Αρχείο κατηγορίας Παγκόσμια κεφάλαια

Παγκόσμια κεφάλαια (και δεν σηκώνουμε κεφάλια;)

ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ … ομιλούν

 

ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

 

Τα 3 Α της τριπλής αποτυχίας

MOODY'S, STANDARD & POOR'S ΚΑΙ FITCH ΔΕΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΟΜΙΛΟΥΝ*

 

του Λεωνίδα Βατικιώτη

 

Μπορεί στην Ελλάδα και σε μια σειρά άλλες χώρες, τα δημόσια οικονομικά των οποίων είναι στην κόψη του ξυραφιού, να κρεμόμαστε από τα χείλη των εταιρειών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, στις ΗΠΑ όμως δέχονται σφοδρότατη κριτική λόγω των τεράστιων ευθυνών τους στο ξέσπασμα της τρέχουσας οικονομικής κρίσης.

Πρόσφατα, το αμερικανικό περιοδικό TIME δημοσίευσε μια λίστα με τους 25 βασικότερους υπαίτιους της οικονομικής κρίσης. Μεταξύ αυτών ήταν οι δύο τελευταίοι πρόεδροι των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον και Τζορτζ Μπους, ο πρωθυπουργός της Κίνας, Γουέν Γιαμπάο, ο πρώην διοικητής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, Άλαν Γκρίνσπαν, γνωστός κι ως «μάγος» την εποχή της παντοδυναμίας του, ο πρωθυπουργός και κεντρικός τραπεζίτης της Ισλανδίας, Ντέιβιντ Όντσον, ο υπουργός Οικονομικών του Μπους και διευθυντής της Goldman Sachs πριν εγκαταλείψει τις δάφνες του ιδιωτικού τομέα για να υπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον, Χανκ Πόλσον, και μία γυναίκα, η Κάθλιν Κόρμπετ, επικεφαλής της εταιρείας αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, Standard & Poor's ή S&P στη ζαργκόν δημοσιογράφων, επιχειρηματικού κόσμου και οικονομολόγων.

Η S&P, θυγατρική της McGraw Hill, μαζί με την Fitch Ratings, θυγατρική της Fimalac και την Moody's Investors Service, οι «3 μεγάλες» όπως συχνά αποκαλούνται ελέγχουν τουλάχιστον το 85% της αγοράς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Από τον αυστηρότατο έλεγχό τους περνούν ή θα έπρεπε τουλάχιστον να περνούν όλα τα ομόλογα που εκδίδει ο ιδιωτικός και δημόσιος τομέας, συμπεριλαμβανομένης της πιο μικρής επιχείρησης και του πιο ισχυρού κράτους από την μια άκρη της γης μέχρι την άλλη, με σκοπό να βαθμολογήσουν το αξιόχρεό τους και να καθοδηγήσουν τους επενδυτές. Η τρομακτική δύναμή τους έγινε αντιληπτή πρόσφατα στην Ελλάδα, στις 7 Δεκέμβρη συγκεκριμένα, όταν μια απλή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου από «Α-» (που είχε δοθεί πάλι κατόπιν υποβάθμισης στις 22 Οκτώβρη) σε «ΒΒΒ+» από τον οίκο Fitch στάθηκε αρκετή για να προκαλέσει ένα τσουνάμι διεθνών αντιδράσεων και, κυρίως,  κινδυνολογίας σε σημείο που να συζητιέται ακόμη κι από σοβαρά κατά τ' άλλα έντυπα το ενδεχόμενο κήρυξης χρεοστασίου, όπως πριν μια δεκαετία είχε πράξει, για παράδειγμα, η Αργεντινή.

Αρχικά, πρέπει να τονιστεί, ότι κάθε τέτοια αξιολόγηση συνοδεύεται από… δάκρυα και αίμα. Μένοντας στα κρατικά ομόλογα, αποφάσεις υποβάθμισης των διεθνών οίκων αξιολόγησης συνεπάγονται αυτόματα μια άνοδο του επιτοκίου που πρέπει να πληρώνει το κάθε κράτος για να συγκεντρώσει τα ποσά που χρειάζεται και να καλύψει τις δανειακές του ανάγκες. Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται αφαίμαξη του κρατικού προϋπολογισμού, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερα δημόσια έσοδα να κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, στην περίπτωση εκείνη που οι αξιολογήσεις είναι αρνητικές, αντί για συντάξεις. Ειδικότερα για την χώρα μας, με κάθε 1 μονάδα που αυξάνεται η διαφορά των επιτοκίων μεταξύ των γερμανικών και των ελληνικών ομολόγων (το spread, όπως λέγεται στα… ελληνικά) τα δημόσια ταμεία επιβαρύνονται με το μυθικό ποσό των 900 εκ. ευρώ!

Το ερώτημα επομένως που αβίαστα προκύπτει αφορά την αξιοπιστία που διαθέτουν οι «3 μεγάλες» για να επιτελούν αυτό το τεράστιας οικονομικής και πολιτικής (αν σκεφτούμε τις παρενέργειες) σημασίας έργο. Κι η απάντηση είναι πως η ανώτερη και πιο σίγουρη βαθμολογία τους, το «ΑΑΑ» αφορά πριν απ' όλα την παταγώδη αποτυχία και των τριών εταιρειών να επιτελέσουν με αξιοπιστία και αντικειμενικότητα το έργο που έχουν αναλάβει!

Η διεθνής οργή για το ρόλο των «3 μεγάλων» βγήκε στην επιφάνεια με αφορμή τις ευθύνες που επωμίστηκαν για το ξέσπασμα της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, που ως σημείο αφετηρίας είχε τα υποβαθμισμένα στεγαστικά δάνεια στην αμερικανική κτηματική αγορά. Οι εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρωτοφανή κερδοσκοπία που προηγήθηκε του σκασίματος της φούσκας γιατί αυτές οι εταιρείες βάφτιζαν τα σκουπίδια… χρυσάφι. Συγκεκριμένα εν χορώ και οι τρεις εταιρείες έδωσαν πολλές φορές την υψηλότερη δυνατή βαθμολογία στα τιτλοποιημένα δάνεια που κυκλοφορούσαν από τράπεζα σε τράπεζα ως ενέχυρο, τα οποία στη συνέχεια, όταν αποδείχθηκαν ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του ευρύτερου πιστωτικού συστήματος, αποκαλέστηκαν «τοξικά». Πριν ο θησαυρός όμως αποδειχθεί άνθρακας, τιτλοποιημένα δάνεια υπό την μορφή δομημένων ομολόγων, με την ανώτερη δυνατή αξιολόγηση των εταιρειών αυτών είχαν αποκτήσει την έξωθεν καλή μαρτυρία για να εισέλθουν στα πιο συντηρητικά χαρτοφυλάκια, που μη έχοντας δικούς τους μηχανισμούς ελέγχου του αξιόχρεου για κάθε ένα από τα χιλιάδες ομόλογα που κυκλοφορούν στην αγορά, εμπιστεύονταν τυφλά την Moody's, την S&P και την Fitch, που τώρα με ύφος αδέκαστου κριτή ρίχνουν στα Τάρταρα την ελληνική οικονομία.

Το αποτέλεσμα είναι σήμερα στην αμερικανική αγορά να υπάρχει κατακλυσμός μηνύσεων από συνταξιοδοτικά ταμεία που όταν εμπιστεύτηκαν την κρίση τους ζημιώθηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Για παράδειγμα, ο γενικός εισαγγελέας του Οχάιο, λόγω του ότι το συνταξιοδοτικό ταμείο της αμερικανικής Πολιτείας έχασε 500 εκ. δολ. ακολουθώντας τις οδηγίες των «3 μεγάλων» τους άσκησε δίωξη κατηγορώντας τις πως «προκάλεσαν καταστροφή στις αμερικανικές αγορές παρέχοντας αδικαιολόγητες και υψηλές αξιολογήσεις για τα ομόλογα που καλύπτονταν από στεγαστικά δάνεια με αντάλλαγμα επικερδέστατες χρεώσεις στους εκδότες των ομολόγων»! Το κατηγορητήριο καταπέλτης συνεχίζει με τα ακόλουθα: «Οι εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη χειρότερη οικονομική κρίση που προκλήθηκε στο Οχάιο μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 1930. Οι εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διαβεβαίωσαν τα συνταξιοδοτικά ταμεία των υπαλλήλων μας ότι πολλά απ' αυτά τα ομόλογα διέθεταν την υψηλότερη αξιολόγηση και τον χαμηλότερο κίνδυνο. Ωστόσο πούλησαν την επαγγελματική τους αντικειμενικότητα και ακεραιότητα στον μεγαλύτερο πλειοδότη»!

Το δεύτερο παράδειγμα δικαστικής προσφυγής εναντίον των εταιρειών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προέρχεται από το Calpers, το συνταξιοδοτικό ταμείο των δημοσίων υπαλλήλων της Καλιφόρνιας, που καλύπτει 1,6 εργαζόμενους. Ένα ταμείο με ενεργητικό (που θα ζήλευαν πολλά κράτη) ύψους 180 δισ. δολ. το οποίο λόγω των συμβουλών της Moody's το 2006 να επενδύσει σε 3 συγκεκριμένα δομημένα ομόλογα που κατέρρευσαν τη διετία 2007 – 2008 ζημιώθηκε στο τέλος του 2008 πάνω από 1 δισ. δολ. Στο κατηγορητήριο υπάρχουν πραγματικά διαμάντια. Επισυνάπτεται για παράδειγμα εσωτερική ηλεκτρονική αλληλογραφία υπαλλήλων της αξιολογικής εταιρείας στο οποίο αναφέρεται ότι «από τους βαθμούς που δίνουν δεν αξίζουν ούτε οι μισοί»! Σε άλλο μήνυμα υπάλληλος της εταιρείας κάνοντας πλάκα με αυτά που είχαν δει τα μάτια του εύχεται απευθυνόμενος σε άλλον: «ας ελπίσουμε όλοι να είμαστε πλούσιοι και συνταξιοδοτημένοι όταν θα καταρρεύσει αυτός ο πύργος από τραπουλόχαρτα»! Τα δύο παραπάνω παραδείγματα δεν είναι και τα μοναδικά. Δικαστικές προσφυγές εναντίον των εταιρειών αξιολόγησης είναι σε εξέλιξη επίσης από το συνταξιοδοτικό ταμείο των εργαζομένων στην Ινδιάνα, από τον γενικό εισαγγελέα του Κονέκτικατ, κ.α.

Παρόλα αυτά το φαινόμενο δεν είναι και τόσο καινούργιο. Η πρώτη φορά που οι εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα ήταν με την κατάρρευση του αμερικανικού ενεργειακού γίγαντα της Enron, το 2002. Τότε μαζί με τις «3 μεγάλες» σήμανε το τέλος της αθωότητας και των λοστικοελεγκτικων εταιρειών που επί χρόνια έβρισκαν τα λογιστικά βιβλία και τον ισολογισμό της Enron αψεγάδιαστο. Όπως και τώρα έτσι και τότε πολλοί πιστωτές κατέφυγαν στη δικαιοσύνη. Ομοσπονδιακό δικαστήριο όμως έριξε στα μαλακά τις εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεχόμενο την υπερασπιστική τους γραμμή ότι κι αυτές εξαπατήθηκαν από την Enron. Επίσης τους αναγνώρισε ένα ελαφρυντικό: ότι όπως κι ο Τύπος λειτουργούν συμβουλευτικά και τίποτε παραπάνω!

Επιστρέφοντας στις πρόσφατες αποκαλύψεις, πίσω από την εκτεταμένη επιχείρηση παραπλάνησης των επενδυτών φάνηκε ότι υπήρχαν δύο αιτίες που συνιστούσαν θεμελιακή σύγκρουση συμφέροντος. Η πρώτη αιτία σχετίζεται με το γεγονός ότι οι εν λόγω εταιρείες πληρώνονταν από αυτούς που εξέδιδαν τα ομόλογα. Κι ως γνωστό ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Η δεύτερη αιτία σχετίζεται με την υπέρβαση των εργασιών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας και την επέκταση των δραστηριοτήτων τους ακόμη και σε επαγγελματικές δραστηριότητες δημιουργίας επενδυτικών προϊόντων. Κι όπως ο καθένας μπορεί να φανταστεί αυτά ακριβώς τα προϊόντα τα βαθμολογούσαν στη συνέχεια με την καλύτερη δυνατή βαθμολογία. Αυτές ακριβώς οι αιτίες είναι που οδήγησαν τις «3 μεγάλες» ακόμη και μια μέρα πριν την κατάρρευση της Lehman Brothers, στις 13 Σεπτέμβρη 2008, να την βαθμολογούν με «Α», «Α2» και «Α+». Εξ ίσου γενναιόδωρες ήταν οι Standard & Poor's, η Fitch κι η Moody's απέναντι σε όλους τους κολοσσιαίους χρηματοπιστωτικούς ομίλους που βρέθηκαν πέρυσι στο μάτι του κυκλώνα κι οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία: AIG, Bear Sterns, Merrill Lynch. Η μια είχε καλύτερη βαθμολογία από την άλλη, που θα τη ζήλευαν το ομόλογα του ελληνικού ή του ισπανικού δημοσίου που δέχονται συνεχείς υποβαθμίσεις… Το πόσο διαβλητή κι αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης τελικά ήταν η διαδικασία αξιολόγησης είχε φανεί κι από τα παζάρια που γίνονταν πέρυσι το φθινόπωρο στο απόγειο της κρίσης μεταξύ του αμερικανικού δημοσίου, των «3 μεγάλων» και των υπό πτώχευση εταιρειών για τους ρυθμούς που θα ακολουθήσει η υποβάθμιση των ομολόγων των υπό πτώχευση εταιρειών ώστε να μην πάρουν ανεξέλεγκτο χαρακτήρα και ρυθμούς χιονοστιβάδας οι αρνητικές συνέπειες από τα συνεχή «κανόνια».

Το τι διακυβευόταν από κάθε συμφωνία αναφέρθηκε καθαρά στους New York Times στις 15 Ιουλίου 2009 σε ρεπορτάζ σχετικά με τα δομημένα ομόλογα που έσκασαν στα χέρια των συνταξιούχων της Καλιφόρνιας: «Το αντίτιμο που λάβαιναν οι εταιρείες αξιολόγησης για να συμβάλουν στην δημιουργία αυτών των επενδυτικών προϊόντων κυμαίνονταν από 300.000 μέχρι 500.000 κι έφθαναν μέχρι το 1 εκ. για κάθε συμφωνία». Πως η Moody's ακόμη και μετά την υποβάθμιση πολλών δομημένων ομολόγων της να μην εκδίδει έκθεση με τον ακόλουθο τίτλο, που πέρασε στην ιστορία: «Δομημένα επενδυτικά οχήματα: Μια όαση ηρεμίας στη δίνη των υποβαθμισμένων κτηματικών δανείων»!

Η σύγκρουση συμφέροντος των εταιρειών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας περιγράφηκε με πολύ παραστατικό τρόπο από το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel στις 5 Ιούνη: «Οι "3 μεγάλες" μπορούν να παρομοιαστούν με γεροντοφρικιά μέσα σε μια ομάδα δασκάλων που παίρνουν το τσιγαρλίκι τους από τους μαθητές τους κι όταν φθάνει η κατάσταση ευφορίας τούς ανταμείβουν με την καλύτερη βαθμολογία»! Οι New York Times το έθεταν πιο ευγενικά στις 9 Δεκέμβρη: «είναι σαν ένα εστιατόριο να πληρώνει τον κριτικό για να αξιολογήσει τα πιάτα του μόνο αν η ετυμηγορία του αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευνοϊκή».

Απέναντι σ' αυτή την κατάσταση η αμερικανική κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να λάβει αυστηρά μέτρα που θα συμπεριλαμβάνονται στο πακέτο των προτάσεων ρύθμισης της χρηματοπιστωτικής αγοράς, για να μην επαναληφθούν τα λάθη που οδήγησαν σ' αυτή την κρίση. Σ' αυτό το πλαίσιο για παράδειγμα συζητιέται η εκ βάθρων αναθεώρηση του τρόπου πληρωμής τους ώστε στο εξής η αμοιβή να μην προέρχεται από τους εκδότες, αλλά από τους επενδυτές. Οι υπόλογοι (Standard & Poor's, Fitch και Moody's) συναινούν στην ανάγκη αλλαγής του ρυθμιστικού πλαισίου, αναγνωρίζοντας τις ευθύνες τους. Στην από δω μεριά του Ατλαντικού, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έλαβε από τον Μάιο μια σειρά αποφάσεων που εισάγει αυστηρότερα κριτήρια για την λειτουργία των εταιρειών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας στο έδαφος των 27 κρατών μελών της ΕΕ.

Ακόμη κι έτσι όμως παραμένει το ερώτημα για την σκοπιμότητα αξιολόγησης των κρατών με κριτήρια και μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τις επιχειρήσεις. Γεννάται επίσης το ερώτημα για το πόσο ανεξάρτητη και πραγματικά αδιάβλητη μπορεί να είναι μια διαδικασία τόσο ευαίσθητη όταν βρίσκεται στα χέρια του ιδιωτικού τομέα όπου μέτρο των πάντων είναι η κερδοφορία. Δεν φανταζόμαστε για παράδειγμα για ποιον άλλο λόγο πέρα από το να αποκομίσει νέα κέρδη μπορεί να απέκτησε το 19% των μετοχών της Moody's η εταιρεία Berkshire Hethaway του Ουόρεν Μπάφετ, γνωστού κι ως Μίδα; Μήπως επομένως το σημαντικότερο συμπέρασμα που πρέπει να εξαχθεί από την πρόσφατη κρίση είναι πως ορισμένες νευραλγικού χαρακτήρα για το οικονομικό σύστημα δραστηριότητες αξιολόγησης (όπως επίσης κι ο έλεγχος των ανωνύμων εταιρειών που μέχρι πριν 20 χρόνια στην Ελλάδα ασκούταν αποκλειστικά και μόνο από το κράτος) πρέπει να ασκούνται στο εξής από τον δημόσιο τομέα;

 

* Το άρθρο θα δημοσιευτεί στο περιοδικό Διπλωματία

 

Η παρακμή της Δύσης

Η παρακμή της Δύσης

 

Του Χρήστου Τσουκαλά*

 

Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, λέει μια παλιά κινέζικη παροιμία.  Αυτό από τη μία όψη του ζητήματος,  γιατί από την άλλη μπορεί  εξίσου καλά να κρύβει χίλιες λέξεις ή και να αποκρύπτει χίλιες αλήθειες. Η εικόνα της πτώσης του τείχους στο Βερολίνο χρησιμοποιήθηκε για να σηματοδοτήσει, να ‘‘σημάνει'' την κατάρρευση των πρώην ρεβιζιονιστικών χωρών  (‘‘του σιδηρούν παραπετάσματος'' κατά τους πανηγυρίζοντες την εικοστή επέτειο της πτώσης  δυτικούς)  και επομένως το θρίαμβο της Δύσης. Από τότε και για αρκετά χρόνια η Δύση γιόρτασε χίλιες νίκες, χίλιους θριάμβους.

