Αρχείο κατηγορίας Θεολογικά διακροτήματα

Θεολογικά διακροτήματα

Δοκιμές για τη συνδιάλεξη Φυσικών και Θεολόγων

Δοκιμές για τη συνδιάλεξη Φυσικών και Θεολόγων

 

Μια Θεολογία έξω από δω ή μια θεολογία του εξαποδώ;

 

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου

 

Νιώθω την ανάγκη να ψιθυρίσω δυο λόγια: "Ο Φρανκενστάϊν προ των πυλών!". Φαντάζομαι ότι στο άκουσμα της φράσης αυτής ο νους πάει στην εφιαλτική πιθανολόγηση (και, συνακόλουθα, στην κήρυξη συναγερμού) ότι ο άνθρωπος έχει τη συνταρακτική δυνατότητα να δημιουργήσει αυτά που στη βιολογία ονομάζονται χίμαιρες: υπάρξεις τερατώδεις.

Ωστόσο τη φράση αυτή δεν την ψελλίζω εδώ με τέτοιο νόημα. Θα θυμούνται όσοι έχουν διαβάσει το έργο της Μαίρης Σέλλεϋ, ότι Φρανκενστάϊν δεν είναι το όνομα του τέρατος, αλλά του επιστήμονα δημιουργού του.

Το σημείο, λοιπόν, που μου εμπνέει τη φράση "Ο Φρανκενστάϊν προ των πυλών" δεν αφορά το τέρας που συνέθεσε ο πρωταγωνιστής, αλλά κάτι άλλο: τον έρωτα του πρωταγωνιστή με τη γνώση. Στην πρώτη του νιότη ο ήρωας ρίχτηκε – λέει – με τα μούτρα στη μελέτη βιβλίων Φυσικής. Ήταν βιβλία αλχημιστών· του Παράκελσου, του Κορνήλιου Αγρίππα, του Αλβέρτου του Μέγα. Όταν, λοιπόν, αργότερα, ξεκίνησε πανεπιστημιακές σπουδές, έπεσε πάνω στον ωμό κύριο Κρεμπ, καθηγητή Φυσικής, ο οποίος τον υποδέχτηκε με τα εξής λόγια: "Αληθινά το λες,… ότι ξόδεψες τόσον καιρό για να διαβάσης τέτοιες ανοησίες;… Κάθε λεπτό… που ξόδεψες γι' αυτά τα βιβλία, είναι τελείως χαμένο. Κούρασες και φόρτωσες το μυαλό σου με άχρηστα συστήματα και ονόματα. Θεέ μου! Σε τι έρημο ζούσες! Δεν υπήρχε κανένας να σε πληροφορήση ότι όλ' αυτά που διάβαζες είναι χιλίων χρόνων και τελείως ξεπερασμένα πια;" (1).

Το τέρας έχει ήδη ξεπροβάλει! Είναι η τρομακτικότητα του να βρεθεί ο άνθρωπος εγκλωβισμένος σε μια φαντασίωση που τη νομίζει πραγματικότητα.  Να δαπανηθεί σκιαμαχώντας ανυποψίαστα με ερωτήματα που δεν τίθενται, και να μην πάρει είδηση ερωτήματα που χαίνουν αναπάντητα.

Υπάρχει, άραγε, σίγουρος τρόπος αποφυγής αυτής της τρομακτικότητας; Ή μήπως πρόκειται για έναν κίνδυνο διαρκή, καθ' όσον αυτό που ανακαλύπτεις κάποια στιγμή ως απάντηση που απεγκλωβίζει, μπορεί αργότερα να γίνει κλουβί, αν πάψεις εσύ να έχεις το νου σου στο πορτάκι και στο "έξω από 'δώ"; Δεν θα περιερχόταν, λόγου χάριν, στην ίδια θέση με τον νεαρό Φρανκενστάϊν και ο καθηγητής Κρεμπ, αν τυχόν θα έμενε κολλημένος στο απελευθερωτικό τότε κοσμοείδωλό του (κοσμοείδωλο του 18ου αι.), και παρέβλεπε τις μεγάλες ανατροπές που έφεραν μετά από δυο αιώνες η σχετικότητα και η κβαντομηχανική;

Τα ερωτήματα αυτά τα ένιωσα έντονα καθώς πλησίαζε η ημερίδα των Φυσικών όπου είχα προσκληθεί για να μιλήσω (2), και ήδη αισθανόμουν να γιγαντώνεται μέσα μου μεταμέλεια που αποδέχτηκα την πρόσκληση. Σε τι βαθμό μπορώ εγώ – ένας άνθρωπος που κάνει τον θεολόγο – να γνωρίζω όντως τον κόσμο της Φυσικής; Πόσα μπορώ να προσλάβω από βιβλία Φυσικής που τολμώ να διαβάσω, και πώς θα μπορέσω να πάρω χαμπάρι τι απ' αυτά ξεπερνιέται, περίπου όπως ξεπεράστηκαν τα αναγνώσματα που είχε εμπιστευτεί ο νεαρός Φρανκενστάϊν; Και μάλιστα, πόσο εύκολα (θα έλεγα: και πόσο αλαζονικά) δικαιούμαι να οικοδομήσω πάνω σε φυσικές οπτικές οι οποίες αποτελούν το πεδίο σφοδρών διαφωνιών μεταξύ ειδικών επιστημόνων, από την περίφημη σύγκρουση Αϊνστάν και Μπορ στη δεκαετία του 1920 μέχρι τις πρόσφατες διαφωνίες για την ανθρωπική αρχή ή τη θεωρία των υπερχορδών; Κι από την άλλη, πόσο σίγουρος μπορώ να είμαι ότι κατέχω τάχα τη μαστορική της θεολογίας; Μα, πέρα από την αφεντιά μου, επιτρέψτε μου να θέσω το ερώτημα αυτό και για τους φίλους που συμβατικά ορίζουν έναν άλλον χώρο: Πόσο σίγουροι είναι όσοι θα δήλωναν μη-πιστοί ότι αυτό που θεωρούν χριστιανική θεολογία είναι όντως χριστιανική θεολογία;

Μήπως, άραγε, με αυτά που λέω υπαινίσσομαι ότι δεν έχει νόημα το ανθρώπινο ταξίδι της διερώτησης; Όχι. Ουδέν κούρνιασμα στο αμνιακό υγρό του αγνωστικισμού και του μυστικισμού υπονοώ. Εννοώ άλλο: Ότι το ταξίδι πρέπει να γίνεται με παράθυρα ανοιχτά και με τον άνθρωπο απρόθυμο να αποκλείσει εκπλήξεις και ανατροπές των αναπαύσεών του. Μου έχει κάνει εντύπωση μια φράση του στοχαστικού Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος, όντας φιλόσοφος, καταπιάστηκε με ζητήματα κλωνοποίησης και βιοηθικής: "Η δική μου επιφύλαξη", σημειώνει, "έγκειται στο ότι πραγματεύομαι το θέμα αυτό δίχως να είμαι τωόντι εξοικειωμένος με το πεδίο της βιοηθικής" (3). Μα προχώρησε. Και, παρόμοια, νομίζω πως, αν κανείς έχει φιλότιμο, θα ένοιωθε δέος ακούγοντας τον μεγάλο Καστοριάδη (έναν από τους λίγους φιλοσόφους που διαλέγονταν με τη σύγχρονη Φυσική) να λέει: "Είμαι ικανός να ξαγρυπνήσω μία ολόκληρη νύχτα για να καταλάβω ένα θεώρημα ή να μελετήσω ένα καινούργιο βιβλίο φυσικής – όσο, βέβαια, μπορώ να το καταλάβω…" (4).

Και προχωρούσε. Δεν υπάρχει κάτι επικίνδυνο εδώ; Δηλαδή, δεν υπάρχει άραγε πιθανότητα να επικαλεστεί κάποιος το παράδειγμα σπουδαίων όπως ο Χάμπερμας και ο Καστοριάδης, αλλά μίζερα, ώστε να φτιασιδώσει τη δική του προχειρότητα, να αμνηστεύσει τη δική του αγραμματοσύνη ή να επιβάλει μια αδιαφορία περί τα κριτήρια; Σίγουρα υπάρχει. Όμως, ποια απόπειρα αποπνέει σοβαρότητα και ποια αναδίδει φαιδρότητα, αναγκαστικά θα φανεί μόνο στην πράξη. Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος καλείται να μην κουρνιάσει. Καλείται να προχωρεί απορητικά, να ακούει σεβαστικά, να αποτολμά απαντήσεις, και να τις αποτολμά εκτιθέμενος – και ξανά να προχωρεί απορητικά κ.ο.κ. Αυτά τα τέσσερα (η απορία, η ακρόαση, η απάντηση και η έκθεση) αφορούν κάθε θέση που διαμορφώνει ο άνθρωπος υπεύθυνα και επίπονα. Αυτό περιλαμβάνει και την πίστη. Η πίστη δεν "επικάθεται" στον άνθρωπο ερήμην του, όπως, για παράδειγμα, το χιόνι πάνω στα κλαδιά, αλλά έχει να κάνει με την θεμελιώδη ικανότητα του ανθρώπου να προσανατολίζει τον εαυτό του και να προσφέρει την εμπιστοσύνη του. Και όσοι, άλλωστε, επιθυμούμε να κρατήσουμε στα πολύτιμα και στα αδιαπραγμάτευτα την πίστη, ας έχουμε κατά νου ότι δομικό συστατικό της ίδιας της χριστιανικής πίστης είναι η ανοιχτότητα σε ένα μέλλον γεμάτο εκπλήξεις! (5)

Το να αποτολμάς απαντήσεις εκτιθέμενος, εμπεριέχει τη δυνατότητα συνάντησης και αναμέτρησης. Αναμέτρηση χωρίς συνάντηση είναι φανατισμός και συνάντηση χωρίς αναμέτρηση είναι χαριεντισμός. Στις μέρες μας ολοένα και ενισχύεται η υποψία ότι για την προσέγγιση του κόσμου και του ανθρώπου στην πληρότητά τους δεν αρκεί η αυτάρκεια μιας και μόνο οπτικής. Αν, δηλαδή, ο άνθρωπος είναι όντως πολλές ταυτότητες ταυτόχρονα (αν, δηλαδή, συνιστά και βιολογικό και κοινωνιολογικό και ψυχολογικό κ.ο.κ. γεγονός), τότε η συνδιάλεξη μεταξύ των ερευνητών των διαφόρων ταυτοτήτων, καθώς και ο κριτικός διάλογός τους με την εμπειρία όλης της ανθρώπινης διαδρομής, είναι καίρια χρειαζούμενος. Εδώ, έρχεται στα αυτιά του Φρανκενστάϊν άλλη μια άλλη φωνή. Ο νεαρός πρωταγωνιστής – συνεχίζει το βιβλίο – κατάφερε να προλάβει το τρένο της γνώσης με τη βοήθεια του Κρεμπ, αλλά κι ενός άλλου καθηγητή, του μειλίχιου κυρίου Βάλντμαν. Ούτε ο Βάλντμαν αμφέβαλλε για το παρωχημένο των παρθενικών διαβασμάτων του Φρανκενστάϊν. Κάλεσε όμως τον νεαρό φοιτητή σε μιαν ασκητική: να διακρίνει πώς τα ξεπερασμένα εκείνα έργα είχαν αποτελέσει συμβολή στον βηματισμό της ανθρωπότητας (6). Μήπως αυτή η ευρυχωρία δεν θυμίζει την έκκληση του Έριχ Φρομ προς τους νέους, να μη βιαστούν να απορρίψουν την παραδοσιακή σκέψη; "Ακόμη κ' η πιο ριζοσπαστική ανάπτυξη πρέπει να συνέχεται με το παρελθόν… Το να είναι κανείς νέος δεν είναι αρκετό!" (7)

Η ανθρώπινη αναζήτηση, γράφει με τη γνωστή του ευρυμάθεια ο Σάββας Μιχαήλ, "απαιτεί την ενσωμάτωση και υπέρβαση όλης της μέχρι τώρα αναπτυσσόμενης συνολικής ιστορικής πράξης και κληρονομιάς του Πνεύματος της ανθρωπότητας" (8).

Προσυπογράφοντας, λοιπόν, (μετά φόβου και τρόμου, ομολογουμένως) τη διάθεση για συναντήσεις κριτικές (και πάντως όχι για πλατσουρίσματα που κρατούν την ευχαρίστηση μα χάνουν την ακτή), θα ήθελα, από τη σκοπιά του ανθρώπου που κάνει τον θεολόγο, να σκιτσάρω, με ενδεικτικές αναφορές, τρία πεδία συζήτησης με τους Φυσικούς. Το πρώτο το ονομάζω "Παρανοώντας τις ταυτότητες", το δεύτερο "Δοκιμάζοντας γεφύρια" και το τρίτο "Δοκιμάζοντας το απύθμενο".


1. Παρανοώντας τις ταυτότητες.

 

 

Σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε την πρώτη χρονιά της τωρινής μας χιλιετίας, ένας πραγματικά σημαντικός διανοητής που έχει διδάξει Φυσική και Φιλοσοφία, ο Ευτύχης Μπιτσάκης, επισημαίνει: "Είναι γνωστό ότι ο χριστιανισμός δέχεται έναν εγγενή δυϊσμό της ανθρώπινης φύσης: από τη μια το φθαρτό υλικό σώμα και από την άλλη η άυλη, αθάνατη ψυχή. Η δυϊστική αντίληψη η οποία θεωρεί το σώμα φθαρτό σκήνωμα, φορέα, φυλακή της ψυχής, έχει μακρά προϊστορία: Από το αιγυπτιακό ιερατείο μέσω του Πυθαγόρα πέρασε στην πλατωνική φιλοσοφία και από τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς, στους πατέρες της Εκκλησίας. Ο καρτεσιανός δυϊσμός είναι η κλασική μορφή της αστικής – χριστιανικής αντίληψης για τις σχέσεις ύλης και πνεύματος" (9).

Όποιος, ωστόσο, παρακολουθεί (ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή όχι) τη βιβλιογραφική πορεία της θεολογίας στη χώρα μας κατά τα τριάντα τουλάχιστον τελευταία χρόνια, θα εκπλαγεί μ' αυτή την αναφορά του Μπιτσάκη. Πλημμυρίδα κειμένων έχει καταδείξει ότι η βιβλική, χριστιανική θεώρηση αποτελεί τον αντίποδα του Πλατωνισμού και ότι ουδαμώς δέχεται οιουδήποτε είδους κοσμολογικό οντολογικό δυϊσμό. Μάλιστα έχει ήδη περάσει πάνω από μισός αιώνας από τότε που ο μακαρίτης π. Ιωάννης Ρωμανίδης, γράφοντας για την ανθρωπολογία του Μεγάλου Ευχολογίου, έθιξε την ολίσθηση από την εβραϊκή ολιστική ανθρωπολογία στον ελληνικό δυϊσμό (και δεν είναι τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, ότι το κείμενο αυτό το έκανε γνωστό στην Ελλάδα ένας βιβλικός καθηγητής ο Σάββας Αγουρίδης) (10). Η αποκήρυξη της αντίληψης που βλέπει το σώμα ως φυλακή της ψυχής, έχει γίνει κοινός τόπος της θεολογίας, τουλάχιστον από τη δεκαετία του '60 (11), και έχει πλέον αποτυπωθεί ακόμη και σε σχολικά εγχειρίδια θρησκευτικών (12).

Επιτρέψτε μου μιαν ανακεφαλαίωση επί τροχάδην. Κατά τη χριστιανική αντίληψη (πέρα από την ποικιλία λεξιλογίων και τις αντιφάσεις που φυσικά και συναντά κανείς σε εκκλησιαστικά κείμενα διαφορετικών εποχών και κοινωνικών συναφειών), μπορεί να γίνει λόγος μόνο για δύο μεγάλες οντολογικές κατηγορίες. Αφ' ενός για το κτιστό σύμπαν και αφ' ετέρου για τον άκτιστο Θεό. Μεταξύ τους υπάρχει απόλυτη ετερουσιότητα. Αυτό σημαίνει ότι τα πάντα πλην του Θεού ανήκουν σε μια και την αυτή οντολογική οικογένεια. Αυτό, δηλαδή, που συμβατικά έχει επικρατήσει να ονομάζεται σώμα κι αυτό που συμβατικά έχει επικρατήσει ψυχή, δεν έχουν μεταξύ τους οντολογική διαφορετικότητα. Ορισμένα, μάλιστα, πατερικά κείμενα, προκειμένου να υπογραμμίσουν αφ' ενός την απόλυτη ετερουσιότητα Θεού και κόσμου, και αφ' ετέρου τη ριζική ομοουσιότητα όλων των εκφάνσεων του κόσμου, δεν δίστασαν (κάνοντας, φυσικά, χρήση του γλωσσαριού της εποχής τους) να ταυτίσουν την κτιστότητα με την υλικότητα και να μιλήσουν για υλικότητα των πάντων – ακόμα, δηλαδή, κι αυτών των υπάρξεων που στην παράδοση της Εκκλησίας ονομάζονται πνευματικές ή νοητές.

Για παράδειγμα, στα πρακτικά της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, το 787, διαβάζουμε: "Όσον αφορά τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και τις παραπάνω απ' αυτούς πνευματικές υπάρξεις, καθώς και τις ψυχές ημών των ανθρώπων, η Εκκλησία όλα αυτά τα δέχεται ως υπάρξεις νοερές, όχι όμως πραγματικά ασώματες και αόρατες… Αληθινά ασώματος και απερίγραπτος είναι μονάχα ο Θεός. Τα νοερά κτίσματα όμως δεν είναι πραγματικά ασώματα και αόρατα όπως αυτός". Στις αρχές του 19ου αιώνα ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συγκέντρωσε πλήθος τέτοιων μαρτυριών, για να καταλήξει: "Και οι δαίμονες, όπως και οι άγγελοι και οι ψυχές, δεν είναι κυριολεκτικά ασώματα και κυριολεκτικά άυλα όντα. Μόνο ο Θεός είναι απολύτως άϋλος και ασώματος. Όλα τα άλλα δεν είναι πραγματικά άϋλα, αλλά απλώς λεπτόσωμα" (13).

Εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση. Η σύγχρονη Φυσική έχει αναμφίβολα πολύ πιο ραφιναρισμένη ορολογία, όταν διακρίνει μεταξύ υλικών (δηλαδή εχόντων μάζα) και μη υλικών (όπως π.χ. η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία) "οντοτήτων". Ο Χάϊζενμπεργκ, για παράδειγμα, μίλησε για "κρίση της υλιστικής ιδέας", κρίση την οποία συνέδεσε με την εξέλιξη της μελέτης του ηλεκτρισμού κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα (14). Η προαναφερθεία, όμως, χριστιανική οπτική δεν ενοχλείται απ' αυτή τη σύγχρονη διάκριση μεταξύ υλικών και μη υλικών "οντοτήτων". Μιλώντας για υλικότητα όλων των κτιστών εννοεί ότι κάθε τι είναι έκφανση της συμπαντικής πραγματικότητας, αναγνωρίζει δηλαδή ότι υπάρχει συγγένεια και αλληλουχία μεταξύ όλων – των όντως πολυποίκιλων – εκφάνσεων του κόσμου, όπως κι αν ταξινομηθούν αυτές (σε ορατά και αόρατα, σε αισθητά και νοητά, σε ύλη και αντιύλη, σε διαφορετικά επίπεδα ύπαρξης κ.ο.κ.). Ο Θεός όμως (πάντα κατά την εν λόγω χριστιανική αντίληψη) είναι ο μόνος απολύτως Άλλος. Αυτό σημαίνει ότι το κατά την θεολογία άϋλο του Θεού δεν συμπίπτει με το άϋλο της σημερινής Φυσικής, αλλά είναι κάτι ολότελα πέρα και απ' αυτό. Παρ' όλο που ο κόσμος αποτελεί υλο-ποίηση της βούλησης του Θεού (15) και παρ' όλο που ο Θεός είναι με τις ενέργειές του προσωπικά παρών στον κόσμο, ούτε η θεία ουσία είναι συστατικό του κόσμου, ούτε η ψυχή είναι ομοούσια της θείας ουσίας, δηλαδή άκτιστη και αληθινά άυλη (16). Το επαναλαμβάνω: τα πάντα πλην του Θεού ανήκουν σε μια και την αυτή οντολογική οικογένεια και είναι όλα περιπτώσεις κτιστότητας.

