Αρχείο κατηγορίας Βιβλία που αγγίζουν

Βιβλία και Περιοδικά που αγγίζουν

Εκπαίδευση και ετερότητα: Αθ. Ε. Γκότοβου

Εκπαίδευση και ετερότητα: Αθ. Ε. Γκότοβου

 

Μια αντι-συστημική ματιά στην εκπαίδευση μειονοτήτων/μεταναστών

 

Του Παναγιώτη Καρακολίδη*

 

 

Στη δίνη της οικονομικής κρίσης η ελληνική κοινωνία σε ένα μεγάλο μέρος της εισέρχεται παραζαλισμένη από την αυτιστική της ιδιωτεία, τη μακρόχρονη υπερκατανάλωση και την υπερέκθεση σε μεγάλες δόσεις τηλεοπτικής βλακείας. Η έμμεση και άμεση λεηλασία των μισθών είναι γνωστή και ήδη αισθητή, ταυτόχρονα όμως και με τη μέθοδο του αντιπερισπασμού η κυβέρνηση εισάγει με κάθε προχειρότητα ζητήματα αυτοδιοικητικής αναδιάρθρωσης (Καλλικράτης), μεταναστευτικής πολιτικής και εκπαίδευσης, ενώ η υπουργός (μόνο) Παιδείας καμαρώνει για την πιλοτική εφαρμογή της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας των μεταναστόπουλων.

Καθώς, λοιπόν, στο μυαλό μας στροβιλίζουν όλες αυτές οι έννοιες του παιδαγωγικού συρμού, η «ανοχή προς τον Άλλον», «πολυπολιτισμική εκπαίδευση», «διαπολιτισμικότητα», «σεβασμός του πολιτισμικά διαφορετικού», αναζητήσαμε στο βιβλίο του καθηγητή Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΚΟΤΟΒΟΥ, με τίτλο «ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ. Ζητήματα Διαπολιτισμικής Παιδαγωγικής», εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003, ένα χρήσιμο εργαλείο, για να ξεδιαλύνουμε τα πράγματα. Μπορεί οι «πολιτικά ορθές» απόψεις στην επιστήμη της Αγωγής με κύριους φορείς το δίδυμο Φραγκουδάκη- Δραγώνα να μην είναι απλώς ακαδημαϊκή μόδα, αλλά να έχουν περιβληθεί και με τη δύναμη της εξουσίας και οι «άδειες» κορώνες του ΛΑ.Ο.Σ να τις νομιμοποιούν στη συνείδηση της κοινής γνώμης, ωστόσο το βιβλίο του καθηγητή Γκότοβου προσφέρει έναν νηφάλιο επιστημονικό αντίλογο σ' αυτές, αναδεικνύοντας θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής που φωτίζουν τόσο την εκπαίδευση των μεταναστών όσο και τη μειονοτική εκπαίδευση στη Θράκη.

Ανακαλύπτουμε στις σελίδες του βιβλίου ότι υπάρχει και άλλη σχολή σκέψης στο ελληνικό και ακαδημαϊκό περιβάλλον της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, κατά την οποία το σχολείο μετέρχεται ενιαίες διαδικασίες και μεταδίδει ενιαίες αξίες σε όλους τους μαθητές (διαφορετικούς ή όχι, γλωσσικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά, εθνοτικά), προετοιμάζοντάς τους για μια κοινωνία «με ενιαία λογική» και ανάμειξη στο κοινωνικο-οικονομικό πεδίο και όχι για παράλληλες κοινωνίες. Τώρα βέβαια, γιατί η πολυπολιτισμική σχολή σκέψης αποτελεί σήμερα ιδεολογικό μονοπώλιο, είναι ένα ερώτημα που πρέπει να μας προβληματίσει για τον ρόλο της επιστήμης, των διανοουμένων και των ΜΜΕ σήμερα.

 Στη συνέχεια ο συγγραφέας θέτει κάτω από τη βάσανο της λογικής και της επιστημονικής έρευνας τα κυρίαρχα αξιώματα των παιδαγωγών της πολυπολιτισμικής πλευράς. Αμφισβητεί το δόγμα περί ισοτιμίας των πολιτισμών  που παραπέμπει στη θεωρία της πολιτισμικής σχετικότητας και που απαγορεύει κάθε αξιολογική ιεράρχηση των πολιτισμών. Παραβλέπει, βέβαια, η άποψη αυτή ότι και η κατάταξη των πολιτισμών σε ισότιμες θέσεις είναι μια μορφή αξιολόγησης και ότι για την περίπτωση των μεταναστών «η απόφασή τους να εγκαταλείψουν προσωρινά ή μόνιμα την αρχική τους κοιτίδα, η οποία αδυνατεί να αντιμετωπίσει κεφαλαιώδους σημασίας ανάγκες τους, αποτελεί έμπρακτη κριτική στη θέση περί ισοτιμίας των πολιτισμών». Κατά το ίδιο τρόπο πιστεύει πως στο σχολείο δεν είναι δυνατόν να συμβιώνουν όλοι οι αξιακοί κώδικες, ειδικά οι αντιφατικοί και ασύμβατοι με τις δοκιμασμένες παραδοσιακές εθνικές αξίες (π.χ ποια θέση μπορούν να έχουν στο δημοκρατικό ευρωπαϊκό σχολείο αξίες του οποιουδήποτε θρησκευτικού φονταμενταλισμού;). Κριτική ασκεί και στη θέση της Φραγκουδάκη/Δραγώνα περί εθνοκεντρισμού του ελληνικού σχολείου, τονίζοντας ότι απλώς το ελληνικό σχολείο δίνει (κακώς) υπερβολικά μεγάλη έμφαση στο αρχαίο παρελθόν, ενώ τα άλλα σύγχρονα κράτη χρησιμοποιούν μια έμμεση και εξυπνότερη εκδοχή του εθνοκεντρισμού, υποβαθμίζοντας την αξία άλλων κρατών . Άλλωστε ο εθνοκεντρισμός είναι ως ένα βαθμό θεμιτός, αφού τα εθνικά κράτη είναι (ακόμη) κυρίαρχα και γνωρίζουμε (ακόμη) τον κόσμο ξεκινώντας από την πόλη, την περιοχή μας, το κράτος μας κ.τ.λ., ενώ η ρομαντική προσφυγή σε μια διεθνιστική οπτική θα σημαίνει στην ουσία ανάδειξη των κυρίαρχων (οικονομικά και στρατιωτικά) εθνικών κρατών (Η.Π.Α., Γερμανία, Αγγλία κ.τ.λ.) που δεσπόζουν στη διεθνή σκηνή.

Ο συγγραφέας, επίσης, ελέγχει και την προσπάθεια των ιστορικών, οι οποίοι στα πλαίσια της διαπολιτισμικής αγωγής γράφουν μια «ισορροπημένη» σχολική ιστορία απαλείφοντας κάθε αγκάθι του παρελθόντος, που μπορεί να δηλητηριάσει τις σχέσεις σύνοικων κοινοτήτων ή γειτονικών εθνών. Θεωρεί κάθε τέτοιο εγχείρημα, όπως ήταν και το αλήστου μνήμης Ρεπούσειο «πόνημα», δημοσιοσχετίστικη και επιφανειακή ιστοριογραφία, η οποία δεν οξύνει το ιστορικό κριτήριο των μαθητών, αντίθετα τους καθιστά ευάλωτους σε κάθε φιλοπόλεμη και γενικά υποβολιμαία μελλοντική προπαγάνδα.

Από το στόχαστρο του συγγραφέα δεν ξεφεύγει και η σημερινή νευρωτική υπερευαισθησία και η εμμονή των Μ.Κ.Ο και όλων των υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «στην καταδίκη της αφομοίωσης του διαφορετικού». Έτσι, όμως, δαιμονοποιείται η μικρή ή μεγάλη προσαρμογή του μετανάστη στο επίπεδο της δημόσιας οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής σφαίρας και ενισχύεται η περιθωριοποίηση κοινοτήτων και μειονοτήτων, ακόμα και οι αποσχιστικές τους τάσεις, με το παράδοξο αποτέλεσμα οι «προοδευτικές» θεωρίες περί πολυπολιτισμικότητας να συμπίπτουν με τη συντηρητική περιχαράκωση στα μουσουλμανικά γκέτο της Ευρώπης. Χάρη στην ενδυνάμωση όλων αυτών των διαχωριστικών γραμμών κάνει πολιτική καριέρα ένας εσμός από νομικούς υπερασπιστές των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μ.Κ.Ο., προστατών μειονοτικών δικαιωμάτων, αλλά και ακροδεξιών θιασωτών του εθνοφυλετικού ρατσισμού και «της καθαρότητας της φυλής».

Προς το τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας πραγματεύεται ζητήματα περισσότερο …Θρακικά. Έχοντας καταγεγραμμένη την εμπειρία των εκπαιδευτικών συστημάτων των Η.Π.Α, Καναδά, Αυστραλίας και χωρών της Ευρώπης και αναλύοντας τα εμπειρικά δεδομένα των ερευνών σ' αυτές τις χώρες, θεωρεί πως τα δίγλωσσα προγράμματα στο σχολείο οδηγούν σε υψηλά ποσοστά σχολικής αποτυχίας και πως η μητρική γλώσσα πρέπει επικουρικά να λειτουργήσει, για να στηρίξει την κατάκτηση του ενιαίου γλωσσικού οργάνου. Αν στοχεύουμε, λοιπόν, σε μια συνεκτική, ειρηνική κοινωνία χωρίς συγκρουσιακές και φυγόκεντρες τάσεις, οφείλουμε να σχεδιάσουμε από την αρχή τη μειονοτική και διαπολιτισμική εκπαίδευση, χωρίς ξεχωριστά σχολεία και το εκπαιδευτικό απαρντχάιντ του σημερινού μειονοτικού δημοτικού σχολείου στη Θράκη μας, το οποίο σχεδιάζεται να επεκταθεί και στα νηπιαγωγεία.

Το άλλο θρακικό ζήτημα που θίγεται είναι τα μέτρα θετικής διάκρισης. Ο συγγραφέας αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι τα μέτρα αυτά, όπως είναι η ποσόστωση στην κάλυψη θέσεων στις πανεπιστημιακές σχολές από μουσουλμάνους υποψήφιους φοιτητές, είναι προβληματικά, γιατί παρά «το βραχυπρόθεσμο όφελος των αδικημένων» επιβεβαιώνουν τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα των ομάδων, επικυρώνουν τις υφιστάμενες διαχωριστικές γραμμές, διαιωνίζουν τα λάθη του παρελθόντος, αφού δημιουργούν ενοχές στους μαθητές της πλειονότητας απέναντι στους μειονοτικούς για ενέργειες προηγουμένων γενεών, αναζωπυρώνουν τον ρατσισμό ένθεν κακείθεν και τελικά καταστρατηγούν τη βασική δημοκρατική αρχή της αξιοκρατίας για χάρη της κοινωνικής ισορροπίας, την οποία όμως τελικά δεν επιτυγχάνουν.

Η τελική πρόταση διαπολιτισμικής αγωγής του συγγραφέα συνοψίζεται στην ανάγκη να διευρυνθεί η έννοια της ελληνικότητας ως συλλογικής ταυτότητας, χωρίς να αυτοκαταργηθεί, και να «αγκαλιάσει» τις «μερικές» ταυτότητες των μεταναστών και μειονοτήτων, οι οποίες φυσικά δεν θα υπονομεύουν ούτε θα είναι ανταγωνιστικές στην κύρια συλλογική ταυτότητα. Η δια-πολιτισμική εκπαίδευση (όπου η πρόθεση διά- δείχνει την κινητικότητα μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων και την οικοδόμηση ενιαίας ταυτότητας) μπορεί να βασιστεί στις έννοιες της συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι και στο παραγόμενο προϊόν της εθνικής κοινότητας, της ισότητας εκπαιδευτικών (και μετέπειτα εργασιακών) ευκαιριών και της ευθύνης που απορρέει από το «ανήκειν» σε μια συλλογικότητα.

