Αρχείο κατηγορίας Από την καθ’ ημάς Ανατολή

Από την καθ’ ημάς Ανατολή

29 Μαίου 1453: Ημέρα μνήμης

29 Μαίου 1453: Ημέρα μνήμης των Ελλήνων και των Ευρωπαίων*

 

Του Θεόδωρου Μπατρακούλη**


29 Μαίου αποφράδα ημέρα. Επέτειος της Β΄ Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Η ονειρεμένη και αλησμόνητη Πόλη έπεσε το 1453. Ποτέ όμως δεν έσβησε από τις καρδιές των Ελλήνων, για τους οποίους  η μέρα αυτή είναι μέρα μνήμης. Οι Ελληνες, αλλά και οι άλλοι Ευρωπαίοι, οφείλουν να θυμούνται και να αντλούν διδάγματα από την ιστορία της Βασιλίδος των πόλεων, και την πολύπτυχη ιστορία της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας, τόσο των περιόδων της ακμής της όσο και των φάσεων της παρακμής της.

Σύμφωνα με τον σπουδαίο Γάλλο βυζαντινολόγο Πωλ Λεμέρλ, η τιμή για την επιβίωση του αρχαίου προτύπου ανήκει, κατά πολύ μεγάλο μέρος, «στη χιλιετία… στη διάρκεια της οποίας ένα κράτος ελληνικό, που μιλούσε ελληνικά και η πρωτεύουσά του ήταν στην Κωνσταντινούπολη διατήρησε την έννοια του δικαίου, την έννοια του νόμου, την έννοια της πόλεως και ενός ορισμένου τρόπου ζωής εν κοινωνία, καθώς και την έννοια της ηθικής, υπό κοινωνική αλλά και ατομική έννοια, και τέλος την έννοια της μόρφωσης, με μια λέξη: τον πολιτισμό»[i].

Μετά την κατάρρευση του δυτικού τμήματος της Ρωμαïκής Αυτοκρατορίας, η διατήρηση του ανατολικού τμήματός της (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) είχε πολύ σπουδαίες ιστορικές συνέπειες. Στο απόγειο της ακμής της, η Ανατολική Ρωμαïκή αυτοκρατορία εκτεινόταν από την Ιλλυρία και την Τριπολίτιδα, στα Δυτικά, μέχρι τις παρυφές του Καυκάσου και του Ευφράτη, στα Ανατολικά. Ηδη από την εποχή του Ιουστινιανού (528-565 μ.Χ.), η ‘‘κοινή'' ελληνική αποτελούσε τη γλώσσα όχι μόνο της ιθύνουσας ‘‘ελίτ'' αλλά και της πλειοψηφίας των κατοίκων της και επικράτησε κατά αδιαφιλονίκητο τρόπο στο σύνολο της Επικράτειας από την εποχή του Ηρακλείου (610-641). Η πολιτισμική επιρροή της Μεσαιωνικής Ελληνορωμαïκής Αυτοκρατορίας – πρώτη ευρωπαïκή αυτοκρατορία κατά το λόγο του Πολ Βαλερί  – εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη.

Η Βυζαντινή (Ελληνορωμαïκή) αυτοκρατορία απορρόφησε τους Σλάβους, των οποίων η εγκατάσταση μετά τις επιδρομές τους[ii] του 7ου αιώνα αποτέλεσε μια σημαντική δημογραφική ενίσχυση των πληθυσμών της Χερσονήσου του Αίμου. Ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (β. 886-912) αναφέρει χαρακτηριστικά στα ‘‘Βασιλικά'' ότι ο πατέρας του, ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών (β. 867-886) είχε εξελληνίσει τους ανυπότακτους Σλάβους των βαλκανικών Σκλαβηνιών σε τέτοιο βαθμό «ώστε να θεωρούν πλέον τους εχθρούς των Ρωμαίων δικούς τους εχθρούς»[iii]. Ωστόσο, το Βυζάντιο αναγκάστηκε και στους μεταγενέστερους  χρόνους να διεξαγαγάγει πολέμους εναντίον ορθόδοξων και σλαβικών λαών. Ο τσάρος των Βουλγάρων Συμεών απέκτησε μεγάλη ισχύ, πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη (913), κατέλαβε την Αδριανούπολη και προέλασε μέχρι την Κόρινθο (918)[iv]. Για να εξουδετερώσουν αυτόν τον ιδιαίτερα επικίνδυνο αντίπαλο, οι Βυζαντινοί χρειάστηκε να προκαλέσουν την σύγκρουσή του με τους Κροάτες και τους Σέρβους, υπάγοντας οριστικά τους δύο αυτούς λαούς στην αυτοκρατορική τροχιά. Ο Ιωάννης Τσιμισκής, μετά τη νίκη του επί του Ρώσου πρίγκιπα του Κιέβου Σβιατοσλάβου Α΄, επωφελούμενος από την εσωτερική αναταραχή στη Βουλγαρία, προσάρτησε τη χώρα το 972. Η τελευταία πράξη αυτής της περιόδου στην αναμέτρηση Βυζαντινών και Βουλγάρων παίχθηκε κατά την βασιλεία του Βασιλείου Β΄[v]. Οπωσδήποτε, οι Σλάβοι της Ν/Α Ευρώπης θεωρήθηκαν και έγιναν σε σημαντική έκταση μαχητές της ‘‘Ορθοδοξίας''[vi].

Εξάλλου, θεωρείται ότι η μεσαιωνική Ελληνορωμαïκή αυτοκρατορία μπόρεσε να ενσωματώσει στην Ευρώπη τους λαούς τους οποίους εκχριστιάνισε, ειδικά τους Σλάβουςii]. Σύμφωνα με μιά ορισμένη ιστορική προσέγγιση, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ιδιαίτερα τα Βαλκάνια αποτέλεσαν μέρη αυτού του γεωπολιτισμικού πλέγματος που ονομάστηκε ‘‘Βυζαντινή Κοινοπολιτεία'' (Commonwealth Byzantin). Επρόκειτο για μια χωρική ζώνη που, παρά την ποικιλότητά της, χαρακτηριζόταν από σημαντικό αριθμό κοινών πολιτισμικών και πνευματικών γνωρισμάτωνii]. Και στις μέρες μας, στα Βαλκάνια, η πραγματικότητα που αποδίδεται από τον όρο ‘‘Βυζάντιο'' (δηλαδή την Ανατολική Ελληνική-ρωμαïκή αυτοκρατορία) και τα σχετικά επίθετα έχει εμφανιστεί σαν να αποτελεί ένα είδος ‘‘μυστικού τοπίου''. Στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας, της Αλβανίας, της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πΓΔΜ) βλέπει κανείς δεκάδες ορθόδοξους ναούς και μνημεία της βυζαντινής περιόδου.

Πότε εμφανίστηκε ως γεωπολιτική-γεωπολιτισμική έννοια η ‘‘Νοτιο-ανατολική Ευρώπη'', ο χώρος που ονομάζεται συχνά και ‘‘Βαλκάνια'' (Βαλκανική); Αφετηρία γιά ορισμένους ιστορικούς ήταν ο 5ος αιώνας μ.Χ., και σύμφωνα με άλλους το Σχίσμα των χριστιανικών Εκκλησιών του 1054. Στους μεταξύ των δύο αυτών ορίων χρόνους, η πολιτική και οικονομική ενότητα της υπό εξέταση ευρείας περιοχής είχε εξασφαλισθεί από την αυτοκρατορική εξουσία, καθώς και από αυτό που επικράτησε να ονομάζεται ‘‘Βυζαντινός πολιτισμός''[ix]. Ενας τομέας που είναι δυνατό να θεωρηθεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της οικονομικής/πολιτιστικής κοινότητας των λαών της Βαλκανικής, υπήρξε το δίκαιο των ιδιωτικών σχέσεων των Ορθοδόξων Χριστιανών υπηκόων των Οθωμανών σουλτάνων. Μετά το 1453, το βυζαντινό (ελληνορωμαïκό) ιδιωτικό δίκαιο παρέμεινε σε ισχύ – κατ'αρχάς χάρη στα δικαστικά προνόμια του κλήρου. Σε μεταγενέστερο χρόνο, οι οθωμανικές αρχές αναγνώρισαν δικαστική αρμοδιότητα και στις κοσμικές αρχές των ελληνικών κοινοτήτων καθώς και σε επαγγελματικές συντεχνίες[x].

Από το 1000 μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα έλαβε χώρα μια ουσιώδης αλλαγή του τύπου εμπορίας και συνακόλουθα της αστικής ζωής στη Δυτική Ευρώπη. Σημειώθηκε διάνοιξη εμπορικών δρόμων από την Ανατολή προς την Ιταλία και από την τελευταία προς τις δυτικότερες περιοχές της Ευρώπης. Οι ‘‘Σταυροφορίες'', οι οποίες βασίστηκαν στη ναυτική δύναμη των ιταλικών πόλεων-κρατών, εγκαινίασαν μια νέα φάση στο (δυτικο)ευρωπαïκό εμπόριο. Οι Ιταλοί έγιναν οι κυρίαρχοι θαλασσοπόροι της Ανατολικής Μεσογείου, εκτοπίζοντας τους Ελληνορωμαίους και τους Αραβες.

Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ Λατίνων (Δυτικών) Ρωμαιοκαθολικών και Ελληνορωμαίων (Ανατολικών) Ορθοδόξων πήραν μεγαλύτερη ένταση και έκταση με το μεγάλο σχίσμα του 1054. Ο χριστιανικός κόσμος διαιρέθηκε σε δύο παρατάξεις, με επικεφαλής της κάθε μιας τον Πάπα της Ρώμης και τον Οικουμενικό Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Την εν λόγω εποχή, η Ανατολική Ρωμαïκή αυτοκρατορία είχε ήδη πλήρως εξελληνισθεί. Η ελληνική ήταν η επίσημη γλώσσα από τον 7ο αιώνα. Η διαμάχη μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ελληνορθοδόξων ήταν και πολιτική και πολιτισμική. Ηταν μια άλλη εκδοχή της παλαιάς διαμάχης μεταξύ Ρώμης και Αθήνας, μεταξύ της Λατινικής Δύσης και της Ελληνικής Ανατολής. Η αμοιβαία αντιπάθεια και εχθρότητα θα κορυφωθεί το 1204, όταν η Δ΄ Σταυροφορία, που υποκινούνταν για εμπορικούς-γεωοικονομικούς λόγους από τους Ενετούς, εκτρέπεται του προορισμού της και, οι Σταυροφόροι, αντί των Ιεροσολύμων, καταλαμβάνουν και λεηλατούν την Κωνσταντινούπολη. Το μίσος των Λατίνων τους ώθησε τότε σε πράξεις ασύλληπτης βαρβαρότητας εναντίον των Ελληνορθοδόξων[xi].

Μετά την πρώτη Αλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακερματίστηκε σε ανεξάρτητα λατινικά και ελληνικά κράτη. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας στερέωσε τη ναυτική πρωτοκαθεδρία και την εμπορική ηγεμονία, που είχε εγκαθιδρύσει στην Αδριατική θάλασσα, στα εδάφη της Ανατολικής Ρωμαïκής αυτοκρατορίας και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι πόλεις της Βορείου Ιταλίας (προπάντων η Βενετία και, σε μικρότερη έκταση, η  ανταγωνίστριά της Γένουα) και της Γερμανίας κέρδισαν περισσότερα και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την επεκτατική πολιτική της Δύσης στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο[xii]. Το ισχυρότερο από τα Βυζαντινά κράτη, η αυτοκρατορία της Νικαίας, και μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261), δεν έπαυσε να είναι ένα εδαφικά συρρικνωμένο κράτος, πολιτικά αδύναμο και οικονομικά εξαρτημένο. Είχε καταντήσει σκιά της παλιάς κραταιάς αυτοκρατορίας. Και μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τις δυνάμεις του κράτους της Νίκαιας, τα περισσότερα εδάφη της αυτοκρατορίας ανήκαν πλέον στα ανεξάρτητα βασίλεια των Βουλγάρων και των Σέρβων, στους Ενετούς, στους Γενουάτες και στους Οθωμανούς Τούρκους. Οι τελευταίοι, οι νέοι κατακτητές προερχόμενοι από τον κόσμο των στεπών – που πάτησαν για πρώτη φορά στην Ευρώπη το 1308 -, έμελλαν να δημιουργήσουν μια μεγάλη και μακρόβια αυτοκρατορία, η οποία στην Ευρώπη θα περιλάμβανε όλη τη Βαλκανική.

Ο Γιάννης Κορδάτος έγραφε σε μονογραφία του: «Στις 29 του Μάη στα 1453, που η ξακουστή πρωτεύουσα του Βυζαντίου έπεσε στα χέρια των Τούρκων, από τη μια μεριά οι βυζαντινοί φεουδάρχες άλλαζαν κυρίαρχο και από την άλλη, τελείωνε η πάλη που άρχισε ανάμεσα σ' Ανατολή και Δύση – ανάμεσα σε Τούρκους και Φράγκους – για την επικράτηση και την κατοχή της Βαλκανικής που ήταν ο δ ρ ό μ ο ς που περνούσαν τα καραβάνια των πραγματευτάδων από την Ευρώπη στην Ασία. Η Πόλη που κατά τον ποιητή ήταν

                 ‘‘το σπαθί, η Πόλη το κοντάρι

                 η Πόλη ήτο το κλειδί της Ρωμανίας όλης

                 κ'εκλείδωνε κ'ασφάλιζεν όλη την Ρωμανίαν

                 κ'όλο το Αρχιπέλαγος εσφικτοκλείδωνέτο''

δεν ήταν μοναχά κέντρο οικονομικό μα είχε και στρατηγική θέση σπουδαία»[xiii]

Η ονειρεμένη και αλησμόνητη Πόλη – κέντρο ενός πολιτισμού οικουμενικής ακτινοβολίας, κυρίως για τον χριστιανικό κόσμο – έπεσε στις 29 Μαίου 1453 στα χέρια των Οθωμανών. Οι Ελληνες, αλλά και οι άλλοι Ευρωπαίοι, οφείλουν να θυμούνται και να αντλούν διδάγματα από την ιστορία της Βασιλίδος των πόλεων, και την πολύπτυχη ιστορία της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Περισσότερο σήμερα που ο Ελληνισμός πορεύεται γοργά προς τη μετανεωτερικότητα, χαρακτηριστικά της οποίας είναι η αποκοπή από τις ρίζες και η άκριτη αποδοχή τρόπου σκέψεως και ζωής που επιδιώκουν να επιβάλλουν τα ιδεολογικά κέντρα της παγκοσμιοποίησης.