Κι όμως! Όποιος παρακολουθεί, όπως είπαμε, τη βιβλιογραφική πορεία της θεολογίας στη χώρα μας τουλάχιστον κατά τα τριάντα τελευταία χρόνια, θα εκπλαγεί και από κάτι άλλο. Από τη δυσκολία με την οποία περνά αυτή η θεολογική οπτική στον εκκλησιαστικό χώρο! Για να αισθητοποιήσω τη δυσκολία αυτή, θα κινηθώ ανισόρροπα. Δεν θα αναφερθώ, δηλαδή, σε μελέτημα, αλλά σε ένα εκλαϊκευτικό, πλην επίσημο φυλλάδιο, ενδεικτικά βεβαίως. Έχει, νομίζω, νόημα αυτό, στο μέτρο που δεν μας χαροποιεί το διαζύγιο θεολογίας και Εκκλησίας, ούτε η μετάλλαξη της Εκκλησίας από σώμα προσδοκούντων την Ανάσταση σε θιασώτες του Καρτέσιου. Την ίδια, λοιπόν, εποχή, κατά την οποία δημοσίευε το βιβλίο του ο Ευτύχης Μπιτσάκης, διαβάζαμε στο φυλλάδιο Φωνή Κυρίου, το οποίο εκδίδεται με ευθύνη της "Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος" και διανέμεται σε όλους τους ναούς: "Όταν ο Δημιουργός έπλασε το σώμα του ανθρώπου, στο πρόσωπό του ‘ενεφύσησεν πνοήν ζωής' και ο άνθρωπος έγινε ζώσα ύπαρξη. Έτσι στο υλικό συστατικό του σώματος προστέθηκε και το πνευματικό συστατικό, η άυλη ψυχή… Δημιουργήθηκε βέβαια πρώτα το σώμα και ύστερα η ψυχή… Δηλαδή πρώτα το ατελές και ευτελές και κατόπιν το τέλειο και πολύτιμο… Άλλωστε για την αθάνατη ψυχή ο Θεός έγινε άνθρωπος και πρόσφερε τη σταυρική Του θυσία… Η ψυχή του ανθρώπου, ως άυλη, είναι ανεξάρτητη από το σώμα… διότι ως άυλο πνεύμα είναι αθάνατη" (17).

Καρτεσιανισμός επί εκκλησιαστικού εδάφους; Το κείμενο είναι, νομίζω, ενδεικτικό μιας ενδημούσας αμφιθυμίας. Μιλά, ευτυχώς, για δημιουργία της ψυχής (τη στιγμή που άλλα εκκλησιαστικά κείμενα παρουσιάζουν μόνο το σώμα ως κτιστό – και υπονοώντας, τι; ότι η ψυχή είναι άκτιστη; (18) ), όμως συντηρεί έναν δυϊσμό που προσκρούει στην εκκλησιαστική ανθρωπολογία. Προσδιορίζει, π.χ., την ψυχή μόνη – κι όχι τον άνθρωπο – ως το "αντικείμενο" της σωτηρίας! Υπ' αυτό το (εκκλησιαστικό!) πρίσμα, απομένει, άραγε, χώρος για την (εκκλησιαστική!) πίστη στην ανάσταση;

Οι διαβασμένοι εκ των θεολόγων (κληρικοί και λαϊκοί) αποκλείεται σήμερα να γράψουν κείμενο όπου η ψυχή θα προσδιορίζεται ως τμήμα της θείας ουσίας. Την δέχονται ως κτιστή κι έχουν ξεκαθαρίσει ότι η παλαιοδιαθηκική αφήγηση περί φυσήματος του Θεού στον δημιουργούμενο άνθρωπο (Γεν. 2: 7) δεν περιγράφει την εκτόξευση μιας σταγόνας της άκτιστης θείας ουσίας και τον εγκλεισμό της στο χωματένιο σώμα ως άκτιστης ψυχής, αλλά ζωγραφίζει παραβολικά την ενέργεια ενός Θεού ο οποίος φροντίζει ώστε αυτό το αναδυόμενο ον (η πρώτη ύλη του οποίου μάλιστα, κατά την αφήγηση, είναι το προϋπάρχον γήινο υλικό) να έχει δυνατότητα να υπάρχει όπως ο Θεός: ως προσωπική ύπαρξη (19). Ας μου επιτραπεί εδώ να φέρω ένα απλό παράδειγμα από τη σημερινή εμπειρία μας. Τα υλικά κατασκευής ενός κινητού τηλεφώνου είναι τα ίδια με του περιβάλλοντός του: πλαστικό, γυαλί, μέταλλο, χαρτί κ.λπ.. Όμως είναι έτσι βαλμένα, ώστε το κινητό να υπάρχει "σχεσιακά". Είναι δηλαδή φτιαγμένο έτσι ώστε να δύναται να δεξιωθεί μιαν ετέραν ύπαρξη, το ηλεκτρικό ρεύμα, και μάλιστα ώστε να λειτουργεί αυθεντικά ακριβώς όταν δεν περιοριστεί στα συστατικά του, αλλά κοινωνεί αυτής της ετέρας υπάρξεως. Ένα άλλο αντικείμενο ενδέχεται να αποτελείται από τα ίδια υλικά με το κινητό τηλέφωνο, ωστόσο δεν διαθέτει αυτομάτως αυτή τη δυνατότητα. Το κινητό, δηλαδή, δεν είναι απλώς το άθροισμα των συστατικών του. Τα συστατικά του αποτελούν όντως τη βάση για να δύναται αυτό να δεξιωθεί την άλλην ύπαρξη. Αν όμως περιοριστεί αυτάρεσκα στα συστατικά του, τότε η κατάληξή του θα είναι το οριστικό σβήσιμο.

Η έδρα, λοιπόν, της συνέχισης του ανθρώπινου υποκειμένου στην αιωνιότητα είναι η σχεσιακότητα: το ότι ο λόγος ύπαρξης του ανθρώπου βρίσκεται στη θέληση και στην αγάπη του Θεού. Η ανθρώπινη μοναδικότητα δεν αίρεται με τον θάνατο, τραυματίζεται όμως. Ο άνθρωπος θρυψαλλίζεται, αλλά δεν εξαφανίζεται. Το δε φτάσιμο του ανθρώπου στην έσχατη ακεραιότητά του – στην τελική ανάσταση – δεν αποτελεί, στη χριστιανική θεολογία, την απόληξη μιας εντελέχειας, δηλαδή την αναπόδραστη ωρίμανση των ανθρωπίνων συστατικών δίκην ζυμώσεως του οίνου, αλλά αποτελεί δώρο εκ μέρους του Θεού. Θα ήταν ίσως ακριβότερο να λέγαμε ότι ο άνθρωπος δεν θα αναστηθεί, αλλά θα τον αναστήσει ο Θεός.

Ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις οι θεολόγοι αδυνατούμε να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα, δηλαδή στο πού μπορεί να φτάνουν οι συνέπειες αυτής της θεμελιώδους θέσης περί κτιστότητας των πάντων πλην του Θεού. Δυσκολευόμαστε, δηλαδή, να δούμε ότι οι βασικοί άξονες της βιβλικής ανθρωπολογίας μάς αφήνουν ανοιχτούς τους ορίζοντες ώστε να καταφάσκουμε την ακεραιότητα και τη συνέχεια του ανθρώπου, δίχως να έχουμε πρόβλημα αν θα ευρυνθούμε σε θεολογήσεις χρειαζούμενες στη σημερινή εποχή σε θεωρήσεις του εαυτού και της συνέχειάς του, οι οποίες θα μπορούσαν να συζητήσουν ακόμα και την ανυπαρξία της ψυχής υπό τις μορφές που φανταζόμαστε μέχρι τώρα την ύπαρξή της (κυρίως υπό την ουσιοκρατική έννοια, δηλαδή την αντίληψη ότι η ψυχή είναι ένα πνευματικό σφαιρίδιο που μπαίνει σε έναν πήλινο κουμπαρά). Προσωπικά δεν δύναμαι να αποφανθώ επ' αυτού. Προσπαθώ απλώς να πω ότι τα κριτήρια της βιβλικής ανθρωπολογίας μοιάζουν ανθεκτικά, ακόμη κι έξω από το μέχρι τώρα γνώριμό μας ανθρωποείδωλο. Παρόμοια, βρίσκομαι σε αδυναμία να μιλήσω μετά λόγου γνώσεως για πλήθος ζητήματα που εγείρονται από τη σύγχρονη βιολογία, φυσική κ.λπ. Νιώθω όμως ότι έχει πολύ ενδιαφέρον ο στοχασμός περί της ανοιχτότητας των οριζόντων. Στο πεδίο, λόγου χάριν, των νέων διλημμάτων που δημιουργεί η βιογενετική, ο Ορθόδοξος ιερέας Ιωάννης Μπρεκ υπενθυμίζει ότι η ψυχή (η βιβλική nephesh) συνιστά την προσωπική ξεχωριστότητα του ατόμου και σημειώνει ότι ίσως είναι ορθότερο να λέει κανείς "είμαι ψυχή", παρά "έχω ψυχή" (20).

Αποτολμώ να ανασύρω από τον χώρο των σοβαρών συζητητών μία περίπτωση προς διάσκεψη: Από την ένωση ωαρίου και σπερματοζωαρίου παράγεται, ως γνωστόν, ένα απλό κύτταρο, ο ζυγώτης. Οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι δημιουργούνται λίγο μετά τη σύλληψη, με τον χωρισμό του ζυγώτη. Έτσι, η κύηση απολήγει σε γέννηση δύο ανθρώπων. Έστω και σπανίως, όμως, η πορεία μπορεί να μην καταλήξει σ' αυτό. Μπορεί, δηλαδή, κατά την κύηση οι δύο οντότητες να επανενωθούν και τελικά να γεννηθεί ένας άνθρωπος. Αν η ψυχή είναι ξεχωριστή ουσία που ξενίζεται στο σώμα από την πρώτη στιγμή της σύλληψης, τότε η σχηματιζόμενη με τη σύλληψη οντότητα έχει μία ψυχή. Όταν όμως (στην περίπτωση των μονοζυγωτικών διδύμων) επέλθει χωρισμός, τότε η ψυχή τι γίνεται; Παραμένει στο ένα δίδυμο, ενώ το άλλο απομένει χωρίς ψυχή; Ή μήπως η "παλιά" ψυχή μένει στο ένα, ενώ "νέα" ψυχή εντίθεται στο άλλο, το οποίο προσώρας είναι άψυχο κέλυφος; Και στην περίπτωση επανένωσης; Τι γίνονται οι μέχρι τότε δύο ψυχές; (21) Προδήλως δεν είναι αρκετή η κατανόηση της ψυχής ως αυτόνομου σφαιριδίου. Με την κατανόηση, όμως, της ψυχής στην προοπτική της προσωπικής μοναδικότητας της υπόστασης, ανοίγονται άλλες δυνατότητες.

Η συζήτηση εκκρεμεί. Και, βέβαια, το να θεωρεί κανείς μέρος της θείας Αποκάλυψης το εκάστοτε κοσμοείδωλο που είχαν οι Πατέρες προ οφθαλμών, ή να εκβιάζει τα κείμενά τους για να τα κάνει να προλέγουν τη σημερινή επιστήμη, ή να μεταφέρει αδούλευτα όρους από εποχή σε εποχή κι από συνάφεια σε συνάφεια, ήκιστα βοηθεί. Πρόκειται στην πραγματικότητα για το ίδιο πρόβλημα που ανακύπτει στην προσέγγιση των παλαιοδιαθηκικών κειμένων όταν παραθεωρείται ο παραβολικός, αφηγηματικός τρόπος έκφρασης των σημιτών, και διαβάζονται ως κατά γράμμα ιστορικές καταγραφές (22).

Τι εννοώ με τις παραπάνω ανθρωπολογικές αναφορές; Ότι τη στιγμή που η Φυσική σπαζοκεφαλιάζει ανελέητα πάνω στα ζητήματα της ενότητας και αλληλουχίας του πολύπλοκου και πολύεδρου κόσμου (23), μοιάζει πολύ σημαντική εκείνη η θεολογική θεώρηση η οποία δεν σπάζει οντολογικά τον κόσμο σε τμήμα που τάχα αποτελεί δικαιοδοσία της επιστήμης (δηλαδή στον λεγόμενο "υλικό κόσμο") και σε τμήμα που τάχα αποτελεί τη δικαιοδοσία της θεολογίας (δηλαδή στη λεγόμενη "πνευματική ψυχή"). Ούτε μπορεί η θεολογία να δικαιώνει την ύπαρξή της ισχυριζόμενη ότι δικαιοδοσία της είναι τα εκάστοτε μη εξηγούμενα! Δεν ξέρω αν μπορούν να εξηγηθούν τα πάντα. Ο Γιώργος Γραμματικάκης, για παράδειγμα, δηλώνει δυσπιστία απέναντι στον ισχυρισμό ότι, αν βρεθεί η 'Ενιαία Θεωρία', όλο το σύμπαν θα είναι ένα 'ανοιχτό βιβλίο'. "Πιστεύω", λέει, "ότι πολλά μυστικά θα μας διαφεύγουν πάντα. Κυρίως εκείνα που αφορούν το νόημα της υπάρξεώς μας αλλά και της υπάρξεως του Σύμπαντος" (24). Τη θέση του αυτή δεν την προσάγω για να στηρίξω τον προαναφερθέντα θεολογικό ισχυρισμό (ότι δικαιοδοσία της θεολογίας είναι τα εκάστοτε μη εξηγούμενα), αλλά για να προσυπογράψω την πεποίθηση ότι η "χημική" ανάλυση ενός πράγματος δεν απαντά εξ ανάγκης και στο νόημα της ύπαρξής του.

Όπως θα δούμε και παρακάτω, η τιτανομαχία περί το νόημα ανήκει στο θεόρατο πεδίο της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Εκεί βρίσκεται το καίριο ερώτημα, κι όχι στο αν μπορεί να αναλυθεί κάθε σπιθαμή του κόσμου. Ακόμα κι αν δύναται, δεν βλέπω γιατί να ενοχληθεί ένας πιστός από αυτό! Το επαναλαμβάνω: για τον Χριστιανισμό, η αλήθεια του κόσμου δεν βρίσκεται στα συστατικά του, αλλά στην αναφορικότητά τους! Πέραν όμως τούτου, η ειρωνεία είναι πως ο "χημικός" ισχυρισμός ὀτι δικαιοδοσία της θεολογίας είναι τα εκάστοτε μη εξηγούμενα, αντεστραμμένος συνιστά και βασικό αθεϊστικό ισχυρισμό· ότι, δηλαδή, απλώς προβάλλουμε στο θείο ό,τι απομένει προς το παρόν ανεξήγητο. Πρόκειται για ένα νήμα σκέψης που περνά από ανόμοια τοπία, όπως από τον πολιτικό Πωλ Λαφάργκ (25) μέχρι τον φυσικό Ρίτσαρντ Φέηνμαν (26). Όμως, μια αθεϊστική οπτική που πιστεύει πως ολοένα και μικραίνει ο "θεός" μέχρι τελικής εξαλείψεώς του καθώς εξιχνιάζεται το σύμπαν, είναι απλώς πρωτοξάδερφο των θεολογιών εκείνων που θεωρούν τον Θεό ή θραύσματα του Θεού (τις ψυχές), ως συστατικά του κόσμου!
Ας μου συγχωρεθεί μια διπλή έκκληση, προς εαυτούς και αλλήλους. Πριν υψωθεί η κραυγή "Η θεολογία, έξω από 'δω", ας διευκρινιστεί ποια θεολογία έχει κατά νου ο κραυγάζων. Και πριν οι θεολόγοι αδράξουμε σαν γιαταγάνι την επίκληση της θεοπνευστίας, ας αναρωτηθούμε μήπως η θεολογία που διατυπώνουμε δεν είναι θεολογία του χριστιανισμού, αλλά "θεολογία του εξαποδώ".


2. Δοκιμάζοντας γεφύρια.

 

 

[Το ρήμα "δοκιμάζω" εδώ το χρησιμοποιώ όπως αυτός που τεντώνει το ένα του πόδι και μ' αυτό πιέζει το άγνωστο γεφύρι μπροστά του, για να δει αν αντέχει].
Υπάρχει μια θεμελιώδης ασυμμετρία μεταξύ Φυσικής και Πίστης.
Όπως είπα στην αρχή, η αποδοχή της Πίστης έχει να κάνει με τη θεμελιώδη δυνατότητα του ανθρώπου να προσανατολίζει τον εαυτό του. Ωστόσο η Πίστη (και αναφέρομαι στη χριστιανική πίστη (27) ) κουβαλά μέσα της μιαν αυθαιρεσία και δεν διεκδικεί επαλήθευση όπως οι θετικές επιστήμες. Από την άλλη, είναι γεγονός ότι παράμετροι της λεγόμενης Νέας Φυσικής κλόνισαν θετικιστικές βεβαιότητες και ξανάφεραν το ερώτημα περί Θεού στη συζήτηση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ένα και μόνο πράγμα. Ορισμένες διαπιστώσεις της Φυσικής μπορεί από κάποιον να εισπραχθούν ως επίρρωση της Πίστης, ενώ από άλλον ως επιβεβαίωση της δίχως Θεό αυτάρκειας του κόσμου. Αυτό νιώθω ότι οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε δίχως τρυκ, όσο κι αν φιλότιμα θεολογικά μελετήματα των τελευταίων χρόνων επιχειρούν να αφουγκραστούν στη Φυσική την επίρρωση της Πίστης (28)

Το περισσότερο που μπορεί να συμφωνηθεί είναι, νομίζω, ότι τα εκπληκτικά της σύγχρονης Φυσικής δύνανται να είναι συνηγορίες υπέρ του μπορετού της Πίστης. Το βάρος όμως έκδοσης της ετυμηγορίας βρίσκεται στους ώμους του καθενός και σηκώνεται μόνον από τον ίδιο. Ας φέρω μερικά παραδείγματα, αφ' ενός για το ότι οι επιστημονικές διαπιστώσεις δεν εκκρίνουν ένα και μόνο συμπέρασμα, και αφ' ετέρου ότι η βιασύνη ορισμένων θεολόγων να πανηγυρίσουν για κάποια επιστημονική πρόταση που νιώθουν να τους δικαιώνει, μπορεί να ετοιμάζει το αυριανό θαλασσοπνίξιμο της θεολογίας τους μαζί με το ναυάγιο της φυσικής πρότασης που αποθέωσαν.

Υπήρξαν εποχές όπου ο ντετερμινισμός ο θεμελιωμένος στη Νευτώνεια Φυσική υπήρξε το βαρύ πυροβολικό της στρατευμένης αθεΐας. Και όμως, συχνά, διάφορα ρεύματα της θεολογίας βασίστηκαν ακριβώς σε μια Νευτώνεια σκέψη για να "αποδείξουν" ότι ο κόσμος είναι εύτακτο έργο λογικού νομοθέτη. Κι από την άλλη, στο πλαίσιο της γιγαντιαίας συζήτησης για τη μετανεωτερικότητα (postmodernism), η παραπομπή στη Νέα Φυσική (29) και ειδικά στην απροσδιοριστία, έγινε η αγαπημένη πολλών θεολόγων, ως κατακρήμνιση του (συχνά Μαρξιστικού) ντετερμινισμού. Ταυτοχρόνως, όμως, το ίδιο πράγμα (η Νέα Φυσική) χαιρετίστηκε από θιασώτες του μεταμοντερνισμού ως κατακρήμνιση της θεολογικής πεποίθησης ότι μια αλήθεια (δηλαδή ο Θεός) ισχύει για όλο το σύμπαν! Ο Λυοτάρ, π.χ., στο βασικό έργο του "Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση" – το μανιφέστο της απαξίωσης των λεγομένων "μεγάλων αφηγήσεων" και της συνοχής του κόσμου – εμπνεύστηκε θέσεις του από τη "θεωρία των καταστροφών" (30) και, παρόμοια, άλλοι μεταμοντέρνοι στοχαστές στράφηκαν στη "θεωρία του χάους", παρ' όλο που στασιάζεται αν προσέλαβαν αυτές τις θεωρίες στις πραγματικές τους διαστάσεις (31). Ακόμη και η πεποίθηση του Έντιγκτον (σε διαφωνία προς τον Αϊνστάϊν) ότι όλοι οι φυσικοί νόμοι αντιστοιχούν σε μια a priori γνώση και, ως εκ τούτου, είναι εντελώς υποκειμενικοί (32), μπορεί κάλλιστα να είναι άθεη! Κι από την άλλη, έχει παρατηρηθεί ότι, παρά τη διαφωνία του με την αιτιοκρατία, ο Μπορ ουδεμία διάθεση είχε να υποθάλψει μεταφυσικές προεκτάσεις της κβαντομηχανικής (33).

