Αρχείο κατηγορίας Θεολογικές Μελέτες

Επίπονες δικυβεύσεις θνητών στα όρια ανθρωπίνου και Ακτίστου

Εθνοφυλετισμός & Εκκλησιακή «Διασπορά» – Ι

Εθνοφυλετισμός και [η αποκαλούμενη] Εκκλησιακή «Διασπορά» – Μία μονόδρομη σχέση αιτίου και αιτιατού – Μέρος Ι

Του π. Γρηγορίου Παπαθωμά*  [Εισήγηση σε συνέδριο**]

1. Εθνοφυλετισμός, πηγή τροφοδοσίας της εκκλησιακής «Διασποράς»

2. Το εκκλησιο-κανονικό περιγεγραμμένο του Αυτοκεφάλου

3. Η αναδρομική κανονική λύση του ζητήματος της «Διασποράς»

4. Κράτος-Έθνος (État-Nation) και Έθνος-Κράτος σε σχέση με τη «Διασπορά»

5. Συμπερασματικές σκέψεις και κριτικές Παρατηρήσεις

Οι προπαρασκευαστικές εργασίες της μέλλουσας Αγίας και Μείζονος Πανορθοδόξου Συνόδου έχουν οριστικοποιήσει τον τελικό κατάλογο των υπό συζήτηση θεμάτων, και από 105 θέματα υπό εξέταση, που πρότεινε αρχικά η Συντακτική Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου (1961), κατέληξαν να προκριθούν μόλις 10 τελικά θέματα στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1976), τα οποία κρίθηκαν από αυτήν ως τα πλέον σημαντικά και άμεσης προτεραιότητας. Και ανάμεσα στα δέκα αυτά θέματα, το ζήτημα της «Διασποράς» κατείχε και κατέχει την πρώτη θέση. Κατά συνέπεια, το γενικό θέμα «Διασπορά», που θα μελετήσουμε μαζί και που έχει πρόκριτη θέση, είναι ύψιστης σπουδαιότητας και έχει ήδη τεθεί και μελετηθεί πολλές φορές  και μελετάται ακόμη, ακριβώς γιατί είναι πολυδαίδαλο και πολύπτυχο. Εμείς, εδώ, θα δούμε μία μόνο πτυχή από τις πάμπολλες που υφίστανται, αλλά μία πτυχή αξονική, η οποία έχει να κάνει με τη …γεννήτρια, κατά τη γνώμη μου, του προβλήματος, την πηγή τροφοδοσίας αυτού του ζητήματος. Και πηγή τροφοδοσίας της εκκλησιακής «Διασποράς» δεν είναι άλλη από τον εντοπισθέντα, πριν ακριβώς από ενάμιση αιώνα, συνοδικά Εθνοφυλετισμό. Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι σχετικά πρόσφατο, αλλά προηγείται του κοινωνικο-πολιτικού φαινομένου της Διασποράς καθ’ εαυτού και ανάγεται σε βάθος παρελθοντικού χρόνου, που ξεπερνά και την εμφάνιση του φαινομένου και την παθολογία του. Γι’ αυτό έχει ιδιαίτερο μεθοδολογικό ενδιαφέρον να αρχίσουμε από τον Εθνοφυλετισμό, ο οποίος πριν να ευθύνεται για την εκκλησιακή «Διασπορά», φέρει και την ευθύνη γέννησης της Εθνικής Αυτοκεφαλίας και των σύγχρονων Εθνικών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.

Συνέχεια

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Ο Ιησούς Χριστός αναμφισβήτητα είναι το πλέον συζητημένο και συνάμα αμφιλεγόμενο πρόσωπο της ανθρώπινης ιστορίας. Κανένα ιστορικό πρόσωπο δεν καταφέρνει να συγκινεί αιώνες μετά τον θάνατό του ανθρώπους, ώστε αυτοί να θυσιάζουν τα πάντα για την αγάπη του, ακόμη και τη ζωή τους. Κανένα επίσης δεν βλασφημείται μόλις λίγα έτη μετά τον θάνατό του.

Το μαρτύριο στο όνομα θρησκευτικής πίστης ή ιδεολογίας δεν είναι αποκλειστικά χριστιανικό. Στον ισλαμικό κόσμο έχουμε το μαρτύριο (αυτοκτονία) στα πλαίσια μιας ερμηνείας του ιερού πολέμου (τζιχάντ). Στον κομμουνιστικό κόσμο έχουμε το μαρτύριο μετά από άρνηση καταδίκης της ιδεολογίας. Μάλιστα κάποιοι ισχυρίζονται ότι το τελευταίο μαρτύριο είναι ανώτερης μορφής, καθώς ο μάρτυρας, ως υλιστής, δεν αποβλέπει σε αμοιβή.

Στο μαρτύριο του χριστιανού το πρωτεύον στοιχείο είναι η αγάπη του μάρτυρα προς το πρόσωπο του Ιησού και, μέσω αυτού, η αγάπη προς τον συνάνθρωπό του, τον οποίο βλέπει ως εικόνα Θεού. Μαρτυρεί, επειδή ο διώκτης, υπό τη μορφή του οπαδού κάποιας εξουσίας, θρησκείας ή υλιστικής ιδεολογίας, στους νεότερους χρόνους, απαιτεί από τον πιστό να αρνηθεί τη πίστη του στον αναστημένο Ιησού.

Η πρώτη που κίνησε διωγμό κατά της χριστιανικής πίστης ήταν η ρωμαϊκή εξουσία, η άκρως ανεκτική έναντι του πλήθους των θρησκευτικών δοξασιών της εποχής. Πόσο ικανοποιητική είναι άραγε η εξήγηση ότι οι αυτοκράτορες θεωρούσαν προσβλητική την εκ μέρους των χριστιανών άρνηση της θεότητάς τους. Και οι Ιουδαίοι την αρνούνταν επί αιώνες χωρίς την παραμικρή επίπτωση. Η αγριότητα του διωγμού άφησε παντελώς ασυγκίνητους τους αναλυτές του πνεύματος του «διαφωτισμού». Θεώρησαν αυτοί πιο βολικό για την ιδεολογία τους να ασχοληθούν με τις αδυναμίες διαχρονικά των αυτοαποκαλουμένων πιστών στον Χριστό και να παραβλέψουν ή να διαστρεβλώσουν το ευαγγελικό κήρυγμα, αλλά και να αγνοήσουν παντελώς τους μάρτυρες της πίστεως. Και έπλασαν, για να αντικρούσουν τον «μύθο» της Αναστάσεως του Χριστού, μύθους επί μύθων στο όνομα της λογικής, αυτής της θεραπαινίδας της φιλοσοφίας τους, της λογικής, που την έκοψαν και την έραψαν στα μέτρα τους. Σπάνια επιχειρούν κριτική της διδασκαλίας του Ευαγγελίου. Αρέσκονται να διαστρεβλώνουν την ιστορία προβάλλοντας ως μάρτυρες τις στρατιές των δούλων, οι οποίοι εύρισκαν παρηγοριά με την ελπίδα ζωής πέραν του τάφου. Δεν πρόσεξαν ότι σύντομα αποδέχθηκαν τη νέα πίστη οικιακοί του Καίσαρα, φιλόσοφοι (ομολογουμένως όχι πολλοί, εξ αιτίας της έπαρσης που διαχρονικά τους χαρακτηρίζει), πλούσιοι επιχειρηματίες, μίμοι, ληστές, πόρνες ακόμη και δήμιοι. Και όλοι αυτοί δεν γόγγυσαν κατά των διωκτών τους, διότι θα τους εγκατέλειπε η χάρη του Θεού. Υπέμειναν φρικτά βασανιστήρια για την αγάπη Εκείνου, στην άρνηση του οποίου, πλην εξαιρέσεων, τίποτε δεν στάθηκε ικανό να τους οδηγήσει. Πέθαιναν επαναλαμβάνοντας τους λόγους του Χριστού και του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, ζητώντας δηλαδή από τον Θεό να συγχωρήσει τους δημίους τους! Και αυτό το όντως υπέροχο και ανεπανάληπτο φρόνημα προβάλλεται από τους υλιστές ως πνεύμα ηττοπάθειας και δειλίας. Γιατί, η χριστιανική πίστη εξαπλώθηκε τόσο γρήγορα, ώστε οι πιστοί να αποτελούν την πλειονότητα των πολιτών της αυτοκρατορίας στις αρχές του 4ου αιώνα, δεν τους απασχολεί. Ξεκινώντας από τη χρονική στιγμή, κατά την οποία ο Καίσαρας έπαψε τους διωγμούς, περνούν στην επίθεση επικεντρώνοντας την προσοχή των οπαδών των ιδεολογιών τους στις μικρότητες και αθλιότητες των χριστιανών, σαν να είναι γι' αυτές υπεύθυνοι ο Χριστός, οι μάρτυρες, οι άγιοι.

Ιδιαίτερη είναι η ικανοποίηση που εκφράζεται εκ του ότι την Εκκλησία συγκλόνισαν κατά τους πρώτους αιώνες ποικίλες αιρέσεις. Αποτελούν αυτές πρώτης τάξεως αφορμή για επίθεση κατά του δόγματος, κατά του οποίου πικρόχολα σχόλια γράφηκαν. Το δόγμα ως φιλοσοφική έννοια έχει ταυτιστεί με την κατάσταση της πλήρους ανελευθερίας της σκέψεως. Έτσι στους νεότερους χρόνους ο ελευθερωτής του ανθρωπίνου γένους από την φθορά εκ της αμαρτίας και τον επακόλουθο θάνατο προβάλλεται ως ο κατ' εξοχήν κήρυκας της ανελευθερίας. Το δόγμα καλλιεργεί ήθος και είναι αυτό τρομακτικά διαφορετικό στην ορθόδοξη κοινωνία (όχι βέβαια αυτή που αντικρίζουμε σήμερα) από τις κοινωνίες των αιρετικών της Δύσης, τις οποίες και μόνο γνωρίζουν τόσο οι δυτικοί στοχαστές, όσο και οι δίκην πιθήκου μιμούμενοι αυτούς εγχώριοι αρνητές της παράδοσης του λαού μας.

Η νέα πίστη δεν εξαπλώθηκε πέραν του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η Περσία, παρά το νέφος των μαρτύρων, παρέμεινε προσηλωμένη στη λατρεία του ηλίου. Τόσο αυτή όσο και οι περιοχές της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, στις οποίες οι λαοί είχαν ασπασθεί κατά πλειονότητα διάφορες αιρέσεις σαρώθηκαν από το κατακτητικό Ισλάμ. Το Ισλάμ εξαπλώθηκε όχι προσφέροντας ως θυσία στον Θεό το αίμα των πιστών του Μωάμεθ, αλλά το αίμα των εχθρών της πίστης, των απίστων. Ο «ιερός πόλεμος» των μουσουλμάνων βρίσκεται στον αντίποδα της θυσιαστικής αγάπης των πιστών του Ιησού Χριστού. Οι σύγχρονοι μάρτυρες του Ισλάμ αποφασίζουν να πεθάνουν κυριαρχούμενοι από το μίσος κατά των εχθρών τους σιωνιστών και «χριστιανών» της Δύσης, μίσος που επιτείνουν οι διαρκείς προκλήσεις και αδικίες των ισχυρών του πλανήτη. Και βέβαια, σε αντίθεση με το Ευαγγέλιο της αγάπης του Χριστού, το Κοράνι δεν αναγράφει ότι το μίσος μπορεί να στερήσει από τον πιστό τις υλικές απολαύσεις του άκρως υλιστικού ισλαμικού παραδείσου. Είναι θλιβερό το ότι ακόμη και δικοί μας αναλυτές δεν κατενόησαν την άκρως διαφορετική στάση των μουσουλμάνων έναντι των ορθοδόξων χριστιανών της Ανατολής σε σχέση προς τους χριστιανούς της Δύσης. Αυτό οφείλεται στο πνεύμα ελευθερίας, που χαρακτηρίζει τον ορθόδοξο, και στο άλλο της ανεξιθρησκείας. Ο ορθόδοξος συμβίωσε ως υπόδουλος με τον μουσουλμάνο και υπέστη διωγμούς επί αιώνες. Δεν έσπευσε όμως να συμπράξει με τους τυχοδιώκτες σταυροφόρους δήθεν απελευθερωτές των Αγίων Τόπων. Στο μέτρο που εκδυτικοζόμαστε εισερχόμαστε στη χωρία των λαών που προκαλούν το Ισλάμ. Ας μην απορούμε στο εγγύς μέλλον, αν καταστούμε στόχοι επιθέσεων των πιστών του Τζιχάντ.

Το Ισλάμ απειλεί σοβαρά πλέον τη μεταχριστιανική Ευρώπη. Οι ισχυροί πρώην αποικιοκράτες (στο όνομα του Χριστού;) στην αλαζονεία τους πίστευαν ότι οι μετανάστες ακόμη και οι μουσουλμάνοι θα υπέκυπταν στην ανωτερότητα του ανερμάτιστου πολιτισμού τους, για τον οποίο ερίζουν περί του αν έχει ή όχι χριστιανικές ρίζες «χριστιανοί»και «άθεοι». Και φυσικά ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός, στην ουσία ο μη πολιτισμός, δεν έχει χριστιανικές ρίζες, αφού δεν έχει καν ρίζες! Η διάλυση του κοινωνικού ιστού, η κατάρρευση της οικογένειας, ο αφανισμός του προσώπου και ο υποβιβασμός αυτού σε αριθμό μητρώου, ο οποίος ανάγεται, με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας, σε πεμπτουσία του κατακερματισμένου ατόμου, το οποίο εκλαμβάνεται ως οικονομική μονάδα και μόνο, αναλώσιμη εις το έπακρο, προς χάρη των απλήστων για κέρδη ισχυρών, οι οποίοι διαφεντεύουν τους λαούς μέσω δοτών και συνάμα εκλεγμένων κυβερνήσεων μόνο πολιτισμό δεν φανερώνουν. Δεν είναι συνεπώς ανεξήγητο το ότι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι στη μεταχριστιανική Δύση καταφεύγουν στο Ισλάμ, για να βρουν νόημα και να πληρώσουν το υπαρξιακό τους κενό. Οι μεικτοί γάμοι μεταξύ πιστών μουσουλμάνων και αθρήσκων ποικίλων ιδεολογιών θα πληθαίνουν με την πάροδο του χρόνου. Και εκείνοι που αισθάνονται έντονη την απέχθεια προς τον σταυρό του Χριστού θα βλέπουν τις κόρες τους να φορούν μαντήλα. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν, αν και πρόσφατα είναι τα συμβάντα του πλήθους των μαρτύρων στη Σοβιετική Ένωση, ότι το μαρτύριο δεν δικαιώνεται, όταν πρώτιστο κίνητρο είναι το ταξικό μίσος (υπήρξαν ασφαλώς και εξαιρέσεις θαυμασίων ιδεολόγων).

Τον κόσμο θα τον αλλάξει μόνο η αγάπη. Η αγάπη που είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος, η αγάπη που βλέπει τον άλλο ως εικόνα Θεού, ότι και αν πιστεύει, όπως και αν ενεργεί. Κατανοώ τα μειδιάματα που προκαλεί ο λόγος στον εμφορούμενο από το υλιστικό δυτικό πνεύμα. Αρκεί σε πρώτη φάση να αναρωτηθεί: Μήπως ο δυτικός κόσμος καταρρέει λόγω έλλειψης νοήματος. Ο Αναστημένος Χριστός δεν θα πάψει να κρούει τη θύρα μας. Ίσως κάποτε αισθανθούμε πως δεν στραγγαλίζουμε την ελευθερία μας, αν τον ανοίξουμε. Απλώς θα δραπετεύσουμε από το κελί της φυλακής του αυτοεγκλεισμού μας.

 

                                                                        «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 15-4-2012 

Μ. Σάββατο: Κυοφορία στο χωροχρόνο των εν Άδη

Μεγάλο Σάββατο: Κυοφορία στο χωροχρόνο των εν Άδη συνειδήσεων

 

Από το Μανιτάρι του Βουνού

 

 

Στο βαθμό που συμπεριφερόμαστε ως δήθεν, είναι αδύνατο να μας αγγίξει το μυστήριο του Πανάγιου τάφου. Και δεν εννοώ το γεγονός της φύσης του αγίου φωτός – που αποτελεί ένα σημαντικό "αντιλεγόμενο σημείο" της σημερινής φιλοσοφικής και υπαρξιακής συγκυρίας -, αλλά το τί συνέβη με την «είσοδο» του Ιησού στο «χωροχρόνο» του Άδη. Αλλά τι είναι ο Άδης;

Ο Άδης έχει κατ' αρχάς μια μυθολογική διάσταση, η οποία και προσλαμβάνεται από την χριστιανική θεολογία. Ο Άδης δεν είναι όμως μόνο ο «χωρόχρονος» των βιολογικά νεκρών ανθρώπων. Είναι ο χωρόχρονος της νεκρής ζωής μας σε όλα τα επίπεδα. Η ενσάρκωση του Λόγου δε θα μπορούσε παρά να προσλάβει την όλη ζωή.

 

«Το απρόσληπτον και αθεράπευτον» κατά το Γρηγόριο Θεολόγο.

 

Η κλήση δεν έγινε μόνο τότε προς τους βιολογικά νεκρούς ώστε να γίνουν πνευματικά ζώντες, γίνεται πάντα και προς τους βιολογικά ζωντανούς, που αντί να τείνουμε να γίνουμε πνευματικά ζώντες, να «συναναστηθούμε», συχνά παραμένουμε "εν ζωή", πνευματικά νεκροί.

Ο εορτασμός της «θεόσωμης ταφής και της εις άδου καθόδου» του Χριστού λατρευτικά, όπως όλες οι εορτές, συγκεφαλαιώνουν σε όλο το χρόνο όλες τις πτυχές παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Όλα γίνονται «σήμερον». Βεβαίως και ο βιολογικά νεκρός Ιησούς «κατήλθε μέχρις Άδου ταμείων».

 

Ποια είναι όμως τα «ταμεία του Άδη» "σήμερον";

 

α) βιολογικά: «Παρουσιάζεται εξαρχής μια θεότητα με απόλυτα καθορισμένο βασίλειο. Το βασίλειο αυτό είναι του σκοταδιού, η διαμονή των νεκρών. Κι ο Άδης είναι σκοτεινή και τρομερή μορφή, που και τ' όνομα του ακόμα εμπνέει φρίκη…».

Μια άλλη παραπλήσια εκδοχή από την ευρύτερη μυθολογία θεωρεί: «Ο Άδης (ελληνικά: ᾍδης ή Ἅιδης) ("αόρατος") σημαίνει και το μέρος των νεκρών για τους Αρχαίους Έλληνες και τον θεό αυτού του κάτω κόσμου. Η λέξη αρχικά αναφερόταν αποκλειστικά στον θεό. Η γενική πτώση της λέξης (Ἅιδου), ήταν συντόμευση της φράσης "σπίτι του Άδη", αλλά τελικά και η ονομαστική της λέξης άρχισε να περιγράφει την κατοικία των νεκρών. (Η αντίστοιχη Εβραϊκή λέξη είναι Σιεόλ, αφορά τον τόπο των νεκρών και σημαίνει κυριολεκτικά "αόρατος" ή "εκείνος που ζητάει".) Ο αντίστοιχος Ρωμαϊκός θεός ήταν ο Πλούτο (από τον Ελληνικό Πλούτωνα), Ντις Πάτερ ή Όρκους. Ο αντίστοιχος Ετρουσκικός θεός ήταν ο Άιτα».

β) ψυχολογικά: «… η ανθρώπινη μνήμη άμεσα σχετίζεται με αυτό που αποκαλούμε ασυνείδητο, υποσυνείδητο και συνειδητό. Πράγμα που σημαίνει πως πολλά πράγματα, ακόμη και στην ιστορία, θάβονται σε ένα μάλλον σκοτεινό ασυνείδητο, ένα γκρί υποσυνείδητο και είναι κάποια που τελικά εντάσσονται σε ένα φωτεινό συνειδητό. Αναλογικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι πολλά γεγονότα στην ιστορία της ανθρωπότητας παραμένουν στο ασυνείδητο χωρίς ποτέ να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε την πραγματική αξία τους ή συχνά τα παρερμηνεύουμε σε μια θεώρηση βραχυπρόθεσμη της στιγμής…».

γ) κοινωνικά: «Ο κοινωνικός αποκλεισμός καταδεικνύει περίτρανα την αντίφαση της αφηρημένης/απατηλής κοινωνίας, η οποία δεν δίνει τα μέσα πραγμάτωσης σε όλα τα μέλη της». Ο ίδιος πιστεύει (Σ.Σ., Γ. Πανούσης) ότι «το στερημένο της εργασίας άτομο βιώνει μια ιδιόρρυθμη κοινωνική περιθωριοποίηση, μια ανενεργή υποδούλωση, μια ανομική κατάσταση που δεν διαφέρει πολύ από τον "κοινωνικό θάνατο"».

δ) οικονομικά: «Η δομή του συστήματος ευνοούσε και ευνοεί, υπέθαλπε και υποθάλπει τον κοινωνικό δαρβινισμό, την επιβίωση του καταλληλότερου και τον οικονομικό θάνατο του πιο αδύναμου. Απλά η εποχή μας ξεσκέπασε την υποκρισία, τράβηξε το βέλο της «δέουσας συμπεριφοράς» από την ολότελα διαφορετική κατάσταση της υπαρκτής πραγματικότητας…».

ε) οικολογικά: «…Η "κοινότητα του γήινου πεπρωμένου" μας εμφανίζεται λοιπόν σε όλο της το βάθος, το εύρος, την επικαιρότητα. Όλοι οι άνθρωποι μετέχουν στο πεπρωμένο της απώλειας. Όλοι οι άνθρωποι ζουν στον κοινό κήπο της ζωής, κατοικούν στο κοινό σπίτι της ανθρωπότητας. Όλοι οι άνθρωποι περιπλέκονται στην κοινή περιπέτεια της πλανητικής εποχής. Όλοι οι άνθρωποι απειλούνται από τον πυρηνικό θάνατο και τον οικολογικό θάνατο…».

στ) εθνικά: «…Τι μπορεί να γίνει, όσο κυριαρχεί ένα σύστημα α-παιδείας, όσο πολλοί κάτοικοι αυτής της χώρας εμφορούνται από αντιλήψεις καταναλωτικού ατομικισμού, όσο επικρατούν εθνομηδενισμός, αποξένωση από το λαϊκό πολιτισμό και «πολυπολιτισμικές» κενολογίες, ιστορική άγνοια ή/και διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας, πνεύμα υποτέλειας στην εξωτερική πολιτική, και διάφορα αγοραία, «νεοταξίτικα» ιδεολογήματα;».