 

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε συντετμημένο στο ηλεκτρονικό περιοδικό Αντίβαρο, Ιούνιος 2007. http://palio.antibaro.gr/national/mpatrakoulhs_29maiou.php

 

**  Ο Θεόδωρος Μπατρακούλης είναι Δρ Πανεπιστημίου Paris 8, Νομικός

 


[i] Paul Lemerle, ‘‘Η συνέχεια της ευρωπαïκής συνείδησης'', στο Ελένη Αρβελέρ / Maurice  Aymard, Οι Ευρωπαίοι, τόμος Α΄, Αθήνα: Σαββάλας, 2003, σ. 181.

[ii] V.L. Waldmüller, Die Ersten Begegnungen der Slawen mit dem Christentum und den christlichen Vlkern vom VI. bis VIII. Jahrhundert, Die Slawen zwichen Byzanz und Abendland, Amsterdam: 1976, σελ. 123 κ.επ., 163 κ.επ., 327 κ. εξ. Μ. Νystazopoulou-Pelekidou, Les Slaves dans l'Empire byzantin, The 17th International Byzantine Congress, Major Papers (Washington D.C., August 3-8, 1986), New York: 1986, σελ. 347 κ.εξ.,  351 κ.εξ. V. Popovic, Aux origines de la slavisation des Balkans: La constitution des premières sklavinies macédoniennes à la fin du VIème siècle, in Comptes rendus de séance de l'Académie des Inscriptions et Belles Lettres, Paris: 1980, pp. 230-257.

[iii] Βλ. και Φίλιππος Φιλίππου, ‘‘Ο βυζαντινός Οικουμενισμός και η ιδέα ανεξαρτησίας του Α΄ Βουλγαρικού κράτους πριν τον εκχριστιανισμό'', Βυζαντινός Δομός τεύχος 5-6 (1991-1992): σσ. 183-188.

[iv] Πρβλ. Serge Bernstein / Pierre Milza, Iστορία της Ευρώπης. 1. Από τη Ρωμαïκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαïκά Κράτη, (1997), όπ. παρ., σελ. 73.  

[v] Serge Bernstein / Pierre Milza. Iστορία της Ευρώπης. 1. Από τη Ρωμαïκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαïκά Κράτη, (1997), όπ. παρ., σελ. 74.  

[vi] Πρβλ. Alain Ducellier, Byzance et le monde orthodoxe, Paris: Armand Collin, 1986.

[vii] Ε. Αρβελέρ, Βυζάντιο: Η χριστιανική αυτοκρατορία, στο Ε. Αρβελέρ/Μ. Aymard, Οι Ευρωπαίοι. Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση, τ΄Α΄, Αθήνα: εκδ. Σαββάλας, 2003, σ. 160.

[viii] Ντιμίτρι Oμπολένσκι, H Bυζαντινή Κοινοπολιτεία, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1991, 2 τόμοι.

[ix] Πρβλ. Αndré Guillou, Βυζαντινός Πολιτισμός, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1997.

[x] Βλ. και Ν. Μοσχοβάκης, Το εν Ελλάδι δημόσιον δίκαιον επί Τουρκοκρατίας, Αθήναι: 1882. 

[xi] Βλ. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή – Η Βυζαντινή ιστορία της Λατινοκρατίας (1204-1261). Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Σπύρος Η. Σπυρόπουλος, Εκδοσεις Ζήτρος 2004. Βλ. και Μ. Λεφτσένκο, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα: Αναγνωστίδης, 1956, σ. 318. σελ

[xii] Bλ. Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. 3η Έκδοση (Μετ. Τούλα Δρακοπούλου). Αθήνα: Ψυχογιός. 1988. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, ‘‘Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών'', Βυζαντινά, τεύχος 2 (1970): σελ. 37-63. Δημήτρης Κοσμίδης (επιμ.), Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας. Αθήνα: Η Καθημερινή, 1997. Τηλέμαχος Λουγγής. Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, De Administrando Imperio (Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν), μία μέθοδος ανάλυσης. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1990. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου. Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική, 6ος-11ος αιώνας. 3η Έκδοση, Αθήνα: Ποιότητα, 2001. Λάμπρος Τσακτσίρας / Ζαχαρίας Ορφανουδάκης / Μάρθα Θεοχάρη. Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, χ.χ. Paul. Κennedy. The Rise and Fall of the Great Powers. 2nd Ed. London: Fontana, 1989.

[xiii] Γ. Κορδάτος, Εισαγωγή, στο βιβλίο του Τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1975, σ. 11-12

Αλήθειες για τη Γενοκτονία των Ποντίων

Αλήθειες για τη Γενοκτονία των Ποντίων

 

Του Γιάννη Χατζηαντωνίου*

 

 

Ο Νάσος Θεοδωρίδης δημοσίευσε, πριν από έναν χρόνο, άρθρο στην "Αυγή" της 20.5.2011 όπου επιτίθεται στη χαρακτηριζόμενη από αυτόν ως «εθνικιστική μερίδα» των Ποντίων για το ζήτημα της γενοκτονίας τους. Ο αρθρογράφος, όμως, έκανε ακριβώς αυτό που καταλογίζει στους άλλους: «Δεν διστάζει να χρησιμοποιεί μισές αλήθειες, να αποκρύπτει άλλες αλήθειες και να διαδίδει πολλά ψεύδη».

Το πρόβλημα δεν δημιουργήθηκε, όπως λέει ο Ν. Θ., λόγω της έλλειψης πίστης των «υπηκόων» του οθωμανικού κράτους Ποντίων και της δράσης τους στα μετόπισθεν του τουρκικού στρατού κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για τερατώδες ψέμα. Η πολιτική της εθνοκάθαρσης είχε εγκαινιαστεί από τους Νεότουρκους πολύ νωρίτερα με τις διώξεις, τους εκτοπισμούς, τα διαβόητα Τάγματα Εργασίας (235.000, σύμφωνα με την Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα – άλλοι 80.000 κατέφυγαν στη Ρωσία), μια πολιτική που δεν είχε σχέση με την οποιανδήποτε συμπεριφορά των χριστιανικών πληθυσμών.

Ακριβώς το ίδιο επιχείρημα (της συνεργασίας με τον Ρώσο – εχθρό) χρησιμοποίησαν εξάλλου οι Τούρκοι και για τους Αρμενίους. Είναι βέβαια ένα ζήτημα, αν υφίστατο υποχρέωση πίστης πολιτών χωρίς δικαιώματα που καταπιέζονταν εθνικά και θρησκευτικά (τα οποιαδήποτε δικαιώματά τους χαρακτηρίζονταν «προνόμια», δηλαδή ήταν εξαιρέσεις) σε ένα κράτος ασιατικού δεσποτισμού όπως ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν επρόκειτο, λοιπόν, για υπερβασίες μιας αναγκαίας λόγω των συνθηκών καταστολής.

Ο αρχηγός της εθνοκάθαρσης – γενοκτονίας των Ελλήνων Ποντίων, Τοπάλ Οσμάν, αποβιβάστηκε στην Τραπεζούντα και άρχισε την επιχείρηση το 1919, όταν είχε λήξει προ πολλού ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Οι διώξεις των Ελλήνων του Πόντου ήταν γενοκτονία διότι διώκονταν όχι γιατί έκαναν κάτι ατομικά, αλλά γι' αυτό που ήταν συλλογικά, με πρακτικές εξόντωσης.

Οι μαρτυρίες είναι διαφωτιστικές: Το τέλος του 1921 σφραγίστηκε από φοβερές ωμότητες στον μικρασιατικό Πόντο. Ο Βρετανός αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη, Sir Horace Rumbold, πληροφορεί τον υπουργό Εξωτερικών Curzon ότι: "Οι Τούρκοι φαίνεται ότι δρουν βάσει προμελετημένου σχεδίου για την εξόντωση των μειονοτήτων… Όλοι οι άνδρες ηλικίας άνω των 15 ετών της περιφερείας Τραπεζούντος και της ενδοχώρας εκτοπίστηκαν στα εργατικά τάγματα του Ερζερούμ, Καρς και Σαρήκαμις".

Βασισμένος σε μια σειρά επίσημων αναφορών ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ προβαίνει σε δημόσιες δηλώσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων (House of Commons. The Parliamentary Debates, Fifth Series, τομ. 157): "... (στον Πόντο) δεκάδες χιλιάδες (Ελλήνων) ανδρών, γυναικών και παιδιών απελαύνονταν και πέθαιναν. Ήταν καθαρή ηθελημένη εξολόθρευση. 'Εξολόθρευση' δεν είναι δικιά μου λέξη. Είναι η λέξη που χρησιμοποιεί η αμερικανική αποστολή".

Και οι σοβιετικοί απεσταλμένοι, οι οποίοι έχουν πλήρη γνώση των τουρκικών ωμοτήτων κατά των Ελλήνων, δεν μπορούν να κρύψουν τον αποτροπιασμό τους για τα φρικτά εγκλήματά τους. Ο Αράλοβ, σοβιετικός πρέσβης στη Άγκυρα, όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του που κυκλοφόρησαν το 1960 στη Μόσχα με τον τίτλο "Vospominaniya Sovietskovo Diplomata 1922-1923", ενημερώνεται στη Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Φρούνζε.

Ο Φρούνζε τού είπε ότι είχε δει πλήθος Έλληνες που είχαν σφαγιαστεί: "βάρβαρα σκοτωμένους Έλληνες – γέρους, παιδιά, γυναίκες". Προειδοποίησε επίσης τον Αράλοβ για το τι πρόκειται να συναντήσει: "…πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων τους οποίους είχαν απαγάγει από τα σπίτια τους και είχαν σκοτώσει πάνω στους δρόμους".

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που, όπως λέει ο Ν. Θ., «ουδείς ειδήμων ασχολήθηκε αντικειμενικά με την ιστορική ανάλυση της άλλης πλευράς της αλήθειας στο θέμα του ελληνισμού του Πόντου». Οι ειδήμονες στηρίζονται στα γεγονότα και όχι στις «αντιεθνικιστικές» ιδεοληψίες. Υπάρχουν γνωστοί αγωνιστές της αριστεράς, όπως ο Περικλής Ροδάκης, που έχουν ασχοληθεί εκτενώς με τα ζητήματα αυτά. Ο Ν. Θ., όμως, έχει αποφανθεί: τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα!

Αυτό που ονομάζει «αντικειμενικότητα» είναι μεταμοντέρνα σχετικοποίηση και αναθεώρηση και ακραία ιδεοληψία. Σκεφτείτε πώς θα μπορούσε η μεθοδολογία αυτή να εφαρμοστεί στα εγκλήματα των ναζί στην κατεχόμενη Ελλάδα…

Με τη λογική αυτή φταίει η Εθνική Αντίσταση για τη μαζική δολοφονία στα Καλάβρυτα! Πολύ σωστά, λοιπόν, στο μήνυμά του ο Αλέξης Τσίπρας μιλά για τη «Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου» που κατέγραψε η ιστορία και τους 353.000 νεκρούς της. Αυτό όμως που πρέπει να σκεφτούμε όλοι είναι: Μπορεί η ιδεοληπτική αντίληψη να στηρίξει τον αγώνα του λαού και της Αριστεράς σήμερα, να ενώσει τον λαό και να αποκρούσει τις μνημονιακές πολιτικές; Προσθέτουμε ή αφαιρούμε κύρος και δυνάμεις στην αναγκαία προσπάθεια να νικήσουμε και να συγκροτηθεί κυβέρνηση με πυρήνα την Αριστερά με τέτοιες απόψεις;

Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται νέο πολιτικό υποκείμενο. Ένα νέο, πατριωτικό, δημοκρατικό και ριζοσπαστικό κόμμα της Αριστεράς, ηγεσία των εθνικών και κοινωνικών αγώνων του λαού. Απόψεις όπως αυτή του Ν.Θ., σεβαστές ως ιδιαιτερότητα, είναι απόψεις που δεν μπορούν να είναι απόψεις ενός κόμματος που διεκδικεί να καθορίζει τη μοίρα του λαού και το μέλλον της χώρας.

 

* Ο Γιάννης Χατζηαντωνίου είναι μέλος της Σ.Ο. του Νέου Αγωνιστή

 

ΠΗΓΗ: Ημερομηνία δημοσίευσης: 22/05/2012, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=690088

Η κρίση είναι viral

Η κρίση είναι viral

 

Από «το Βλέμμα»


[…] Σαν Ελληνaς, Hellene, Greek, Ρωμιός, Γραικός, Γιουνάν, βλέποντας την υστερική κλιμάκωση του βίντεο με τον εθνικό ύμνο στο τέλος, ένιωσα, πώς το λένε, embarassed. Η στερεοτυπικότητα και εντέλει το kitsch, που σφραγίζουν το περιεχόμενο και τη φόρμα του viral, προκύπτουν αναπόφευκτα από την εννοιολογική προσέγγιση του θέματος. Οι Έλληνες, η Ελλάδα, η ελληνικότητα προσεγγίζονται ως προϊόν για rebranding. Αλλά μια χώρα, ένας λαός, ένα έθνος, οι αναπαραστάσεις τους και το συμβολικό πεδίο το οποίο συγκροτούν διαχρονικά, δεν είναι βεβαίως ένα προϊόν ή μια εταιρεία, δεν είναι μπίρα, κινητό ή αυτοκίνητο, δεν είναι καν τουριστικός προορισμός.