Φρονώ, λοιπόν, πως όταν μιλάμε για συνάντηση Φυσικής και Θεολογίας, δεν μπορούμε να έχουμε κατά νου δύο συμπαγή και αδιαφοροποίητα στο εσωτερικό τους συστήματα. Στην πραγματικότητα πρόκειται τουλάχιστον για τρεις συναντήσεις: Φυσικής και Φυσικής, Θεολογίας και Θεολογίας, Φυσικής και Θεολογίας. Πέρα από κάθε έννοια αυτοματισμού και κάθε εκβιασμό "αποδείξεων", οι συναντήσεις (ή μάλλον: οι συνδιαλέξεις) αυτές έχουν νόημα – ως ψηλάφηση του κτιστού, – ως πρόκληση προς τους θεολόγους να διακρίνουν ποια στοιχεία του λόγου της Εκκλησίας αφορούν συγκυριακά κοσμοείδωλα και ποια συνιστούν την ευαγγελική πρόταση ζωής, και – ως πρόκληση προς τους θετικούς επιστήμονες να μην εκλάβουν την περιγραφή του κόσμου ως ερμηνεία του, αλλά να δουν ως ανθρώπινο προνόμιο την τιτανομαχία περί το νόημα της ύπαρξης (34).

Στο πλαίσιο, λοιπόν, μιας συνδιάλεξης που μπορεί να κρατά τα παράθυρα ανοιχτά σε πελώρια και αφάνταστα τοπία, τολμώ (κρυφοκοιτάζοντας μη σκάσει μύτη το φάντασμα του καθηγητή Κρεμπ) να κοντοσταθώ στον θεωρητικό του χάους και της πολυπλοκότητας, νομπελίστα Ιλία Πριγκοζίν και στην απόπειρά του να συμφιλιώσει, όπως έλεγε, τις δυο κουλτούρες: των φυσικών και των φιλοσόφων. Χοντρικά μιλώντας, θα λέγαμε ότι οι πρώτοι, από τον Νεύτωνα μέχρι τον Χώκιν, δέχονται τον φυσικό νόμο ως σταθερό δεδομένο πριν, τώρα και αύριο και, άρα, βλέπουν ένα αναστρέψιμο σύμπαν, όπου το παρελθόν δεν διαφοροποιείται από το μέλλον. Αντιθέτως οι δεύτεροι, οι φιλόσοφοι (θα έλεγα: και οι θεολόγοι), θεωρώντας το χρόνο ως βασική διάσταση του ανθρώπου, προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη σύνθεση – στο φτιάξιμο – του μέλλοντος (35).

Με το φως που ρίχνει ο Πριγκοζίν στο "βέλος του χρόνου", υποστηρίζοντας ότι αυτό έχει μία μόνο κατεύθυνση, προς τα μπρος, φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της δημιουργικότητας. Περίπου καταλογίζει θεολογική λογική στον Χώκιν, ο οποίος στο "Χρονικό του Χρόνου" προανήγγειλε μια καινούρια θεωρία που υπόσχεται ότι θα συμβάλει στην αποκωδικοποίηση της "σκέψης του Θεού". Σύμφωνα μ' αυτή τη λογική, αν τα πάντα είναι δεδομένα για τον Θεό, τότε η κατάκτηση της γνώσης των φυσικών νόμων ξεκλειδώνει τον θείο νου (36). Ο Πριγκοζίν, όμως, αντιθέτως, δεν καλοχωνεύει την έννοια του δεδομένου. Μιλά για μια επιστήμη "η οποία δεν αναφέρεται μόνον σε νόμους, αλλά και σε συμβάντα, σε μια επιστήμη που δεν αρνείται εκ των προτέρων την εμφάνιση του καινούργιου" (37). "Το συμβάν… ως ‘κάτι' που συμβαίνει και συμβαίνοντας δημιουργεί το χώρο, τον χρόνο και την ύλη – μάζα – ενέργεια αποτελεί μία καινοτομία της σχετικιστικής φυσικής θεωρίας που υποδηλώνει τον κόσμο ως δημιουργούμενο και όχι απλώς υφιστάμενο" (38). Έτσι, ο Πριγκοζίν διατυπώνει την αρχή της μη αναστρεψιμότητας και επιμένει ότι τα πάντα εξελίσσονται στην ίδια κατεύθυνση του χρόνου, ότι ο κόσμος φτιάχνεται και ότι "το μέλλον δεν είναι δεδομένο" (39). Αν τα πράγματα έχουν έτσι, λέει, τότε η εξιχνίαση του γίγνεσθαι θα αποτελέσει τη θεωρία του 21ου αι., πέραν των δύο μεγάλων θεωριών του 20ού αιώνα, της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής, που δεν δέχονται το μονότροπο βέλος του χρόνου (40).

Ομολογουμένως βρίσκω γοητευτική μια συζήτηση μ' αυτή την οπτική, διότι μοιάζει να αφήνει χώρο για ζευγάρωμα του κοσμικού γίγνεσθαι με το ανθρώπινο πράττειν! Δεν θα ‘ταν, άραγε, ενδιαφέρον ένα αντάμωμα του Ιλία Πριγκοζίν με τον συμπατριώτη του π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ και με την θεολογική φόρμουλα του δευτέρου περί του μεταϊστορικού χαρακτήρα των Εσχάτων; Η φόρμουλα αυτή αρνείται να αναγνωρίσει την οιαδήποτε ιστορική φάση ως τελική, κι έτσι υπερασπίζεται την ανθρώπινη δημιουργικότητα και αναγνωρίζει την ιστορία ως "φτιάξιμο"· ως κάτι που δεν εμπεριέχεται στην αρχή· ως ανοιχτή πορεία σε ένα μέλλον που δεν υπάρχει ακόμη, και που όταν θα υπάρξει θα είναι ριζικά νέο και πρωτόφαντο. "Το μέλλον", έλεγε ο ρώσος Πατήρ του 20ού αιώνα, "μας αποκαλύπτεται… σαν χρέος παρά σαν αναμονή… Το μέλλον δεν είναι κάτι που ζητούμε και περιμένουμε, αλλά μάλλον κάτι που πρέπει να δημιουργήσουμε" (41).

Συγχωρέστε μου την υπερβολή, μα, δεν είναι άραγε υπέροχος πειρασμός να σκεφτούμε τον Πριγκοζίν να στέκει μαζί με τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Μάξιμο τον Ομολογητή και – καθένας από τη σκοπιά του – να εξηγούν στον Πλάτωνα και τον Ωριγένη ότι η κίνηση είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό της πραγμάτωσης του κόσμου κι όχι ξεπεσμός του; Το κτιστό, λέει ο Γρηγόριος, δεν είναι απλώς γινωμένο, αλλά γίνεται: "τρόπον τινά, πάντοτε κτίζεται" (42). Και μάλιστα ούτε το τελικό φτάσιμο του κόσμου στον Θεό σημαίνει (στην Ορθόδοξη θεολογία) πάγωμα του κτιστού, αλλά και πάλι κίνηση, μολονότι με άλλους όρους: ένα ατέλειωτο ταξίδι μέσα σε μιαν άπειρη αγκαλιά (43).


Γ. Δοκιμάζοντας το απύθμενο.

 

 

[Το ρήμα "δοκιμάζω" εδώ το χρησιμοποιώ όπως αυτός που παίρνει έναν μεζέ από ένα ολόκληρο τραπέζωμα].

Οι προτάσεις της προηγούμενης ενότητας μπορεί να φαίνεται ότι κολακεύουν τη θεολογική οπτική μας, ίσως, όμως, χρειάζεται να συνοδευτούν από μιαν αντιπολιτευτική επερώτηση (άλλωστε το διευκρίνισα παραπάνω ότι αυτό που θρασύνομαι να σκεφτώ, είναι η συνδιάλεξη φυσικής και θεολογίας όχι το σύρσιμο της πρώτης σε απολογητή της δεύτερης). Η ελευθερία την οποία φαίνεται να αναγνωρίζει η προαναφερθείσα πριγκοζινική έμφαση στα "συμβάντα", τι διαστάσεις μπορεί να έχει; Δεν είναι και πάλι μια – ας μου επιτραπεί η ερασιτεχνική έκφραση – δεσμευμένη ελευθερία, αφού συνιστά και αφορά τρόπους ύπαρξης του ήδη υπάρχοντος κόσμου; Μήπως και το "χάος" και οι "καταστροφές" (πάντα με την έννοια που έχουν στη Φυσική οι θεωρίες αυτές) δεν σημαίνουν απουσία νόμων, αλλά ύπαρξη (ή, έστω, ανάδυση) αλλιώτικων νόμων;

Οι θιασώτες του ακραίου ντετερμινισμού θα έσπευδαν περίπου να πουν ότι τα πάντα, και το εκάστοτε παρόν, περιέχονται, βάσει της αιτιοκρατικής αλυσίδας, στη Μεγάλη Έκρηξη. Ο ίδιος ο Πριγκοζίν είχε σαρκάσει αυτή την Αϊνστάϊνια πεποίθηση λέγοντας – κατά την ανακήρυξή του σε επίτιμο δημότη της Πεσκάρα το 1999 – ότι δυσκολεύεται να δεχτεί πως η εκδήλωση εκείνη "θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται στην πληροφορία της Μεγάλης Έκρηξης" (44). Με παρόμοιο, ίσως, σκεπτικό ο Κορνήλιος Καστοριάδης αντιτείνει ότι η μουσική "δεν υπήρχε στη Μεγάλη Έκρηξη, ούτε στη σύσταση του πλανητικού συστήματος, ούτε την εποχή του αφανισμού των δεινοσαύρων", κι όμως "τα μάτια ενός φιλοσόφου είναι ένας τύπος όντος εξίσου σημαντικός με τους γαλαξίες" (45). Πλέον, δηλαδή, υπάρχουν στο σύμπαν οντότητες που αποτελούν κάτι αληθινά καινούριο, και τούτο οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργός. Αυτή, άλλωστε, είναι μια σημαντική εμμονή του Καστοριάδη: το ον ως ανάδυση στην ύπαρξη· ως δημιουργία.

Ας θυμηθούμε εδώ ότι ο μητροπολίτης Ιωάννης Ζηζιούλας προσδιορίζει το Πρόσωπο ως εκ-στατικό, ως ύπαρξη δηλαδή που τείνει να βγαίνει έξω και πέρα από τα όρια του εαυτού της. Στην περίπτωση της Αγίας Τριάδας αυτό σημαίνει μια κίνηση κατάφασης του άλλου: τα Πρόσωπα της Τριάδας όχι απλώς ανοίγονται σ' αυτό που είναι όχι ο εαυτός τους, αλλά επί πλέον φέρνουν στην ύπαρξη κάτι που δεν υπήρχε ανέκαθεν: τον κόσμο, δηλαδή μιαν εντελώς άλλη ταυτότητα, για να κοινωνήσουν μαζί του. Αυτή η θεϊκή ορμή προς κοινωνία με το άλλο και προς δημιουργία του άλλου, έχει χαριστεί και στον άνθρωπο, και, τηρουμένων των αναλογιών, πραγματώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο στην τέχνη (46).

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης δήλωνε άθεος. Και έχει διατυπώσει την αθεϊστικότερη, κατά τη γνώμη μου, πρόταση. Δεν στράφηκε τόσο κατά της δυϊστικής, καρτεσιανής εκδοχής του Χριστιανισμού (αυτή, νομίζω, μπορεί πλέον να αποκρουστεί σχετικά εύκολα), αλλά προασπίστηκε την αυτονομία του ανθρώπου, της κοινωνίας και του κόσμου, πράγμα που σημαίνει ότι αρνήθηκε κάθε ύπαρξη πέραν του κόσμου. Στρέφεται, δηλαδή, ευθέως κατά της διαλεκτικής κτιστού και ακτίστου. Κι όμως, οι διαστάσεις που αναγνωρίζει στον άνθρωπο και στον κόσμο έγιναν αιτία να του χρεωθεί ανορθολογισμός. Ο κάθε άνθρωπος, λέει, είναι ένα απύθμενο πηγάδι, ανοιχτό στο απύθμενο του κόσμου (47), η δε οίηση της επιστημονικότητας, η οποία παραθεωρεί αυτό το απύθμενο, δεν αποτελεί παρά νόσο του νεωτερικού ιδεολογήματος περί απεριόριστης κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση (48).

Εδώ όμως, και πάντα με τον φόβο του μικρού που μετράει το μπόι του πλάι στον μεγάλο, θα αποπειραθώ μιαν αντιστροφή. Η καστοριάδια σύλληψη του όντος ως δημιουργίας, δεν θα μπορούσε, άραγε, να αποδοθεί σε ολόκληρο το σύμπαν; Γιατί άραγε το γίνωμα του εντελώς νέου, η ανάδυση στην ύπαρξη, να αφορά μόνο "συμβάντα" προϋποτιθεμένης της υπάρξεως του κόσμου, και να μην αφορά καθαυτή την ύπαρξη σύνολου του κόσμου; Γιατί, άραγε, ο κόσμος να μην αναδύθηκε στην ύπαρξη ως δημιουργία Προσώπου (: γενική υποκειμενική) και ως κάτι κάποτε εντελώς πρωτόφαντο;

Αυτό, κοντολογής, που θέλω να εισάγω στη συζήτηση, είναι η εκκλησιαστική θέ(α)ση ότι η αλήθεια του κόσμου έγκειται στη σχέση του με μιαν ύπαρξη "έξω από εδώ", με κάποιον, δηλαδή, που δεν συγκαταλέγεται στα συστατικά του κόσμου. Καθαυτή η ύπαρξη του κόσμου νοείται ως "συμβάν" μιας ορμής προς κοινωνία: ένας Θεός που είναι συντροφιά (αφού καθένα από τα τρία Πρόσωπα υπάρχει σε αδιάκοπο άνοιγμα προς τα άλλα), θεληματικώς και αχρεωστήτως (άρα, ελεύθερα) ανοίγεται πέρα από τον εαυτό του και κάνει να υπάρξει κάτι, ολότελα άλλο και ολότελα καινούργιο. Τα ίδια τα όντα φέρουν ένα είδος λογικότητας, επειδή είναι χρονικές πραγματο-ποιήσεις των αιώνιων λόγων (των διανοημάτων και των ρημάτων, θα λέγαμε) του Θεού. Υπ' αυτή την έννοια, καθαυτό το γεγονός ότι ο κόσμος υπάρχει, αποτελεί θεο-φάνεια! Το σύμπαν υπάρχει με τρόπο αναφορικό: σα να λέμε ότι βασικό χαρακτηριστικό του ερωτευμένου είναι ο έξω από αυτόν ερώμενος, όμως ουδεμία χημική ανάλυση του ερωτευμένου θα εντοπίσει μεταξύ των συστατικών του τον ερώμενο! Στην οπτική αυτή, το σύμπαν και ο άνθρωπος είναι όντως μυστήρια· όχι όμως χάρη σε κάποιο άκτιστο και εξώκοσμο συστατικό τους, αλλά επειδή αποτελούν εικόνα, εκτύπωμα και συνομιλητή μιας ύπαρξης αβυσσαλέας.

Αν βασικός άξονας είναι η αναφορικότητα του σύμπαντος, τότε ανοίγονται άλλες προοπτικές, νομίζω ακόμα κι αν βρεθούμε ενώπιον των σκληρότερων αιτιοκρατικών απόψεων. Κατά τη γνώμη μου, η διερώτηση για τον ντετερμινισμό έχει ιδιαίτερη σημασία, στο μέτρο που σχετίζεται με την ανθρώπινη πράξη, τη λειτουργία της βούλησης και τη διαμόρφωση απόφασης. Τα ζητήματα αυτά τα ξαναθέτει με ένταση η σύγχρονη Βιολογία και συζητιούνται, ως γνωστόν, σε συνάρτηση με τον διαξιφισμό ελευθερίας και αιτιοκρατίας στα σπλάχνα της νεότερης Φυσικής (49).

Εδώ θα περιοριστώ μόνο σε μια νύξη: τα ερωτήματα μπορεί να ιδωθούν σε ευρύτερη προοπτική, αν ιδωθούν υπό τη σκοπιά της αναφορικότητας. Ίσως είναι λάθος να προσδοκούν οι θεολόγοι φυσικές θεωρίες που θα δικαιώνουν μια εντελή αναίρεση του ντετερμινισμού, σαν τάχα το σύμπαν να είναι ήδη φτασμένο σε πλήρη ελευθερία. Ο άνθρωπος, λέει κάπου ο Φλωρόφσκυ, έχει την ελευθερία να επιλέξει μεταξύ της αποδοχής του Θεού αφενός και της άρνησης του Θεού αφετέρου. Δεν έχει όμως την ελευθερία να μην επιλέξει (50)! Στη χριστιανική οπτική το ολότελα νέο (και προεχόντως η εσχατολογική μετάβαση του κόσμου σε έναν αλλιώτικο τρόπο ύπαρξης, ελεύθερον ακόμα κι από τον θάνατο) είναι μπορετό όχι απλώς βάσει μιας κοσμικής εντελέχειας, αλλά χάρη στη διαλεκτική ετερότητας και συμβατότητας ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο. Αν ο κόσμος κοινωνήσει με τον Άκτιστον και όντως ελεύθερον, τότε θα φιλοδωρηθεί ό,τι ο κτιστός εαυτός του αδυνατεί να γεννοβολήσει. Σ' αυτή την προοπτική, αυτό που θα αρθεί είναι ο εγκιβωτισμός στην κτιστότητα· όχι η κτιστότητα η ίδια (51). Ο κόσμος είναι ερευνητός, κι ωστόσο έχει τον λόγο ύπαρξής του σ' έναν Θεό τόσο αλλιώτικο, ώστε (βάσει της περίφημης τρικλοποδιάς του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή) να δυνάμεθα να πούμε ότι ο Θεός υπάρχει, μα επίσης και ότι δεν υπάρχει, καθόσον είναι πραγματικά πέρα από κάθε έννοια του κόσμου: πέρα από το είναι, αλλά και πέρα από το μη-είναι (52).

Εδώ, εξ άλλου, εδράζεται το παραδοσιακό λεξιλόγιο της Εκκλησίας, η οποία μιλά για σωτηρία η οποία "χαρίζεται", καθ' όσον το κτιστό έχει τη δυνατότητα υποδοχής των ενεργειών του έξω-από-αυτό Θεού. Ας μου επιτραπεί εδώ ένα χοντροκομμένο παράδειγμα, που ίσως δύναται κάπως να δείξει τη διελκυστίνδα ντετερμινισμού κι ελευθερίας στο πλαίσιο της διαλεκτικής κτιστού και ακτίστου. Μπορεί το χέρι μας να πάει στο πόμολο του παραθύρου βάσει μιας διαδικασίας λίγο ως πολύ ντετερμινιστικής. Μα ο αέρας που θα φυσήξει, θα αποτελέσει νέο δεδομένο, που θα εισβάλει "απ' έξω". Μπορεί να πάρει και το πόμολο απ' τα χέρια μας, και το παραθυρόφυλλο από τους μεντεσέδες του. Και από το ανοιγμένο παράθυρο δεν θα προβάλει εικόνα επί οθόνης, αλλά αληθινό τοπίο, με αληθινή προοπτική, αλλά με αθέατη την απόληξή της.

Δεν είμαι σίγουρος, μα ίσως θα διευκόλυνε εδώ αν χρησιμοποιήσω μια πρόταση της Φυσικής, όχι απολογητικά ως τεκμηρίωση της πίστης, αλλά ως γλωσσάρι που μπορεί κάπως να βοηθήσει αυτό που προσπαθώ να πω. Αναφέρομαι στη θεωρία των διακλαδώσεων, "σύμφωνα με την οποία ένα φυσικό σύστημα, οδηγούμενο σε κρίσιμες καταστάσεις αναπτύσσει με τρόπο απρόβλεπτο νέες δομές ύπαρξης και λειτουργίας… Αυτό μοιάζει ωσάν μία ιδεατή μορφή να επικάθεται στο φυσικό σύστημα και να συντονίζει τα επιμέρους έτσι ώστε το όλον να αποκτά νόημα και ύπαρξη ως όλον και όχι ως απλό αποτέλεσμα μικροσκοπικών διεργασιών" (53).