Στον κόσμο απόμεινε μόνο μια Υπερδύναμη για να τον διαφεντεύει, που σχεδίαζε τη «Νέα Τάξη Πραγμάτων», διακήρυττε το «τέλος της ιστορίας», «παγκοσμιοποίησε» το σύστημά της και το επέβαλε ως μοναδικό σε ολόκληρο τον πλανήτη, με τη δύναμη της διπλωματίας της, των συμμαχιών της, της οικονομίας της, του νομίσματός της, των αεροπλανοφόρων της, των πυραύλων της και του πολέμου της «εναντίον της τρομοκρατίας».

Και όμως είκοσι χρόνια μετά, με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης, με τη σιγουριά που μας προσφέρουν τόσες εξελίξεις και ανατροπές, μπορούμε πια να μιλάμε για την παρακμή της Δύσης.

Όσο για την κυριαρχία της, αυτή τείνει να περιοριστεί στις εικόνες, η "εικονική" κυριαρχία της όμως δεν αναπληρώνει τις απώλειές της στους άλλους τομείς.

Γεννιέται βέβαια το ερώτημα: πως γίνεται να παρακμάζει η Δύση, όταν η ίδια πανηγυρίζει το θρίαμβό της;  Πώς γίνεται να χάνει τη θέση της, όταν δεν  τη διεκδικεί κάποιος άλλος; Γίνεται γιατί πρόκειται μάλλον για φθορά, αργή, καθημερινή, διάχυτη σε άσχετους φαινομενικά τομείς, αδιόρατη. Ο δε θρίαμβός της ήταν μόνο σε σχέση  με συγκεκριμένες χώρες που διαλύθηκε η οικονομική, η πολιτική,  η ιδεολογική, η κρατική τους δομή, το όλο  σύστημά τους. Γίνεται, γιατί το ‘'φαίνεσθαι'' δεν συμπίπτει με το ‘'είναι'' σύμφωνα με πανάρχαια διαπίστωση των σοφιστών, γιατί η ανάγνωση της πραγματικότητας γίνεται σε πολλά επίπεδα.

 Άλλωστε οι μεγάλες ιστορικές μεταβολές σπάνια μοιάζουν στα πυροτεχνήματα με τις φαντασμαγορικές λάμψεις και τους εκκωφαντικούς τους κρότους. Αντίθετα απλώνονται στο χρόνο, στο χώρο, στους μέγιστους πληθυσμούς, σε όλες σχεδόν τις πλευρές της ατομικής, της κοινωνικής, της πολιτικής, της πνευματικής ζωής έτσι που περνά σχεδόν απαρατήρητη η συνάφειά τους, η συσχέτισή τους. Άλλωστε δεν πρόκειται για μεμονωμένα γεγονότα αλλά για μια σειρά φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους διαδικασιών.

Τέτοιες διαδικασίες μπορούμε να ανιχνεύσουμε  και  στα αρκτικόλεξα που θυμίζουν βέβαια ιερογλυφικά -BRIC, G20, UNASUR, MERCOSUR, ΟΣΣ, ASEAN κλπ. είναι οι νέοι αυτοί όροι που μπήκαν σχετικά πρόσφατα στη ζωή μας. Μυστηριώδεις και ακατάληπτοι πλάι σε παλαιότερους: G7, G8,OECD, IMF, WORLD BANK, OPEC, WTO, ΝΑΤΟ, και άλλοι.  Κι όμως εδώ, στους διεθνείς αυτούς οργανισμούς, αποτυπώνονται  οι  εκάστοτε συσχετισμοί δύναμης μεταξύ των ισχυρών της Γης όπως και οι ανατροπές αυτών των συσχετισμών. Κατ'αρχήν το G-6 συγροτήθηκε από τις τότε (1975) έξι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Μ.Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, και με τον Καναδά, τον επόμενο χρόνο, έγιναν G-7. Αυτές βέβαια ήταν ταυτόχρονα τα ισχυρότερα-πλουσιότερα κράτη της ..Δύσης, μια συμμαχία των κυρίαρχων του δυτικού κόσμου, του ίδιου του ιμπεριαλισμού. Αυτοί και μόνο αυτοί και όχι άλλοι.!

Η συμμετοχή της Ιαπωνίας δεν είναι παράξενη, γιατί αν και  γεωγραφικά βρίσκεται στην Άπω Ανατολή, αν και ο πληθυσμός της ανήκει στην κίτρινη φυλή, είναι ‘΄δυτική΄' στην οικονομία της, αν και ‘‘καθάρισε'' νωρίς με τους δυτικούς ιεραπόστολους, είναι ‘‘Δυτική''στο πολίτευμά της, στο σύστημά της (με αφετηρία το ..1868) και αυτό είναι που έχει  τελικά μεγαλύτερη σημασία: ο καπιταλισμός της.!

Η συμμετοχή της Ρωσίας ήταν επιλογή της Δύσης, θεωρώντας την  κληρονόμο των ..υπολειμμάτων ισχύος της υπερδύναμης που ονομαζόταν Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.

Η μετάβαση από το G-7 στο G-20 σημαίνει την παραδοχή από τη Δύση της ανεπάρκειάς της να αντιμετωπίσει την οικονομική  κρίση, που ενέσκυψε ξαφνικά ( για όσους βέβαια δεν διάβασαν…..Μαρξ ή έστω την ιστορία των καπιταλιστικών κρίσεων), την αδυναμία της να φορτώσει, όπως συνήθιζε ως τώρα, την κρίση στον τρίτο κόσμο (αναπτυσσόμενες χώρες, πρώην αποικίες), την επιθυμία της να παγκοσμιοποιήσει το σύστημά της, τους κανόνες της, τη «λογική» της, να εντάξει σε αυτό τις ανερχόμενες οικονομικές δυνάμεις, συγχρόνως να τις ελέγξει, ιδιαίτερα την ταχύτατα αναπτυσσόμενη Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία δευτερευόντως, και να αποκομίσει από αυτή τη διαδικασία τα μέγιστα δυνατά οφέλη.

Η υποχώρηση της Δύσης, η μείωση της απόστασης που τη χώριζε από τον τρίτο κόσμο, η ανατροπή των συσχετισμών οικονομικής ισχύος, η ανατροπή στη σειρά κατάταξης, φαίνεται και με την απλή,  στιγμιαία, καταγραφή της κατάστασης  του ΑΕΠ των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη… το 1990 

α) ΗΠΑ  5,757,200,000,000 $

β) ΙΑΠΩΝΙΑ   3,018,269,946,941 $ 

γ) ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1,714,446,543,471

δ) ΓΑΛΛΙΑ 1,244,419,132,358

ε) ΙΤΑΛΙΑ 1,133,465,454,299  

στ) Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ  995,933,488,071

ζ) ΚΑΝΑΔΑΣ 582,735,317,435

η)  ΡΩΣΙΑ  569,708,921,157 

Θ) ΙΣΠΑΝΙΑ 520,938,250,732 

ι) ΒΡΑΖΙΛΙΑ   478,574,727,649    

ια) ΚΙΝΑ    404,494,194,099 .. ΚΛΠ. .

και τη σύγκρισή της με αυτή του2009:                                 

–         α) Παγκοσμίως 54.863,551εκτμ. $

– β) Ευρωπαϊκή Ένωση 15.342,908 $

– γ) Ηνωμένες Πολιτείες 14.002,74 $ 2

 -δ) Ιαπωνία 4.992,85 

–ε) Κίνα 4.832,99

–στ) Γερμανία 3.060,31

 –ζ) Γαλλία 2.499,15

–η) Ηνωμένο Βασίλειο 2.007,05

-θ) Ιταλία 1.,849,87

 –ι) Ισπανία 1.397,23

–ια) Βραζιλία 1.268,51

—  ιβ) Καναδάς 1.229,37

–ιγ) Ινδία 1.185,73

–ιδ)   Ρωσία 1.163,65

–ιε) Ν. Κορέα 956,787,682,724 

–ιστ) Μεξικό 827,189

— ιζ) Αυστραλία 755,066

–ιη) Κάτω Χώρες 742,966

(( πηγή.2009-ΔΝΤ . Βικιπαίδεια))

 Οι  τέσσερις οικονομικά ισχυρότερες χώρες εκτός Δύσης έχουν και  αρκτικόλεξο: ΒΡΙΚ (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα). Αυτές κατέχουν  αθροιστικά πάνω από το 25% της παγκόσμιας έκτασης, πάνω από το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού,  οι οικονομίες τους το 2008 αντιπροσώπευαν το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ,  έναντι του 17% κατά  το 1990. Επιπλέον έχουν συνείδηση της ισχύος και του ρόλου τους και προσπαθούν να συγκροτήσουν ομάδα. Στα ίδια συμπεράσματα οδηγούμαστε συγκρίνοντας τις οικονομικές τάσεις, το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ:…. Ετησιοποιημένος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης για το διάστημα 1990-2007 : Κίνα  13.34%, Ινδία  7.63%,   Βραζιλία 6.12%, ΗΠΑ  5.27%,  Γερμανία 3.96%,  Ιαπωνία 2.21%. Μια ανισομετρία  που εντείνεται τώρα με την Κρίση.

Σημείωση: η δεκαετία 1990-2000 υποτίθεται ότι ήταν η δεκαετία του ‘‘θριάμβου'' της Δύσης.

 Από την ανάγκη προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες ισορροπίες ανασυγκροτούνται το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΠΟΕ, με μεταβολή των ποσοστών ψήφου, των δικαιωμάτων, της επιρροής κάθε χώρας και περιοχής. Αμφισβητείται ακόμα η σύνθεση των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που αντιστοιχούσε στο συσχετισμό δύναμης του 1945 όχι όμως και του 2009. Ο ΠΟΕ βρίσκεται υπό διαρκή διαμόρφωση, με δύσκολες διαπραγματεύσεις, με ατέλειωτους κύκλους συζητήσεων και πολλαπλές συγκρούσεις   όπως μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, βιομηχανικά ανεπτυγμένων  χωρών και αυτών που εξάγουν πρώτες ύλες. Για παράδειγμα η Ρωσία διαπραγματεύεται ακόμα (2009) την εισδοχή της σε αυτόν.

Οι φτωχές χώρες προχωρούν επιπλέον σε ενέργειες, σχηματισμούς, συνεργασίες, συντονισμούς, βήματα, για να βελτιώσουν τους όρους των συναλλαγών τους με τις πλούσιες χώρες, για να μειώσουν την εκμετάλλευσή τους από τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Σχηματίζουν οικονομικές ενώσεις, οικονομικούς συνασπισμούς, περιφερειακές ολοκληρώσεις, όπως ASEAN  (Ν.Ασία), MERCOSUR, UNASUR (Λατ. Αμερική).        

    Χαρακτηριστική περίπτωση  ο ΟΠΕΚ. Η  Δύση μάλιστα δεν έπαψε να τον κατηγορεί, από την ίδρυσή του  (1960) κιόλας: ότι είναι κλασική περίπτωση καρτέλ, ολιγοπωλίου, ότι ελέγχει και ρυθμίζει την παραγωγή πετρελαίου, ότι προκαλεί τεχνητή και υπερβολική άνοδο της τιμής του, η οποία, κατά τη Δύση, ευθύνεται για τις κρίσεις και της υφέσεις της παγκόσμιας οικονομίας, όπως συνέβη με τα πετρελαϊκά σοκ του 1973, του 1979-1980, του 2008, ότι χρησιμοποιεί το πετρέλαιο ως οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό όπλο ακόμα.

  Αντίστροφα η Δύση κατηγορείται για αποικιοκρατική, ιμπεριαλιστική έως και σιωνιστική πολιτική προς τα κράτη αυτά, για κατακτητικούς πολέμους, για εμφύλιους διχασμούς, πραξικοπήματα, χούντες, υπόθαλψη πολέμων μεταξύ γειτονικών χωρών, για εκβιασμούς, απειλές….Κατηγορείται ακόμα ότι αυτή ελέγχει και ρυθμίζει τις τιμές του πετρελαίου με τις κακόφημες  «επτά (7) αδελφές», τις πετρελαϊκές πολυεθνικές, ότι με τα χρηματιστηριακά παιχνίδια, με τα παράγωγα, τις προθεσμιακές αγορές κλπ κερδοσκοπεί ασύστολα και οδηγεί τις τιμές στα ύψη για τους καταναλωτές[1].  

Πάντως κανείς λογικός και δίκαιος άνθρωπος δεν αμφισβητεί  ότι η μυρωδιά του πετρελαίου συνοδεύεται από την οσμή του αίματος! Συχνά η ανεύρεση πετρελαίου από ευχή γίνεται κατάρα για τους κατοίκους της περιοχής και της χώρας ολόκληρης. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος  και η κατοχή στο Ιράκ, οι συγκρούσεις στη Νιγηρία, οι απειλές εναντίον του Ιράν, οι εκβιασμοί εναντίον της Λιβύης, τα πραξικοπήματα κατά του Τσάβες είναι μικρό μόνο δείγμα των άγριων συγκρούσεων και ανταγωνισμών γύρω και πάνω από το πετρέλαιο.

Ανάλογα άγρια παιχνίδια παίζονται και για το φυσικό αέριο, τους αγωγούς του, τους δρόμους διέλευσης της ενέργειας γενικότερα. Σε μια μεταβλητή γεωμετρία συμμαχιών και αντίπαλων ομάδων χωρών και εταιρειών. Οπωσδήποτε όμως τα τελευταία χρόνια οι εξαγωγείς ενέργειας παρουσιάζονται ενισχυμένοι και ευνοημένοι από την άνοδο της τιμής των πρώτων υλών της ενέργειας, πράγμα που φαίνεται  στη θεαματική άνοδο των συναλλαγματικών τους αποθεμάτων, στην αντοχή των οργανισμών και συμμαχιών τους, στην ενόχληση της Δύσης, στις εθνικοποιήσεις των πετρελαιοπηγών τους, στις εταιρείες-κολοσσούς, που έχουν συστήσει, όπως:  Saudi Aramco (Σαουδική Αραβία), Petrobras (Βραζιλία), PDVSA (Βενεζουέλα), GAZPROM (Ρωσία)κλπ.

Αξιοπρόσεκτη  είναι ακόμα η προσπάθεια προσέγγισης Κίνας-Ρωσίας.  Μάλιστα  στον ΟΣΣ (Οργανισμό Συνεργασίας της  Σαγκάης)  συμμετέχουν: Κίνα, Ρωσία, Καζαχστάν,  Κιργιζία,  Τατζικιστάν και  Ουζμπεκιστάν,  και ως παρατηρητές οι πρόεδροι του Ιράν, της Ινδίας, της Μογγολίας και του Πακιστάν.  Πρόθεσή τους η θεσμοποίηση του οργανισμού αυτού. Θέλουν να πάρει στρατηγικά χαρακτηριστικά! Μια στρατηγική συμμαχία θεμελιωμένη σε ένα ευρύ φάσμα αντικειμένων και τομέων: Στρατιωτικά: κοινές ασκήσεις, Αντί-ΝΑΤΟ, με αναφορά στην παγκόσμια ασφάλεια, ( ένας άξονας δηλ.Μόσχας-Πεκίνου)

Οικονομικά: ανάπτυξη των μεταξύ  τους εμπορικών συναλλαγών,  σύνδεσή τους με δίκτυα αγωγών ενέργειας,

Νομισματικά: εισαγωγή νέου παγκόσμιου νομίσματος,[2] κλπ.

Η δυσαρέσκεια της Δύσης είναι ολοφάνερη στην εικόνα της Λατινικής Αμερικής όπως την  ‘‘φιλοτεχνούν'' τα δυτικά ΜΜΕ. Τσάβες, Μοράλες, Λούλα, Κορέα φαίνονται το λιγότερο γραφικοί. Οι πιο συχνές κατηγορίες: καλλιέργεια εθνικισμού και σοσιαλμανία.  Οι νοτιαμερικανοί απαντούν με την MERCOSUR ( Κοινή Αγορά του Νότου) και την   UNASUR  που συνιστούν προσπάθειες για την οικονομική  και στρατιωτική συνεργασία και ολοκλήρωση των χωρών της περιοχής. Στην  διακήρυξη του Κούσκο μάλιστα  δίνουν αντι-ιμπεριαλιστικό και αντι-Δυτικό χαρακτήρα στη συμμαχία τους  και αναφέρονται σαφέστατα  στους αγώνες των λαών της περιοχής εναντίον των αποικιοκρατών.

Μνημονεύουν εκεί  τους ήρωές τους τον Σιμόν Μπολιβάρ,  τον Antonio José de Sucre, τον Liberator José de San Martin. Παραφωνία στον αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό των χωρών της περιοχής αποτελεί η Κολομβία με έντονη την παρουσία βορειοαμερικανικών στρατιωτικών  δυνάμεων. Τάχα για τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών. ( Όσο πιο πολύ  τα …καταπολεμούν   πάντως    τόσο πιο πολύ   η παραγωγή ναρκωτικών  προοδεύει. Όπως και στο Αφγανιστάν).

Ανάλογες προσπάθειες  κάνουν μια σειρά χώρες της Νότιο-Ανατολικής  Ασίας που έχουν συγκροτήσει το ASEAN.

Τόμοι χρειάζονται για να αναπτυχθεί το θέμα της παρακμής και ένα μικρό άρθρο. Να σημειωθεί ότι πέραν του ΑΕΠ, του ρυθμού μεταβολής του,  των συμμαχιών, των συναλλαγματικών αποθεμάτων, των πολυεθνικών, του παγκόσμιου νομίσματος, η κυριαρχία της Δύσης αμφισβητείται και στην τεχνολογία, στην επιστήμη, στο διάστημα, στα θεάματα, στη θρησκεία, στην ιδεολογία. Αμφισβητούνται οι περιορισμοί της στους εξοπλισμούς, στα πυρηνικά όπλα.

Η ειρωνεία των εξελίξεων είναι ότι: η Δύση ενώ έχει  νικήσει τους αντιπάλους της, κινδυνεύει  να χάσει από τους ανταγωνιστές της που χρησιμοποιούν  πια τα  όπλα της, τις μεθόδους, τα συστήματά της, τις λογικές της!

 

* Ο Χρήστος Τσουκαλάς είναι εκπαιδευτικός β/βάθμιας Εκπ/σης.