Είναι δυναμικές έννοιες και ιστορικά υποκείμενα, με περιεχόμενα και ζητήσεις διαρκώς ανασημασιοδοτούμενα, είναι διαρκή διακυβεύματα και πολύσημη ανοιχτότητα. Η εννοιολογική αστοχία οδηγεί αναπόφευκτα στα απλοϊκά δίπολα του βίντεο, όπου το καλό στερεότυπο αντιπαραβάλλεται στο κακό στερεότυπο.

– Η συμπαθητική, ερασιτεχνική και ανυστερόβουλη προσπάθεια της νέας καλλιτέχνιδος, προκαλεί εντούτοις το ενδιαφέρον μας: ακριβώς διότι μέσα από την εννοιολογική της σύγχυση δείχνει πράγματι την πολλαπλή πνευματική σύγχυση στην οποία βρίσκονται οι Έλληνες σήμερα. Η κρίση ράγισε την εικόνα εαυτού, μάλλον, τις εικόνες εαυτού που είχαμε στα χρόνια της πλησμονής και της αμεριμνησίας. Ας συγκρίνουμε μόνο την αυτοαντίληψη του Έλληνα το 2004 και το 2010-12 μέσα σε ελάχιστα χρόνια εξατμίστηκε η αυταρέσκεια, γκρεμίστηκε η πίστη στην Ισχυρά Ελλάδα, φάνηκε τοξική η λατρεία της συσσώρευσης.

– Ράγισε η εικόνα: θα ήταν ορθότερο να λέγαμε ότι ραγίζει ο εαυτός η κρίση μας κάνει άλλους, δεν μας δείχνει απλώς άλλους. Ζώντας όμως βυθισμένοι σε έναν κόσμο εικόνων, σε έναν κόσμο θεάματος και φενάκης, περιτριγυρισμένοι από αντίγραφα και ομοιώματα, όταν ραγίζει ο εαυτός, το σώμα κι η ψυχή, νομίζουμε ότι ραγίζει η εικόνα του, ενώ ο πυρήνας, το ον, παραμένει αδιατάρακτος. Γι' αυτό λαχταράμε: βλάπτεται η εικόνα, να διορθώσουμε την εικόνα, τι βλέπουν οι ξένοι, τι θα πουν οι άλλοι.

Είπαμε: εικόνες εαυτού. Δεν μοιράζονται όλοι οι Έλληνες μία εικόνα εαυτού. Απλώνονται σε ένα συνεχές: από τον υπεραυτάρεσκο Ελληναρά, που κακοβλέπει όλους όσοι δεν του μοιάζουν, έως τον κομπλεξικό που μυκτηρίζει την Ελλάδα και τη συγκρίνει διαρκώς με το Έξω. Κλειστότητα, υπεραναπλήρωση, στασιμότητα, πτωχαλαζονία. Κατωτερότητα, εθελοδουλία, σουσουδισμός, υποτέλεια. Και στα δύο άκρα εξόριστες είναι η υπερηφάνεια, η αυτογνωσία, η αυτονομία, ο αυτοκαθορισμός, οι στοχαστικές προσαρμογές.

– Η ελληνικότητα δεν είναι προϊόν που αποζητά branding. Την φέρεις και σε φέρει, την ξεχνάς ενώ υπάρχει, την αλλάζεις και σε τρέφει. Είναι πολιτική και πνευματική αναζήτηση, είναι ταυτότητα υπό διαπραγμάτευση, είναι υπόσταση δυναμική εντός ιστορίας, με ρηγματώσεις, με τομές, με συνοχή και συνέχεια έχει πριν, έχει μετά, αλλά κυρίως έχει τώρα. Η κρίση είναι πικρή και viral – και μας διδάσκει.

 

ΠΗΓΗ: 26 Απριλίου 2012,  http://vlemma.wordpress.com/2012/04/26/i-krisi-einai-viral/

 

ΥΓ: Ευχαριστώ το φίλο Βασίλη Μ. για την … νύξη, ενώ οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.

Το πρόβλημα της παράδοσης – Καραγκιόζης

Το πρόβλημα της παράδοσης – [Η προφορική παράδοση με αφορμή τον καραγκιόζη]

 

Του Γιάννη Κιουρτσάκη

 

Το ζήτημα δεν είναι τόσο ποια πράγματα τελείωσαν, αλλά με τι αντικαθιστούμε, εμείς που ζούμε, όπως κάθε πράγμα της ζωής, μέσα στη φθορά και την αλλαγή, τα πράγματα που νομίζουμε τελειωμένα.

Γιώργος Σεφέρης

 

ΑΣ ΑΡΧΙΣΩ μ' ένα επεισόδιο του Καραγκιόζη, που μου αρέσει να μνημονεύω. Ο Μπαρμπαγιώργος, που δεν ξέρει γράμματα και θέλει να στείλει γράμμα στο χωριό του, πάει να βρεί τον διορισμένο από το σεράι γραμματικό, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον ανηψιό του: τον εξίσου αγράμματο αλλά θεομπαίχτη Καραγκιόζη που, όπως συνήθως, δήλωσε μιάν ιδιότητα με την οποία δεν έχει καμία σχέση και ανέλαβε «επισήμως και δημοσίως» καθήκοντα γραμματικού.

  • Έκπληξη του Μπαρμπαγιώργου, ανάμικτη με θαυμασμό για το «γραμματιζούμενο ανιψίδι του», αλλά και με δυσοίωνα προαισθήματα για κάποιο επικέιμενο «χ' νέρι». Αλλά ο αμαθής βλάχος, αντικρίζοντας τον ψευτογραμματικό, καθώς η επιστολή που σχεδιάζει να στείλει περιέχει ένα λυπητερό, καταπώς αισθάνεται, μήνυμα – το μήνυμα ότι το «π'δί τον Μητρούση τον πήραν αστρακαθιώτη (= στρατιώτη) και τον φράγκεψαν και του δώσαν μια καραμούζα να γυρίζει στα παζάρια και να κάνει τάρ τάρ τάρ» – απαιτεί, λοιπόν, το γράμμα αυτό να πάει «κλαφτό και μοιριολογιστό», ακριβώς όπως το υπαγορεύει και προστάζει τον ανηψιό του να κλαίει κι αυτός την ώρα που γράφει, ώστε να ολοκληρωθεί η «κλαφτή» διαβίβαση. Φυσικά, ο Καραγκιόζης, που έτσι κι αλλιώς «γράφει» στα κουτουρού, σαν γνήσιος «γραμματοτυφλός» που είναι (ο χαρακτηρισμός δικός του), όχι μόνο δεν κλαίει αλλά σκάει στα γέλια. Καθώς όμως ο μπάρμπας του αγριεύει, σκαρφίζεται, για να ξεφύγει, ένα τέχνασμα: να βάλει τον αδαή χωριάτη να μιλήσει δήθεν στο τηλέφωνο – «τηλέφωνο» που δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένα χωνί παλιού γραμμοφώνου – ενώ ο ίδιος θα μιμείται από την άλλη άκρη του χωνιού τη φωνή της θειά-Γιωργούλας, της παραλήπτριας του γράμματος. Θάμβος του Μπαρμπαγιώργου, καθώς ακούει δίπλα του τη θειά-Γιωργούλα, δίχως να τη βλέπει θάμβος μπροστά στα πράματα και τα θάματα που βγάζει κείνη η «Ογρωπή»: ως τη στιγμή που ανακαλύπτει το «χ' νέρι» – και η σκηνή τερματίζεται με το ξυλοφόρτωμα που φαντάζεστε[1]
  • Έλεγα πως το επεισόδιο αυτό μου αρέσει να το μνημονεύω. Και τούτο γιατί, κάθε φορά που το ξανασκέφτομαι, μένω με τη σειρά μου έκθαμβος μπροστά στα πράγματα που μπορεί να κουβαλάει ένα λαϊκό θέατρο – πράγματα που κι εγώ και κάμποσοι άλλοι προσπαθήσαμε να μελετήσουμε, ξεκινώντας από το παράδειγμα του Καραγκιόζη ή κάποιο ανάλογο, χωρίς, ωστόσο, πιστεύω, ο εκτενής θεωρητικός μας λόγος να εξαντλήσει ποτέ όλα όσα με άκρα πυκνότητα και οικονομία μας λέει μια τέτοια σκηνή. Συνοψίζω: από τη μια, ο αγράμματος βοσκός, ο πρωτόγονος χωρικός που η φιγούρα εξεικονίζει μόνη της έναν κόσμο: τον κόσμο του αγροτικού πολιτισμού, της προφορικής παράδοσης, της αμιγώς προφορικής επικοινωνίας. Από την άλλη, ο παμπόνηρος κατεργάρης της πόλης, ο Καραγκιόζης, που παίζει εδώ αδιαίρετα τον ρόλο του αγύρτη, του τσαρλατάνου, και εκείνον του δημόσιου υπάλληλου του σεραγιού, δηλαδή την ανίκανη και διαφθαρμένη γραφειοκρατία ενός υπανάπτυκτου και υποδιοικούμενου κράτους που εξεικονίζει έτσι πιο πλατιά τον κόσμο της νεοελληνικής πόλης, όπως αυτός εμφανιζόταν στην εποχή της ακμής του Καραγκιόζη – κι ίσως όχι μόνο σ' αυτήν. Από τη μια, η αμεσότητα της προφορικής επικοινωνίας που, καθώς κινητοποιεί όλες μαζί τις αισθήσεις, δίνει στον κάθε συνομιλητή τη δυνατότητα να μεταδώσει όχι απλώς μια πληροφορία, αλλά τον καημό του, τον πόνο του, την ψυχή του να βάλει στον λόγο του ολόκληρο τον εαυτό του όχι μόνο με όσα λέει, αλλά και με τον τρόπο που τα λέει, με τον ρυθμό και τον τόνο της φωνής του, με το βλέμμα και την έκφραση του προσώπου του, με τις χειρονομίες του ή ακόμα μ' ένα τραγούδι, όπως είναι το μοιρολόγι. Από την άλλη, η γραφή που, κατά τα φαινόμενα, παίρνει αυτόν τον ολοζώντανο λόγο, αυτήν την πολυεπίπεδη επικοινωνία και τους φυλακίζει σ' ένα άψυχο και επίπεδο φύλλο χαρτιού, φορτωμένο με τα αφηρημένα σχήματα που λέγονται γράμματα που φτωχαίνει, με άλλα λόγια, αυτήν την έκφραση κι αυτήν την επικοινωνία, όσο τουλάχιστον ο Μπαρμπαγιώργος δεν γίνεται συγγραφέας: όσο δεν κατορθώνει όχι απλώς να μάθει γράμματα, αλλά και να κατακτήσει το στοιχειώδες εκείνο ύφος γραφής, χάρη στο οποίο ο καημός του, που εκδηλώνεται τόσο σπαρταριστά στον προφορικό του λόγο, θα περνούσε κάπως στο γράμμα του. Όμως, για την ώρα, όχι μόνο δεν διακρίνουμε τέτοια προοπτική, αλλά και τα γράμματα στα οποία υποτίθεται ότι μετατρέπονται τα λόγια του Μπαρμπαγιώργου δεν είναι παρά οι άθλιες μουντζούρες, του οποίου θύμα πέφτει και πάλι ο ταλαίπωρος βλάχος. Εκείνο που παίζεται μπροστά μας είναι η εκμετάλλευση του αγράμματου κόσμου της υπαίθρου από τους δήθεν γραμματισμένους αστούς, τους κάθε λογής ψευτο-επιστήμονες ή μισο-επιστήμονες της νεοελληνικής πόλης και είναι, ακόμα γενικότερα, η αλλοτρίωση που προκαλεί στις ανθρώπινες σχέσεις ο νεωτερικός πολιτισμός όταν εισβάλλει βίαια σε μια παραδοσιακή κοινωνία. Ένα δράμα που παίζεται επίσης σε αμέτρητες παραλλαγές και στη σκηνή της ζωής μας – στο σημείο αυτό θα χρειαστεί να επανέλθω.