Αλλά εδώ θα σταματήσω. Βάζοντας άνω τελεία, η οποία – επιμένω – μαζί με το ερωτηματικό είναι τα συνηθέστερα σημεία στίξης στην ανθρώπινη ζωή.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Μ. Σέλλεϋ, Φραγκεστάϊν (ελεύθερη απόδοση Γ. Σαμίου), εκδ. Ξενόπουλος, Αθήνα 1971, σ. 29.

2. Τα βασικά σημεία του παρόντος κειμένου αποτέλεσαν εισήγηση στην ημερίδα της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών με θέμα "Επιστήμη και Θεός. Το ανθρώπινο και το υπέρλογο", στην Αθήνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, την Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2006.

3. Jürgen Habermas, Το μέλλον της ανθρώπινης φύσης. Πίστη και γνώση (μτφρ. Μαρία Τοπάλη), εκδ. Scripta, Αθήνα 2004, σ. 57.

4. Κορνήλιος Καστοριάδης, Διάλογοι (μτφρ. Εύης Γεροκώστα), εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2001, σ. 88. Πρβλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη. Ένας διάλογος με τον Γεώργιο Λ. Ευαγγελόπουλο, εκδ. Ευρασία, Αθήνα 2004, σ. 23.

5. Πρβλ. Α΄ Κορ. 13: 8-12: "Τα θεία μηνύματα των προφητών κάποτε δεν θα υπάρχουν πια η γλωσσολαία θα πάψει θα σαματήσει η γνώση των μυστηρίων του Θεού. Γιατί η γνώση μας και η προφητεία ας περιορίζονται μονάχα σ' ένα μέρος της αλήθειας. Όταν όμως το τέλειο που περιμένουμε θα 'ρθεί, τότε το μερικό θα πάψει να υπάρχει" (μετάφραση από την έκδοση Η Καινή Διαθήκη. Το πρωτότυπο κείμενο με μετάφραση στη δημοτική, έκδ. Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 1989).

6. Σέλλεϋ, Φραγκεστάϊν, ό.π., σ. 30.

7. Έριχ Φρομ, Η Επανάσταση της Ελπίδας (μτφρ. Άρης Δικταίος), εκδ. Αλ. Ρούγκα, Αθήνα 1975, σσ. 13-14.

8. Σάββας Μιχαήλ, «Συζήτηση για τον Υλισμό και τον Ιδεαλισμό», Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση 6 (2001), σ. 75.

9. Ευτύχης Μπιτσάκης, Γονίδια του Μέλλοντος, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 2001, σ. 100. Το συγκεκριμένο μελέτημα είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περιοδικό Ουτοπία το 1992.

10. π. Ιωάννης Ρωμανίδης, "Η ανθρωπολογία του Μεγάλου Ευχολογίου", Κιβωτός 40 (1955), σσ. 94-96· 41 (1955), σσ. 108-112· 42-43 (1955), σσ. 129-133. 11. Απολύτως ενδεικτικά σταχυολογούμε από το έργο τεσσάρων νεοελλήνων θεολόγων που ανέδειξαν πολυάριθμους μαθητές: Νίκου Α. Νησιώτη, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν γνωσιολογίαν. Το ακατάληπτον του Θεού και η δυνατότης γνώσεως Αυτού, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1984, σ. 74 (όπου η καταπληκτική φράση ότι ο άνθρωπος δεν "έχει" σώμα, αλλά "είναι" σώμα) Χρήστος Γιανναράς, Η Μεταφυσική του Σώματος. Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1971, σσ. 18-45· Νίκος Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας με σύντομη Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 262-277, 320-324· Ιωάννης Ζηζιούλας, "Χριστολογία και ύπαρξη. Η διαλεκτική κτιστού – ακτίστου και το δόγμα της Χαλκηδόνος", Σύναξη 2 (1982), σσ. 9-20 3 (1982), σσ. 77-82· 6 (1983), σσ. 77-85. Ομοίως Μάριος Μπέγζος, Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2004, σσ. 197-204. Πρβλ. τη διατύπωση του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ανατομία προβλημάτων της πίστεως (μτφρ.), εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 175, "Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς εκ ψυχής και σώματος, αλλά με ψυχήν και σώμα".

12. Βλ. Δ. Λ. Δρίτσας – Δ. Ν. Μόσχος – Στυλ. Λ. Παπαλεξανδρόπουλος, Χριστιανισμός και Θρησκεύματα (Β΄ τάξη Γενικού Λυκείου), ΟΕΔΒ, Αθήνα 19992, σσ. 205-206, και Μάριος Π. Μπέγζος – Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου, Θέματα Χριστιανικής Ηθικής (Γ΄ τάξη Γενικού Λυκείου), ΟΕΔΒ, Αθήνα 20023, σσ. 80-84.

13. Βλ. τις σχετικές μαρτυρίες [μαζί με άλλες των Μεθοδίου Ολύμπου (κοιμ. π. 311), Ιωάννη Δαμασκηνού (π. 675 – π. 749), Μακάριου Αιγύπτιου (π. 300 – π. 390) κ.ά., στο μελέτημά μου "Δυτικός και Ανατολικός Χριστιανισμός", Σύναξη 5 (1983), σσ. 68-71. Την επικέντρωση αυτού του κειμένου στη θεμελιακότητα της διάκρισης κτιστού – ακτίστου την προσυπογράφω ανενδοίαστα, παρ' όλο που το κείμενο ανήκει σε εκείνα που σήμερα θα επιθυμούσα να τα έγραφα αλλιώς.
14. Werner Heisenberg, Η εικόνα της φύσης στη σύγχρονη Φυσική (μτφρ. Δ. Τσαμκιράνη – Γεωργανοπούλου), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 11-14 και 120-125.

15. Πρβλ. πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε, "Εισαγωγή" στο Μυσταγωγία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού (μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973, σ. 31. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση ιδιαίτερα γόνιμης λειτουργίας της θεολογίας. Αναπτύσσοντας ο Μάξιμος τη θεωρία των λόγων των όντων (εν ολίγοις, ότι τα όντα έρχονται στην ύπαρξη ως υλο-ποίηση των προαιώνιων θείων θελημάτων) αξιοποίησε και αναπροσανατόλισε μια μακρά φιλοσοφική παράδοση, τουλάχιστον από τους Στωικούς και τον Φίλωνα Αλεξανδρέα. Βλ. Lars Thunberg, Microcosm and Mediator. The Theological Anthropology of Maximus the Confessor, εκδ. Open Court, Chicago – La Salle 1995, σσ. 73-199, 211. Σημειωτέον ότι τη μεταγραφή της θεωρίας των λόγων (όπως την επεξεργάστηκε ο Μάξιμος) σε φυσικές ιδιότητες, τη συσχέτισή τους με την κβαντομηχανική και τη διατύπωση μιας ερμηνείας της κβαντικής φυσικής, ώστε η φυσική και η θεολογία να μη συνιστούν δυο ασύμπτωτους κόσμους, επιχειρεί ο Αρσένιος Μέσκος, Η υπόθεση των λογικών κβάντων. Ερμηνεύοντας την Κβαντική Φυσική με την βοήθεια της ελληνικής φιλοσοφικής και θεολογικής παράδοσης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007, ιδίως σσ. 205-243.

6. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, για παράδειγμα, δεν αντιστοιχίζει την ψυχή στον Θεό και το σώμα στον κόσμο, αλλά αμφότερα τα εντάσσει σε διακρίσεις του κτιστού (στα νοητά και στα αισθητά, αντίστοιχα), χωρίς όμως να παύει να βλέπει τον άνθρωπο (ουσιαστικά και ολόκληρο τον κόσμο) ως μία υπόσταση! Την δε τελική ανάσταση την προσγράφει σε ολόκληρη τη συμπαντική πραγματικότητα. Βλ. Μάξιμος Ομολογητής, Μυσταγωγία (σχόλια πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε, μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973, σσ. 166-171. (Είναι μάλιστα εύγλωττος ο τίτλος του εν λόγω, ζ΄ κεφαλαίου του: "Πῶς ὁ κόσμος άνθρωπος λέγεται καί ποίῳ τρόπῳ καί ὁ ἄνθρωπος, κόσμος"). Αμέσως παρακάτω μιλά για την ανάγκη φροντίδας πάνω απ' όλα της αιώνιας ψυχής, αλλά είναι φανερό ότι θίγει ποιμαντικά τον κίνδυνο εγκλωβισμού του ανθρώπου στην αυτονόμηση των βιολογικών επιθυμιών του. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ψυχή, ακριβώς επειδή δεν την θεωρεί τμήμα της θείας ουσίας, την ονομάζει "θεία" (προδήλως για να τονίσει τον καίριο ρόλο της), αλλά και "θεοποιηθησόμενη" (για να δείξει την φυσική ανεπάρκειά της και την ανάγκη κοινωνίας της με τον άκτιστο Θεό): "Ὅση δύναμις, ἐπιμελείσθω τῆς ἀθανάτου καί θείας καί θεοποιηθησομένης ἐξ ἀρετών" (σ. 170). Με αυτή την ενδεικτική περιδιάβαση στα λόγια και τη σκέψη του Μάξιμου καταλαβαίνει κανείς και κάτι άλλο: Ότι αν θελήσει κανείς να βρει στην πατερική γραμματεία λέξεις, φράσεις ή και απόψεις για να "θεμελιώσει" την όποια άποψή του (ακόμα και την πιο Καρτεσιανή), φυσικά και θα βρει! Μα, αν δεν νοιάζεται για την ευρύτερη συνάφεια, για το κοσμοείδωλο κάθε εποχής και για το ότι όλες οι ανθρώπινες απόπειρες είναι ατελείς, τότε απλούστατα συμβάλλει στην ειδωλοποίηση πατέρων και κειμένων και δυσκολεύει την πάλη με τις έννοιες και τα πράγματα. Αλλά κάθε ειδωλοποίηση είναι αντιχριστιανισμός, ακόμη κι αν ασκείται στο όνομα του χριστιανισμού!
17. Αρχιμ. Γ. Στ., "Η επιμέλεια της ψυχής", Φωνή Κυρίου 14/2444 (1 Απριλίου 2000).
18. Βλ. λ.χ. Ημερολόγιον [τσέπης] 2004 Ιεράς Μητροπόλεως Τριφυλίας και Ολυμπίας, σσ. 506: "Στη φύση μας είμεθα σώμα και ψυχή, ύλη και πνεύμα. Και καθένα από αυτά έχει διαφορετική προέλευση, σύσταση και προορισμό. Η ψυχή είναι 'πνοή Θεού' και άϋλη, πλασμένη 'κατ'εικόνα και ομοίωσιν Θεού', το σώμα είναι κτιστόν, υλικόν και μ' αυτό, και ως προς αυτό ο άνθρωπος είναι χοϊκός".
19. Πρβλ. τα λόγια που βάζει στο στόμα του Θεού ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: "Έπλασα το χώμα και το έκανα σώμα, κι εμφύσησα ψυχή όχι από την ουσία μου, αλλά από τη δύναμή μου" ("'Ἔπλασα τόν χοῦν εἰς σῶμα, ἐνεφύσησα ψυχήν τε οὐκ ἐκ τῆς ἐμῆς οὐσίας, ἀλλ' ἐκ τῆς ἐμῆς ἰσχύος"). Συμεών Νέος Θεολόγος, Ύμνοι 53, 90-93, SC 196, 218.

20. John Breck, The Sacred Gift of Life. Orthodox Christianity and Bioethics, εκδ. St Vladimir's Seminary Press, New York 2000 σ. 140, 198. Πρβλ. παραπάνω, την υποσημείωσή μας 10. Βλ. και τις διερωτήσεις του Χρήστου Γιανναρά, Το Ρητό και το Άρρητο. Τα γλωσσικά όρια ρεαλισμού της μεταφυσικής, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1999, σσ. 104-105. Χαρακτηριστική της δυσκολίας που προαναφέραμε είναι, σε πολλά θεολογικά μελετήματα, η ασυνεπής χρήση των όρων "κτιστός" και "άϋλος", η δεσποτεία της ουσιοκρατικής κατανόησης του ανθρώπου και η επιβίωση μιας "ανθρωπολογίας των συστατικών", η οποία και την εσχατολογική πραγμάτωση του ανθρώπου παραθεωρεί, και συχνά συνεχίζει την δίχως νόημα αντιδικία με τη θεωρία της εξέλιξης. Για το αντίθετο, ότι δηλαδή ο άνθρωπος δεν προσδιορίζεται από το άθροισμα των συστατικών του, αλλά από το μέλλον στο οποίο έχει κληθεί, βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζώον Θεούμενον.

Προοπτικές για μια Ορθόδοξη κατανόηση του Ανθρώπου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1993. Πρβλ. Athanasios N. Papathanasiou, "Christian Anthropology for a Culture of Peace: Considering the Church in Mission and Dialogue Today", Violence and Christian Spirituality (επιμ. Emmanuel Clapsis), εκδ. WCC Publications – Holy Criss Orthodox Press, Geneva – Brookline 2007, σσ. 86-107.
21. Breck, ό.π., σσ. 140-143. Πρβλ. Αρχιμ. Μακάριος Γρινιεζάκης, Κλωνοποίηση. Ηθικοποινωνικές και θεολογικές συνιστώσες, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2005, σσ. 119-120.

22. Βλ. το διαφωτιστικό μελέτημα του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, Παλαιά Διαθήκη. Αποκρυπτογραφώντας την πανανθρώπινη κληρονομιά, εκδ. Αρμός (σειρά "Σύναξη"), Αθήνα 2008.

23. Βλ. χαρακτηριστικά Γιώργος Γραμματικάκης, Η αυτοβιογραφία του φωτός, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 20052, σσ. 241-288.
24. Συνέντευξή του με τίτλο "Ο πανεπιστήμων", ΒΗΜagazino (ένθετο της εφημερίδας Το Βήμα), τ. 429, Κυριακή 4-1-2009, σσ. 23-24.
25. Paul Lafargue, Οικονομικός Ντετερμινισμός. Αρχή και εξέλιξη των ιδεών της δικαιοσύνης, του καλού, της ψυχής και του Θεού (μτφρ. Αχιλλέα Βαγενά), εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, χ.χ., σσ. 228-229.

26. Paul Davies – Julian Brown (επιμ.), Υπερχορδές. «Η θεωρία των Πάντων» (μτφρ. Ανδρέας Βαλαδάκης), εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα 1989, σ. 245.

27. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι είναι πελώριο λάθος να νομίζεται ότι θρησκευτικές έννοιες όπως "θεός", "πίστη", "κόσμος", "σωτηρία" κλπ σημαίνουν το ίδιο πράγμα σε κάθε θρησκεία. Μια περιδιάβαση στις θρησκείες δύναται να το δείξει αυτό – και μάλιστα χωρίς καν ο ερευνητής να χρειάζεται να συμμεριστεί την πρόταση που καθεμιά κομίζει.

28. Σχετική θεολογική βιβλιογραφία βλ. στο ευσύνοπτο έργο του Ευάγγελου Βαρβαρέσου, Το Μεταφυσικό Πρόσωπο της Φυσικής, εκδ. Κώδικας, Θεσσαλονίκη 2005. Βλ. και τις εύστοχες επισημάνσεις του Νικολάου Μιχαλολιάκου, "Η εντιμότητα των σχέσεων Επιστήμης και Θεολογίας", Ορθοδοξία και Φυσικές Επιστήμες, εκδ. Σαββάλα / Ένωση Ελλήνων Φυσικών, Παράρτημα Ανατολικής Κρήτης, Αθήνα 1996, σσ. 42-45, σχετικά με τον πειρασμό της απολογητικής.

29. Δηλαδή στις νέες θεάσεις που έφεραν οι Σχετικότητα, η Κβαντομηχανική, η Θερμοδυναμική, το Χάος, η Αυτο-οργάνωση της Ύλης, η Πολυπλοκότητα κλπ.
30. Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση (μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988, σσ. 131-142.

31. Iain Hamilton Grant, "Catastrophe Theory", The Routlege Companion to Postmodernism (επιμ. Stuart Sim), εκδ. Routledge, London – New York 20052, σ. 183. Anthony McGowan, "Chaos Theory", The Routlege Companion to Postmodernism, ό.π., σσ. 183-184.

32. Jonathan Powers, Φιλοσοφία και Νέα Φυσική (μτφρ. Τάσος Κυπριανίδης – Τάσος Τσιαντούλας), εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1995, σσ. 95-96.

33. Βλ. χαρακτηριστικά Christopher Norris, "Critical Realism and Quantum Mechanics: Some Introductory Bearings", After Postmodernism. An Introduction to Critical Realism (επιμ. José López – Garry Potter), εκδ. The Athlone Press, London – New York 2001, σσ. 119.

34. Πρβλ. τη διάκριση των τριών στάσεων της σκέψης, κατά τον Καστοριάδη: εξήγηση (η οποία είναι το έργο της Φυσικής και της Βιολογίας), κατανόηση (αναζήτηση των νοημάτων που παράγει ο άνθρωπος) και διαύγαση (το έργο της φιλοσοφίας επί παντός του επιστητού, ακόμη και επί της κατανοήσεως). Βλ. Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη, ό.π., σ. 48-51. Ο Καστοριάδης, βεβαίως, τη διαύγαση την αναθέτει στη φιλοσοφία και επ' ουδενί στη θεολογία. Το θέμα χρειάζεται, βεβαίως, ιδιαίτερη πραγμάτευση, τολμώ όμως να ψελλίσω εδώ πως ο Καστοριάδης παραβλέπει ότι και η θεολογία (ή η εγκόλπωση της πίστης) ενέχει κριτική λειτουργία, καθόσον σχετίζεται με την επιλογή προσανατολισμού, όπως έχουμε προαναφέρει.

35. Ilya Prigogine, Οι νόμοι του χάους (μτφρ. Πασχάλης Α. Χριστοδούλου), εκδ. Τραυλός, Αθήνα 2003, σ. 98, 97. Πρβλ. και Ilya Prigogine – Isabelle Stengers, Τάξη μέσα από το Χάος (μτφρ. Μ. Λογιωτάτου), εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1986.
36. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σσ. 16, 25.

37. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σ. 17.

38. Γεωργίου Π. Παύλου, «Επιστήμη, Γνώση και Άνθρωπος», Ορθοδοξία και Φυσικές Επιστήμες, ό.π., σ. 140.

39. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σ. 102.

40. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σσ. 99, 109. Πρβλ. Stephen W. Hawking, Το Χρονικό του Χρόνου (μτφρ. Κωνσταντίνος Χάρακας), εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα (1988), σ. 227.

41. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας (μτφρ. Παν. Κ. Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 243. Βλ. σχετική ανάλυση στο Θανάση Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2008, σσ. 95-154.
42. Γρηγορίου Νύσσης, Εις το Άσμα Ασμάτων, 6, PG 44, 885D.
43. Γρηγόριος Νύσσης, Εις το Άσμα Ασμάτων, 6, Patrologia Graeca (στο εξής: PG) 44, 889B· 11, PG 44, 997D· Εις τους Μακαρισμούς 4, PG 1244D-1245A. Μάξιμος Ομολογητής, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1089A-C· 1217A-D· 1112D-1116D. Γρηγόριος Παλαμάς, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2.2.11, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα (επιμ. Π. Χρήστου), τ. 1, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 517. Πρβλ. πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε, "Εισαγωγή", Φιλοσοφικά και Θεολογικά Ερωτήματα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού (μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1978, σσ. 21-23.

44. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σ. 96.

45. Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη, ό.π., σ. 53.

46. Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης, "Κοινωνία και Ετερότητα" (μτφρ. Διον. Γούτσος – Θαν. Ν. Παπαθανασίου), Σύναξη 76 (2000), σ. 14. Βλ. και John D. Zizioulas, Communion and Otherness. Further Studies in Personhood and the Church, εκδ. T. & T. Clark, London – New York 2006, σσ. 40, 220.
47. Κορνήλιος Καστοριάδης, "Κοινωνική Δημιουργία και Πολιτική" (μτφρ. Ρύσπος), Κριτική Αριστερά (συλλογικό), εκδ. Imago, Αθήνα 1984, σ. 70. Για τη συζήτηση περί ανορθολογικότητας του Καστοριάδη, βλ. ενδεικτικά Γιώργου Ν. Οικονόμου, "Φαντασία και λόγος στον Καστοριάδη", Νέα Κοινωνιολογία 43 (2006-07), σσ. 136-144.

48. Κορνήλιος Καστοριάδης, "Νεοτερική επιστήμη και φιλοσοφική ερώτηση", Τα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας), εκδ. Ύψιλον / Βιβλία, Αθήνα 1991, σσ. 181-265.

49. Βλ. χαρακτηριστικά τα μελετήματα των Roger Penrose και Igor Aleksander στο συλλογικό έργο From Brains to Consciousness? Essays on the New Sciences of the Mind (επιμ. Steven Rose), εκδ. Penguin Books, London 1998, σσ. 169-171, 193. Πρβλ. και το κείμενο του Wilhelm Ostwald στο Heisenberg, ό.π., σσ. 125-131.

50. Πρβλ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Δημιουργία και Απολύτρωση (μτφρ. Παν. Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 55. Ο π. Αρσένιος Μέσκος είχε δίκιο όταν σημείωνε πως "… δεν μπορούμε να διαγράψουμε το γεγονός ότι είμαστε στο 2002 και είμαστε πια σε θέση να γνωρίζουμε πόσο μεγάλη ψευδαίσθηση είναι η ιδέα της απόλυτης ελευθερίας" (βλ. π. Αρσένιος Μέσκος, Ο Πλανήτης της Θεολογίας, Ι. Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Σοχός 2002, σ. 131), φρονώ όμως ότι η παραδοχή αυτή αποτελεί, όπως δείχνει ο Φλωρόφσκυ, εγγενή αξίωση της θεολογίας.

51. Πρβλ. την κριτική μου για το βιβλίο του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Το Σώμα του Ζώντος Χριστού. Μια Ορθόδοξη Ερμηνεία της Εκκλησίας (μτφρ. Ι. Κ. Παπαδόπουλος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1999), στο περιοδικό Σύναξη 75 (2000), σ. 110.
52. Ο Θεός, λέει ο Μάξιμος, είναι η αιτία των πάντων, κι όμως μπορούμε άνετα να δεχόμαστε "πιο πολύ ν' αποδίδεται σ' αυτόν, σαν συγγενικότερο προς τη φύση του, το μη είναι, επειδή υπερβαίνει το είναι". "Γιατί είναι απλή κι άγνωστη κι απρόσιτη σ' όλους η ύπαρξή του και ανερμήνευτη ολότελα και πέρα από κάθε κατάφαση κι απόφαση". Μυσταγωγία, ό.π., 103 και 105 αντίστοιχα. Πρβλ. τον διεισδυτικό Χρήστο Γιανναρά, Το Ρητό και το Άρρητο, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1999, σσ. 223.

53. Παύλου, ό.π., σ. 141.

 

ΠΗΓΗ: [Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 769-788], http://parathemata.blogspot.com/2009/11/blog-post_12.html

Χριστός, σημείον αντιλεγόμενον

Χριστός, σημείον αντιλεγόμενον 

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

 

Ο ευαγγελιστής Λουκάς, που έχει ως πηγή την Παναγία, παρουσιάζει στο ευαγγέλιό του χαρακτηριστική σκηνή του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος διαχρονικά τοποθετείται έναντι του προσώπου του Χριστού. Είναι αυτή η σκηνή των δύο ληστών, που συσταυρώνονται εκατέρωθεν του Χριστού. Πόσο διαφορετική η στάση τους απέναντι Του!

Ο ένας ληστής ακούγοντας τους χλευασμούς των παρευρισκομένων ιουδαίων προσθέτει σ' αυτούς βρισιές κατά του συσταυρωμένου Ιησού και λέγει: "Αν είσαι συ ο Χριστός, σώσε τον εαυτό σου και εμάς". Ο ληστής αυτός αντιπροσωπεύει τους ανθρώπους που βιώνουν την κοσμική βεβαιότητα υπό πο ικίλες μορφές. Είναι απόλυτα πεπεισμένοι ότι ο κώδικας αξιών, τον οποίο έχουν αποδεχθεί και προς τον οποίο έχουν εναρμονίσει τον βίο τους, είναι απολύτου και διαχρονικού κύρους. Δεν έχουν ουδεμία διάθεση αυτοκριτικής και επανεξέτασης της πορείας τους. Δεν αναλογίζονται το άδηλο και ευμετάβλητο της ισχύος εκ της εξουσίας ή του χρήματος (τόσο οι ηγέτες και οι πλουτούντες, όσο και οι οπαδοί και οι οσφυοκάμπτες κόλακες). Φυσιώνονται από την πληθώρα των γνώσεων ή την αναγνώριση των ταλέντων, ωσάν να αποτελούν αυτά αξίες καθ' εαυτές. Τέλος μπορεί να ζουν, όπως και οι άρχοντες των ιουδαίων, με τη βεβαιότητα ότι έχουν υποχρεώσει τον Θεό!

 Ο πρώτος ληστής θέλει να επωφεληθεί από εκείνη την πρώτη και συμπτωματική γνωριμία με τον Ιησού, για να σώσει τη ζωή του! Το ίδιο και οι συνοδοιπόροι του, αρνητές ή αμφιβάλλοντες, στην πρώτη δοκιμασία ( προσωπική σταύρωση) κραυγάζουν: "Αν υπάρχεις, Θεέ μου, σώσε με". Οι ιουδαίοι θέλουν να περάσει ο Χριστός και την τελευταία δοκιμασία, να κατεβεί δηλαδή από τον σταυρό, για να πιστέψουν σ' Αυτόν. Όσοι ιουδαΐζουν (ασθένεια ιδιαίτερα διαδεδομένη στο χώρο της δυτικής χριστιανοσύνης) ζώντας με τη βεβαιότητα της απόλυτης ικανοποίησης του Θεού από τη στάση ζωής τους, μπροστά στην ίδια δοκιμασία αναφωνούν: "Γιατί σ' εμένα, Θεέ μου;".

Τόσο οι μεν όσο και οι δε είναι ανήμποροι να κατανοήσουν δύο βασικά πράγματα, την μεγάλη αξία της προσωπικής μας ελευθερίας, ως δώρου Θεού, και την απόλυτη αγαθότητά Του. Οι πρώτοι, έχοντας απωλέσει την αίσθηση της κατά Θεόν ελευθερίας λόγω της υποδούλωσης στα πάθη, καυχώνται για την ελευθερία στην άρνηση του Θεού. Και είναι άξιο παρατήρησης ότι ο αθεϊσμός είναι σύλληψη της διανόησης σε χριστιανικές λεγόμενες κοινωνίες. Εκεί όπου, όπως γράψαμε, επλεόνασε στο παρελθόν η ψευδής αντίληψη της ικανοποίησης του Θεού και στις ημέρες μας η εκκοσμίκευση της πίστης. Στο όνομα δήθεν της ελευθερίας οι μεν αρνούνται τον Θεό. Στο όνομα της "υποχρέωσης του Θεού" οι δε καυχώνται ως "διαχειριστές του σχεδίου του Θεού"!

Τόσο οι μεν όσο και οι δε αρνούνται στην ουσία τον Θεό, γιατί αρνούνται τη σταύρωση-δοκιμασία (μακάριοι οι πενθούντες), ενώ σπέρνουν διαρκώς δοκιμασίες στους άλλους. Τον αρνούνται, γιατί ποθούν διακαώς την προβολή (μακάριοι οι πραείς), γιατί είναι ακόρεστοι και άπληστοι (μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνη), γιατί είναι εγωπαθείς και σπάταλοι (μακάριοι οι ελεήμονες), γιατί είναι ακάθαρτοι στην ψυχή (μακάριοι οι καθαροί στην ψυχή), γιατί σπέρνουν πολέμους από τον γείτονα ώς τα άστρα (μακάριοι οι ειρηνοποιοί), γιατί επιδιώκουν το κακό και το άδικο (μακάριοι όσοι διώκονται για το καλό), γιατί είναι αλαζόνες και υπερήφανοι (μακάριοι οι ταπεινοί στο φρόνημα, οι λοιδορούμενοι ως "πτωχοί τω πνεύματι" Άφησα τελευταίο τον πρώτο μακαρισμό του Χριστού, για να τονίσω την βασική προϋπόθεση επίτευξης των επομένων στόχων). Τέλος κάποιοι επιρρίπτουν στην απόλυτη Αγαθότητα το κακό επί της γης, για να αποδείξουν δια της εις άτοπον απαγωγής τη μη ύπαρξη του Θεού!                              

 Ο άλλος ληστής, ίσως επιβαρυμένος με τις ίδιες εγκληματικές πράξεις, κρατά στάση πολύ διαφορετική. Επιπλήττει τον "συνάδελφό" του στο έγκλημα με τα ακόλουθα: "Δεν φοβάσαι τον Θεό, ενώ υποφέρεις το ίδιο βασανιστήριο; Και εμείς δίκαια τιμωρούμαστε. Απολαμβάνουμε αντάξια των πράξεών μας. Αυτός όμως δεν έπραξε κανένα άτοπο". Ο ληστής αυτός αντιπροσωπεύει όλους τους ανθρώπους που ζουν με τη διαρκή αμφιβολία περί της ορθότητας της πορείας τους στη ζωή. Δεν επιχειρούν ανά πάσα στιγμή την αυτοδικαίωση και όταν βρεθούν μπροστά στην καταφρονεμένη και καταδικασμένη αθωότητα, επαναστατούν κατά του εαυτού τους. Δεν αναζητούν δικαιολογίες, για να ελαφρύνουν τη θέση τους. Αποδέχονται το μεγαλείο της Αλήθειας, μετανοούν και ζητούν ταπεινά τη συγχώρηση.

Ο ληστής αυτός είναι ο πρώτος ένοικος της βασιλείας του Θεού! Αποτελεί σκάνδαλο της "θείας αδικίας", για εκείνους τους "πιστούς" που "υποχρέωσαν τον Θεό" υπηρετώντας Τον από μικρά παιδιά. Αποτελεί σκάνδαλο και για άλλους, γιατί του χαρίστηκαν τα πάντα επειδή την έσχατη στιγμή μετανόησε (μετρά αυτό με τα ανθρώπινα κριτήρια; Η μεταμέλεια δεν ακυρώνει τη θανατική καταδίκη). Αποτελεί πρόφαση και για τρίτους που "προγραμματίζουν" την μετάνοια στα γεράματα υπό το βαρύ κλίμα του επερχομένου σ' αυτά θανάτου. Πίσω από τον ευγνώμονα ληστή στοιχίζονται οι διαχρονικά μετανοημένοι αμαρτωλοί. Είναι εκείνοι που σε κάποια στιγμή της ζωής τους, επειδή ήσαν "πτωχοί τω πνεύματι", άρπαξαν την ευκαιρία που δόθηκε και στον ληστή. Είναι πρώτος ο εκατόνταρχος του Γολγοθά, που κραύγασε "αλήθεια αυτός ήταν γυιός Θεού", ο μετέπειτα μάρτυς Λογγίνος. Ακολούθησαν τελώνες, πόρνες, ληστές και πολλοί απλοί άνθρωποι, τα ονόματα των οποίων δεν τα έγραψαν οι ιστορικοί σε βιβλία, αλλά και άλλοι σημαντικοί και κατά την εξουσία και κατά την ευμάρεια και κατά τη γνώση (ο πλέον διαδεδομένος στη Δύση μύθος είναι αυτός των πιστών ως διανοητικά υποδεεστέρων). Καθένας τους αισθάνθηκε βαθειά τη συγκίνηση από την αγιότητα του βίου, την τόσο καταφρονεμένη από τον κώδικα αξιών του κόσμου τούτου.

Και άλλοι είδαν τα συμβάντα που είδε ο εκατόνταρχος, όμως δεν επωφελήθηκαν από την ευκαιρία που τους δόθηκε. Οι στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο, αρκέστηκαν στο όφελος εκ της δωροδοκίας. Άλλοι ήσαν αλυσσοδεμένοι με τις τιμές και τα αξιώματα του κόσμου τούτου, άλλοι υπήρξαν δεσμώτες των παθών και άλλοι της διανοητικής τους υπεροχής. Όλοι αυτοί ενώπιον του Κριτού θα ζήτησαν ασφαλώς τη χάρη του πλουσίου καταφρονητού του φτωχού Λαζάρου: "Στείλε κάποιον νεκρό στη γη, να τον δουν, να τρομάξουν, να αλλάξουν ζωή, ώστε να σωθούν"!

Το αιώνιο πρόβλημα της ελευθερίας, το πλέον ακανθώδες σήμερα πρόβλημα στον δυτικό κόσμο! Από τους ιουδαίους, των οποίων ταλάνιζε την ψυχή ο Χριστός με το να μην φανερώνει τη δύναμή Του, ως τους σύγχρονους αρνητές οι πάντες αισθανόμαστε βαρύ το φορτίο της προσωπικής ελευθερίας. Γι' αυτό και σπεύδουμε να την εναποθέσουμε στα πόδια του οποιουδήποτε αυτόκλητου σωτήρα με αντάλλαγμα την απεμπόληση της ευθύνης και της οδύνης κατά τη λήψη των αποφάσεων, ενώ πεισματικά, στο όνομα της ελευθερίας και αυτό είναι το τραγικό, αρνούμαστε τον ζυγό του Χριστού! Όμως ο Χριστός στέκει προκλητικός στο ιστορικό στερέωμα επί δύο χιλιάδες χρόνια. Στη λήθη αντιστέκεται η Αλήθεια. Κανένας "ορθολογισμός" δεν μπορεί να παραβλέπει αυτό. Αν η Ανάστασή Του μας είναι τόσο ανυπόφορη, αυτό έχει απλή και ξεκάθαρη εξήγηση!

                                               

"ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ", 03-04-2010

Η υποκρισία της "Ανάστασης"

Η υποκρισία της "Ανάστασης"

 

Του Θεόδωρου Ε. Παντούλα

 

«Όσο υπάρχουν άνθρωποι που αδικούνται και βασανίζονται ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Έτσι έγραφε μια αφίσα που με σπουδή κνίτη ξεκολλούσαν οι θρησκευόμενοι της γειτονιάς μου, οι οποίοι, προφανώς, πιστεύουν ότι η ανάσταση του Κυρίου έγινε για να ανταλλάσουμε ψοφοδεείς ευχές και να βαρυστομαχιάζουμε κάθε άνοιξη.

Ας είμαστε έντιμοι ετούτες τις ημέρες. Μια αργία κοντά στις άλλες είναι και το παραθεωρημένο Πάσχα μας, αφού οι περισσότεροι είμαστε αμέτοχοι στο αν αστάσιμο, στο χαροποιόν πένθος του. Επετειακά λιβανισμένοι κι ανυποψίαστα δυστυχισμένοι,  ξοδεύουμε αστόχαστα τις ανάλατες ημέρες μας με έγνοιες του συρμού και του διασυρμού, παντελώς άσχετες με τον εθελούσιο θάνατο του Θεού.

 Σε αντίθεση όμως μ' εμάς που πανηγυρίζουμε με κροτίδες τους μικρούς καθημερινούς θανάτους μας, θυμάμαι την ολιγογράμματη γιαγιά μου, άνθρωπο απονήρευτο, που νήστευε όλη την Σαρακοστή. Νηστεία αληθινή. Όχι faux. Ελιά και παξιμάδι. Έπιανε το στασίδι της στην εκκλησιά, στόλιζε τον επιτάφιο με λουλούδια από τον μικρό της κήπο κι έκλαιγε τον Εσταυρωμένο, τον «πρωτότοκο των νεκρών», με μια ειλικρινή, ολόκαρδη και διόλου γλυκανάλατη θλίψη. Μια θλίψη που την επλάτυνε τόσο όσο η ανυπόκριτος συντριβή της να χωράει όλη την απελπισία του κόσμου. Με όλες τις σκοτούρες που είχε η χαροκαμένη ζωή της, βλαστήμια δεν την άκουσα ποτέ να ξεστομίζει. «Έχει ο Θεός», έλεγε. Κι είχε – τουλάχιστον για όποιον, σαν εκείνη, καταδεχόταν τα πλούτη της εντίμου πενίας του.

 Πολύ φοβούμαι πως σήμερα αυτά που «έχει ο Θεός» δεν τα θέλουμε. Προτιμούμε το σφαχτό από το σφάγιο! Όσο για την «Εκκλησία του Χριστού» αυτή μάλλον δεν πολυλογαριάζει την συντριβή των γιαγιάδων μας κι αναπαύεται στην βολική αυταπάτη της «επικρατούσης θρησκείας». Μια θρησκείας που σκιάζεται το μικρό ποίμνιο γραιών και χάνεται μες στην πολύ συνάφεια της εκάστοτε πολιτείας. Κοντολογίς  αφήνει τα μαρμαρένια αλώνια και διασύρεται στα σαλόνια. Όμως μια εκκλησία που δεν μαρτυρά, μάλλον, εκκλησία δεν είναι.

 Η πόρνη κι ο ληστής συγχωρέθηκαν. Οι υποκριτές πολύ φοβάμαι όχι. Κι απ' αυτούς τους άσωτους, δεν εξαιρώ ούτε την μεγαλόστομη αφεντιά μου – εκτός κι αν αξιωθούμε μιαν Ανάσταση χωρίς εκπτώσεις και κυρίως χωρίς εισαγωγικά. Μιαν Ανάσταση δηλαδή χωρίς αδικημένους και βασανισμένους.

 

Ω γλυκύ μου έαρ

γλυκύτατόν μου τέκνον

πού έδυ σου το κάλλος;

 

εφ. Σφήνα 1/4/2010

 

Του καλού… υπόκοσμου!…

Του καλού… υπόκοσμου!…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου»!

 

Όχι πριν δυο χιλιάδες χρόνια εκεί στα Ιεροσόλυμα. Αλλά εδώ και τώρα! Ο Χριστός ξανασταυρώνεται! Στο πρόσωπο των απανταχού της Γης «ελάχιστων αδελφών» του. Των εκατομμυρίων ανθρώπων, που δεινοπαθούν από τη φτώχεια και τους πολέμους και πεθαίνουν από την πείνα και την κακουργία. Όχι επειδή οι χώρες τους είναι φτωχές και οι ίδιοι τεμπέληδες, όπως οι σταυρωτές και τα φερέφωνά τους διατυμπανίζουν. Αλλά επειδή οι σταυρωτές κλέβουν τον πλούτο της χώρας τους και τον ιδρώτα του προσώπου τους.

Και ποιοι είναι οι σταυρωτές;

Αναμφίβολα οι κακούργοι του κάθε τόπου και της κάθε εποχής! Και ποιοι είναι οι κακούργοι;

΄Όχι, βέβαια, οι λήσταρχοι και οι φονιάδες και οι αναρχικοί και «ταραξίες» και οι πάσης φύσεως δακτυλοδεικτούμενοι και αποδιοπομπαίοι, βαρυποινίτες και οι τρομοκράτες, που είναι κλεισμένοι σε φυλακές ύψιστης ασφάλειας ή ζουν σε τόπους εξορίας. ΄Όχι αυτοί!

Αλλά οι κακουργότεροι μεταξύ των κακούργων: Η αφρόκρεμα του, λεγόμενου, «καλού κόσμου»! Ή, όπως θα ταίριαζε καλύτερα στην περίπτωσή τους, του …καλού υπόκοσμου! Οι μεγαλύτεροι συνένοχοι-σε όλους τους τόπους και όλες τις εποχές- για τη σταύρωση λαών και αθώων…

Που, κατά κανόνα, είναι κάποιοι μεγάτιμοι εκπρόσωποι της θρησκείας, του μαμωνά και του νόμου…

Αλλά για τη σταύρωση του Χριστού και των «ελάχιστων αδελφών» του δεν είναι αμέτοχος και, ο δήθεν ανεύθυνος, όχλος.

Στην περίπτωση του Χριστού τον ακούμε να φωνάζει το «άρον-άρον». Καθώς τον καθοδηγούσαν και του κανοναρχούσαν οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι.