Πάτρα, 23-09-2009



[1] «Σύμφωνα με τον ΟΠΕΚ, ο οποίος τροφοδοτεί το 42% της παγκόσμιας αγοράς με πετρέλαιο (το υπόλοιπο ποσοστό προέρχεται από χώρες εκτός ΟΠΕΚ, όπως ΗΠΑ, Ρωσία, Βρετανία, Νορβηγία, χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης κ.ά.), οι τελικές τιμές των προϊόντων του πετρελαίου στην Ευρωπαϊκή Ενωση διαμορφώνονται ως εξής: Το 68% της τιμής οφείλεται στους επιβληθέντες φόρους της ΕΕ, το 16% πηγαίνει στις χώρες που εξάγουν το πετρέλαιο και ένα 16% πηγαίνει στα διυλιστήρια και τους πωλητές.»

[2] «………Το ισχύον σύστημα δεν είναι κακό μόνο για τον κόσμο, αλλά και για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αλήθεια είναι πως καθώς ολόκληρος ο κόσμος αγοράζει δολάρια, εξάγουμε χαρτονομίσματα μάλλον, παρά αυτοκίνητα, αλλά το πρόβλημα είναι πως το τύπωμα χαρτονομισμάτων δε δημιουργεί θέσεις εργασίας. Μέχρι τώρα αναπληρώναμε την παραγωγική μας υστέρηση αυξάνοντας τα ελλείμματα. Όσο προχωράει ο καιρός όμως, θα ανακαλύψουμε πως έχει κι αυτό τα όριά του. Πως η FED δεν θα μπορεί να συνεχίσει σε αυτήν την πορεία όπως μάθαμε πρόσφατα, οι επεκτατικές νομισματικές πολιτικές έχουν κι αυτές το ρίσκο τους.

(Ο Joseph Stiglitz (από Washington Post/ www.ppol.gr, 02/09/2009)

Από τον Σμιθ στον Κέινς και πάλι πίσω

Από τον Σμιθ στον Κέινς και πάλι πίσω  

 

του Paul Krugman

 

Μέρος 1ο

Είναι δύσκολο να το πιστέψουμε σήμερα, αλλά δεν πάει πολύς καιρός που οι οικονομολόγοι έδιναν συγχαρητήρια ο ένας τον άλλον για τις επιτυχίες του κλάδου. Οι επιτυχίες αυτές – ή έτσι νόμιζαν – αφορούσαν τόσο τη θεωρία όσο και την πρακτική και είχαν ανοίξει μια χρυσή εποχή για το επάγγελμα. Σε ό,τι αφορούσε τη θεωρία, πίστευαν ότι είχαν επιλύσει τις εσωτερικές τους διαμάχες. 

Έτσι, σε άρθρο του 2008, με τίτλο "Η κατάσταση των Μάκρο" (δηλαδή των μακροοικονομικών, της μελέτης των ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τις γενικές εικόνες της οικονομίας, όπως είναι οι υφέσεις), ο Olivier Blanchard του ΜΙΤ,  σήμερα επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δήλωνε ότι "η κατάσταση των μακροοικονομικών είναι καλή". Οι διαμάχες του χτες, προσέθετε, έχουν πάρει τέλος και υπάρχει "ευρεία σύγκλιση οπτικών".

Και σε ό,τι αφορούσε τον πραγματικό κόσμο, οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι είχαν τον έλεγχο των πραγμάτων: το "κεντρικό πρόβλημα της αποτροπής των υφέσεων έχει επιλυθεί",  διακήρυσσε ο Robert Lucas του Πανεπιστημίου του Σικάγο στην ομιλία του ως πρόεδρος της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης στο συνέδριο του 2003. Ενώ το 2004, ο Μπεν Μπερνάνκι, πρώην καθηγητής του Πρίνστον, και σήμερα πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας πανηγύριζε για τη 'Μεγάλη Μετριοπάθεια' σε ό,τι αφορούσε την εξέλιξη της οικονομίας κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, την οποία και απέδιδε εν μέρει σε βελτιώσεις της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής.

Και πέρυσι όλα αυτά χάθηκαν.

Ελάχιστοι οικονομολόγοι διέκριναν την επερχόμενη κρίση, αλλά η αποτυχία σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις είναι το λιγότερο σημαντικό από τα προβλήματα του κλάδου. Πιο σημαντική υπήρξε η τυφλότητά του απέναντί στις υψηλές πιθανότητες εκδήλωσης μιας καταστροφής στην οικονομία της αγοράς. Κατά τη διάρκεια της χρυσής εποχής, οι οικονομολόγοι των χρηματοπιστωτικών κατέληξαν να πιστεύουν ότι οι αγορές είναι εγγενώς σταθερές – στην πραγματικότητα ότι οι μετοχές και τα άλλα στοιχεία ενεργητικού αποτιμώνται πάντοτε ορθώς. Τίποτα στα κυρίαρχα μοντέλα τους δεν υπαινίσσονταν την πιθανότητα μιας κατάρρευσης σαν κι αυτή που είχαμε πέρυσι. Εν τω μεταξύ οι οικονομολόγοι των μακροοικονομικών διχάζονταν ως προς τις προσεγγίσεις τους. Αλλά η βασική διαίρεση ήταν μεταξύ αυτών που επέμεναν ότι οι οικονομίες της ελεύθερης αγοράς δεν παρεκκλίνουν ποτέ και αυτών που πίστευαν ότι ναι μεν μπορεί και να παρεκκλίνουν κάπου κάπου, αλλά κάθε σημαντική παρέκκλιση από τον δρόμο της ευημερίας μπορεί, και είναι δυνατό, να διορθωθεί από την παντοδύναμη FED. Καμία από τις δύο πλευρές δεν ήταν έτοιμη να διαχειριστεί μια οικονομία που εκτροχιάζονταν δραστικά παρά τις μεγάλες προσπάθειες της FED.

Την επαύριο της κρίσης τα ρήγματα μεταξύ των οικονομολόγων βάθυναν περισσότερο από ποτέ. Ο Lucas λέει ότι τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας της κυβέρνησης Ομπάμα είναι "φτηνιάρικα οικονομικά", ενώ ο συνάδελφός του στο Σικάγο John Cohrane υποστηρίζει ότι βασίζονται σε ανυπόληπτα "παραμύθια". Απαντώντας τους ο Brad De Long του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ, γράφει για τη "διανοητική κατάρρευση" της Σχολής του Σικάγο, κι εγώ ο ίδιος έχω γράψει ότι τα σχόλια των οικονομολόγων του Σικάγο είναι το προϊόν μιας Σκοτεινής Εποχής των μακροοικονομικών που έχει ξεχάσει μια επίπονα κερδισμένη γνώση. Μα τι γίνεται με το επάγγελμα των οικονομολόγων; Και πού πάμε στη συνέχεια;

Από τη δική μου σκοπιά, το επάγγελμα των οικονομολόγων έχει εκτροχιαστεί επειδή οι οικονομολόγοι σαν σύνολο μπέρδεψαν την ομορφιά των φαινομενικά εντυπωσιακών μαθηματικών με την αλήθεια. Έως τη Μεγάλη Ύφεση, οι περισσότεροι οικονομολόγοι ήταν προσηλωμένοι στη θεώρηση του καπιταλισμού ως ενός τέλειου ή σχεδόν τέλειου συστήματος. Τότε όμως η συγκεκριμένη θεώρηση έπαψε να είναι βιώσιμη καθώς ήρθε αντιμέτωπη με τη μαζική ανεργία. Αλλά καθώς οι μνήμες της Μεγάλης Ύφεσης ξεθώριαζαν, οι οικονομολόγοι ερωτεύτηκαν εκ νέου την παλιά εξιδανικευμένη εικόνα μιας οικονομίας στην οποία ορθολογικά άτομα αλληλεπιδρούν μέσα σε τέλειες αγορές, αυτή τη φορά μάλιστα καλλωπισμένη με φανταχτερές εξισώσεις. Σαφώς και η ανανέωση του ρομάντζου με τις εξιδανικευμένες αγορές  ήταν εν μέρει απάντηση στην μεταστροφή των πολιτικών ρευμάτων και εν μέρει ανταπόκριση σε οικονομικά κίνητρα. Και μπορεί τα προνόμια του Hoover Institution και οι θέσεις εργασίας στην Wall Street να μην είναι καθόλου ευκαταφρόνητα, όμως ο κύριος λόγος της αποτυχίας του επαγγέλματος ήταν η επιθυμία για μια ολοκληρωτική και διανοητικά κομψή προσέγγιση, που θα έδινε επιπλέον στους οικονομολόγους τη δυνατότητα να επιδείξουν τη μαθηματική δεινότητά τους.

Δυστυχώς, αυτή η ρομαντική και απολυμασμένη θεώρηση της οικονομίας οδήγησε τους περισσότερους οικονομολόγους να αγνοήσουν όλα εκείνα τα πράγματα που μπορεί να πάνε στραβά. Έτσι έκλεισαν τα μάτια μπροστά στους περιορισμούς της ανθρώπινης ορθολογικότητας,  στα προβλήματα των ιδρυμάτων που παθαίνουν αμόκ, στις ατέλειες της αγοράς – και ειδικά των χρηματοπιστωτικών αγορών – που μπορούν να οδηγήσουν το λειτουργικό σύστημα της οικονομίας σε ξαφνικά και απρόβλεπτα κραχ και στους κινδύνους που προκύπτουν όταν οι εποπτικές αρχές δεν πιστεύουν στη σημασία της εποπτείας.

Είναι πολύ πιο δύσκολο να πει κανείς προς τα πού μπορεί να πάει ο κλάδος των οικονομολόγων από εδώ και στο εξής. Αλλά είναι απολύτως σίγουρο ότι οι οικονομολόγοι  πρέπει να μάθουν να ζουν με το χάος. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναγνωρίσουν τη σημασία των άλογων και συχνά απρόβλεπτων συμπεριφορών, να δουν κατά πρόσωπο τις συχνά εγγενείς ατέλειες των αγορών και να αποδεχτούν ότι η κομψή οικονομική "θεωρία του παντός" είναι πολύ πολύ μακριά μας. Σε όρους πρακτικής, αυτό μεταφράζεται σε συστάσεις για μια πιο προσεκτική οικονομική πολιτική και στον περιορισμό της προθυμίας για  αποδιάρθρωση των θεσμών και οργάνων που περιφρουρούν την οικονομία στο όνομα της πίστης ότι οι αγορές θα λύσουν όλα τα προβλήματα.

ΙΙ. Από τον Σμιθ στον Κέινς και πάλι πίσω

 Η γένεση των οικονομικών σαν επιστημονικού κλάδου αποδίδεται κατά κανόνα στον Άνταμ Σμιθ, που δημοσίευσε τον "Πλούτο των Εθνών" το 1776. Στα επόμενα 160 χρόνια αναπτύχθηκε ένα μεγάλο σώμα οικονομικής θεωρίας που το κεντρικό του μήνυμα ήταν: Εμπιστευτείτε την αγορά. Ναι, είναι αλήθεια ότι οι οικονομολόγοι παραδέχονταν πως σε ορισμένες περιπτώσεις οι αγορές μπορεί να σφάλλουν, και πως η πιο σημαντική από αυτές τις περιπτώσεις είχε να κάνει με τις "εξωτερικότητες" – κόστη για παράδειγμα που οι άνθρωποι επιβάλλουν σε άλλους δίχως να πληρώνουν την τιμή, όπως είναι τα μποτιλιαρίσματα και η μόλυνση του περιβάλλοντος. Αλλά η βασική υπόθεση των 'νεοκλασικών' οικονομικών (όπως ονομάστηκαν από τους θεωρητικούς του ύστερου 19ου αιώνα που επεξεργάστηκαν τις έννοιες των 'κλασικών' προκατόχων τους), είναι ότι πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη  στο σύστημα της αγοράς.

Η πίστη αυτή, ωστόσο, συνετρίβη με τη Μεγάλη Ύφεση. Στην πραγματικότητα, ακόμη κι όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την ολική κατάρρευση, ορισμένοι οικονομολόγοι επέμεναν πως ό,τι κι αν συμβαίνει στην οικονομία της αγοράς, πρέπει να είναι και σωστό: "Οι υφέσεις δεν είναι κακό και μόνο κακό", διακήρυσσε το 1934 ο Τζόζεφ Σουμπέτερ! Είναι, πρόσθετε,  "κάτι που πρέπει να συμβεί". Αλλά οι περισσότεροι οικονομολόγοι της εποχής εκείνης στράφηκαν ως επί τον πλείστον στις ιδέες του Τζον Μάιναρντ Κέινς ζητώντας ερμηνείες για ό,τι είχε συμβεί και λύσεις για την αντιμετώπιση των μελλοντικών υφέσεων.

Ό,τι  κι αν λέγεται, ο Κέινς δεν ήθελε τη διαχείριση της οικονομίας από το κράτος. Ο ίδιος περιέγραψε την ανάλυση που κάνει στο βασικό έργο του "Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος" του 1936 ως "μετριοπαθώς συντηρητική κατά τις συνεπαγωγές της". Ήθελε να διορθώσει τον καπιταλισμό, όχι να τον αντικαταστήσει. Αλλά επερώτησε την ιδέα ότι οι οικονομίες της ελεύθερης αγοράς είναι δυνατόν να λειτουργούν χωρίς εποπτεία και εξέφρασε απαξίωση προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές που θεωρούσε ότι κυριαρχούνται από τη βραχυπρόθεσμη κερδοσκοπία με πολύ περιορισμένη αναφορά στα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας. Ο Κέινς ζήτησε την ενεργό παρέμβαση του κράτους – με την εκτύπωση περισσότερου χρήματος και, αν είναι ανάγκη, με τη δραστική  αύξηση των δαπανών για δημόσια έργα – για την καταπολέμηση της ανεργίας κατά τη διάρκεια των υφέσεων.

Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι ο Κέινς έκανε πολύ περισσότερα από τολμηρές προτάσεις. "Η Γενική Θεωρία" είναι έργο ενδελεχούς ανάλυσης – ανάλυσης που έπεισε τους περισσότερους νέους οικονομολόγους της εποχής του. Όμως η ιστορία των οικονομικών του τελευταίου μισού αιώνα είναι κατά μεγάλο μέρος της η ιστορία της υποχώρησης από τον κεϊνσιανισμό και της επιστροφής στα νεοκλασικά οικονομικά.

Η αναγέννηση των νεοκλασικών ξεκίνησε αρχικά από τον Μίλτον Φρίντμαν του Πανεπιστήμιο του Σικάγο που από το 1953 ήδη υποστήριξε ότι τα νεοκλασικά οικονομικά παρέχουν αρκετά καλές περιγραφές των τρόπων με τους οποίους λειτουργεί πραγματικά η οικονομία και γι'  αυτό είναι  "άκρως γόνιμα και αξίζουν πολύ περισσότερο της εμπιστοσύνης μας". Αλλά τι γίνεται με τις υφέσεις; Η αντεπίθεση του Φρίντμαν ενάντια στον Κέινς ξεκίνησε με το δόγμα που είναι γνωστό ως μονεταρισμός. Οι μονεταριστές δεν διαφωνούν καταρχήν με το ότι η  οικονομία της αγοράς χρειάζεται προσεκτικές σταθεροποιητικές παρεμβάσεις. Αλλά  υποστηρίζουν ότι για την πρόληψη των υφέσεων αρκεί ένας πολύ περιορισμένος και αυστηρά οριοθετημένος τύπος κρατικής παρέμβασης: συγκεκριμένα η δράση των κεντρικών τραπεζών που διατηρούν την προσφορά χρήματος σε ένα κράτος – το σύνολο του χρήματος που κυκλοφορεί και βρίσκεται κατατεθειμένο στις τράπεζες – αυξανόμενη με σταθερό ρυθμό. Όπως είναι γνωστό ο Φρίντμαν και η συνεργάτης του Άννα Σβαρτς υποστήριξαν ότι αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα είχε κάνει καλά τη δουλειά της κατά τη δεκαετία του 1930, δεν θα είχαμε τη Μεγάλη Ύφεση. Στη συνέχεια, ο Φρίντμαν διατύπωσε ένα ακαταμάχητο επιχείρημα ενάντια σε κάθε προσπάθεια των κυβερνήσεων για μείωση του ποσοστού της ανεργίας κάτω από τα 'φυσικά' του επίπεδα (που σήμερα θεωρούνται  4,8% για τις ΗΠΑ). Οι άκρως επεκτατικές πολιτικές, προέβλεπε ο Φρίντμαν, μπορούν να οδηγήσουν σε ένα συνδυασμό πληθωρισμού και υψηλής ανεργίας, μια πρόβλεψη που γεννήθηκε μέσα από τον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του 1970, ο οποίος σε γενικές γραμμές ενίσχυσε την αξιοπιστία του κινήματος ενάντια στον Κέινς.

Τελικά, όμως, η αντεπανάσταση κατά του Κέινς πήγε πολύ πιο μακριά από τις θέσεις του Φρίντμαν, που έχουν καταλήξει πια να μοιάζουν σχετικά μετριοπαθείς μπροστά στις θέσεις των διαδόχων του. Στους κόλπους των οικονομολόγων των χρηματοπιστωτικών, η απαξιωτική κεϊνσιανή θεώρηση των χρηματοπιστωτικών αγορών ως 'καζίνο' αντικαταστάθηκε από τη θεωρία των 'αποτελεσματικών αγορών', η οποία διαβεβαιώνει ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές, με δεδομένη τη διαθεσιμότητα πληροφόρησης, αποτιμούν πάντα σωστά τα στοιχεία ενεργητικού. Εν τω μεταξύ πολλοί οικονομολόγοι των μακροοικονομικών απέρριψαν ολοκληρωτικά το κεϊνσιανό πλαίσιο για την κατανόηση των οικονομικών υφέσεων.  Ορισμένοι εξ αυτών επέστρεψαν στις θέσεις του Σουμπέτερ και των άλλων απολογητών της Μεγάλης Ύφεσης, που θεωρούσαν τις υφέσεις ως κάτι θετικό, τμήμα της προσαρμογής της οικονομίας στην αλλαγή. Αλλά και όσοι δεν θέλησαν να πάνε τόσο μακριά υποστήριξαν ότι κάθε προσπάθεια θα καταπολεμήσεις μια οικονομική ύφεση κάνει περισσότερο κακό παρά καλό.

Δεν πήραν πάντως όλοι οι οικονομολόγοι των μακροοικονομικών αυτό το δρόμο. Ορισμένοι έγιναν οι αυτοαποκαλούμενοι νεοκεϊνσιανοί που συνεχίζουν να πιστεύουν στον ενεργό ρόλο του κράτους. Κι αυτοί όμως αποδέχτηκαν ως επί το πλείστον την ιδέα ότι οι επενδυτές και οι καταναλωτές είναι ορθολογικοί και ότι οι αγορές σε γενικές γραμμές λειτουργούν καλά.