Τώρα ας θυμηθούμε πρόχειρα και επί τροχάδην λίγα ακόμα καραγκιοζίστικα δρώμενα. Ας θυμηθούμε πώς αυτός ο «λουμποδύτ' ς», ο Καραγκιόζης, δεν βρίσκει άλλον προστάτη, κάθε φορά που αντιμετωπίζει την εξουσία και τα όργανά της, από αυτόν ακριβώς τον εξαπατημένο βλάχο – το αίμα του. Ας θυμηθούμε την παροιμιώδη φράση του τελευταίου, όταν αντικρίζει το ανιψίδι του στα χέρια του Βεληγκέκα: «Έχει και μπάρμπα το π' δί!». Οικογενειακό και εθνικό φιλότιμο, συγγενική αλληλεγγύη, σχέσεις προστασίας, στενοί δεσμοί του χωριού με τη μόλις σχηματισμένη νεοελληνική πόλη: όλα αυτά τα βιώματα, όλες αυτές οι σχέσεις, όλες αυτές οι ιδεολογικές αξίες και οι ψυχικές στάσεις του νεοελληνικού κόσμου θησαυρισμένες σε μια μικρή φράση και με μεγαλύτερη πληρότητα απ' ό,τι στην πιο πετυχημένη ηθογραφία… Ας θυμηθούμε στην παράγκα του Καραγκιόζη: αυτό το ετοιμόρροπο κι όμως παράξενα ανθεκτικό κατάλυμα, το οποίο αποτυπώνει όχι μόνο την αντίθεση φτώχειας και πλούτου, υπηκόων και εξουσίας, έτσι που στέκει απέναντι στο φανταχτερό και μεγαλόπρεπο σεράι του πασά, ούτε μόνο το ήθος της παλιάς νεοελληνικής αστικής φτωχογειτονιάς, αλλά επίσης – και ίσως πάνω απ' όλα – την εγγενή προσωρινότητα και τη μόνιμη ανασφάλεια όλης μας της κοινωνικής υπόστασης……………………………………………………………………………………

  • Εκείνο δηλαδή που υποστηρίζω είναι απλά ότι αυτό το «πρωτογενές», καθώς λέμε, θέατρο μεταφέρει κρίσιμες εμπειρίες του τόπου μας, ότι κατορθώνει να πιάσει στα δίχτυα του κάτι από το ασύλληπτο νεοελληνικό γίγνεσθαι και να το μετουσιώσει σε συμβολική εικόνα, μεταδίδοντας έτσι κάθε βράδυ στους θεατές του μια βαθιά – ανεπίγνωστη έστω – γνώση για τον κόσμο όπου ζούν, μιαν οξύτατη ευαισθησία απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα κάτι που τόσο σπάνια πετυχαίνουν τα μαζικά θεάματα τα οποία ονομάζουμε σήμερα λαϊκά – παρά τα πλούσια μέσα που επιστρατεύουν και παρά τον υποτιθέμενο ρεαλισμό τους. Κι αυτή η διαπίστωση γεννάει ένα σημαντικό ερώτημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε τώρα.

Τι είναι λοιπόν εκείνο που επέτρεψε σ' αυτό το «απλοϊκό» θέατρο να φορτιστεί με τόση αλήθεια; Πράγμα ακόμη πιο θαυμαστό: πώς αυτό το ξένο πολιτισμικό προϊόν – αφού ο Καραγκιόζης ήρθε στον τόπο μας από την Τουρκία και διαμορφώθηκε ως ολοκληρωμένο ελληνόφωνο θέαμα, με το τυπικό σκηνικό και τα τυπικά πρόσωπα που ξέρουμε, μόνο γύρω στα τέλη του περασμένου αιώνα – πώς αυτό το προϊόν μπόρεσε να γίνει ένας τόσο πιστός καθρέφτης του νεοελληνικού κόσμου, μια τόσο γνήσια έκφραση νεοελληνικού πολιτισμού;

  • Τέτοια ερωτήματα με παρακίνησαν εδώ και χρόνια να μελετήσω τον Καραγκιόζη[2]. Και η πιο ικανοποιητική σχετική απάντηση που μπόρεσα να βρώ εί – ναι ότι αυτό το θέατρο στάθηκε δημιούργημα πολλών ανθρώπων – προϊόν συλλογικής επεξεργασίας. Αν, δηλαδή, ο Καραγκιόζης αποκαλύπτεται ομοούσιος με την κοινωνία και τον πολιτισμό μας, αυτό πρέπει να οφείλεται πρώτα στο γεγονός ο ίδιος είναι ένα απόσταγμα κοινών εμεπιριών, αξιών, και στάσεων που μετάγγισε στάλα στάλα στις παραστάσεις του η ίδια η νεοελληνική κοινότητα ένα έργο ομαδικό. Και όταν λέμε ομαδικό, λέμε κατ' ανάγκην παραδοσιακό: έργο που παραδίδεται από τον ένα τεχνίτη στον άλλο κι από τη μια γενιά στην άλλη, ώστε να γίνει κοινό κτήμα.

  • Αυτή είναι σχηματικά η ιδέα που δοκίμασα άλλοτε να αναπτύξω: ότι η ομαδική δημιουργία του Καραγκιόζη δεν είναι παρά η άλλη όψη του γεγονότος πως έχουμε να κάνουμε με μια παράδοση και μάλιστα με παράδοση προφορική: με έργα που παραδίδονται από στόμα σε στόμα μέσω μιας πρακτικής μαθητείας και χωρίς τη μεσολάβηση της γραφής ακριβώς όπως γίνεται και με το δημοτικό τραγούδι, τα παραμύθια, τις διηγήσεις, τις παροιμίες, με όλα τα είδη του παραδοσιακού λαϊκού λόγου, καθώς και της μουσικής. «Ο Καραγκιόζης δεν γράφεται, λέγεται» είπε κάποτε στον Βάρναλη ο Μόλλας. Και τούτο είναι αποφασιστικό για την εμφάνιση της συλλογικής επεξεργασίας που υπαινίχθηκα. Πρώτο, ένα έργο, που δεν καθηλώνεται σε γραπτό κείμενο, αλλά κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα, διαφοροποιείται κατ' ανάγκην από τους διαδοχικούς ερμηνευτές του, οι οποίοι – έστω και άθελά τους – το παραλλάσουν ακατάπαυστα κι επομένως το αναδημιουργούν και όποιος είναι λίγο εξοικειωμένος με τον Καραγκιόζη ξέρει καλά πώς ο λόγος κάθε παράστασης είναι διαφορετικός από τον λόγο όλων των προηγούμενων παραστάσεων – ακόμα κι όταν μιλάμε για παράσταση του ίδιου έργου, παιγμένη από τον ίδιο καραγκιοζοπαίχτη, στη διάρκεια της ίδιας βραδιάς. Δεύτερο, αυτή η αέναη δημιουργία έχει εξ αρχής μια διάσταση συλλογική, καθώς ο καραγκιοζοπαίχτης – και κάθε προφορικός τεχνίτης – πλάθει την παράσταση και τον λόγο του όχι κλεισμένος στο γραφείο, αλλά μέσ' από ένα συνεχή διάλογο με το κοινό που έχει μπροστά του, το οποίο επηρεάζει έτσι καθοριστικά, με τον έλεγχο και τις παραγγελίες του, τη δουλειά του τεχνίτη. Τρίτο, καθώς αυτός ο διάλογος επαναλαμβάνεται από παράσταση σε παράσταση, το αρχικό δημιούργημα μεταμορφώνεται ασταμάτητα σ' ένα νέο έργο που τείνει να ανταποκριθεί ολοένα και πιο ικανοποιητικά στις ανάγκες και στα γούστα της ευρύτερης πολιτισμικής κοινότητας. Και τέταρτο, καθώς το έργο αυτό συντηρείται όχι σ' ένα τυπωμένο βιβλίο ή χειρόγραφο, αλλά αποκλειστικά μεσ' από τις αλλεπάλληλες ζωντανές εκτελέσεις του, μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως ό,τι επιζει από τις αμέτρητες καινοτομίες των τεχνιτών, ό,τι καθιερώνεται ως παράδοση είναι μονάχα εκείνο που άρεσε στην ευρύτερη κοινότητα, εκείνο που συγκράτησε η συλλογική μνήμη και, επομένως, ενέκρινε η ομάδα………………….. μιά τέτοια δημιουργία συντελείται πάντα μέσα στο αυστηρό πλαίσιο μιάς παράδοσης, στηρίζεται πάντα σε μια παράδοση, η οποία βρίσκεται πίσω και από τους αυτοσχεδιασμούς κάθε καραγκιοζοπαίχτη και από τη συνεργασία του παραδοσιακού κοινού του Καραγκιόζη……………………

 Να λοιπόν που ο Καραγκιόζης οδηγεί σ' ένα γενικότερο στοχασμό γύρω από την παράδοση – κι όχι μόνο την προφορική. Γιατί η προφορική παράδοση αποτελεί, όπως ελπίζω θα φανεί λίγο λίγο, τη μήτρα κάθε παράδοσης, τον αναπαλλοτρίωτο πυρήνα της ίδιας της έννοιας του παραδοσιακού.

  • Συνήθως, όταν μιλάμε για παράδοση, σκεφτόμαστε κάτι στατικό, που ταυτίζεται πάνω κάτω με την προσκόλληση στο παρελθόν, τη συντήρηση, την αντίσταση στην πρόοδο σκεφτόμαστε την άρνηση της αλλαγής, την απολίθωση των παραδεδομένων προτύπων, την αναγωγή τους σε αυθεντία. Και πράγματι, υπάρχει στις λεγόμενες παραδοσιακές κοινωνίες ένας υπερτονισμός του παρελθόντος: υπερτονισμός που αντανακλά πρίν απ' όλα αντικειμενικές ανάγκες, αφού μιλάμε για κοινωνίες κατά κανό – [25] να αναλφάβητες, χωρίς συγκροτημένη επιστήμη και με στοιχειώδη τεχνολογία επομένως, για κοινωνίες που έχουν πολύ μικρή ικανότητα να ανανεώσουν μόνες τη γνώση τους και είναι γι' αυτό υποχρεωμένες – αν δεν θέλουν να πάνε πίσω – να στηρίξουν πριν απ' όλα τη ζωή τους στα προηγούμενα, στις αναγνωρισμένες πρακτικές, στη γνώση των παλαιών, με μια λέξη στη παράδοση.

Από την άλλη μεριά, όταν μελετάμε με ποιο συγκεκριμένο τρόπο διαμορφώθηκε λ.χ. ο νεοελληνικός Καραγκιόζης ή το δημοτικό τραγούδι, αποκομίζουμε μιαν αίσθηση που δεν είναι λιγότερο δικαιολογημένη από την πρώτη μας εντύπωση. Προτού γίνει κοινό κτήμα, η παράδοση είναι μια ενέργεια, όπως το δείχνουν δύο πασίγνωστοι στίχοι, οι οποίοι προσεγγίζουν καλύτερα από κάθε ορισμό το παραδοσιακό ήθος:

Σ' αυτόν τον κόσμο πού' μαστε, άλλοι τον είχαν πρώτα

Σ' εμάς τον παραδώκανε, κι άλλοι τον καρτερούνε

  • Αυτή η αδιάκοπη αναπροσαρμογή του παραδεδομένου ορίζει ουσιαστικά την προφορική παράδοση – και κάθε παράδοση ………………………………… η παράδοση δεν αποτελεί απλώς μιαν πολιτισμική κληρονομιά, όπως αγαπάμε να το διακηρύσσουμε στις μέρες μας αποτελεί προπάντων τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αξιοποιούν αυτήν την κληρονομιά – τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί, εκφράζεται, αντιλαμβάνεται τον εαυτό της στο παρόν μια κοινότητα ανθρώπων. Με δυό λόγια: όχι απλώς μιαν περιουσία – το έχειν αυτής της κοινότητας – αλλά μιαν ουσία – το ίδιο της το είναι.

 

Σημειώσεις

 

[1] Πρόκειται για «κλασική» σκηνή του έργου  Ο Καραγκιόζης γραμματικός, όπως παίζεται ακόμα σήμερα από τους περισσότερους καραγκιοζοπαίχτες.

[2] Από τα δύο βιβλία μου που στρέφονται γύρω από το θέατρο σκιών, αναφέρομαι εδώ αποκλειστικά στο Προφορική παράδοση και ομαδική δημιουργία. Το παράδειγμα του Καραγκιόζη, Κέδρος 1983. Το πρόβλημα της παράδοσης, σελίδες 13-27, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2003.

 

ΠΗΓΗ: http://mesaellada.wordpress.com/2010/11/22/το-πρόβλημα-της-παράδοσης-η-προφορική/. Το είδα: Σάββατο, 28 Ιανουάριος 2012,

http://www.antifono.gr/portal/…CF%82.html 

1821: Η ΑΔΙΚΑΙΩΤΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η ΑΔΙΚΑΙΩΤΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Γιατί επέλεξα αυτόν ως τίτλο, αφού η επανάσταση του 1821 οδήγησε στην απελευθέρωση τμήματος του υποδούλου ελληνισμού και, μέσω του ανεξαρτήτου ελληνικού κράτους, προετοίμασε τις προϋποθέσεις για τη συν τω χρόνω ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό και άλλων τμημάτων αυτού;

Η επανάσταση παραμένει αδικαίωτη για πολλούς και διάφορους λόγους:

Με τη λήξη της ο ελληνισμός μετρούσε την απώλεια του μισού περίπου πληθυσμού στις περιοχές, στις οποίες η επανάσταση είχε συνεχή παρουσία καθ' όλη τη διάρκειά της (1821-1828). Όμως δεν ήταν το αίμα των πεσόντων πολεμιστών και αμάχων που έφερε την ελευθερία. Την ελευθερία μας τη χάρισαν οι ισχυροί της εποχής προς εξυπηρέτηση συμφερόντων τους. Όλοι μας γνωρίζουμε ότι καθοριστική για την έκβαση του αγώνα υπήρξε η ναυμαχία του Ναβαρίνου (20.10.1827). Θεωρώντας αυτήν ως απόρροια εντόνου φιλελληνικού κλίματος στις ισχυρές χώρες, που έκτοτε και επί πολλές δεκαετίες αποκαλούνταν προστάτιδες δυνάμεις, δεν θελήσαμε να παραδεχθούμε ότι η επανάσταση είχε ουσιαστικά καταπνιγεί από τη συντονισμένη δράση των στρατευμάτων των Ιμπραήμ και Κιουταχή, δηλαδή να δεχθούμε ότι τα αίματα που χύθηκαν δεν δικαιώθηκαν.