Ενώ σήμερα τον βλέπουμε και τον ακούμε να χειροκροτεί και να ζητωκραυγάζει και να ψηφίζει τους σταυρωτές των λαών. Καθώς του κανοναρχούν τα κομματόσκυλα και οι κομματοκαρχαρίες των ΜΜΕ και του οικονομικού κατεστημένου…

Και η αποκρουστική αυτή πραγματικότητα γίνεται ακόμη αποκρουστικότερη, όταν οι όχλοι αυτοί, που χειροκροτούν και ψηφίζουν την καταλήστευση και τον θάνατο των «ελαχίστων αδελφών» του Χριστού, φιγουράρουν και ως σούπερ-χριστιανοί.

Έτσι ώστε να δίνουν το προκάλυμμα στους σταυρωτές τους να ταυτίζουν την άδικη και κακουργούσα νομοθεσία τους με τη δικαιοσύνη. Την οποία δικαιοσύνη, συστηματικά μεθοδικά και προγραμματισμένα δολοφονούν. Επειδή ακριβώς είναι αντίθετη με τα συμφέροντά τους.

Και η τραγική ειρωνεία είναι πως η άδικη νομιμότητα πλήττει, μεταξύ των άλλων, και τη συντριπτική πλειονότητα του όχλου, που ψηφίζει, χωρίς περίσκεψη και συναίσθηση, τους νομοθέτες της αδικίας…

Έτσι ώστε κάποιοι εύλογα να αναρωτιούνται: Αφού έτσι έχουν τα πράγματα, τότε προς τι οι αγώνες και οι θυσίες; Δεν είναι παραλογισμός και ουτοπία!
Και βέβαια όχι. Γιατί μπορεί οι ακατέργαστοι και ασυνείδητοι όχλοι να επιμένουν, μαζί με τους γραμματείς και αρχιερείς και φαρισαίους στη δολοφονία του Χριστού και των συνανθρώπων τους και στην αυτοκτονία τη δική τους, αλλά ο Θεός και η δικαιοσύνη του, που αενάως δολοφονούνται, αενάως και ανασταίνονται…

Λοιπόν;

Ο Χριστός ξανασταυρώνεται; Αλλά και αδιάκοπα ανασταίνεται! Επιμένουν οι άνθρωποι του "καλού"…υπόκοσμου να μας προσφέρουν ασταμάτητα τη χολή της Μεγάλης Παρασκευής; Κι εμείς, αδιάκοπα, όπου βρεθούμε κι όπου σταθούμε να κρατάμε αναμμένη την αναστάσιμη λαμπάδα!

Μαζί με τους Χρυσόστομους και τους Τερτσέτηδες. Και όλους τους άλλους Σίμωνες Κυρηναίους, που πεινούν και διψούν για δικαιοσύνη. Και που φορτώνονται τους σταυρούς των «ελάχιστων αδελφών» του Χριστού….

 

Παπα-Ηλίας, 01-04-2010

 

http://papailiasyfantis.blogspot.com

http://papailiasyfantis.wordpress.com

e-mail: papailiasyfantis@gmail.com

Οι λυγμοί της πόρνης και …

Οι λυγμοί της πόρνης και του πατέρα τα δάκρυα και του πατέρα τα δάκρυα

 

Του Γιώργου Μάλφα*

 

Το βράδυ της Μ. Τρίτης ως γνωστόν, στους ναούς των Ορθοδόξων όπου γης, ψάλλεται το περίφημο τροπάριο της Κασσιανής. Το απόλυτο αυτό αριστοτέχνημα λόγου και μέλους στο οποίο η χαρισματική βυζαντινή υμνογράφος εξέφρασε με τρόπο ακραία αληθινό και ποιητικά μοναδικό, τον καημό και το πάθος της «αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός».

Κάθε Μ. Τρίτη βράδυ αναπολώ με συγκίνηση τον παπά πατέρα μου, αυτόν των παιδικών μου χρόνων στο γενέθλιο νησί μας, καθώς σοβαρός και ιεροπρεπής εξέρχονταν του ιερού προκειμένου να πάρει θέση στο δεξιό χορό για να ψάλλει ο ίδιος το «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…» περιστοιχι ζόμενος από μια ομάδα ζωηρών εφήβων. Καμάρωνα μέσα μου τότε για την πρωτοκαθεδρία του πατέρα και πατώντας στις μύτες των ποδιών μου προσπαθούσα να ανασηκωθώ ώστε να βλέπω κάτι από το μεγάλο ορθάνοιχτο βιβλίο. Θυμάμαι την απόλυτη σιωπή που επικρατούσε τότε μονομιάς στην εκκλησία και την αυστηρή  προσήλωση του πατέρα στην απόδοση του ύμνου. Αισθάνομαι ακόμη το βαρύ χέρι του που ακουμπούσε στον ώμο μου. Και στ' αυτιά μου ηχεί ακόμη το ισοκράτημα της χορωδίας. Εκεί στο αναλόγιο της ενορίας μας, τα πρώτα συλλαβίσματα, «ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώταπρώτα Δόξα Σοι» που λέει ο Ελύτης. Παιδικά αλησμόνητα βιώματα…

Μα κάτι ιδιαίτερο, μου προξενούσε ξεχωριστή εντύπωση κάθε Μ. Τρίτη.

 «Πόρνη προσήλθέ σοι», «Η πόρνη εν κλαυθμώ ανεβόα», «Το πολυτίμητον μύρον η πόρνη έμιξε μετά δακρύων», «Πόρνη επιγνούσα Θεόν» «Ήπλωσεν η πόρνη τας τρίχας σοι τω Δεσπότη»… Αυτά και άλλα πολλά, διόλου εύηχα, εκστομίζονταν κατ' εξακολούθησιν μελωδικά εκείνο το βράδυ. Παρά την αφελή μου τότε άγνοια υποψιαζόμουν πάντως ότι κάτι εξόχως τολμηρό λέγεται με μιαν επιμονή εντελώς ακατανόητη. Η περιέργεια με έτρωγε. Για να ρωτήσω τον πατέρα ζητώντας διευκρινίσεις ούτε λόγος. Κάτι μου έλεγε να μην το αποτολμήσω, να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση. Και πάντως η διάχυτη και αόριστη εξήγηση περί «κακών γυναικών» που τυχαία έπιασε τ' αυτί μου δεν με ικανοποιούσε καθόλου. Ύποπτα πληθωρικός ο λόγος σε μια ακολουθία, για τόσες πολλές και τόσο πολύ «κακές γυναίκες» Αναζήτησα λοιπόν με τη δέουσα κρυψίνοια  τη σημασία της λέξης «πόρνη» στο παλιό λεξικό της πατρικής βιβλιοθήκης. Η επίμαχη όμως και περίτεχνα κομψευμένη λεξικολογική διατύπωση επέτεινε τη σύγχυση και την απορία μου. Τι σχέση αλήθεια, αναρωτιόμουν, θα μπορούσε να έχει μια  «γυνή εκδιδομένη επι χρήμασι» με το βούρκωμα στα μάτια και τη φωνή του πατέρα, που μας καθήλωνε όλους εκστατικά, μικρούς και μεγάλους, όση ώρα έψελνε το τροπάριο της Κασσιανής;

Κάπου τότε είναι που γεννήθηκε μέσα μου πρώιμα και μυστικά ένα δέος απόκρυφο για τις πόρνες. Όλες τις πόρνες. Τις πόρνες γενικώς! Τα χρόνια πέρασαν, η απορία μου λύθηκε και το δέος έγινε συμπάθεια. Τρυφερή και απέραντη συμπάθεια για την κατηγορία αυτή των γυναικών, των τόσο ανυπόληπτων στον θρησκευτικό και κοινωνικό μου περίγυρο.

Φοιτητής μάλιστα στην Αθήνα είχα την ευλογία να «γνωρίσω» πολλές από αυτές. Συνήθιζα  να περπατώ αμέριμνος  αργά τα βράδια στους δρόμους του κέντρου της πρωτεύουσας, δίχως υποψία φόβου και κυρίως ενοχών μη με δει κανένα μάτι. Άλλοτε γιατί έχανα το τελευταίο δρομολόγιο της γραμμής 732 Αθήνα-Άγιος Φανούριος που με πήγαινε στο σπίτι μου, άλλοτε για να αγοράσω φρεσκότατες τις κυριακάτικες εφημερίδες από το βράδυ του Σαββάτου στους πάγκους της Ομόνοιας. Κάποιες φορές πάλι για να … αλλάξω παραστάσεις.

Πλατεία Ομονοίας, Αγ. Κωνσταντίνου, Σωκράτους, πλατεία Βάθη, Λιοσίων, πλατεία Αττικής. Δρόμοι και πλατείες, τόποι απρόσιτοι, σχεδόν απροσπέλαστοι και σιωπηρά απαγορευμένοι τις νυχτερινές ώρες για τη συμβατική κοινωνική ευπρέπεια. Ένα τεράστιος μικρόκοσμος μυστηρίου και μαρτυρίου: λαθραίο  περιθώριο, υγρό καταγώγιο, σκοτεινός υπόκοσμος. Μικρό, περί, κατά, υπό. Μα γιατί τόσες μικρόψ υχες  προθέσεις προσχηματικά τοποθετημένες μπροστά από τόσο άθλιες διαθέσεις; Πόσες απαιτούνται για να  περιχαρακώσουν σώματα και ψυχές κάποιων ανθρώπων; Πόρνες, αλκοολικοί, τραβεστί, εξαρτημένοι, άστεγοι, σαλοί και τρελαμένοι. Υπολογίστε παρακαλώ ανάμεσα σ' αυτούς και κάμποσους αγίους! Τι νομίζατε! «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις» δεν λέει στη Γραφή; Πνευματικός νόμος! Πάει και τελείωσε. Ας σκούζουν οι ηθικιστές κάθε κοπής. Κάτι ήξερε ο Άγιος της Πολυκλινικής στην Ομόνοια, ο γέροντας Πορφύριος, που δεν απέφευγε τις κακοτοπιές και άγιαζε τα «κακά» κορίτσια την παραμονή των Φώτων μέσα στα ίδια τους τα σπίτια!

Αυτά τα κορίτσια του δρόμου, της φθηνής επιτήδευσης και των περίτεχνων ακκισμών, με το τσιγάρο στο χέρι, που καθώς περνούσες δίπλα τους, εκλιπαρούσαν προκλητικά την παρέα σου, πουλώντας σε ευτελιστική τιμή την τιμή και την αξία του προσώπου τους. Ανακαλούσα τότε το τροπάριο της Κασσιανής με τον τρόπο του πατέρα και η συμπάθειά μου γι' αυτές μεγάλωνε, αύξανε μέσα μου. Δεν έβλεπα τότε την ασχήμια του ρημαγμένου κορμιού τους, δεν διέκρινα πια πάνω τους τα στίγματα του πάθους, της ταλαιπωρίας, της αγοραίας εκμετάλλευσης. Δεν ήταν οίκτος, δεν ήταν από λύπηση, ήταν κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Και θύμωνα πολύ μέσα μου κάθε φορά που ανεγκέφαλοι περαστικοί, μέσα από την ασφάλεια του αυτοκινήτου τους, ασχημονούσαν με χυδαίες εκφράσεις και προσβλητικές χειρονομίες σε τούτα τα κορίτσια. Κάνε μας και επίδειξη ανδρισμού τώρα κύριε κρετίνε!   

Τούτες τις εικόνες και τις αναμνήσεις ανασύρω έκτοτε κάθε χρόνο το βράδυ της Μ. Τρίτης. Και κάποιος καλός φίλος, ο οποίος δηλώνει αγνωστικιστής (και τι μ' αυτό, εγώ τολμώ να δηλώνω χριστιανός!) μου εκμυστηρεύτηκε πρόσφατα ότι εκκλησιάζεται παραδόξως μια φορά το χρόνο. Όχι τα Χριστούγεννα, ούτε και το Πάσχα. Τη Μ. Τρίτη το βράδυ μου είπε, ανελλιπώς!

 Κάπως έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η Μ. Τρίτη, αν όχι ολόκληρο το Μεγαλοβδόμαδο, ανήκει δικαιωματικά στις πόρνες! «Ότι οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού». Στις πόρνες που ξέρουν να αγαπούν προκαλώντας με τις τρελές τους ακρότητες. Να κατασπαταλούν απερίσκεπτα μύρο πολύτιμο στα πόδια του Μανικού Εραστή τους, του Χριστού. Απόλυτη προτεραιότητα. Να τους αφήσουμε χώρο στους ναούς αυτές τις μέρες. Να σεβαστούμε το δικό τους σφοδρό παραλήρημα, το δικό τους παροξυσμό μετάνοιας. Κι αν συμβεί και αναγνωρίσουμε κάποια από αυτές, τις όμορφες από την πολλή τους ταπείνωση γυναίκες, καλό να μεριάσουμε διακριτικά, να τους δώσουμε τη θέση μας και να χαμηλώσουμε εμείς το δικό μας βλέμμα. Είπαμε, ολάκερα δική τους η Εβδομάδα των Παθών, δική τους κι η Ανάσταση!

 

Υστερόγραφο: Στον πατέρα, με…μεγάλη καθυστέρηση. Δεν μου εξήγησες ποτέ γιατί βούρκωνες κάθε Μ. Τρίτη. Δεν πειράζει, το κατάλαβα μόνος μου. Δεν με βομβάρδισες ποτέ με συμβουλές αποφυγής «κακόφημων» τόπων και αποστροφής «ανήθικων» ανθρώπων. Θα το επαναλάβω στα εγγόνια σου.  Μου αποκάλυψες όμως τον τρόπο να σέβομαι το ήθος των τροπαρίων και των ανθρώπων το ήθος.

 

Πάτρα, Μεγάλη Τρίτη του 2009

 

 

Ιδού ο Νυμφίος…

Ιδού ο Νυμφίος…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

 

Δεν είναι σαν του θρησκευτικούς και πολιτικούς πρίγκιπες του καλού υπόκοσμου της καθωσπρέπει κοινωνίας μας… Σαν τους «κεκονιαμένους τάφους», δηλαδή, που απέξω φαίνονται αστραφτεροί και από μέσα είναι γεμάτοι από βρωμιά και δυσωδία, από αρπαγή και αδικία…

Και που τους ραίνουμε με ροδοπέταλα και τους χειροκροτούμε και τους ζητωκραυγάζουμε. Και τους προσφέρουμε τις άπειρες ευκαιρίες, για να εκμεταλλεύονται άπειρες φορές την αφέλεια και την ευπιστία μας.

Δεν έχει στο κεφάλι του βασιλικό ή αυτοκρατορικό στέμμα ούτε παπική τιάρα ή αστραφτερή δεσποτική μίτρα. Αλλά το στεφάνι με τ' αγκάθια του πόνου και του χλευασμού.

Δεν φοράει, σαν τους δεσποτάδες, χρυσοστόλιστα, πολυτελή και πολύτιμα, άμφια. Ή αδαμαντοποίκιλτα εγκόλπια. Παρά μόνο τη χλαίνα του εμπαιγμού…

Δεν κρατεί βασιλικό σκήπτρο ή την ποιμαντορική ράβδο της αντιχριστιανικής δεσποτικής εξουσίας. Αλλά το καλάμι του έσχατου εξευτελισμού.

Δεν μοιάζει, δηλαδή μ' όλους αυτούς, που όχι μόνο με την αμφίεσή τους, αλλά και μ' όλο το βίο και την πολιτεία τους διακηρύττουν, εκ των πραγμάτων, πως δεν θέλουν, σε καμιά περίπτωση, να του μοιάζουν…

Είναι, αντίθετα, ολόιδιος με τους «ελάχιστους αδελφούς» του, τους ταπεινωμένους και καταφρονεμένους της Γης. Τους φτωχούς, τους ρακένδυτους, τους πεινασμένους, τους φυλακισμένους, τους σκλαβωμένους.  Που οι διαχρονικοί δήμιοι των λαών και των αθώων αδιάλειπτα τους σταυρώνουν…

Είναι σαν τους Ιρακινούς και τους Αφγανούς και τους Παλαιστίνιους. Που σταυρώνονται, χρόνια τώρα, με πρόσχημα την τρομοκρατία, απ' τους αρχιτρομοκράτες, γραμματείς και φαρισαίους του ΝΑΤΟ. Καθώς ο Πιλάτος ΟΗΕ «νίπτει τας χείρας του», υποκριτικά και ξεδιάντροπα.

Κι εμείς, που στις εκκλησιές μας διεκτραγωδούμε τα πάθη τού Χριστού απ' τους συγχρόνους του γραμματείς και φαρισαίους, και με ύμνους και κηρύγματα κατακεραυνώνουμε την προδοσία του Ιούδα μπορεί να είμαστε και τρισχειρότεροι προδότες και αρνητές.

Που, ενώ επιβεβαιώνουμε την αθωότητα του Χριστού, διακηρύττουμε τη δική μας συνενοχή, για τη σταύρωσή των «ελάχιστων αδελφών» του.
Αφού σαν τους όχλους, φωνάζουμε, το «άρον-άρον σταύρωσον αυτούς»!…

Μια και επιμένουμε να χειροκροτούμε και να ζητωκραυγάζουμε τους Σταυρωτές τους…

 

Παπα-Ηλίας, Μ. Δευτέρα, 29-03-2010

 

http://papailiasyfantis.blogspot.com

http://papailiasyfantis.wordpress.com

e-mail: papailiasyfantis@gmail.com

 

Χριστός και χρόνος

Χριστός και χρόνος

 

Του Μάριου Μπέγζου* 

  


Όπου λείπει ο χρόνος, απουσιάζει ο Χριστός. Εκεί όπου πιστεύεται ο χρόνος, μπορεί να πιστευθεί και ο Χριστός. Χριστός και χρόνος συρράπτονται στενότατα και εσώτατα. Αυτό κατέδειξε με το αριστούργημα της ζωής του, το βιβλίο του "Χριστός και Χρόνος", ο Όσκαρ Κούλμαν. Η προτεραιότητα του χρόνου ονομάζεται εσχατολογία. Η θεολογία, που προτιμά τον χρόνο και προτάσσει την ιστορία, αποκαλείται εσχατολογική.

Η πατερική θεολογία στην Ανατολή διαφύλαξε ως κόρη οφθαλμού την ιουδαιοχριστιανική εσχατολογία παρά τις έντονες πιέσεις που δέχθηκε τόσο από τον ελληνισμό όσο και από το γνωστικισμό. Η παρακαταθήκη του αρχέγονου χριστιανισμού με την εσχατολογική έμφαση της μεταφυσικής του διασώθηκε τελικά στο βυζαντινό χριστιανισμό. Η Ορθοδοξία συνίσταται σε αυτό: στην διαφύλαξη της εσχατολογικής οντολογίας του χριστιανισμού. Από εκεί εκπήγασε η λυδία λίθος που είχε στη διάθεση της η πατερική θεολογία για να ορθοτομήσει την αλήθεια στο χριστολογικό,το τριαδολογικό,το εικονομαχικό ή το πνευματολογικό ζήτημα. Η χριστιανική οντολογία είναι εσχατολογική ή δεν είναι χριστιανική. Η Ορθοδοξία είναι εσχατολογική ή ανορθόδοξη:

"Οι Πατέρες δεν αποπειράθηκαν μια συστηματική έκθεση της εσχατολογίας με στενή και τεχνική έννοια. Είχαν όμως πλήρη συνείδηση εκείνης της εσώτερης λογικής που οδηγούσε από την πίστη στο Χριστό ως λυτρωτή στην ελπίδα του μέλλοντος αιώνος" τονίζει κατηγορηματικά ο π. Γ. Φλωρόφσκυ και υπογραμμίζει παραπέρα: "Η εσχατολογία δεν είναι απλώς ένα ειδικό κεφάλαιο του χριστιανικού θεολογικού οικοδομήματος, αλλά μάλλον η βάση του και το θεμέλιο του, η αρχή που το καθοδηγεί και το διαπνέει, το κλίμα όλης της χριστιανικής σκέψεως, όπως ήταν ανέκαθεν άλλωστε. Ο χριστιανισμός στην ουσία του είναι εσχατολογικός και η εκκλησία είναι μια εσχατολογική κοινότητα… Η χριστιανική προοπτική είναι ουσιαστικά εσχατολογική".