Επομένως, από την αντιπαράθεση των δύο σχολών σκέψης στη διαπολιτισμική εκπαίδευση, της πολυπολιτισμικής και εθνοαποδομητικής από τη μία και της εκσυγχρονισμένης εθνικής από την άλλη, μπορούμε να πούμε ότι η σύγκρουση ανάγεται σε ένα γενικότερο επίπεδο αφορά στη σύγκρουση του μοντέλου του εθνικού κράτους με αυτό της πολυεθνικής αυτοκρατορίας και διαπερνά τις περισσότερες ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Βλέποντας όμως τα σημερινά εθνικά κράτη να είναι ακμαία, παρότι έχουν εκχωρήσει ορισμένες εξουσίες τους εισερχόμενα σε συνασπισμούς κρατών, δεν είναι παραλογισμός να σχεδιάζουμε μια εκπαίδευση που να αποδομεί την ενιαία εθνική και συλλογική ταυτότητα, όταν οι μαθητές πρόκειται να εισέλθουν σε ένα τέτοιο ενιαίο, εθνικό πρώτα και μετά διεθνές, περιβάλλον;

Πρόκειται για πολύ επίκαιρα και προκλητικά θεωρητικά αλλά και άμεσα πρακτικά ζητήματα κοινωνικής και πολιτικής αντίληψης του κόσμου, τα οποία θα φροντίσουμε να τα συζητήσουμε και σε ζωντανές εκδηλώσεις – συζητήσεις στο εγγύς μέλλον, αν αυτό είναι εφικτό.

 

* Ο Παναγιώτης Καρακολίδης είναι φιλόλογος στη Ροδόπη.

 

Μάρτιος 2010

Ο Ταξιδευτής του Βοσπόρου

Ο Ταξιδευτής του Βοσπόρου

 

Του παπα Χαράλαμπου Παπδόπουλου

 

 

 

Εχθές (10-02-2010) πήγα σε μια πολύ όμορφη εκδήλωση. Από εκείνες όπου ανέκαθεν με χαροποιούσαν. Την παρουσίαση ενός βιβλίου. Συγγραφέας ο Πασχάλης Λαμπαρδής και το βιβλίο «Ο ταξιδευτής του Βοσπόρου». Σεμνή και ουσιαστική εκδήλωση. Ταπεινή, χωρίς να επιβάλλεται.

Μια αξιόλογη μουσικός που δυστυχώς μου διαφεύγει το όνομα της, έπαιξε σε ακορντεόν και τραγούδησε ονειρικές μελωδίες και νοσταλγικούς στίχους με θεματολογία την καθ ημάς Ανατολή.

Ο συγγραφέας σεμνός και λιτός σε όλα. Ανθρώπινος και ουσιαστικός. Μίλησε για την ζωή του, για την αγάπη του στα ταξίδια και την κατ επιλογή και συνείδηση απόφαση του, να ζει τον βίο του ταξιδευτή. Μας είπε ότι ταξίδεψε σε όλα τα μέρη και τόπους που αναφέρονται μέσα στο υπέροχο μυθιστόρημα του.

Έζησε την πορεία του ήρωα του Άγγελου Κομνηνού. Είδε, άκουσε και αισθάνθηκε τα βιώματα που σου προσφέρει κάθε τόπος, κάθε γη, ουρανός και θάλασσα. Έτσι γεμάτος εμπειρίες έκανες τις λέξεις δρόμους για να ταξιδεύσουμε και εμείς. Θάλασσες για να πλεύσουμε μέσα στην ονειρική πραγματικότητα. Γή και αέρα να πατήσουμε τα βήματα μας, να ξαποστάσουμε τον λογισμό, να αναπνεύσουμε λίγη ελπίδα. Και σίγουρα φωτιά. Για πόθο και πεθυμιά να κινήσουμε την ύπαρξη μας στο πιο μεγάλο, στο πιο ουσιώδες, στο εσώτερο μυστήριο.

Άλλωστε τι άλλο είναι η ζωή από ένα ταξίδι, όπως έλεγε και ο έγκλειστος γέροντας της Θηβαΐδας όταν τον ρωτούσαν από ένα μικρό παραθυράκι που άνοιγε προς τον κόσμο μας ως μόνη επικοινωνία… Γέροντα τι κάνεις εδώ μέσα κλεισμένος; Ταξιδεύω, όλο ταξιδεύω… απαντούσε. Ταξίδι μέσα στην ύπαρξη, μέσα από την προσευχή.

Εμένα ωστόσο εκείνο που πραγματικά με άγγιξε χθες βράδυ και με ταλαιπώρησε στα όνειρα μου, ήταν η αναφορά του συγγραφέα, σε ένα σημείο στην ζωή του πρωταγωνιστή του Άγγελου Κομνηνού, που ήταν ζωγράφος, άνθρωπος της καλλιέπειας, όταν κάποια στιγμή στην πορεία του βίου του, έζησε ένα μεγάλο πόνο. Μια μεγάλη δοκιμασία. Από εκείνες που λυγάν και τους πιο δυνατούς. Έχασε την μνήμη του. Δεν θυμόταν τίποτε για την ζωή του, την προσωπική ιστορία του. Τότε λέει ο συγγραφέας, ήταν που δημιούργησε τα μεγαλύτερα έργα του. Τα σπουδαιότερα δημιουργήματα του.

Με συγκλόνισε αυτή η εικόνα, από την ζωή του Άγγελου Κομνηνού, του Ταξιδευτή του Βοσπόρου. Δίχως μνήμη….!!!! Και όμως τότε η καρδιά του, ο εσώτερος εαυτός του, απαλλαγμένος από τις προβολές της κοινωνίας, τους αυτοματισμούς σκέψης, τα περιοριστικά μοντέλα μονοδιάστατης ερμηνείας. Μακριά από όλα εκείνα που δεσμεύουν την ψυχή μας στην ψηλάφηση του Αλλιώς, του διαφορετικού, των πέρα από τα εγγεγραμμένα στους νευρώνες του εγκεφάλου μας πραγματικοτήτων. Αδέσμευτος από εκείνο που μας όρισαν, και ουσιαστικά ξαναγεννημένος μέσα στην λήθη των ονομάτων, των εικόνων, των πραγμάτων, τα ξαναορίζει. Τα ξαναβλέπει, με το όντως καθαρό εσώτερο βλέμμα. Τα ξαναγεννά στο καμβά του με νέα οπτική βλέμματος. Τα ορίζει μέσα σε νέους μύθους που δεν ακούστηκαν ποτές στην γη. Με δικαίωμα στην δική του προσωπική ονειρική πραγματικότητα. Τα ψηλαφά και πάλι από την αρχή ως βρέφος που γνωρίζει την ζωή μέσα από την έκπληξη. Και ως άλλος Αδάμ τα ονοματίζει συμβολίζοντας την δική του νέα σχέση μαζί τους.

Αυτές οι εικόνες γέμισαν την καρδιά μου και την ταξίδευαν ολάκερη την νύχτα. Πρέπει και πάλι να μάθουμε το πως εισχωρούν στο όνειρο. Γιατί τούτο πρόωρα και βίαια μας το στέρησαν υποτάσσοντας μας στην τυραννία του νου.

Δεν θέλω άλλο νου. Δεν χρειάζομαι άλλο τα δεσμά του. Μονάχα μια επιθυμία όλο και περισσότερο κυριαρχεί στην ζωή μου, να υπάρχω στην χώρα των συμβόλων, των εικόνων, του ονείρου. Πιστέψτε με είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα του είναι μας, είναι πιο αληθινός ο κόσμος τους, από τους ήχους των φόβων μας στην βεβαιότητα της απειλής όταν οι γάτες ερωτοτροπούν στην ταράτσες των σπιτιών μας και εμείς τρέχουμε να κρυφτούμε από τον σεισμό.

Για όλα τούτα ευχαριστώ τον Πασχάλη Λαμπαρδή και τον «Ταξιδευτή του Βοσπόρου».

 

π. Λίβυος, 10-02-2010

 

Πρώτη ανάρτηση: Τετάρτη, 10 Φεβρουαρίου 2010, http://plibyos.blogspot.com/2010/02/blog-post_10.html

 

Σκέψεις με αφορμή 3 Ιεράρχες

Σκέψεις με αφορμή «Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών και η εποχή μας», βιβλίο που έγραψε ο   Ανδρέας Αργυρόπουλος

 Του Αλέξανδρου Σταθακιού

 

Πριν λίγες μέρες η Εκκλησία και η Εκπαίδευση γιόρτασαν για μία ακόμα φορά την γιορτή των «Τριών Ιεραρχών» (Βασίλειος Καισαρείας, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Ιωάννης ο Χρυσόστομος).

Είναι μια γιορτή που σημαίνει διαφορετικά πράγματα για ορισμένες ομάδες ανθρώπων: Για τους μαθητές σημαίνει χάσιμο μαθημάτων. Για πολλούς καθηγητές θρησκευτικών, αν δεν είναι μπελάς, είναι η μια και μοναδική μέρα που είναι δική τους στο σημερινό σχολείο…Και αν δεν έχουν χρόνο για μελέτη συνήθως οδηγούνται στην αντιγραφή «πανηγυρικών» από το παρελθόν.

Οι περισσότεροι βέβαια απ’ αυτούς γράφτηκαν σε μετεμφυλιακές εποχές, όταν η εκκλησία και πολύ περισσότερο η «χριστιανική» ιδεολογία  των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων χρησιμοποιήθηκαν  ως  αντίβαρο στην αυξημένη πίεση του λαού και ιδιαίτερα της νέας γενιάς (βλέπε 114) για βαθιές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές . Είναι μια σχολική γιορτή επίσης, που «ακουμπά» παραπάνω επίπεδα από τους δυο ταλαίπωρους της Δημόσιας Εκπαίδευσης:  Για πολλούς υπέρμαχους  του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους σημαίνει ευκαιρία πολεμικής «απέναντι σε ένα σχολείο που είναι κολλημένο στο παρελθόν», ενώ για τους απέναντι σε αυτή την άχαρη διελκυστίνδα είναι σημείο υπεροχής του γηγενούς πολιτισμού που για αυτούς «έχει μπει στο στόχαστρο σκοτεινών κέντρων του εξωτερικού».Οι καταστάσεις αυτές είναι σίγουρο ότι θα  απογοήτευαν  τους ίδιους τους τρεις Πατέρες της Εκκλησίας. (Ας το σημειώσουμε: και μόνο η μετατόπιση από τον γεμάτο συναισθηματική αξία και σχεσιακή δυναμική τίτλο του «Πατέρα» στον εξωτερικό τίτλο του «Ιεράρχη», ενδεχομένως κατά το «Στρατάρχης», έχει το νόημά της….).Έτσι, στον Βασίλειο θα έδιναν ευκαιρία για λεπτή ειρωνεία και στοχαστική παρατήρηση των κοινωνικών ηθών. Στον ευαίσθητο ποιητή Γρηγόριο τον Θεολόγο, θα έδιναν την ευκαιρία να θεολογήσει «αποφατικώς»:  Να επισημάνει δηλαδή το πόσο απέχει η περιγραφή της σχέσης από την ίδια τη σχέση..  ( Και πολύ περισσότερο όταν αφορά τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό.) Στο δε Χρυσόστομο, θα έδιναν την ευκαιρία για «πύρινους» λόγους ενάντια στην υποκρισία πολιτικών και εκκλησιαστικών ηγεσιών.  

Συνέχεια

Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών

Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών

 

του Χάρη Ανδρεόπουλου *

 

 

 Η Ορθόδοξη Θεολογία μπορεί να αρθρώσει λόγο για την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας; Μπορεί να έχει άποψη και, άρα, πρόταση για μια καλύτερη Παιδεία; Μπορεί να διατυπώσει γνώμη για τον ξένο, τον αλλοδαπό, τον μετανάστη; Σε κάποιους – ίσως στους περισσότερους  – τα ερωτήματα αυτά μπορεί να μοιάζουν παράταιρα σε μια θεολογική και, άρα, πνευματική θεώρηση των πραγμάτων, ωστόσο, η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Η Ορθόδοξη Θεολογία, όχι μόνο έχει θέση και άποψη για τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα (ανισότητα, εκμετάλλευση) και προτάσεις που θα έδιδαν λύσεις  σε «καυτά» θέματα της επικαιρότητας (φτώχεια, πείνα), αλλά, θα μπορούσε να πεί κανείς, ότι οι θέσεις αυτές είναι και επαναστατικές!