Ο Ιμπραήμ προσέβαλε τις ελληνικές θέσεις στους Μύλους στις 13 Ιουνίου 1825 με σκοπό να προωθηθεί προς το Ναύπλιο και να καταλάβει το τελευταίο προπύργιο των επαναστατών. Συνάντησε εκεί σθεναρή αντίσταση και εγκατέλειψε το σχέδιό του; Γιατί άραγε δεν επιχείρησε εκ νέου; Και ενώ ο στρατός του ρήμαζε την υποταγμένη Πελοπόννησο και ο προσκυνημένος Νενέκος, σύμβολο έκτοτε των δουλοπρεπών που σπεύδουν να προσφέρουν υπηρεσίες στον κατακτητή, παρακινούσε τον λαό να «φρονιμέψει», ενώ οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου δεν είχαν αφήσει ζωντανό στην πόλη τους και προσπαθούσαν να κορέσουν την πείνα τους με αρμυρόχορτα της θάλασσας, οι «εξοχότατοι» και «εκλαμπρότατοι» καταβρόχθιζαν το υπόλοιπο των δανείων, τα οποία οι τραπεζίτες του Λονδίνου είχαν χορηγήσει στο έθνος μας! Με ποιες εγγυήσεις; Πίστευαν άραγε οι τραπεζίτες ότι η επανάσταση θα είχε αίσιο τέλος για τους επαναστάτες και κατ' επέκταση και για τους ίδιους;

Στις 10 Απριλίου 1826 οι όντως ελεύθεροι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου εξαναγκάστηκαν να αποτολμήσουν την ηρωική έξοδο με την ελπίδα κάποιοι να διαπεράσουν τον ασφυκτικό κλοιό των δυνάμεων Ιμπραήμ και Κιουταχή. Στις 24 Μαΐου 1827 παραδόθηκε η φρουρά της Ακρόπολης στον Κιουταχή. Απέμεναν ελεύθερα η περιοχή του Ναυπλίου, η Ακροκόρινθος, λίγα νησιά και τμήμα της Αττικής, στο οποίο οι Καραϊσκάκης, Μακρυγιάννης και άλλοι πάσχιζαν να διατηρήσουν αναμμένη τη φλόγα της επανάστασης. Στην Πελοπόννησο ο Κολοκοτρώνης πιο πολύ ασχολείτο με τους ενδοτικούς παρακινώντας τον πολύπαθο λαό της με το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Ο Ιμπραήμ όταν επέστρεψε στην Πελοπόννησο δεν επιχείρησε εκ νέου εκστρατεία κατά του Ναυπλίου, το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου επιχείρησε να κυριεύσει. Γιατί άραγε; Έλαβε όμως την ακόλουθη απάντηση (22. 7.1827) από τον ηγούμενο της μονής:

«…Ημείς δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον, διότι είμεθα ορκισμένοι εις την πίστιν μας ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνομεν πολεμούντες και κατά το αϊνί μας δεν γίνεται να χαλάση ο ιερός όρκος της πατρίδος μας. Σε συμβουλεύουμε όμως να υπάγης να πολεμήσης σε άλλα μέρη, διότι, αν έλθης εδώ να μας πολεμήσης και μας νικήσης, δεν είναι μεγάλο κακόν, διότι θα νικήσης παπάδες, αν όμως νικηθής, το όποιον ελπίζομεν άφευκτα, με την δύναμιν του Θεού, διότι έχομεν και θέσιν δυνατήν και θα είναι εντροπή σας και τότε οι Έλληνες θα εγκαρδιωθούν και θα σε κυνηγούν πανταχού….».

ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ο ηγούμενος και οι συν εμοί παπάδες και καλόγεροι

Η επίθεση του Ιμπραήμ την 24η Ιουνίου αποκρούστηκε από τις δυνάμεις των επαναστατών και τους μοναχούς και ο Ιμπραήμ εγκατέλειψε το σχέδιο να κυριεύσει τη μονή.

Η Βρετανία είχε βλέψεις στην Ανατολική Μεσόγειο, της έλλειπε όμως η αφορμή να παρέμβει στις εξελίξεις, καθώς δεν διέθετε χερσαία σύνολα με τον «μεγάλο ασθενή». Οι αντίπαλοί της Αυστρουγγαρία και Ρωσία είχαν αναμφισβήτητα στρατηγικά πλεονεκτήματα, ώστε να διαδεχθούν τους παραπαίοντες Οθωμανούς στη Βαλκανική. Η μόνη δυνατότητα επηρεασμού των πραγμάτων της περιοχής από την Βρετανία ήταν μέσα από ένα «ανεξάρτητο» ελληνικό κράτος. Τη συμβούλεψαν άραγε οι Εβραίοι τραπεζίτες ή από κοινού έστησαν το «φιλελληνικό» παιχνίδι; Οι άλλοι δύο η ανίσχυρη, μετά τη ναπολεόντια συντριβή Γαλλία, και η ομόδοξη Ρωσία δεν είχαν λόγους να εναντιωθούν σε τέτοια προοπτική. Έτσι γίναμε κράτος ελληνικό για λίγο, υπό τον Καποδίστρια, Βαυαρικό, για μερικές δεκαετίες, υπό τον Όθωνα, και αγγλικό προτεκτοράτο στη συνέχεια και ώς το 1941, υπό γόνους της δυναστείας Γλύξμπουργκ.

Οι επαναστάτες έλαβαν τα όπλα κινούμενοι από εμφανέστατο παραλογισμό, κατά τους ορθολογιζομένους της Εσπερίας, ακόμη και δικούς μας. Έλαβαν τα όπλα με δύο συνθήματα, τα οποία κυριάρχησαν μεταξύ τους: «Ελευθερία ή θάνατος» και «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία»! Σας ελευθερωθήκαμε οι «φωτισμένοι» στη Δύση ήρθαν να αλλάξουν και της πατρίδας τους τα φώτα. Κατέλαβαν θέσεις διοικητικές, στρατιωτικές, εκπαιδευτικές έγιναν «εξοχότατοι», «εκλαμπρότατοι» και «λογιότατοι», και από εκεί με τις ευλογίες των «προστατών» μας «κόπιασαν» να «ξεστραβώσουν» τον αγράμματο και απολίτιστο λαό μας! Έφθασαν στο τέλος, αστοί και μαρξιστές, να σταθούν μπροστά σ' εκείνους που έχυσαν το αίμα τους και να τους εξηγήσουν, γιατί πολέμησαν. Πολέμησαν, γιατί εμπνεύστηκαν από την υπέροχη γαλλική επανάσταση! Κι ας μην γνώριζαν γράμματα οι περισσότεροι, κι ας μην είχαν ακούσει ποτέ τους για «διαφωτισμό», κι ας εξέφραζαν ακραία επιφύλαξη, αν όχι απέχθεια, προς τη Φραγκιά, καθώς μαρτυρούν ξένοι ταξιδιώτες στη σκλαβωμένη γη μας στα οδοιπορικά τους. Τους είπαν πως ο αγώνας ήταν ταξικός κι ας βγήκαν ενισχυμένα απ' αυτόν τα «μεγάλα τζάκια», τα οποία έδωσαν πλήθος πολιτικών στο νεολληνικό κράτος.

Ποιόν τελικά ήθελαν να πλήξουν όλοι αυτοί οι ιστορικοί αναλυτές που άλωσαν το αστικό πανεπιστήμιο; Προφανέστατα την Εκκλησία, την μισητή τόσο από τους αστούς, που εισχώρησαν στις σκοτεινές μασονικές στοές και ανελίχθηκαν, όσο και από τους μαρξιστές που διαχρονικά συνοδοιπορούν με τους πρώτους στον εμπαθή κατά της Εκκλησίας αγώνα. Κατηγορίες: Η Εκκλησία ετέθη από την αρχή της δουλείας μας στην υπηρεσία του κατακτητή, για να εξασφαλίσει προνόμια! Η Εκκλησία ήταν αντίθετη προς τον ξεσηκωμό και αφόρισε τους πρωτεργάτες. Η Εκκλησία καλλιεργεί δουλόφρονες χαρακτήρες. Η Εκκλησία επέβαλε τον εορτασμό της Παλιγγενεσίας την 25η Μαρτίου, για να καρπωθεί οφέλη! Γράφουν αγνοώντας τι είναι Εκκλησία. Θέτουν εκτός αυτής τον πιστό λαό του Θεού. Εστιάζουν την έρευνά τους στους επίορκους κληρικούς, παραβλέποντας το θυσιαστικό πνεύμα πληθώρας άλλων. Τη φρόνηση των υπευθύνων για τη ζωή των μελών της Εκκλησίας καυτηριάζουν ως πνεύμα δειλίας και δουλείας ασεβούντες ακόμη και ενώπιον του λειψάνου του αγίου Γρηγορίου του Ε'. Τέλος προσποιούνται ότι αγνοούν πως υπάρχουν γραπτά στοιχεία για την απόφαση των πρωτεργατών να αρχίσει η επανάσταση την 25η Μαρτίου, επειδή εκείνοι στο Θεό στήριζαν τις ελπίδες τους, καθώς η «πολυτέλεια» της αθεΐας δεν τους είχε αγγίξει.

Σήμερα δρέπουμε τους καρπούς της αποστασίας υπό τον ασφυκτικό κλοιό των δανειστών μας, στους οποίους μας παρέδωσαν οι σύγχρονοι Νενέκοι, που διαφεντεύουν τον τόπο με τις «ευλογίες» των υπαρατλαντικών «προστατών» μας. Τώρα πλέον έχει πεισθεί και ο λαός ότι ο Θεός του είναι μάλλον άχρηστος, μετά από «φωτισμένη» διαπαιδαγώγηση δεκαετιών και την αδράνεια της διοικούσας Εκκλησίας, η οποία όμως δεν κατηγορείται για σύμπλευση με τους αφανείς κατακτητές μας.

Δεν είναι η επανάσταση αδικαίωτη ενώπιον εκείνων που έχυσαν το αίμα τους;

                                                                                               

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 26-03-2012

ΑΪΣΕ ΧΙΟΥΡ – Τουρκία – Μειονότητες: ΕΚΘΕΣΗ ΝΤΡΟΠΗΣ

Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΪΣΕ ΧΙΟΥΡ
«Η αλήθεια για τις Μειονότητες στην Τουρκία»

Λιάνα Μυστακίδου

 

Με πόνο ψυχής ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, ο δικός μας ΓΑΠ, αναγκάστηκε πιθανότατα να καταδικάσει την αυταρχική, καταπιεστική, αντιδημοκρατική  πολιτική του «καρντάση» Ερντογάν.
Όσοι γνωρίζουν την Ιστορία της Τουρκίας δεν εκπλήσσονται με την πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση της Άγκυρας, γιατί αυτό είναι το αληθινό πρόσωπο της εξουσίας στη γειτονική μας χώρα από τη σύστασή του ως κράτους μέχρι σήμερα. Για αυτό και δεν εξαπατήθηκαν με το δημοκρατικό, φιλικό προφίλ που πρόβαλε ο κ. Ερντογάν τα πρώτα χρόνια της παντοδυναμίας του.

Σε μια χώρα όπου κρατούνται στις Φυλακές εκατό δημοσιογράφοι μια γυναίκα, η Αϊσέ Χιουρ συνέταξε την  Έκθεση για της Μειονότητες την περίοδο της Δημοκρατίας. 

 Η κ. Χιουρ κατέγραψε επιγραμματικά όλα όσα έγιναν σε βάρος των Μειονοτήτων από την ίδρυση της τουρκικής Δημοκρατίας μέχρι σήμερα.  Αξίζουν συγχαρητήρια στη δημοσιογράφο για το θάρρος και το σθένος της προσπάθειάς της. 

Εμείς απλά θα αναδημοσιεύσουμε το άρθρο της από την εφημερίδα Ταράφ της  22ας  Ιανουαρίου.

«Δεν με εξέπληξε η απόφαση που εκδόθηκε στη δίκη του Χραντ Ντινκ. Γιατί γνωρίζω πόσο βαθιές είναι οι ρίζες της εχθρότητας εναντίον των μη Μουσουλμάνων και πόσο πλατιά είναι τα κλαδιά της σε αυτά τα χώματα. Υποθέτω και το πώς θα ολοκληρωθεί η διαδικασία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την οποία χρησιμοποίησε το κυβερνών κόμμα για να κατευνάσει τις αντιδράσεις. Γιατί βλέπω το πώς  ενοποιείται σταδιακά το ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) με το κράτος της Εργκενεκόν.
Γνωρίζω, επίσης τις αποφάσεις που εξέδωσε  το Ανώτατο Δικαστήριο σε άλλες υποθέσεις όπως αυτές των Pinar Selek, Ugur Kaymaz και  Baskin Oran.  Αυτή την εβδομάδα θα δημοσιεύσω μια σύντομη περίληψη των εγκλημάτων που διέπραξε η τουρκική Δημοκρατία εναντίον των μη Μουσουλμάνων. Για να διαπιστώσουμε πόσο δύσκολη είναι η θέση μας και να ευπρεπιστούμε. 