Φυσικά υπήρξαν κι εξαιρέσεις σε αυτές τις τάσεις: κάποιοι λίγοι οικονομολόγοι επερώτησαν την υπόθεση της ορθολογικής συμπεριφοράς, αμφισβήτησαν την πίστη στην ιδέα ότι μπορούμε να εμπιστευόμαστε τις χρηματοπιστωτικές αγορές και έδειξαν προς την κατεύθυνση της μακράς ιστορίας των χρηματοπιστωτικών κρίσεων και των σαρωτικών τους  οικονομικών επιπτώσεων. Αλλά πήγαιναν ενάντια στο ρεύμα και ήταν αδύνατον να ανοίξουν νέους δρόμους απέναντι σε μια διαβρωτική και, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, ανόητη αυταρέσκεια.

Μέρος 2ο

Στη δεκαετία του 1930 οι χρηματοπιστωτικές αγορές, για προφανείς λόγους, δεν απολάμβαναν ιδιαίτερου σεβασμού. Ο Κέινς τις συνέκρινε με "εκείνους τους διαγωνισμούς των εφημερίδων στους οποίους οι συμμετέχοντες καλούνταν να επιλέξουν μέσα από 100 φωτογραφίες τα έξι ωραιότερα πρόσωπα και το βραβείο δίνονταν σε εκείνον εκ των διαγωνιζομένων, που οι επιλογές του ανταποκρίνονταν περισσότερο στις μέσες προτιμήσεις του συνόλου των διαγωνιζομένων. Αυτό δηλαδή σήμαινε ότι ο κάθε διαγωνιζόμενος έπρεπε να επιλέξει όχι εκείνα τα πρόσωπα που ο ίδιος έβρισκε πιο όμορφα, αλλά εκείνα που πίστευε ότι ήταν πιο πιθανό να τραβήξουν την προσοχή των άλλων συμμετεχόντων στο διαγωνισμό".

Και ο Κέινς θεωρούσε πως ήταν πολύ κακή ιδέα να αφήνουμε τέτοιες αγορές, στις οποίες οι κερδοσκόποι περνούν τον καιρό τους κυνηγώντας ο ένας την ουρά του άλλου, να υπαγορεύουν σημαντικές επιχειρηματικές αποφάσεις: "Όταν η κεφαλαιακή ανάπτυξη μιας χώρας καθίσταται υποπροϊόν των δραστηριοτήτων ενός Καζίνο, η δουλειά είναι πολύ πιθανό να γίνει στραβά".

Από το 1970 όμως, ή κάπου εκεί,  η μελέτη των χρηματοπιστωτικών αγορών άρχισε να κυριαρχείται από τον Δόκτωρ Πάνγλωσσο του Βολταίρου, ο οποίος επέμενε ότι ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο. Οι συζητήσεις για τον ανορθολογισμό των επενδυτών, τις φούσκες και την καταστροφική κερδοσκοπία εξαφανίστηκαν από τον ακαδημαϊκό λόγο. Στον κλάδο άρχισε να δεσπόζει η "υπόθεση των αποτελεσματικών αγορών" που διακήρυξε ο Eugene Fama του Πανεπιστημίου του Σικάγου, και η οποία ισχυρίζεται ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές αποτιμούν κάθε στοιχείο ενεργητικού ακριβώς στην εγγενή του αξία, με δεδομένη όλη τη δημοσίως διαθέσιμη πληροφόρηση. (Η τιμή της μετοχής μιας εταιρείας, για παράδειγμα, πάντοτε αντανακλά με ακρίβεια την αξία της εταιρείας, με δεδομένη τη διαθέσιμη πληροφόρηση για τα κέρδη της εταιρίας, τις επιχειρηματικές προοπτικές της κλπ.). Και από τη δεκαετία του 1980, οι οικονομολόγοι των χρηματοπιστωτικών, και κυρίως ο Michael Jensen του Harvard Business School, υποστήριξαν ότι ακριβώς επειδή οι χρηματοπιστωτικές αγορές αποτιμούν πάντοτε ορθώς τις αξίες, το καλύτερο πράγμα που μπορούν να κάνουν οι εταιρικές ηγεσίες, όχι μόνο προς χάριν αυτών των ιδίων, αλλά και για το καλό της οικονομίας, είναι να μεγιστοποιούν τις τιμές των μετοχών. Με άλλα λόγια, οι οικονομολόγοι των χρηματοπιστωτικών πίστευαν ότι πρέπει να εναποθέσουμε την κεφαλαιακή ανάπτυξη μιας χώρας στα χέρια αυτών που ο Κέινς είχε αποκαλέσει "Καζίνο".

Είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι αυτός ο μετασχηματισμός του επαγγέλματος προέκυψε από τα γεγονότα. Ναι, είναι αλήθεια πως οι μνήμες του 1929 σταδιακά ξεθώριασαν, αλλά συνέχιζαν να υπάρχουν ανοδικές αγορές, σε συνδυασμό με ποικίλες ιστορίες κερδοσκοπικών υπερβολών, ακολουθούμενες από καθοδικές αγορές. Το διάστημα 1973 – 74 για παράδειγμα, οι μετοχές έχασαν το 40% της αξίας τους. Και το χρηματιστηριακό κραχ του 1987, όπου ο δείκτης Dow Jones βούλιαξε κατά 23% μέσα σε μια μέρα χωρίς κάποιον προφανή λόγο, θα πρέπει να είχε καλλιεργήσει τουλάχιστον ορισμένες αμφιβολίες ως προς την ορθολογικότητα της αγοράς.

Τα γεγονότα αυτά όμως, που κατά τον Κέινς αποτελούσαν ενδείξεις της αναξιοπιστίας των αγορών, ελάχιστα άμβλυναν την ισχύ της όμορφης ιδέας. Το θεωρητικό μοντέλο που ανέπτυξαν οι οικονομολόγοι των χρηματοπιστωτικών στη βάση της υπόθεσης ότι κάθε επενδυτής σταθμίζει τον κίνδυνο έναντι της ανταμοιβής με τρόπο ορθολογικό – το αποκαλούμενο Μοντέλο Αποτίμησης Κεφαλαιουχικών Περιουσιακών Στοιχείων (Capital Asset Pricing Model ή CAPM) είναι άκρως κομψό. Κι αν αποδεχτείς  τις προϋποθέσεις του, είναι και άκρως χρήσιμο.

Το CAPM όχι μόνο σου λέει πώς να κάνεις επιλογές κατά τη συγκρότηση του χαρτοφυλακίου σου. Το ακόμη πιο σημαντικό, από την σκοπιά του χρηματοπιστωτικού κλάδου, είναι ότι σου λέει και πώς να δώσεις τιμές στα πιστωτικά παράγωγα, πώς να χτίσεις δηλαδή ισχυρισμούς πάνω σε ισχυρισμούς. Η κομψότητα και η προφανής χρησιμότητα της νέας θεωρίας οδήγησε σε βραβεία Νόμπελ για τους δημιουργούς της, ενώ οι περισσότεροι από τους μύστες της ανταμείφθηκαν με άλλους, πιο κοινότοπους τρόπους. Εξοπλισμένοι με τα νέα μοντέλα και τις εκπληκτικές μαθηματικές τους ικανότητες – οι πιο απόκρυφες χρήσεις του CAPM απαιτούν υπολογισμούς επιπέδου ενός φυσικού – οι μετριοπαθείς καθηγητές των οικονομικών σχολών μπορούσαν τώρα να γίνουν, και έγιναν, ‘πυραυλικοί επιστήμονες' της Wall Street, κερδίζοντας προφανώς και τις αμοιβές της Wall Street. 

Για να είμαστε δίκαιοι, οι θεωρητικοί των χρηματοπιστωτικών δεν αποδέχτηκαν την υπόθεση των αποτελεσματικών αγορών μόνο και μόνο επειδή ήταν κομψή, βολική και προσοδοφόρα. Μέσω αυτής παρήγαγαν και πολλές στατιστικές μελέτες, που σε πρώτη ματιά έμοιαζαν να τη στηρίζουν ισχυρά. Αλλά οι αποδείξεις τους είχαν έναν ιδιόμορφα περιορισμένο χαρακτήρα. Οι οικονομολόγοι των χρηματοπιστωτικών σπάνια έθεταν την φαινομενικά προφανή (αν και όχι εύκολα απαντώμενη) ερώτηση για το αν οι τιμές των στοιχείων ενεργητικού παράγουν νόημα με δεδομένα τα θεμελιώδη μεγέθη του πραγματικού κόσμου όπως είναι τα κέρδη. Αντ'  αυτού, οι ερωτήσεις που έθεταν αφορούσαν μόνο το αν οι τιμές των στοιχείων ενεργητικού έβγαζαν νόημα έναντι δοσμένων τιμών άλλων στοιχείων ενεργητικού. Ο Λάρι Σάμερς,  κορυφαίος οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης Ομπάμα σήμερα, είχε κάποτε λοιδορήσει τους καθηγητές των χρηματοπιστωτικών με μια παραβολή για τους  "οικονομολόγους του κέτσαπ", που "απέδειξαν ότι τα δύο τέταρτα ενός μπουκαλιού κέτσαπ πωλούνται κατά τρόπο σταθερό στη διπλάσια τιμή από το ένα τέταρτο ενός μπουκαλιού κέτσαπ", και από αυτό συμπέραναν πως η αγορά του κέτσαπ είναι πλήρως αποτελεσματική.

Αλλά ούτε αυτές οι λοιδορίες, ούτε οι πιο πολιτικές κριτικές φωνές οικονομολόγων σαν του Robert Shiller του πανεπιστημίου του Γέιλ είχαν αποτέλεσμα. Οι θεωρητικοί των χρηματοπιστωτικών αγορών συνέχισαν να πιστεύουν ότι τα μοντέλα τους ήταν κατά βάση σωστά και έτσι πολλοί άνθρωποι έπαιρναν αποφάσεις στη βάση αυτών στον πραγματικό κόσμο. Μεταξύ των τελευταίων συμπεριλαμβάνονταν και ο Άλαν Γκρίνσπαν, τότε πρόεδρος της FED, και για πολύ καιρό υποστηρικτής της απορύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα.  Η απόρριψη των εκκλήσεων για χαλιναγώγηση των αγορών στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου ή για την αντιμετώπιση της διαρκώς μεγενθυνόμενης φούσκας της αγοράς κατοικιών από πλευράς του Γκρίνσπαν είχε σε μεγάλο βαθμό να κάνει με την πεποίθησή του ότι τα σύγχρονα οικονομικά των χρηματοπιστωτικών έχουν τα πάντα υπό έλεγχο.

Υπάρχει ένα εύγλωττο επεισόδιο, που συνέβη το 2005, σε μια σύνοδο προς τιμήν της παραμονής του Γκρίνσπαν στην ηγεσία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Ένας γενναίος  παριστάμενος, ο Raghuram Rajan, (προερχόμενος, περιέργως πώς, εκ του Πανεπιστημίου του Σικάγου) έκανε μια ανακοίνωση στην οποία προειδοποιούσε ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα αναλαμβάνει δυνητικώς επικίνδυνα επίπεδα κινδύνων. Όλοι σχεδόν οι παριστάμενοι τον χλεύασαν – μεταξύ αυτών, παρεμπιπτόντως, και ο Λάρι Σάμερς, και απέρριψαν τις προειδοποιήσεις του ως 'εσφαλμένες'.

Τον Οκτώβριο του περασμένου χρόνου παρά ταύτα, ο Γκρίνσπαν αναγνώριζε ότι είχε περιέλθει σε μια κατάσταση "συγκλονιστικού σκεπτικισμού", διότι "το συνολικό διανοητικό οικοδόμημα είχε καταρρεύσει". Από τη στιγμή που η κατάρρευση του διανοητικού οικοδομήματος ήταν επίσης η κατάρρευση των αγορών του πραγματικού κόσμου, το αποτέλεσμα ήταν μια σοβαρή ύφεση – η χειρότερη, από πολλές απόψεις, μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Τι θα έκαναν λοιπόν τώρα οι σχεδιαστές πολιτικής; Δυστυχώς, οι οικονομολόγοι των μακροοικονομικών, που θα έπρεπε να προσφέρουν σαφή καθοδήγηση για την αντιμετώπιση της κάμψης στην οικονομία, βρίσκονταν στη δική τους κατάσταση αταξίας.

Το πρόβλημα των Μάκρο

"Βρεθήκαμε μπλεγμένοι σε μια κολοσσιαία σύγχυση, διαχειριζόμενοι αδέξια τον έλεγχο μιας ευαίσθητης μηχανής, που δεν κατανοούμε τη λειτουργία της. Το αποτέλεσμα είναι πως οι προοπτικές της ευημερίας μας θα χαθούν για κάποιον καιρό – ίσως για πολύ καιρό". Έτσι έγραφε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς σε δοκίμιό του με τίτλο "Η Μεγάλη Κάμψη του 1930", στο οποίο προσπαθούσε να ερμηνεύσει την καταστροφή που σάρωνε τότε τον κόσμο. Και οι προοπτικές ευημερίας του κόσμου πράγματι χάθηκαν για πολύ καιρό. Χρειάστηκε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για να δώσει οριστικό τέλος στη Μεγάλη Ύφεση.

Γιατί η κεϊνσιανή διάγνωση της Μεγάλης Ύφεσης ως "κολοσσιαίας σύγχυσης" υπήρξε τόσο ακαταμάχητη αρχικά; Και γιατί οι οικονομολόγοι, γύρω στο 1975, χωρίστηκαν σε δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα ως προς την αξία των κεϊνσιανών θεωρήσεων;

Θα προσπαθήσω να εξηγήσω την ουσία των κεϊνσιανών οικονομικών με μια αληθινή ιστορία που λειτουργεί και σαν παραβολή, σαν μια περιορισμένης κλίμακας εικόνα των καταστροφών που μπορούν να πλήξουν ολόκληρες οικονομίες. Ας δούμε τα βάσανα του Συνεταιρισμού μπέιμπι – σίτινγκ του Κάπιτολ Χιλ. Αυτός ο συνεταιρισμός, που τα προβλήματά του παρουσιάστηκαν σε ένα άρθρο του 1977 στην "Επιθεώρηση για το Χρήμα, την Πίστωση και την Τραπεζική" ήταν ένας σύνδεσμος αποτελούμενος από 150 περίπου νέα ζευγάρια που συμφώνησαν να βοηθούν το ένα το άλλο κρατώντας τα μωρά τους κάθε φορά που κάποιοι γονείς θα ήθελαν να βγουν το βράδυ έξω. Για να διασφαλίσουν ότι κάθε ζευγάρι θα συνέβαλε με ισότιμο τρόπο στο κοινό μπέιμπι – σίτινγκ, ο συνεταιρισμός εισήγαγε μια μορφή χαρτονομίσματος: κουπόνια φτιαγμένα από χαρτόνι, που το καθένα τους ήταν το ισοδύναμο μισής ώρας χρόνου μπέιμπι – σίτινγκ.  Αρχικά τα μέλη προσχωρώντας στην ομάδα πήραν 20 κουπόνια και τόσα έπρεπε να επιστρέψουν αν έφευγαν.

Δυστυχώς όμως, αποδείχτηκε ότι κατά μέσο όρο τα μέλη της ομάδας ήθελαν να έχουν ένα απόθεμα αποτελούμενο από περισσότερα από 20 κουπόνια, ίσως για το ενδεχόμενο που θα ήθελαν να βγουν έξω αρκετές φορές στη σειρά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι σχετικώς λίγα  ζευγάρια ήθελαν να δαπανήσουν το νόμισμά τους και να βγουν έξω, ενώ πολλά ήθελαν να κάνουν μπέιμπι σίτινγκ για να προσθέσουν επιπλέον κουπόνια στο απόθεμά τους. Αλλά καθώς παρουσιάζονταν ευκαιρίες για μπέιμπι σίτινγκ μόνο όταν κάποιος ήθελε να βγει έξω το βράδυ, αυτό σήμαινε πως οι θέσεις εργασίας για μπέιμπι σίτινγκ δεν ήταν εύκολο να βρεθούν, κι αυτό με τη σειρά του έκανε τα μέλη του συνεταιρισμού ακόμα πιο απρόθυμα να βγουν έξω, κι αυτό με τη σειρά του έκανε τις θέσεις εργασίας για μπέιμπι σίτινγκ ακόμη πιο σπάνιες κ.τ.λ. κ.τ.λ.

Με δυο λόγια, ο συνεταιρισμός έπεσε σε ύφεση. Τι καταλαβαίνουμε από  αυτή την ιστορία; Μην την αψηφήσετε ως χαζή και τετριμμένη. Οι οικονομολόγοι πολλές φορές έχουν χρησιμοποιήσει ανάλογα παραδείγματα μικρής κλίμακας για να φωτίσουν τη μεγάλη εικόνα, από τότε που ο Άνταμ Σμιθ είδε τις ρίζες της οικονομικής προόδου σε ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε καρφίτσες, και πολύ σωστά κάνουν. Το ερώτημα είναι αν το συγκεκριμένο παράδειγμα, στο οποίο η ύφεση προκύπτει ως πρόβλημα ανεπαρκούς ζήτησης – δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση για μπέιμπι σίτινγκ προκειμένου να προσφέρεται απασχόληση μπέιμπι σίτινγκ σε καθέναν που θέλει να κάνει μπέιμπι σίτινγκ – αποτυπώνει την ουσία τού τι συμβαίνει σε μια ύφεση.

Μέρος 3ο

Η μακροοικονομία έχει διαιρεθεί σε δύο μεγάλα κομμάτια: τους οικονομολόγους του 'αλμυρού νερού' (κυρίως αυτούς που βρίσκονται στα αμερικανικά πανεπιστήμια των Ακτών), οι οποίοι έχουν μια περισσότερο ή λιγότερο κεϊνσιανή θεώρηση για το τι αφορούν οι υφέσεις και τους οικονομολόγος του 'γλυκού νερού' (προερχόμενοι κυρίως από τα τμήματα της Ενδοχώρας), οι οποίοι πιστεύουν ότι η εν λόγω θεώρηση είναι ανόητη.

Οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού' είναι κατά βάση ακραιφνείς νεοκλασικοί. Πιστεύουν ότι κάθε αξιόπιστη οικονομική ανάλυση ξεκινά από την υπόθεση των ορθολογικών ατόμων και της αποτελεσματικής λειτουργίας των αγορών, μια υπόθεση που, όπως  βλέπουμε, καταρρέει με την ιστορία του συνεταιρισμού για το μπέιμπι σίτινγκ. Κατά τη δική τους οπτική, μια γενική έλλειψη επαρκούς ζήτησης δεν είναι δυνατή, επειδή κινούνται πάντα οι τιμές ώστε να εξισορροπήσουν την προσφορά με τη ζήτηση. Αν ο κόσμος θέλει περισσότερα κουπόνια μπέιμπι σίτινγκ, η αξία αυτών των κουπονιών θα ανέβει, έτσι ώστε ένα κουπόνι να αξίζει ας πούμε σαράντα λεπτά μπέιμπι σίτινγκ αντί για μισή ώρα – ή αντιστοίχως το κόστος μιας ώρας μπέιμπι σίτινγκ θα πέσει από τα δύο κουπόνια στο ενάμισι. Και αυτό θα λύσει το πρόβλημα: Η αγοραστική ισχύς των κυκλοφορούντων κουπονιών θα αυξηθεί, έτσι ο κόσμος δε θα νιώθει την ανάγκη να αποταμιεύει περισσότερα κουπόνια και δεν θα έχουμε ύφεση.