Παραμονές της μεγάλης γιορτής των Προστατών της Παιδείας και των Γραμμάτων μας, Τριών Ιεραρχών, ο Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων της περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, αγαπητός φίλος και εκλεκτός συνάδελφος Ανδρέας Αργυρόπουλος, θεολογώντας πέρα από τα στερεότυπα περί των ελληνοχ ριστιανικών ιδεών που συνήθως αναπαράγονται αυτές τις μέρες εν είδει αφιερ ώματος στην μνήμη των Τριών Ιεραρχών, με λόγο μεστό που προσαρμόζει το δυναμικό λόγο της Θεολογίας στις υπαρξιακές ανάγκες του μετανεωτερικού ανθρώπου, έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η ζωή και η πρόταση ζωής που εξάγεται από το έργο των Τριών Ιεραρχών περικλείει ένα μήνυμα άκρως επίκαιρο και τα μάλα επανασταστικό!

Σ' ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε προσφάτως με τίτλο «Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών», ο συγγραφέας, εκπρόσωπος μιας νέας γενιάς θεολόγων και διανοητών, αναδεικνύει με τρόπο γλαφυρό τον επαναστατικό, πράγματι, λόγο των τριών κορυφαίων διδασκάλων και αγίων της Εκκλησίας μας. Ενα λόγο o οποίος contra στη συμβατική θρησκευτικότητα της εποχής  μπορεί, εκφράζοντας τη χριστιανική αυθεντικότητα, να προτείνει λύσεις και να δώσει κατευθύνσεις που θα γεμίσουν ελπίδα τον σύγχρονο άνθρωπο και θα τον απελευθερώσουν από τα δεσμά της σημερινής υποκρισίας η οποία είναι απότοκη ενός βολικού και, άρα, ακίνδυνου χριστιανισμού. 


Οι Τρείς Ιεράρχες δεν μπορούν να συμβιβασθούν με την υποκρισία των βολεμένων χριστιανών, υπογραμμίζει ο Ανδρέας Αργυρόπουλος, παραπέμποντάς μας στο Μεγάλο Βασίλειο: «Ξέρω πολλούς», λέει ο Μ. Βασίλειος, «που νηστεύουν και προσεύχονται και στενάζουν, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευσέβεια. Ενώ ούτε έναν οβολό δεν δίνουν στους θλιβομένους. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι' αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή…». Ενώ μας παραπέμπει και στον επίσης καυστικό λόγο του Γρηγορίου του Θεολόγου, τον λέγοντα: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού…».

 Στο βιβλίο γίνεται αναφορά για τις ριζοσπαστικές θέσεις των Τριών Ιεραρχών σε κοινωνικά θέματα, όπως π.χ. για τη θέση των Μ. Βασιλείου και Ιωάννη Χρυσοστόμου οι οποίοι θεωρούν ότι η κοινοκτημοσύνη είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και προτείνουν την πρωτοχριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, όπου όλα ήταν κοινά, σαν πρότυπο για μια δίκαιη οργάνωση των χριστιανικών κοινωνιών. Παράλληλα, ο συγγραφέας μαζί με τις πολλές άλλες αναφορές σε έργα τους, επικαλείται την άποψη του μεγαλύτερου ρώσου διανοητή του 20ου αι ώνα, του Νικόλα Μπερντιάεφ, ο οποίος αναφέρει ότι στον Μ. Βασίλειο, όπως και στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο η κοινωνική αδικία, δημιούργημα της κακής διανομής του πλούτου, κριτικάρεται με μια δριμύτητα που θα έκανε τον Προυντόν και τον Κάρλ  Μάρξ να χλωμιάσουν…

 

Για τις κοινωνικές ανισότητες μιλάει και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Δεν αποτελούν», λέει, «θέλημα Θεού» και εξηγεί: «O Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο… Με την πτώση θρυμματίσθηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίσθηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς, όμως, σαν χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στη κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού».

Χωριστή ενότητα για την θετική στάση των Τριών Ιεραρχών απέναντι στη ανθρωπιστική διάσταση της Παιδείας, ακόμη και στην έγνοια τους για τον σωστό σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων, αφιερώνει ο συγγραφέας, προτείνοντας επιτακτικά αλλαγή πλεύσης από το σημερινό χρησιμοθηρικό εκπαιδευτικό σύστημα  που καταδυναστεύει τους νέους.

Η σειρά των άρθρων ολοκληρώνεται με ένα παλαιότερο δημοσίευμα του Ανδρέα Αργυ ρόπουλου αναφορικά με τις θέσεις των Τριών Ιεραρχών για την ειρήνη και τον πόλεμο, όπου τονίζεται ότι προϋπόθεση για την επικράτηση της ειρήνης στις σχέσεις των ανθρώπων είναι η αγάπη, όχι σαν θεωρητικολογία, αλλά ως στάση ζωής. Η ειρήνη, αν μένει μόνο στα λόγια, λέει ο Μ. Βασίλειος, καταντάει κοροϊδία.

Το βιβλίο προλογίζει ο Δρ. Θεολογίας και αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη», Θανάσης Παπαθανασίου, επισημαίνοντας κι' αυτός από τη πλευρά του, ότι επειδή μια θεολογία άπραγη δεν έχει νόημα, αν δούμε τους Τρεις Ιεράρχες σαν είδωλα, ή σαν γκουρού, τότε τους χάσαμε…

 

Η διάθεση του βιβλίου γίνεται από το βιβλιοπωλείο «Ναυτίλος», Χαρ. Τρικούπη 28, τηλ. 210 – 3616204. Κεντρική διάθεση: 6972 – 321608


* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: O Xάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), συνεργάτης της εφημ. «Ελευθερία» της Λάρισας και καθηγητής Β/'θμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσιο Αρμενίου)

 

ΠΗΓΗ:  Amen.gr, Τελευταία Ενημέρωση: Jan 28, 2010,  http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=1589

Αγορά και κοινωνία – Περιεκτική Δημ.

Αγορά και κοινωνία

 

Εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Η «περιεκτική δημοκρατία» και οι πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές πλευρές της


Του Τάκη Νικολόπουλου *

 

Το βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου Περιεκτική Δημοκρατία, που κυκλοφόρησε πρώτα στα αγγλικά, χαρακτηρίζεται από αυτό που λείπει από όλα σχεδόν τα ομοειδή βιβλία και άρθρα τα οποία ασχολούνται με την καταγραφή και ανάλυση της παγκόσμιας (κυρίως οικονομικής αλλά όχι μόνο) κρίσης: δηλαδή μία συνολική πρόταση για το ξεπέρασμα της κρίσης, ένα εφικτό, κατά τον συγγραφέα, απελευθερωτικό πρόταγμα για μία αληθινή δημοκρατία, η οποία θα ξεπερνά την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και οικολογική κρίση.

Πράγματι, ενώ οι περισσότεροι συγγραφείς και αναλυτές της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης μένουν κυρίως στη διάγνωση και τα αίτια αυτής, ο Φωτόπουλος, εκτός του ότι αναλύει την κρίση αυτή και τα αίτιά της μέσα από την ιστορική της κυρίως εξέλιξη όπως αποτυπώθηκε στις διάφορες εκφάνσεις της αγοράς, «τολμά» να προτείνει ένα εναλλακτικό σχέδιο (το οποίο, όπως ο ίδιος λέει, δεν είναι μαγική συνταγή) με βάση αφενός ενός την κλασική αθηναϊκή δημοκρατία, την οποία επεκτείνει και εμπλουτίζει, και αφετέρου τη σύνθεση και υπέρβαση των κορυφαίων κοινωνικών κινημάτων του αιώνα (δημοκρατικού, σοσιαλιστικού, ριζοσπαστικού, οικολογικού αλλά και φεμινιστικού και ελευθεριακού).

Η περιεκτική αυτή δημοκρατία θα βασίζεται, τεχνικά και διαδικαστικά, στον συνομοσπονδιακό κοινοτισμό, ενώ ηθικά και φιλοσοφικά σε έναν νέο «δημοκρατικό ορθολογισμό».

Πρέπει να σημειωθεί ότι τις σκέψεις και τις θέσεις του ο συγγραφέας τις έχει κατά καιρούς παρουσιάσει και αναπτύξει τόσο στο περιοδικό «Δημοκρατία και Φύση» (το οποίο διευθύνει) όσο και στο περιοδικό «Κοινωνία και Φύση» (παλαιότερα).


Βασική αιτία της κρίσης, κατά τον Φωτόπουλο, είναι η φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς, η οποία «συστηματοποιήθηκε» ως τέτοια πριν από δύο μόλις αιώνες, όταν άρχισε η διαδικασία αγοραιοποίησης και έφθασε σήμερα στη νεοφιλελεύθερη «διεθνοποιημένη» (όσον αφορά ιδίως την κινητικότητα των κεφαλαίων και των εμπορευμάτων) φάση της, την, κατά τον συγγραφέα, «διεθνοποιημένη», όρο που ο Φωτόπουλος προκρίνει έναντι του ευρύτατα χρησιμοποιούμενου όρου παγκοσμιοποίηση (ο οποίος θα πρέπει, όπως υποστηρίζει, να χαρακτηρίζει την παραγωγή αγαθών). Οι οικονομίες, έτσι, από κοινωνικά ελεγχόμενες, έγιναν σήμερα αυτόνομες αγορές.

Η οικονομία της αγοράς βασιζόμενη στον ατομικισμό και στον ανταγωνισμό οδήγησε σε υπερσυγκέντρωση και άνιση κατανομή οικονομικής και πολιτικής δύναμης, χωρίς προηγούμενο στην Ιστορία.

Το πρότυπο αυτό και οι οικονομικές νοοτροπίες που παράγει έχει διεισδύσει πλέον και σε χώρες όπως η Ελλάδα, στις οποίες η οικονομία και η κοινωνία βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε κοινοτικές αξίες, όπως ο συνεργατισμός, η αλληλοβοήθεια και η αλληλεγγύη.

Κατά τον συγγραφέα όμως και οι αξίες αυτές στις οποίες μπορεί να στηρίζονται σήμερα, σε πολλά κράτη της Δύσης, απόπειρες εγκαθίδρυσης της λεγόμενης κοινωνικής οικονομίας, λίγες ελπίδες έχουν «από μόνες τους» επιβίωσης και ακόμη λιγότερο σύστασης μίας ολοκληρωμένης πρότασης διεξόδου από την κρίση, αφού τελικά απορροφώνται και ενσωματώνονται στην κυρίαρχη οικονομία.


Παρ' όλα αυτά ο Φωτόπουλος θεωρεί ότι «εκ των κάτω» μπορεί να ξεκινήσει η υπέρβαση της οικονομίας της αγοράς αλλά και του κεντρικού σχεδιασμού ικανοποίησης των αναγκών και η μετάβαση σε αυτό που αποκαλεί, εναρμονιζόμενος προς τις απόψεις του Μ. Bookchin, συνομοσπονδιακή περιεκτική δημοκρατία, ένα νέο είδος δηλαδή πολιτικής οργάνωσης που θα βασίζεται στη γεωγραφικά καθορισμένη κοινότητα. Η περιεκτική δημοκρατία θα εμπεριέχει την πολιτική, την οικονομική, την κοινωνική και την οικολογική δημοκρατία και, τέλος, θα διαμορφώνει μια νέα ιδιότητα του πολίτη ως μέλους μίας πραγματικά ανοικτής κοινωνίας, κοινωνίας δηλαδή αληθινών συνειδητοποιημένων πολιτών.

Στο πλαίσιο αυτό, όπως υποστήριξε πρόσφατα σε συνέδριο του ΤΕΙ Μεσολογγίου με θέμα «Παγκοσμιοποίηση και Κοινωνική Οικονομία», η τελευταία αλλά και γενικότερα η λεγόμενη κοινωνία των πολιτών δεν μπορεί να συστήσει μία επιτυχή αντίσταση στην πρώτη. Ο συγγραφέας, «ιδιαίτερα προσεκτικά», απορρίπτει την κοινωνία των πολιτών στα πλαίσια μιας «ριζοσπαστικής» δημοκρατίας, διότι η προσέγγιση αυτή είναι ανιστορική και αρνητικά ουτοπική.

