο

3. Η Σημερινή Κατάσταση

Διαβάζοντας τα παραπάνω, αρχίζω να καταλαβαίνω ότι υπήρχε μία οικονομία που αν και κατανάλωνε ότι παρήγαγε στο εσωτερικό της χώρας, εντούτοις ήταν κερδοφόρα. Ας έρθουμε όμως στην πραγματικότητα [5], (οι υπογραμμίσεις δικές μου):

«Η Εταιρεία δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εμπορία λευκής κρυσταλλικής ζάχαρης και των παραπροϊόντων της. Είναι ο μοναδικός παραγωγός ζάχαρης στην Ελλάδα και λειτουργεί στα πλαίσια της κοινής αγροτικής πολιτικής (Κ.Α.Π) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και συγκεκριμένα βάσει του Κανονισμού του Συμβουλίου 1234/2007, ο οποίος θεσπίζει τον Ενιαίο Κανονισμό ΚΟΑ για ορισμένα γεωργικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων και η ζάχαρη».

«Το Φεβρουάριο του 2006, οι υπουργοί γεωργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκριναν τη ριζική μεταρρύθμιση του τομέα ζάχαρης στην Ε.Ε.. Η μεταρρύθμιση αυτή εστιάστηκε στην κατά 36% περικοπή της εγγυημένης ελάχιστης τιμής της ζάχαρης (από 631,9 ευρώ/τόνο το 2006/2007 σε 404,4 ευρώ/τόνο από το 2009/2010), στην αποζημίωση των γεωργών και στη δημιουργία του Ταμείου Αναδιάρθρωσης με σκοπό τη χρηματική αποζημίωση των λιγότερο ανταγωνιστικών παραγωγών [6] οι οποίοι επιλέγουν να διακόψουν τη δραστηριότητά τους».

«Το έτος 2007/2008, στο πλαίσιο του προγράμματος αναδιάρθρωσης, η Ελλάδα αποποιήθηκε το 50,01% της εθνικής της ποσόστωσης με αποτέλεσμα η ποσόστωση να ανέρχεται συνολικά στους 158.702 τόνους από 317.502 που ήταν αρχικά.»

«Οι Μονάδες της Ξάνθης και της Λάρισας λειτούργησαν ως ζαχαρουργεία για τελευταία χρονιά το 2006, χρονιά κατά την οποία η Ε.Β.Ζ. απέσυρε το 50,01% της ποσόστωσης της σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ.320/2006 της Ε.Ε.» [5]

4. Τα Δύο Ερωτήματά μου

1. Οι λιγότεροι ανταγωνιστικοί παραγωγοί ή τα λιγότερα ανταγωνιστικά προϊόντα πώς ορίζονται; Συγκρίνοντας την τιμή πώλησης σε ίδια νομισματική μονάδα. Όμως, εφόσον η ΕΒΖ παράγει αποκλειστικά τη δική της ζάχαρη, πώς χαρακτηρίζεται λιγότερο ή περισσότερο ανταγωνιστική; Με βάση την τιμή εισαγωγής της ζάχαρης από χώρες της ΕΕ ή τρίτες χώρες (εκτός ΕΕ); Δεν καταλαβαίνω γιατί, ενώ είμαστε αυτάρκεις σε ένα προϊόν, αυτό κρίνεται μη ανταγωνιστικό και πρέπει, λοιπόν, να αποποιηθούμε την παραγωγή του ως χώρα. Αυτό που λένε ότι «μπορούμε να το εισάγουμε φτηνότερα» πώς αντικρούεται, γιατί κι εμένα μου ακούγεται λογικό.

2. Πώς τεκμηριώνεται η θέση ότι είχαμε αντιοικονομική κατανομή στην παραγωγή ζάχαρης; (βλ. την τελευταία σειρά στο απόσπασμα που ακολουθεί)