Αλλά οι υφέσεις δεν μοιάζουν σαν περίοδοι όπου απλά δεν υπάρχει επαρκής ζήτηση για να προσφερθεί απασχόληση σε όποιον θέλει να δουλέψει; Τα φαινόμενα απατούν, διατείνονται οι θεωρητικοί του 'γλυκού νερού'. Τα έγκυρα, κατά την άποψή τους, οικονομικά λένε πως δεν υπάρχουν συνολικές ελλείψεις ζήτησης –

κι αυτό σημαίνει ότι πράγματι δεν υπάρχουν. Τα κεϊνσιανά οικονομικά  "αποδείχτηκαν ψευδή", λέει ο John Cohrane του Πανεπιστημίου του Σικάγο.

Παρ' όλα αυτά έχουμε ακόμη υφέσεις. Γιατί; Στη δεκαετία του 1970 ο κορυφαίος μακροοικονομολόγος του 'γλυκού νερού' Robert Lucas, βραβευμένος και με Νόμπελ, υποστήριξε ότι οι υφέσεις προκαλούνται από μια προσωρινή σύγχυση: οι εργαζόμενοι και οι εταιρείες δυσκολεύονται να διακρίνουν τις συνολικές αλλαγές στα επίπεδα τιμών εξαιτίας των πληθωριστικών ή αποπληθωριστικών τάσεων που κυριαρχούν στον δικό τους επιχειρηματικό  κλάδο. Και ο Lucas προειδοποίησε ότι κάθε προσπάθεια για την καταπολέμηση του επιχειρηματικού κύκλου είναι αντιπαραγωγική: οι ενεργητικές πολιτικές παρεμβάσεις, είπε, θα ενισχύσουν τη σύγχυση και μόνο.

Από τη δεκαετία του 1980, ωστόσο, ακόμη και αυτή η σοβαρά περιορισμένη εκδοχή της ιδέας ότι οι υφέσεις είναι κάτι κακό απορρίφθηκε από τους περισσότερους οικονομολόγους του 'γλυκού νερού'. Αντ' αυτής, οι νέοι ηγέτες του ρεύματος, και ιδίως ο Edward Prescott  του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, υποστήριξε ότι οι διακυμάνσεις των τιμών και οι μεταβολές της ζήτησης δεν έχουν στην πραγματικότητα να κάνουν σε τίποτα με τον επιχειρηματικό κύκλο. Αντ'  αυτού είναι ο επιχειρηματικός κύκλος που αντανακλά διακυμάνσεις οι οποίες συντελούνται στο επίπεδο της τεχνολογικής προόδου και που ενισχύονται από την ορθολογική ανταπόκριση των εργαζομένων, οι οποίοι ενσυνειδήτως εργάζονται περισσότερο όταν το περιβάλλον είναι ευνοϊκό και λιγότερο όταν δεν είναι.

Η ανεργία, συνεπώς, προκύπτει από την ενσυνείδητη απόφαση των εργαζομένων να φύγουν για κάποιο διάστημα από τη δουλειά.

Τοποθετούμενη χονδροειδώς έτσι, αυτή η θεωρία μοιάζει ανόητη – δηλαδή η Μεγάλη Ύφεση ήταν οι Μεγάλες Διακοπές; Και για να είμαι έντιμος, πιστεύω ότι πραγματικά είναι ανόητη.  Αλλά η βασική προϋπόθεση της θεωρίας του "πραγματικού επιχειρηματικού κύκλου" του Prescott ανέκυπτε από ιδιοφυώς κατασκευασμένα μαθηματικά μοντέλα, που χαρτογραφούσαν πραγματικά δεδομένα με χρήση πολύπλοκων στατιστικών τεχνικών, και η θεωρία κατέληξε να κυριαρχήσει στη διδασκαλία της μακροοικονομίας σε πολλά πανεπιστήμια. Το 2004, κατ'  αντανάκλαση της επιρροής της θεωρίας του, ο Prescott μοιράστηκε ένα Νόμπελ με τον Finn Kydland του Carnegie Mellon University.

Εν τω μεταξύ οι οικονομολόγοι του 'αλμυρού νερού' είχαν κολώσει. Ενώ οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού' ήταν ακραιφνείς θεωρητικοί, οι οικονομολόγοι του 'αλμυρού νερού' ήταν πραγματιστές. Οικονομολόγοι όπως ο N. Gregory Mankiw του Χάρβαρντ, ο Olivier Blanchard του ΜΙΤ και ο David Romer του Μπέρκλεϊ αναγνώριζαν πως ήταν δύσκολο να συμβιβάσεις την κεϊνσιανή θεώρηση των υφέσεων με τη νεοκλασική θεωρία, έβρισκαν όμως πως οι αποδείξεις για το ότι οι υφέσεις προκαλούνται από διαταραχές στη ζήτηση ήταν εξαιρετικά ισχυρές για τις απορρίψουν. Έτσι ήθελαν να παρεκκλίνουν από την υπόθεση των τέλειων αγορών ή της τέλειας ορθολογικότητας, ή και των δύο, προσθέτοντας αρκετές ατέλειες για να δημιουργήσουν χώρο σε μια λιγότερο ή περισσότερο κεϊνσιανή θεώρηση των υφέσεων. Και κατά τη δική τους οπτική, παρέμενε επιθυμητή η ενεργητική πολιτική παρέμβαση για την καταπολέμηση των υφέσεων.

Αλλά οι αυτοαποκαλούμενοι Νέοι Κεϊνσιανοί οικονομολόγοι δεν ήταν άτρωτοι στα θέλγητρα των ορθολογικών ατόμων και των τέλειων αγορών. Προσπάθησαν να κρατήσουν τις αποκλίσεις τους από την νεοκλασική ορθοδοξία όσο γίνονταν πιο περιορισμένες. Αυτό σήμαινε ότι στα κυρίαρχα μοντέλα τους δεν δημιούργησαν χώρο για πράγματα όπως οι φούσκες και η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Το γεγονός ότι όλα αυτά συνέχιζαν να συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο – είχαμε μια τρομερή χρηματοπιστωτική και μακροοικονομική κρίση που σάρωσε το μεγαλύτερο μέρος της Ασίας το 1997 – 98 και την  κάμψη που άγγιξε βάθη ύφεσης στην Αργεντινή το 2002 – δεν αντανακλάσθηκε στην κυρίαρχη σκέψη του Νεοκεϊνσιανισμού.

Ακόμη κι έτσι, θα πίστευε κανείς ότι οι διαφορετικές κοσμοθεωρίες μεταξύ των οικονομολόγων του 'γλυκού νερού' και του 'αλμυρού νερού' θα τους είχαν οδηγήσει σε μόνιμες διαφωνίες για ό,τι αφορούσε τα θέματα της οικονομικής πολιτικής. Κάπως εντυπωσιακά όμως, από το 1985 ως το 2000 οι διαμάχες μεταξύ των δύο ρευμάτων  αφορούσαν κυρίως τη θεωρία, όχι την πράξη. Ο λόγος γι' αυτό, πιστεύω, ήταν ότι οι Νέοι Κεϊνσιανοί, σε αντίθεση με τους πρώτους Κεϊνσιανούς, δεν πίστευαν στην αναγκαιότητα της  δημοσιονομικής πολιτικής – μεταβολές στις κρατικές δαπάνες ή την φορολογία – για την καταπολέμηση των υφέσεων. Πίστευαν πως οι μονεταριστικές πολιτικές, υπό τη διαχείριση των τεχνοκρατών της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, ήταν σε θέση να προσφέρουν ό,τι θεραπείες χρειάζονταν η οικονομία. Στους εορτασμούς για τα 90α γενέθλια του Φρίντμαν, ο Μπεν Μπερνάνκι, παλαιότερα ένας λιγότερο ή περισσότερο Νεοκεϊνσιανός καθηγητής του Πρίνστον, και από τότε πρόεδρος της FED, δήλωσε χαρακτηριστικά για τη Μεγάλη Ύφεση: "Είχατε δίκιο. Το καταλάβαμε. Λυπόμαστε πολύ. Αλλά χάρη σε σας δεν πρόκειται να ξανασυμβεί". Το ξεκάθαρο μήνυμα ήταν πως ό,τι χρειαζόμαστε για να αποφύγουμε τις υφέσεις είναι όλο και όλο μια πιο έξυπνη FED.

Για όσον καιρό η μακροοικονομική πολιτική είχε αφεθεί στα χέρια του μαέστρου Γκρίνσπαν, χωρίς τα κεϊνσιανού τύπου προγράμματα τόνωσης της οικονομίας, οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού' δεν είχαν λόγους να παραπονιούνται. (Δεν πίστευαν βέβαια ότι οι νομισματικές πολιτικές κάνουν καλό στην οικονομία, αλλά δεν πίστευαν ότι της κάνουν και κακό). Χρειάστηκε μια κρίση για να μας αποκαλύψει πόσο περιορισμένο ήταν το κοινό έδαφος ανάμεσα στα δύο ρεύματα και πόσο ακόμη και οι Νεοκεϊνσιανοί οικονομολόγοι έγιναν οπαδοί του Δρ. Πάνγλωσσου.

Στις πρόσφατες αξιοθρήνητες οικονομικές συζητήσεις, η τυπική κατακλείδα προς εξυπηρέτηση κάθε σκοπιμότητας ήταν "κανείς δεν θα μπορούσε να την έχει προβλέψει…". Είναι ό,τι λες για καταστροφές που θα μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί, που θα έπρεπε να έχουν προβλεφθεί και που τελικά είχαν προβλεφθεί από κάποιους λίγους οικονομολόγους, οι οποίοι λοιδορήθηκαν για τον κόπο τους.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την καλπάζουσα άνοδο και πτώση των τιμών των κατοικιών. Υπήρξαν ορισμένοι οικονομολόγοι, κυρίως ο Robert Shiller, που αναγνώρισαν τη φούσκα και προειδοποίησαν ότι αν έσκαγε, θα είχε οδυνηρές συνέπειες. Κι όμως, οι κορυφαίοι σχεδιαστές πολιτικής δεν κατάφεραν να δουν το προφανές. Το 2004, ο Άλαν Γκρίνσπαν απαξίωνε τις συζητήσεις για την φούσκα των κατοικιών: "Μια σοβαρή στρέβλωση των τιμών σε εθνικό επίπεδο", δήλωνε, είναι "πολύ απίθανη". Οι αυξήσεις στις τιμές των κατοικιών, έλεγε ο Μπεν Μπερνάνκι το 2005, "σε γενικές γραμμές αντανακλούν τα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας".

Πώς τους διέφυγε η φούσκα; Για να είμαστε ειλικρινείς, τα επιτόκια ήταν ασυνήθιστα χαμηλά, κι αυτό πιθανώς εξηγεί εν μέρει την άνοδο των τιμών. Μπορεί να έχει επίσης να κάνει με το ότι ο Γκρίνσπαν και ο Μπερνάνκι ήθελαν να γιορτάσουν την επιτυχία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας με την έξοδο της οικονομίας από την ύφεση του 2001. Η αναγνώριση του γεγονότος ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επιτυχίας βασίζονταν στη δημιουργία μιας τεράστιας φούσκας θα πάγωνε τους πανηγυρισμούς.

Αλλά υπήρχε και κάτι ακόμη που συνέβαλε: η γενική πεποίθηση ότι απλά δεν έχουμε  φούσκες. Το εκπληκτικό όταν ξαναδιαβάζεις τις διαβεβαιώσεις του Γκρίνσπαν, είναι ότι δεν βασίζονταν σε στοιχεία – βασίζονταν στην απριόρι πεποίθησή του ότι πολύ απλά δεν μπορεί να υπάρξει φούσκα στην αγορά κατοικιών. Και οι θεωρητικοί των χρηματοπιστωτικών ήταν ακόμη πιο άκαμπτοι σε αυτό το σημείο. Σε μια συνέντευξή του του 2007, ο Eugene Fama, πατέρας της υπόθεσης των αποτελεσματικών αγορών, δήλωνε ότι "η λέξη 'φούσκα' δεν μου βγάζει κανένα νόημα". Και συνέχιζε εξηγώντας γιατί μπορούμε να εμπιστευόμαστε την αγορά κατοικιών: "Οι αγορές κατοικιών έχουν πιο περιορισμένη ρευστότητα, αλλά ο κόσμος είναι πολύ προσεκτικός όταν αγοράζει κατοικίες. Οι κατοικίες  αποτελούν τυπικά τη μεγαλύτερη επένδυση που κάνουν οι άνθρωποι, έτσι το εξετάζουν πολύ και συγκρίνουν τιμές. Οι διαδικασίες τιμολόγησης στην αγορά κατοικιών είναι πολύ προσεγμένες".

Πράγματι οι αγοραστές κατοικιών συγκρίνουν σε γενικές γραμμές πολύ προσεκτικά τις τιμές – που σημαίνει ότι συγκρίνουν την τιμή της υποψήφιας προς αγορά κατοικίας με τις τιμές άλλων κατοικιών. Αλλά αυτό δεν μας λέει τίποτα για το αν δικαιολογούνται οι τιμές της αγοράς κατοικιών σε συνολικό επίπεδο. Έχουμε εδώ ξανά τα "οικονομικά του κέτσαπ": επειδή τα δύο τέταρτα μιας φιάλης κέτσαπ στοιχίζουν δύο φορές όσο το ένα τέταρτο της μιας φιάλης, οι θεωρητικοί των χρηματοπιστωτικών δηλώνουν ότι οι τιμές του κέτσαπ πρέπει να είναι σωστές.

Με δυο λόγια, η πίστη στις αποτελεσματικές χρηματοπιστωτικές αγορές δεν άφηνε πολλούς, αν όχι τους περισσότερους, οικονομολόγους να διακρίνουν την ανάδυση της μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής φούσκας στην ιστορία. Και η θεωρία των αποτελεσματικών αγορών διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στη μεγέθυνση αυτής της φούσκας στο πρώτο στάδιο.

Από τη στιγμή που η μη διαγνωσθείσα φούσκα έσκασε, αποκαλύφθηκαν οι αληθινοί κίνδυνοι των υποτιθέμενων ασφαλών στοιχείων ενεργητικού και ο εύθραυστος χαρακτήρας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα αμερικανικά νοικοκυριά ήρθαν αντιμέτωπα με την εξάτμιση πλούτου ύψους 13 τρις δολαρίων, χάθηκαν περισσότερες από 6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και το ποσοστό ανεργίας μοιάζει να κατευθύνεται σε ιστορικά υψηλά από τη δεκαετία του 1940. Συνεπώς τι καθοδήγηση μας προσφέρουν τώρα τα σύγχρονα οικονομικά για να αντιμετωπίσουμε την παρούσα δύσκολη κατάστασή μας; Και μπορούμε να τα  εμπιστευθούμε;

Μεταξύ του 1985 και του 2007, μια απατηλή ειρήνη είχε εγκατασταθεί στο πεδίο της μακροοικονομίας. Δεν υπήρχε πραγματική σύγκλιση απόψεων μεταξύ των κομματιών των οικονομολόγων του 'αλμυρού νερού' και του 'γλυκού νερού'.  Ήταν όμως τα χρόνια της Μεγάλης Μετριοπάθειας – μια παρατεταμένη περίοδος κατά την οποία ο πληθωρισμός είχε τιθασευτεί κι οι υφέσεις ήταν σχετικώς ήπιες. Οι οικονομολόγοι του 'αλμυρού νερού'  θεωρούσαν ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα τα είχε όλα υπό έλεγχο. Οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού'  δεν πίστευαν ότι οι ενέργειες της FED ήταν πράγματι ευεργετικές, ήθελαν όμως να αφήνουν τα πράγματα να κυλούν.

Αλλά η κρίση έδωσε τέλος σε αυτή την απατηλή ειρήνη. Γιατί ξαφνικά οι περιορισμένου φάσματος τεχνοκρατικές πολιτικές που και οι δύο πλευρές ήταν πρόθυμες να αποδεχτούν δεν ήταν πια αποτελεσματικές – και η ανάγκη για μια πολιτική απάντηση ευρύτερου χαρακτήρα ξέθαψε τις παλιές διαμάχες, δίνοντάς τους νέο και πιο λυσσαλέο από κάθε άλλη φορά  χαρακτήρα.

Γιατί αυτές οι περιορισμένου φάσματος τεχνοκρατικές πολιτικές δεν ήταν αποτελεσματικές;  Η απάντηση, με μια λέξη, είναι "μηδέν".

Κατά τη διάρκεια μιας φυσιολογικής ύφεσης, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα απαντά αγοράζοντας βραχυπρόθεσμα ομόλογα του δημόσιου από τις τράπεζες. Αυτό μειώνει τα επιτόκια των κρατικών χρεογράφων. Οι επενδυτές που αναζητούν υψηλότερες αποδόσεις στρέφονται σε άλλα στοιχεία ενεργητικού, κίνηση που με τη σειρά της οδηγεί στη μείωση και των άλλων επιτοκίων. Και κατά φυσιολογικό τρόπο αυτή η μείωση των επιτοκίων οδηγεί τελικά στην οικονομική ανάκαμψη. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αντιμετώπισε την ύφεση που άρχισε το 1990 συμπιέζοντας τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια από το 9% στο 3%. Αντιμετώπισε την ύφεση που άρχισε το 2000 μειώνοντας τα επιτόκια από το 6,5% στο 1%. Και προσπάθησε να αντιμετωπίσει την παρούσα ύφεση οδηγώντας τα επιτόκια από το 5,25% κοντά στο 0. Αλλά αποδείχτηκε ότι το μηδέν δεν ήταν αρκετά χαμηλό για να δώσει τέλος στην παρούσα ύφεση. Και η FED δεν μπορεί να ωθήσει τα επιτόκια κάτω του μηδενός, αφού με επιτόκια κοντά στο μηδέν, οι επενδυτές απλά κρατούν τα λεφτά τους, δεν δανείζουν. Έτσι από τα τέλη του 2008, κι ενώ τα επιτόκια ήταν βασικά στο επίπεδο εκεί που οι μακροοικονομολόγοι αποκαλούν ΄"ζώνη του μηδενός",  η δε ύφεση εξακολουθούσε να βαθαίνει, οι συμβατικές νομισματικές πολιτικές είχαν εξαντλήσει όλη τους τη δυναμική.