Ανιστορική, επειδή οι ενώσεις αυτές των πολιτών ευνουχίστηκαν από το κράτος στα πλαίσια των δομικών αλλαγών που οδήγησαν στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και ουτοπική επειδή στο παραπάνω πλαίσιο το οποίο, όπως και το κράτος, θεωρούν δεδομένο οι υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών (βλέπε και την τελευταία έκθεση του ΟΗΕ για την ανθρώπινη ανάπτυξη), η ενίσχυση και η ενδυνάμωση τέτοιων αυτόνομων θεσμών και ενώσεων είναι δυνατή μόνο στον βαθμό που δεν αντιτίθεται στη λογική και τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς.

Από κάπου δεν θα πρέπει όμως να γίνει η αρχή; Η σημερινή κοινωνία των πολιτών, δηλαδή οι ίδιοι οι πολίτες δεν θα είναι αυτοί που θα αποτελέσουν τη βάση των τοπικών και αργότερα συνομοσπονδιοποιημένων κοινοτήτων; Αυτά τα ειδικότερα κινήματα των πολιτών δεν θα αποτελέσουν τα οργανικά «συστημικά» τμήματα ενός γενικότερου κινήματος για ριζική αλλαγή με στόχο την περιεκτική και αυθεντική δημοκρατία; Με την υπάρχουσα αγορά δεν θα πρέπει να αντιπαλέψουν; Επ' αυτού ο συγγραφέας προτείνει τη δημιουργία, σε ένα μεταβατικό στάδιο, τεχνητών αγορών για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών της κοινότητας της αγοράς (π.χ. συνεταιρισμοί κτλ.).

Μπορεί κάποιοι να σταθούν επιφυλακτικά απέναντι στην πρόταση της περιεκτικής δημοκρατίας, επειδή πλέον έχουν κουραστεί να πιστεύουν και έχουν ταυτιστεί με την «πραγματικότητα», αποδεχόμενοι το τέλος της Ιστορίας. Δεν μπορούν όμως να μείνουν αδιάφοροι στην έξοχη και παραδειγματική ανάλυση του σημερινού συστήματος και των αιτιών της πολυδιάστατης κρίσης του που κάνει ο συγγραφέας, μία ανάλυση που αξίζει πραγματικά να διαβαστεί ευρύτερα, οπωσδήποτε όμως από τους φοιτητές των οικονομικών σχολών.

Το βιβλίο του Φωτόπουλου ενέχει την ουτοπία, αλλά με τη θετική έννοια του όρου. Δεν αναφέρεται σε μία ιδεαλιστικού τύπου ιδεατή κοινωνία, αλλά λαμβάνει σοβαρά υπόψη την πραγματικότητα. Πρόκειται για μία ρεαλιστική ουτοπία. Στο κάτω κάτω, «οι ουτοπίες μπορεί να πέθαναν, η ουτοπία παραμένει». 

 

TO BHMA (16 Ιανουαρίου 2000)

 

 * Ο κ. Τάκης Νικολόπουλος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο ΤΕΙ Μεσολογγίου και επιστημονικός  συνεργάτης του Πανεπιστημίου Πατρών.

 

ΠΗΓΗ: http://www.inclusivedemocracy.org/journal/vol1/vol1_no2_nikolopoulos_greek.htm

 

Eκφεουδαρχισμός της πολιτικής… Αναβίωση

Η αναβίωση του μεσαίωνα στον εκφεουδαρχισμό της πολιτικής* Βιβλιοπαρουσίαση

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

 

Κώστας Χρυσόγονος, «Η ιδιωτική δημοκρατία. Από τις πολιτικές δυναστείες στην κλεπτοκρατία», εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 288.

 

Τη μακρά πολιτειακή ιστορία των Νεοελλήνων, η οποία ξεκινά ήδη πριν από την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, παρακολουθεί, ερμηνεύει και σχολιάζει ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου Κώστας Χρυσόγονος στο βιβλίο του «Η ιδιωτική δημοκρατία» (υπότιτλος: «Από τις πολιτικές δυναστείες στην κλεπτοκρατία»). Διαπιστώνοντας την κόπωση και την ανησυχητική πρόωρη γήρανση της ελληνικής δημοκρατίας μεταπολιτευτικά, η οποία ενισχύει τη λαϊκή δυσαρέσκεια για το πολιτικό σύστημα, ο συγγραφέας προβαίνει στη διερεύνηση του προβλήματος, καταθέτοντας και τις προτάσεις του για θεσμικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αναχωματιστεί η κρίση.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 285, 16/12/2009.

            Το βιβλίο διαιρείται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος με τον τίτλο «Το ιστορικό πλαίσιο» επιχειρείται μία ιστορική ανασκόπηση των συνθηκών που οδήγησαν στη γέννηση των ελληνικών πολιτειακών θεσμών. Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται «Το πολιτικό σύστημα», καθώς εδώ συνθέτονται τα χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το τρίτο μέρος επιγράφεται «Οι δικαστικοί θεσμοί». Σ' αυτό περιλαμβάνονται η παρουσίαση της δυσλειτουργίας των σύγχρονων δικαστικών θεσμών και οι προτάσεις του συγγραφέα για την ευρυθμότερη λειτουργία τους.

 

            Ο Χρυσόγονος αφιερώνει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του σε μία εκτενή και διεισδυτική ερμηνεία των χαρακτηριστικών που φέρουν οι ελληνικοί πολιτειακοί θεσμοί από τη γέννησή τους, επειδή οι ιδιομορφίες των συνθηκών γέννησης και ανάπτυξής τους επηρέασαν συνολικά τη συγκρότηση και τη λειτουργία των θεσμών, γεγονός που εξηγεί τις οργανικές τους διαταραχές μέχρι και σήμερα. Η λαϊκή κυριαρχία δεν υλοποιήθηκε ποτέ τον 19ο αιώνα, καθώς τα συντάγματα του 1844 και του 1864 δεν αμφισβήτησαν τη μοναρχία, θεωρώντας την διαιτητή μεταξύ των αντίπαλων πολιτικών φατριών. Ακόμη και στον 20ο αιώνα, από το κίνημα στο Γουδί ως την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1974, οι συνταγματικοί θεσμοί δεν λειτούργησαν ομαλά. Η λαϊκή δημοκρατία κατοχυρώνεται μόνο μεταπολιτευτικά, μα και πάλι επιβαρύνεται από τις πολιτικές δυναστείες.

 

             «[…] Είναι πρόδηλο ότι οι εμπλεκόμενοι στην παραοικονομία αποτελούν δυνητική πηγή πλουτισμού για τους εκάστοτε νομείς της πολιτικής εξουσίας, αφού έχουν κίνητρο να τους δωροδοκούν για να εξασφαλίζουν την κρατική ανοχή στις δραστηριότητές τους. Και αντίστροφα όμως, η παραοικονομία είναι προνομιακός προορισμός για έσοδα των φορέων της δημόσιας πολιτικής εξουσίας, προερχόμενα από αθέμιτες συναλλαγές των τελευταίων με τους φορείς της ιδιωτικής οικονομικής εξουσίας. Έτσι π.χ. θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι μεγάλο μέρος των αφανών χρηματοδοτήσεων, τις οποίες, όπως διαφαίνεται από το σκάνδαλο Siemens, απολαμβάνουν οι ηγεσίες των κομμάτων και/ ή συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα από επιχειρήσεις εργολήπτριες δημόσιων έργων και προμηθειών, κατευθύνεται σε εξίσου αφανείς κομματικές πληρωμές προς τοπικά ιδίως μέσα "ενημέρωσης". […]»

Από το κεφάλαιο «Το πολιτικό σύστημα», σελ. 204.

 

            Η διαρκώς ανώμαλη κατάσταση, που επισφραγιζόταν από τις αυθαίρετες επεμβάσεις του εκάστοτε βασιλιά ή την ανάμειξη του στρατού στην πολιτική, εμπόδιζε τις απόπειρες αναθεώρησης του συντάγματος, λόγω του φόβου νέων αυθαιρεσιών. Ως το 1975 δεν υπήρξε καμία αυθεντική αναθεώρηση. Η αναθεώρηση, πάλι, του 2001, με την εκχώρηση πολιτικών εξουσιών σε «ανεξάρτητες αρχές», απέδειξε την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει την κρίση που το μαστίζει. Πέρα όμως από τις όποιες ατέλειες του συντάγματος, το πραγματικό πρόβλημα σήμερα έγκειται στην αδυναμία ή και την απροθυμία του πολιτικού συστήματος να διασφαλίσει την εφαρμογή των νόμων.

            Το εν λόγω πολιτικό σύστημα ο Χρυσόγονος το περιγράφει διεξοδικά στο ομότιτλο δεύτερο μέρος του βιβλίου του. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα διαδραματίζουν τα πολιτικά κόμματα. Ως φορείς ιδεολογικού στίγματος τα κόμματα υποτίθεται ότι αναλαμβάνουν την ουσιαστική αντιπροσώπευση των πολιτών. Καθώς όμως οι αρμοδιότητες συγκεντρώνονται σε λίγα ηγετικά στελέχη, τα κόμματα θυμίζουν ολιγαρχίες που χειραγωγούν την κοινωνία αντί να την χειραφετούν. Έτσι η ποιότητα της δημοκρατίας υποβαθμίζεται. Παράλληλα με την ολιγαρχική εσωτερική λειτουργία των κομμάτων, εμφανές είναι σήμερα και το ιδεολογικό τους έλλειμμα, με τον περιορισμό των προγραμματικών τους διαφορών, που φτάνει μέχρι την αμφισβήτηση της παραδοσιακής διάκρισης «δεξιάς – αριστεράς». Η δυσαρέσκεια ή και η απάθεια των πολιτών τούς οδηγούν σε αποστασιοποίηση από την πολιτική ζωή.

            Η απομάκρυνση των εκλογέων από τα κόμματα, σε συνδυασμό με τα ασαφή ιδεολογικώς πολιτικά προγράμματα, επιτρέπει στις κομματικές ηγεσίες να διαπλέκονται ευκολότερα με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες. Ο ανταγωνισμός των κομμάτων μάλιστα τα στρέφει προς αυτούς, αφού οι ανάγκες των αυξημένων δαπανών που προκύπτουν δεν μπορεί να καλυφτούν απ' την κρατική χρηματοδότηση. Έτσι τα κόμματα, αν και κρατικοδίαιτα, δεν ανεξαρτητοποιούνται από τους ιδιώτες χρηματοδότες. Εξάλλου ο ιδεολογικός αποχρωματισμός των σύγχρονων πολυσυλλεκτικών κομμάτων τα ωθεί σε αντιφατικές υποσχέσεις προς ετερόκλητες ομάδες. Οι υποσχέσεις όμως δεν είναι δυνατό να εκπληρωθούν μετεκλογικά λόγω της αντιφατικότητάς τους. Ο παράλληλος περιορισμός των πολιτικών διαφοροποιήσεων στο πλαίσιο λειτουργίας της Ε.Ε. εγείρει την αμφισβήτηση απέναντι στην αποτελεσματικότητα και την ύπαρξη των πολιτικών κομμάτων. Έτσι η πολιτική αποπολιτικοποιείται και η δημοκρατία υποβαθμίζεται.

 

            «[…] Δεν μπορεί να μείνει εδώ ασχολίαστο το γεγονός ότι στις περισσότερες, αν όχι σε όλες, τις ποινικού ενδιαφέροντος υποθέσεις που βρέθηκαν και στην πολιτική επικαιρότητα την τελευταία τετραετία (απαγωγές Πακιστανών, υποκλοπές, ομόλογα, σκάνδαλο Siemens κ.ά.) η έρευνα των εισαγγελικών αρχών και ειδικότερα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών καρκινοβατεί ή έχει ήδη οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Αντίθετα σε άλλες περιπτώσεις οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές επιδεικνύουν ενίοτε υπερβάλλοντα ζήλο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υπόθεση του παρ' ολίγον αυτόχειρα Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού, όπου επιβλήθηκε στην βασική κατηγορούμενη προσωρινή κράτηση, παρά το γεγονός ότι έλλειπαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για να διαταχθεί τέτοιο μέτρο. Όλα αυτά δημιουργούν κλίμα καχυποψίας και πλήττουν την εικόνα της δικαιοσύνης στην κοινή γνώμη. […]»

Από το κεφάλαιο «Οι δικαστικοί θεσμοί», σελ. 238-239.