16 Μαρτίου 1923. Ο Ατατούρκ μιλώντας σε μικροεπαγγελματίες είπε: «Τελικά η χώρα παρέμεινε στα χέρια των πραγματικών δικαιούχων της.  Οι Αρμένιοι και οι υπόλοιποι δεν έχουν κανένα δικαίωμα εδώ. Τα εύφορα αυτά εδάφη  ανήκουν στη χώρα των γνήσιων και φανατικών Τούρκων». Με αυτά τα λόγια του καθόρισε το πλαίσιο της μειονοτικής πολιτική της Δημοκρατίας.
Ιούνιος 1923. Απομακρύνθηκαν από τα καθήκοντά τους οι Αρμένιοι, οι Έλληνες και οι Εβραίοι υπάλληλοι, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν από Μουσουλμάνους. Περιορίστηκε η ελεύθερη διακίνηση των μη Μουσουλμάνων στην Μικρά Ασία. Η απόφαση εκδόθηκε τόσο αιφνιδιαστικά που πολλοί δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στον τόπο τους. Σαν να μην έφθανε αυτό έβαλαν εμπόδια για τη μετανάστευση των Εβραίων στην Παλαιστίνη.
Σεπτέμβρης 1923. Εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο απαγορεύτηκε στους Αρμενίους που είχαν φύγει από την Κιλικία και την Ανατολική Μικρά Ασία, λόγω του πολέμου ,να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Δεκέμβρης 1923. Διατάχθηκε η απομάκρυνση της εβραϊκής κοινότητας που αριθμούσε μερικές εκατοντάδες άτομα , από την πόλη Τσόρλου εντός 48 ωρών.  Μετά από έκκληση του αρχιραββίνου αναβλήθηκε η εκτέλεση της απόφασης.  Παρόμοια, όμως, απόφαση που εκδόθηκε για την πόλη Τσατάλτζα εφαρμόστηκε αμέσως.
24 Ιανουαρίου 1924. Στο νόμο που εκδόθηκε για τη λειτουργία των Φαρμακείων, οι μειονοτικοί θα μπορούσαν να ανοίξουν κατάστημα υπό την προϋπόθεση της «παρουσίας Τούρκου».
3 Μαρτίου 1924. Με τον ιστορικό νόμο Tevhid-i Tedrisat έκλεισαν 40 γαλλικά και ιταλικά σχολεία.  Τέθηκαν περιορισμοί στις επισκευές, επεκτάσεις των κτιρίων των Μειονοτικών Σχολείων, καθώς και στην κατασκευή νέων. Το υπουργείο εθνικής παιδείας άρχισε να ελέγχει τα προγράμματα διδασκαλίας και τη διεξαγωγή εξετάσεων στα μειονοτικά σχολεία.
3 Απριλίου 1924.  Βάσει του νόμου που εκδόθηκε για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος υποβλήθηκαν σε εξετάσεις  960 μειονοτικοί δικηγόροι για να διαπιστωθεί αν είναι ηθικοί ή όχι. Μετά από αυτό αφαιρέθηκε η άδεια άσκησης επαγγέλματος από 460 δικηγόρους. Από αυτούς το 57% ήταν Εβραίοι. Ένας στους τρεις Έλληνες δικηγόρους έμειναν άνεργοι. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τους Αρμένιους δικηγόρους.
29 Ιανουαρίου 1925. Ο νεοεκλεγμένος Πατριάρχης Κωνσταντίνος Αράμπογλου επιβιβάζεται σε τρένο και στέλνεται στη Θεσσαλονίκη.  Ποιο ήταν το έγκλημά του; Δεν τον συμπαθούσε η κυβέρνηση. Η ελληνική κυβέρνηση μετέφερε το θέμα στο Δικαστήριο της Χάγης και στην Κοινωνία των Εθνών, αλλά με την απειλή της Τουρκίας  «να διώξει το  Πατριαρχείο έξω από τα σύνορά της», η Ελλάδα απέσυρε τις καταγγελίες της και το θέμα έκλεισε  με την «αυτόβουλη παραίτηση του Πατριάρχη».
22 Απριλίου 1926. Με νόμο ορίστηκε η υποχρεωτική χρήση της τουρκικής γλώσσας στις εμπορικές συναλλαγές. Οι μη Μουσουλμάνοι που εργάζονταν σε επιχειρήσεις και δεν γνώριζαν καλά την τουρκική γλώσσα άρχισαν να απολύονται. Ο αριθμός των Ελλήνων που έχασαν τη δουλειά τους αγγίζει τις πέντε χιλιάδες.
17 Φεβρουαρίου 1926. Μετά την ψήφιση του Αστικού κώδικα εξαναγκάστηκαν οι Αρμένιοι, οι Έλληνες και οι Εβραίοι να δηλώσουν παραίτηση από τα μειονοτικά δικαιώματά τους, τα οποία ορίζονται στη Συνθήκη της Λοζάνης.
1 Αυγούστου 1926. Το κράτος ανακοίνωσε ότι έχει το δικαίωμα να δημεύσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησαν τα μέλη των μη Μουσουλμανικών Μειονοτήτων πριν την 23η Αυγούστου 1924, πριν την εφαρμογή δηλαδή της Συνθήκης της Λοζάνης.
17 Αυγούστου 1927. Ο Οσμάν Ρατιπ μπέη, έγγαμος με εγγόνια δολοφόνησε την 22χρονη εβραιοπούλα  Ελίζα  Νιγέγκο, την οποία  είχε ερωτευτεί και βίαζε για πολύ καιρό. Η εβραϊκή κοινότητα που είδε την πρόθεση του κράτους να κουκουλώσει την υπόθεση, ύψωσε για πρώτη φορά τη φωνή της. Τότε ξεκίνησε μια έντονη εχθρική καμπάνια στον Τύπο εναντίον των Εβραίων.  Ορισμένοι Εβραίοι οδηγήθηκαν στα Δικαστήρια με την κατηγορία ότι «εξύβρισαν τον τουρκισμό».
13 Ιανουαρίου 1928. Με πρωτοβουλία των φοιτητών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Πόλης, οι οποίοι ήθελαν να γίνουν αρεστοί στο καθεστώς τοιχοκόλλησαν στα πλοία και τα λεωφορεία αφίσες που έγραφαν «συμπολίτη μίλα τουρκικά». Πολλά μέλη των Μειονοτήτων οδηγήθηκαν στα Δικαστήρια γιατί δεν υπάκουσαν σε αυτή την εντολή, με την κατηγορία της προσβολής του Τουρκισμού.
11 Απριλίου 1928. Με τον Νόμο “Tababet ve suabati Sanatlarinin Tarz-i Icrasi” τέθηκε ο όρος  να  πρέπει να είναι κανείς Τούρκος για να ασκήσει το επάγγελμα του γιατρού.   Έτσι, οι μη Μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να γίνουν γιατροί.
Σεπτέμβρης 1929. Η Εφορία αποφάσισε να φορολογήσει τις δωρεές και τις μεταβιβάσεις  που γίνονταν στα εβραϊκά Σχολεία, το νοσοκομείο Or Ahayim, το Ορφανοτροφείο του Ορτάκιοϊ και τις Συναγωγές, επειδή τα θεωρούσε εμπορικές επιχειρήσεις. Η φορολογία είχε αναδρομική ισχύ  και ξεκίνησε από το 1925. Επιβλήθηκε κατάσχεση στον Αρχιραββίνο επειδή δεν μπορούσε να πληρώσει τόσο υψηλό φόρο.
1929-1930 Σε διάστημα 18 μηνών εξαναγκάστηκαν 6.373 Αρμένιοι να μεταναστεύσουν στη Συρία.
18 Σεπτεμβρίου 1930. Ο υπουργός δικαιοσύνης Μαχμούτ Εσάτ Μποζκούρτ, σε ομιλία του στην κοιλάδα του Οντεμις είπε το περίφημο απόφθεγμα του: «Νομίζω ότι η χώρα αυτή ανήκει στους γνήσιους Τούρκους. Όσοι δεν είναι γνήσιοι Τούρκοι έχουν μόνο ένα δικαίωμα σε αυτή τη χώρα, να είναι υπηρέτες και σκλάβοι».
Οκτώβρης 1930. Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα ξεκίνησε μια εκστρατεία εναντίον των Μειονοτήτων επειδή στις δημοτικές εκλογές το νεοσύστατο Κόμμα Serbest Cunhuriyet συμπεριέλαβε στον κατάλογο των υποψηφίων του έξι  Έλληνες, τέσσερις Αρμένιους και τρεις Εβραίους. Το Κόμμα αναγκάστηκε να κλείσει 99 μέρες μετά την ίδρυση του, αλλά η οργή εναντίον των μη Μουσουλμάνων δεν καταλάγιασε.
11 Ιουνίου 1932. Απαγορεύτηκε η άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων σε ξένους υπηκόους. Η απαγόρευση αφορούσε κυρίως τους Έλληνες υπηκόους που ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες, επιτηδευματίες και πλανόδιοι  πωλητές.
Νοέμβριος 1932. Υποχρέωσαν τους Εβραίους της Σμύρνης να υπογράψουν ένα υποσχετικό με το οποίο υπόσχονταν να υιοθετήσουν τον τουρκικό πολιτισμό και να μιλούν την τουρκική γλώσσα. Μετά τους Εβραίους της Σμύρνης υπέγραψαν το ίδιο υποσχετικό και οι Εβραίοι της Προύσας, του Κιρκλάρελι, της Αδριανούπολης, των Αδάνων, του Ντιγιάρμπακιρ και της Άγκυρας.
1933. Ο Πατριάρχης των Ασσυρίων μη μπορώντας να αντέξει τις κρυφές και φανερές  πιέσεις έφυγε «προσωρινά» από το Μάρντιν και εγκαταστάθηκε στην πόλη Humus της Συρίας.  Έκτοτε ,όμως, δεν κατέστη δυνατή η επιστροφή του.
14 Ιουνίου 1934. Με τον νόμο για την εγκατάσταση που χώριζε τους πολίτες σε τρεις κατηγορίες σε γνήσιους Τούρκους, σε Τούρκους  (Κούρδους) που δεν μιλούν τουρκικά και σε μη Μουσουλμάνους, εκτόπισαν Έλληνες και Αρμένιους από πολλά μέρη της Μικράς Ασίας σε καταλληλότερες περιοχές.
21 Ιουνίου-4 Ιουλίου 1934. Ομάδες πολιτών που ξεσηκώθηκαν από τα δημοσιεύματα ρατσιστών συγγραφέων όπως ο Cevat Rifat Atilhan και ο Nihat Atsiz εναντίων των Εβραίων, επιτέθηκαν σε αθώους κατοίκους των περιοχών  των Δαρδανελίων, της Καλλίπολης , της Αδριανούπολης, του Κιρκλάρελι, του Λουλέμπουργκαζ και του Μπαμπάεσκι. Λεηλάτησαν σπίτια και καταστήματα Εβραίων , βίασαν γυναίκες και σκότωσαν ένα ραβίνο.  
Εξαναγκάστηκαν δεκαπέντε χιλιάδες Εβραίοι να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους και να μεταναστεύσουν σε άλλες πόλεις και χώρες για να σώσουν τη ζωή τους. Τα γεγονότα, όπως, αποκαλύφθηκε τα οργάνωσε το τμήμα Θράκης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Σύμφωνα με έκθεση του κόμματος  έφυγαν από τη Θράκη και τα Δαρδανέλια 3.000 από τους 13.000 Εβραίους που ζούσαν στην περιοχή, εκποιώντας σε εξευτελιστικές τιμές την περιουσία τους.
24 Ιουλίου 1937. Σε προκήρυξη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τζουμχουριέτ απαραίτητη προϋπόθεση για την εισαγωγή μαθητών στη Στρατιωτική Σχολή στην Άγκυρα ήταν η τουρκική φυλή.
Αύγουστος 1938. Εκδόθηκε το υπ’ αριθμ 2/9498 διάταγμα με το οποίο απαγορεύτηκε η είσοδος και η διαμονή  των Εβραίων που υπέστησαν πιέσεις και περιορισμούς στις μετακινήσεις τους στις χώρες που ζούσαν αδιακρίτως ποιο ήταν σήμερα το θρήσκευμα τους. Απομακρύνθηκαν από το Πρακτορείο Ανατολής 26 Εβραίοι εργαζόμενοι και όλος ο Τύπος κατακλύστηκε από δημοσιεύματα και γελοιογραφίες εναντίον των Εβραίων.
1938-1939 Με πρόφαση την απειλή της εθνικής ασφάλειας λόγω του επικείμενου πολέμου οι μη Μουσουλμάνοι που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές μεταφέρθηκαν αστικά κέντρα. Όσοι δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες έφυγαν από τη χώρα.
Ιούλιος 1939. Οι Αρμένιοι που ζούσαν στην περιοχή της Αλεξανδρέττας , από τις αφόρητες πιέσεις που ασκήθηκαν την περίοδο της προσάρτησης της πόλης στην Τουρκία μετανάστευσαν στη Συρία.
8 Αυγούστου 1939. Το πλοίο Parita που μετέφερε 860 Εβραίους πρόσφυγες από διάφορα μέρη της Ευρώπης, αναγκάστηκε να καταφύγει στο Λιμάνι της Σμύρνης για κάποια προβλήματα που αντιμετώπιζε. Παρά τις κραυγές των επιβατών  «σκοτώστε μας αλλά μη μας στέλνετε πίσω» το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι συνοδευόμενο από δυο σκάφη του Λιμενικού στις  14 Αυγούστου.  Η  εφημερίδα Ουλούς που υποστήριζε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε τίτλο «Έφυγαν οι αλήτες οι Εβραίοι από τη Σμύρνη».
28 Δεκεμβρίου 1939. Οι Εβραίοι του Τελ-Αβίβ, της Χάιφα, της Νέας Υόρκης, της Γενεύης, του Καϊρου συγκέντρωσαν χρήματα και ρούχα για τους σεισμόπληκτους του Έρζιντζαν και τα έστειλαν στην Τουρκία. Ο Τύπος όμως γελοιοποίησε και χλεύασε την ενέργειά τους.
12 Δεκεμβρίου 1940. Το πλοίο Salvador που ήταν γνωστό ως «πλωτό φέρετρο» ξεκίνησε από το λιμάνι Κοστάντσα της Ρουμανίας με 342 Εβραίους, ενώ η χωρητικότητά του ήταν μόνο για σαράντα άτομα και έφθασε στην Κωνσταντινούπολη.  Οι τουρκικές αρχές πίεσαν το πλοίο να αναχωρήσει παρ’ όλο ότι δεν ήταν σε θέση να ταξιδέψει ούτε ένα μίλι. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Στις 13 Δεκεμβρίου το πλοίο βυθίστηκε στα ανοιχτά της Σιλιβριάς εξαιτίας μιας τρομερής θύελλας. Περισυνέλεξαν 219 πτώματα.
22 Απριλίου 1941. Οι στρατοχωροφύλακες συγκέντρωσαν 12.000 άνδρες μέλη των Μειονοτήτων και τους οδήγησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι στρατιώτες των 20 ηλικιών οδηγήθηκαν στο Ζόγκουλντακ για να σκάβουν τούνελ, στην Άγκυρα για την κατασκευή του Πάρκου της Νεολαίας, στο Αφιόν, στο Καραμπούκ, στο Ικόνιο, στην Κιουτάχια για να σπάνε πέτρες και να φτιάχνουν δρόμος. Απολύθηκαν στις 27 Ιουλίου του 1942.
15 Δεκεμβρίου 1941. Το πλοίο Struma που μετέφερε 769 Εβραίους πρόσφυγες από το λιμάνι της Κοστάντσα για να τους πάει στην Παλαιστίνη παρέμεινε 2,5 μήνες στα ανοιχτά του Σαράιμπουρνου, γιατί οι τουρκικές αρχές δεν επέτρεπαν σε κανέναν να αποβιβαστεί από το πλοίο.  Το οδήγησαν δια της βίας στη Μαύρη Θάλασσα την ώρα που οι επιβάτες πέθαιναν από αρρώστια, πείνα και δίψα. Το πλοίο χτυπήθηκε από άγνωστο υποβρύχιο τη νύχτα της 24ης Φεβρουαρίου. Από την τραγωδία αυτή σώθηκε μόνον ένας.
11 Νοεμβρίου 1942. Ο πρωθυπουργός Σουκρού Σαράτσογλου με πρόφαση να αντιμετωπίσει τα έξοδα του Πολέμου επέβαλε τον φόρο περιουσίας, το γνωστό βαρλίκι.  Το 87% των φορολογουμένων  που κλήθηκαν να πληρώσουν το φόρο ήταν μη Μουσουλμάνοι. Οι Αρμένιοι επιβαρύνθηκαν με το 232% των κεφαλαίων τους, οι Εβραίοι με το 179%, οι Έλληνες με το 156% και οι Μουσουλμάνοι Τούρκοι με 4,94%. Όσοι δεν μπορούσαν να καταβάλουν τους φόρους τους οδηγήθηκαν στα Τάγματα εργασίας στο Άσκαλε. Ο νόμος εφαρμόστηκε μέχρι τον Μάρτιο του 1944. Σε αυτό το διάστημα άλλοι έχασαν την περιουσία τους, άλλοι τη ζωή τους και οι περισσότεροι την εμπιστοσύνη τους στην Τουρκία.
1946. Επετράπη για πρώτη φορά στους μη Μουσουλμάνους, απόφοιτους Πανεπιστημίων, να υπηρετήσουν στο Στρατό ως έφεδροι αξιωματικοί. Από τότε μέχρι σήμερα κανένας μη μουσουλμάνος δεν έγινε διοικητής.
1946. Σε έκθεση για τις Μειονότητες που συνέταξε το 9ο Γραφείο του  Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος αναφερόταν ότι έπρεπε να ληφθούν σοβαρά μέτρα εναντίον των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη.  Αυτά συνοψίζονταν σε μια φράση «Δεν πρέπει να μείνει ούτε ένα Έλληνας στην Πόλη μέχρι την επέτειο των 500 χρόνων της Αλώσεως».
1948. Όταν οι Εβραίοι ήθελαν να πάνε στο νεοσύστατο Ισραήλ και οι Αρμένιοι στην Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας, εκείνοι που έκαναν τα πάντα για να τους απομακρύνουν από τη χώρα, τώρα αποκαλούσαν «προδότες» αυτούς που έφευγαν.
6-7 Σεπτεμβρίου 1955 Για να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας στην τριμερή διάσκεψη για το Κυπριακό οργάνωσαν μια μεγάλη λεηλασία σε βάρος των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με κάποιες πηγές σκοτώθηκαν τρεις και σύμφωνα με άλλες 11 άνθρωποι. Τραυματίστηκαν 300 άτομα.  Βιάστηκαν πολλές γυναίκες και καταστράφηκαν 5.300 και κατά ανεπίσημες πηγές 7000 κτίρια.  Το ύψος των ζημιών υπολογίζεται σε 150 εκ λίρες ή κοντά σε ένα δις λίρες.
1964. Η Τουρκία κατάργησε μονομερώς το Σύμφωνο Φιλίας που υπέγραψαν ο Ατατούρκ και ο Βενιζέλος το 1930. Η κυβέρνηση απέλασε δεκάδες χιλιάδες Έλληνες υπηκόους που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Τουρκία. Τους επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους μια βαλίτσα και 200 λίρες.  Οι Έλληνες με τουρκική υπηκοότητα που ήταν παντρεμένοι με απελαθέντες, αναγκάστηκαν να φύγουν μαζί τους, έτσι η ελληνική μειονότητα έφτασε στο σημείο εξαφάνισης της.
1974. Σε μια δίκη μεταξύ του Θησαυροφυλακίου και της διοίκησης του Ελληνικού Νοσοκομείου Βαλουκλή οι μη Μουσουλμάνοι πολίτες αναφέρθηκαν για πρώτη φορά ως «εκείνοι που δεν είναι Τούρκοι». Τέλος, η δημοσιογράφος αναφέρει το κλείσιμο της Θεολογικής, τις δολοφονίες του ιερέα Σαντόριο, και  του Χράντ Ντίνκ, τις επιθέσεις στις Συναγωγές στην Κωνσταντινούπολη  και την πυρπόληση βιβλιοπωλείου που πουλούσε χριστιανικά βιβλία
».