Η επιστημονική εγκυρότητα των διερευνήσεων του π. Γ. Φλωρόφσκυ για την πατερική και τη βυζαντινή θεολογία είναι αδιαμφισβήτητη έτσι ώστε να περιττεύει η επίκληση περαιτέρω αποδεικτικού υλικού για το ότι ο βυζαντινός χριστιανισμός συνέχισε την εσχατολογική οντολογία. Σύμφωνα πάντα με τον πρύτανη της ορθόδοξης θεολογίας του αιώνα μας, τον μακαριστό π. Γ. Φλωρόφσκυ, η εσχατολογική παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας βασίσθηκε σε δύο θεμέλια: την Δημιουργία και την Ενσάρκωση. Η Δημιουργία κατάγεται από την Π.Δ. και η Ανάσταση εδράζεται στην Κ.Δ. Η πατερική θεολογία από τον Ειρηναίο και τον Αθανάσιο μέχρι τον Μάξιμο και τον Παλαμά στηρίζεται στην εσχατολογία για να διαχωρίσει την οντολογία της από τον ελληνισμό και το γνωστικισμό. Ακόμα και η εικονομαχία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αναζωπύρωση του πλατωνισμού και του ελληνισμού μέσα στο χριστιανισμό με τη διαμεσολάβηση του ωριγενισμού και του γνωστικισμού, δηλαδή επρόκειτο για την οντολογική "μόλυνση" της εσχατολογίας από την κοσμολογία. Στο βαθμό που η οντολογία τηρεί την εσχατολογική της χροιά παραμένει ορθόδοξη χριστιανική. Αλλιώς εκπίπτει στον ανορθόδοξο χριστιανισμό, δηλαδή στην αίρεση. Η εσχατολογική οντολογία υπήρξε κριτήριο Ορθοδοξίας για την πατερική και βυζαντινή θεολογία κατά τον π. Γ. Φλωρόφσκυ.

Ο εσχατολογικός χαρακτήρας της βυζαντινής παράδοσης εξαίρεται από όλη σχεδόν τη σοβαρή κι αξιοπρόσεκτη θεολογία του αιώνα μας τουλάχιστο. Το δόγμα πιστεύεται ότι διακρίνεται για την εσχατολογική του θεμελίωση. Η λατρεία της εκκλησίας ομολογείται ότι διαποτίζεται από το πνεύμα της εσχατολογίας και διασώζει ίσως καλύτερα από καθετί άλλο την εσχατολογική οντολογία της Ορθοδοξίας. Ο μοναχισμός βιώνει μέσα στο πνεύμα της εσχατολογίας, γι' αυτό προβάλλει ισχυρότατες αντιστάσεις στον ωριγενισμό, τον πλατωνισμό και νεοπλατωνισμό, που μαζί με τον γνωστικισμό και τον μανιχαισμό, επεχείρησαν να διεισδύσουν στην εκκλησία μέσα από την ασκητική παράδοση. Τέλος, η ερμηνευτική παράδοση της Βίβλου με την προτίμηση της τυπολογίας αντί της αλληγορίας διέσωσε την εσχατολογία μέσα στο βυζαντινό χριστιανισμό. Η τυπολογική ερμηνευτική στηρίζεται στο χρόνο: προτύπωση στο παρελθόν και εκπλήρωση στο μέλλον. Η αλληγορική μέθοδος μοιάζει άχρονη και βασίζεται σε ανιστορικές "πνευματικές" κατηγορίες. Η πρόκριση της τυπολογίας σημαίνει πρόκριμα της εσχατολογικής οντολογίας από την πατερική και βυζαντινή θεολογία.

Μένοντας μέσα στην ατμόσφαιρα της ορθόδοξης πατερικής παράδοσης μπορούμε να γράψουμε τον επίλογο αυτού του σημειώματος μας με την πέννα του π. Γ. Φλωρόφσκυ επικαλούμενοι μια δική του ρήση που αποκαλύπτει με ενάργεια την σχέση ανάμεσα στον θεό και τον χρόνο από τους προπάτορες του Ισραήλ μέχρι και τους Πατέρες της Εκκλησίας κατά τον ακόλουθο τρόπο: "Όποιος μένει απαθής ενώπιον της ιστορίας, αυτός ποτέ δεν μπορεί να είναι καλός χριστιανός".

 

ΠΗΓΗ: http://www.i-m-attikis.gr/html/gr/prosvasis/56/1.html

 

* Βιογραφικό: http://www.skroutz.gr/books/a.871.%CE%9C%CF%80%CE%AD%CE%B3%CE%B6%CE%BF%CF%82-%CE%9C%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%A0.html

Γιορτή Ευαγγελισμού

Γιορτή Ευαγγελισμού

Του Παναγ. Α. Μπούρδαλα[i].

Είμαστε οι άνθρωποι του εικοστού πρώτου αιώνα, μετά τον ευαγγελισμό μιας δεκαπεντάχρονης κόρης. Είμαστε  οι πολίτες, υποψήφιοι καταναλωτές πολυποίκιλων εμπορευμάτων, υλικών ή εικονικών. Είμαστε οι πατριώτες μιας πατρίδας «φύλλο και φτερό». Είμαστε οι επαναστάτες μιας κοινωνίας που δεν έχει οράματα ζωής. Είμαστε οι οικογενειάρχες που δεν γνωρίζουν τι σκέφτεται το «έτερον ήμισυ» ή τι αδιέξοδα έχουν τα παιδιά μας.


[i] Το άρθρο του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα γράφτηκε στις 08-02-2005. Δημοσιεύτηκε στο Καλαβρυτινό περιοδικό «Επι-κοινωνείν», τ. 5, ΜΑΡΤΙΟΣ 2005, σελ. 40-43. Οι εξελίξεις το κρατούν όμως ακόμα επίκαιρο.

Συνέχεια

Καιρός Μετάνοιας

Καιρός Μετάνοιας

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Η Μεγάλη Σαρακοστή αποτελεί για την Εκκλησία μας στάδιο πνευματικού αγώνα ετοιμασίας για τη μεγάλη γιορτή του Πάσχα. Ως αφετηρία του αγώνα αυτού τίθεται η μετάνοια, η αποφασιστική δηλαδή αλλαγή πορείας μας στον βίο έχοντας σαφή τη συναίσθηση των αμαρτιών που διαπράξαμε και των συνεπειών αυτών.

Η χώρα μας εισέρχεται σε "μεγάλη οικονομική σαρακοστή" απροσδιόριστης διάρκειας χωρίς την προσδοκία της οικονομικής "αναστάσεως". Τα μηνύματα που καταφθάνουν καθημερινά από τα κέντρα λήψεως των αποφάσεων είναι σαφή, εμείς όμως δεν έχουμε διάθεση να τα αναγνώσουμε ή τα διαβάζουμε μεν, αλλά τα παρερμηνεύουμε. Ο λόγος είναι απλός: Άρχοντες και αρχόμενοι δεν έχουμε διάθεση προς μετάνοια. Ουδείς από τους ασκήσαντες εξουσία κατά την τελευταία τριακονταετία, κατά την οποία η οικονομία της χώρας οδηγήθηκε σταδιακά στο χείλος της χρεωκοπίας, ανέλαβε την ελάχιστη ευθύνη. Πώς θα ήταν δυνατόν να προχωρήσει στην εκδήλωση έμπρακτης μετάνοιας! Από την άλλη ο λαός, συρόμενος από τη συμπεριφορά των κρατούντων, ουδεμία διάθεση περισυλλογής εκδηλώνει. Και αυτή την ύστατη ώρα του διεθνούς εξευτελισμού της χώρας αυτός αναζητεί, απαιτεί μάλιστα, οι κρατούντες να του προσφέρουν τον άρτο και τα θεάματα που έχουν υποσχεθεί να του παρέχουν χωρίς περικοπή και συγκράτηση. Η φτώχια θέλει καλοπέραση, ήταν κάποιο "γνωμικό" προγενέστερων δεκαετιών, το οποίο επιχείρησαν να προβάλουν κάποιοι ως απόσταγμα λαϊκής σοφίας!

            Αναζητώντας τις αιτίες της κρίσεως που μας μαστίζει επισημαίνουμε κάποιες, τις οποίες και παραθέτουμε:

            Η οικονομική κρίση είναι η κορυφή του παγόβουνου. Κάτω από την επιφάνεια του νερού κρύβεται η κυρίως κρίση που είναι ηθικής τάξεως. Αφού όμως η υλιστική ερμηνεία του κόσμου είναι η κυρίαρχη στις ημέρες μας φιλοσοφία, είναι επακόλουθο το να επιχειρείται η ερμηνεία των συμβαινόντων με οικονομικούς και μόνο όρους. Το οικονομικό αναγνωρίζεται ως το μοναδικό για τον άνθρωπο κίνητρο! Η άρχουσα τάξη στην πατρίδα μας, πολιτική, εμπορική και διανόησης με την ανοχή, αν όχι τη συμπόρευση της ιεραρχίας του κλήρου, αποδέχθηκε για το νεοελληνικό κράτος τον ρόλο ενός προτεκτοράτου των ισχυρών και ιδίως της Αγγλίας. Δεν κατανόησε ποτέ την τραγικότητα της δολοφονίας του πρώτου μας κυβερνήτη, του Ιωάννη Καποδίστρια. Στη συνέχεια απαξίωσε να δώσει προσοχή στην κραυγή του Μακρυγιάννη, ο οποίος κατήγγειλε τους εραστές της εξουσίας ως πρόθυμους να προδώσουν πίστη και πατρίδα "δια μιάν δολεράν καλημέραν των πρέσβεγων των ανθρωποφάγων"! Το νεοελληνικό κράτος υπήρξε κατ' εξοχήν μεταπρατικό κράτος, στο οποίο οι ασκήσαντες κατά καιρούς την εξουσία σάρωσαν σε διάστημα 130 ετών κάθε τι που κρατούσε τον Έλληνα δεμένο με την παράδοσή του, ώστε αυτός να παραδοθεί άνευ όρων τελικά στη λαγνεία της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης της "ευημερίας", της "προόδου" και της "ειρηνικής συνύπαρξης" των λαών της.

            Ο λαός μας εξήλθε πάμφτωχος από την αναμέτρησή του με τον κατακτητή. Δεν ήταν όμως γυμνός από αρετή, γράφει ο Μακρυγιάννης. Και μπορούμε να καταθέσουμε ότι πλείστες όσες αρετές καλλιεργούσε ο φτωχός λαός μας ώς τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Όχι πως δεν τον διέκριναν και μικρότητες, τις οποίες έσπευδαν να επισημάνουν με περισσή κακεντρέχεια οι ξένοι, και τις οποίες εμείς αποφεύγαμε, όπως και αποφεύγουμε, να εξετάσουμε και να περιορίσουμε κατά το δυνατόν. Οι μικρότητες όμως αυτές, κατά κανόνα, έβλαπταν εμάς και όχι άλλους. Αλληθωρίζοντας διαρκώς προς τη Δύση, υπό την επήρεια των "φωτισμένων" απ' εκεί καθοδηγητών μας, δικών μας και ξένων, αποβάλλαμε τις πατροπαράδοτες αρετές, διατηρώντας ανέπαφες τις αδυναμίες μας και ενώ αποκτήσαμε και όλες τις αδυναμίες των δυτικών. Παραμένοντας δηλαδή φίλαρχοι και εριστικοί, χωρίς διάθεση έντιμης συνεργασίας, οργανωτικής προσπάθειας και τακτοποίησης των του οίκου μας, μετατραπήκαμε σε αρπακτικά υπό το πάθος του νεοπλουτισμού, καταχραστήκαμε το αδύναμο κράτος, από τον πρωθυπουργό ώς τον κλητήρα, αναπολήσαμε στο έπακρο το οθωμανικό ραχάτ και παραμορφωθήκαμε σε όντα άπληστα και σπάταλα από το μαγικό ραβδί της Κίρκης του καταναλωτισμού, της δεύτερης "μεγάλης ιδέας" του καπιταλιστικού συστήματος (Πρώτη είναι το χρήμα)! Στον φρενήρη ρυθμό προς την απόλαυση, καθώς τα αφεντικά φρόντισαν να αισθανθούμε, μέσω του δανεισμού, για λίγο τις τσέπες μας γεμάτες, λησμονήσαμε την παράδοση και τα ιδανικά μας. Και όχι μόνο τα λησμονήσαμε, αλλά τα πολεμήσαμε με πάθος, ως τα αίτια της κακοδαιμονίας των προγόνων μας. Περιγελάσαμε αρχικά την πίστη μας, για να δικαιώσουμε κάποιον "φωτισμένο" άθεο, που είχε ειπεί στον Μακρυγιάννη: "Εσάς το κεφάλαιον περί θρησκείας θα σας βλάψει, ότι είναι βαθειά ριζωμένο μέσα σας"! Έτσι χάσαμε τις μεγάλες αξίες της οικογένειας, της συνύπαρξης με έντονο το κοινοτικό πνεύμα της αλληλοβοήθειας και, τέλος, την αγάπη προς τον τόπο μας και την πατρίδα. Ο εθνομηδενισμός διακηρύσσεται από τους ίδιους που επί δεκαετίες βυσσοδομούν κατά της Εκκλησίας. Μόνο που μ' αυτούς ήρθαν όψιμα να συμπαραταχθούν και εκείνοι που στο παρελθόν καπηλεύτηκαν στο έπακρο Εκκλησία και Έθνος προβάλλοντας υποκριτικά το τρίπτυχο "πατρίδα – θρησκεία – οικογένεια"!  Και ενώ το δημογραφικό πρόβλημα, λόγω της κατάρρευσης του οικογενειακού ιστού, έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, ερίζουμε και πάλι για το νομοσχέδιο περί ιθαγένειας, δίχως να έχουμε συνειδητοποιήσει αυτό που πολύ ορθά έχουν επισημάνει σοβαροί αναλυτές: Κινδυνεύουμε να μετατραπούμε από χώρα σε χώρο! Και επιτείνουμε το πρόβλημα, για να σώσουμε δήθεν την οικονομία μας, εκτινάσσοντας το όριο της συνταξιοδότησσης των γυναικών στα 65 έτη! Και συνεχίζουμε να εκμαυλίζουμε τη νεολαία μας, αυτή που αποκαλούμε των 600 € (και αν τα έχει και αυτά), με το να την εξωθούμε στο ξενύχτι και στη διαφθορά, προκειμένου να εκτονώνεται έχοντας αντιληφθεί ότι της ετοιμάσαμε μέλλον ζοφερό. Θα βρεί εργασία, όταν συρρικνωθεί στο έπακρο ο δημόσιος τομέας και ο ιδιωτικός πνιγεί στο πέλαγος του διεθνούς αθέμιτου ανταγωνισμού; Θα έχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, όταν το ΕΣΥ θα το φάει τελευταίο ο αδηφάγος "Μινώταυρος"; Θα λάβει ποτέ σύνταξη, αν δεν φροντίσει να καταφύγει προς "σωτηρία" στην ιδιωτική ασφάλιση; Γλεντήστε νειάτα και ξεχνάτε τα προβλήματά σας. Γλεντήστε δωρεάν. Έχουμε ακόμη χρήματα. Και αν δεν έχει το κράτος και οι δημοτικές αρχές, έχουν οι γονείς σας!

            Η Διοικούσα Εκκλησία με έκδηλη την εσωστρέφεια προσπαθεί σπασμωδικά να λάβει επαφή με το πλήρωμά της. Αυτό κατά καιρούς ξεσπά μη έχοντας τη συναίσθηση της διαφοράς μεταξύ των προσώπων και του θεσμού. Είναι άραγε τα ξεσπάσματα ασέβειας εμπαθείς κινήσεις εχθρών της Εκκλησίας ή ξέχειλη οργή και αγανάκτηση, καθώς εκείνοι που θέλουμε να στέκουν ψηλά μας απογοητεύουν καθημερινά; Η στάση της Ιεραχρίας είναι εξίσου σπασμωδική με τη στάση της Πολιτείας στις μεταξύ τους σχέσεις. Είναι η συναίσθηση του κινδύνου, από τον οποίο απειλείται το  Έθνος μας εκ του χωρισμού ή ο φόβος απωλείας τιμών και αξιωμάτων, τα οποία παρείχε αφειδώς ο Καίσαρ ως αντάλλαγμα της υποταγής της Ιεραρχίας στα πλαίσια της νόμω κρατούσης Πολιτείας; Είναι ο φόβος της απώλειας της αναξιοποίητης εν πολλοίς εκκλησιαστικής περιουσίας; Αλλά μήπως ήρθε η ώρα να πτωχεύσει η Διοικούσα Εκκλησία, προκειμένου αφ' ενός να ομοιάσει περισσότερο προς τον ιδρυτή της Εκκλησίας Χριστό, τον μη έχοντα πού την κεφαλήν κλίνει, αφ' ετέρου να συναισθανθεί το δράμα του λαού, που για μία ακόμη φορά φαίνεται να είναι πρόβατα χωρίς ποιμένα, αν όχι πρόβατα εν μέσω λύκων.

            Στο τέλος της Μεγάλης Σαρακοστής αρχίζει η πορεία του Χριστού προς το πάθος. Δεν ξέρουμε πότε θα αρχίσει η πορεία αυτή και για την ελληνική οικονομία και, επακόλουθα, για τον λαό μας. Πάντως ή θα επανανακαλύψουμε το νόημα του πάθους στην Ανάσταση που ακολουθεί ή θα τρεφόμαστε με τα ξυλοκέρατα του συμβολισμού και των κούφιων ελπίδων που μας προσφέρουν οι δημαγωγοί και οι εκμεταλλευτές βυθιζόμενοι στον ανθρωπίνως ανερμήνευτο πόνο της τραγωδίας του προσώπου και στο υπαρξιακό κενό.

                                                           

"ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ", 15-02-2010    

ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΜΟΣ: ΕΛΛ. ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΣ

Ο ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ KΑΙ Ο …..ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΣ

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ. Μυγδάλη:

 

Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ –

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ –

ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 2004 (σ.218-222)

 

Μοναδική υπήρξε στα Ελληνικά Εκκλησιαστικά πράγματα περίπτωση του μητροπολίτη Φλώρινας Αυγουστίνου Καντιώτη, όπου Ιεράρχης δρα παράλληλα και «οργανωσιακά». Ως αρχιμανδρίτης ανεξαρτητοποιήθηκε από τη «Ζωή» και ίδρυσε δικές του θρησκευτικές οργανώσεις, οι οποίες ως κύριο χαρακτηριστικό είχαν το έντονο ενδιαφέρον για την κοινωνική ηθική.