 

            Όσο εύκολη αποδεικνύεται η ιδεολογική σύγχυση των σύγχρονων κομμάτων και η προσαρμογή τους στις «ολιγαρχίες χρηματοδοτών», τόσο δύσκολη είναι η κάθαρσή τους από τις ανομίες τους. Η ποινική δικαιοσύνη δεν αγγίζει τα πολιτικά πρόσωπα, ενώ και η «αυτοκάθαρση» μένει σχήμα λόγου. Η αδυναμία θεραπείας των νοσημάτων έγκειται κυρίως στην αυταρχική οργάνωση των κομμάτων, την οικογενειοκρατία, την έλλειψη δικαστικής ανεξαρτησίας και την ανοχή στην παραοικονομία και την παραβατικότητα. Η απουσία εσωκομματικής δημοκρατίας, με αρχηγούς που επιβάλλουν τις προσωπικές τους αποφάσεις, δυσχεραίνει τη διαφάνεια: στα οικονομικά των κομμάτων έχουν πρόσβαση μόνο οι αρχηγοί και οι έμπιστοί τους. Έτσι, οι συναλλαγές με την «ολιγαρχία χρηματοδοτών» είναι αδύνατο να ελεγχθούν, οπότε δεν καταπολεμείται ούτε η διαφθορά. Το φαινόμενο αποκτά βάθος στον χρόνο όταν τα αξιώματα ανακαταλαμβάνονται από διαδοχικές γενιές της ίδιας πολιτικής οικογένειας. Καθώς μάλιστα η πολιτική εξουσία χειραγωγεί τη δικαστική με την επιλογή των μελών του Άρειου Πάγου, το αδιέξοδο επιτείνεται. Γι' αυτό και ποινικές υποθέσεις που ενοχλούν τις κυβερνήσεις δικαστικά τελματώνουν. Αν συνυπολογιστεί η προϊούσα ανοχή στην παραβατικότητα, καθίσταται εμφανέστερος ο φαύλος κύκλος από την ανομία στην πολιτική κι αντίστροφα: οι φορείς της παραοικονομίας δωροδοκούν την πολιτική εξουσία για να τους ανέχεται, ενώ εκείνη προορίζει τα αθέμιτα έσοδά της πίσω στην παραοικονομία. Όσο λοιπόν τα κόμματα χρηματοδοτούνται από τον παράδοξο συνδυασμό του κράτους και των αφανών ιδιωτών χρηματοδοτών, ζυμώνεται ένα πάντρεμα της δημόσιας με την ιδιωτικ ή εξουσία, το οποίο θυμίζει τη φεουδαρχία στο μεσαίωνα κι εκφεουρδαχίζει περαιτέρω την πολιτική. Η εξουσία ασκείται σταθερά από λίγους, όπως και στον μεσαίωνα. Αυτό είναι το ανώτατο στάδιο της κλεπτοκρατίας. Η δημοκρατία ποδηγετείται από την ολιγαρχία των προαναφερόμενων ιδιωτών, χάνοντας απολύτως φυσιολογικά το νόημά της, και ευλόγως προσδιορίζεται από τον Χρυσόγονο σαν «ιδιωτική».

            Ενώπιον της νοσηρής κατάστασης, η καταφυγή στη δικαιοσύνη θα 'πρεπε να συνιστά κάποια ελπίδα ίασης. Όπως όμως εξηγεί ο συγγραφέας στο τρίτο μέρος του βιβλίου του, η ελληνική δικαιοσύνη αντιμετωπίζει σειρά προβλημάτων που δεν της επιτρέπουν να απονείμει δίκαιο. Ένας όγκος ποινικών υποθέσεων εμποδίζει την έγκαιρη εκδίκασή τους. Η Διοίκηση ευθύνεται σημαντικά για τη διόγκωση αυτή, καθώς αδυνατεί να εφαρμόσει τους νόμους και να επιβάλει κυρώσεις. Παράλληλα παρανομεί και η ίδια όταν επιμένει σε νόμους που 'χουν κριθεί αντισυνταγματικοί, χωρίς να συμμορφώνεται στις ακυρωτικές αποφάσεις.

            Η εξάρτηση της δικαιοσύνης από την πολιτική γιγαντώνει τα προβλήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν υποθέσεις ποινικού ενδιαφέροντος όπου η εισαγγελική έρευνα καρκινοβατεί (απαγωγές Πακιστανών, υποκλοπές, σκάνδαλο Siemens), τη στιγμή που σε άλλες επιδεικνύεται υπερβάλλων ζήλος (προσωρινή κράτηση της βασικής κατηγορουμένης στην υπόθεση Ζαχόπουλου, χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις). Η αμφισβήτηση λοιπόν της δικαιοσύνης επέρχεται φυσιολογικά και ευνοεί την ήδη δρομολογημένη τροχιά παρακμής.

            Η έλλειψη συνταγματικού δικαστηρίου στην Ελλάδα δυσχεραίνει περαιτέρω την κατάσταση, αφού δεν ευνοεί την εναρμόνιση της όποιας εξουσίας με τους κανόνες δικαίου. Ακόμη και η διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας ενός νόμου δεν οδηγεί αυτόματα στην ακύρωσή του, με αποτέλεσμα διοικητικές πράξεις που στηρίχτηκαν σε νόμους αντισυνταγματικούς να παγιώνονται σαν τετελεσμένες. Η ανασφάλεια δικαίου είναι γεγονός.

            Δεδομένων των παραπάνω προβλημάτων ο Χρυσόγονος θεωρεί απαραίτητη την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου, αρκεί να μην τελούν τα μέλη του υπό κυβερνητικό έλεγχο και να δημοσιοποιούνται οι αποφάσεις του ώστε να τίθενται σε κριτική. Το σημαντικότερο όμως ζητούμενο για το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι η ανατροπή του εκφεουδαρχισμού του, ο οποίος, με τη σύντηξη της δημόσιας με την ιδιωτική εξουσία, μετατρέπει την πολιτική σε ιδιωτική υπόθεση των πολιτικών δυναστειών και των οικονομικών συμφερόντων του περίγυρού τους, υπονομεύοντας το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου.

            Με λόγο ευθύβολο, τολμηρό κι εμπεριστατωμένο ο Χρυσόγονος αναδεικνύει τις δυσλειτουργίες του σύγχρονου πολιτικού συστήματος, το οποίο, σε μια ολισθηρή πορεία παρακμής, τείνει να αναβιώσει μεσαιωνικά χαρακτηριστικά προσωποποιώντας τα στη φυσιογνωμία του. Προσκομίζοντας συγκεκριμένα στοιχεία ο συγγραφέας θέτει το δάχτυλο στον τύπο των ήλων. Για τη θεραπεία των πληγών καταθέτει προτάσεις ρεαλιστικές, η εφαρμογή των οποίων ωστόσο προϋποθέτει την πολιτική βούληση. Όσο αυτή δεν ενεργοποιείται, η κλεπτοκρατική «ιδιωτική δημοκρατία» παγιώνεται.

 

Γιάννης Στρούμπας

Οι Κούρδοι: Ένας λαός που …

Οι Κούρδοι. Ένας λαός που δεν μπορεί να  αμφισβητηθεί η ύπαρξή του

 

Του Ahmet Dere

 

Πρόλογος Μιχάλης Χαραλαμπίδης – Εισαγωγή Φάνης Μαλκίδης

 Αθήνα: εκδ. Γόρδιος, 2009,  τηλ. 210-8252279

Χιλιάδες άνθρωποι μεταπολεμικά, πολιτικοποιήθηκαν με τα μεγάλα απελευθερωτικά και αντιαποικιοκρατικά κινήματα της Αφρικής και της Ασίας, δημιουργώντας και ενεργοποιώντας τα πολιτικά, δημοκρατικά και διεθνιστικά τους αντανακλαστικά. Στις δεκαετίες  του 1980 και 1990 λαοί όπως ο ελληνικός αναζήτησε και πέτυχε την πολιτικοποίησή του με ένα απελευθερωτικό κίνημα στα ανατολικά του. Το κουρδικό κίνημα που αναδείχθηκε σ' αυτές τις δεκαετίες ώθησε, συγκίνησε, ριζοσπαστικοποίησε και συνεπήρε εκτός από τους Κούρδους και αρκετούς στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων και Έλληνες.

Με την έναρξη του ένοπλου αγώνα στην Τουρκία από τους Κούρδους το 1984, με τη δολοφονία χιλιάδων Κούρδων στο Ιράκ στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με τις ειδήσεις για την καταπίεση των Κούρδων του Ιράν  και της Συρίας, ο ελληνικός λαός επανασυνδέθηκε μετά από χιλιάδες χρόνια τον Κουρδικό λαό – ο Ξενοφώντας αναφέρεται στους Καρδούχους – ωθώντας να στηρίξει ποικιλοτρόπως τα κινήματα κοινωνικής και εθνικής απελευθέρωσης.

 

Μάλιστα ο ελληνικός λαός στην αλληλεγγύη του  στον  αγώνα του κουρδικού λαού για απελευθέρωση, είχε και ένα θύμα, το Θεόφιλο Γεωργιάδη, μέλος της Κυπριακής επιτροπής Αλληλεγγύης στο Κουρδιστάν  ο οποίος  δολοφονήθηκε, λόγω της δράσης του,  το 1994.

Ο Ahmet Dere, πολιτικός πρόσφυγας,  αντιπρόσωπος του Κουρδικού Εθνικού Κογκρέσου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τοποθετεί το κουρδικό ζήτημα ιστορικά και στη σύγχρονη διάστασή του.  Η σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτζαλάν το 1999, δημιούργησε οπωσδήποτε πολλά  νέα δεδομένα  για το μέλλον του κουρδικού ζητήματος, δεδομένα που αναδείχθηκαν πιο έντονα μετά  την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003 και τη οικοδόμηση μίας ομόσπονδης κουρδικής κρατικής δομής. Ταυτόχρονα η μετατροπή της θανατικής ποινής του Οτζαλάν σε ισόβια κάθειρξη,  οι ολοένα περισσότερες φωνές σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στην Τουρκία που ζητούν πολιτική λύση  για το Κουρδικό, δίνουν νέες προοπτικές για το μέλλον.

Το βιβλίο του Ahmet Dere, υποστηρίζει ότι  το Κουρδικό ζήτημα αποτελεί μία πολύ σημαντική παράμετρος της περιοχής που περιλαμβάνει την Τουρκία, το Ιράκ, το Ιράν και τη Συρία. Και αυτό όχι μόνο γιατί  σ' αυτά τα κράτη οι Κούρδοι αποτελούν ένα μεγάλο μέρος του συνολικού πληθυσμού και η παρουσία τους είναι αδιάλειπτη εδώ και χιλιάδες χρόνια, αλλά γιατί οι Κούρδοι αποτελούν πλέον κεντρική συνιστώσα των μελλοντικών εξελίξεων στην περιοχή. Αυτό φαίνεται  στο Ιράκ, η θέληση των Κούρδων της Τουρκίας να συνεχίσουν την προσπάθειά τους  με ένοπλη πάλη και πολιτική δραστηριοποίηση, ο πολιτικός αγώνας των Κούρδων του Ιράν και της Συρίας, δεδομένα που συγκροτούν προϋποθέσεις υλοποίησης δημιουργίας Κουρδικού κράτους,  του οράματος δηλαδή εκατομμυρίων Κούρδων σε όλον τον πλανήτη.

Η «Θεολογία» σε νέα πορεία

Η «Θεολογία» σε νέα πορεία

 

Ανοιγμα στη κοινωνία επιχειρεί το επιστημονικό περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος, με νέο Διευθυντή τον Δρα Θεολογίας Σταύρο Γιαγκάζογλου, Σύμβουλο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

 

Του Χάρη Ανδρεόπουλου *

  

Ανανεωμένο ποιοτικά, με εμφανή το στόχο για το άνοιγμά του στην ευρύτερη επιστημονική κοινότητα και τη κοινωνία, καθώς, επίσης, και βελτιωμένο αισθητικά, κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του επιστημονικού περιοδικού «Θεολογία», στο νέο του ξεκίνημα, υπό την διεύθυνση του Συμβούλου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Δρα Θεολογίας, Σταύρου Γιαγκάζογλου.  