Τι θα πει αυτό; Ήταν η δεύτερη φορά που η Αμερική βρίσκονταν στη "ζώνη του μηδενός", με την προηγούμενη κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Και ήταν ακριβώς η παρατήρηση ότι υπήρχε ένα κατώτατο όριο στα επιτόκια που είχε οδηγήσει τον Κέινς να υποστηρίξει την αύξηση των κρατικών δαπανών. Όταν οι νομισματικές πολιτικές είναι αναποτελεσματικές και δεν μπορούν να πείσουν τον ιδιωτικό τομέα να αυξήσει τις δαπάνες του, πρέπει να πάρει τη θέση του ο δημόσιος τομέας στηρίζοντας την οικονομία. Τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας είναι η κεϊνσιανή απάντηση στην οικονομική κατάσταση τύπου ύφεσης στην οποία τώρα βρισκόμαστε. 

Είναι λοιπόν αυτή η κεϊνσιανή σκέψη που στηρίζει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα – και οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού' είναι έξαλλοι. Για 25 ή κάπου τόσα χρόνια, ανέχτηκαν τις προσπάθειες της FED να διαχειριστεί την οικονομία, αλλά η επιστροφή σε πολιτικές πλήρως εμπνευσμένες από τον κεϊνσιανισμό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Το 1980, ο Lucas, του Πανεπιστημίου του Σικάγο, έγραφε ότι τα κεϊνσιανά οικονομικά είναι τόσο γελοία που "στα ερευνητικά σεμινάρια, κανείς πια δεν παίρνει την κεϊνσιανή θεωρία στα σοβαρά το ακροατήριο αρχίζει τους ψιθύρους και τα χάχανα". Η παραδοχή ότι ο Κέινς ήταν κατά βάση σωστός, μετά από όλα αυτά, θα ήταν μια πολύ ταπεινωτική κατάντια.

Έτσι ο Cohrane του Σικάγο, βαθύτατα προσβεβλημένος με την ιδέα ότι οι κρατικές δαπάνες μπορούν να αμβλύνουν την παρούσα ύφεση, δήλωσε: "Όλα αυτά δεν τα διδάσκει κανείς πια, ούτε καν στους προπτυχιακούς φοιτητές μετά τη δεκαετία του 1960… [Οι κεϊνσιανές ιδέες] Είναι παραμύθια που έχουν αποδειχτεί ψευδή. Είναι πολύ ανακουφιστικό σε πιεστικούς καιρούς να επιστρέφουμε στα παραμύθια που ακούσαμε παιδιά, αλλά αυτό δεν τα καθιστά λιγότερο ψέματα". (Είναι μια ένδειξη τού πόσο βαθιά άνοιξε το χάσμα ανάμεσα στους οικονομολόγους του 'γλυκού' και του 'αλμυρού νερού' το ότι ο Cohrane δεν πιστεύει πως  υπάρχει 'κανείς'  που να διδάσκει πια αυτές τις ιδέες, ενώ στην πραγματικότητα διδάσκονται σε πανεπιστήμια όπως το Πρίνστον, το ΜΙΤ και το Χάρβαρντ).

Εν τω μεταξύ οι οικονομολόγοι του 'αλμυρού νερού' που τόσα χρόνια παρηγορούνταν με την πίστη ότι το μεγάλο χάσμα στη μακροοικονομία είχε περιοριστεί, εξεπλάγησαν όταν συνειδητοποίησαν ότι οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού' δεν είχαν διαβάσει τίποτα. Οι οικονομολόγοι του 'γλυκού νερού' που έριχναν το ανάθεμα στα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας δεν έμοιαζαν με ακαδημαϊκούς, οι οποίοι εξέτασαν τα κεϊνσιανά επιχειρήματα και τα βρήκαν λειψά. Έδειχναν άνθρωποι που δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι αφορούσαν τα κεϊνσιανά οικονομικά, που αναβίωναν τις προ του 1930 απατηλές κοινοτοπίες με την πεποίθηση ότι έλεγαν κάτι νέο και εμβριθές.

 

ΠΗΓΗ: 1) Πέμπτη, 10 Σεπτέμβριος 2009 00:41 (Μέρος 1ο),

http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/——–1-2009090914313/

 

2) Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος 2009 00:55,  (Μέρος 2ο)

  http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/——–2-2009091014355/

 

3) Δευτέρα, 14 Σεπτέμβριος 2009 00:35, 

http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/——–3–2009091314409/ 

Διεθνισμός, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά

Διεθνισμός και Παγκοσμιοποίηση – Το ιδεολόγημα της εκσυγχρονιστικής Αριστεράς

Του Δαμιανού Βασιλειάδη *

  

«Ο άνθρωπος είναι ό,τι πράττει»

1. Εισαγωγή

Στην ανάλυσή μου που σχετίζεται με τον ανωτέρω τίτλο, θα επικεντρωθώ σε εκείνες τις δυνάμεις της εκσυγχρονιστικής Αριστεράς που περιλαμβάνονται στους κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ και θεωρούν ότι ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία ή αντικειμενικά, με τις πράξεις τους, ότι εντάσσονται σ’ αυτήν.

Η διαχρονική εμπειρία έχει αποδείξει και θεωρείται πια ως αναμφισβήτητη αντικειμενική γνωσιολογική κατάκτηση ότι ο αυτοπροσδιορισμός οποιουδήποτε ανθρώπου δεν σημαίνει αυτομάτως και την αλήθεια. Μπορεί δηλαδή κάποιος να αυτοαποκαλείται αριστερός, κεντρώος, δεξιός, κ.λπ και να μην είναι στην πράξη αυτό που λέει. Κι αυτό, γιατί όπως προανέφερα, η πράξη καθενός είναι το κριτήριο για τον οποιοδήποτε προσδιορισμό. Συνεπώς, και για να γίνουμε πιο σαφείς, ένας που ονομάζει τον εαυτό του αριστερό, μπορεί με αντικειμενικά κριτήρια και με βάση τις πράξεις του να είναι ακόμη και φασίστας. Στην απόλυτη σύγχυση σε όλα τα επίπεδα, που ζούμε, αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει. Ούτως ή άλλως ο καθένας μας, από την προσωπική του ζωή, έχει βιώσει πολλά τέτοια παραδείγματα, έστω κι αν δεν τα ομολογεί. Μ’ ένα λόγο: Δεν μπορεί να είσαι ό,τι δηλώσεις.

Συνέχεια

Αναδιαρθρώσεις και ολοκληρώσεις Ι

Η αποτυχία των αναδιαρθρώσεων και οι ανταγωνισμοί αναταράσσουν τις ολοκληρώσεις

 

Του Αλέκου Αναγνωστάκη

 

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

 

Η ενσωμάτωση του ελληνικού καπιταλισμού στην ΕΟΚ αρχικά και μετά στην ΕΕ, αποτελεί στρατηγική επιλογή για την αστική τάξη της χώρας και για τα κόμματα του κεφαλαίου. Καθώς η καπιταλιστική κρίση, η συντονισμένη αντεργατική επίθεση της ΕΕ και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων υποσκάπτουν το «ευρωπαϊκό ιδανικό», ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, αλλά και ΛΑΟΣ – Οικολόγοι Πράσινοι προτείνουν ακόμα μεγαλύτερη υποταγή στο σχέδιο των ευρωπαϊκών πολυεθνικών.

Ένταξη στην ΕΕ. Είναι πλέον γεγονός. Το μοντέλο των κυρίως εθνοκεντρικών, αλληλοσυμπληρούμενων και αλληλοσυγκρουόμενων καπιταλισμών που επικρατούσε στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες των παχιών αγελάδων, έδωσε τη θέση του στην καπιταλιστική διεθνοποίηση που παίρνει νέα ποιοτική μορφή με τις περιφερειακές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις.

Κεφάλαια που διαθέτουν ισχυρή και διαρκώς ανατροφοδοτούμ ενη εθνική αφετηρία, μεταναστεύουν από ζώνη σε ζώνη και από χώρα σε χώρα, αναζητώντας τον πιο απίθανο «μαθηματικό τύπο», με μέγιστο αριθμητή την εργατική παραγωγικότητα και ελάχιστο παρονομαστή το εργατικό κόστος και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Και προσγειώνονται εκεί που συνδυάζεται καλύτερα η υπερεκμετάλλευση της αναπτυγμένης παραγωγικά και πολιτιστικά εργασίας.

Η ένταξη της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο το 1980, αναβάθμισε τη θέση της ελληνικής αστικής τάξης στα Βαλκάνια και στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, αύξησε την ισχύ της απέναντι στον εσωτερικό εχθρό, το εργατικό κίνημα. Προσέλαβε επομένως στρατηγικά χαρακτηριστικά για την ελληνική αστική τάξη και τα πολιτικά της κόμματα.

 

Στην ουσία ο ελληνικός καπιταλισμός ύστερα από έναν αιώνα αλλεπάλληλων εξωτερικών περιπετειών και εσωτερικής πολιτικής ανωμαλίας, συντονίζει πλέον σταθερά και σχετικά απρόσκοπτα τα βήματά του με το βηματισμό του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Αποτελεί πλέον όχι περιφερειακό, καθυστερημένο τμήμα του συστήματος αλλά οργανικό στοιχείο δεύτερης ταχύτητας του πυρήνα της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης.

 

Η ελληνική ολιγαρχία σε αυτήν την περίοδο βιάζεται να εκκαθαρίσει το έδαφος από μια σειρά ιστορικών ιδιομορφιών και να σαρώσει τα «ξεπερασμένα κατάλοιπα» που εμπόδιζαν την καπιταλιστική απογείωσή της. Δηλαδή τις ιστορικές κατακτήσεις του ΕΑΜικού μπλοκ και των αγώνων της μεταπολίτευσης, τον προσανατολισμό, τη δράση και τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος.

Αυτό είναι το βασικό περιεχόμενο της περίφημης «δεύτερης μεταπολίτευσης» και του «εκσυγχρονισμού». Αυτή την προοπτική εκφράζει και στη σημερινή φάση η κυβέρνηση της ΝΔ με τις αντιδραστικές, καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις, την πολιτική τσακίσματος, αφομοίωσης και αναπροσανατολισμού του κινήματος. Η ένταξη επομένως της καπιταλιστικής Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση απέβη και είναι οικονομικά και πολιτικά ανεκτίμητα ωφέλιμη για την αστική τάξη. Αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική επιλογή της. Και μόνο θυμηδία προκαλούν οι πολιτικές αιτιάσεις της στάσιμης Αριστεράς, πως η «Ελλάδα» (έτσι αταξικά) «ζημιώθηκε από την ένταξη» ή ότι κατά την αφομοιώσιμη Αριστερά ζημιώθηκε «από τον τρόπο και την πολιτική στην ένταξη».

Παραλογισμός. Η αστική τάξη και τα πολιτικά της κόμματα τα έδωσαν όλα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση… για να χάσουν.

 

ΜΠΛΕ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΗ ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΗΝ ΕΕ

 

Η Νέα Δημοκρατία πιστεύει «στην ομοσπονδιακή μετεξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα βασίζεται στην αλληλεγγύη των μελών της, θα προάγει τη συνοχή τους και ταυτόχρονα θα διασφαλίσει τα ιδιαίτερα ζωτικά τους συμφέροντα. Επιθυμεί την κατάρτιση ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος, το οποίο θα εξασφαλίζει την ισορροπία των ευρωπαϊκών θεσμών. Την ενίσχυση των εξουσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Προέδρου. Την αύξηση των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την αναβάθμιση των Εθνικών Κοινοβουλίων».

«Η Ευρώπη αποτελεί το φυσικό στρατηγικό χώρο για την Ελλάδα. Υποστηρίζουμε σταθερά τους στόχους για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, για την Ευρώπη της ισχυρής οικονομίας, του σύγχρονου κοινωνικού κράτους, της δημοκρατίας. Για την ισχυρή Ευρώπη στο διεθνές σύστημα. Στρατηγικός μας στόχος είναι η δημιουργία της πολιτικής Ένωσης και η συμμετοχή της Ελλάδας στην πρωτοπορία των χωρών», διακηρύσσει το ΠΑΣΟΚ.

«Το μέλλον της χώρας μας συνδέεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε σημαντικό βαθμό και είμαστε υπέρ της ενσωμάτωσης όλων των ευρωπαϊκών χωρών σε μία βιώσιμη Ένωση» επαναλαμβάνει το ΛΑΟΣ.

«Η τοποθέτηση υπέρ της ελληνικής συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση», επαναλαμβάνουν οι Οικολόγοι Πράσινοι, «αποτελεί στρατηγική μας επιλογή. Κριτήριο μας δεν είναι τόσο οι οικονομικές προοπτικές, όσο κυρίως η ανάγκη να καλύψουμε την υστέρηση της χώρας μας σε ζητήματα κοινωνικών δικαιωμάτων και περιβαλλοντικής προστασίας και να διασφαλίσουμε συνθήκες που να ευνοούν τον περιορισμό των υπέρογκων στρατιωτικών μας δαπανών. Βασική επιδίωξη της πολιτικής μας είναι η δημιουργία μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, με ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία, οικολογική βιωσιμότητα»!!!

Ο σκληρός πυρήνας της αστικής πολιτικής, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ξεκαθαρίζουν το στρατηγικό πολιτικό τους στόχο. Στρατηγικός στόχος που συνοδεύεται από την πολιτική της υπεραντιδραστικής ενίσχυσης των όρων εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή. Την πολιτική στρατιωτικής συμμετοχής στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους από το Ιράκ ως το Αφγανιστάν όπου «είμαστε από την αρχή παρόντες, από το 2002» (Κ. Καραμανλής), με σταθερό στόχο τη συμμετοχή στην καπιταλιστική λεία και πλιάτσικο.

Την περίοδο '74 – '81 η αστική τάξη, χρησιμοποιούσε, το ανεπιθύμητο, το εργατικό κίνημα, για να διαπραγματευτεί και αποσπάσει από την ΕΟΚ τότε πόρους και ρυθμίσεις, κρατώντας το φιλέτο για τον εαυτό της και δίνοντας κανένα κόκαλο στους εργαζόμενους. Τώρα ενεργοποιούν τον «πάγκο», για να ενισχύσουν τη – από εθνικιστική (ΛΑΟΣ) ή αστική κοσμοπολίτικη με δόση πατριωτισμού (Οικολόγοι Πράσινοι) – σκοπιά, διαπραγματευτική τους δύναμη εντός της ΕΕ.

«Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, εκμεταλλευόμενη την ελληνική επιχειρηματική διείσδυση σε αυτές. Η διεκδίκηση των εθνικών μας δικαιωμάτων στη Βόρειο Ηπειρο είναι υποχρέωση του έθνους» (ΛΑΟΣ). «Να ενισχυθούν τα εθνικά κοινοβούλια» (όλοι μαζί). «Να προσαρμοστούν τα κοινωνικά δικαιώματα στην Ελλάδα, στην (σ. σ. υπεραντιδραστική) αστική δημοκρατία της Ευρωενωσιακής Δύσης!!!» (Οικολόγοι Πράσινοι).

Έτσι εμφανίζονται οι στρατηγικοί πολιτικοί τους στόχοι.

Ωστόσο η εντυπωσιακή αποτυχία των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στο να εξασφαλίσουν μια μακροπρόθεσμη, σταθερή ανάπτυξη σε συνδυασμό με την ανάδυση του κινήματος και το δεύτερο μετά την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας απόλυτο νόμο του καπιταλισμού, τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό, αναταράσσουν τις ολοκληρώσεις που «τείνουν αλλά ποτέ δε φτάνουν». Καθυστερούν, παραμορφώνουν, μεταθέτουν κυρίως όμως απαιτούν στρατηγικές απαντήσεις.

Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ με πυρήνα την δημοκρατική μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αντιμετωπίζεται σαν εν δυνάμει υπερκράτος, δοκιμάστηκε σε Ιταλία, Γαλλία και χρεοκόπησε. Η πολιτική του ΚΚΕ, με τις πότε δεξιά και πότε αριστερά αλλά ποτέ ανατρεπτικά θέσεις του, έχει δείξει από καιρό τα πάνω της όρια. Λοιπόν με ποια ρεαλιστική πολιτική γραμμή;

 

ΠΗΓΗ: 24-05-2009-17:05:32,

http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=6644

Παγκόσμια καπιταλιστική κρίση 2008 και εξής

Η παρούσα παγκόσμια καπιταλιστική κρίση είναι μια κρίση – σταθμός

Εισήγηση του Φάνη Παπαδάτου*

 

 Η παρούσα παγκόσμια καπιταλιστική κρίση είναι μια κρίση-σταθμός κι όχι μια τρέχουσα διακύμανση του καπιταλιστικού κύκλου. Είναι κρίση με μακροπρόθεσμες συνέπειες στην εξέλιξη της ταξικής πάλης και όχι εφήμερη τροποποίηση των δεδομένων της. Η προαναφερθείσα εκτίμηση για κρίση- σταθμό πηγάζει από ορισμένα κρίσιμα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της, που καταγράφονται τόσο στο πεδίο της οικονομίας όσο και σε εκείνα της πολιτικής και της ιδεολογίας.

Ειδικότερα:

α. Έχει ως επίκεντρο την καρδιά του καπιταλιστικού κόσμου (ΗΠΑ, Βρετανία, ΕΕ) κι όχι ανεπτυγμένες μεν καπιταλιστικά αλλά περιφερειακές χώρες, όπως γινόταν μέχρι πρότινος (π.χ. Χονγκ Κονγκ, Αργεντινή).

β. Έχει τρομακτικές τάσεις διεθνοποίησης, που συμπαρασύρουν ταχύτατα στη δίνη της όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Στην ουσία μιλάμε για ένα διεθνές φαινόμενο, στη βάση του οποίου βρίσκονται οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία 30 χρόνια στο διεθνές σύστημα του κεφαλαίου με τις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, τη ροή κεφαλαίων στα διεθνή χρηματιστήρια, την κυριαρχία των πολυεθνικών – πολυκλαδικών μονοπωλίων, τις γεωστρατηγικές αλλαγές κ.λπ.

γ. Έχει ως επίκεντρο τομείς και φορείς (χρηματοπιστωτικό σύστημα, Γουόλ Στριτ, επενδυτικές τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες κ.λπ.) που ως χθες εμφανιζόντουσαν ως τα σύμβολα της υπεροχής και τα τεκμήρια ζωτικότητας του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, καθώς και ως οι φορείς που με τα προϊόντα τους (δάνεια κ.λπ.) μπορούν να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών.

δ. Αν και στην πρώτη γραμμή των κρισιακών φαινομένων βρίσκεται το χρηματοπιστωτικό σύστημα, εντούτοις η κρίση αγγίζει όλους τους τομείς της καπιταλιστικής παραγωγής και οικονομίας (τη λεγόμενη «πραγματική» οικονομία). Αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους: γιατί υπάρχει αξεδιάλυτη συνύφανση τραπεζικού – χρηματιστηριακού – βιομηχανικού τομέα (άρα οι τριγμοί στον ένα αντανακλούν στον άλλο), γιατί η μείωση των δανείων μειώνει την «καταναλωτική δυνατότητα» (άρα και τις πωλήσεις), γιατί πολλές επιχειρήσεις της «πραγματικής οικονομίας» έχουν πλέον αναπτύξει αυτοτελή χρηματοπιστωτικό βραχίονα, γιατί οι μετοχές αντανακλούν – πέραν των άλλων – προσδοκίες κερδοφορίας, που αν διαψευστούν οι μετοχές πέφτουν κ.λπ. Χαρακτηριστική η περίπτωση της General Motors ή του κατασκευαστικού τομέα.