Ο κατάλογος είναι μακρύς και έχει αρκετές  ελλείψεις. Είναι, όμως σημαντικός για να μάθουν οι γείτονες μας τι έκαναν και ενδεχομένως τι θα συνεχίσουν να κάνουν αν δεν αλλάξουν νοοτροπία. Επειδή, οι παροικούντες στην Πλατεία Συντάγματος δεν συνηθίζουν να διαβάζουν ούτε καν τα Μνημόνια  που θα δεσμεύσουν για πολλές γενιές τους Έλληνες, ας κρατήσουν αυτό τον  σύντομο κατάλογο σαν εγχειρίδιο για τις διαπραγματεύσεις τους με τους γείτονες…

 
ΠΗΓΗ: 30/01/2012, http://www.elzoni.gr/html/ent/105/ent.18105.asp

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Ι

ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ:
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ  ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ  (ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ – ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ)

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

«Η δύναμη της μνήμης»

Όσο ξεμάκραινα απ’ τη θλίψη,
γινόμουν σαν την πέτρα.
Όσο ξεμάκραινα απ’ τη θύμηση
η λήθη μ’ εξαφάνιζε.

Όσο πολύ κι αν προσπαθούσα
θλιμμένες θύμησες
μακριά που με τραβούσαν αλυσοδεμένη…
Δεν ήθελα να είμαι σαν την πέτρα.

Ούτ’ ήθελα στη λήθη να βουλιάζω.
Θέλησα να θυμάμαι.
Μάτωσα να κρατήσω ζωντανή τη μνήμη,
μην ξεμακρύνω κι εξαφανιστώ κι εγώ.

Τρίκαλα,  3/8/1997

Το αρχαιοελληνικό ρήμα μέμνημαι συνδέεται νοηματικά με το επίσταμαι, το οποίο σημαίνει   πάθος για γνώση και ζωή. Ξεχωριστές γυναίκες στην Αρχαία Ελλάδα με πάθος για ζωή ήταν  οι:  Αίθρα, Θεμιστόκλεια, Θεανώ, Διοτίμα, Σαπφώ, Υπατία, Σίβυλλες και Πυθίες.
 
Η ιστορία της επιστήμης είναι γεμάτη από γυναίκες που έκαναν σπουδαίες ανακαλύψεις.Η πιο παλιά που γνωρίζουμε είναι η Ταπούτι-Μπελατεκαλίμ από τη Βαβυλώνα, χημικός και αρωματοποιός του 1200 π.Χ. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, δεν ήταν η πρώτη που γνώριζε τις ιδιότητες των φυτών. Στις πρωτόγονες κοινωνίες των κυνηγών, οι γυναίκες ήταν αυτές που παρατηρούσαν τα βότανα και πειραματίζονταν με αυτά. Έτσι συνέβαλαν στην ανάπτυξη της γεωργίας και οδήγησαν στην επανάσταση της Νεολιθικής εποχής.

Η ετυμολογική ρίζα της λέξης επιστήμη, προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα επίσταμαι, που σημαίνει γνωρίζω επακριβώς, έχω βεβαία γνώση. Αυτός ο γενικός ορισμός της επιστήμης μας ανοίγει ένα μεγάλο παράθυρο στη μελέτη για τις αρχαίες επιστημόνισες, καθώς και τα επιστημονικά πεδία στα οποία δραστηριοποιήθηκαν. Οι αναφορές στις γυναίκες επιστήμονες της Αρχαίας Ελλάδας, αν και αρκετές, δεν τις αναφέρουν ακριβώς ως επιστήμονες, αλλά περισσότερο ως μορφωμένες γυναίκες του καιρού τους, με αξιώσεις στη γνώση κι ενδιαφέροντα, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως επιστημονικά.
 
Αναρωτιέται κανείς,ποια ήταν άραγε τα κοινά τους γνωρίσματα, αν είχαν, από ποιες τάξεις της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας  προέρχονταν, σε ποιο μέρος του ελληνικού κοσμοπολιτισμού εμφανίστηκαν περισσότερο και άλλα παρόμοια ερωτήματα είναι αυτά που γεννιούνται στο μυαλό μας. Οι απαντήσεις, όσες μπορούν να βρεθούν και να θεωρηθούν ως αξιόπιστες, είναι ενδιαφέρουσες. Καταρχήν φαίνεται να προέρχονται από όλες τις γωνιές του ελληνικού κόσμου. Οι περισσότερες, είχαν σπουδές πέρα από τη βασική εκπαίδευση. Εκείνες που ανήκαν στην Πυθαγόρειο Σχολή δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, διότι ο Πυθαγόρας έκανε δεκτές γυναίκες στη σχολή του. Ενδιαφέρον επίσης είναι πως ελάχιστες ήταν παντρεμένες και είχαν παιδιά.

Βυζαντινές λόγιες της Ανατολής, μάγισσες και τροβαδούρες του Δυτικού Μεσαίωνα και διανοούμενες Αφροδίτες της Αναγέννησης….  Οι Γυναίκες στον «Αιώνα Των Φώτων» και ο ρόλος τους στην «Επιστημονική Επανάσταση» του 17ου-19ου αιώνα…. Ο 20ός αιώνας. Σύγχρονες επιστημόνισες–αρχαϊκές προκαταλήψεις και ανδρικές δεισιδαιμονίες…Τα βραβεία Νόμπελ δεν εξασφαλίζουν την ισότητα στην επιστήμη, οι ισχυρές προσωπικότητες και ο αλληλοσεβασμός το κατορθώνουν…  «Η Υπατία ήταν ένα πρόσωπο που χώριζε την κοινωνία σε δύο μέρη: αυτούς που την θεωρούσαν θαύμα του φωτός και αυτούς που την έβλεπαν σαν απόστολο του σκότους» (Elbert Hunnard.

Γιατί άραγε οι επιστημόνισες της αρχαιότητας έμειναν στην αφάνεια; Η απάντηση είναι ότι κατά ένα μεγάλο ποσοστό, η έλλειψη στοιχείων οφείλεται στη στάση των αρχαίων κοινωνιών προς «τας πεπαιδευμένας γυναίκας», όπου η γυναίκα αντιμετωπιζόταν πάντα ως η διαφορετική, η διεφθαρμένη ή η περίεργη, που ξέφευγε από την κλασική εικόνα της νοικοκυράς, συζύγου και μητέρας. Όπως λέει ο Ισχόμαχος στο Σωκράτη, στο έργο του Ξενοφώντα «Οικονομικός», σωστή γυναίκα είναι εκείνη που μπορεί να διευθύνει σωστά κάθε τι μέσα στο σπίτι της σαν συνεργάτης του άντρα της. «Ο πλούτος έρχεται στο σπίτι με τον κόπο του άντρα, οικονομείται δε σωστά με τη φροντίδα της γυναίκας», συμπεραίνει.

Κατά ένα μικρότερο μέρος, η άγνοιά μας για τις γυναίκες αυτές οφείλεται και στην καταστροφή διαφόρων ιστορικών μαρτυριών. Άλλωστε, στην εποχή μας η έρευνα σχετικά με το θέμα είναι περιορισμένη και η σημαντικότερη ίσως συμβολή σε αυτήν, είναι η μακρόχρονη κι επίπονη έρευνα του βραβευμένου μαθηματικού Ευ. Σπανδάγου, η οποία χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς σε κάθε αντίστοιχη έρευνα. Κατά γενική ομολογία, η πιο γνωστή μαθηματικός της αρχαιότητας και η πρώτη γυναίκα επιστήμονας της οποίας η ζωή έχει καταγραφεί με λεπτομέρειες φαίνεται να είναι η Υπατία η Αλεξανδρινή ή «Γεωμετρική» (4ος αι. μ.Χ.), με την οποία ξεκινά και η μικρή ιστορική αναδρομή μας.