O κ. Γιαγκάζογλου διαδέχθηκε στη θέση του Διευθυντού Συντάξεως του επιστημονικού περιοδικού της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον αποχωρήσαντα, μετά από πολυετή (26ετή) θητεία στη θέση αυτή, ομότιμο καθηγητή του πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ευαγ. Θεοδώρου, επιχειρώντας να χαράξει μια νέα πορεία που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις των καιρών για ένα περιοδικό το οποίο χωρίς να αποβάλει τον ακαδημαϊκό του χαρακτήρα μπορεί να γίνει  πιο δυναμικό, αισθητικά πιο ελκυστικό και, κυρίως, πιο ενδιαφέρον για περισσοτέρους ανθρώπους. Να συνεχίσει να απευθύνεται, ως επιστημονική επετηρίδα, στους εξειδικευμένους επιστήμονες και ερευνητές, αλλά, εφεξής, να είναι προσιτό και στο χώρο πέραν των ειδικών, κυρίως, δε να διακονεί και να υποστηρίζει θεολογικά και ποιμαντικά το έργο της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο. Νομίζουμε ότι το πρώτο δείγμα αυτής της προσπάθειας, έτσι όπως σαρκώνεται στο νέο τεύχος της νέας πορείας είναι πολύ ελπιδοφόρο.

Η «Θεολογία» θα κυκλοφορεί σε τέσσερα (αντί των δύο μέχρι πρότινος) τεύχη ανά έτος. Από αυτά τα δύο θα είναι ποικίλης θεολογικής ύλης και τα άλλα δύο θα αναφέρονται σε συγκεκριμένα κάθε φορά θεολογικά αφιερώματα, ενδιαφέροντα και προσβάσιμα και από τον μέσο αναγνώστη. Σε κάθε τεύχος πέραν του αφιερώματος είναι δυνατόν να δημοσιεύονται ακόμη: στη στήλη «Ιδιόμελα», ορισμένες ανεξάρτητες θεματικά θεολογικές μελέτες ή δοκίμια. Στη στήλη «Θεολογικά Χρονικά», αναφορά σε σημαντικά γεγονότα από τον διορθόδοξο και διαχριστανικό κόσμο, όπως συνοδικές συνδιασκέψεις, συνέδρια, επίσημοι διαχροστιανικοί διάλογοι, κ.α. Στη στήλη «Περιοδικά Ανάλεκτα» σύντομη επισκόπηση των ελληνικών και ξένων θεολογικών περιοδικών, στη στήλη «Βιβλιοστάσιον», βιβλιοκριτικά δοκίμια και παρουσιάσεις θεολογικών μονογραφιών, βιβλίων και λοιπών εκδόσεων. Τέλος, στη στήλη «Αναλόγιον», ενημερωτικό δελτίο πρόσφατων θεολογικών εκδόσεων.    

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΙ

.                        
Η Συντακτική Επιτροπή του περιοδικού θα είναι πολυμελής, θα έχει ενιαύσια θητεία και θα απαρτίζεται από καθηγητές των Θεολογικών Σχολών Αθηνών (σ' αυτή τη σύνθεση της Σ.Ε. συμμετέχουν οι ομότιμοι και εν ενεργεία καθηγητές κ.κ. Γ. Γαλίτης, Βλ. Φειδάς, Χρ. Βούλγαρης, Κων. Δεληκωνσταντής) και Θεσσαλονίκης (Ανέστης Κεσελόπουλος και Θεοδ. Γιάγκου) ανά επιστημονικό κλάδο, με τη συμμετοχή ενός Μητροπολίτη της Εκκλησίας της Ελλάδος κατόχου διδακτορικού τίτλου (Συμεών, Νέας Σμύρνης). Ακόμη το περιοδικό «Θεολογία» μπορεί να διοργανώνει θεολογικά συνέδρια, ημερίδες, εργαστήρια, τράπεζες λόγου και άλλες δράσεις με σκοπό τη μελέτη, τον διάλογο, τη διαβούλευση ή την προετοιμασία θεολογικών και ποιμαντικών συναντήσεων ή γεγονότων. Tα πρακτικά ή κείμενα από τις εκδηλώσεις μπορεί να δημοσιεύονται στις σελίδες του ή να αποτελούν ξεχωριστές εκδόσεις. Ακόμη ορισμένα από τα κείμενα που ήδη έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό ή άλλα κείμενα ευρύτερου θεολογικού ενδιαφέροντος, τα κείμενα των θεολογικών διαλόγων που διεξάγει η Ορθόδοξη Εκκλησία, πρακτικά συνεδρίων, σεμιναρίων, ημερίδων και εργαστηρίων μπορεί να δημοσιεύονται σε μια ειδική σειρά θεολογικών δοκιμίων και εκδόσεων ως Ανάλεκτα του περιοδικού «Θεολογία».

Σύντομα, θα δημιουργηθεί ιστοσελίδα του περιοδικού, όπου θα αναπτυχθεί τράπεζα δεδομένων με τα παλαιά τεύχη, θα φιλοξενούνται περιλήψεις ή ενδεικτικά κείμενα του περιοδικού  και θα παρέχονται πληροφορίες για θεολογικά γεγονότα και εκδηλώσεις που συμβαίνουν στην Εκκλησία της Ελλάδος και στην Ορθοδοξία ανά την οικουμένη.

ΣΤΟΧΟΣ Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Στο προλογικό του σημείωμα ο Σταύρος Γιαγκάζογλου τονίζει ότι για την αναδιοργάνωση του περιοδικού η μέριμνα για το ουσιαστικό περιεχόμενο της προσφερόμενης ύλης θα είναι διαρκής και ακατοπόνητη, για να γίνει η «Θεολογία» σύγχρονο, ενδιαφέρον και παρεμβατικό στον ακαδημαϊκό, επιστημονικό και, γενικότερα, στον χώρο του πνεύματος περιοδικό. Κι' αν κρίνουμε  απ΄ τα περιεχόμενα του νέου τεύχους, φαίνεται ότι η προσδοκία αυτή αρχίζει νωρίς να γίνεται πράξη, καθώς στο τεύχος της νέας πορείας φιλοξενούνται θαυμάσια κείμενα από εξαιρετικούς ιεράρχες, διακεκριμένους κληρικούς, από μάχιμους θεολόγους, αλλά και πανεπιστημιακούς. Ετσι, π.χ. ο αναγνώστης μπορεί να απολαύσει κείμενα, όπως του μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου για «Τα εκατόν πεντήκοντα κεφάλαια του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά», του Σταύρου Γιαγκάζογλου («Ο ανθρωπισμός της ερήμου» – μια εξαιρετική μελέτη για τον πολιτισμό της ερήμου, ως φαινόμενο του μοναχισμού, με στοιχεία από την ασκητική και νηπτική γραμματεία προερχόμενα από τη μοναστική παράδοση), του αρχιμ. Ιωάννου Καραμούζη («Ποιμαντική ανάγνωση της Ακολουθίας του Οσίου Μάρκου του Κωφού»), του καθηγητού Λαογραφίας του Δημοκριτείου παν/μιου Θράκης, Μανώλη Βαρβούνη («Προσκυνηματικές εκδρομές και ιερές αποδημίες»), του Θανάση Παπαθανασίου (της «Σύναξης») για την ιεραποστολή σε σχέση με τη θεολογία του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν («Η Εκκλησία ως αποστολή – Ένα κριτικό ξανακοίταγμα της λειτουργικής θεολογίας του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν»), κ.α.

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Για τις εξελίξεις στο χώρο της θεολογικής επιστήμης (επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες στην Ελλάδα και το εξωτερικό), παρέχεται πλήρης ενημέρωση μέσω της στήλης «Θεολογικά Χρονικά» (περιοδικά, νέες εκδόσεις, κλπ) της οποίας την επιμέλεια έχουν οι θεολόγοι Νικ.  Ασπρούλης, Αικατερίνη Τσαλαμπούνη (λέκτορας της Θεολογικής του ΑΠΘ και έχουσα την εξαιρετική ιστοσελίδα των Βιβλικών Σπουδών: http://biblicalstudiesblog.blogspot.com ), Bασ. Τζέρπος, Dragica Tandic και οι π. Φίλιππος Ζυμάρης και Δημήτριος Μπαθρέλλος. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύονται και άρθρα των καθηγητών κ.κ. Ιωαν. Καραβιδόπουλου και Μάριος Μπέγζου in memoriam  για τον αείμνηστο καθηγητή Σάββα Αγουρίδη. Τέλος, στις στήλες «Βιβλιοστάσιον» και «Αναλόγιον» παρουσιάζονται όλες οι θεολογικές εκδόσεις των τελευταιών ετών.  Στo επόμενο τεύχος του περιοδικού θα δημοσιευθεί αφιέρωμα με θέμα: «Ο συνοδικός θεσμός». 

* Σημειώνεται ότι η ετήσια συνδρομή της «Θεολογίας» είναι για το εσωτερικό 40 ευρώ και 70 για το εξωτερικό. Οι φοιτητές της Θεολογίας και οι Θεολόγοι εκπαιδευτικοί καταβάλλουν το ήμισυ της ετήσιας συνδρομής. Για περισσότερες πληροφορίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στα τηλ. 210 – 7273313 και στο e-mail: theologia@ecclesia.gr

  

Ο ΝΕΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

Ο νέος διευθυντής της «Θεολογίας», Δρ. Σταύρος Γιαγκάζογλου γεννήθηκε στη Δράμα το 1962 και το 1984 έλαβε το πτυχίο του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ. Σπούδασε επίσης οικουμενική θεολογία στη Γενεύη (Institut Oecuménique de Bossey), μεσαιωνική θεολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Fribourg στην Ελβετία (1985-1988).Το 1988 διορίσθηκε καθηγητής θεολόγος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ενώ το 1995 αναγορεύθηκε διδάκτωρ θεολογίας του ΑΠΘ με ειδίκευση στο συστηματικό κλάδο. Έλαβε μέρος ως προσκεκλημένος ομιλητής σε διάφορα συνέδρια, σεμινάρια και διαλέξεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Δίδαξε σειρά μαθημάτων στα Π.Ε.Κ. και με ανάθεση στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. Σύμβουλος του Π.Ι. σε θέση ειδικότητας Θεολόγου εξελέγη το Νοέμβριο του 2002 και ανέλαβε καθήκοντα τον Απρίλιο του 2003. 

Ως Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου πραγματοποίησε εισηγήσεις σε ενημερωτικές συναντήσεις με Σχολικούς Συμβούλους και καθηγητές θεολόγους της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης για θέματα της ειδικότητας και των προγραμμάτων του Π.Ι. σε διάφορες πόλεις. Με πρωτοβουλία του πραγματοποιήθηκε συνάντηση της επιτροπής παιδείας των εν Ελλάδι Ρωμαιοκαθολικών και του τομέα θεολόγων του Π.Ι.. που συζήτησε ζητήματα που αφορούν τα σχολικά εγχειρίδια του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία των Ρωμαιοκαθολικών στην Ελλάδα.

Εποπτεύει τη συγγραφή των νέων εγχειριδίων του μαθήματος των Θρησκευτικών για τον μαθητή και τον καθηγητή καθώς και τα συνακόλουθα λογισμικά. Συμμετέχει στην καινοτόμο δράση του Π.Ι. για την διάχυση και επέκταση της Ευέλικτης Ζώνης διαθεματικών προσεγγίσεων στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με ευθύνη για την εξέλιξη και διεξαγωγή της στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Σε συνεργασία με την αρμόδια επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων για την Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας, συμμετείχε εκ μέρους του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου στην οργανωτική επιτροπή προετοιμασίας και διεξαγωγής του διεθνούς συνεδρίου με θέμα: «Ορθοδοξία και Παιδεία. Τα Θρησκευτικά ως μάθημα ταυτότητας και πολιτισμού», που πραγματοποιήθηκε στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας στο Βόλο τον Μάιο του 2004.