ζ) πολιτικά: «Ο όρος "πολιτικός θάνατος" που χρησιμοποίησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν η Τουρκία δικάστηκε για την καταπάτηση των δικαιωμάτων των αντιρρησιών συνείδησης, δεν περιγράφει με ακρίβεια την κατάσταση για τους αντιρρησίες συνείδησης στην Τουρκία…».

Μπορεί «ο κύριος του Άδη, (να) κυβερνά το υποσυνείδητο, τα κρυμμένα πράγματα… να επηρεάζει την πιο κρυφή ανθρώπινη λειτουργία, την πιο μυστική, ακόμα και την πιο ανομολόγητη πολλές φορές…», αλλά η Εκκλησία βοά κατά το τέλος της ακολουθίας του όρθρου: «Ο συνέχων τα πέρατα, τάφω συσχεθήναι κατεδέξω Χριστέ, ίνα του άδου καταπόσεως, ζωώσεις ημάς ως Θεός αθάνατος».

Παραλλάσσοντας την έκφραση του μεγάλου ορθόδοξου διανοητή του 20ου αιώνα, Παύλου Ευδοκίμωφ, μπορούμε στην εποχή μας να πούμε: «Δεν είναι πια η αιωνιότητα την οποία ο αμαρτωλός τεμάχισε χρονικά, είναι η καθολική ζωή μας η οποία τεμαχίστηκε σε μηδενικά. Ο Άδης είναι ένα κομμάτιασμα του υποκειμενικού χωροχρόνου, του εκτεινόμενου και καρφωμένου στην αιωνιότητα, ένα όνειρο χωρίς ονειρευτή, το ύστατο καταφύγιο του ανύπαρκτου».

Έτσι οι εξουσιαστές στην αντίπερα όχθη αποφάσισαν[1]: «..εμνήσθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν, έτι ζων: Μετά τρεις ημέρας εγείρομαι. Κέλευσον ουν ασφαλισθήναι τον τάφον έως της τρίτης ημέρας… Και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης.. Έφη αυτοίς ο Πιλάτος. Έχτε κουστωδίαν… Οι δε, πορευθέντες, ησφαλίσατο τον λίθον μετά της κουστωδίας.».

Οι κρότοι όμως που ακούγονται συμβολικά κατά τον εσπερινό της Ανάστασης, εντός και εκτός των ναών και το άγιο φως – (δείτε προσεχτικά το σχετικό βίντεο μισής ώρας με συγκλονιστικά στοιχεία) -, φανερώνουν πως «ο θάνατος ουκέτι κυριεύει».

Κατά τον μεγάλο άγιο της 2ης χιλιετίας Χριστού Γρηγόριο Παλαμά[2] η αφετηρία μιας αντίστροφης πορείας από τον πνευματικό θάνατο γίνεται συνεχώς στο χωροχρόνο της καρδιάς των χριστιανών, χωρίς να παραμείνουμε με μια ιδεολογικού τύπου χαρά για την επικείμενη Ανάσταση του Χριστού:

«… Αν πάλι, γνωρίζοντας την ακαθαρσία της καρδιάς του, δεν υπερηφανευθή στη μικρή εκείνη καθαρότητα, αλλά με τη βοήθειά της βλέπει καλύτερα την ακαθαρσία και των άλλων ψυχικών δυνάμεων, τότε προοδεύει στην ταπείνωση, προσθέτει κι άλλο πένθος και στη συνέχεια χρησιμοποιεί κατάλληλα μέσα θεραπείας για κάθε δύναμη της ψυχής. Κι έτσι θεραπεύει το πρακτικό της ψυχής με πρακτικά μέσα, το γνωστικό με γνωστικά και το θεωρητικό της ψυχής το καθαρίζει με την προσευχή..».

 

[1] Ευαγγέλιο Όρθρου Μ. Σαββάτου, Ματθαίου κζ΄, 62-66).

[2] Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄, σελ. 132-133.

► Μια ακόμη επέκταση στο νόημα του Μ. Σαββάτου: Μεγάλο Σάββατο: «Και ζωήν εγείρας εξ ύπνου και της φθοράς», Posted on Απριλίου 3, 2010 by manitaritoubounou |

 

ΠΗΓΗ: Posted on Απριλίου 26, 2008 by manitaritoubounou | http://manitaritoubounou.wordpress.com/2008/04/26/msabbato-kyoforia-syneidisewn/

Μεγ. Παρασκευή: η συμπύκνωση της ιστορίας

Μεγάλη Παρασκευή: η συμπύκνωση της ιστορίας

 

Από το Μανιτάρι του Βουνού

 

Στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα τελικά δυο ρεύματα συγκρούονται. Το ένα ρεύμα έχει ως επίκεντρο την επικρατούσα εξουσία, που τελικά είναι και παράνομη και άνομη, ενώ στρατηγικά βρίσκεται χωρίς λαϊκή αποδοχή. Πρόσκαιρα συχνά φαίνεται να εξουθενώνει και να συρρικνώνει την κάθε φορά λαϊκή πλειοψηφία. Το άλλο ρεύμα είναι αυτό με ζωντανούς χυμούς πνευματικού πολιτισμού, με συνειδήσεις ανιδιοτελείς, με αυτοπροσδιορισμό από τα άνομα κέντρα εξουσίας, πλουτισμού και γνώσεων, που προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα ζωή, μια «καινή κτίση».

Στα γεγονότα που οδήγησαν στον Γολγοθά προς την ατιμωτική σταύρωση τον Ιησού (και δυο ανώνυμους στο ευ-αγγέλιο ως «επικίνδυνους» για το πολιτικό σύστημα της εποχής του Χριστού) είχαμε τα πιο σκοτεινά σημάδια αυτών που σφετερίζονταν την εξουσία:

α) Σχέδιο σύλληψης μακριά από το Λαό σε ώρες νύχτας και με προδοσία οπωσδήποτε. Φυσικά με τη δύναμη των ενόπλων φρουρών των συμβιβασμένων Φαρισαίων.

β) Παράνομη δίκη πέρα ως πέρα (και για τις ψευδείς και προκατασκευασμένες κατηγορίες και για τη νύχτα – αλήθεια ποιες νομιμοφανείς δίκες γίνονται νύχτα; – και για τους ψευδομάρτυρες…)

γ) Την διαχρονική σχεδόν συμμαχία των αποικιοκρατών (εδώ Ρωμαίων) με το ντόπιο κατεστημένο (γραφειοκράτες και Φαρισαίους) και με τους χειρότερους όρους υποτέλειας του Ισχυρού (Πιλάτου) στα ντόπια ανδρείκελα.

δ) Στο μη σεβασμό στον αθώο πριν την «Δίκη», αλλά και στο μίσος για τον Ιησού που αμφισβήτησε την κοσμική εξουσία μέσω της δωρεάν πολλαπλής διακονίας των πονεμένων για τρία χρόνια σε όλα τα επίπεδα: άμεσα καθημερινά προβλήματα, συγκρότηση νέας μορφής συλλογικότητας (κύκλος των 12, κύκλος των 70, κύκλος των ακολούθων) με νέες σχέσεις, αμφισβήτηση του κατεστημένου εκ των κάτω (μη διεκδίκηση της εξουσίας) και των έσω (αλλαγή νου και καρδιάς), στρατηγική η ένωση του σύμπαντος κόσμου, κτιστών και Ακτίστου, πατριωτών και μη, ανδρών και γυναικών, κατεχόντων (περιουσία, εξουσία, γνώση) και πτωχών.

ε) Τον πλήρη εξευτελισμό μέχρι εσχάτων του κατασκευασμένου «ενόχου» με την ψευδαίσθηση ότι ξεμπερδεύουν οριστικά με τέτοια πλάσματα…

Στα γεγονότα αυτά όμως σιγά – σιγά ξετυλίγονται οι δυο κόσμοι. Τα πρώτα προανακρούσματα ξεκινούν μέσα από τους δικαστές: Ιωσήφ και Νικόδημος σίγουρα, ίσως και κάποιοι ακόμα δεν συναινούν. Στο δρόμο προκύπτει ο Κυρηναίος που σηκώνει, όταν κατέρρευσε σωματικά ο Ιησούς, το σταυρό Του. Και στο σταυρό ο ένας .. ληστής.

Πάνω στο σταυρό τελικά συναντιούνται οι εκφραστές των κινημάτων: Ο Ιησούς, εκφραστής ενός ριζικά ανατρεπτικού κινήματος, με κέντρο την «βασιλεία» Του, που «ουκ έστιν εντεύθεν». Οι δυο ληστές (όπως και ο Βαρραβάς) εκφραστές βίαιων κινημάτων, που τελικά και αυτοί οδηγούνται στο ατιμωτικότερο θάνατο του σταυρού, αφού ο ισχυρότερος πολιτικά εξοντώνει πρόσκαιρα πλήρως τον αντίπαλο.

 Όμως ο τελικός διαχωρισμός δεν γίνεται έτσι. Ο ένας ληστής συμμαχεί λίγο πριν το θάνατο με τον Ιησού, αναγνωρίζοντας όχι μόνο την αθωότητά του, αλλά και βάθος και πλάτος του «θεανθρώπινου» κινήματος. Ο Ιησούς ενσωματώνει τις προθέσεις τέτοιων εκφραστών και τους «εισάγει» δια παντός πρώτους στη δική Του «νέα εποχή», τη Καινή Κτίση. Ο άλλος συνεχίζει να παραμένει «αγνώμων».

Τι απέγινε όμως ο λαός του Ιησού; Οι βιαστικές κινήσεις του Πέτρου κατά τη σύλληψη δεν είχαν νόημα. Όχι γιατί κατόπιν δεν θα άντεχε στα άνομα γεγονότα, αλλά η νέα επανάσταση δεν στηρίζεται σε τέτοιες μάχαιρες. Η πορεία προς τη Καινή Κτίση χρειάζεται βεβαίως νέα Πνοή, μα κυρίως χρειάζεται πριν και τη συνάντηση στον Άδη. Στον Άδη της έσω συνείδησης. Κοντά στο Σταυρό έφτασαν μόνο οι γενναίες γυναίκες, με επικεφαλής τη Μητέρα Του και τον Ιωάννη, το Μαθητή του Ευαγγελίου της Ανάστασης και της Αγάπης, γιατί ήδη αυτοί είχαν από καιρό μπει στον Άδη τους, στην πραγματική δηλαδή πνευματική τους στάθμη.

Οι υπόλοιποι μαθητές, οι ακόλουθοι όλων των κύκλων, αλλά και όλοι οι "πεπτωκότες" ως οι εκφραστές σύνολης της ανθρωπότητας, ως ανέτοιμοι, αποτελούν/αποτελούμε «συν τοις άλλοις» και την πραγματική αιτία της σταύρωσης. Η ανομία της «εξουσίας» στηρίζεται πάντα στη δική μας βαθιά ανωριμότητα και αδυναμία.

Ο Ιησούς αφού από τις 12.00 το μεσημέρι έως τις 15.00 αποδέχτηκε τις ανθρώπινες και ιστορικές αποτυχίες (χωρίς αυτές η εξουσία δεν θα είχε την αυταπάτη να τον μηδενίσει), γιατί τελικά ο σταυρός και ο θάνατος δεν είναι το τέλος.

Με το «Τετέλεσται», που αποτελεί τον τελευταίο λόγο του Ιησού πριν την Ανάσταση, απλά τελείωσε ο κύριος ρόλος. Δια του υποδείγματος να αποδεχτεί και ως άνθρωπος, χωρίς να διακόψει αποδοχή και αγάπη, σε όλα τα ανθρώπινα υποκείμενα, τις εικόνες Του. Και να παραμένει εσαεί το τέλειο υπόδειγμα συμπαντικής ενότητας.

Η Εκκλησία αναδεικνύει λατρευτικά αυτή τη μέρα όλους τους τρόπους εξευτελισμού και φρικτών παθών (εμπτυσμούς, ραπίσματα, κολαφίσματα, ύβρεις, γέλωτες, πορφυρά χλαίνα, κάλαμο, σπόγγο, όξος, ήλους, λόγχη, και προ πάντων το σταυρό και το θάνατο), γιατί απλούστατα αυτά δεν αποτελούν το τέλος του Ιησού. Αποτελούν μόνο το πνευματικό τέλος της κοσμικής ιστορίας, το τέλος του ιστορικού αδιεξόδου, το τέλος του φαύλου κύκλου των δεινών της ανθρωπότητας, της εξαθλίωσης, της εξατομίκευσης, της μαζοποίησης, της εμπορευματοποίησης, του κουρνιαχτού των νόμων, της παντοδυναμίας των ενοχών και του θανάτου.

Μέχρι βέβαια την Ανάσταση του Ιησού, κρίκος βασικός παραμένει το πέρασμα από το χωροχρόνο του παγκόσμιου Άδη. Εκεί οι ψυχές της ιστορίας, εγκλωβισμένες από το βραχυχρόνιο της ζωής αποζητούν την ολοκλήρωση, ανάσταση φύσης και υπόστασης… Εκεί δεν βρίσκονται μόνο οι ψυχές των ήδη θανόντων, αλλά κυκλοφορούμε και εμείς οι ζώντες. Στο βαθμό που «εν ζωή» κατεβαίνουμε με αγωνιστική ελπίδα στο δικό μας Άδη, εκεί θα γίνει η μεγάλη συνάντηση με «την εις Άδου κάθοδο» του Ιησού. Και εκεί θα φανεί ποιος είναι ο ισχυρός και ο ισχυρότερος…

Παίρνοντας για άλλη μια φορά την εικόνα – σύμβολο του εμπορίου και της αγοράς -, η Εκκλησία βοά και ελπίζει τελικά, δια του σταυρού, προς τον Ιησού: «Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω τιμίω σου αίματι…».

ΠΗΓΗ: Posted on Απριλίου 25, 2008 by manitaritoubounou | http://manitaritoubounou.wordpress.com/2008/04/25/mparaskeyi-sympyknwsi-istorias-1/

Η Θεολογία της Εκκλησίας κατά τον π Ιωάννη .Ρωμανίδη ΙΙ

Η Θεολογία τής Εκκλησίας, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη – Μέρος ΙΙ

 

Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


 

Ομιλία στό Πανεπιστήμιο Ιασίου Ρουμανίας, τήν 14-10-2011, απομαγνητοφωνημένη, προσαρμοσμένη στόν γραπτό λόγο (βλ. τεύχ. 183).

Συνέχεια από το Μέρος Ι

 

5. Η πτώση τών Πρωτοπλάστων

Η πτώση τού ανθρώπου δέν είναι απλώς μιά νομική πτώση, δέν συνίσταται στήν άρνηση μιάς εντολής, αλλά ο άνθρωπος μέ τήν ανυπακοή στόν Θεό έχασε τήν εμπειρία τής δόξης τού Θεού. Ο Απόστολος Παύλος στήν πρός Ρωμαίους επιστολή του λέει: «πάντες ήμαρτον, καί υστερούνται τής δόξης τού Θεού» (Ρωμ. γ', 23). Δηλαδή, η πτώση είναι απώλεια τής Χάριτος τού Θεού, τού Φωτός τού Θεού, αφού η δόξα τού Θεού είναι τό άκτιστο Φώς. Αυτός είναι ο πνευματικός θάνατος. Δηλαδή, μετά τήν αμαρτία παρέμεινε η ψυχή καί τό σώμα, αλλά έχασαν τό Άγιον Πνεύμα, έχασαν τήν εμπειρία τού Φωτός. Αυτό ουσιαστικά είναι τό προπατορικό αμάρτημα, ο πνευματικός θάνατος καί μετά ακολούθησε καί ο σωματικός θάνατος.

Η ψυχή τού ανθρώπου έχει δύο ενέργειες, τήν λογική ενέργεια καί τήν νοερά ενέργεια, δηλαδή τήν λογική καί τόν νού. Οι Πρωτόπλαστοι μέ τήν νοερά ενέργεια έβλεπαν τήν δόξα τού Θεού στόν Παράδεισο καί μέ τήν λογική ενέργεια είχαν επικοινωνία μεταξύ τους καί μέ τόν κόσμο. Μέ τήν πτώση σκοτίστηκε η νοερά ενέργεια, όχι όμως η λογική ενέργεια, δηλαδή η νοερά ενέργεια έχασε τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Ο άνθρωπος δέν μπορούσε νά δή τόν Θεό, γιατί ο νούς σκοτίσθηκε. Η κληρονόμηση τού προπατορικού αμαρτήματος δέν είναι η κληρονόμηση τής ενοχής, όπως ισχυριζόταν ο ιερός Αυγουστίνος, αλλά η είσοδος μέσα στόν άνθρωπο τής φθαρτότητας καί τής θνητότητας καί αυτό μεταδίδεται στούς ανθρώπους μέ τήν γέννηση νέων παιδιών. Οι Προφήτες στήν Παλαιά Διαθήκη αγωνίστηκαν μέ τήν Χάρη τού Θεού καί φωτίστηκε ο νούς τους, έφθασαν στόν φωτισμό τού νού, δηλαδή απέκτησαν νοερά προσευχή, όπως τό βλέπουμε στήν αγία Άννα τήν μητέρα τού Προφήτου Σαμουήλ, καί στούς Ψαλμούς τού Δαυΐδ, έφθασαν καί στήν θέα τού Ασάρκου Λόγου, γι’ αυτό οι Προφήτες λέγονταν «ορώντες», «βλέποντες», όπως ο Προφήτης Σαμουήλ, αλλά δέν μπορούσαν νά νικήσουν τόν θάνατο, γι' αυτό καί κατέβαιναν στόν Άδη.

Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι τό πώς θά φωτισθή ο νούς τού ανθρώπου, πώς θά ξεχωρισθή από τήν λογική ενέργεια, γιατί όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, η πτώση είναι η ταύτιση τής λογικής μέ τήν νοερά ενέργεια. Ο Προφήτης Μωϋσής ανέβηκε πάνω στό όρος Σινά καί είδε μέ τόν νού του τήν δόξα τού Θεού καί έπειτα μέ τήν λογική κατέγραψε αυτή τήν εμπειρία, τήν οποία είχε, αλλά πήγε όμως στόν Άδη, γιατί δέν μπορούσε νά νικήση τόν θάνατο. Έτσι, τό άλλο πρόβλημα είναι πώς ο άνθρωπος θά νικήση τόν θάνατο.

6. Η ενανθρώπηση τού Λόγου

Ο Χριστός, μέ τήν ενανθρώπησή Του, προσέλαβε τό θνητό καί τό παθητό σώμα γιά νά νικήση τόν θάνατο, τήν αμαρτία καί τόν διάβολο, καί επομένως νά επαναφέρη τόν άνθρωπο στήν κατάσταση πρό τής πτώσεως καί νά τόν ανεβάση ακόμη ψηλότερα. Έτσι, η νίκη επί τού θανάτου έγινε μέ τήν ενανθρώπηση τού Χριστού. Ο Χριστός δίδαξε μέ παραβολές, έκανε θαύματα, αλλά μερικούς μαθητές ανέβασε στό όρος Θαβώρ καί τούς έδειξε τήν δόξα Του, τό Φώς τής θεότητός Του. Ήθελε, δηλαδή, νά μάς διδάξη ότι πρέπει νά ακούμε τήν διδασκαλία Του, νά τήν εφαρμόζουμε γιά νά γίνωνται θαύματα, αλλά ο απώτερος σκοπός είναι νά ανεβούμε στό Όρος Θαβώρ καί νά δούμε τήν δόξα τού Θεού. Αυτός είναι ο βαθύτερος σκοπός τής πνευματικής ζωής, νά νικήσουμε τόν πνευματικό θάνατο, δηλαδή τήν απομάκρυνσή μας από τόν Θεό, ώστε καί τό σώμα νά δοξασθή. Η όραση τής δόξης τού Θεού συνδέεται μέ τήν θέωση τού ανθρώπου.

7. Η ζωή στήν Εκκλησία

Τό έργο τής σωτηρίας τού ανθρώπου γίνεται μέσα στήν Εκκλησία. Εκκλησία υπήρχε καί στήν Παλαιά Διαθήκη, αφού οι Προφήτες καί οι δίκαιοι είχαν κοινωνία μέ τόν άσαρκο Λόγο, έβλεπαν τήν δόξα Του, αλλά η Εκκλησία αυτή ήταν πνευματική. Μετά τήν ενσάρκωση τού Δευτέρου Προσώπου τής Αγίας Τριάδος η Εκκλησία γίνεται σαρκική, δηλαδή γίνεται Σώμα Χριστού καί εμείς γινόμαστε μέλη τού Σώματός Του. Τήν ημέρα τής Πεντηκοστής οι Απόστολοι έλαβαν τό Άγιον Πνεύμα καί τότε έμαθαν όλη τήν αλήθεια. Ο Χριστός τούς είπε ότι θά στείλη τό Άγιον Πνεύμα καί θά τούς διδάξη όλην τήν αλήθεια (Ιω. ιστ',13). Αυτή η αλήθεια πού έμαθαν οι Μαθητές τήν ημέρα τής Πεντηκοστής είναι ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Πέρα από αυτήν τήν αλήθεια δέν υπάρχει άλλη αλήθεια ως πρός τήν σωτηρία τού ανθρώπου, γιατί ο άνθρωπος σώζεται στήν Εκκλησία.