Ερ.: Ήθελα να σας κάνω μία ερώτηση επειδή πολύς θόρυβος γίνεται τελευταία, τα συνεταιριστικά εργοστάσια της Ξάνθης από ό,τι φαίνεται περνάνε μία φάση που κανείς δεν γνωρίζει τι μέλλει γενέσθαι, όσον αφορά την ζάχαρη, γιατί τα καμπανάκια από ό,τι φαίνεται χτυπάνε και το ζαχαρουργείο της Ορεστιάδας, τι γίνεται, τι λέει η Ε.Ε.; 
Απ.: Η Ε.Ε. έχει ήδη πει, αυτό είναι ένα θέμα το οποίο έχει ξεκαθαρίσει. Μείωση της επιδότησης στην ζάχαρη, γιατί πρέπει να πούμε ότι η διεθνή τιμή της ζάχαρης είναι γύρω στα 30-35 λεπτά, ενώ η τιμή στην Ε.Ε. είναι γύρω στο ευρώ, το υπόλοιπο είναι επιδότηση. Και έτσι τα ζαχαρουργεία αντιμετωπίζουν πρόβλημα. Αλλά για να είμαστε απόλυτα σωστοί και ειλικρινείς πρέπει να πούμε ότι η Ελλάδα είχε 320.000 τόνους ετήσιας παραγωγής, ένα δικαίωμα δηλαδή παραγωγής, το οποίο σύμφωνα με τα οικονομικά στοιχεία των εργοστασίων της Ε.Ε. θα έπρεπε αυτή η παραγωγή να καλύπτεται από ένα εργοστάσιο, το πολύ δύο, το μάξιμουμ στο όριο της επιβίωσης τρία και εμείς είχαμε πέντε, που σημαίνει ότι από τότε είχαμε μία αντιοικονομική κατανομή στην παραγωγή της ζάχαρης. [10]

5. Σχόλια για τις Επιδοτήσεις

«Ούτε λύση είναι η επίσης δημοφιλής και λαϊκίζουσα ιδέα του να παράγουμε τα πάντα μόνοι μας. Ο λόγος που εισάγουμε πατάτες από την Αίγυπτο είναι η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος του Ricardo: είναι πιο παραγωγική-φθηνή σε αυτό και έτσι απελευθερώνονται παραγωγικοί πόροι από τη μη-παραγωγική/ανταγωνιστική παραγωγή πατάτας στη χώρα μας για την παραγωγή άλλων αγαθών στα οποία είμαστε πολύ περισσότερο ανταγωνιστικοί, όπως υψηλή τεχνολογία, όπως δεν γνωρίζουν οι πολλοί. Δεν είναι απόφαση της κακής Ευρώπης να μην παράγουμε πλέον καπνό, ζαχαρότευτλα και άλλα γεωργικά προϊόντα. Δεν απαγορεύτηκε η παραγωγή τους, απλά σταμάτησε η επιδότηση. Έτσι, δεν είναι πια ανταγωνιστικά αυτά τα προϊόντα μας και δεν συμφέρει η παραγωγή τους.» [7]

Το γεγονός της μείωσης της τιμής από 631,9 ευρώ/τόνο το 2006/2007 σε 404,4 ευρώ/τόνο από το 2009/2010 (ήτοι 36% μείωση) είναι μέτρο που οδηγεί σε μείωση της προσφοράς της πρώτης ύλης της ζάχαρης, των τεύτλων. Άρα ουσιαστικά καθιστάς ασύμφορη την παραγωγή τεύτλων σε σχέση με άλλες καλλιέργειες (πχ Αραβόσιτος, Βαμβάκι, Σιτηρά και Ηλίανθος [8]). Είναι ένας μοχλός δηλαδή ώστε να μεταβληθεί η παραγωγική διαδικασία και τελικά να αλλάξει, εφόσον η παραγωγή της πρώτης ύλης καθίσταται ασύμφορη. Άρα είναι απόφαση της Ευρώπης να μην παράγουμε πλέον ζαχαρότευτλα (έτσι πιστεύω εγώ).

Σχόλιο: Ας δεχτούμε ότι η παραγωγή τεύτλων είναι ασύμφορη. Ας δεχτούμε ότι ο αγρότης πρέπει να βρει άλλες κερδοφόρες καλλιέργειες. Γιατί η Ε.Ε. εφόσον νοιάζεται, δεν υποδεικνύει ποιες είναι αυτές; Μου φαίνεται παράλογο. Πάντως με τον τρόπο που καθορίζονται οι επιδοτήσεις, επηρεάζεται σίγουρα και η παραγωγική διαδικασία τουλάχιστον για τη γεωργία. Άρα οι επιδοτήσεις είναι κατά πρώτο ρόλο ένα εργαλείο, ένας μηχανισμός και κατά δεύτερο λόγο ένα βοήθημα για τον αγρότη, το οποίο χρησιμοποιείται και ως επιχείρημα: «τις φάγανε τις επιδοτήσεις, αρά καλά κάνουν και δεν ικανοποιούν τα αιτήματα των αγροτών».