ε. Έχει μεγάλη διάρκεια. Παρότι έχει περάσει περισσότερος από ενάμισι χρόνος από τις πρώτες εκδηλώσεις της στην αγορά ενυπόθηκων δανείων (στεγαστική πίστη), είναι άγνωστο αν βρίσκεται στην κορύφωσή της. Αστοί οικονομολόγοι μιλούν για διάρκεια 2-10 χρόνια.

στ. Σε επίπεδο οικονομικών δεικτών, εμφανίζει μεγάλο βάθος, καθώς οι χρηματιστηριακές απώλειες ξεπερνούν το 40-50% μόνο κατά τη διάρκεια του 2008, ενώ καταγράφονται αρκετές καταρρεύσεις χρηματοπιστωτικών -για την ώρα- κολοσσών κι άλλες αποτρέπονται χάρη στη σανίδα σωτηρίας που προσφέρει η κρατική παρέμβαση.

ζ. Εμφανίζει μεγάλη αντοχή σε όλες τις μέχρι τώρα προσπάθειες αντιμετώπισής της. Παρά το σχέδιο Πόλσον, τις κρατικές ενέσεις παροχής ρευστότητας, τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις, η κατρακύλα συνεχίζεται και δεν αντιστρέφεται με τίποτα απ' όλα αυτά ή με τις καθησυχαστικές δηλώσεις Μπους, Μπερνάκι, Τρισέ, Ομπάμα κ.λπ.

η. Έχει έκδηλες ιδεολογικές και πολιτικές παραμέτρους. Κι αυτό γιατί τόσο η εκδήλωσή της όσο και -κυρίως- οι προωθούμενες αστικές μορφές υπέρβασής της θέτουν σε αμφισβήτηση από τη μια βασικά ως σήμερα δόγματα της αστικής (και δη της νεοφιλελεύθερης) φιλολογίας-ιδεολογίας (αντικρατισμός, ελεύθερη αγορά κ.λπ.), καθώς και από την άλλη βασικά δεδομένα (οργάνωση κοινωνικών συμμαχιών, μορφή κομματικού συστήματος κ.λπ.) στο αστικό πολιτικό σύστημα, στις μορφές αστικής κυριαρχίας και στον αστικό συνασπισμό εξουσίας. Επιπλέον γιατί δείχνουν ότι ο καπιταλισμός δεν είναι άτρωτος, δεν έχει απαλλαγεί από τις κρίσεις, δεν μπορεί να τις ξεπερνά βελτιώνοντας τη ζωή των εργαζομένων και των νέων. Κατά συνέπεια οι δεσμοί των εργαζομένων με την αστική ιδεολογία δοκιμάζονται. Επάνω σε αυτά τα ρήγματα δημιουργείται για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια τόσο πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της εργατικής πάλης και τη διείσδυση της απελευθερωτικής – επαναστατικής ιδεολογίας σε πρωτοπόρα τμήματα της τάξης.

2. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της τρέχουσας κρίσης

Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της τρέχουσας κρίσης, πράγμα που της προσδίδει και δομικό χαρακτήρα, είναι ότι προσδιορίζεται από μία πολύ πιο έντονη απ' ότι σε άλλες παρόμοιες κρίσεις, τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει, αποτελώντας την κυριότερη αιτία της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που παρατηρείται. Αυτή η εντονότερη απ' ότι σε άλλες κρίσεις του καπιταλισμού (π.χ. πετρελαϊκή κρίση) τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει παρατηρείται ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 κάνοντας ιδιαίτερα δύσκολη (και το τελευταίο διάστημα ουσιαστικά αδύνατη) υπόθεση για τις αστικές τάξεις σε παγκόσμια κλίμακα τις προσπάθειες παράκαμψης του νόμου της αξίας.

Από αυτή την άποψη η συγκεκριμένη κρίση είναι κατά κύριο λόγο κρίση των μηχανισμών απόσπασης υπεραξίας και έρχεται σαν αποτέλεσμα της προσπάθειας του κεφαλαίου να αποφύγει τις συνέπειες του νόμου της αξίας, (δηλαδή, του γεγονότος ότι στον καπιταλισμό η εργατική δύναμη δεν πληρώνεται στην αξία της αλλά πάντοτε ως απαραίτητος όρος για την κερδοφορία του κεφαλαίου είναι η απόσπαση απλήρωτης δουλειάς-υπεραξίας από τον εργαζόμενο), που οδηγεί στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους

Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι υψηλοί ρυθμοί συσσώρευσης που παρατηρήθηκαν, αρχικά στηρίχτηκαν κατά κύριο λόγο στην αύξηση της απόσπασης της λεγόμενης σχετικής υπεραξίας. Όμως, καθώς προχωρούσε η συσσώρευση οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου επιτείνοντας την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους πράγμα που όξυνε ακόμα περισσότερο το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Στη συνέχεια, το κεφάλαιο στην προσπάθειά του να καθυστερήσει και να αντιστρέψει την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους άρχισε να υποκαθιστά σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό τις μεθόδους απόσπασης σχετικής υπεραξίας, με μεθόδους απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, χωρίς όμως η παραγωγή της σχετικής υπεραξίας να χάνει τον δεσπόζοντα ρόλο της στα πλαίσια της οργανικής τους διαπλοκής.[1]

Όμως η χρήση των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας έχει όρια. Η αύξηση των ωρών εργασίας, η εντατικοποίηση της καθώς και η μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων προσκρούουν τόσο σε βιολογικούς όσο και σε κοινωνικούς περιορισμούς. Η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων εξάλλου προσκρούει στο όριο της πλήρους απασχόλησης του εργατικού δυναμικού σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής της εργασιακής δύναμης πάνω από την αξία της, καθώς αυξάνεται η ζήτηση για εργατικά χέρια και μειώνεται ο εφεδρικός στρατός των ανέργων.

2.1. Ο ρόλος του πλασματικού κεφαλαίου

Περαιτέρω ιδιαίτερη μνεία σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο θα πρέπει να γίνει για την σημασία του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου[2], το οποίο παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην προώθηση και επιτάχυνση της διαδικασίας συσσώρευσης για το κεφάλαιο συνολικά, το βάθεμα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, την διατήρηση και αύξηση της κερδοφορίας στην τρέχουσα συγκυρία. Από αυτή την άποψη πρέπει να τονιστεί η δυνατότητα της χρηματοπιστωτικής σφαίρας να συνεχίζει να παράγει κέρδη συμβάλλοντας στην διατήρηση ή και αύξηση της μάζας των κερδών ακόμα και όταν η διαδικασία της πραγματικής συσσώρευσης αντιμετωπίζει προβλήματα. Δηλαδή, ακόμα και όταν ο συνδυασμός τεχνικών απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας έχει φθάσει στα όρια του και ο νόμος της αξίας κάνει απειλητική την παρουσία του θέτοντας σε κίνδυνο την κερδοφορία του κεφαλαίου. Βέβαια, το τίμημα για αυτή την «διευκόλυνση» είναι η συγκάλυψη και το βάθεμα των αντιφάσεων στο επίπεδο της πραγματικής συσσώρευσης, που τελικά είναι και η σφαίρα όπου πρωτογενώς αποσπάται η υπεραξία, με τελικό αποτέλεσμα την επίταση των προβλημάτων υπερσυσσώρευσης που οδήγησαν και στην τρέχουσα ιστορικών διαστάσεων κρίση.

2.2. Η διαμόρφωση των αντιφάσεων που οδήγησαν στην τρέχουσα κρίση

Έτσι, καθώς επιχειρήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, να επιταχυνθεί η συσσώρευση (και να ξεπεραστούν τα προβλήματα που δημιουργούσε στην κερδοφορία η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου) σιγά-σιγά οι τεχνικές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας άρχισαν να παίρνουν την σκυτάλη σε σχέση με τις τεχνικές απόσπασης σχετικής υπεραξίας με ότι αυτό συνεπάγεται για τις εργασιακές σχέσεις. Ο νέος συνδυασμός τεχνικών απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, (με αυξημένη συμμετοχή των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας) μέσα σε ένα «περίβλημα» πλασματικού κεφαλαίου που πλέον είχε κάνει δυναμικά την εμφάνισή του έφερε μια νέα επιτάχυνση της διαδικασίας συσσώρευσης. Ως αποτέλεσμα οδήγησε στη δημιουργία της μεγαλύτερης μέχρι τότε χρηματιστηριακής φούσκας από την δεκαετία του 1920, που επηρέασε κατά κύριο λόγο τις τιμές των μετοχών της λεγόμενης «νέας οικονομίας», οι οποίες αποτελούσαν και την αιχμή του δόρατος της συσσώρευσης.

Στο πλαίσιο της «νέας οικονομίας» ήταν που για πρώτη φορά έγινε αντιληπτό ότι και ο νέος συνδυασμός τεχνικών απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας είχε όρια, καθώς η χρήση των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, πολύ σύντομα προσέκρουσε στους βιολογικούς και κοινωνικούς περιορισμούς που χαρακτηρίζουν την εφαρμογή τους. Έτσι χρειάστηκε να συμπληρωθούν με την εκτεταμένη χρήση του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου. Η φούσκα διογκώθηκε εξαιτίας της ταχύτητας επέκτασης της προσφοράς πιστωτικού χρήματος και συνδυάστηκε τόσο με την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών σε δυσθεώρητα ύψη, όσο και με δραματική επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών. Όταν η φούσκα «έσπασε» (εξ' αιτίας των αυξήσεων της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και της πτώσης του ποσοστού κέρδους που επιταχύνθηκε από την κρίση του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου) την άνοιξη του 2000, η αμερικανική οικονομία αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να εισέλθει σε βαθύτατη ύφεση. Όμως η ύφεση που ακολούθησε το 2001 δεν ήταν ιδιαίτερα έντονη. Η αποφυγή της βαθιάς ύφεσης εξασφαλίστηκε μέσω μέτρων όπως ο συνδυασμός φοροαπαλλαγών και επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής, η κατάσταση αντιμετωπίστηκε με την ταχύτερη και πιο εκτεταμένη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην ιστορία των ΗΠΑ, ωθώντας τα πραγματικά επιτόκια σε αρνητικά επίπεδα για πρώτη φορά από το 1970. Αυτή όμως η επιτυχημένη αποφυγή της ύφεσης συνεπαγόταν το κόστος της διατήρησης όχι μόνο των ανισορροπιών που είχαν οδηγήσει σε αυτή, αλλά και το επιπλέον πρόβλημα της υπερβάλλουσας ρευστότητας στην οικονομία, (λόγω της παρατεταμένης διατήρησης χαμηλών επιτοκίων) που οδήγησε στην ανεξέλεγκτη συμπεριφορά των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Έτσι, το τέλος της χρηματιστηριακής φούσκας διαδέχθηκε η φούσκα των ακινήτων ως το νέο προνομιακό πεδίο επέκτασης του χρηματικού κεφαλαίου σε συνθήκες χαμηλών επιτοκίων, προκειμένου να διατηρηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Αυτή ακριβώς η κατάσταση έκρυβε στο εσωτερικό της τους όρους μιας νέας κρίσης καθώς η συσσώρευση τώρα πια στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην αναστολή της λειτουργίας του νόμου της αξίας με την αλόγιστη επέκταση του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου. Αυτή η κρίση, επίσημα τουλάχιστον φαίνεται να βρίσκεται σε εξέλιξη από το καλοκαίρι του 2007 και δεν είναι άλλη από την κρίση των λεγόμενων «δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης» ή των «δανείων των φτωχών». Η θρυαλλίδα που την πυροδότησε ήταν η αύξηση των προβλημάτων αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης. Τα δάνεια αυτά δίνονταν σε άτομα με ιδιαίτερα χαμηλό εισόδημα έχοντας προκαταβάλλει πολύ μικρό ποσοστό της αξίας του ακινήτου που αγόραζαν (5% ή και λιγότερο). Επιπλέον, δίνονταν με εγγύηση του ιδίου του ακινήτου και με υψηλότερα (και συνήθως κυμαινόμενα) επιτόκια λόγω της χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας των δανειζόμενων. Μέχρι πρόσφατα τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα στις ΗΠΑ μπορούσαν να χρηματοδοτούν την αποπληρωμή τέτοιων στεγαστικών δανείων με δύο τρόπους. Πρώτο, μέσω της αύξησης των ωρών εργασίας τους (οι ΗΠΑ είναι πρωταγωνιστής σε αυτή την κούρσα τα τελευταία χρόνια). Ο λόγος γι' αυτό είναι ότι κάτι τέτοιο αποδεικνύεται ιδιαίτερα προσοδοφόρο για το κεφάλαιο συνολικά, καθώς οι επιπλέον ώρες εργασίας συμβάλλουν στην απόσπαση επιπλέον υπεραξίας από τους εργαζόμενους. Δεύτερο, καθώς μέχρι πρόσφατα οι τιμές των ακινήτων αυξάνονταν, η εξυπηρέτηση αυτών των δανείων γινόταν πιο εύκολη (μέσω αναχρηματοδοτήσεων) ενώ πολλοί δανειολήπτες πωλούσαν τα ακίνητα που είχαν αγοράσει εισπράττοντας ποσά μεγαλύτερα από το συνολικό ποσό που έπρεπε να καταβάλουν προκειμένου να αποπληρώσουν τα δάνεια τους. Το πρόβλημα στην αμερικανική οικονομία εμφανίστηκε όταν η κεντρική τράπεζα άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια κάνοντας πιο δύσκολη των αποπληρωμή αυτών των δανείων, αλλά και λόγω προβλημάτων στο επίπεδο αυτού που στα αστικά οικονομικά ονομάζεται «πραγματική οικονομία» ή για τον Μαρξισμό αποτελεί το παραγωγικό κεφάλαιο. Φαίνεται δηλαδή, ότι ύστερα από μια αρκετά μακρά περίοδο καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που αύξησαν την συμμετοχή στην συσσώρευση των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, αυξάνοντας δραματικά τον βαθμό εκμετάλλευσης και τα κέρδη, για μια ακόμη φορά η συσσώρευση παρουσιάζει σημεία κόπωσης. Μάλιστα, αμερικανοί μαρξιστές οικονομολόγοι σε πρόσφατες εμπειρικές μελέτες υποστηρίζουν ότι η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει ξαναρχίζει να ενισχύεται σε σχέση με τις προαναφερθείσες αντίρροπες δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν από τις αναδιαρθρώσεις. Εξ' αιτίας των παραπάνω, τα υψηλότερα επιτόκια ενώ ωφελούν την πλευρά των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων του κεφαλαίου κάνουν πιο δύσκολα τα πράγματα για την πλευρά των παραγωγικών δραστηριοτήτων του, με το να αυξάνουν το κόστος των επενδύσεων του παραγωγικού κεφαλαίου. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε την τάση για ύφεση της αμερικανικής οικονομίας στο σύνολο της, καθώς τελικά το παραγωγικό κεφάλαιο είναι αυτό που πρωτογενώς αποσπά την υπεραξία, μέρος της οποίας αναδιανέμεται μέσω της πληρωμής τόκων στο χρηματικό κεφάλαιο. Δηλαδή, το πρόβλημα στην κτηματαγορά προέκυψε γιατί συνολικά ο αμερικανικός καπιταλισμός ασθμαίνει και επομένως η εργατική τάξη και τα λαϊκά και μεσαία στρώματα δεν διαθέτουν επαρκή εισοδήματα.

2.3. Η διεθνής διάσταση της κρίσης των «δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης»

Πλέον, η κρίση στην αμερικάνικη κτηματαγορά έχει μετατραπεί σε κρίση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτό έγινε όχι μόνο γιατί κινδυνεύουν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που έχουν χορηγήσει επισφαλή δάνεια (τα οποία άλλωστε δεν είναι παρά το 14% των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ) αλλά γιατί με βάση αυτά τα δάνεια το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα (και όχι μόνο το αμερικάνικο) είχε ανοίξει σε διεθνή κλίμακα, πολλαπλασιαστικά μέσα από την δημιουργία ειδικών παραγώγων προϊόντων μια σειρά άλλες δραστηριότητες κερδοφορίας που τώρα και αυτές με την σειρά τους κινδυνεύουν. Δημιουργήθηκε δηλαδή μια κατάσταση ντόμινο. Οι τράπεζες (αμερικάνικες κατά βάση αλλά και ξένες) εξέδιδαν τα στεγαστικά δάνεια, τα οποία στη συνέχεια τιτλοποιούσαν πουλώντας τα σε διάφορους καπιταλιστές – κερδοσκόπους (περιλαμβανομένων και «ταμείων αντιστάθμισης κινδύνου» Hedge Funds). Περαιτέρω, η πώληση αυτών των τίτλων εξασφάλιζε ρευστό με το οποίο οι τράπεζες εξέδιδαν ακόμη περισσότερα στεγαστικά δάνεια. Το «αεροπλανάκι» παρουσίασε τις πρώτες «βλάβες» όταν παρουσιάσθηκαν τα προβλήματα στην αποπληρωμή των δανείων μειωμένης εξασφάλισης και μια σειρά τράπεζες αναθεωρώντας τη στάση τους, έπαψαν να ρευστοποιούν τους τίτλους που είχαν πουλήσει στους διάφορους κερδοσκόπους. Ταυτόχρονα προέκυψαν ανησυχίες και για την κεφαλαιακή επάρκεια όχι μόνο των κερδοσκοπικών οργανισμών που αγόραζαν τέτοια προϊόντα αλλά και των τραπεζών αυτών καθαυτών που υπήρχε υπόνοια ότι είχαν χρηματοδοτήσει τέτοιους οργανισμούς. Ως αποτέλεσμα προκλήθηκε κρίση εμπιστοσύνης, και οι τράπεζες ουσιαστικά έπαψαν να δανείζουν η μία την άλλη βραχυκυκλώνοντας της κυριότερες διατραπεζικές αγορές (σε ΗΠΑ, Ευρώπη, και Βρετανία), πράγμα που επιδείνωσε τα πράγματα ακόμα περισσότερο.