Ο Ιερεύς, όταν τεμαχίζη τόν Αμνό τού Θεού στήν θεία Λειτουργία, λέει: «μελίζεται καί διαμερίζεται ο αμνός τού Θεού, ο μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος». Η Χάρη τού Θεού στήν Παλαιά Διαθήκη μεριζόταν αμερίστως εν μεριστοίς, όμως μετά τήν Πεντηκοστή καί τό Σώμα τού Χριστού, πού είναι πηγή τής ακτίστου Χάριτος, μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς, καί πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως εν πολλοίς. Αυτό είναι τό μυστήριο τής Πεντηκοστής καί τής θείας Ευχαριστίας καί αυτή είναι η «πάσα αλήθεια», πέρα από τήν οποία δέν υπάρχει καμμιά άλλη αλήθεια. Μέσα στήν Εκκλησία μέ τό άγιο Βάπτισμα καί τό άγιο Χρίσμα ο άνθρωπος γίνεται ναός τού Αγίου Πνεύματος. Τί θά πή γίνεται ναός τού Αγίου Πνεύματος; Θά πή ότι μέσα στήν ύπαρξή του ενεργοποιείται η νοερά ενέργεια καί γίνεται αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή. Τό σώμα τού ανθρώπου είναι ένας ναός καί όπως ο ναός μέσα στό βάθος έχει τό Ιερό Βήμα καί τήν Αγία Τράπεζα, έτσι καί μέσα στό βάθος τής καρδιάς, μέ τό άγιο Βάπτισμα καί τό άγιο Χρίσμα, υπάρχει μία Αγία Τράπεζα κι εκεί γίνεται μία εσωτερική αδιάλειπτη θεία Λειτουργία, πού τελεί ο φωτισμένος νούς ως ιερεύς τής θείας Χάριτος. Οπότε, ο άνθρωπος επανέρχεται στήν προηγούμενη κατάσταση τού Αδάμ καί ανεβαίνει ακόμη ψηλότερα, δηλαδή βιώνει τά έσχατα, τόν Παράδεισο, τήν Βασιλεία τού Θεού από τώρα, γιατί γίνεται μέσα του η θεία Λειτουργία. Υπάρχει η λογική προσευχή πού γίνεται μέ τό μυαλό καί υπάρχει η νοερά καρδιακή προσευχή πού γίνεται μέσα στήν καρδιά. Θεραπεία τού ανθρώπου είναι τό νά φθάση κανείς στήν κατάσταση νά έχη μέσα του εσωτερική προσευχή, αγάπη καί έρωτα γιά τόν Θεό. Γι’ αυτό τονίζουν πολλοί Πατέρες, καί τό τόνιζε πολύ συχνά ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ότι τρείς είναι οι βαθμίδες τής πνευματικής ζωής, ήτοι η κάθαρση τής καρδιάς, ο φωτισμός τού νού καί η θέωση. Συμβαίνει ό,τι καί στόν ορθόδοξο ναό, υπάρχει ο πρόναος (κάθαρση τής καρδιάς), ο κυρίως Ναός (φωτισμός τού νού), καί τό Ιερό Βήμα (θέωση).

Έλεγε ακόμη ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης – επειδή ακριβώς ήταν ασκητικός θεολόγος – ότι η Εκκλησία έχει δύο όψεις, τήν θετική καί τήν αρνητική. Η θετική όψη τής Εκκλησίας είναι η Χριστολογία, η διδασκαλία γιά τόν Χριστό. Η αρνητική όψη τής Εκκλησίας είναι η δαιμονολογία, η διδασκαλία γιά τόν διάβολο καί πώς θά τόν νικήσουμε. Όσο κανείς μαθαίνει νά πολεμάη τόν διάβολο, δηλαδή όσο γνωρίζει τήν αρνητική όψη τής Εκκλησίας, τόσο καί πιό πολύ γνωρίζει τήν θετική όψη τής Εκκλησίας, τί είναι ο Χριστός. Αυτό φαίνεται στό Μυστήριο τού Βαπτίσματος. Πρώτα αποτασσόμαστε τόν διάβολο, κατά τήν κατήχηση, καί έπειτα βαπτιζόμαστε καί χριόμαστε καί γινόμαστε μέλη τού Σώματος τού Χριστού. Γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει στήν ζωή του νά πολεμά τόν διάβολο κι έτσι γνωρίζει τήν αγάπη τού Χριστού. Είναι πολύ σημαντικό νά ξέρη κανείς ότι η Χάρη τού Θεού καί τό Φώς τού Θεού έρχεται στόν άνθρωπο διά τής καρδιάς, οπότε η μέθεξη τού θείου Φωτός γίνεται διά τής συγκράσεως. Ο διάβολος είναι έξω από τόν άνθρωπο καί πολεμάει εξωτερικά τόν άνθρωπο, γι' αυτό καί οι θεούμενοι γνωρίζουν τόν διάβολο, διά τής συζυγίας, είναι έξω απ' αυτόν, ενώ τήν Χάρη τού Θεού τήν αισθάνονται στήν καρδιά καί από εκεί φωτίζεται όλη η ύπαρξή τους.

Ζούμε μέσα στήν Εκκλησία γιά νά θεραπευθούμε, πού σημαίνει νά περάσουμε από τήν κατάσταση τού δούλου, στήν κατάσταση τού μισθωτού καί από εκεί νά φθάσουμε στήν υιοθεσία, νά γίνουμε παιδιά τού Θεού. Έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ότι αίρεση είναι η άρνηση τής μεθόδου γιά νά φθάση κανείς στήν γνώση τού Θεού καί αυτή η μέθοδος είναι ο ιερός ησυχασμός. Δηλαδή, κάθε επιστήμη έχει τήν κατάλληλη μέθοδο. Άν δέν ακολουθήση κανείς τήν κατάλληλη μέθοδο δέν μπορεί νά φθάση στό αποτέλεσμα πού επιθυμεί. Η μέθοδος τής ορθοδόξου θεολογίας, πού προσφέρει τήν γνώση τού Θεού, είναι η κάθαρση, ο φωτισμός, πού οδηγεί στήν θέωση. Όταν αρνήται κανείς αυτήν τήν μεθοδολογία, τότε στοχάζεται περί τού Θεού καί στόν στοχασμό αναμειγνύεται η φαντασία, οπότε καταλήγει κανείς σέ αίρεση. Μάλιστα, έλεγε ότι οι άνθρωποι γίνονται αιρετικοί όταν δέν υπάρχουν Προφήτες νά διδάξουν τήν μέθοδο τής γνώσεως τού Θεού.

8. Η βίωση τής εσχατολογικής ζωής

Η εσχατολογική ζωή δέν είναι η ζωή μετά τήν Δευτέρα Παρουσία, αλλά η εν Χριστώ ζωή μέσα στήν Εκκλησία, είναι ο συνδυασμός μεταξύ Μυστηρίων καί ασκήσεως. Μερικοί λένε ότι θά ζήσουμε τό έσχατο μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού. Αυτό είναι λάθος. Στό Βιβλίο τής Αποκαλύψεως τού Ιωάννου λέγεται ότι ο Χριστός είναι ο πρώτος καί ο έσχατος. Μέ τήν ενανθρώπηση τού Χριστού τό έσχατο, δηλαδή ο Χριστός, εισήλθε μέσα στήν Ιστορία. Έτσι, η Βασιλεία τού Θεού εισήλθε μέσα στόν κόσμο καί τήν Ιστορία, οπότε οι άνθρωποι μπορούν νά μεθέξουν τής Βασιλείας τού Θεού, τής θέας τού ακτίστου Φωτός, γιατί αυτή είναι η Βασιλεία τού Θεού. Όταν οι άγιοι φθάνουν στήν θεοπτία καί βλέπουν τόν Θεό, τότε βιώνουν τήν Βασιλεία τού Θεού, τό έσχατο τό βλέπουν από τώρα, από τήν ζωή αυτή. Αυτό λέγεται πρώτη ανάσταση καί η δεύτερη ανάσταση θά είναι μετά τήν ανάσταση τού σώματος, κατά τήν δευτέρα έλευση τού Χριστού. Οι άγιοι βλέπουν τό Φώς τού Θεού διά τής θεώσεως. Είναι αυτό πού ψάλλουμε στήν δοξολογία: «εν τώ φωτί σου οψόμεθα φώς». Ζούμε, δηλαδή, μέσα στό Φώς τού Αγίου Πνεύματος μέ τήν κάθαρση, τόν φωτισμό, καί έτσι μπορούμε νά δούμε τό Φώς.

9. Ο Παράδεισος καί η Κόλαση

Ο Παράδεισος καί η Κόλαση υπάρχουν από τήν πλευρά τού ανθρώπου καί όχι από τήν πλευρά τού Θεού. Δέν δημιούργησε ο Θεός τόν Παράδεισο καί τήν Κόλαση, αλλά ο άνθρωπος βιώνει τόν Θεό ως Παράδεισο καί Κόλαση. Ο Θεός είναι Φώς καί φωτίζει όλον τόν κόσμο. Τό κτιστό φώς έχει δύο ιδιότητες, ήτοι φωτίζει καί καίει άλλοι φωτίζονται καί άλλοι καίγονται. Άν βάλουμε κάτω από τόν ήλιο ένα κερί καί λίγη λάσπη, τότε τό κερί θά αρχίση νά λιώνη καί η λάσπη νά σκληρύνεται. Σέ αυτό ευθύνεται η ουσία κάθε υλικού αντικειμένου. Ο Θεός είναι τό άκτιστο Φώς καί μερικοί μετέχουν τού Φωτός καί φωτίζονται, διότι έχουν καθαρθή, καί άλλοι καίγονται, διότι δέν είναι έτοιμοι νά δεχθούν τό Φώς. Άν κανείς δέν έχη οφθαλμό νά δή τό Φώς, καίγεται από τό Φώς. Αυτό είναι ο Παράδεισος καί η Κόλαση.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε ότι ο Χριστός πολλές φορές μιλώντας γιά τήν κόλαση, τήν απεκάλεσε σκότος καί άλλες φορές τήν απεκάλεσε πύρ. Όπου, όμως, υπάρχει η φωτιά, εκεί δέν υπάρχει σκοτάδι, όπου υπάρχει σκοτάδι δέν υπάρχει φωτιά. Αυτό σημαίνει ότι η Κόλαση δέν είναι ούτε σκοτάδι ούτε πύρ, όπως εμείς γνωρίζουμε τό σκοτάδι καί τό πύρ, δέν είναι κτιστές πραγματικότητες, αλλά άκτιστες. Ο Θεός θά αγαπά όλους τούς ανθρώπους καί τούς αμαρτωλούς καί θά στέλνη τήν άκτιστη Χάρη Του σέ όλους. Όσοι θεραπεύθηκαν από τήν ζωή αυτή καί απέκτησαν τήν ανιδιοτελή αγάπη θά βλέπουν τόν Θεό ως Φώς. Όσοι δέν θεραπεύθηκαν, δέν θά βλέπουν τόν Θεό ως Φώς, αλλά ως πύρ. Γι’ αυτό τό πύρ τής κολάσεως είναι άκτιστο, δέν είναι κτιστό, όπως δυστυχώς διδάσκουν οι Δυτικοί.

Αυτό τό παρουσιάζει πολύ ωραία η αγιογραφία τής Δευτέρας Παρουσίας τού Χριστού. Από τόν θρόνο τού Θεού βγαίνει τό Φώς καί φωτίζει τούς αγίους καί από τόν ίδιο τόν θρόνο τού Θεού βγαίνει ο πύρινος ποταμός στόν οποίο βρίσκονται οι αμαρτωλοί, πού σημαίνει ότι είναι άκτιστο αυτό τό πύρ. Αυτό σημαίνει ότι Παράδεισος καί Κόλαση υπάρχει από τήν πλευρά τού ανθρώπου καί όχι από τήν πλευρά τού Θεού. Έτσι, μέσα στήν Εκκλησία αγωνιζόμαστε νά θεραπευθούμε, ώστε όταν θά δούμε τό Φώς –γιατί όλοι θά δούν τόν Θεό καί οι αμαρτωλοί καί οι δίκαιοι– τότε ο Θεός νά γίνη Παράδεισος καί όχι Κόλαση. Αυτό γίνεται καί τώρα μέ τήν θεία Κοινωνία. Όσοι προετοιμάζονται κατάλληλα αισθάνονται μέσα τους τό Φώς, όσοι δέν προετοιμάζονται κατάλληλα, η θεία Κοινωνία γίνεται φωτιά, εις κρίμα καί εις κατάκριμα. Οι άγιοι στήν Βασιλεία τού Θεού δέν θά έχουν μία στασιμότητα, όπως έλεγε ο Πλάτων, δέν θά ζούν στήν ευδαιμονία, όπως έλεγε καί ο ιερός Αυγουστίνος, αλλά θά έχουν μία διαρκή πρόοδο. Θά υπάρχη μία αεικίνητη στάση, μία στάσιμη κίνηση, κατά τόν άγιο Μάξιμο τόν Ομολογητή, ενώ οι αμαρτωλοί πού δέν μετανόησαν θά αποκτήσουν πώρωση, καί δέν έχουν αυτή τήν εξέλιξη.

10. Η εκκλησιαστική ιστορία

Ο Χριστός μέ τήν ενανθρώπησή Του έγινε άνθρωπος καί εισήλθε μέσα στήν Ιστορία. Η Εκκλησία εργάζεται στήν ιστορία καί τήν εξαγιάζει. Η πραγματική εκκλησιαστική ιστορία είναι οι βίοι τών αγίων. Η Ιστορία δέν θά τελειώση ποτέ, αλλά θά μεταμορφωθή. Υπάρχουν μερικοί πού λένε ότι μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού θά σταματήση η Ιστορία. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε ότι αυτό είναι λάθος. Θά υπάρχη ιστορία μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού, αλλά μέ άλλη μορφή, μεταμορφωμένη. Η ζωή τών αγίων είναι Ιστορία. Οι άγιοι απέκτησαν τήν εμπειρία τού Θεού καί στήν συνέχεια χρησιμοποίησαν τίς εικόνες καί τίς λέξεις τού περιβάλλοντος γιά νά τήν εκφράσουν είτε μέ όρους είτε μέ τήν ζωγραφική είτε μέ τήν ποίηση. Προσέλαβαν στοιχεία από τήν εβραϊκή σκέψη, από τήν ελληνική φιλοσοφία καί από τόν Ρωμαϊκό πολιτισμό. Αυτό όμως έγινε μόνον γιά νά εκφράσουν τήν Αποκάλυψη καί όχι απλώς νά δημιουργήσουν θεολογία. Γι’ αυτό καί η Εκκλησία δημιουργεί πολιτισμό, αλλά δέν είναι πολιτισμός.

Ο σκοπός τής Εκκλησίας είναι νά οδηγήση τόν άνθρωπο στά άκτιστα ρήματα, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος, όταν ανέβηκε μέχρι τόν τρίτο ουρανό καί άκουσε άρρητα ρήματα τά οποία δέν μπορεί νά διατυπώση ο άνθρωπος. Όμως, αυτή η εμπειρία εκφράζεται, όσο είναι δυνατόν στά ανθρώπινα δεδομένα, μέ τίς εικόνες, τίς λέξεις καί, γενικά, τά στοιχεία τού περιβάλλοντος. Στήν πρώτη χιλιετία υπήρχε μιά ενιαία παράδοση σέ Ανατολή καί Δύση, μέ μικρές διαφορές. Αλλά σιγά-σιγά δημιουργήθηκε η σχολαστική θεολογία στήν Δύση, η οποία έδωσε προτεραιότητα στήν λογική καί όχι στόν νού. Αρνήθηκαν τήν μέθοδο τής γνώσεως τού Θεού, πού είναι η κάθαρση, ο φωτισμός καί η θέωση, δηλαδή αρνήθηκαν τόν ορθόδοξο ησυχασμό καί τήν θεοπτία καί περιορίστηκαν στήν λογική επεξεργασία τής εννοίας περί τού Θεού καί έτσι έφθασαν σέ πολλές αιρέσεις.

Μετά εμφανίσθηκαν οι Προτεστάντες, οι οποίοι απέρριψαν τήν σχολαστική θεολογία καί κράτησαν τόν ηθικισμό. Έτσι, έχουμε από τήν μία μεριά τόν σχολαστικισμό τών Παπικών, από τήν άλλη τόν ηθικισμό τών Προτεσταντών. Η Ορθόδοξη Παράδοση έχει τόν ησυχασμό – τήν νηπτική παράδοση, πού είναι η μέθοδος γιά νά φθάση κανείς στήν γνώση τού Θεού. Έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ότι άν ένας φοιτητής τής ιατρικής δέν μάθη τήν μέθοδο νά πραγματοποιή καλές χειρουργικές επεμβάσεις, τότε θά σκοτώνη τούς ανθρώπους. Όπως επίσης ο αστρονόμος πρέπει νά χρησιμοποιήση τό τηλεσκόπιο γιά νά δή τά αστέρια. Άν, αντί γιά τηλεσκόπιο, χρησιμοποιήση μικροσκόπιο, δέν μπορεί νά επιτύχη τόν στόχο του. Γιατί μέ τό μικροσκόπιο πρέπει νά δή τά μικρόβια, όχι τά αστέρια, καί μέ τό τηλεσκόπιο πρέπει νά δή τά αστέρια καί όχι τά μικρόβια. Άρα παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η μέθοδος τήν οποία θά χρησιμοποιήση κανείς γιά νά θεολογή. Αυτά είναι τά δέκα κεντρικά σημεία τής θεολογίας τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, πού δέν είναι δική του διδασκαλία, αλλά θεολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Συμπέρασμα

Τό συμπέρασμα είναι ότι ο Θεός είναι Τριαδικό Φώς Αυτός δημιούργησε τούς αγγέλους, οι οποίοι είναι φώτα πού χορεύουν γύρω από τό μεγάλο Φώς Αυτός δημιούργησε τό φώς τού ηλίου, καί όλον τόν κόσμο ο άνθρωπος μέ τήν δημιουργία του έχει νού, μέ τόν οποίο βλέπει τό Φώς τού Θεού, οπότε ζούσε στόν Παράδεισο μέσα στό άκτιστο Φώς ο άνθρωπος μέ τήν αμαρτία έχασε τήν κοινωνία τού Φωτός καί έπεσε σέ βαθύ σκοτάδι, αμαυρώθηκε, σκοτίσθηκε τό κατ’ εικόνα μέ τήν ενανθρώπηση τού Χριστού ήλθε τό αληθινό Φώς στόν κόσμο οι άνθρωποι μέσα στήν Εκκλησία μέ τά Μυστήρια καί τήν άσκηση καθαίρονται καί φωτίζονται γιά νά δούν τό θείο Φώς ο σκοπός τής Εκκλησίας είναι νά θεραπεύση τόν άνθρωπο, ώστε όταν δή τόν Θεό, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του, νά τόν δή ως Φώς καί όχι ως πύρ. Επομένως, η θεολογία τής Εκκλησίας είναι θεολογία πού έχει σχέση μέ τό Φώς. Αυτή είναι η παράδοση τής Εκκλησίας καί σέ αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά κινήται η Δογματική τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κάθε άλλη δογματική είναι ακαδημαϊκή, στοχαστική, ξένη πρός τήν διδασκαλία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων.

Γιά νά δή κανείς τό κτιστό φώς τού ηλίου πρέπει νά υπάρχουν στόν περιβάλλοντα κόσμο τά φωτόνια, αλλά καί νά διαθέτη υγιή οφθαλμό. Άν υπάρχουν φωτόνια, αλλά ο άνθρωπος είναι τυφλός, καί άν έχη κανείς υγιή οφθαλμό, αλλά στόν χώρο δέν υπάρχουν φωτόνια, τότε δέν μπορεί νά δή τό φώς. Τό ίδιο γίνεται καί μέ τό άκτιστο Φώς τού Θεού. Αυτό τό Φώς λάμπει σέ όλη τήν κτίση, αλλά χρειάζεται μέ τήν Χάρη τού Θεού νά αποκτήσουμε υγιή οφθαλμό γιά νά δούμε τό άκτιστο Φώς, δηλαδή νά έχουμε καθαρό καί φωτισμένο νού. Αυτό είναι τό βασικό έργο τής Εκκλησίας, η οποία είναι ο φωτεινός νυμφώνας τού Χριστού, ως σώμα Του, στόν οποίο γιά νά ζή κανείς πρέπει νά διαθέτη ένδυμα γάμου, ένδυμα φωτός. Αυτό ψάλλουμε στό Μυστήριο τού Βαπτίσματος μετά τήν ανάδυση τού βαπτιζομένου Χριστιανού από τήν ιερά Κολυμβήθρα: «Χιτώνά μοι παράσχου φωτεινόν ο αναβαλλόμενος φώς ως ιμάτιον, πολυέλεε Χριστέ ο Θεός ημών». Οπότε, είναι επίκαιρος ο ύμνος: «Λάμπρυνόν μου τήν στολήν τής ψυχής, φωτοδότα καί σώσον με». Ο βαθύς σκοπός τής υπάρξεώς μας είναι νά δούμε τόν Θεό ως Φώς καί νά ζούμε στήν Ουράνια Εκκλησία μέσα στό Φώς. Αυτή είναι η διδασκαλία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Αγίων καί αυτό επανελάμβανε ο π. Ιωάνης Ρωμανίδης, αποφεύγοντας τόν σχολαστικισμό καί τόν ηθικισμό. Ευχαριστώ πού μέ ακούσατε.

 

ΠΗΓΗ: τεύχος Ιανουαρίου 2012, http://www.parembasis.gr/2012/frames_12_01.htm 

Η Θεολογία της Εκκλησίας κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη Ι

Η Θεολογία τής Εκκλησίας, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη – Μέρος Ι

 

Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


 

Ομιλία στό Πανεπιστήμιο Ιασίου Ρουμανίας, τήν 14-10-2011, απομαγνητοφωνημένη, προσαρμοσμένη στόν γραπτό λόγο (βλ. τεύχ. 183).

Ευχαριστώ τόν Σεβ. Μητροπολίτη Μολδαβίας, Μπουκοβίνας καί Αρχιεπίσκοπο Ιασίου κ. Θεοφάνη, αγαπητό εν Χριστώ αδελφό, τόν οποίο γνωρίζω από τότε πού ήταν Μητροπολίτης Ολτένιας, γιατί μέ κάλεσε νά έλθω στό Ιάσιο καί νά φέρω τό ιερό λείψανο τού αγίου Πολυκάρπου, μεγάλου Αποστολικού Πατρός, τό οποίο φυλάσσεται σέ Ιερά Μονή τής Μητροπόλεώς μου. Εκτιμώ τό Σεβασμιώτατο γιά τήν όλη παρουσία του μέσα στήν Εκκλησία, τήν αγάπη του στήν Εκκλησία καί στό ποίμνιό του, καί γιά τό εκκλησιαστικό φρόνημα πού τόν διακρίνει.