6. Το Ταμείο Αναδιάρθρωσης

Το Ταμείο Αναδιάρθρωσης που αναφέρεται παραπάνω επιδοτήθηκε όχι με πόρους της ΕΕ αλλά με … εισφορές των ίδιων των παραγωγών [6]:

Επέβαλε εισφορά επί της ποσόστωσης: κάθε χώρα για κάθε τόνο ζάχαρης που παράγει θα έπρεπε να πληρώνει 110-170 € – υπέρ του γεωργικού ταμείου της Ένωσης.

Με τους πόρους αυτού του ταμείου η Ένωση έδινε κίνητρο σε χώρες να αποχωρήσουν από την παραγωγή, πληρώνοντας από 600 έως 400 ευρώ για κάθε τόνο που η χώρα δεν θα παρήγαγε σε ένα βάθος 3ετίας. [4]

Αν πράγματι έγινε έτσι, εγώ καταλαβαίνω ότι με τα εισοδήματα των προϊόντων της, κάθε χώρα μέλος της ΕΕ πριμοδότησε αυτή τη διαδικασία. Έδινε λεφτά για να υλοποιήσει ένα σχέδιο το οποίο τελικά στρεφόταν ενάντια στα συμφέροντά της (τουλάχιστον για την Ελλάδα). Τα λεφτά πάντως δεν ήρθαν εξ' ουρανού, όπως αρχικά νόμιζα όταν άκουγα τα ΜΜΕ να μιλάνε για χρήματα από την ΕΕ.

7. Μερικά Πρόχειρα Συμπεράσματα για την Ελληνική Οικονομία

Καταλαβαίνω ότι η ΚΑΠ εφάρμοσε την απορύθμιση της παραγωγικής διαδικασίας στον τομέα που εξετάζω, δηλαδή της ζάχαρης. Τελικά όμως οι επιπτώσεις φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερες:

1. Δεν ήταν μόνο η ζάχαρη που χάθηκε, αλλά και τα υποπροϊόντα αυτής (μελάσα και ζωοτροφή). Αυτά πρέπει τώρα να εισαχθούν. Δε γνωρίζω αν μπορούμε να βρούμε αυτά τα προϊόντα στην ελληνική παραγωγή.

2. Όλος αυτός ο κύκλος των τευτλοκαλλιεργητών, του προσωπικού των ζαχαρουργείων, του προσωπικού των Γεωπονικών Υπηρεσιών της ΕΒΖ, του εποχικού προσωπικού και των υπολοίπων πλήττεται, εφόσον η πρώτη ύλη το τεύτλο πλέον δεν παράγεται. (Το τεύτλο δεν μπορεί να μεταφερθεί από άλλη χώρα. Δεν ψύχεται για να διατηρηθεί και να κατεργαστεί αλλού)

3. Πλέον εισάγουμε ζάχαρη (η ΕΒΖ αναθέτει παραγγελίες φασόν σε άλλες χώρες και όπως αναφέρεται [8] από Γαλλία, Γερμανία και Πολωνία)

4. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός των ζαχαρουργείων έχασε την αξία του, εφόσον η δυναμικότητά του είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τις ποσότητες που θα κατεργαστεί (οικονομική απαξίωση).

5. Τέλος, το κόστος λειτουργίας των ζαχαρουργείων αυξήθηκε διότι η ποσότητα των τεύτλων που κατεργάζονται έχει μειωθεί. (Ενδεικτικά το ζαχαρουργείο της Ορεστιάδας θα λειτουργήσει μόνο για μία εβδομάδα φέτος, αντί για 3 μήνες που έχει σχεδιαστεί. Υπάρχουν δημοσιεύματα που ήδη αναφέρονται το κλείσιμό του).