Περαιτέρω, το πρόβλημα πέρασε και στις διεθνείς κεφαλαιαγορές γιατί οι τράπεζες είναι εισηγμένες σε αυτές και μάλιστα με σημαντική βαρύτητα. Επισημαίνεται ότι οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι καθώς όταν μια τράπεζα αντιμετωπίσει πρόβλημα, τότε ενδεχομένως να κινδυνεύσουν και μια σειρά επιχειρήσεις που αυτή έχει δανειοδοτήσει (πολλές εκ των οποίων είναι επίσης εισηγμένες στα χρηματιστήρια) ακόμη και αν από μόνες τους δεν είχαν προβλήματα. Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή βρίσκεται στο ότι, το διάστημα μέχρι και λίγο πριν από την εκρηκτική εκδήλωση της κρίσης (Ιούλιος 20007) είχε σημειωθεί μια άνοδος των χρηματιστηρίων λόγω ενός κύματος εξαγορών και συγχωνεύσεων επιχειρήσεων οι οποίες πραγματοποιούνταν μέσω κερδοσκοπικών οργανισμών. Η χρηματοδότηση και αυτού του τύπου των δραστηριοτήτων υπήρξε ανάλογη με αυτή των επισφαλών στεγαστικών δανείων. Οι κερδοσκοπικοί οργανισμοί δανείζονταν από τις τράπεζες και οι τράπεζες τιτλοποιούσαν και πωλούσαν τα δάνεια αυτά σε τρίτους για να αντλήσουν ρευστότητα και να κάνουν επιπλέον δάνεια. Καθώς όμως αυξάνεται η ανησυχία για την επίπτωση που θα έχει η τυχόν εισδοχή των ΗΠΑ σε ύφεση για την παγκόσμια οικονομία φαίνεται ότι το κύμα εξαγορών αναστέλλεται, και οι τράπεζες γίνονται πιο επιφυλακτικές στις χρηματοδοτήσεις τους, ενώ οι κερδοσκοπικοί οργανισμοί, που αυτοτροφοδοτούνταν μέσω των εξαγορών, αντιμετωπίζουν ένα επιπλέον πρόβλημα. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα είναι η αναταραχή και η νευρικότητα στα χρηματιστήρια που παρατηρήθηκε πρόσφατα. Οι κεντρικές τράπεζες παρενέβησαν, αρχικά με χορήγηση ρευστότητας σε μια προσπάθεια να εξομαλύνουν την κατάσταση στην διατραπεζική αγορά, γεγονός που βραχυχρόνια τουλάχιστον φαίνεται να στέφθηκε από επιτυχία. Στην συνέχεια όμως η απότομη υποχώρηση των χρηματιστηριακών δεικτών και της οικονομικής δραστηριότητας προκάλεσε την έντονη δραστηριοποίηση του κράτους που αποκάλυψε τον ταξικό του χαρακτήρα οδηγώντας ειδικότερα τις κυριότερες κεντρικές τράπεζες στην κατεύθυνση της λεγόμενης πολιτικής μηδενικών επιτοκίων, αναδεικνύοντας τα όρια και τα αδιέξοδα της νομισματικής πολιτικής. Ο πρόδηλα δομικός χαρακτήρας της κρίσης μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι όχι μόνο τα νομισματικά αλλά ακόμα και ο συνδυασμός τους με δημοσιονομικά μέτρα δεν πρόκειται να οδηγήσει στην επίλυση των προβλημάτων που έχουν προκύψει αν δεν υπάρξουν και νέα διαρθρωτικά μέτρα στην κατεύθυνση αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης που θα δώσει νέα υπεραξία για να καλυφθούν οι απώλειες. Φυσικά για άλλη μια φορά οι εργαζόμενοι θα κληθούν «ελλείψει άλλου καθίσματος να καθίσουν στο άδικο».

3. Η Ευρωπαϊκή Ένωση

Για να έρθουμε όμως πιο κοντά στα καθ' ημάς, τα παραπάνω σχετικά με την προοπτική των εργασιακών σχέσεων ισχύουν και για την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία δοκιμάζεται εξ ίσου οδυνηρά αν και με μια διαφορά φάσης από την τρέχουσα κρίση. Μέχρι πολύ πρόσφατα (2005-2006) η ευρωπαϊκή οικονομία υστερούσε έναντι της αμερικανικής σε ότι αφορά τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Η διαφορά μεταξύ της οικονομίας των ΗΠΑ και της Ευρώπης αποδόθηκε από τους κύκλους του κεφαλαίου της ΕΕ στην έγκαιρη εφαρμογή από το κεφάλαιο στις ΗΠΑ των νέων τεχνικών απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας με τρόπο που κατά το δυνατόν πιο έγκαιρα να αντισταθμίζει την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Αυτό συνεπάγεται την θεμελιακή μεταβολή των εργασιακών σχέσεων υπέρ του κεφαλαίου με την καταπολέμηση και ουσιαστική διάλυση των συνδικάτων αλλά και την αποδόμηση των στοιχείων εκείνων του κοινωνικού κράτους που μειώνουν την κερδοφορία του κεφαλαίου (συνταξιοδοτικό-ασφαλιστικό σύστημα-κοινωνικές παροχές) και την επαναλειτουργία τους με όρους που να ενισχύουν αντί να μειώνουν την κερδοφορία (π.χ. εισαγωγή της έννοιας της «ανταποδοτικότητας» στις κοινωνικές παροχές, που ουσιαστικά καταργεί την λεγόμενη «αλληλεγγύη των γενεών» του προηγούμενου συστήματος). Αξίζει να σημειωθεί ότι στις τρεις μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αλλά και η επένδυση σε νέες τεχνολογίες πολλές φορές κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 ήταν η υψηλότερη σε παγκόσμια κλίμακα, εξαιτίας της ισχυρής παρουσίας μεταπολεμικά Αριστεράς και εργατικού κινήματος σε όλες του τις μορφές (κομμουνιστικό, σοσιαλδημοκρατικό-ρεφορμιστικό) δεν συνοδεύτηκε με ταυτόχρονη μεταβολή των εργασιακών σχέσεων και την αναμόρφωση του κοινωνικού κράτους με τρόπο επωφελή για το κεφάλαιο. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ΕΕ να «χάσει» σε ανταγωνιστικότητα έναντι των Αμερικανών ανταγωνιστών της. Παρ' όλα αυτά (και υπό το βάρος του ανταγωνισμού των κεφαλαίων) έστω και με κάποια καθυστέρηση βρίσκεται σε εξέλιξη μια γιγαντιαία προσπάθεια επαναδιευθέτησης τόσο των εργασιακών σχέσεων όσο και των στοιχείων του κοινωνικού κράτους υπέρ του κεφαλαίου κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ η οποία ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων της τρέχουσας κρίσης εκτιμούμε ότι πρόκειται να διευρυνθεί τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος. Η συζήτηση κατ' επέκταση που διεξάγεται στην ΕΕ για την επέκταση του εργάσιμου χρόνου (στις 65 ώρες), τη διεύρυνση της περιόδου διευθέτησης στην κατεύθυνση περαιτέρω ελαστικοποίησης και για την μείωση των εργατικών μισθών με την οδηγία Μπολκενστάϊν, για παράδειγμα, μόνο τυχαία δεν είναι. Το ίδιο ισχύει και για τις προτάσεις της Κομισιόν για μοίρασμα της ανεργίας. Αντίθετα αποτελούν τη στρατηγική απάντηση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού για την υπέρβαση της κρίσης και το κατ' εξοχήν πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης την τρέχουσα ιστορική περίοδο.

Συμπερασματικά λοιπόν, και με αφορμή την τρέχουσα κρίση, μπορούμε να πούμε ότι στην παρούσα συγκυρία υπάρχει μια γενικευμένη τάση στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού για την ολοένα και σε μεγαλύτερο βαθμό στήριξη της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου κατά κύριο λόγο σε τεχνικές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, λόγω αδυναμίας μείωσης της υψηλής οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα, αφού οι διαδικασίες υποτίμησης και καταστροφής υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου όταν υπάρχουν, φαίνεται να είναι πάρα πολύ αργές. Γι αυτό κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την προσφυγή στον πόλεμο, που θα σηματοδοτήσει την ακόμη πιο βίαιη και μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και δυνατοτήτων, ως μέσο υπέρβασης της κρίσης από τη μεριά του ιμπεριαλισμού και των αστικών τάξεων. Όμως τα περιθώρια αύξησης της υπεραξίας κάτω από δοσμένες τεχνολογικές συνθήκες (δηλαδή χωρίς αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου), είναι περιορισμένα. Η αύξηση των ωρών εργασίας, η εντατικοποίηση της καθώς και η μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων προσκρούουν τόσο σε βιολογικούς όσο και σε κοινωνικούς περιορισμούς. Η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων εξάλλου προσκρούει στο όριο της πλήρους απασχόλησης του εργατικού δυναμικού σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής της εργασιακής δύναμης πάνω από την αξία της, καθώς αυξάνεται η ζήτηση για εργατικά χέρια και μειώνεται ο εφεδρικός στρατός των ανέργων. Γι' αυτό, ιστορικά η σημαντικότερη πηγή αυξήσεων της υπεραξίας, ειδικά μετά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του καπιταλισμού, υπήρξαν οι μεταβολές στις τεχνικές μεθόδους παραγωγής. Στο βαθμό που η αύξηση της υπεραξίας δεν στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην απόσπαση σχετικής υπεραξίας, τότε δεν μπορούμε να πούμε ότι μια κρίση υπερσυσσώρευσης ξεπεράστηκε.

Ακριβώς αυτή η αδυναμία του κεφαλαίου να ξεπεράσει σε παγκόσμια κλίμακα την κρίση υπερσυσσώρευσης που το μαστίζει και το αναγκάζει να στηρίζει την κερδοφορία του στις τεχνικές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας με καταστροφικές συνέπειες για τον άνθρωπο, υπογραμμίζει και την μεγάλη ανάγκη που υπάρχει σήμερα για αναδιοργάνωση και συντονισμό του εργατικού κινήματος σε παγκόσμια κλίμακα με σκοπό τουλάχιστον την άνοδο του επιπέδου της ταξικής πάλης, ανάγκη που για τους εργαζόμενους σήμερα φαίνεται να αποτελεί όρο επιβίωσης πολύ περισσότερο από ό,τι αποτελεί αδήριτη ανάγκη για το κεφάλαιο η αύξηση και το βάθεμα της εκμετάλλευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Η πορεία αυτή φυσικά θα εξαρτηθεί σε κάθε χώρο εργασίας ξεχωριστά, μέσα σε κάθε χώρα.

4. Η περίπτωση της Ελλάδας

Τα παραπάνω αφορούν άμεσα και την Ελλάδα καθώς οι διάφορες οδηγίες περί της απελευθέρωσης των αγορών με προεξάρχουσα την αγορά εργασίας εφαρμόζονται με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια από τις ελληνικές κυβερνήσεις και ιδιαιτέρως από την τωρινή. Η υστέρηση που εμφανίζει το ευρωπαϊκό κεφάλαιο σηματοδοτεί την ανάγκη στήριξης και εδώ της κερδοφορίας σε τεχνικές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας (ιδιαίτερα ύστερα από το άνοιγμα και των χωρών της ανατολικής Ευρώπης στην εκμετάλλευση του κεφαλαίου) πράγμα που σημαίνει ότι για όσο διάστημα το επίπεδο της ταξικής πάλης και η οργάνωση της εργατικής τάξης θα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, αυτό θα εγγυάται και την σε απόλυτους και σχετικούς όρους χειροτέρευση των συνθηκών ζωής της.

Ειδικότερα οι τελευταίες εξελίξεις στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας έχουν καταστήσει παραπάνω από σαφές ότι η άρχουσα τάξη και τα κόμματά της, όπως προκύπτει από τον κρατικό προϋπολογισμό του 2009 και το Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2008-2011, αλλά και από τις διακηρυγμένες θέσεις των εκπροσώπων του δικομματισμού, προσπαθούν να αξιοποιήσουν την οικονομική κρίση για να επιταχύνουν την επιβολή των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων. Βασική επιδίωξη είναι για μια ακόμα φορά να εμφανίσουν το δικό τους πρόβλημα σαν πρόβλημα ολόκληρης της κοινωνίας και με αυτό τον τρόπο να «περάσουν» στο λαό ότι είναι «αναγκαίο κακό» η κοινωνικοποίηση των ζημιών και η ιδιωτικοποίηση των κερδών, ώστε να ανακάμψει ο περίφημος «επιχειρηματικός κόσμος» και να δουν υποτίθεται καλυτέρευση και οι εργαζόμενοι. Για του λόγου το αληθές επισημαίνουμε ότι οι φόροι για τις μεγάλες επιχειρήσεις το 2000 ήταν στο 48%, έπεσαν το 2004 στο 37% και στην πενταετία της ΝΔ μειώθηκαν στο 30%. Την ίδια στιγμή οι άμεσοι φόροι από 51% που ήταν το 2000 ανέβηκαν στο 62% το 2004 και έφτασαν στο 70% επί των κυβερνήσεων της ΝΔ. Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι και ο προϋπολογισμός του 2009 όπως άλλωστε και οι προηγούμενοι, είναι ταξικός και αντιλαϊκός.

Η φορολογική λεηλασία ωστόσο δεν θα επιλύσει τα διαρθρωτικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού που οδηγούνται σε παροξυσμό λόγω της κρίσης, όπως δείχνει κι η απότομη επιδείνωση των όρων δανεισμού του ελληνικού δημοσίου. Η αύξηση των επιτοκίων στις νέες εκδόσεις ομολόγων του ελληνικού δημοσίου κατ' απαίτηση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου επιτείνει όμως ακόμη παραπέρα το δημοσιονομικό πρόβλημα του ελληνικού καπιταλισμού. Ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε όχι λόγω των γενναίων κοινωνικών παροχών αλλά της αφειδώλευτων επιδοτήσεων προς το κεφάλαιο και των φοροαπαλλαγών. Πέρα για πέρα ενδεικτική είναι η μείωση των φορολογικών συντελεστών από το 35% στο 25% που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη Διεθνή ‘Έκθεση Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 2004, ενώ με το φορολογικό νόμο του Αυγούστου του 2008 το ποσοστό αυτό μειώθηκε ακόμη περισσότερο. Η μαύρη τρύπα επομένως στα δημόσια οικονομικά δημιουργήθηκε από την ίδια την κυβέρνηση Κ. Καραμανλή που μείωσε τη φορολογία του κεφαλαίου για να αυξήσει την κερδοφορία του. Τα 28 δισ. ευρώ που χαρίζει η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή στους τραπεζίτες επικαλούμενη την αντιμετώπιση της κρίσης αποτέλεσε την σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της δημοσιονομικής κρίσης.

Παρότι όμως η χρόνια δημοσιονομική κρίση είναι αποτέλεσμα της πολιτικής αθρόων παροχών προς το κεφάλαιο που ακολούθησαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, η αστική τάξη επιχειρεί να στείλει τον λογαριασμό στους εργαζόμενους. Η συζήτηση για τον κίνδυνο προσφυγής στο ΔΝΤ για παράδειγμα και για το πολύ πιο πιθανό ενδεχόμενο κοινοτικής επιτήρησης λόγω υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος αν κάπου αποσκοπεί είναι στην προετοιμασία των εργαζομένων για ένα νέο εξοντωτικό πρόγραμμα λιτότητας διαρκείας!

Ακρογωνιαίοι λίθοι του θα είναι πρώτο, η μείωση των πραγματικών μισθών, δεύτερο, απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, τρίτο, αναδιάρθρωση των αγορών ώστε να είναι ευκολότερη η διείσδυση των πολυεθνικών μονοπωλίων και τέλος μια νέα αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος πάνω στα χνάρια των προηγούμενων αντιλαϊκών νόμων Σιούφα Σουφλιά, Ρέππα και Πετραλιά και στην κατεύθυνση μείωσης των συντάξεων, αύξησης των εργατικών εισφορών και επιδείνωσης των όρων θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η κυβέρνηση μάλιστα στρώνει μεθοδικά το έδαφος για ένα νέο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο υποχρηματοδοτώντας συστηματικά το ασφαλιστικό σύστημα.

5. Αντί επιλόγου

Απέναντι στην επερχόμενη αντιλαϊκή οικονομική καταιγίδα ο μοναδικός τρόπος για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους οι εργαζόμενοι, συμπεριλαμβανομένων των μισθωτών και χαμηλοαμειβόμενων ελευθεροεπαγγελματιών οικονομολόγων, είναι να παλέψουν μαζί με την υπόλοιπη εργατική τάξη για την ανατροπή της επίθεσης, τη διαφύλαξη και αποφασιστική διεύρυνση των κατακτήσεών τους, στο πλαίσιο ενός νέου, ταξικού εργατικού κινήματος.

Η πάλη αυτή γίνεται σήμερα περισσότερο από ποτέ αναγκαία και δυνατή καθώς η κρίση μπορεί να δημιουργεί νέες δυσκολίες (λόγω των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, της υπονόμευσης των συλλογικών συμβάσεων, της τεράστιας ανεργίας) αλλά από την άλλη δημιουργεί και νέες δυνατότητες. Στο έδαφος της κρίσης διαμορφώνονται νέες, αυξημένες μάλιστα δυνατότητες για αντεπίθεση και νίκη καθώς οι εργαζόμενοι συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα της ενότητας σε ένα ανώτερο ποιοτικά επίπεδο συντονισμένων πανεθνικών αγώνων με μορφές μαζικού πολιτικού εκβιασμού του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων του, σε ρήξη με τους μηχανισμούς και τους θεσμούς του αστικού κράτους για την ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών της. 

 

* Οικονομολόγου, στην εκδήλωση του ΝΑΡ για την Εργατική Πρωτομαγιά 2009. Πολιτική εκδήλωση διοργάνωσε το ΝΑΡ για την Πρωτομαγιά, την Πέμπτη 30 Απρίλη, στις 7.00 μ.μ. στο αμφιθέατρο της Νομικής, με Θέμα: «εργατική αντικαπιταλιστική απάντηση στην κρίση»

 

ΠΗΓΗ: Ημερομηνία καταχώρησης 06-05-2009-00:53:10,

http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=6576

 

Ο παπάς δίπλα στον Τσε

Ο παπάς δίπλα στον Τσε

 Ο ΚΟΛΟΜΒΙΑΝΟΣ ρωμαιοκαθολικός ιερέας Καμίλο Τόρες που έδρασε την ίδια εποχή

 Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου

Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι δρ Θεολογίας και αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη».

Φέτος συμπληρώνονται, ως γνωστόν, σαράντα χρόνια από την εκτέλεση του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία. Ο Τσε δεν πρόλαβε να μπει στη χορεία της «γενιάς των σαραντάρηδων» -εκείνων που έσκασαν μύτη στο κυβερνητικό προσκήνιο διαφόρων χωρών προβάλλοντας συχνά ως κύριο προσόν τους την ηλικία τους και υποθάλποντας την αίσθηση ότι η βιολογία πουλάει εκεί όπου οι ιδέες μένουν απούλητες.

Συνέχεια