Μετέφρασε από τα γαλλικά μελέτες και βιβλία, δημοσίευσε πάνω από σαράντα άρθρα και μελέτες στην ελληνική, γαλλική, αγγλική και σερβική γλώσσα και συνέγραψε, μεταξύ άλλων: Προλεγόμενα στη θεολογία των ακτίστων ενεργειών, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1992 – Κοινωνία Θεώσεως. Η σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας στο έργο του αγίου Γρηγορίου Παλαμά (διδακτορική διατριβή), Αθήνα 2001 – Ελληνισμός και Χριστιανισμός κατά τον τρίτο αιώνα, ερευνητικό πρόγραμμα της Ακαδημίας Αθηνών, Θεσσαλονίκη 1996 – Το περί Εκκλησίας δόγμα της Ορθοδοξίας, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2004 – Το ορθόδοξο ήθος, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2004.

Εχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρων για το θρησκευτικό μάθημα. Προσφάτως δημοσιεύθηκε και στο «amen.gr», το υπό τον τίτλο «Τα θρησκευτικά και το ζήτημα της Απαλλαγής – Δυνατότητες και προϋποθέσεις για μία εναλλακτική προσέγγιση του θρησκευτικού μαθήματος» άρθρο του (αρχική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό «Εκπαιδευτική Κιβωτός» της Δ/νσης Β/'θμιας Εκπαίδευσης Ν. Λάρισας, τ. 4, Ιουνίου 2009): http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=250

Με τον Σταύρο Γιαγκάζογλου έχουμε συναντηθεί σε συνέδρια και ημερίδες στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ι. Μ. Δημητριάδος, έχουμε συνομιλήσει αρκετές φορές στο εκκλησιαστικό ραδιόφωνο της Ιεράς Μητρόπολης Λάρισας (96,3 FM), για διάφορα θέματα που έχουν την αναφορά τους στη θεολογική και παιδαγωγική επιστήμη, και,  κυρίως, για το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών, ιδίως μετά τις γνωστές περιπέτειες που πέρασε το μάθημα εξ αιτίας της έκδοσης το περυσινό καλοκαίρι (2008) των γνωστών εγκυκλίων περί απαλλαγών.

Πρόκειται, όπως τεκμαίρεται και από το πλούσιο βιογραφικό του σημείωμα για εξαίρετο επιστήμονα, για συνάδελφο που αγαπά και πονά το θρησκευτικό μάθημα και, ειδικά από το περασμένο καλοκαίρι, "οργώνει" την Ελλάδα προκειμένου να συμμετάσχει σε συνέδρια και ημερίδες για την ανάδειξη της γνωσιακής και παιδαγωγικής του αξίας και την αναγκαιότητα να παραμείνει στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου ως υποχρεωτικό.

Του ευχόμαστε από καρδιάς ο Θεός να τον δυναμώνει για να υπηρετεί με το ίδιο μεράκι και όρεξη και την Εκκλησία μας (ως νέος διευθυντής του περιοδικού "Θεολογία"), και την Παιδεία μας (από τη θέση του Συμβούλου Θεολόγων στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο).

 

*Σημείωση: Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), M.Th. Iστορικής Θεολογίας, συνεργάτης της εφημερίδας «Ελευθερία» ν. Λάρισας, της Πύλης Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «amen.gr»,  και καθηγητής Β/'θμιας Εκπαίδευσης (Γυμνάσιο και Λύκειο Αρμενίου ν. Λάρισας).


ΠΗΓΗ:  Amen.gr, Τελευταία Ενημέρωση: Sep 15, 2009,

 

Κοραής και Γρηγόριος ο Ε΄ του Γ. Κ.

Κοραής και Γρηγόριος ο Ε΄ του Γ. Κ.

 

Του Γιώργου Καραμπελιά

 

Κοινωνικές συγκρούσεις και Διαφωτισμός. Η μεταπρατική Σμύρνη (1788-1820) [Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, Μάιος 2009]

 

[ ] Το σχήμα το οποίο έχει κατασκευάσει ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και εν μέρει ακολούθησε ο δυτικός μαρξισμός αδυνατεί να κατανοήσει και να συλλάβει την πολυπλοκότητα των κοινωνικών φαινομένων, ιδιαίτερα δε, σε περιπτώσεις όπως η Ελλάδα, οδηγεί σε απολύτως εσφαλμένα συμπεράσματα.

Το σχήμα του δυτικού μαρξισμού είναι απολύτως υποταγμένο στο καπιταλιστικό φαντασιακό της αδιάκοπης προόδου, ως της μοναδικής οδού για την απελευθέρωση του ανθρώπου. Γι' αυτό και υιοθετεί απόλυτα την αντίληψη του Διαφωτισμού: Η επέκταση της γνώσης, και κατ' εξοχήν η κατακυριάρχηση επί της φύσεως, θα οδηγήσει μέσα από μια σχεδόν μηχανική αλληλουχία στην απελευθέρωση του ανθρώπου και των κοινωνιών  – άποψη τόσο χαρακτηριστική στον Αδαμάντιο Κοραή που έβλεπε ακόμα και την απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Τούρκους ως σχεδόν αυτόματη συνέπεια της «παιδεύσεως του γένους».

Η «πρόοδος» θα ταυτιστεί από την Αριστερά -που όπως δείχνει εξαίρετα ο Μισεά, κυριάρχησε επί των πληβειακών στρωμάτων- με τη ριζική καταστροφή κάθε παράδοσης, κάθε αγκιστρώματος, κάθε ιδιαίτερης ταυτότητας, οδηγώντας σε έναν κόσμο απόλυτα εξατομικευμένο. Κατέληξε έτσι στην υποταγή των ίδιων των πληβειακών στρωμάτων στον αντίπαλό τους, τον καπιταλισμό και την ιδεολογία του, εκείνη του αέναου εκσυγχρονισμού, ο οποίος είναι αναγκαίος για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Επειδή όμως «η γνώση είναι δύναμη», σύμφωνα με το βασικό απόφθεγμα του Μπέικον, και επειδή, βέβαια, η πρόσκτησή της καθίσταται αναγκαία για να μην οδηγηθούμε στον σκοταδισμό, η ιδιαίτερη μορφή της πρόσκτησής της, εκείνη του «διαφωτισμού», με τη χρησιμοθηρική οπτική της, θα επικρατήσει στη Δύση, και θα υποτάξει τόσο τους περιφερειακούς πολιτισμούς, όσο και πολιτισμούς όπως ο ελληνικός, ο οποίος είχε μια υψηλή γνωστική, μη χρησιμοθηρική παράδοση.

 Η ταύτιση της παιδείας και των «μορφωμένων» με την πρόοδο, κατ' εξοχήν στην Ελλάδα -όπου το αίτημα της παιδείας λειτουργούσε και θεωρούνταν ως το αποφασιστικό όχημα της κοινωνικής ανόδου- οδήγησε σε μια στρεβλή αντίληψη των ταξικών στρατοπέδων, ιδιαίτερα για την περίοδο που κυοφορούνταν η Επανάσταση του '21. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, οι «λόγιοι» και κυρίως εκείνοι του δημοτικιστικού στρατοπέδου ή, έστω, οι κοραϊστές, εμφανίζονται στενά συνδεδεμένοι με τα λαϊκά στρώματα της πόλης και κυρίως του χωριού, καθώς και με τους Κλέφτες και τους Αρματωλούς, εναντίον των κοτζαμπάσηδων, των Φαναριωτών, της Εκκλησίας κ.λπ.

Στην πραγματικότητα, όμως, τα λαϊκά στρώματα ήταν πιο κοντά στους «καλογέρους», τα θρησκευτικά αναγνώσματα (που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των εκδιδόμενων κειμένων), τις λαϊκές θρησκευτικές τελετουργίες και τις προφητείες, εμπνέονται από τους νεομάρτυρες και την κλεφτουριά και παλεύουν «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία». Συχνά, αναγνωρίζουν και σέβονται τους λογίους, τους «φιλοσόφους», αλλά δεν τους θεωρούν δικούς τους. Και το ίδιο συμβαίνει από την αντίπερα όχθη. Οι λόγιοι δυσπιστούν απέναντι στη λαϊκή δεισιδαιμονία, τις προλήψεις, την πίστη στα θαύματα και τις περιφερόμενες κάρες και οστά των αγίων, και παρ' ότι μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με συγκεκριμένους ιεράρχες, Φαναριώτες ή μεγαλεμπόρους, ωστόσο μέσα σ' αυτό το περιβάλλον ζουν, αυτών τα παιδιά εκπαιδεύουν, αυτοί χρηματοδοτούν ή εποπτεύουν τα σχολεία τους, χρηματοδοτούν τις εκδόσεις τους ή γράφονται συνδρομητές σε αυτές. Γι' αυτό και το Φανάρι, οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας, το Πατριαρχείο και οι μεγαλέμποροι αποτελούν τους «προστάτες» των λογίων, όπως ακριβώς, τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει και στη Γαλλία, ή με τον μεγάλο Φρειδερίκο και την Αικατερίνη στη Ρωσία, πριν τη Γαλλική Επανάσταση.

Από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, αρκετές αρχοντικές οικογένειες της Σμύρνης έχουν προσχωρήσει στο νεωτερικό ρεύμα. Τα ονόματά τους τα συναντούμε στους καταλόγους συνδρομητών των έργων των αδελφών Οικονόμου και του Κ. Κούμα, τα οποία γράφθηκαν και τυπώθηκαν κατά την περίοδο της διαμονής τους εκεί. Ανάμεσα στους «φιλογενεστάτους εμπόρους» βρίσκουμε μέλη των οικογενειών της Σμύρνης: Ομήρου, Πιττακού, Ράλλη, Μπαλτατζή, Μαυρογορδάτου και Μαυροκορδάτου, Δρομοκαΐτη, Λομβάρδου, Ροδοκανάκη, Βούρου, Δαμαλά, Αλφιέρη, Παλαιολόγου, Προύσαλη κ.ά.

Και, προφανώς, συμπληρώνουν οι συγγραφείς, από αυτούς τους καταλόγους διαπιστώνεται «πλήρης απουσία των κατώτερων κοινωνικών ομάδων».
Η αντίθεση στην εισβολή της δυτικής διαφωτιστικής αντίληψης στον ελληνικό χώρο θα εκφραστεί κατ' εξοχήν με μία άλλη αντίληψη για την παιδεία, προσδεμένη στη θρησκευτική παράδοση και τον ησυχασμό, ή, σε κάποιες περιπτώσεις, με την εμμονή στην αρχαΐζουσα γλώσσα. Το κατ' εξοχήν αντιδιαφωτιστικό κίνημα ήταν οι Κολυβάδες, που θα δοκιμάσουν να αντισταθούν τόσο στον Διαφωτισμό, όσο και στην εισβολή της αντίληψης του έθνους-κράτους, με τη Γαλλική Επανάσταση και τον Ρήγα Φεραίο. Γι' αυτούς ο φωτισμός του γένους πρέπει να στηρίζεται στη θρησκευτική φιλολογία και να απορρίπτει τους «ξενόφερτους νεωτερισμούς».

Ο Μακάριος Νοταράς, ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ο Νικόδημος Αγιορείτης, ο Αθανάσιος Πάριος, ακόμα και ο Κοσμάς Αιτωλός – παρ' ότι δεν ήταν άμεσα συνδεδεμένος με το κολυβαδικό κίνημα – αντιπροσωπεύουν την εναλλακτική «ησυχαστική» στρατηγική απέναντι στον καλπάζοντα Διαφωτισμό. Και παρ' ότι στις αρχές του 19ου αιώνα μοιάζει να ηττώνται κατά κράτος – όπως ήδη δείξαμε – στα μεγάλα κέντρα του ελληνισμού, ωστόσο δεν παύουν να αντιπροσωπεύουν μια παράδοση βαθιά ριζωμένη στο λαϊκό σώμα και να ηγεμονεύουν ιδεολογικά στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Γι' αυτό και, μετά την επανάσταση, το «ρωσικό κόμμα» θα παραμένει το πολυπληθέστερο και λαϊκότερο.