8. Αποσπάσματα από Διάφορα Κείμενα

Στην ακμή της η βιομηχανία απασχολούσε 1.320 μόνιμους εργαζόμενους και σήμερα 428. Οι εποχικοί έφταναν τους 3.700 και σήμερα έχουν απομείνει 1.000. [4]

Οι καλλιεργητές τεύτλου ήταν 9.000 και τώρα δεν ξεπερνούν τους 2.000. Μέχρι το 2006 καλλιεργούσαν 400.000 στρέμματα. Φέτος δεν ξεπέρασαν τα 55.000 στρέμματα. [4]

Πριν από το 2006 τα εργοστάσια υπερκάλυπταν τις εθνικές ανάγκες, παράγοντας 320.000 τόνους ζάχαρη το χρόνο. Φέτος εκτιμάται ότι δεν θα ξεπεράσουν τους 35.000. [4]

Τελικά σπάρθηκαν 59.803 στρέμματα. Κατόπιν τούτων η παραγωγή ανήλθε στους 38.265 τόνους ζάχαρης έναντι παραγωγής 77.182 τόνους ζάχαρης της προηγούμενης παραγωγικής περιόδου. [2]

Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής της ελληνικής ζάχαρης κατά 24,81% (από 833,21 €/τόνο ζάχαρης την παραγωγική περίοδο 2010/2011 σε 1.039.93 €/τόνο ζάχαρης την παραγωγική περίοδο 2011/2012). [2]

Η μείωση των πωλήσεων ζάχαρης κατά 28,62% αφενός λόγω της παγκόσμιας έλλειψης κυρίως στο α' τρίμηνο της χρήσης και αφετέρου λόγω των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στην χώρα. Ενώ στην περσινή χρήση πουλήθηκαν 286.442 τόνοι ζάχαρης, κατά την κλειόμενη χρήση πουλήθηκαν 204.452 τόνοι ζάχαρης. [2]

204.452 – 38.265 =166.187 εισαγόμενοι τόνοι ζάχαρης (01-07-11 με 30-06-12)

Η παραγωγή ζάχαρης ποσόστωσης της ΕΒΖ ΑΕ στην Ελλάδα ανήλθε στους 54.699 τόνους ζάχαρης έναντι παραγωγής 38.265 τόνους ζάχαρης της προηγούμενης παραγωγικής περιόδου. Για την κάλυψη του δικαιώματος παραγωγής της υπόλοιπης ποσότητας των περίπου 104 χιλιάδων τόνων ζάχαρης, η ΕΒΖ ΑΕ (βάσει του κανονισμού της Ε.Ε. 952/2006) προέβει σε σύναψη συμφωνιών με μεγάλους οίκους της ευρωπαϊκής αγοράς για την παραγωγή ζάχαρης ελληνικής ποσόστωσης από χώρες της Ε.Ε. (φασόν). Οι χώρες αυτές είναι Γαλλία, Γερμανία και Πολωνία. [2]

Με την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 2005 η καλλιέργεια της περιορίζεται ουσιαστικά στην λωρίδα Λονδίνου-Πράγας. Τότε έγινε συμφωνία να μειωθεί η παραγωγή  στην Ελλάδα από 320.000 τόνους σε 158.000 τόνους τον χρόνο. Παράλληλα με αντάλλαγμα 87 εκ ευρώ η χώρα μας έκλεισε 2 (Λάρισα και Ξάνθη) από τα 5 εργοστάσια ζάχαρης με σκοπό τα δύο εργοστάσια που έκλεισαν να γίνουν εργοστάσια παραγωγής βιοαιθανόλης. [11]

Συνεπεία όλων αυτών ήταν 30.000 άνθρωποι στην βόρεια Ελλάδα να πεταχτούν στον δρόμο (αγρότες, εργαζόμενοι, κ.λ.π) αφού η καλλιέργεια από 400.000 στρέμματα το 2006 έπεσε το 2010 στα 55.000. Παράλληλα η ΑΤΕ έχει βγάλει στο σφυρί για πώληση συνολικά την Ελληνική βιομηχανία Ζάχαρης (ΕΒΖ) η οποία είναι θυγατρική της.

Την περίοδο που ετοιμάζονται να πωλήσουν την ΕΒΖ σταμάτησαν κάθε επιδότηση στην παραγωγή ζαχαροτεύτλων με αποτέλεσμα φέτος να μην πιάσει η χώρα μας ούτε καν την μειωμένη τιμή ποσόστωσης (158.000 τόνοι) αφού καλλιεργήθηκαν λίγα στρέμματα.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να σταματήσουν την ουσιαστική παραγωγή τα εργοστάσια και να υπολειτουργούν. [9]

Η Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος σε ανακοίνωση της τις 01/04/13, αναφέρει:

Η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε υπό ειδική εκκαθάριση ανακοινώνει, στο πλαίσιο του διενεργηθέντος διαγωνισμού για την μεταβίβαση 30.256.689 κοινών μετοχών που αντιπροσωπεύουν το 82,33% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΑΧΑΡΗΣ Α.Ε., την ανακήρυξη της εταιρίας CRISTALFINANCIERE, 100% θυγατρική της CRISTALUNIONSOCIETECOOPERATIVEAGRICOLE ως Προτιμητέου Υποψήφιου και των εταιριών KRAJOWA SPOLKA CUKROWA S.A και LITEX COMMERCE JSC ως Επιλαχόντων Υποψήφιων.