Είναι η τρίτη φορά πού έρχομαι στό Ιάσιο. Τήν πρώτη φορά ήλθα πρίν από οκτώ χρόνια μέ τόν αείμνηστο Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών καί πάσης Ελλάδος κυρό Χριστόδουλο, στήν Ειρηνική επίσκεψή του στήν Ρουμανία. Τόν συνόδευσα τότε σέ αυτό τό ταξίδι του καί ήλθα στό Ιάσιο, όταν ήταν Μητροπολίτης ο νύν Πατριάρχης Ρουμανίας κ. Δανιήλ. Τότε γνώρισα εξωτερικά τό Ιάσιο. Πέρυσι, όμως, ήλθα μέ μερικούς προσκυνητές από τήν Ιερά Μητρόπολή μου, γιά νά βαδίσουμε τόν δρόμο πού βάδισε καί τά μέρη πού ασκήτευσε καί δίδαξε ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, γιατί τόν αγαπώ πάρα πολύ, από τά βιβλία πού διάβασα καί περιγράφουν τήν ζωή του καί τό έργο του. Ήταν ένας ησυχαστής Πατέρας. Είχα δέ μιά πολύ θερμή συνάντηση μέ τούς φοιτητές καί τούς νέους τής πόλεως. Καί φέτος μού δίνεται η δυνατότητα νά γνωρίσω τήν καρδιά τού Ιασίου καί τήν ευλάβεια τών κατοίκων του καί χαίρομαι πάρα πολύ γι' αυτό. Ο Σεβασμιώτατος είπε γιά τόν π. Ζαχαρία από τήν Ιερά Μονή τού Έσσεξ Αγγλίας, ότι πρίν λίγες ημέρες μίλησε σέ αυτόν τόν ίδιο τόν χώρο. Χαίρομαι γι’ αυτό, γιατί πράγματι είμαστε πνευματικοί αδελφοί.

Όταν ήμουν φοιτητής στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μέ τήν προτροπή τού καθηγητού τής Πατρολογίας, ασχολήθηκα μέ τήν έκδοση τών έργων τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, εντασσόμενος στήν ομάδα τών ειδικών ερευνητών πού ασχολούνταν μέ τήν κριτική έκδοση τών έργων του. Ήθελα, όμως, νά γνωρίσω ανθρώπους οι οποίοι ζούν τήν ζωή πού ζούσε καί δίδασκε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Έλεγα ότι στήν Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει μιά τέτοια ορθόδοξη θεολογία, η οποία πρέπει νά είναι ζωντανή. Όμως, πού μπορώ νά τήν συναντήσω σήμερα;

Κι έτσι τό 1976 πήγα γιά πρώτη φορά στό Εssex γιά νά γνωρίσω τόν Γέροντα Σωφρόνιο. Εκεί γνώρισα καί τόν π. Ζαχαρία. Ήταν τότε μοναχός, εγώ ήμουν κληρικός, αλλά αποκτήσαμε μιά πολύ δυνατή πνευματική φιλία μέ τίς επανειλημμένες επισκέψεις μου καί εξακολουθούμε νά έχουμε πολύ δυνατούς δεσμούς. Μάς συνδέει η ίδια θεολογία καί κυρίως τό πρόσωπο τού Γέροντος Σωφρονίου. Όταν γνώρισα τόν μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο διεπίστωσα ότι η θεολογία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά βιώνεται στήν πράξη καί σήμερα. Στήν ομιλία μου αυτή θά αναφερθώ στήν εμπειρική θεολογία, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τού μακαριστού π. Ιωάννου Ρωμανίδη.

Όπως ξέρουμε οι ορθόδοξοι θεολόγοι, η θεολογία είναι η ζωή καί η φωνή τής Εκκλησίας. Στήν πραγματικότητα η θεολογία είναι η Αποκάλυψη τού Θεού στούς αγίους. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος δίνει τόν σαφέστατο ορισμό περί τού θεολόγου, ποιός, δηλαδή, είναι ο θεολόγος στήν Εκκλησία. Θεολόγοι, λέει, είναι αυτοί πού έφθασαν στήν θέα τού Θεού, αφού πρώτα καθάρισαν τήν ψυχή καί τό σώμα τους από τά πάθη ή τουλάχιστον αυτοί οι οποίοι καθαρίζονται. Αυτή είναι η θεολογία ως εμπειρία.

Εκτός από τήν εμπειρική θεολογία υπάρχει καί η ακαδημαϊκή θεολογία, η θεολογία ως επιστήμη. Πρόκειται γιά τούς θεολόγους εκείνους πού μελετούν τά έργα τών αγίων Πατέρων καί τήν ζωή τής Εκκλησίας. Αυτήν τήν θεολογία δέν τήν παραθεωρούμε, γιατί μελετά όλα τά ιστορικά δεδομένα τής εκκλησιαστικής ζωής καί τόν βίο τών αγίων καί βοηθά τήν ζωή τής Εκκλησίας. Αλλά δέν μπορούμε νά αγνοήσουμε ότι η πραγματική θεολογία είναι η εμπειρία καί η γνώση τού Θεού. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τήν καλλιτεχνία. Υπάρχει ένας πρωτότυπος καλλιτέχνης πού ζωγραφίζει καί έρχονται μετά οι επιστήμονες τής ιστορίας τής τέχνης, οι οποίοι αναλύουν τήν τέχνη του. Στήν ομιλία μου θά τονίσω δύο σημεία, ήτοι στήν αρχή θά αναφέρω μερικά βιογραφικά στοιχεία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη καί έπειτα θά παρουσιάσω μερικά σημεία πού συνιστούν τήν θεολογία τήν οποία εκείνος δίδασκε.

Ι. Βασικά βιογραφικά στοιχεία

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν καθηγητής τής Δογματικής στήν Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου τής Θεσσαλονίκης, αλλά ταυτόχρονα μιλούσε καί γιά τήν εμπειρική θεολογία, δηλαδή συνέδεε τήν καθηγητική έδρα μέ τό ασκητήριο. Δέν τόν είχα ποτέ καθηγητή στό Πανεπιστήμιο, γιατί είχα τελειώσει, όταν εκείνος άρχισε νά διδάσκη, αλλά τόν γνώρισα κυρίως μετά τήν συνταξιοδότησή του. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, όπως είδατε προηγουμένως στό βίντεο πού προβλήθηκε, γεννήθηκε στήν Ελλάδα, στόν Πειραιά, τό 1927, από γονείς πρόσφυγες πού ήλθαν στήν Ελλάδα από τήν Καππαδοκία τού Πόντου. Έλαβε τό όνομα Ιωάννης πρός τιμή τού αγίου Ιωάννου τού Ρώσου.

Οι γονείς του Σάββας καί Ευλαμπία ήταν ευσεβείς καί βίωναν στήν ζωή τους τήν εκκλησιαστική παράδοση. Η μητέρα του ήταν μεγάλη ασκήτρια. Έκανε προσευχή από τίς τρείς ή τέσσερεις η ώρα τό πρωΐ μέχρι τήν ώρα πού άρχιζε τήν εργασία της. Καί στό τέλος τής ζωής της, όταν πέθανε ο άνδρας της, έγινε μοναχή στήν Ιερά Μονή τής Σουρωτής. Έβλεπε αγγέλους καί αγίους. Ο π. Παΐσιος πού τήν παρακολουθούσε έλεγε ότι η Ευλαμπία έχει μιά μεγάλη πνευματική τηλεόραση. Προγνώρισε τόν θάνατό της, είχε οσιακό τέλος καί πέθανε μέ προσευχή.

Όταν ο μικρός Ιωάννης ήταν δυόμισι μηνών, οι γονείς του ταξίδευσαν στήν Αμερική, τόν πήραν μαζί τους, οπότε μεγάλωσε στό Μανχάταν τής Ν. Υόρκης. Ήταν πολύ έξυπνος καί σπούδασε σέ ένα καθολικό γυμνάσιο καί εκεί διδάχθηκε τήν θεολογία τού Θωμά τού Ακινάτη, πού είναι μεγάλος πατέρας τών Ρωμαιοκαθολικών-Παπικών. Στήν συνέχεια, τελείωσε τήν Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή τού Holy Cross στήν Βοστώνη. Έπειτα, σπούδασε γιά τέσσερα χρόνια στήν προτεσταντική Θεολογική Σχολή τού Yale. Δηλαδή, είχε μάθει τήν διδασκαλία τού Θωμά τού Ακινάτη καί στήν συνέχεια, απέρριψε τόν σχολαστικισμό καί τόν Θωμά τόν Ακινάτη καί έμαθε τήν βιβλική μέθοδο ερεύνης τής Γραφής, όπως τό έκαναν οι Προτεστάντες βιβλικοί θεολόγοι. Στήν συνέχεια, γιά ένα μικρό διάστημα παρακολουθούσε μαθήματα στό Πανεπιστήμιο Columbia τής Ν. Υόρκης, όπου γνώρισε τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, τόν μεγαλύτερο θεολόγο τού εικοστού αιώνος, ο οποίος τόν βοήθησε νά δή τά πράγματα μέ άλλη προοπτική.

Στήν Αμερική ο π. Ιωάννης έβλεπε τούς μέν Καθολικούς νά ασχολούνται μέ τήν σχολαστική θεολογία, πού αναπτύχθηκε από τόν ενδέκατο καί δέκατο τρίτο αιώνα καί μετά γνώρισε τούς Προτεστάντες πού ερευνούσαν επιστημονικά τήν Αγία Γραφή. Μέ τήν εξυπνάδα πού τόν διέκρινε, αλλά καί μέ τήν καθοδήγηση τού π. Γεωργίου Φλωρόφσκι προσπάθησε νά δή τήν γέφυρα πού ενώνει τούς Αποστόλους μέ τούς Πατέρες κι αυτοί είναι οι Αποστολικοί Πατέρες τού 2ου αιώνος. Έτσι, διεπίστωσε ότι οι Αποστολικοί Πατέρες είναι εκείνοι οι οποίοι είναι συνέχεια τών Αποστόλων καί υπάρχει μεγάλη διαφορά τής διδασκαλίας τους μέ τίς απόψεις τού Αυγουστίνου Επισκόπου Ιππώνος, τής σχολαστικής θεολογίας καί τού Προτεσταντισμού. Έτσι, τήν περιόδο εκείνη ενδιέτριψε κυρίως στήν διδασκαλία τών Αποστολικών Πατέρων.

Mετά σπούδασε στήν ρωσική θεολογική Ακαδημία τού αγίου Βλαδιμήρου τής Ν. Υόρκης. Αυτό τόν έκανε νά συνδεθή πολύ στενά μέ τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι τόν οποίο είχε καθηγητή. Αυτόν τόν καιρό ετοιμάζω ένα βιβλίο, τό οποίο θά εκδοθή σύντομα, στό οποίο δημοσιεύω 26 επιστολές τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη πρός τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι θεωρεί ως καλύτερο μαθητή του τόν π. Ιωάννη Ρωμανίδη κι έλεγε στούς φοιτητές του νά τόν ακούνε στά δογματικά θέματα, γιατί έτσι θά γίνουν καλοί θεολόγοι καί θά σώσουν τήν ψυχή τους, δηλαδή δέν φθάνει νά μάθη κανείς τά δόγματα, αλλά νά σωθή.

Το 1954, αφού τελείωσε καί τήν θεολογική Ακαδημία τού αγίου Βλαδιμήρου πήγε στό ρωσικό Ινστιτούτο τού αγίου Σεργίου στό Παρίσι. Παρέμεινε εκεί ένα χρονικό διάστημα καί ετοίμασε τέσσερεις μελέτες πάρα πολύ σημαντικές, σέ ηλικία 27 ετών περίπου. Στήν συνέχεια, πήγε στό Μόναχο γιά νά γνωρίση καί τήν γερμανική θεολογία. Έπειτα, κατέβηκε στήν Αθήνα, ετοίμασε τήν διδακτορική του διατριβή μέ τίτλο «Τό προπατορικό αμάρτημα». Τό έτος 1957 κατέθεσε τήν διατριβή του στήν Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η διατριβή αυτή δημιούργησε πάρα πολύ μεγάλη συζήτηση καί έντονο διάλογο μεταξύ τών καθηγητών, γιατί ανέτρεψε όλα τά θεολογικά δεδομένα πού υπήρχαν μέχρι τότε στήν Θεολογική Σχολή τών Αθηνών. Όλοι οι θεολόγοι έχουν αναγνωρίσει ότι αυτή η διδακτορική διατριβή άλλαξε όλη τήν θεολογική ατμόσφαιρα στό Πανεπιστήμιο καί τήν Ελλάδα. Από τότε η θεολογία στήν Ελλάδα, πού μέχρι τότε ήταν επηρεασμένη από τόν σχολαστικισμό καί τό γερμανικό ιδεαλισμό, στράφηκε πρός τούς Πατέρες τής Εκκλησίας.

Αμέσως μετά τήν έγκριση τής διδακτορικής του διατριβής (1957-1958) επανήλθε στήν Αμερική, εγγράφηκε στό Πανεπιστήμιο τού Harvard, καί ερευνούσε διάφορα θεολογικά θέματα, κάτω από τήν καθοδήγηση τού π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, πού ήταν εκεί καθηγητής. Τήν περίοδο εκείνη έγραψε διάφορες μελέτες, οι οποίες είναι πάρα πολύ σημαντικές. Συγχρόνως, δίδαξε στήν Θεολογική Σχολή τού Holy Cross τής Βοστώνης μαζί μέ τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι.

Τό 1969 εξελέγη καθηγητής στήν Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από όπου καί συνταξιοδοτήθηκε. Γιά μεγάλο χρονικό διάστημα δίδαξε στήν Θεολογική Σχολή τού Αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού τού Πατριαρχείου Αντιοχείας, κοντά στήν Τρίπολη στόν Βόρειο Λίβανο. Καί επειδή καί εγώ δίδαξα τρία χρόνια στήν Σχολή αυτή, διεπίστωσα ότι οι τότε φοιτητές του, σήμερα Επίσκοποι, Κληρικοί καί Καθηγητές, έχουν επηρεασθή από τόν π. Ιωάννη Ρωμανίδη καί τόν αγαπούν πολύ.

Συνδεθήκαμε πάρα πολύ στενά μαζί του καί μού ζήτησε, μετά τήν εκλογή μου εις Επίσκοπον, νά τόν προσλάβω στήν Ιερά Μητρόπολή μου ως Ιερέα, χωρίς νά μισθοδοτήται. Είκοσι μέρες πρίν πεθάνει πήγα νά τόν επισκεφθώ στό σπίτι πού έμενε στήν Αθήνα. – Δυστυχώς, είχε μιά οικογενειακή περιπέτεια. Η πρεσβυτέρα του τόν εγκατέλειψε, αλλά εκείνος ζούσε ως κοσμοκαλόγηρος, ασχολούμενος μέ θεολογικά καί ιστορικά θέματα καί προσευχόμενος. – Είδα ότι τό δωμάτιο στό οποίο κοιμόταν ήταν σκοτεινό καί είχε ένα μανουάλι μέ κεριά. Σηκωνόταν δέ τήν νύκτα καί προσεύχονταν μέ κεριά αναμμένα, όπως έκανε η ευλαβής καί ασκήτρια μητέρα του.

Θυμάμαι ότι στά τελευταία χρόνια τής ζωής του είχε ένα πρόβλημα υγείας, εισήχθη στήν εντατική τού νοσοκομείου καί πήγα νά τόν επισκεφθώ. Τόν είδα διασωληνωμένο καί τόν ρώτησα: «π. Ιωάννη τί λένε οι γιατροί γιά τήν υγεία σας;». Μού απήντησε: «δέν μέ ενδιαφέρει η υγεία μου, άλλα μέ ενδιαφέρουν». Καί άρχισε νά μού μιλάη θεολογικά καί τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά αλλάξη η θεολογική καί εκκλησιαστική κατάσταση στήν Ελλάδα, νά γίνη ακόμη πιό πατερική. Αυτό γιά μένα είναι σημαντικό γεγονός. Νά είναι κανείς βαρειά άρρωστος καί νά μή τόν απασχολή, αλλά νά ενδιαφέρεται γιά τήν θεολογία. Αυτό συνιστά τήν λεγομένη υπέρβαση τού θανάτου, τήν αφοβία πρό τού θανάτου. Αυτά τά πολύ γενικά είχα νά πώ γιά τήν βιογραφία του, γιατί έχουν πολύ μεγάλη σημασία γιά τήν θεολογία του.

ΙΙ. Τά κεντρικά σημεία τής θεολογικής διδασκαλίας του

Πρίν προχωρήσω στήν υπογράμμιση τών δέκα βασικών σημείων τής διδασκαλίας του, θά ήθελα νά σάς πώ ότι στόν πρόλογο τού βιβλίου τής Δογματικής του αναφέρεται στούς δογματικούς θεολόγους στήν Ελλάδα. Μετά γράφει ότι μεταξύ τών μή Ελλήνων δογματολόγων ο καλύτερος οδηγός στήν πατερική θεολογία είναι ο Ρώσος πρεσβύτερος καθηγητής Γεώργιος Φλωρόφσκι καί ο αείμνηστος Ρουμάνος πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε. Γιατί; Διότι κατάλαβε ότι αυτοί οι δύο θεολόγοι συνδέουν τήν θεολογία μέ τήν εμπειρία καί βεβαίως μέ τήν προσευχή. Αυτή είναι η αληθινή θεολογία τής Εκκλησίας.

Δέν πρόλαβε νά ολοκληρώση τήν Δογματική του, αλλά προσπάθησα νά κάνω αυτό πού ενδεχομένως εκείνος θά ήθελε νά κάνη. Βρήκα πολλές κασέτες μέ προφορικές ομιλίες του στό Πανεπιστήμιο καί αλλού. Τίς απομαγνητοφώνησα – τέσσερεις τόμους, περίπου 2.000 σελίδες. Από εκεί πήρα τά κομμάτια πού ήθελα καί συνέθεσα τήν Εμπειρική Δογματική, παρουσίασα τά δόγματα τής Εκκλησίας μέσα από τήν εμπειρία τού Θεού πού είχαν οι άγιοι. Τά δόγματα είναι καρπός τής εμπειρίας τών αγίων καί εμείς τά χρησιμοποιούμε ως φάρμακα γιά νά φθάσουμε στήν εμπειρία τού Θεού.

Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι καί ο π. Ιωάννης ο Ρωμανίδης έλεγαν ότι τά δόγματα ομοιάζουν μέ τά κάρβουνα, τά οποία όταν τά ανάβουμε θερμαίνουν καί φωτίζουν, όταν είναι σβηστά είναι μαύρα καί δέν θερμαίνουν. Έτσι γίνεται μέ τά δόγματα, δηλαδή πρέπει νά συνδέωνται μέ τήν προσευχή καί όχι νά παραμένουν στίς βιβλιοθήκες καί τά εικονοστάσια. Ακόμη, τά δόγματα πρέπει νά είναι φάρμακα, νά μάς οδηγούν στήν προσευχή καί στήν θέα τού Θεού. Δόγματα χωρίς προσευχή είναι απλώς κάρβουνα μαύρα καί φάρμακα πού παραμένουν στά ράφια τών φαρμακείων. Θά σάς πώ μέ πολλή συντομία δέκα κεντρικά σημεία τής διδασκαλίας τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη πού είναι η διδασκαλία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων τής Εκκλησίας, δηλαδή τής ίδιας τής Εκκλησίας.

1. Ο Θεός τής Αποκαλύψεως

Ο Θεός τής Εκκλησίας είναι ο Θεός τής Αποκαλύψεως, δηλαδή ο Θεός τών Πατέρων ημών καί όχι ο Θεός τών φιλοσόφων καί τών στοχαστών. Ο Θεός απεκάλυψε τόν εαυτό Του στούς αγίους. Αυτή η Αποκάλυψη λέγεται θεωρία τού Θεού, θεοπτία. Οι άγιοι βλέπουν τόν Θεό στό Φώς, όπως οι τρείς Μαθητές πάνω στό όρος Θαβώρ είδαν τόν Χριστό στό Φώς. Καί όχι μόνο βλέπουν τό Φώς, αλλά ζούν μέσα στό Φώς. Τότε αυτός ο θεούμενος δέν έχει νοήματα, σκέψεις. Είναι πάνω από τίς σκέψεις καί πάνω από τίς αισθήσεις. Τότε ακούει άρρητα-άκτιστα ρήματα, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος. Άκτιστο σημαίνει κάτι πού δέν έχει αρχή καί δέν έχει τέλος καί δέν έχει καμμιά ομοιότητα μέ τό κτιστό. Στήν συνέχεια αυτήν τήν εμπειρία ο Προφήτης, ο άγιος, τήν καταγράφει μέ κτιστά ρήματα, νοήματα καί εικονίσματα. Έτσι γίνονται τά δόγματα, αφ' ενός μέν γιά νά καθοδηγήσουν οι Πατέρες τούς πιστούς, αφ' ετέρου γιά νά αντιμετωπίσουν τούς αιρετικούς.

2. Τό Τριλαμπές τής μιάς θεότητος

Ο Θεός, όταν αποκαλύπτεται μέσα στό Φώς, είναι Φώς τριλαμπές, είναι τρία Φώτα καί έχουν μία λάμψη καί ενότητα μεταξύ τους. Κάποτε ο Απόστολος Φίλιππος ρώτησε τόν Χριστό: «Κύριε, δείξον ημίν τόν πατέρα καί αρκεί ημίν». Ο Χριστός είπε: «τοσούτον χρόνον μεθ υμών ειμι, καί ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; ο εωρακώς εμέ εώρακε τόν πατέρα καί πώς σύ λέγεις, δείξον ημίν τόν πατέρα; ου πιστεύεις ότι εγώ εν τώ πατρί καί ο πατήρ εν εμοί εστι;» (Ιω. ιδ', 8-10). Δηλαδή, οι άγιοι στόν Χριστό βλέπουν τόν Πατέρα καί αυτό γίνεται εν Αγίω Πνεύματι.

Πρέπει νά υπογραμμισθή ότι οι θεόπτες άγιοι δέν βλέπουν τό Φώς έξω από αυτούς, αλλά μετέχουν τής δόξης τού Θεού, τής ακτίστου ενεργείας τού Θεού. Καταλαβαίνουν όμως καί βιώνουν ότι δέν μπορούν νά δούν τήν πηγή από τήν οποία προέρχεται αυτό τό Φώς. Έτσι ονόμασαν αυτό πού βλέπουν ενέργεια κι αυτό πού δέν βλέπουν ουσία. Καί είπαν μετέχουμε τής ενεργείας τού Θεού, αλλά δέν μετέχουμε τής ουσίας τού Θεού. Τό ότι λέμε ότι ο Θεός έχει ουσία καί ενέργεια αυτό δέν τό κατάλαβαν οι Πατέρες από τήν φιλοσοφία καί τόν στοχασμό, αλλά από τήν εμπειρία. Είναι εμπειρικό γεγονός καί όχι στοχασμός. Η διατύπωση, όμως, γίνεται μέ τήν ορολογία τής εποχής.