Οι περισσότεροι μαρξιστές ιστορικοί, τυφλωμένοι από τον αντικληρικαλισμό τους και την πίστη τους στην «πρόοδο», αδυνατούν να κατανοήσουν αυτούς τους πραγματικούς συσχετισμούς και έτσι καταλήγουν στη συγκεκριμένη περίπτωση των κοινωνικών συγκρούσεων της Σμύρνης, και ιδιαίτερα εκείνης του 1819, να ταυτίζονται, ακόμα και άθελά τους, με το στρατόπεδο των μεγαλεμπόρων, που καθόλου παράδοξα ήταν ταυτόσημο με εκείνο των «διαφωτιστών». Και επειδή, τόσο το 1788 όσο και το 1819, τα ταξικά στρατόπεδα είναι αδιαμφισβήτητα, από τη μια πλευρά ο «όχλος», όπως τον χαρακτηρίζει ο Ανώνυμος του 1788 ή οι «καμηλιέρηδες» κατά τον Κοραή, και από την άλλη οι μεγαλέμποροι, οι «άρχοντες», οι ιστορικοί μας υποχρεώνονται να εφεύρουν τον από μηχανής θεό που θα τους λύσει το δίλημμα. Και αυτός είναι η «αντιδραστική Εκκλησία», η οποία υποκινεί υπογείως και χρησιμοποιεί τον όχλο εναντίον της «προόδου»! Έτσι η ταξική σύγκρουση αίρεται και μετατρέπεται σε μια σύγκρουση μεταξύ της «προόδου» και της «οπισθοδρόμησης». Το κείμενο του Καρατζά είναι εντελώς χαρακτηριστικό ως προς αυτό το στρατήγημα.


Από τον Ρήγα στον… Μαυροκορδάτο

 


Στη μεταπολιτευτική περίοδο θα γίνει ένα παραπέρα βήμα, θα συγκροτηθεί μια νέα μαρξίζουσα ιστοριογραφική σχολή, η οποία θα καταλάβει τις κυριότερες θέσεις των πανεπιστημίων, των πολιτιστικών ιδρυμάτων και του «προοδευτικού» Τύπου, δηλαδή την ιδεολογική και πνευματική εξουσία, και θα εγκαταλείψει σταδιακώς κάθε αναφορά τόσο στις ταξικές διαστάσεις των αντιθέσεων, όσο και στην εθνικοαπελευθερωτική συνιστώσα. Στο εξής, μία και μόνη ιδεολογική αντίθεση θα χαρακτηρίζει τον προεπαναστατικό ελληνισμό, η διχοτομία ανάμεσα στον «Διαφωτισμό» και την «Εκκλησία». Διχοτομία η οποία αναγνωρίζει πλέον την αστική τάξη, και μάλιστα τα ανώτερα στρώματά της, ως τον βασικό, αν όχι και αποκλειστικό φορέα του «φωτισμού» και της επανάστασης, στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο.

Έτσι οι αναλύσεις μαρξιστών όπως του Ζέβγου, του Σβορώνου, του Μοσκώφ, του Μάξιμου, του Ψυρούκη, ακόμα και του Κορδάτου, για τον μεταπρατικό χαρακτήρα της μεγαλοαστικής τάξης της υπόδουλης Ελλάδας, σταδιακώς βυθίζονται στη λήθη και προβάλλεται μόνον ο διαφωτιστικός και παιδευτικός της ρόλος. Μέσα από αλλεπάλληλες ιδεολογικές και κοινωνικές μετατοπίσεις περάσαμε, από την παλαιά μαρξιστική ταύτιση επανάστασης και προόδου, στην ανοικτή υποστήριξη των ελίτ ως φορέων της προόδου και στην περιφρόνηση των λαϊκών στρωμάτων ως σκοταδιστικών, υποβαθμίζοντας ακόμα και την ίδια τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση του '21. 

 

ΠΗΓΗ: Μην. Εφημερίδα «Ρήξη», φ. 52,   http://www.ardin.gr/node/1334

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον admin.

Η Φύση του Ισλάμ: μια πλαισίωση

Η Φύση του Ισλάμ του Σεβ. Γεωργίου Κόντρ*: μια πλαισίωση

 

του Roni Bou Saba**

 

Μετά από την ευγενική προτροπή του …. τΜτΒ να γράψω δύο λόγια για το έργο του Σεβασμιωτάτου Γεωργίου (Όρους Λιβάνου) που μετέφρασα και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μαΐστρος, υπό τον τίτλο Η Φύση του Ισλάμ, ανταποκρίνομαι γράφοντας όμως για το πλαίσιο του έργου. Το έργο είναι πια στα χέρια των αναγνωστών στους οποίους ανήκει η πρόσληψη του έργου. Εκμεταλλεύομαι όμως την ευκαιρία να φωτίσω κάποιες πλευρές που κρύβονται στη βάση της συγγραφής του, όπως τις αντιλαμβάνομαι από τις μελέτες του έργου του Μητροπολίτου και όχι από συζητήσεις μαζί του.

Όσοι ξέρουν βασικά πράγματα για το Λίβανο, αλλά και για τη Μέση Ανατολή γενικώς, ξέρουν ότι αποτελείται από διάφορες θρησκευτικές κοινότητες. Στο Λίβανο δεν υπάρχει πληθυσμιακή διαφορά μεταξύ των κοινοτήτων όπως στις άλλες γύρω χώρες, και αυτό σημαίνει με άλλα λόγια ότι ο Λίβανος είναι ένα μωσαϊκό μειονοτήτων. Επίσης, αυτό σημαίνει ότι καμία μειονότητα δεν αντιμετωπίζει προβλήματα διάκρισης βάση του θρησκευτικού δόγματος.

  Και ότι όλοι αντιμετωπίζουμε από κοινού τα ίδια κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που προκύπτουν από τους παράγοντες της οικονομίας και της πολιτικής, και αγωνιζόμαστε για την επίλυση των ιδίων προβλημάτων. Παρά ταύτα υπάρχουν φωνές, κατά καιρούς ισχυρές δυστυχώς, που βγαίνουν από διάφορους και εμπεριέχουν μηνύματα διάκρισης και απομονωτισμού. Τέτοιες φωνές συνέβαλαν μαζί με άλλες αφορμές στον εμφύλιο πόλεμο. Το κλίμα ήταν ήδη εύθραυστο πριν από τον εμφύλιο γι' αυτό τάχθηκαν πολλοί διανοούμενοι και θρησκευτικές προσωπικότητες να γεφυρώσουν τις διαφορές, ο καθένας από την θέση του. Αλλά ο εμφύλιος έγινε, υπό την αιγίδα και την χορηγία πολλών. Αυτό δεν οδήγησε όμως τους διανοούμενους και τους θρησκευτικούς ηγέτες να παραιτηθούν από την αποστολή τους να επουλώσουν τα τραύματα που άφησε ο εμφύλιος. Μεταξύ αυτών των διανοουμένων και θρησκευτικών προσωπικοτήτων ήταν ο τότε ιερέας και εν συνεχεία μητροπολίτης κ. Γεώργιος. Ο Σεβασμιώτατος σημειώνω ότι ήταν και καθηγητής Αραβικού Πολιτισμού στο Κρατικό Πανεπιστήμιo του Λιβάνου, πράγμα που το αναφέρω για να επισημάνω ότι είναι γνώστης της ιστορίας των Αράβων, της γραμματείας των Αράβων και συνεπώς και του Ισλάμ.

 Αυτό είναι το ένα σκέλος. Το άλλο είναι η χριστιανικότητα, και επεξηγώ. Ο Σεβασμιώτατος βασισμένος στη θεολογία του Αγ. Ιουστίνου Μάρτυρος περί «σπερματικού λόγου», έψαχνε και συνεχίζει τα ίχνη του Χριστού παντού. Γιατί το «πνεύμα όπου θέλει πνεί» (Ιω3:8) και δεν το περιορίζει θέλημα ή δογματισμός ανθρώπου. Άλλωστε κάθε κείμενο αντανακλά το κοινωνικό ή το διανοητικό υπόβαθρο της εποχής του και μιλά με μια κατανοητή γλώσσα για το σύγχρονό του κοινό, είτε αυτό το κοινό είναι κατηχούμενο (π.χ. το ιερό κείμενο) είτε είναι απλά αναγνωστικό κοινό (π.χ. το λογοτεχνικό). Και από τη στιγμή που το Ισλάμ εμφανίσθηκε κάποιους αιώνες μετά από τον Χριστιανισμό, και απευθυνόταν σε μια κοινωνία που περιελάμβανε διάφορα θρησκευτικά συστήματα, πολυθεϊστικά και μονοθεϊστικά, μεταξύ των οποίων ήταν και οι άραβες χριστιανοί, σίγουρα το κείμενο του Κορανίου θα εμπεριέχει νήξεις για χριστιανικά δόγματα όπως και για τις δογματικές διαμάχες της εποχής εκείνης. Οπότε από μια πλευρά είναι μια ιστορική πηγή. Αλλά βασιζόμενος κανείς στην περί «σπερματικού λόγου» θεολογία δεν σταματά μόνο εδώ, μάλλον δεν ασχολείται με τα προηγούμενα αλλά ψάχνει το πνεύμα του Θεού μέσα σ'αυτό το κείμενο, στο Κοράνι εν προκειμένω, και αποκομίζει τα πνευματικά μηνύματα που είναι πολλά.

Αυτό όμως προϋποθέτει να ξέρει κανείς τη γλώσσα και το όλο πνευματικό πλαίσιο του αραβισμού και του Ισλάμ, ένα προνόμοιο των Εκκλησιών της Ανατολικής Αραβόφωνης Ορθοδοξίας, κυρίως της Αντιοχείας. Ξεχωρίζω την Εκκλησία της Αντιόχειας γιατί είναι μια Εκκλησία που έχει λιγότερα προβλήμα τα με το κοινωνικό σύνολο, σε αντίθεση με την Εκκλησία των Ιεροσολύμων που έχει ένδοθεν και έξωθεν προβλήματα, και την Εκκλησία της Αλεξανδρείας που φροντίζει πρωτίστως για τις προκλήσεις και απαιτήσεις της ιεραποστολής. Αυτή η αρμονική συνύπαρξη του Πατριαρχείου Αντιοχείας με το περιβάλλον του, επέτρεψε να προχωρήσει σε ουσιαστικό διάλογο με το Ισλάμ σε σημείο που ίδρυσε και κέντρο Ισλαμοχριστιανικών Μελετών στο πανεπιστήμιο του Πατριαρχείου Αντιοχείας στο Μπαλαμάντ. Και επιπλέον, επειδή η Εκκλησία της Αντιοχείας γνωρίζει και αναγνωρίζει το πρόβλημα της Δύσης με τους μουσουλμάνους συμπολίτες της, λόγω της κατηγορίας του φανατισμού που προσκολλήθηκε αδίκως στο Ισλάμ, ένιωθε την υποχρέωση να γεφυρώσει αυτό το χάσμα εκμεταλλευόμενη την κοινή πίστη, όσο ακόμα υπάρχει, που έχει με τη Δύση. Το αποτέλεσμα αυτής της θεάριστης ενέργειας θα είναι οπωσδήποτε ειρήνη και αρμονία σε όλο τον κόσμο.

Με αυτά τα κίνητρα και αυτές τις προσδοκίες απευθύνθηκε ο Σεβασμιώτατος Γεώργιος Όρους Λιβάνου στο ακροατήριο του θεολογικού Ινστιτούτου του Αγ. Σεργίου του Παρισίου τον Ιούνιο του 2007. Και τον ίδιο στόχο θα έχει η Εκκλησία της Αντιοχείας ωσότου επικρατήσει η ειρήνη στις καρδιές όλων των του Θεού τέκνων.

 

* Ο Σεβ. Γεωργίος Κόντρ είναι Μητροπολίτης του Όρους Λιβάνου

 

** Ο Roni Bou Saba είναι Θεολόγος & Φιλόλογος  από το Λίβανο

 

Σημείωση  από τΜτΒ: Δείτε σχετικά από τις εκδόσεις Μαΐστρος:

 

α) Σχετικά με το βιβλίο, σύντομη παρουσίαση,  εδώ: http://www.maistros.info/shop/index.php?productID=235

 

β) Ακούστε απόσπασμα από ραδιοφωνική παρουσίαση. Αποθηκεύστε με δεξί κλικ το πιο κάτω αρχείο για να το ακούσετε: απόσπασμα εκπομπής