Η ΕΒΖ έχει απομείνει με τρία ζαχαρουργεία (Πλατύ, Σέρρες και Ορεστιάδα) και δύο ζαχαρουργεία στη Σερβία. Τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν τα δημοσιεύματα ότι πρόκειται να κλείσει το ζαχαρουργείο της Ορεστιάδας.

9. Επίλογος

Σίγουρα η έκθεσή μου είναι σε πολλά σημεία απλοϊκή, ίσως και ασαφής. Η έλλειψη γνώσης της οικονομικής επιστήμης είναι ο κύριος λόγος. Όμως, τώρα καταλαβαίνω τις συνέπειες της αποβιομηχανοποίησης, με την έννοια ότι μέσω της βιομηχανίας μπορείς να ικανοποιήσεις τις ανάγκες του λαού, αλλά και να παράγεις εισόδημα ανταλλάσσοντας έτοιμα προϊόντα με άλλες χώρες.

 

Σημειώσεις

 

[1]. Πτυχιακή εργασία Παπαγεωργίου Κ., «Οι ασθένειες των ζαχαρότευτλων», ΑΤΕΙ Κρήτης, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας, 2005

[2]. Ετήσια Οικονομική Έκθεση της ΕΒΖ για χρήση 1η Ιουλίου 2011 έως 30η Ιουνίου 2012

[3]. «Εισαγωγή στην Τεχνολογική Οικονομική», Γιώργου Π. Κοσμετάτου, Αθήνα 1996

[4]. «Πίκρα η ζάχαρη», δημοσίευμα της δημοσιογράφου Ντίνας Δασκαλοπούλου στο περιοδικό «Ε» της εφ. «Κυρ. Ελευθεροτυπία», Μάιος 2011

[5]. www.ebz.gr, ιστοσελίδα Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης

[6]. Εννοεί τους βιομήχανους της ζάχαρης, τους ζαχαρουργούς. Στην υπόλοιπη Ευρώπη υπήρχαν και ιδιώτες ζαχαρουργοί

[7]. Άρθρο του Περικλή Γκόγκα, επίκουρου καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης και Διεθνών Οικονομικών, Τμήμα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Ανάπτυξης, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, pgkogkas@ierd.duth.gr, Πηγή: Express.gr 21/05/12.

[8]. Εξαμηνιαία Οικονομική Έκθεση της ΕΒΖ για χρήση 1η Ιουλίου 2012 έως 31η Δεκεμβρίου 2012

[9]. Άρθρο του Γιώργου Κάργα, καθηγητή ΓΠΑ

[10]. Συνέντευξη του βουλευτή ΝΔ Γιάννη Γκλαβάκη στον δημοσιογράφο Δήμο Μπακιρτζάκη, άγνωστης ημερομηνίας.

[11]. Το σχέδιο μετατροπής των εργοστασίων ζάχαρης σε εργοστάσια βιοαιθανόλης στη Λάρισα και την Ξάνθη τελικά δεν υλοποιήθηκε ποτέ.

* Το κείμενο που ακολουθεί στάλθηκε στην ιστοσελίδα του «Μετώπου», και έχει γραφεί από έναν Μηχανικό, ο οποίος επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. Πρόκειται για «φωτογράφιση» μίας κατάστασης και για διατύπωση ερωτημάτων-προβληματισμών, τα οποία ένας οικονομολόγος θα μπορούσε να διαφωτίσει περισσότερο. Θεωρούμε ότι, παρά τον «ελλειπτικό» χαρακτήρα του, το κείμενο είναι ζωντανό, ειλικρινές, γραμμένο με αγωνία, ενώ προκαλεί, παράλληλα, έντονο ενδιαφέρον για βαθύτερη εξέταση της «Αγροτικής και Βιομηχανικής Πολιτικής» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των συνεπειών της στην ελληνική οικονομία.

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 06 Ιούνιος 2013, http://www.tometopo.gr/home/opinions/1471-2013-06-06-10-09-19.html