3. Η Αγία Τριάδα στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη

Η Αγία Τριάδα, ο Τριαδικός Θεός εμφανίζεται καί στήν Παλαιά Διαθήκη, όχι μόνο στήν Καινή Διαθήκη. Όλες οι εμφανίσεις τού Θεού στήν Παλαιά Διαθήκη είναι εμφανίσεις τού Ασάρκου Λόγου, πού λέγεται καί Μεγάλης Βουλής Άγγελος. Έχουμε λοιπόν τόν Άσαρκο Λόγο, ο οποίος λέγεται Γιαχβέ, είναι Αυτός πού αποκαλύπτεται, υπάρχει καί ο Θεός πού είναι κρυμμένος, απόκρυφος καί υπάρχει καί τό Πνεύμα Κυρίου. Έτσι, στήν Παλαιά Διαθήκη είναι τριλαμπής θεότητα: Θεός, Γιαχβέ, Πνεύμα Κυρίου.

Στήν Καινή Διαθήκη ο Γιαχβέ γίνεται άνθρωπος, σαρκώνεται καί μάς αποκαλύπτει τόν Πατέρα Του καί τό Άγιον Πνεύμα. Η διαφορά μεταξύ Παλαιάς καί Καινής Διαθήκης είναι ότι στήν Παλαιά Διαθήκη καταγράφονται εμφανίσεις τού Ασάρκου Λόγου, ενώ στήν Καινή Διαθήκη έχουμε εμφανίσεις τού σεσαρκωμένου Λόγου. Στήν Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος γιά Πατέρα, Υιό καί Άγιον Πνεύμα. Διά τού Χριστού γνωρίζουμε τόν Πατέρα χωρίς νά Τόν βλέπουμε. Έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ότι οι άγιοι βλέπουν τό Φώς, τήν τριλαμπή θεότητα, διά τού Φωτός, δηλαδή διά τού Χριστού βλέπουν τό Φώς, τόν Πατέρα, χωρίς νά Τόν βλέπουν ως Πατέρα, καί Τόν βλέπουν ευρισκόμενοι εν τώ Φωτί, δηλαδή εν τώ Αγίω Πνεύματι. Η φράση είναι ότι οι άγιοι βλέπουν τό Φώς, διά τού Φωτός, εν τώ Φωτί.

4. Η δημιουργία τού κόσμου καί τού ανθρώπου

Ο Πατήρ διά τού Λόγου εν Αγίω Πνεύματι δημιούργησε τόν κόσμο καί τόν άνθρωπο, τό τελειότερο δημιούργημά Του. Ο Θεός είναι άκτιστος, ο κόσμος καί ο άνθρωπος είναι κτιστά. Ο Αδάμ καί η Εύα μετά τήν δημιουργία τους είχαν ψυχή καί σώμα, αλλά καί τήν Χάρη τού Θεού. Είχαν κοινωνία μέ τόν Θεό, ομιλούσαν μέ τόν Θεό πού σημαίνει είχαν σχέση μέ τόν Θεό, ζούσαν μέσα στό Φώς τού Θεού. Ο φυσιολογικός άνθρωπος, όπως δημιουργήθηκε από τόν Θεό, είναι αυτός πού έχει ψυχή, σώμα, αλλά καί τό Άγιον Πνεύμα. Δέν είναι τρισύνθετος ο άνθρωπος, είναι δισύνθετος, αφού έχει ψυχή καί σώμα, αλλά τό Άγιον Πνεύμα υπάρχει στήν ψυχή καί στό σώμα. Αυτός, πάντως, είναι ο γνήσιος άνθρωπος, πού δημιουργήθηκε από τόν Θεό καί ζή μέσα στό Φώς.

Έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ότι οι Πατέρες μέσα από τήν δική τους εμπειρία, όταν οι ίδιοι έφθασαν στήν θεοπτία, ερμήνευσαν τό πώς ζούσε ο Αδάμ στόν Παράδεισο. Καί πράγματι, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι τό πρώτο ανδρόγυνο στόν Παράδεισο, ο Αδάμ καί η Εύα, ζούσαν ως άγγελοι.


ΠΗΓΗ: τεύχος Ιανουαρίου 2012, http://www.parembasis.gr/2012/frames_12_01.htm 

 

 Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Η Τριαδική Θεολογία I

Η Τριαδική Θεολογία

 

+ Του Παύλου Ευδοκίμωφ

 

 

….από το βιβλίο του

«Το Άγιο Πνεύμα στην Ορθόδοξη Παράδοση»,

 Θεσσαλονίκη 1987

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

Στην αρχή του τριαδικού Μυστηρίου ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνοψίζει τις τρεις μεγάλες αρχές της παραδόσεως, α) Κάθε γνώση του Θεού εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την ελεύθερη ενέργεια της θελήσεως Του. β) Στη συνέχεια, ο Λόγος πού έγινε άνθρωπος αποκαλύπτει στην Εκκλησία, της οποίας είναι η Κεφαλή, το Μυστήριο των Τριών θείων Προσώπων.

Πραγματικά, η Εκκλησία γνωρίζει τον ιστορικό Χριστό πού σταυρώθηκε, αναστήθηκε και δοξάστηκε, δέχεται την Κυριακή προσευχή και γνωρίζει τον Υιό πού διακρίνεται από τον Πατέρα, ακούει την υπόσχεση για τον «άλλο Παράκλητο» πού πρόκειται να κατεβή και τον δέχεται την ήμερα της Πεντηκοστής. Πάνω από κάθε θεωρία η φιλοσοφία, η Εκκλησία εξαγγέλλει την τριαδική οικονομία του μυστηρίου της σωτηρίας με το κήρυγμα της και τη ζή άμεσα μέσα στον τύπο του βαπτίσματος, μέσα στο Σύμβολο της πίστεως της, μέσα στη Λειτουργία της και τα ιερά της μυστήρια. Αργότερα θα σφυρηλατήσουν οι Πατέρες τα θεολογικά επιχειρήματα, για να ανατρέψουν τις αιρέσεις και να προσδιορίσουν τη δογματική ορθοδοξία της θείας Αλήθειας, γ) Υπάρχει τέλος και η αρχή της Μοναρχίας του Θεού. Ο Πατήρ αναλαμβάνει υπεύθυνα και βεβαιώνει την ενότητα των Τριών Προσώπων μέσα σε μια τέλεια αγάπη, μέσα στη μια φύση. Η γέννηση του Υιού και η εκπόρευση του Πνεύματος φανερώνουν πρώτ' απ' όλα το ομοούσιο τους με τον Πατέρα, πού είναι η πιο φανερή έκφραση της θεότητας τους και της τέλειας ισότητος των Τριών.

1. Η Παλαιά Διαθήκη.

Η Παλαιά Διαθήκη παραδέχεται έναν αυστηρό μονοθεϊσμό, πού διακηρύττει καθαρά ο Μωϋσής: «Άκουε, Ισραήλ, Κύριος ο Θεός ημών εις έστιν». Οι υπαινιγμοί του μυστήριου της Τριάδος φαίνονται αμυδρά. Η αλήθεια του ξεπερνά κάθε δυνατότητα κατανοήσεως και γι' αυτό αποκαλύπτεται κατά θείο τρόπο. Αυτό είναι το βασικό διακριτικό γνώρισμα του χριστιανισμού από την ειδωλολατρεία, τον Ιουδαϊσμό και τον Ισλαμισμό, πού θεωρούν το μυστήριο του Ενός και Τριαδικού Θεού τελείως παράλογο.

Κατά τους Πατέρες δεν μπορεί κανείς να ξεδυαλύνη το μυστήριο της Αγίας Τριάδος στην Π. Δ. παρά μόνο με το φως των Ευαγγελίων. Κατά τους Εβραίους τα περισσότερα κείμενα (Γεν. 3,22. 11,7) αναφέρονται στη συνομιλία του Θεού με τούς αγγέλους. Κατά τον Φίλωνα επίσης ο Άγγελος του Γιαχβέ είναι ο Λόγος με την έννοια της μονοθεϊστικής του θεολογίας, αυτός πού κυβερνά τον κόσμο. Κατά τους Πατέρες όμως πρόκειται περί συνομιλίας μεταξύ των θείων Προσώπων, και ο Θεοδώρητος βλέπει στον Άγγελο του Γιαχβέ το δεύτερο Πρόσωπο της Τριάδος. Σχολιάζοντας το «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος» ο Άγιος Αθανάσιος προσδιορίζει ότι «ότε δοξολογούσι τα Σεραφίμ τον Θεόν, λέγοντα τρίτον Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα δοξολογούσι»20. «Το γαρ τρίτον τα τίμια ζώα ταύτα προσφέρειν την δοξολογίαν Άγιος, Άγιος, Άγιος λέγοντα, τας τρεις υποστάσεις τελείας δεικνύντα εστίν, ως και εν τω λέγειν το Κύριος, την μίαν ουσίαν δηλούσιν»20α . Ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης ερμηνεύει το ακαθόριστο των κειμένων με τη θεία παιδαγωγική: «Έτι δε και συνεσκιασμένως ερρέθη, εκείνο λογίζεσθαι χρή, ότι Ιουδαίοις τοις εις πολυθείαν ρέπουσι νομοθετών ουκ εδοκίμασε διαφοράν προσώπων εισαγαγείν ίνα και μη διάφορον φύσιν εν ταις υποστάσεσιν είναι δογματίσαντες, εις ειίδωλολατρείαν εκκυλισθώσιν αλλά το της μοναρχίας εξ αρχής μαθόντες μάθημα, κατά μικρόν το των υποστάσεων αναδιδαχθώσι δόγμα το πάλιν εις ενότητα φύσεως άνατρέχον»21. Έτσι οι προφητείες πού αναφέρονται στο Μεσσία, καθώς και στα ονόματα Του, Εμμανουήλ, Θαυμαστός, Σύμβουλος, Θεός ισχυρός, Άρχων Ειρήνης, Σοφία και Λόγος, θα ερμηνευτούν μόνο από Αυτόν πού θα τις συγκέντρωση στο Πρόσωπο Του, το Χριστό, Υιό του Θεού, Θεάνθρωπο και δεύτερο Πρόσωπο της Τριάδος.

Για τη μυστικιστική ιουδαϊκή σκέψη η Τορά δεν είναι ένας απλός κώδικας εντολών και νόμων αλλά ένα Πρόσωπο ζωντανό. Αν όμως για τους Ιουδαίους μένη ακόμη τραγικά ανώνυμο, για τη χριστιανική πίστη ο Χριστός το προσωποποιεί κάνοντας από το νόμο, πού οδηγείται στο πλήρωμα Του, τη χάρη.

2. Η Καινή Διαθήκη.

Τα Ευαγγέλια περιέχουν την πλήρη αποκάλυψη της Τριάδος. Από τον Ευαγγελισμό ακόμη, ο άγγελος προφητεύει την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος και προσδιορίζει το όνομα του βρέφους, «διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού» (Λουκ. 1, 35). Ή Βάπτιση του Κυρίου κάνει να λάμψη ή εκθαμβωτική φανέρωση της Τριάδος. Στον αποχαιρετιστήριο λόγο Του ο Υιός αναφέρεται στον «άλλο Παράκλητο», το Άγιο Πνεύμα το «εκ του Πατρός εκπορευόμενον». Στην τάξη του Βαπτίσματος «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», το «όνομα» στον ενικό φανερώνει το δόγμα. «Εν δε όνομα των τριών, υποδηλούν την μίαν φύσιν της Αγίας Τριάδος», σχολιάζει ο Ζιγαβηνός22. Ο Απόστολος Παύλος διατυπώνει την ευλογία: «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος μετά πάντων υμών» (Β' Κορινθ. 13,13), και ο Απόστολος Πέτρος γράφει «εκλεκτοίς παρεπιδήμοις διασποράς . . . κατά πρόγνωσιν Θεού Πατρός, εν αγιασμώ Πνεύματος, εις υπακοήν και ραντισμόν αίματος Ιησού Χριστού» (Α' Πέτρ. 1,1—2).

3. Η πρώτη διαμόρφωση της διδασκαλίας της Εκκλησίας με τη θεολογία των Πατέρων.

Μέσα στη χριστιανική γραμματεία, από τη Διδαχή ακόμη, βλέπομε παντού την τριαδική διατύπωση, όπως είναι η επίκληση του βαπτίσματος με την τριπλή κατάδυση, οι ευλογίες και οι λειτουργικές δοξολογίες. Στη Δύση εκείνος πού διαμορφώνει τον τύπο «τρία Πρόσωπα,   μία ουσία»23 — tres personae, una substabtia — είναι ο Τερτυλιανός.   Στην Ανατολή ο Θεόφιλος Αντιοχείας χρησιμοποιεί πρώτος τον όρο της Τριάδος: «Η Τριάς, του Θεού και του Λόγου αυτού και της Σοφίας αυτού»24. Πριν από την Σύνοδο της Νικαίας, ωστόσο, το δόγμα δεν είναι ούτε φανερό, ούτε συγκεκριμένο, ενώ η αντίδραση κατά των τριαδικών αιρέσεων είναι γενική.

Ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, βοηθούμενος από το νεαρό διάκονο του Αθανάσιο, κατηγορεί τον Άρειο, πού καταδικάστηκε στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325). Η Σύνοδος   αύτη   διακηρύττει   τον Υιό  «γεννηθέντα εκ του Πατρός Μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός . . . ομοούσιον τω Πατρί . . . ». Η Β' Οικουμενική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (381)  καταδικάζει το Μακεδόνιο και διακηρύττει το Πνεύμα ως «το Άγιον, το Κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, τον συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον». Το ομοούσιο του Υιού και του Αγίου Πνεύματος προς τον Πατέρα διακηρύχτηκε με την μεγαλύτερη ενάργεια από τον Αθανάσιο, τους Καππαδόκες, τον Κύριλλο Ιεροσολύμων, το Χρυσόστομο, τον Επιφάνιο, τον  Κύριλλο Αλεξανδρείας.

«Ουκούν εν μεν τοις ανθρώποις, επειδή διακεκριμένη εστίν η εν τοις αυτοίς επιτηδεύμασιν εκάστου ενέργεια, κυρίως πολλοί ονομάζονται, εκάστου αυτών εις ιδίαν περιγραφήν κατά το ιδιότροπον της ενεργείας αποτεμνομένου των άλλων. Επί δε της θείας φύσεως, ούχ ούτως εμάθομεν, ότι ο Πατήρ ποιεί τι καθ' εαυτόν, ου μη συνεφάπτεται ο Υιός. Η πάλιν ο Υιός ιδιαζόντως ενεργεί τι χωρίς του Πνεύματος. Άλλα πασά ενέργεια η θεόθεν επί την κτίσιν διήκουσα, και κατά τας πολυτρόπους εννοίας ονομαζόμενη, εκ Πατρός αφορμάται και δια του Υιού πρόεισι, και εν τω Πνεύματι τω Αγίω τελειούται»25, διδάσκει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ο Άγιος Βασίλειος ανακεφαλαιώνει: «Εστί μεν γαρ ο Πατήρ, τέλειον έχων το είναι και ανενδεές, ρίζα και πηγή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εστί δε ο Υιός εν πλήρει θεότητι ζών Λόγος, και γέννημα του Πατρός ανενδεές, πλήρες δε και το Πνεύμα, ου μέρος ετέρου, αλλά τέλειον και ολόκληρον εφ' εαυτού θεωρούμενον»26.

4.  Θεός, ο Πατήρ.

Θεός, ο Πατήρ του περιουσίου λάου, αποκαλύπτεται στην Καινή Διαθήκη Πατήρ όλων των ανθρώπων. Οι άνθρωποι καλούνται υιοί του Θεού και μέσα στην καρδιά των πιστών το Άγιο Πνεύμα κράζει «αββά, ο Πατήρ». Αυτή η υιική σχέση προέρχεται από τη θεία Πατρότητα, ο Θεός Πατήρ είναι φύσει Πατήρ του Μονογενούς Υιού Του, ενώ οι άνθρωποι είναι οι υιοί εν τω Υιώ, τέκνα κατά υιοθεσία του Θεού δια της χάριτος. Απευθυνόμενος στη Μαγδαληνή μετά την Ανάσταση Του ο Κύριος το υπογραμμίζει σαφώς: «Αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα υμών».

5.  Θεός, ο Υιός.

Μέσα στη μία θεία ουσία, ο Υιός διακρίνεται από τον Πατέρα ως ιδιαίτερη Υπόσταση και συνάμα είναι ένα με τον Πατέρα τόσο, ώστε να μην αποτελούν δυο διακεκριμένους Θεούς: «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστί» (Ιωάν. 14, 10). «Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ. Ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός» (Ματθ. 11, 27). Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας σχολιάζει: «Μόνη γαρ οίδεν εαυτήν η αγία και ομοούσιος Τριάς, η παντός επέκεινα και νου και λόγου», «Όν (τον Υιόν) μόνος είδεν ο Πατήρ, υπέρ πάντα νουν εστί και λόγον, καθά και αυτός ο Πατήρ ο υπό μόνου γινωσκόμενος του ιδίου γεννήματος»27. Η πρώτη Σύνοδος της Νικαίας διακηρύττει τον Υιόν «ομοούσιον τω Πατρί . . . γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων».

6. Θεός, το Άγιο Πνεύμα.

Ακαθόριστη ακόμη στην Παλαιά Διαθήκη η διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος, καθορίζεται μέσα στην Καινή κάτω από το φως του τριαδικού δόγματος. Ο Κύριος μαρτυρεί σαφώς, ότι το Άγιο Πνεύμα είναι φύσει Θεός, άλλος Παράκλητος, μία Υπόσταση. Κατά τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο ο Κύριος αποκαλύπτει το συνομοούσιο, την ταυτότητα της φύσεως και την τελεία ισοτιμία του Αγίου Πνεύματος28. «Το Πνεύμα πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού», και αυτό υπονοεί ότι είναι ομοούσιο και ισότιμο με τον Πατέρα.

7. Τα προσωπικά ιδιώματα των Υποστάσεων.

Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν μια κοινή ουσία και καθένα έχει τα προσωπικά του ιδιώματα. Αυτά είναι οι υποστατικές του ιδιότητες, πού διακρίνουν τον Πατέρα ως αγέννητο, ως αρχή, πηγή και ρίζα της θεότητας, τον Υιό ως γεννηθέντα και το Άγιο Πνεύμα ως εκπορευόμενο.

Οι ιδιότητες αυτές διαφοροποιούν και σημαίνουν τους τρόπους υπάρξεως των υποστάσεων. Ό Πατήρ είναι αιώνια Πατήρ. Ο Υιός είναι γεννηθείς χωρίς αρχή, συνυπάρχει με τον Πατέρα, ισότιμος με Αυτόν ως ζωντανή εικόνα και ισότυπη σφραγίδα της ουσίας Του. Η εκπόρευση του Πνεύματος δε συγχέεται καθόλου με τη γέννηση και μένει μυστηριώδης. Αλλά το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα, ακριβώς όπως και ο Υιός γεννάται από Αυτόν.

Οι οροί γέννηση και εκπόρευση δείχνουν την πηγή της γεννητικής αρχής και εκπορεύσεως, της αχώριστης από τον Πατέρα μυστικής προβολής, πού μεταδίδει όλη την αδιαίρετη ουσία της θεότητας. "Έτσι ο Υιός και το Πνεύμα έχουν την αρχή τους στον Πατέρα πού καλείται «ρίζα και πηγή» και γι' αυτό το λόγο, όπως λέει ο Άγιος Βασίλειος, η θεότητα λατρεύεται στη μοναρχία29. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός εξηγεί: «Μοναρχία δε, ούχ ην εν περιγράφει πρόσωπον, άλλ' ην φύσεως ομοτιμία συνίστησι και γνώμης σύμπνοια και ταυτότης κινήσεως και προς το εν των εξ αυτού σύνευσις (όπερ αμήχανον επί της γεννητής φύσεως), ώστε καν αριθμώ διαφέρη, τη γε ουσία μη τέμνεσθαι»30. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνθέτει. Τα προσωπικά ιδιώματα «ου σημαίνει ουσίας διαφοράν, ουδέ αξίωμα, αλλά τρόπον υπάρξεως»31. Τα προσωπικά ιδιώματα δε φανερώνουν καμμιά διαφορά ουσίας ή αξιώματος, καμμιά ανισότητα των προσώπων, αλλά προσδιορίζουν τον προσωπικό και αμεταβίβαστο χαρακτήρα καθενός.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επιμένει στον αποφατικό χαρακτήρα των ονομασιών, αγέννητος, γεννητός, εκπορυετός. Ένα φως κατεβαίνει από ψηλά και φωτίζει το πρόσωπο του ανθρώπου, την πατρότητα του και την υιότητά του, άλλα χωρίς κανένα ενδεχόμενο εφαρμογής αυτών των ανθρώπινων εννοιών στο Θεό. Ο Θεός εξηγεί τον άνθρωπο, άλλα ό ίδιος μένει καλυμμένος και μυστηριώδης. Ο Θεός είναι η μόνη κατ' εξοχήν προσωπική ύπαρξη. Πατήρ, «εξ ού πάσα πάτρια εν ουρανοίς και επί γης ονομάζεται» (Έφεσ. 3,15), σημαίνει ότι στον ανθρώπινο χώρο δεν υπάρχουν παρά μόνο οι αντανακλάσεις και οι εικόνες Του. «Επί της θεότητος μόνης ο Πατήρ κυρίως εστί Πατήρ και ώσπερ ουκ αν είη ποτέ ο Πατήρ Υιός, ούτως ουκ αν ποτέ γένοιτο ο Υιός Πατήρ. Και ώσπερ ου παύσεταί ποτέ ο Πατήρ μόνος ων Πατήρ, ούτως ου παύσεται ποτέ ο Υιός μόνος ων Υιός. Και επί τούτων έστηκε το Πατήρ αεί Πατήρ και το Υιός αεί Υιός» λέει ο Άγιος Αθανάσιος32. Το συναιώνιο της γεννήσεως του Λόγου και το αχώριστο Του από τον Πατέρα προσδιορίζονται με την έκφραση «Όλος εστίν όλου Ευκών και απαύγασμα»32 του Πατρός, «σφραγίς της ουσίας Του». Οι οροί αυτοί σημαίνουν πώς ο «Υιός έχει εν εαυτώ όλον τον Πατέρα». Πώς; «Το υπέρ ταύτα νέφει κρύπτεται, την σήν διαφεύγον αμβλυωπίαν», συμπεραίνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός33.