Εκλέχτηκε την περίοδο της δικτατορίας από την «αριστίνδην» Ιερά σύνοδο, αλλά στην συνέχεια, αντιπολιτεύτηκε τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο[i], παρά την βοήθεια που φαίνεται να του παρείχε,[ii] όταν ο Αυγουστίνος συγκρούστηκε για δικούς του λόγους με παράγοντες της δικτατορίας στην επαρχία του[iii].  Αυτός ο ιεράρχης στηλίτευσε έντονα, έως εισαγγελικού βαθμού, τα κακώς κείμενα της εκκλησιαστικής και πολιτικής ζωής της χώρας.[iv] Φάνηκε στην περίοδο της δικτατορίας περισσότερο να ενδιαφέρθηκε για θέματα «ηθικής» και πίστης τήρησης των ιερών κανόνων παρά για τη καταπίεση του ελληνικού λαού.[v] Οι οργανώσεις του Αυγουστίνου Καντιώτη και ο ίδιος εκδήλωσαν τις πλέον εμφανείς τάσεις φουνταμενταλισμού στα πλαίσια της Ελλαδικής Εκκλησίας, καθώς επέριψαν σε θεολόγους και κληρικούς, ειδικά τους συμμετέχοντες στην οικουμενική κίνηση, την κατηγορία του "ορθολογισμού" και του "μονδερνισμού", εμένοντας στο γράμμα των ιερών κανόνων και εμφανίζοντας την οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία της ορθόδοξης παράδοσης ως αίρεση, την δε παρέμβασή τους, ως αγώνα του "φωτός" εναντίον του "σκότους".[vi]

Ένα περιστατικό φανερώνει την αντίληψη περί Ορθοδοξίας του Αυγουστίνου Καντιώτη: Ο τότε μητροπολίτης Χαλκηδόνος (του οικουμενικού πατριαρχείου) Μελίτων, ομιλώντας την Κυριακή της Τυροφάγου, 8/4/1970, στον μητροπολιτικό ναό των Αθηνών, χρησιμοποίησε το επίκαιρο έθιμο του καρνάβαλου για να επισημάνει την υπαρξιακή αγωνία του κάθε ανθρώπου για μεταμόρφωση. Επίσης θέλησε  να καταδείξει ότι οι μάσκες που φορούν οι καρναβαλιστές, υποκρινόμενοι κάτι άλλο παρά τον πραγματικό εαυτό τους, είναι πιο ακίνδυνες από τα προσωπεία που μπορεί να φορέσει κάποιος, ακόμα και χριστιανός, για να κρύψει από τον Θεό και τον εαυτό του τη πραγματικότητα. Όμως μεταμόρφωση δεν είναι δυνατό να υπάρξει με αφετηρία μια πλαστή πραγματικότητα.[vii]

            Ο Αυγουστίνος όμως είχε κηρύξει πόλεμο στην επαρχία του κατά του Καρναβαλιού[viii] και η διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος από έναν κορυφαίο ιεράρχη της Ορθοδοξίας τον εξόργισε. Πολύ περισσότερο φαίνεται ότι τον εξόργισαν τα όσα ειπώθηκαν από τον Μελίτωνα για την ανάγκη να ζεί η Εκκλησία στην εποχή της, να κατανοεί τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου και να μη σκανδαλίζεται με την "παγκόσμιον επανάσταση της νεολαίας". Ο Αυγουστίνος αυτήν ακριβώς την επανάσταση θεωρούσε ως σημείο ηθικής σήψης και ως φάρμακο συνιστούσε την απαρασάλευτη εμμονή στους τύπους της παράδοσης[ix] και όχι την ερμηνεία της Θείας Αποκάλυψης με βάση τις αγωνίες, τα αιτήματα και τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου, που συνιστούσε ο Μελίτων.[x] Γι' αυτό ο Αυγουστίνος μύνησε[xi] τον Μελίτωνα στην Ιερά Σύνοδο.[xii] Είναι βέβαιο ότι ο Αυγουστίνος έβρισκε συμπαράσταση στο σώμα των αρχιερέων της Ελλαδικής Εκκλησίας της εποχής εκείνης και σε ορισμένους καθηγητές των Θεολογικών σχολών[xiii]. Διότι και αρκετοί άλλοι μητροπολίτες συμμεριζόταν τις ιδέες του για εξάλειψη των καρναβαλικών εκδηλώσεων, ή παρεμπόδιση των νέων λαϊκών εθίμων που συνδέονταν με τη διασκέδαση. Όπως για παράδειγμα ο τότε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Λεωνίδας, ο οποίος τελούσε νυκτερινές ακολουθίες την παραμονή της πρωτοχρονιάς για να μη συμμετέχουν οι χριστιανοί στο γλέντι της προσμονής του νέου χρόνου και πολλοί άλλοι, οι οποίοι μέχρι και σήμερα εξακολουθούν την ίδια τακτική. Οπωσδήποτε μια δικαιολογία είναι τα ειδωλολατρικά εθιμικά επιβιώματα και οι ανησυχίες "περί εκλύσεως των ηθών". Για αυτό ίσως πολεμήθηκε η ομιλία του Μελίτωνος Χαλκηδόνος την Κυριακή της Τυρινής, διότι κάνοντας χρήση του χιούμορ αφαιρούσε το προσωπείο και του χριστιανικού φονταμενταλισμού, ο οποίος παρουσιάζει ως "φοβερά και τρομερά" δευτερεύουσας σημασίας πράγματα, ενώ χάνει την ουσία της χριστιανικής πίστης, που συνίσταται στην υπαρξιακή οικείωση από τον άνθρωπο των σωτηριωδών ενεργειών του Θεανθρώπου: Ενανθρώπιση, Μεταμόρφωση, Ανάσταση.

Η φαινομενολογία του φονταμενταλισμού, όπως στοιχειοθετείται την εποχή που πρωτοεμφανίζεται ο όρος στις Η.Π.Α. , συνίσταται από "μια αυστηρότητα στη θρησκευτική έκφραση, βιβλικές αποκαλυπτικές τάσεις[xiv] και έναν ηθικισμό σε όλες τις μορφές του καθημερινού βίου". Όλα αυτά εμφανίζονται σύμφυτα με το αίτημα για επιστροφή στις θρησκευτικές ρίζες  (Fontamentum = Θεμέλιο, από εδή και Fontamentalism  = Θεμελιοκρατία)[xv].  Όπως φαίνεται από την γενικότερη παρουσία του Αυγουστίνου Καντιώτη, αλλά και ειδικότερα στην αντίδρασή του στο λόγο του Μελίτωνος Χαλκηδόνος, είναι δυνατό να ανιχνευθεί αυτή η φαινομενολογία του φονταμενταλισμού. Ο φονταμενταλισμός που αναπτύσσεται στα πλαίσια της Ελλαδικής Ορθοδοξίας στέκεται πολλές φορές ως ανασχετικός παράγοντας στις εκδηλώσεις οικουμενικότας: Ο «έλεγχος» της πιστότητας των οποιοδήποτε προσώπων που επιχειρούν τέτοια «ανοίγματα», με τον τρόπο που έγινε και επί ενός τόσο σημαντικού και ισχυρού στην εποχή του ορθόδοξου ιεράρχη, από ένα πρόσωπο όχι περιθωριακό, αλλά μετέχοντος στη διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, δημιουργεί στον οποιοδήποτε θεολόγο ή κληρικό αναστολές και αίσθηση αδυναμίας ανανέωσης του εκκλησιαστικού χώρου.

Το πόσο επικίνδυνες είναι αυτές οι τάσεις, όταν δεν αντιμετωπίζονται από τη θεολογία με τον τρόπο του Χαλκηδόνος Μελίτωνος, απλά και καθαρά μας το εξηγεί το παρακάτω απόσπασμα από κείμενο του μητροπολίτη Ελβετίας Δαμασκηνού:

 «Στον χώρο της θρησκείας ειδικότερα η συνεπής λειτουργία ενός ενδιάθετου φονταμενταλισμού θα μπορούσε να θεωρηθεί παρεμφερής ή ισοδύναμη προς την ίδια τη λειτουργία της ιδιαίτερης παραδόσεως των θρησκειών στην πνευματική ζωή των πιστών τους. Η αναγκαία όμως πνευματική αυτή σχέση μετασχηματίζεται σε πολλές περιπτώσεις και για διάφορους λόγους σε μια απομονωτική εσωστρέφεια ή και σε μία επιθετική εξωστρέφεια. Άλλωστε, υπάρχει μια αναντίρρητη σχέση μεταξύ της τυφλής παραδοσιαρχίας και του νοσηρού φονταμενταλισμού. Κοινός παρανομαστής και των δύο αυτών φαινομένων είναι το συναίσθημα ότι απειλείται από ξένους παράγοντες η αυθεντική ακεραιότητα η ορθοδοξία της θρησκευτικής πίστεως ή του ιδεολογικού συστήματος ή ακόμη και της εθνικής συνειδήσεως. Πράγματι, το συναίσθημα αυτό ενεργοποιεί στη συνείδηση των ατόμων ή και ομάδων μία περίεργη απομονωτική εσωστρέφεια, η οποία φέρει έντονα τα στοιχεία της στείρας παραδοσιαρχίας και θα μπορούσε εύκολα να εξελιχθεί σε ένα ανεξέλεκτο θρησκευτικό φανατισμό και σε μια επιθετική βίαιη μισαλλοδοξία.»[xvi]

 



[i] Αγγελόπουλος Αθ.Αν. , Εκκλησιαστική Ιστορία. Ιστορία των δομών και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος- 20ος Αιώνας, σ.92-93

[ii]  Οι σχέσεις του Αυγουστίνου με τον Ιερώνυμο ήταν παλιές και πολυκύμαντες.Αλλά το 1968 ο Ιερώνυμος αντιτίθεται στην απόφαση του Υπουργού Παιδείας να εξετάσει τριμελής επιτροπή καθηγητών ιατρών τον Αυγουστίνο για να αποφανθεί αν είναι υγιείς ώστε να συνεχίσει να ασκεί τα κασθήκοντά του.Για τις σχέσεις των δύο ανδρών Βλ.Μητρ. Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημου ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΚΟΤΣΩΝΗΣ ο Αρχιεπίσκοπος των Αποστολικών οραματισμών Εκδόσεις Σπορά Αθήνα 1990 σελ.299-306.

[iii] Ιερωνύμου ( Κοτσώνη), αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών, Το δράμα ενός αρχιεπισκόπου, β' έκδοσις επηυξημένη, Αθήνα 1975, σ.29 κ.εξ.

[iv] Βλ. Δ. Κιτσίκης Η Τρίτη ιδεολογία και η Ορθοδοξία Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστιας 1998 σ.290-291 όπου ο εν λόγω Μητροπολίτης φαίρεται να δηλώνει «…ως προς την οικονομικήν διαρρύθμισην της κοινωνίας,την κατανομήν της γής και των αγαθών,είμαι αριστερώτερος παντός αριστερού…»

[v] Γιώργου Μουστάκη, Η Γέννηση του Χριστιανοφασισμού στην Ελλάδα, σ.62

[vi] Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, Απολογισμός μιας τετραετίας (25 Ιουνίου 1967- 25 Ιουνίου 1971), έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «ο Σταυρός», Αθήναι 1971, σ.31,135-139, 188-193

[vii] Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος, Λόγοι και Ομιλίαι, (Επιμ. Ανδρέας Νανάκης) αγιορειτικά τετράδια 7, Εκδόσεις «Πανσέληνος» , Άγιο Όρος 1991, σ. 82-91

Αξίζει να παρατεθούν εδώ ορισμένα αποσπάσματα από τον επνευσμένο εκείνο λόγο:

«Αδελφοί μου, Είναι απλή η αλήθεια, καθαρή, ωραία, χαριτωμένη και στην τελευταία της ανάλυση η αλήθεια είναι η αγάπη….

Είναι απλή η αλήθεια. Σαφής ο λόγος του θεού. Τόσον σαφής και κατηγορηματικός, ώστε ούτε καν ανάγκη από ερμηνείαν έχει. Προσέξατε τι είπε: απλά και αληθινά πράγματα:

‘Εάν δεν συγχωρήσεται τους ανθρώπους, δεν θα σας συγχωρήσει ο Θεός. Το φανταστήκατε ποτέ αυτό, ότι η θεία συγχώρησις εξαρτάται από τη συγχώρηση του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπόν του; Και όλα τα άλλα τα δήθεν αγαθά μας έργα, όλος ο μοντανισμός μας, όλη η μέριμνά μας δια την σωτηρίαν των άλλων, όλη η κρίσις μας περί του Κόσμου από του ύψους της αρετής μας, όλα αυτά δεν έχουν καμία αξία και δεν μπορούν να φέρουν τη θεία συγχώρηση, εάν δεν συμπληρωθούν με την συγνωμικότητά μας προς τον συνάνθρωπό μας. ….

Και τώρα έρχομαι στο δεύτερο σημείον τη περικοπής: Αυτό της υποκρισίας. Τίποτε δεν καυτηρίασε ο Κύριος τόσο πολύ, όσο την υποκρισία. Και ορθώς, εις αυτήν  είδεν, ότι υπάρχει πάντοτε ο μεγαλύτερος παραπλανητικός κίνδυνος, δηλαδή το εωσφορικόν αγγελοφανές φως….

 Και είναι επικίνδυνη η υποκρισία, γιατί ανταποκρίνεται προς βαθύτατον ψυχολογικόν αίτημα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος θέλει να φανεί αυτός που δεν είναι. Ακόμη και ενώπιον του εαυτού του και ενώπιον του Θεού. Και έτσι ξεφεύγει από την αλήθεια και την απλότητα και φυσικά την μετάνοιαν και την σωτηρίαν.

Σε λίγες ώρες έξω από αυτόν τον ναόν, έξω από την γαλήνην του, θα παρελάσει ο Καρνάβαλος. Μην τον περιφρονήσετε, μην τον χλευάσετε και μην με κατακρίνεται που τον αναφέρω αυτή την στιγμή. ….

Είναι τραγική μορφή ο Καρνάβαλος. Ζητεί να λυτρωθεί από την υποκρισίαν υποκρινόμενος. Ζητεί να καταλύσει όλες τις προσωπίδες, που φορεί με μια νέα την πιο απίθανη. ….

Να μην τον καταδικάσουμε, λοιπόν τον Καρνάβαλο, αλλά να σταθούμε και κάτω από την προσωπίδα του να ακούσωμε την αγωνία του, την έκκλησή του και το δάκρυ του. Επαναλαμβάνω: της ορθοδοξίας το βαθύτερο κύρηγμα ζητεί ο Καρνάβαλος περιφερόμενος εις τους δρόμους της πολιτείας:τη μεταμόρφωση. Και είναι ο ειλικρινέστερος και εντιμότερος των υποκριτών. ….

Διότι είναι η πέραν της αυτάρκους υποκρισίας αλήθεια, η απλή- η ευκολοτέρα αντιμετώπισις των προβλημάτων είναι να τα χλευάσει και να τα κατακρίνει κανείς και να τα αντιπαρέλθει, όπως ο ιερεύς και ο λευίτης της Σαμαρειτικής παραβολής. Αλλά η πληγή είναι εδώ και κράζει.

Ποιος μπορεί υπευθύνως να μας πει, ότι είναι έξω κάθε ιστορικής, εξελικτικής πραγματικότητος όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα και φαινόμενα της νέας γενεάς της ανθρωπότητος, η έξαλη μουσική, οι έξαλλοι χοροί, η έξαλη επένδυσις, όλη η παγκόσμιος επανάστασις της νεολαίας; αν όλοι οι μικρόνοοες, όλοι οι εθελοτυφλούντες, όλοι οι παρελθοντολόγοι και εγκαυχώμενοι δια την αρετήν της εποχής των συνομοτήσουν, δια να κατακρίνουν όλα αυτά τα πράγματα, η Εκκλησία έχει χρέος να σταθεί με Θεανδρικήν κατανόησιν, εναθρωπιζομένη όπως ο Κύριος της εν μέσω ενός κόσμου, που έρχεται μακρόθεν και να ακούσει αυτήν την αγωνιώδη κραυγήν, που αναπηδά από όλα αυτά τα θεωρούμενα από μας έξαλλα πράγματα. Κάτι έχει να μας πει με όλα αυτά τα φαινόμενα αυτός οι κόσμος, που έρχεται νέος εις το προσκήνιον της ιστορίας. ….»

[viii] Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, Απολογισμός μιας τετραετίας (25 Ιουνίου 1967- 25 Ιουνίου 1971), έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «ο Σταυρός», Αθήναι 1971, σ.67-69.

[ix] Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, Απολογισμός μιας τετραετίας (25 Ιουνίου 1967- 25 Ιουνίου 1971), έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «ο Σταυρός», Αθήναι 1971, σ. 122, 182 κ.εξ.

Αξίζει να δούμε μερικές από τις κατηγορίες του Αυγουστίνου για την παραπάνω ομιλία του Μελίτωνος: «Κατηγορεί την υποκρισίαν, αλλά αυτός ο ταλαίπωρος εγένετο ο μεγαλύτερος και απαισιότερος υποκριτής, διότι υπό την προσωπίδα ορθοδόξου ιεράρχου έκρυπτεν αρχιερέα Βάκχου, καλούντα τον χριστιανικόν λαόν εις εκδήλωσιν λατρείας προς τα ξόανα.κήρυγμα σουρεαλιστικής τέχνης, περιφρονητικόν και καταλυτικόν του ενδόξου παρελθόντος της Εκκλησίας μας, δεν ηδύνατο παρά τον καρνάβαλο να προβάλει ως έμβλημα. .. ( όπ .π. σ. 122)

Ενώ οι σύγχρονοι ποιμένες και δάσκαλοι της Εκκλησίας, μνήμονες των αγώνων των αειμνήστων εκείνων Πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας, με όσας δυνάμεις διαθέτουν συνεχίζουν την μάχην κατά των ηθικών παρεκτροπών της κοινωνίας, αίφνης από το πρώτον βήμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, ηκούσθη φωνή Ιεράρχου, η οποία εκάλει τους πιστούς να ιδούν τα καρναβαλικάς τελετάς, όχι όπως τας είδον οι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, αλλ' όπως τας βλέπουν οι κοσμικοί άνθρωποι, με τας χρωματιστάς διόπτρας του Διαβόλου, δια μέσου των οποίων και οι πλέον ακάθαρτοι και ελεειναί ηθικώς εκδηλώσεις και πράξεις φαίνονατι πλήρεις θεγλήτρου και γοητείας!

Ω κόσμε, αφαίρεσον από τους οφθαλμούς σου τα διόπτρας του Διαβόλου, τας δήθεν επιστημονικάς, τα δήθεν ψυχολογικάς θεωρίας, και τότε θα ιδείς τα πράγματα καθαρώς. … (ό .π. , σ. 182-183)

Μόλις ηκούσθησαν αι πρώται λέξεις υπέρ του Καρναβαλικού αίσχους ή των αιρέσεων, όλος ο εκκλησιαζόμενος λαός έπρεπε με όλην την δύναμιν των πνευμόνων του να άρη φωνήν διαμαρτυρίας και να είπη. Ανάξιος! Αίσχος! Κάτω! … (ό .π. , σ. 184)

Εις ενδόξους ημέρας της Εκκλησίας, κατά τας οποίας ο ευσεβής λαός συνηγωνίζετο μετά των ποιμένων του, έδιδε την μαρτυρίαν της πίστεως του ζωηρώς Με ισχυράς φωνάς -και όχι μόνον με φωνάς- εξεδίωκεν εκ του Ναού τους επιβουλευομένους την πίστην του, τους προβατόσχημους λύκους, τους υπό το ένδυμα του Ορθοδόξου κληρικού λαλούντας σκολιά και διεστραμμένα. … (ό .π. , σ. 185)

[x] Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος, Λόγοι και Ομιλίαι, (Επιμ. Ανδρέας Νανάκης) αγιορειτικά τετράδια 7, Εκδόσεις «Πανσέληνος» , Άγιο Όρος 1991, σ. 88-90.

[xi] Η μέθοδος της υποβολής μηνύσεων στην Σύνοδο φαίνεται προσφιλής στον Αυγουστίνο .Το 1958 μέλη του θρησκευτικού του σωματείου ¨Ο Μέγας Αθανάσιος¨ υπέβαλαν αντίστοιχη μήνυση στην Ιερά Σύνοδο εναντίον του αρχιμανδρίτη τότε Ιερώνυμου Κοτσώνη και τον κατηγόρησαν «…ότι δεν σέβεται το πρόσωπο της Παναγίας, επειδή δεν εμπόδισε την έκδοση της μετάφρασης του βιβλίου του Foulton Oursel " Το πιο μεγάλο γεγονός¨….» Βλ.Μητρ. Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημου ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΚΟΤΣΩΝΗΣ ο Αρχιεπίσκοπος των Αποστολικών οραματισμών Εκδόσεις Σπορά Αθήνα 1990 σελ.11 

[xii] Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, Απολογισμός μιας τετραετίας (25 Ιουνίου 1967- 25 Ιουνίου 1971), έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «ο Σταυρός», Αθήναι 1971, σ.122 

[xiii] Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, Απολογισμός μιας τετραετίας (25 Ιουνίου 1967- 25 Ιουνίου 1971), έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «ο Σταυρός», Αθήναι 1971, σ.124

[xiv] Ο Αυγουστίνος Καντιώτης έχει ερμηνεύσει τα γνωστά χωρία της Αποκάλυψης του Ιωάννη, τα οποία αναφέρονται στους 4 Ιππείς προσπαθώντας να επισημάνει συγκεκριμένα πρόσωπα και πράγματα της εποχής μας.

[xv] Αγαθαγγέλου Χαραμαντίδη ( αρχιμ), «φονταμενταλισμός και τρόποι υπερβάσεως του», Εκκλησία 1995, σ. 765

[xvi] Δαμασκηνός Παπανδρέου (μητροπολίτης Ελβετίας), «ανεξιθρησκεία και Φονταμενταλισμός», Λόγος Διαλόγου (η Ορθοδοξία ενώπιον της τρίτης χιλιετίας), Εκδόσεις Καστανιώτη Αθήνα 1997.σ. 294-5