 

Παραπομπές

 

20.   «Περί της ενσάρκου επιφανείας του Θεού Λόγου» 10, ΡΟ 26,1000.

20α. «Έκθεσις Πίστεως», ΡΟ 25, 220.

21.   Επιστολαί II, 143, ΡΟ 78, 589 Α.

22.   «Εις Ματθαίον» 28, 19, ΡΟ 129, 764.

23.   ΡL II, 180, 1080.

24.   «Προς Αυτόλυκον» Β', 15, ΒΕΠ 5, 32.

25.   «Περί του μη είναι τρεις Θεούς», ΡΟ 45, 125 Β€

26.   Ομιλία 24, «Κατά Σαβελλιανών» 4, ΡΟ 31, 609.

27.   «Εξήγησις εις το κατά Λουκάν» Χ, 22, ΡΟ 72, 672, 673.

28.  «Ώσπερ ουν περί εαυτού λέγων, Απ' εμαυτόν ου λαλώ, τούτο φησιν, ότι ουδέν εκτός των του Πατρός, ουδέν ίδιον τι παρ' εκείνον και αλλότριον, ούτω και επί του Πνεύματος. Το δε, εκ του εμού, εξ ων εγώ οίδα, εκ της εμής γνώσεως. Μία γαρ εμού και του Πνεύματος γνώσις . . . Επειδή γαρ μείζονα έμελλον ποιείν σημεία παραγινομένου του Πνεύματος, δια  τούτο πάλιν την ισοτιμίαν εισάγων, φησίν, Εκείνος εμέ δοξάσει», ΡΟ 59, 423.

29.   «Κατά Σαβελλιανών» ομιλία 24, ΡΟ 31.

30.   Λόγος 29,2, ΡΟ 36, 76 Α.

31.   ΡΟ 94, 816-817.

32.  «Προς Σεραπίωνα», ΡΟ 26, 569 ΑΒ.

33.   Λόγος 29,8, ΡΟ 36, 84.

 

ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 24 Μάιος 2010 06:42, http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3593

Ερμηνεία εικόνας της Βαπτίσεως του IC XC

Η ερμηνεία της εικόνας της Βαπτίσεως του Κυρίου

(Τα Θεοφάνεια)

 

+ Του Παύλου  Εδοκίμωφ



Μέχρι τόν Δ
́ αώνα, Γέννηση καί Βάπτιση το Κυρίου ορτάζονταν τήν δια μέρα. νότης τους εναι κόμη ρατή στήν παρόμοια σύσταση τν κολουθιν ατν τν δύο ορτν καί δείχνει μιά ρισμένη συμπλήρωση το γεγονότος τς Γεννήσεως σ ̉ κενο τς Βαπτίσεως. Στή Γέννησή του, λέγει γιος ερώνυμος, Υός το Θεο λθε στόν κόσμο μέ κρυφό τρόπο, στήν Βάπτισή του μφανίστηκε μέ φανερό τρόπο. πίσης γιος ωάννης Χρυσόστομος: Τά Θεοφάνεια δέν εναι ορτή τς Γεννήσεως λλά τς Βαπτίσεως. Πρίν ταν γνωστη πό τό λαό, μέ τή Βάπτιση, ποκαλύπτεται σέ λους.

Τό γιο Πνεμα ναπαύεται αώνια πάνω στόν Υό· κδηλωτική δύναμη ποκαλύπτει τόν Υό στόν Πατέρα καί τόν Πατέρα στόν Υό καί πραγματοποιε τσι τή θεία γενεαλογία, εναι αώνια χαρά… που ο τρες χαίρονται μαζί. νσάρκωση ριζώνεται στήν δια πράξη γενεαλογίας λλά πού καλύπτει προοδευτικά τήν νθρωπότητα το Χριστο.

Στή Γέννηση, τό γιο Πνεμα κατεβαίνει στήν Παρθένο καί τήν κάνει πραγματικά Θεοτόκο, Μητέρα το Θεο: «τό γενώμενον γιον κληθήσεται υός Θεο» (Λουκ. 1, 35). «Τό δέ παιδίον ηξανε… καί χάρις Θεο ν π̉ ατό» (Λουκ. 2, 40). «Καί ησος προέκοπτε σοφί καί λικί καί χάριτι» (Λουκ. 2, 52). Γιά νά εναι ληθινός νθρωπος, νθρώπινη φύση το Χριστο περν πό τή φυσική καί προοδευτική νάπτυξή της· χάρη το Πνεύματος τή συνοδεύει, λλά δέν εναι κόμη πόσταση το Πνεύματος πού ναπαύεται σ ̉ ατόν πως ατή ναπαύεται αώνια στή θεότητά του. Λοιπόν, μιλώντας γιά τή Βάπτιση, γιος Κύριλλος εροσολύμων καί γιος ωάννης Δαμασκηνός ναφέρουν τίς Πράξεις (10, 38): «ησον τόν πό Ναζαρέτ, ς χρισεν ατόν Θεός Πνεύματι γί», καί πογραμμίζουν στό γεγονός τό ψιστο σημεο τς ριμότητος, τήν κατακόρυφη κδήλωση τς νθρωπότητος το Κυρίου πό τότε ντελς θεοποιημένη. Εναι Χριστός, Κεχρισμένος· τό πνεμα ποκαλύπτει τήν νθρωπότητά του στόν Πατέρα, καί Πατήρ τή δέχεται σάν τόν Υό του: «Καί δού φωνή κ τν ορανν λέγουσα: οτος στιν υός μου γαπητός, ν εδόκησα» (Ματθ. 3, 17). Τό πνεμα κατεβαίνει στόν σαρκωθέντα Υό σάν πνοή υοθεσίας κατά τήν δια στιγμή που Πατήρ λέγει: «γώ σήμερον γεγέννηκά σε».

στοργή μου ενοιά μου εναι γάπη το Πατρός καί το Υο πού πό τότε ναπαύεται στό Χριστό στήν ποστατική κάθοδο το Πνεύματος. Θεός – νθρωπος ποκαλύπτεται πραγματικά Υός στίς δύο φύσεις του καί ατό τό πλήρωμα το ληθινο Θεο καί ληθινο νθρώπου θά διαβεβαιωθε πάλι κατά τό χρόνο τς Μεταμορφώσεως σάν νέργεια πιά κδηλωμένη στή Βάπτιση: «Οτος στιν υός μου γαπητός». Γι ̉ ατό Βάπτιση νομάζεται Θεοφάνεια, πιφάνεια, κδήλωση τν Τριν Προσώπων στήν μόφωνη μαρτυρία τους. άν τό τροπάριο τς Μεταμορφώσεως λέγει: Μεταμορφώθηκες γιά νά δείξεις στούς μαθητές σου τή δόξα σου, τό τροπάριο τς Βαπτίσεως ναγγέλει: Κατά τήν Βάπτισή σου στόν ορδάνη, Χριστέ… φωνή το Πατρός σέ μαρτύρησε δίνοντάς σου τό νομα το γαπημένου Υο καί το Πνεύματος, μέ τή μορφή το περιστεριο, διαβεβαίωσε τήν ναμφισβήτητη λήθεια ατο το λόγου…

τσι ησος αξάνει μέχρι τήν ριμότητά του «καί ατός ν σεί τν τριάκοντα» (Λουκ. 3, 23) — ταν στή συναγωγή τς Ναζαρέτ ναγγέλει ατός διος πανηγυρικά. «Πνεμα Κυρίου π̉ μέ, ο ενεκεν χρισέ με» (Λουκ. 4, 18). Εναι κε τό διο τό μυστήριο στήν νσάρκωση. νθρωπότης το Χριστο περν πό τόν λεύθερο προσδιορισμό του. ησος φιερώνεται συνειδητά στήν πίγεια ποστολή του, ποτάσσεται λοκληρωτικά στή θέληση το Πατρός καί Πατήρ το παντ ποστέλλοντας σ ̉ ατόν τό γιο Πνεμα.

λος, πυκνός καί συγκεντρωμένος συμβολισμός τς Βαπτίσεως πού εκόνα τς ορτς μς δείχνει, κάνει νά κατανοήσουμε τή φοβερή κταση ατς τς πράξεως. Εναι πιά θάνατος πάνω στό Σταυρό· Χριστός λέγοντας στόν γιο ωάννη: «οτω γάρ πρέπον στίν μν πληρσαι πσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3, 15) προλαβαίνει τόν τελευταο λόγο πού θά ντηχήσει στόν κπο τς Γεθσημαν: «Πάτερ, γενηθήτω τό θέλημά σου…». λειτουργική νταπόκριση τν ορτν τό πογραμμίζει ρητά: τσι ο ψαλμωδίες τς κολουθίας τς 3ης ανουαρίου παρουσιάζουν μιά κπληκτική ναλογία μέ κενες τς Μεγάλης Τετάρτης, κολουθία τς 4ης ανουαρίου μέ κείνη τς Μεγάλης Πέμπτης καί κολουθία τς 5ης ανουαρίου μέ κείνη τς Μεγάλης Παρασκευς καί το Μεγάλου Σαββάτου.

γιος ωάννης Βαπτιστής χει χρισθε μέ μιά πηρεσία μαρτυρίας: εναι μάρτυρας τς ποταγς το Χριστο, τς τελευταίας κένωσεώς του. λλά στόν ωάννη Βαπτιστή σάν ρχέτυπο, σάν ντιπρόσωπο το νθρωπίνου γένους, εναι λη νθρωπότης πού εναι μάρτυρας τς θείας γάπης. «Φιλανθρωπία το Θεο» μεσουρανε στήν πράξη τς Βαπτίσεως, «κπλήρωση τς δικαιοσύνης», μέ τό θάνατο καί τήν νάσταση στό τέλος κπλήρωση τς προαιώνιας ποφάσεως πού χουμε παρατηρήσει στήν εκόνα τς Τριάδος.

«γένετο δέ ν τ βαπτισθναι παντα τόν λαόν καί ησο βαπτισθέντος» (Λουκ. 3, 21). Λόγος ρχεται πάνω στή γ, πρός τούς νθρώπους, καί μες εμαστε παρόντες τς πιό συνταρακτικς Συναντήσεως το Θεο καί τς νθρωπότητος «λος λαός». Μυστικά, στόν ωάννη τόν Βαπτιστή λοι ο νθρωποι ναγνωρίζονται υοί μέσα στόν Υό, ο γαπημένοι υοί στόν γαπημένο Υό καί ρα ο φίλοι το Νυμφίου, ο μάρτυρες. Τό γένοιτο τς Παρθένου πρξε τό ναί λων τν νθρώπων στήν νσάρκωση, στήν λευση το Θεο στούς δικούς του. Στόν γιο ωάννη, ατόν τόν λλο τν«δικν του», λοι ο νθρωποι λέγουν «γένοιτο» στήν Συνάντηση, στή θεία Φιλία, στή Φιλανθρωπία το Πατρός, φίλου τν νθρώπων. πως Συμεών θούμενος πό τό Πνεμα συναντ καί δέχεται τόν ησο-βρέφος, πίσης ωάννης συναντ καί δέχεται τόν ησο-Μεσσία: «γένετο νθρωπος πεσταλμένος παρά Θεο, νομα ατο ωάννης· οτος λθεν ες μαρτυρίαν, να μαρτυρήσ περί το φωτός, να πάντες πιστεύσωσι δι ̉ ατο» (ω. 1, 6 – 7). Μαρτυρε γιά λους, στή θέση λων καί ατή μαρτυρία εναι να γεγονός στό σωτερικό λοκλήρου τς νθρωπότητος καί φορ λο τόν νθρωπο.

Τό Δ΄ εαγγέλιο μιλ γιά τόν ωάννη στόν πρόλογό του, μέσως μετά τό Λόγο, πού εναι στήν ρχή, καί ταν διαβάζει κανείς πρχε νθρωπος πεσταλμένος πό τό Θεό, ασθάνεται τι λευσή του, σέ μιά ρισμένη ννοια ρχεται πίσης πό τήν ρχή, τήν αωνιότητα. ορανός νοίγει μπροστά πό ατόν καί μαρτυρε: «τι τεθέαμαι τό Πνεμα καταβανον π ̉ ατόν… οτός στιν Υός το Θεο» (ω. 1, 29 -34)· σ ̉ ατό τόν σύντομο λόγο εναι πιά, μέ μιά μορφή περιορισμένη λο τό Εαγγέλιο. ωάννης εναι ατός πού γνωρίζει, προσδιορίζει τόν μνό γιατί εναι μυημένος στό μυστήριο το «σφαγμένου ρνίου πό καταβολς κόσμου…». ωάννης δέν χει τίποτε προαγγείλει καί εναι πιό μεγάλος προφήτης, πως δάκτυλος το Θεο προσδιορίζει τόν Χριστό. Εναι πιό μεγάλος διότι εναι πιό μικρός, ατό πού θέλει νά πε πελεύθερος πό τήν δια του πάρκεια γιά νά μήν εναι κενος πού μένει κε, κενος πο τέρπεται κούοντας τή φωνή το Νυμφίου, καί χαρά του εναι μεγάλη χωρίς μέτρο. Εναι πιό νδόμυχη γγύτης που Λόγος ντηχε· εναι κατ ̉ εκόνα το Υο πού δέν εναι ξ λοκλήρου παρά Λόγος το Πατρός· εναι κατ ̉ εκόνα το Πνεύματος γιατί δέν λέγει τίποτε γιά τόν αυτό του λλά μιλ στό νομα Ατο πού χει λθει. Εναι ατός ρμητικός πού ρπάζει τούς ορανούς καί τό μαρτύριό του λαμπρύνει θαυμαστά να ρχαο μοναστικό λόγιο: Δσε τό αμα σου καί πάρε τό Πνεμα… Μέ τή Θεοτόκο περιβάλλει τό Χριστό Κριτή καί μεσιτεύει γιά λους τούς νθρώπους. Μπορε νά τό κάνει γιατί φιλία του φθάνει τό πίπεδο νός λλου μεγάλου πνευματικο το ποίου στορία μς χει ναφερθε στά ποφθέγματα τν Πατέρων. γιος Παΐσιος Μέγας προσευχόταν γιά τόν μαθητή του πού εχε ρνηθε τό Χριστό, καί ταν προσευχόταν, Κύριος το μφανίστηκε καί το λέγει: «Παΐσιε, γιά ποον προσεύχεσαι; Δέν γνωρίζεις τι μέ χει ρνηθε;».λλά γιος δέν παυε νά χει λεος καί νά προσεύχεται γιά τόν μαθητή του, καί λοιπόν Κύριος το λέγει: Παΐσιε, χεις ξομοιωθε μέ μένα μέ τήν γάπη σου…

λειτουργία νομάζει τόν ωάννη: κήρυκα, γγελο καί πόστολο. Μαρτυρε καί φωνή το Νυμφίου προκαλε τήν πρώτη ποστολική κλήση: «νδρέας καί ωάννης κολουθον τόν ησον» (ω. 1, 37). Πιό ργά, γκαταλείπει ατό τόν κόσμο καί κατεβαίνει στόν δη σάν Πρόδρομος τς Καλς γγελίας. Τό βάπτισμα το ωάννη πρό τν Θεοφανείων δέν ταν παρά να «βάπτισμα μετανοίας ες φεσιν μαρτιν» (Λουκ. 3, 3), ταν μεταβολή τς τελευταίας ναμονς. Πηγαίνοντας στόν ορδάνη, ησος δέν πγε νά μετανοήσει φο ταν χωρίς μάρτημα· νά πομε τι δωσε τό παράδειγμα τς ταπεινότητος δέν παντ κόμη στό μέγεθος το γεγονότος. βάπτιση τού ησο εναι προσωπική Πεντηκοστή του, κάθοδος το γίου Πνεύματος καί τά τριαδικά Θεοφάνεια: Κατά τό χρόνο τς βαπτίσεώς σου στόν ορδάνη, Κύριε, κδηλώθηκε προσκύνηση πού χρειαζόταν στήν γία Τριάδα (τροπάριο ορτς). Εναι πό ατό τό πλήρωμα πού ρχεται τό μυστήριο το βαπτίσματος στό νομα το ησο, ατό τό νομα καθορίζεται, μεσα στόν πλήρη βαπτιστικό τύπο: «ες τό νομα το Πατρός, το Υο καί το γίου Πνεύματος». Τά λειτουργικά κείμενα νομάζουν τήν ορτή τό μεγάλο Νέο τος γιατί τό συμβάν πανέρχεται στό φς τς Τριάδος. Εναι κριβς ατή στιγμή πού ο πίσκοποι ξέλεγαν γιά νά ναγγείλουν στίς κκλησίες τό χρόνο τς μεγάλης τεσσαρακοστς καί τή χρονολογία το ορτασμο το Πάσχα.

Βάπτιση. Ψηφιδωτό Ι. Νέα Μονή Χίου. Φωτο: Κώστας Σταμούλης

εκόνα τν Θεοφανείων προσφέρει τήν εαγγελική διήγηση λλά προσθέτει μερικές λεπτομέρειες πού χουν χρησιμοποιηθε στή λειτουργία τς ορτς καί δείχνει ατό πού ωάννης θά μποροσε νά διηγηθε. πάνω στήν εκόνα να τμμα νός κύκλου παριστ τούς ορανούς πού νοίγουν, καί κάποτε πό μιά διπλή πτυχή πού μοιάζει μέ κροσσό νός σύννεφου, βγαίνει τό χέρι το Πατρός πού ελογε. πό ατό τόν κύκλο ναχωρον κτνες φωτός, χαρακτηριστικό το γίου Πνεύματος, καί πού φωτίζουν τό περιστέρι. Ατόματη νάμνηση το ρχικο λόγου «καί γένετο φς», κδηλωτική νέργεια το Πνεύματος, ποκαλύπτει τόν τριαδικό Θεό: Τριάδα, Θεός μας, μς κδηλώνεται χωρίς διαίρεση. Χριστός λθε γιά νά εναι τό φς το κόσμου, πού φωτίζει ατούς πού κάθονταν στά σκοτάδια (Ματθ. 4, 16) πό κε δέ τό νομα τς «ορτς τν φώτων». ν Χριστός κατέβαινε στά νερά, φωτιά ναψε μέσα στόν ορδάνη, εναι Πεντηκοστή το Κυρίου καί προεικονισμένος Λόγος, μέ στύλο φωτός δείχνει τι τό βάπτισμα εναι φωτισμός, γέννηση τς πάρξεως στό θεο φς.

λλοτε τήν παραμονή τς ορτς γινόταν τό βάπτισμα τν κατηχουμένων καί ναός ταν πλημμυρισμένος πό φς, σημεο μυήσεως στή γνώση το Θεο. μάρτυρας ατο το φωτός, γιος ωάννης εναι δοσμένος στό γεγονός γιατί ατός διος εναι « λύχνος καιόμενος καί φαίνων» καί ο νθρωποι ρχονταν «γαλλιαθναι ν τ φωτί ατο» (ω. 5, 35). κάθοδος το γίου Πνεύματος μέ τή μορφή νός περιστεριο κφράζει τήν κίνηση το Πατρός πού φέρεται πρός τόν Υό του. ξ λλου, ξηγεται, κατά τούς Πατέρες, κατ ̉ ναλογία μέ τόν κατακλυσμό καί τό περιστέρι μέ τόν κλάδο λαίας, σημεο τς ερήνης. Τό γιο Πνεμα πού φέρεται πάνω πό τά ρχέγονα νερά νέδειξε τή Ζωή, πίσης ατό πού αωρεται πάνω στά νερά το ορδάνη, προκαλε τή δεύτερη γέννηση το νέου δημιουργήματος.

Χριστός παριστάνεται ρθός νάντια πρός τό βυθό το νερο σκεπασμένος πό τά κύματα το ορδάνη. πό τήν ρχή τς ποστολς του, ησος ντιμετωπίζει τά κοσμικά στοιχεα πού περιέχουν σκοτεινές δυνάμεις: τό νερό, τόν έρα καί τήν ρημο. διάβαση τς ρυθρς Θαλάσσης εναι πό τίς μορφές το βαπτίσματος: νίκη πό τό Θεό το δράκοντος τς θαλάσσης, το τέρατος Rahab. να διόμελο τς ορτς κάνει νά κατανοήσουμε τόν Κύριο λέγοντας στόν ωάννη Βαπτιστή: Προφήτη, λα νά μέ βαπτίσεις… Βιάζομαι νά χαθε κρυμμένος στά νερά χθρός, πρίγκηπας το σκότους, γιά νά πελευθερώσω τόν κόσμο πό τά δίχτυα του παραχωρώντας του τήν αώνια ζωή. τσι, μπαίνοντας στόν ορδάνη Κύριος, καθαρίζει τά νερά: Σήμερα τά κύματα το ορδάνη μεταβάλλονται σέ φάρμακο καί λη δημιουργία ποτίζεται μέ μυστικά κύματα… (εχή γίου Σωφρονίου). Εναι λο τό σύμπαν πού δέχεται τήν γιοποίησή του: Χριστός βαπτίζεται· βγαίνει πό τό νερό καί μέ ατό ποκαλύπτει τόν κόσμο (διόμελο το Κοσμ). Σπάζει τό κεφάλι τν δρακόντων καί ναζωογονε τόν δάμ, εναι νάπλαση τς νθρωπίνης πάρξεως, ναγέννησή της στό καθαριστικό λουτρό το μυστηρίου. Δίδυμος Τυφλός καθορίζει: « δέ Κύριος δωκέ μοι μητέρα τήν κολυμβήθραν (κκλησία), πατέρα τόν ψιστον, δελφόν τόν δι ̉ μς βαπτισθέντα Σωτρα».

Στήν εκόνα μέ τό δεξιό του χέρι Χριστός ελογε τά νερά καί τά τοιμάζει νά γίνουν τά νερά τς βαπτίσεως πού γιάζει μέ τήν δια του κατάδυση. Τό νερό λλάζει σημασία, λλοτε εκόνα το θανάτου (κατακλυσμός), εναι τώρα πηγή το δατος τς ζως (ποκ. 21, 6· ω. 4, 14). Μυσταγωγικά τό νερό τς βαπτίσεως δέχεται τήν ξία το αματος το Χριστο. Στά πόδια το Κυρίου, στά νερά το ορδάνη, εκόνα δείχνει δύο μικρές νθρώπινες μορφές, εκονογράφηση τν παλαιοδιαθηκικν κειμένων πού ποτελον μέρος τς κολουθίας: «τί σοί στι, θάλασσα τι φυγες, καί σύ ορδάνη, τι στράφης ες τά πίσω» (Ψαλμ.113, 5). Τό τροπάριο (χος Δ΄) ξηγε: «πεστρέφετο ποτέ, ορδάνης ποταμός, τ μηλωτ λισσαιέ, ναληφθέντος λιού καί διρετο τά δατα νθεν καί νθεν· καί γέγονεν ατ ξηρά δός γρά ες τύπον ληθς το Βαπτίσματος, δι ̉ ο μες τήν ρέουσαν το βίου διαπερμεν διάβασιν». Εκόνα συμβολική πού μιλ γιά τή μετάνοια κόμη όρατη τς κοσμικς φύσεως, τς μεταστροφς τς ντολογίας της. ελογία τς δρόβιας φύσεως γιάζει τήν δια ρχή τς πίγειας ζως. Γι ̉ ατό, μετά τή θεία λειτουργία γίνεται μεγάλος γιασμός τν δάτων (νός ποταμο, μις πηγς ντελς πλά νός δοχείου τοποθετημένου μέσα στήν κκλησία).

Μιλώντας γιά τά μή γιασμένα νερά, εκόνα το θανάτου – κατακλυσμο λειτουργία τά νομάζει δατόστρωτο τάφο. Πραγματικά, εκόνα δείχνει τόν ησο νά εσέρχεται στά νερά, στόν γρό τάφο. Ατός δ χει τή μορφή νός σκοτεινο σπηλαίου (εκονογραφική μορφή το δη) περιέχοντας λο τό σμα το Κυρίου (εκόνα το νταφιασμο, πού προσφέρεται στό μυστήριο το βαπτίσματος μέ λική κατάδυση, μορφή το πασχαλίου τριημέρου), γιά νά ποσπάσει τόν ρχηγό τς φυλς μας στή ζοφερή διαμονή. Συνεχίζοντας τόν προκαταβολικό συμβολισμό τς Γεννήσεως, εκόνα τν Θεοφανείων δείχνει τήν προκάθοδο το Χριστο στόν δη: «καταβάς ν τος δασιν δησε τόν σχυρόν». γιος ωάννης Χρυσόστομος, σχολιάζει: κατάδυση καί νάδυση εναι εκόνα τς καθόδου στόν δη καί τς ναστάσεως.

Χριστός παριστάνεται γυμνός, εναι ντυμένος μέ τήν δαμική γυμνότητα καί τσι ποδίδει στήν νθρωπότητα τό νδοξο παραδεισιακό νδυμά της. Γιά νά δείξει τήν πέρτατη πρωτοβουλία του παριστάνεται βαδίζοντας κάνοντας να βμα πρός τόν γιο ωάννη: λεύθερα ρχεται καί κλίνει τό κεφάλι. ωάννης εναι ταραγμένος: «γώ χρείαν χω πό σο βαπτισθναι, καί σύ ρχ πρός με; »… ησος τόν διατάζει: «φες ρτι». ωάννης τείνει τό δεξιό του χέρι σέ μιά τελετουργική χειρονομία, στό ριστερό κρατε να ελητάριο, κείμενο το κηρύγματός του. Ο γγελοι τς νσαρκώσεως εναι σέ μιά στάση προσκυνήσεως, τά σκεπασμένα χέρια τους σέ νδειξη σεβασμο. Συμβολίζουν πίσης καί εκονογραφον τό λόγο το ποστόλου Παύλου (Γαλατ. 3, 27) :«σοι γάρ ες Χριστόν βαπτίσθητε, Χριστόν νεδύσασθε...».

ΠΗΓΗ: www.imkby.gr. Το είδα: Πέμπτη, 5 Ιανουαρίου 2012, http://syndesmosklchi.blogspot.com/2012/01/blog-post_05.html

Υπακοή στον Πνευματικό και Ελευθερία

Υπακοή στον Πνευματικό και Ελευθερία

 

Του Επισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Ware

 

 

[….] Αυτά είναι, με τη Χάρη του Θεού τα χαρίσματα του γέροντα. Όμως τι γίνεται με το πνευματικό τέκνο; Πως συνεισφέρει σ' αυτή την αμοιβαία σχέση πνευματικού οδηγού και μαθητή; Εν ολίγοις, ο μαθητής προσφέρει ειλικρινή και πρόθυμη υ­πακοή. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία από τα Απο­φθέγματα των Πατέρων της Ερήμου, για τον μοναχό που έλα­βε την εντολή να φυτέψει ένα ξερό ραβδί στην άμμο και να το ποτίζει κάθε μέρα. Η πηγή ήταν τόσο μακριά από το κελί του, που έπρεπε να φεύγει το βράδυ για να γυρίζει το πρωί. Για τρία χρόνια εκτελούσε υπομονετικά την εντολή του αββά του.

Στο τέλος αυτής της περιόδου, το ραβδί ξαφνικά έβγαλε φύλλα και έκανε καρπούς. Ο αββάς έκοψε τον καρπό, τον πήγε στην εκ­κλησία, και κάλεσε τους μοναχούς να φάνε λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε καρπόν υπακοής» .

Ένα άλλο παράδειγμα υπακοής είναι ο μοναχός Μάρκος, ο οποίος, ενώ αντέγραφε ένα χειρόγραφο, άκουσε ξαφνικά να τον φωνάζει ο αββάς του˙ τόσο άμεση ήταν η ανταπόκρισή του, ώστε να μην ολοκληρώσει καν τον κύκλο του γράμματος Ο, που έγραφε εκείνη τη στιγμή. Σε άλλη περίσταση, καθώς περπατού­σαν μαζί, ο αββάς του είδε ένα μικρό γουρουνάκι· θέλοντας να δοκιμάσει τον Μάρκο, του είπε: «βλέπεις αυτόν τον βούβαλο, παιδί μου;» «Ναι, πάτερ», απάντησε ο Μάρκος. «Και βλέπεις πόσο δυνατά είναι τα κέρατά του;» «Ναι, πάτερ μου», του α­πάντησε πάλι χωρίς δισταγμό[30]. Ο αββάς Ιωσήφ της Πανεφώ, ακολουθώντας παρόμοια τακτική, δοκίμαζε την υπακοή των μα­θητών του αναθέτοντάς τους παράδοξα, ακόμη και σκανδαλώ­δη καθήκοντα, και μόνον όταν συμμορφώνονταν, τους έδινε λο­γικές εντολές[31]. Ένας άλλος γέρων έδινε εντολές στους μαθη­τές του να κλέβουν πράγματα από τα κελιά των αδελφών[32]  κι ένας άλλος είπε στον μαθητή του (που δεν ήταν εντελώς ειλι­κρινής μαζί του) να ρίξει τον γιό του στον φούρνο[33].

Εδώ ασφαλώς χρειάζεται να αναφέρουμε ορισμένες σοβα­ρές αντιρρήσεις. Οι ιστορίες του είδους που αναφέραμε είναι πιθανό να δημιουργήσουν κάποια αμφιλεγόμενη εντύπωση στον σύγχρονο αναγνώστη. Δεν περιγράφουν το είδος εκείνο συμπε­ριφοράς που ίσως απρόθυμα θαυμάζουμε, αλλά σπάνια θα θέ­λαμε να μιμηθούμε; «Που πήγε», μπορεί να ρωτήσουμε με αγα­νάκτηση, εκείνη «η ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8.21);

Λίγοι από μας θα αμφισβητούσαν τη σημασία του να ανα­ζητήσουμε την καθοδήγηση κάποιου άλλου, άνδρα ή γυναίκας, που έχει μεγαλύτερη πείρα του πνευματικού δρόμου απ’ ό,τι εμείς. Πρέπει όμως ένα τέτοιο πρόσωπο να εκλαμβάνεται σαν αλάθητο μαντείο, που πρέπει σε κάθε λόγο του να υπακούμε χωρίς άλλη συζήτηση; Το να ερμηνεύουμε την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στον μαθητή και στον πνευματικό πατέρα ή μητέρα με τρόπο σαν κι αυτόν, φαίνεται επικίνδυνη και για τους δύο. Μειώνει τον μαθητή σ' ένα παιδαριώδες ακόμη και απάνθρω­πο επίπεδο, που του στερεί όλη τη δύναμη της κρίσης και της η­θικής επιλογής˙ και ενθαρρύνει τον δάσκαλο να απαιτεί μια αυ­θεντία που ανήκει μόνο στον Θεό. Προηγουμένως παραθέσα­με από τα Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου τη φράση, ότι κάποιος που κάνει υπακοή σ' ένα γέροντα, «δεν χρειάζεται να προσέχει στις εντολές του Θεού»[34]. Είναι όμως επιθυμητή μια τέτοια παραίτηση από την υπευθυνότητα; Πρέπει να επι­τρέπεται στον γέροντα να σφετερίζεται τη θέση του Χριστού;

Ως απάντηση, πρέπει να ειπωθεί κατ' αρχήν ότι «χαρισμα­τικοί» γέροντες, όπως ο Μέγας Αντώνιος ή ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, είναι εξαιρετικά σπάνιοι. Το είδος της σχέσης που εί­χαν με τους μαθητές τους, μοναχούς ή λαϊκούς, δεν υπήρξε πο­τέ το κοινώς αποδεκτό υπόδειγμα στην ορθόδοξη Παράδοση. Οι μεγάλοι γέροντες του παρελθόντος ή τού παρόντος αποτε­λούν πράγματι ένα οδηγητικό φως, ένα ανώτατο σημείο αναφο­ράς· αλλά είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας.

Δεύτερον, υπάρχει σαφώς μια διαφορά ανάμεσα στους μο­ναχούς, που έχουν δώσει μια ειδική υπόσχεση υπακοής, και τους λαϊκούς, που ζουν στον «κόσμο» (Ακόμη και στην περίπτωση των μοναχών, υπάρχουν εξαιρετικά λίγες κοινότητες όπου μπο­ρεί να βρεθεί η διακονία τού γέροντα στην πλήρη της μορφή, όπως αναφέρεται στα Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου, ή όπως ασκήθηκε τον δέκατο ένατο αιώνα στη Μονή της Όπτινα. Ένας σύγχρονος Ρώσος Ιερέας, ο πατήρ Αλέξανδρος Μεν – πολύ σεβαστός ως πνευματικός πατέρας μέχρι τον τραγικό και πρόωρο θάνατό του από άγνωστα χέρια το 1990 – σοφά επέμενε πως οι μοναχικοί κανόνες δεν μπορούν να μεταφερθούν αυτούσιοι στη ζωή της ενορίας.

Συχνά νομίζουμε ότι η σχέση τού πνευματικού παι­διού με τον πνευματικό πατέρα απαιτεί το πρώτο να υπακούει πάντοτε στον δεύτερο. Στην πραγματικό­τητα, η αρχή αυτή αποτελεί ουσιώδες μέρος της μονα­χικής ζωής. Ο μοναχός υπόσχεται να κάνει υπακοή, να κάνει οτιδήποτε απαιτεί ο πνευματικός πατέρας του. Ένας ενοριακός ιερέας δεν μπορεί να επιβάλει ένα τέτοιο πρότυπο στους λαϊκούς και δεν μπορεί να δι­εκδικήσει για τον εαυτό του το δικαίωμα να δίνει αυ­θαίρετες εντολές. Θα πρέπει να αισθάνεται ευτυχής αν μπορεί να εφαρμόζει τους εκκλησιαστικούς κανό­νες, προσανατολίζοντας τη ζωή των ενοριτών του, και βοηθώντας τους στους εσωτερικούς αγώνες τους[35].

Ακόμη κι αν δεχθούμε πλήρως αυτά τα δυο σημεία, υπάρ­χουν τρία επί πλέον πράγματα που πρέπει να ειπωθούν, προ­κειμένου να ερμηνευθεί σωστά ένα κείμενο όπως τα Αποφθέγ­ματα των Πατέρων της Έρημου, ή μια μορφή όπως ο στάρετς Ζωσιμάς, στους Αδελφούς Καραμαζώφ. Κατ' αρχάς, η υπακοή που προσφέρεται από το πνευματικό τέκνο στον αββά δεν εί­ναι αναγκαστική, αλλά πρόθυμη και εθελούσια. Είναι έργο του γέροντα να αναλάβει το θέλημά μας στο δικό του, όμως μπορεί να το κάνει μόνο αν εμείς, με τη δική μας ελεύθερη επιλογή το τοποθετήσουμε στα χέρια του. Δεν συντρίβει τη θέλησή μας, αλλά τη δέχεται από μας ως δώρο. Μια υποταγή αναγκαστι­κή και ακούσια στερείται προφανώς ηθικής αξίας· ο γέροντας ζητά από τον καθένα μας να προσφέρει στον Θεό την καρδιά του, όχι τις εξωτερικές ενέργειές του. Ακόμη και σ' ένα μοναστικό πλαίσιο η υπακοή είναι εθελούσια, όπως τονίζεται έντο­να στο τυπικό της κουράς, μόνο αφού ο υποψήφιος τοποθετή­σει τρεις φορές το ψαλίδι στα χέρια του ηγουμένου, προχωρεί εκείνος στην κουρά του[36].

Ωστόσο, η εθελούσια προσφορά της ελευθερίας μας, ακόμη και στο μοναστήρι, είναι προφανώς κάτι που δεν μπορεί να συμ­βεί μια για πάντα, με μια μοναδική χειρονομία. Καλούμαστε να αναλάβουμε τον σταυρό μας καθ' ημέραν (Λουκ. 9.23). Πρέπει να υπάρχει μια συνεχής προσφορά, που να εκτείνεται σε ολό­κληρη τη ζωή μας΄ η αύξησή μας εν Χριστώ μετριέται ακριβώς από τον αυξανόμενο βαθμό αυτοπροσφοράς μας. Η ελευθε­ρία μας πρέπει να προσφέρεται εκ νέου κάθε μέρα και κάθε ώ­ρα, με συνεχώς διαφοροποιούμενους τρόπους. Και τούτο ση­μαίνει πως η σχέση ανάμεσα στον γέροντα και στον μαθητή δεν είναι στατική αλλά δυναμική, δεν είναι αμετάβλητη αλλά απεί­ρως ποικίλη. Κάθε μέρα και κάθε ώρα, κάτω από την καθο­δήγηση του γέροντά του, ο μαθητής θα αντιμετωπίσει νέες κα­ταστάσεις, που απαιτούν μια διαφορετική απάντηση, ένα νέο είδος αυτοπροσφοράς.

Δεύτερον, η σχέση ανάμεσα στον γέροντα και στο πνευμα­τικό τέκνο, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, δεν είναι μονόπλευ­ρη, αλλά αμοιβαία. Όπως ο γέροντας δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να δουν τον εαυτό τους όπως πραγματικά είναι, έτσι και οι μαθητές αποκαλύπτουν στον γέροντα τον εαυτό του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εκείνος που καλείται να γίνει γέ­ροντας δεν το αντιλαμβάνεται, μέχρις ότου οι άλλοι τον πλη­σιάσουν και επιμείνουν να μπουν υπό την καθοδήγηση του. Η αμοιβαιότητα αυτή συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέ­σης ανάμεσα στους δύο. Ο πνευματικός πατέρας δεν διαθέτει κάποιο εξαντλητικό πρόγραμμα, που έχει υποστεί επεξεργα­σία εκ των προτέρων και επιβάλλεται στον καθένα με τον ίδιο τρόπο. Αντιθέτως, αν είναι αληθινός γέροντας, διαθέτει για τον καθένα διαφορετικό λόγο· δεν προχωρεί επί τη βάσει αφηρη­μένων κανόνων, αλλά συγκεκριμένων ανθρώπινων καταστά­σεων. Εισέρχεται μαζί με τον μαθητή του στη συγκεκριμένη κα­τάσταση, χωρίς να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποια θα είναι ακριβώς η έκβαση, αλλά περιμένοντας ο καθένας τον φωτισμό του Πνεύματος. Και οι δύο, πνευματικός πατέρας και μαθη­τής, μαθαίνουν κατά την πορεία.

Η αμοιβαιότητα στη σχέση τους φαίνεται σε αρκετές ιστο­ρίες στα Αποφθέγματα των Πατέρων της Έρημου. Όπου ένας ανάξιος αββάς σώζεται από την υπομονή και την ταπεινοφρο­σύνη του υποτακτικού του. Ένας αδελφός, επί παραδείγματι, έχοντας ένα γέροντα δοσμένο στο πάθος της μέθης, πειράζεται έντονα για να τον εγκαταλείψει· αλλά αντί να φύγει, παραμέ­νει πιστός στον γέροντά του. μέχρι που ο τελευταίος οδηγεί­ται τελικά στη μετάνοια. Και ο αφηγητής σχολιάζει, «…ότι εισί νεώτεροι και οδηγούσι γέροντας εις ζωήν»[37]. Ο μαθητής μπο­ρεί να κληθεί να δώσει όπως και να λάβει˙ ο δάσκαλος μπορεί συχνά να μάθει απ’ τους μαθητές του. Όπως αναφέρει το Ταλμούδ: «Ο ραβίνος Χανίνα έλεγε, ‘’από τους δασκάλους μου έ­μαθα πολλά, πιο πολλά από τους συμμαθητές μου, αλλά από τους μαθητές μου έμαθα τα περισσότερα’’» [38].

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η σχέση δεν είναι αμφί­πλευρη αλλά τριγωνική, επειδή μαζί με τον γέροντα και τον μαθητή του υπάρχει κι ένα τρίτο μέλος, ο Θεός. Ο Κύριος μας είπε πως δεν πρέπει να καλούμε κανέναν «πατέρα», γιατί έ­χουμε μόνο έναν Πατέρα τον εν Ουρανοίς (Ματθ. 13.8-10). Ο γέροντας δεν είναι κάποιος αλάθητος κριτής σ’ ένα εφετείο, αλλά συνυπηρέτης του ζώντος Θεού· δεν είναι τύραννος, αλλά ο­δηγός και σύντροφος στο ταξίδι. Ο μόνος αληθινός «πνευματι­κός οδηγός», με όλη τη σημασία της λέξης, είναι το Άγιο Πνεύμα.

Έτσι ερχόμαστε στο τρίτο σημείο. Στην ορθόδοξη Παράδο­ση, οι πνευματικοί οδηγοί επιζητούσαν πάντοτε να αποφύγουν κάθε είδος καταναγκασμού και πνευματικής βίας στις σχέσεις τους με τους μαθητές τους. Αν, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, ομιλούν και ενεργούν με κύρος, το κύρος προ­έρχεται από την ταπεινή αγάπη. Θέλοντας να αποφύγουν κά­θε μηχανικό εξαναγκασμό, αρνούνται μερικές φορές να δώσουν στους μαθητές τους κάποιο κανόνα ζωής, κάποιο σύνολο εξω­τερικών εντολών που να εφαρμόζονται αυτόματα. Κατά ένα σύγχρονο Ρουμάνο μοναχό, ο γέροντας δεν είναι «νομοθέτης, αλλά μυσταγωγός». Δεν καθοδηγεί τους άλλους επιβάλλοντας κανόνες, αλλά συμμεριζόμενος τη ζωή τους. Κάποιος μοναχός είπε στον αββά Ποιμένα: «αδελφοί οικούσι μετ’  εμού˙ θέλεις κελεύσω αυτοίς; Λέγει αυτώ ο γέρων. Ουχί… θέλουσι και αυ­τοί, πάτερ, ίνα κελεύσω αυτοίς. Λέγει αυτώ ο γέρων. Μη· αλλά γενού αυτοίς τύπος, και μη νομοθέτης» (κάποιοι αδελφοί ήλ­θαν να ζήσουν μαζί μου· θέλεις να τους δώσω εντολές; Όχι, εί­πε ο γέροντας. Όμως, πάτερ, επέμεινε ο μοναχός, οι ίδιοι μου ζητούν να τους δώσω εντολές. Όχι, επανέλαβε ο ποιμήν, γίνε πα­ράδειγμα σ' αυτούς κι όχι νομοθέτης) [40].

Το ίδιο δίδαγμα βγαί­νει και από μια ιστορία που είπε ο Ισαάκ, Πρεσβύτερος των Κελίων. Ως νέος, έμεινε στην αρχή με τον αββά Κρόνο και μετά με τον αββά Θεόδωρο της Φέρμης κανείς τους όμως δεν του έλεγε τι να κάνει. Ο Ισαάκ παραπονέθηκε στους άλλους μο­ναχούς, που πήγαν και διαμαρτυρήθηκαν στον Θεόδωρο. «Αλλ' εάν θέλη», απάντησε στο τέλος ο Θεόδωρος, «ο βλέπει με ποιούντα, ποιήσει και αυτός» (αν θέλει, ας κάνει ό,τι βλέπει να κά­νω εγώ) [41]. Όταν ζήτησαν από τον Βαρσανούφιο να δώσει ένα λεπτομερή κανόνα ζωής, αρνήθηκε, λέγοντας: «δεν θέλω να εί­σαστε κάτω από τον νόμο, αλλά μέσα στη Χάρη». Και σε άλ­λες επιστολές του έγραψε: «Γνωρίζετε πως ποτέ δεν επιβάλα­με αλυσίδες σε κανένα… Μη βιάζετε την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων, αλλά σπείρετε εν ελπίδι· διότι ο Κύριος μας κανέ­ναν δεν εξανάγκασε, αλλά δίδαξε το Ευαγγέλιο και όποιος ή­θελε Τον άκουσε» [42].

Μη βιάζετε την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Το έργο του πνευματικού πατέρα δεν είναι να καταστρέψει την ελευθε­ρία μας, αλλά να μας βοηθήσει να δούμε την αλήθεια για τον εαυτό μας· δεν είναι να καταπιέσει την προσωπικότητά μας, αλλά να μας καταστήσει ικανούς να ανακαλύψουμε τον αληθινό μας εαυτό, να ωριμάσουμε και να γίνουμε αυτό που πραγματι­κά είμαστε. Αν περιστασιακά ο πνευματικός πατέρας απαιτεί απόλυτη και φαινομενικά «πικρή» υπακοή από τον μαθητή του, τούτο ποτέ δεν γίνεται ως αυτοσκοπός, ούτε με την προοπτι­κή της υποδούλωσής του. Σκοπός αυτού του είδους «θεραπείας-σοκ» είναι απλά να απελευθερώσει τον μαθητή από τον ψεύ­τικο και απατηλό «εαυτό», για να μπορέσει να εισέλθει στην αληθινή ελευθερία η υπακοή γίνεται κατ' αυτόν τον τρόπο η πύ­λη προς την ελευθερία.

 

Παραπομπές

 

[30] ΑΠ, Μάρκος ο Μαθητής τού Σιλουανού 1.2 (293D-296B)' tr..145-46.

[31] Αυτόθι. Ιωσήφ της Πανεφώ 5 (229ΒC) tr. 103.

[32] Αυτόθι, Σαϊώ 1 (420ΑΒ)· tr. 229. Ο γέροντας κατόπιν επέστρεφε τα πράγματα στους κατόχους τους.

[33] ΑΠ. Ανώνυμη συλλογή 295· ed. Nau. ROC 14 (1909). 378- tr. Ward. Wis­dom. §162 (47). Κατά θαυματουργικό τρόπο, το παιδί δεν έπαθε τί­ποτε. Για μια παράλληλη Ιστορία, βλ. ΑΠ. Σισώης 10 (394C-396A)˙ tr. Ward. Sayings. 214 και πρβλ. Αβραάμ και Ισαάκ (Γεν. 22).

[34]  Βλ. ανωτέρω. 205.

[35] Παρατίθεται στο Yves Hamant. Alexander Men: A Witness for Contempo­rary Russia (Torrance. CA: Oakwood Publication˙. 1995). 124

[36]  Βλ. ανωτέρω. 188.

[37]  ΑΠ.ανώνυμη συλλογή 340· ed. Nau. ROC 17 (1912).295 – tr. Waid. Wisdom. §209 (56-57).

[38] C.G. Montefiore and H. Loewe (ed.). A Rabbinic Anthology (London: Macmillan. 1938). §494.

[39]  Kitluf Andre Scrinu. "La tradition du pen? spiriruel dans l'Eghse d'Orient". Hermes. 1967. No. 4.83.

[40] ΑΠ. Ποιμήν 174 ( 364C)- tr. Ward. Sayings. 191.

[41] Αυτόθι. Ισαάκ ο Ιερεύς 2 (224CD)- tr.. 99-100.

[42]  Ερωταποκρίσεις. 25.51.35.

 

Σημείωση: Η φωτό του Σεβασμιωτάτου είναι από τη σελίδα: http://orthocath.wordpress.com/

 

ΠΗΓΗ: 22  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  2011, Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον,  http://www.egolpion.com/ypakoh_elef8eria.el.aspx  

Ορθόδοξη Εκκλησία: Οι Μεταμοσχεύσεις ΙΙΙ

Οι Μεταμοσχεύσεις από Ορθόδοξη Εκκλησιαστική σκοπιά – Μέρος ΙΙΙ

 

Του Μητρ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιερόθεου


 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

ε) Όταν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα των μεταμοσχεύσεων, γίνεται πολύς λόγος για την αγάπη ως θυσία. Κανείς δεν αντιλέγει σε αυτό το σημείο, και μάλιστα ομολογούμε ότι ο Χριστιανός, κατά το πρότυπο του Χριστού, πρέπει να θυσιάζη την ζωή του για να ζήσουν οι άλλοι. Αυτό το θυσιαστικό ήθος το βλέπουμε στον Γολγοθά και αυτό το θυσιαστικό ήθος είναι το λεγόμενο ευχαριστιακό ήθος, που είναι η πνευματική ατμόσφαιρα και το βαθύτερο περιεχόμενο της θείας Λειτουργίας.

Στην εκκλησιαστική ιστορία υπάρχουν πολλά παραδείγματα στα οποία φαίνεται η θυσιαστική αγάπη των Χριστιανών που έφθασαν και μέχρι το μαρτύριο χάρη του Χριστού και των συνανθρώπων τους, έφθασαν στο να πωλούν τον εαυτό τους ως δούλο και να εισέρχωνται στην φυλακή για να ελευθερωθούν οι άλλοι, έφθασαν στο σημείο να ζητούν να έλθη η ασθένεια του άλλου επάνω τους, εάν αυτό συντελούσε στην θεραπεία των άλλων.

Βέβαια, δεν έχω υπόψη μου παραδείγματα από την ζωή των αγίων που έδωσαν μέλη του σώματός τους και έμειναν εκείνοι ανάπηροι στην ζωή τους, αφού τότε δεν υπήρχε η δυνατότητα της μεταμοσχεύσεως. Και επειδή η ζωή της Εκκλησίας καθορίζεται από την δράση και την ενέργεια των αγίων γι’ αυτό και θα περιμένουμε και τέτοιες αντιδράσεις αγιασμένων ανθρώπων για να δώσουμε το στίγμα αντιμετωπίσεως του προβλήματος των μεταμοσχεύσεων. Εκείνο το οποίο μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν αρκεί για την σωτηρία η λεγόμενη φυσική αγάπη, την οποία μπορεί να έχουν και οι άθεοι, αλλά η λεγομένη πνευματική αγάπη, που είναι καρπός και αποτέλεσμα της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Τριαδικό Θεό εν προσώπω Ιησού Χριστού. Ο αλτρουϊσμός έχει την κοινωνική και ανθρωπιστική του αξία, αλλά πρέπει να συντονίζεται στον ρυθμό της πνευματικής αγάπης. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: "και εάν παραδώ το σώμά μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι" (Α΄ Κορ. ιγ΄, 3).

στ) Ένα επιπλέον απαραίτητο σημείο το οποίο πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας όταν γίνεται λόγος για τις μεταμοσχεύσεις, είναι και το πρόβλημα του μυστηρίου του θανάτου. Αυτό δεν έχει σχέση μόνο με το πότε βγαίνει η ψυχή, δηλαδή πότε η ψυχή παύει να εφάπτεται όλων των σωματικών οργάνων, τα οποία παύουν να λειτουργούν κατά φύσιν, αλλά και σε ποια κατάσταση βρίσκεται εκείνη την ώρα ο άνθρωπος από τον οποίον λαμβάνονται τα όργανα του σώματος.

Βέβαια, εκ πρώτης όψεως φαίνεται, όπως είδαμε προηγουμένως στην ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου του Νύσσης, ότι όταν παύουν να λειτουργούν κατά φύσιν όλα τα όργανα του σώματος του ανθρώπου ή τουλάχιστον τα βασικά, ήτοι η καρδιά και ο εγκέφαλος, τότε παύει να ενεργή ο νους, η ψυχή στα όργανα αυτά και βεβαίως εξέρχεται του σώματος, οπότε εφάπτεται του σώματος εξωτερικά και όχι εσωτερικά. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι αυτή η παύση λειτουργίας των οργάνων του σώματος γίνεται σταδιακά καθώς επίσης και μερικές φορές η πορεία του θανάτου είναι αναστρέψιμη. Τότε οπωσδήποτε υπάρχει η ψυχή μέσα στο σώμα. Και όταν μερικά όργανα κινούνται με υποστηρικτικές ενέργειες, και τότε εξακολουθεί να ενεργή η ψυχή μέσα στον άνθρωπο, εφ’ όσον ενεργεί σε άλλο υγιές σωματικό όργανο. Πάντως, όσο ο νους του ανθρώπου βρίσκεται, έστω και υπολειτουργούντων των οργάνων του σώματος, μέσα στο σώμα, μπορεί να μη λειτουργή η διανοητική λειτουργία, η μνήμη ή ίσως και η αίσθηση, αλλά, εφ’ όσον λειτουργεί η καρδιά, λειτουργεί η νοερά ενέργεια του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι τότε ο άνθρωπος μπορεί να μην έχη συνείδηση του περιβάλλοντος κόσμου, μπορεί να μη σκέπτεται, μπορεί να μη αισθάνεται ή ακόμη μπορεί αμυδρώς να αντιλαμβάνεται, αλλ’ όμως υπάρχει η ψυχή και είναι δυνατόν να έχη κοινωνία με τον Θεό. Και βέβαια εάν έχει συνηθίσει στην ζωή του να προσεύχεται, τότε η νοερά του ενέργεια βρίσκεται σε μεγάλη ένταση, δηλαδή ο άνθρωπος έχει αδιάλειπτη προσευχή.

Επίσης, την ώρα που χωρίζεται η ψυχή από το σώμα, τότε γίνονται πολλά πράγματα τα οποία αγνοούμε παντελώς. Η συνάφεια ψυχής και σώματος είναι φυσική κατάσταση, παρά φύση κατάσταση είναι η καταστροφή της συνάφειας. Η ψυχή δεν προϋπήρχε του σώματος, ούτε φυσικά το σώμα της ψυχής. Και τα δύο δημιουργήθηκαν ταυτοχρόνως από τον Θεό. Οπότε, το μυστήριο του αποχωρισμού της ψυχής από το σώμα είναι φοβερό και άγνωστο τώρα στα ανθρώπινα δεδομένα.

Αυτό το μυστήριο που γίνεται εκείνη την ώρα μπορούμε να το δούμε σε δύο τροπάρια του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, τα οποία ψάλλονται στην εξόδιο ακολουθία. Το ένα αναφέρεται στον βίαιο χωρισμό της ψυχής από το σώμα, με την βούληση του Θεού: "Όντως φοβερώτερον το του θανάτου μυστήριον πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας και της συμφυίας ο φυσικώτατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμνεται". Πρόκειται για έναν φυσικώτατο και αρμονικώτατο δεσμό ή σχέση, μεταξύ ψυχής και σώματος, η οποία αποτέμνεται βίαια με την βούληση και ενέργεια του Θεού, και αυτό αποτελεί το μυστήριο του θανάτου. Το δεύτερο τροπάριο αναφέρεται στις συγκλονιστικές εμπειρίες του ανθρώπου κατά τις τελευταίες στιγμές. Γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: "Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος. Οίμοι πόσα δακρύει τότε, και ουκ υπάρχει ο ελεών αυτήν. Προς τους Αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει: προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα ουκ έχει τον βοηθούντα". Η ψυχή του ανθρώπου αναζητά έλεος και βοήθεια από τους αγγέλους και τους ανθρώπους, γιατί στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται θα παραμείνη αιώνια, δηλαδή εάν δεν έχει εισέλθη στο στάδιο της μετανοίας τότε θα δέχεται την κολαστική ενέργεια του Θεού, εάν όμως έχει εισέλθει στην κατάσταση της μετανοίας, τότε θα έχει μια διαρκή εξέλιξη.

Έχοντες υπ’ όψη αυτήν την πραγματικότητα δημιουργούνται διάφορα ερωτήματα. Πώς αισθάνεται εκείνη την ώρα η ψυχή; Πώς επεμβαίνουμε βίαια σε έναν άνθρωπο του οποίου δεν λειτουργούν μερικές εγκεφαλικές λειτουργίες, αλλά, επειδή λειτουργεί η καρδιά και υπάρχει ακόμη η ψυχή, ο άνθρωπος αισθάνεται; Ποιά είναι η ουσιαστική βοήθεια που προσφέρει η προσευχή για το αιώνιο ταξείδι; Μήπως τον βίαιο χωρισμό της ψυχής από το σώμα τον κάνουμε ακόμη βιαιότερο και επομένως μεγαλώνουμε τον πόνο της ψυχής, όταν λαμβάνουμε τα όργανα του σώματος, ενώ ακόμη ζη ο άνθρωπος; Στην κατάσταση εκείνη της διαδικασίας της εξόδου, που γίνονται και πολλά πνευματικά γεγονότα, εμφάνιση αγγέλων, αγίων, ακόμη και δαιμόνων, μήπως στεκόμαστε λίγο ανάλγητοι απέναντι του ψυχοραγούντος και μήπως δεν σεβόμαστε τις πλέον συγκλονιστικές προσωπικές πλευρές της ζωής του;

Τα ζώα στο τέλος της ζωής τους αποσύρονται στα βάθη της γης και τα θαλάσσια κήτη στα βάθη της θάλασσας για να τελειώσουν ήσυχα. Μήπως αυτό το προσωπικό γεγονός του θανάτου το στερείται ο άνθρωπος που όμως έχει ψυχή λογική και αθάνατη; Η Εκκλησία στέκεται απέναντι στον ψυχορραγούντα με προσευχή, διάκριση και σεβασμό. Μήπως όμως η υιοθέτηση σκληρών επιλογών, έστω για την παράταση της ζωής ενός άλλου ανθρώπου, εκλαμβάνεται ως βίαιη ενέργεια και μία ιδιότυπη "δολοφονία"; Πρόκειται για ερωτήματα τα οποία βεβαίως χρήζουν ουσιαστικής απαντήσεως.

Η ποιμαντική αντιμετώπιση του θέματος των μεταμοσχεύσεων

Η όλη ανάλυση του θέματος αυτού που επιχειρήσαμε προηγουμένως είχε βασικά δύο σκοπούς: ο ένας να δείξη ότι το θέμα των μεταμοσχεύσεων από πλευράς Εκκλησίας πρέπει να αντιμετωπίζεται θεολογικά. Δεν είναι δυνατόν να μελετάμε απλώς την ψυχολογική, ηθικοδεοντολογική, νομική και ιατρική πλευρά και να αποδεσμευόμαστε από την θεολογία της Εκκλησίας μας. Ο θεολογικός λόγος απαιτεί σοβαρότητα απέναντι του προσώπου και της σωτηρίας του. Ο άνθρωπος πραγματικά δεν αναζητά τόσο την παράταση της βιολογικής ζωής, όσο και την υπέρβαση του θανάτου. Ερωτά πώς θα υπερβή τον θάνατο, σωματικό και πνευματικό, πώς θα ζήση την ζωή, με την εκκλησιαστική σημασία της λέξεως. Ο άλλος σκοπός των αναλύσεων αυτών ήταν να δειχθή ότι το θέμα των μεταμοσχεύσεων δεν είναι δεδομένο. Δηλαδή, έχει δημιουργηθή η εντύπωση ότι έχουμε καθήκον να είμαστε δότες οργάνων για μοσχεύματα, και ότι εκείνο το οποίο πρέπει να ερευνούμε είναι απλώς το να τίθενται μερικοί κανόνες που θα διασφαλίζουν την προσφορά, ωσάν ο άνθρωπος να είναι απλώς μια έμψυχη μηχανή, χωρίς πνευματικές αναζητήσεις, και χωρίς να σεβόμαστε την διαδικασία διελεύσεώς του από την βιολογική ζωή στην άλλη ζωή, στην οποία, μέχρι της κοινής αναστάσεως, θα υπάρχη ο χωρισμός ψυχής και σώματος. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο δεδομένα.

Για να δώσουμε απάντηση καθαρότερη πάνω στους προβληματισμούς που θέσαμε προηγουμένως θα πρέπη να υπογραμμίσουμε τα ακόλουθα, που νομίζω πρέπει να βρίσκονται στην ποιμαντική μας προοπτική.

Πράγματι, το πρόβλημα των μεταμοσχεύσεων πιστεύω ότι δεν λύνεται με γενικές συμβουλές και καθηκοντολογίες, αλλά είναι πρόβλημα που αντιμετωπίζεται μέσα στην ποιμαντική προοπτική της Εκκλησίας. Το λυπηρό όμως είναι ότι έχουμε αφήσει την ποιμαντική των Χριστιανών μας και ασχολούμαστε με γενικές οδηγίες και κατευθύνσεις. Αλλά μια τέτοια νοοτροπία συνιστά έναν νομικισμό.

Νομίζω ότι δεν πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι έχουμε υποχρέωση να γίνουμε όλοι δότες οργάνων του σώματός μας, επειδή αυτό απαιτεί η αγάπη, ανθρωπιστική και χριστιανική, αλλά να αφήσουμε ανοικτές δύο δυνατότητες και ο κάθε άνθρωπος να επιλέξη μεταξύ των δύο αυτών δυνατοτήτων.

Την πρώτη εκφράζουν εκείνοι οι Χριστιανοί που είτε από αίσθηση της Χάριτος του Θεού, είτε από σεβασμό στο σώμα τους, είτε από την ιδιαίτερη ευαισθησία που έχουν απέναντι στο μυστήριο της διαδικασίας του θανάτου, είτε έστω και από φόβο, δεν επιθυμούν να γίνουν δότες οργάνων. Πρέπει να σεβαστούμε την επιθυμία τους, χωρίς να τους δημιουργούμε ενοχές ότι ενδεχομένως με την αρνητική τους επιλογή δεν διακρίνονται από αγάπη για τους πάσχοντας αδελφούς. Πρόκειται για μια δυνατότητα που βρίσκεται μέσα σε θεολογικά και εκκλησιαστικά πλαίσια.

Την δεύτερη δυνατότητα εκφράζουν εκείνοι οι οποίοι επιθυμούν να γίνουν δότες οργάνων του σώματος. Πρέπει να σεβαστούμε και την επιθυμία των ανθρώπων αυτών, συμβάλλοντας έτσι στην παράταση της ζωής μερικών άλλων ανθρώπων, με την ελπίδα να συντελέσουν στην υπέρβαση του θανάτου δια της μετανοίας και της ενχριστώσεώς τους.

Όμως, στην δεύτερη περίπτωση πρέπει η Εκκλησία απαραιτήτως να καθορίση μερικά πλαίσια, ώστε η προσφορά των ανθρώπων αυτών να είναι ουσιαστική. Μερικά βασικά πλαίσια είναι:

α) Να εξασφαλισθή η έγγραφη συγκατάθεση του δότη. Αυτό πρέπει να γίνη από τον καιρό που ζούσε και να μην είναι απλώς αποτέλεσμα επιλογών των συγγενών και να στηρίζεται σε μια εικαζομένη συναίνεση, ούτε και να είναι καρπός αμέσων ή εμμέσων εκβιασμών. Η ελευθερία του προσώπου πρέπει να γίνη σεβαστή.

β) Να καθορισθή επακριβώς από ιατρικής πλευράς πότε επέρχεται ο θάνατος και να γίνεται όχι μόνον κλινική, αλλά και εργαστηριακή διαπίστωση του εγκεφαλικού θανάτου. Η Εκκλησία πρέπει να σταθή αρνητικά απέναντι σε περιπτώσεις που προϋποτίθεται, ή, δια της αφαιρέσεως των οργάνων, θανάτωση των δοτών.

γ) Να διασφαλισθή ότι η ελεύθερη προσφορά ιστών και οργάνων του σώματος δεν θα γίνη αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών, τόσο από την πλευρά του δότη, όσο και από την πλευρά των άλλων, ήτοι συγγενών, ληπτών, ιατρικού προσωπικού, εταιρειών κλπ.

Γενικά, νομίζω ότι η απόφαση και ανακοίνωση της Εκκλησίας για τις μεταμοσχεύσεις πρέπει να διατυπωθή με θετικό τρόπο και ίσως να μη δίνη λεπτομερώς οδηγίες, ούτε να περιπλακή σε συζητήσεις που αντιτίθενται στο έργο της επιστήμης και εκφράζουν θέσεις, οι οποίες ενδέχεται να αναθεωρηθούν αργότερα. Άλλωστε, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ενεργεί όπως το Βατικανό, που καθορίζει όλες τις λεπτομέρειες της ζωής των ανθρώπων, εν σχέσει με τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζουν. Ίσως σε άλλα μεγαλύτερα κείμενα να κάνη ευρύτερες αναλύσεις, πάνω στο πνεύμα αυτό.

Έχω την εντύπωση ότι οι θέσεις της Εκκλησίας πρέπει να τεθούν περίπου ως εξής:

1. Σεβόμαστε την ιατρική επιστήμη και επικροτούμε κάθε προσπάθεια για την θεραπεία των ασθενών και την παράταση της ζωής των ανθρώπων, η οποία ζωή έχει μεγάλη σημασία για την πνευματική ολοκλήρωση του ανθρώπου. Αρκεί βέβαια και η ιατρική επιστήμη, καθώς επίσης και οι ιατρικές έρευνες να κινούνται μέσα στα πλαίσια των ιατρικών και βιοηθικών δεοντολογικών κανόνων, και οι οποίοι κανόνες προστατεύουν τον άνθρωπο ως προσωπικότητα (πρέπει να γίνεται κλινική και εργαστηριακή διαπίστωση του θανάτου). Και οι ιατροί πρέπει να εργάζονται με ταπείνωση και βαθυτάτη αίσθηση ότι είναι όργανα του Θεού για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου.

2. Σεβόμαστε την ελευθερία των ανθρώπων εκείνων που, για διαφόρους λόγους δεν επιθυμούν να γίνουν δότες οργάνων του σώματός τους, καθώς επίσης σεβόμαστε και την ελευθερία των ιατρών εκείνων, οι οποίοι από ευαισθησία και λόγους συνειδήσεως δεν επιθυμούν να συμβάλλουν στην θανάτωση ζωντανών υπάρξεων, για να εξυπηρετήσουν κάποια άλλη ύπαρξη (πρέπει να καταργηθή το σχετικό άρθρο του νόμου).

3. Σεβόμαστε την ελεύθερη επιθυμία (προσωπική συναίνεση) εκείνων που επιθυμούν να γίνουν δότες οργάνων του σώματός τους, αρκεί βέβαια αυτό να γίνεται μέσα στο πνεύμα της αυτοθυσίας και ολοκληρωτικής αγάπης και όχι για άλλους σκοπούς (εμπορικές συναλλαγές).

4. Σεβόμαστε την επιθυμία των ασθενών εκείνων, που με την λήψη μοσχευμάτων επιθυμούν να παρατείνουν τον χρόνο της βιολογικής τους ζωής, με την προϋπόθεση ότι θα συντελέση στην πνευματική τους ολοκλήρωση και την επίτευξη του σκοπού της υπάρξεώς τους.

5. Γενικά, η ποιμαντική της Εκκλησίας προς τους δότες, τους λήπτες και τους ιατρούς πρέπει να είναι τέτοια, ώστε με όλους αυτούς τους τρόπους να δοξάζεται ο Θεός, να ολοκληρώνονται πνευματικά οι άνθρωποι, και η ασθένεια ή παράταση ζωής να γίνουν προϋπόθεση για την εκπλήρωση του βαθυτέρου σκοπού της δημιουργίας τους.

 

Μακαριώτατε Πρόεδρε και Σεβασμιώτατοι αδελφοί,

Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την υπομονή με την οποία με παρακολουθήσατε, να ζητήσω τις ευχές σας, ώστε ο Θεός να φωτίζη τις καρδιές και τις διάνοιές μας, για να αντιμετωπίσουμε και το θέμα αυτό μέσα στα ορθόδοξα εκκλησιαστικά πλαίσια, χωρίς να επηρεαζόμαστε από ουμανιστικά και θρησκευτικά ρεύματα, αλλά εκφράζοντας την εμπειρία της Εκκλησίας.

 

ΠΗΓΗ: http://www.pelagia.org/htm/ar05.e.oi_metamosxeuseis_apo_orthodoxi_ekkl_pl.htm. Το είδα: 30   ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ  2011, Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον, http://www.egolpion.com/transplant_nafpaktou.el.aspx