Πριν από την Υπατία όμως, καταγράφονται και άλλες γυναίκες επιστήμονες, κύρια μαθηματικοί της αρχαιότητας, αυτές που προετοίμασαν το έδαφος για την εμφάνιση της Υπατίας. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, η Αλεξάνδρεια του 4ου αιώνα μ.Χ. ήταν ο χώρος μιας  μικρής επιστημονικής αναγέννησης στην οποία έλαμψε η Υπατία, η πιο διάσημη ανάμεσα στις γυναίκες επιστήμονες και φιλοσόφους. Για δεκαπέντε αιώνες η Υπατία θεωρείται ότι ήταν η μόνη γυναίκα επιστήμονας στην ιστορία. Ακόμα και σήμερα συχνά είναι η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στην ιστορία των μαθηματικών και της αστρονομίας. Το ότι η Υπατία ανακατεύτηκε στα πολιτικά θέματα της Αλεξάνδρειας είναι αδιαμφισβήτητο. Ο μαθητής της Ησύχιος ο Εβραίος έγραφε: «Κρατώντας το μανδύα του φιλοσόφου και περπατώντας μέσα στην πόλη, εξηγούσε δημόσια τα γραπτά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και άλλων φιλοσόφων σε όλους όσους ήθελαν να ακούσουν… Όλοι ήθελαν να συμβουλευθούν αυτήν πρώτα για τα θέματα διοίκησης της πόλης.»

Στο «Συμπόσιον» του Πλάτωνος, ο Σωκράτης αναφέρεται στη Δασκάλα του Διοτίμα (6ος-5ος αιώνας π.Χ.), ιέρεια στην Μαντίνεια, που υπήρξε Πυθαγόρεια και γνώστρια της πυθαγόρειας αριθμοσοφίας. Κατά μαρτυρία του Ξενοφώντα, η Διοτίμα δεν ήταν άπειρη των πλέον δυσκολονόητων γεωμετρικών θεωρημάτων.

Και ο Πλάτων είχε τη δική του Πυθαγόρεια δασκάλα, την Περικτιόνη, που ήταν φιλόσοφος, συγγραφέας και μαθηματικός, ενώ διάφορες πηγές την ταυτίζουν με την Περικτιόνη, την μητέρα του και κόρη του Κριτία. Ο Πλάτων, οφείλει την πρώτη γνωριμία του με τα μαθηματικά και την φιλοσοφία στην Περικτιόνη. Ο Στοβαίος στο «Ανθολόγιο» του, γράφει για την Περικτιόνη ότι κατείχε τα της γεωμετρίας και της αριθμητικής.

Η επιστήμη για τους αρχαίους Έλληνες είχε μια γενικότερη έννοια, την έννοια του να γνωρίζουν, όχι μόνο τα φυσικά φαινόμενα ή τα μαθηματικά πράγματα και τις έννοιες, αλλά ότι μπορούσε να γνωρίζει ο ανθρώπινος νους. Ο Πλάτων, επηρεασμένος από την Πυθαγόρεια παιδεία του, θεωρεί την έννοια της μιμήσεως ως βάση μιας επιστημονικής θεωρίας για την τέχνη, ακολουθώντας την πρόταση των Πυθαγορείων «οίτινες μιμήσει τα όντα φασίν είναι των αριθμών», όπως χαρακτηριστικά προσδιορίζεται από τον Ι. Συκουτρή στην εισαγωγή του έργου του Αριστοτέλη «Περί Ποιητικής».

Στη Δυτική Ευρώπη οι γυναίκες περνούσαν δύσκολη ζωή, ειδικά εκείνες που εκδήλωναν ανοιχτά τη δίψα τους για γνώση και πνευματική δημιουργία, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο Le Goff τη θέση των γυναικών «η πλευρά του ξίφους και η πλευρά της ρόκας». Το κυνήγι των μαγισσών κατά το Μεσαίωνα και στη συνέχεια από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα, συγκλόνισε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης, αλλά έχει και μια πτυχή που συνήθως ξεχνιέται, ίσως γιατί δεν αναφέρεται όσο θα έπρεπε στην επίσημη ιστορία. Οι μάγισσες οδηγήθηκαν πολύ συχνά στην πυρά με την κατηγορία ότι οι εμπειρικές ιατρικές γνώσεις τους οφειλόταν σε κάποια δήθεν συμφωνία τους με το διάβολο. Σε μια εποχή που τα όρια μεταξύ ιατρικής και μαγείας ήταν ασαφή, οι παραδοσιακές γνώσεις των γυναικών για τις θεραπευτικές ιδιότητες κάποιων φυτών, καθώς και η προσφυγή τους σε παγανιστικές τελετουργίες για την ίαση των αρρώστων, θεωρήθηκαν από τους ιεροεξεταστές ως προϊόν ενός διαβολικού συμβολαίου που έθετε σε αμφισβήτηση όχι τη θεϊκή παντοδυναμία, όπως ισχυριζόντουσαν, αλλά κυρίως τη δική τους, ως θεϊκών εκπροσώπων επί της γης. Έτσι, στον ατέλειωτο κατάλογο των μαγισσών, το όνομα της καταδικασμένης συνοδεύτηκε πολλές φορές από τον χαρακτηρισμό «γιάτρισσα» (medica).

Κατά τον Μεσαίωνα εμφανίστηκαν σπουδαίες γιατροί και φαρμακοποιοί, όπως η Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν, η οποία έγραψε εννέα τόμους φυσικής ιστορίας, καθώς και η Ιταλίδα Τροτούλα (1030-1097), από την Ιατρική Σχολή του Σαλέρνο. Ο ρομαντισμός του 19ου αιώνα έμελλε να αποκαταστήσει τις μάγισσες ως γιάτρισσες της μεσαιωνικής αγροτικής κοινωνίας. Το εγχείρημα οφείλεται στον Γάλλο ιστορικό Ζιλ Μισελέ και το έργο του «Η μάγισσα» που εκδόθηκε το 1862.

Σπάνια θεωρείται το γαμήλιο ζευγάρι ως ζευγάρι δύο προσώπων, το ένα αρσενικό και το άλλο θηλυκό, άνδρας και γυναίκα. Συνήθως μιλάμε για άνδρα και γυναίκα, όπου όμως στη σκέψη και την πρακτική κυριαρχεί το χαρακτηριστικό του φύλου και όχι το ανθρώπινο υποκείμενο – πρόσωπο. Μια εκκλησιολογική προσέγγιση με πατερικό φρόνημα, θα μπορούσε να στηριχθεί στις ακολουθίες του Αρραβώνα και του Γάμου, που είναι καρπός της εκκλησιαστικής και πατερικής εμπειρίας και θεολογίας.

Η ακολουθία του εκκλησιαστικού αρραβώνα αποτελεί κατ’ αρχήν μια σχετικά αυτόνομη ακολουθία. Θα μπορούσε μάλιστα να γίνει μια ειδική και εκτενής μελέτη για την ακολουθία αυτή στην ιστορική της εξέλιξη, τη θεολογική και εκκλησιολογική της σημασία για την πορεία του ζευγαριού και τους περίεργους λόγους που την έφεραν να χάνει αυτή την αυτονομία.

«Έμμεσα ο Παύλος, ως διακριτικός,  διεισδύει στη ρίζα του προσωπικού κακού, ίδια με την πτώση στον γήινο παράδεισο που ήταν η ψευδαίσθηση ελπίδας θέωσης μέσω της αποκλειστικής χρήσης του καρπού της κτιστής φύσης, μέσω της εγωιστικής – διανοητικής αποδοχής του ιδίου θελήματος της Εύας. Κατά το κείμενο ούτε  καν ο Αδάμ ερωτήθηκε γι’ αυτή την απόφαση…, μετά την απόρριψη εντός της του δημιουργικού συμβολαίου θέωσης. Δηλαδή η μη  θόλωση του νου της γυναίκας ως τάση, έχει ως απαραίτητο όρο, εντός του εκκλησιαστικού γάμου, την αποδοχή τουλάχιστον του νου του άνδρα της «ως τω Κυρίω», ως σταθερού  δεύτερου πόλου. Γι’ αυτό προβάλλεται στη γυναίκα  πάντα στην ορθόδοξη παράδοση  το πρότυπο της Παναγίας, ως της γυναίκας της απεριόριστης υπακοής και της πονεμένης μητέρας».

Τα λόγια του Παύλου προς τον άνδρα είναι πολύ περισσότερα απ’ ότι στη γυναίκα για πολλούς λόγους. Το γεγονός της ανδροκρατικής και πατριαρχικής συνήθως ανατροφής δημιουργεί το σύνδρομο της εξουσίας του άνδρα πάνω στη γυναίκα. Γι’ αυτό η θυσιαστικού προσανατολισμού αγάπη είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση, που δεν επιτυγχάνεται σε γρήγορο χρονικό διάστημα. Απαιτείται μακροχρόνια ασκητική διαδικασία, υπομονή και φάσεις μετάνοιας από τις συχνές αστοχίες. Γι’ αυτό το πρότυπο, ο σταυρωθείς και αναστάς Ιησούς Χριστός, προβάλλεται μπροστά στον άνδρα ως ένα ορατό συνεχές. Είναι τυχαίο το ό,τι προβάλλεται στο τέμπλο των ορθοδόξων ναών μπροστά στα μάτια των ανδρών; Το μυστήριο της διαδικασίας οντολογικής ένωσης του Χριστού με τους ανθρώπους σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο: Το πρώτο έχει ως υπόδειγμα της ένωσής Του με τον ορθόδοξο ασκητή μοναχό/μοναχή και το δεύτερο με το ορθόδοξο ασκητικό  έγγαμο ζευγάρι.

Το γεγονός βέβαια ότι η μαγεία είχε συνδεθεί σε μεγαλύτερο βαθμό με το γυναικείο φύλο από ότι με το ανδρικό, είναι μάλλον αποτέλεσμα της διαφορετικής ψυχοσύνθεσης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες είναι πιο κοντά και σε επαφή με το συναισθηματικό – διαισθητικό κομμάτι του εαυτού τους, χρησιμοποιώντας το μαζί με τη λογική για την αντίληψη και αξιολόγηση των διαφόρων καταστάσεων. Οι άνδρες αντίθετα βασίζονται κυρίως στη λογική επεξεργασία των πραγμάτων.

Τρίκαλα, 28-01-2012


* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι ιστορικός-φιλόλογος, Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων, ailiadi@sch.gr

Διγενής Ακρίτας: Η Παράδοση της Κύπρου

Ο Διγενής Ακρίτας μέσα από την παράδοση της Κύπρου

Του Ν. Σ. Σπανού* – [Από τον «NOCTOC»]

 

Ο Διγενής Ακρίτας ο σημαντικότερος μυθικός ήρωας της κυπριακής δημώδους παραδόσεως, ο οποίος πρωταγωνιστεί σε ακριτικά τραγούδια, σε πολλές τοπικές παραδόσεις και σε παραμυθιακές διηγήσεις.
Ο συνηθέστερος τύπος ονομασίας του είναι Διενής. Το όνομά του παρουσιάζεται και με τον τύπο Διεννής και σπανιότερα με τον τύπο Διενάτζης. Ο Σ. Μανάνδρος αναφέρει και τύπο Ριενής.

Συνέχεια

Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο ΙV


Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο – Μέρος ΙV
Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Κείμενα των: Δέσποινας Ευγενίδου, Ευαγγελίας Αποστόλου, Γιάννη Στόγια, Παναγιώτη Τσελέκα, Μαίρης Φουντουλή, Ευτέρπης Ράλλη, Αλέξη Τότσικα.

Συνέχεια από το Μέρος ΙII:
http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2617

Χρήση και κυκλοφορία του νομίσματος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο

Η χρήση των νομισμάτων στις συναλλαγές και τις πληρωμές δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., τα καθιέρωσε σταδιακά ως την επικρατέστερη μορφή χρήματος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Πόλεις – κράτη και ηγεμόνες εξέδωσαν τα δικά τους νομίσματα για να εδραιώσουν την αυτονομία τους, για να διευκολύνουν τις οικονομικές συναλλαγές τους και για να επωφεληθούν από την ίδια τη διαδικασία της κοπής, κερδίζοντας σε μέταλλο.

Ο αργυρός στατήρας, όπως προσδιοριζόταν στον κάθε σταθμητικό κανόνα, και το τετράδραχμο ήταν τα βασικά νομίσματα για κρατικές συναλλαγές ή για μεγάλης κλίμακας πληρωμές. Αντίθετα, για τις καθημερινές συναλλαγές χρησιμοποιούνταν οι μικρότερες αργυρές υποδιαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν ήταν ιδιαίτερα πρακτικές λόγω του μικρού μεγέθους τους. Αυτό οδήγησε, ήδη από το β’ μισό του 5ου αιώνα π.Χ., στη σταδιακή αντικατάστασή τους από μεγαλύτερου μεγέθους νομίσματα σε χαλκό, αρκετά πιο φθηνό μέταλλο από τον άργυρο.
Για την έκδοση νομισμάτων σε πολύτιμο μέταλλο χρησιμοποιήθηκε, εκτός από τον άργυρο και το χαλκό, ο ήλεκτρος και ο χρυσός. Κατά κανόνα, η κοπή χρυσών νομισμάτων στον Ελλαδικό χώρο είναι σπάνια μέχρι και τα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ., επειδή η αξία του χρυσού ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τον άργυρο. Για αυτό το λόγο φυλασσόταν για περιόδους ανάγκης ή για σημαντικές πληρωμές.
Συνήθως τα ελληνικά κράτη επέβαλλαν τη χρήση των εκδόσεών τους μέσα στην εδαφική περιοχή τους, χωρίς να αποκλείουν αναγκαστικά την κυκλοφορία κοπών άλλων εκδοτριών αρχών, και ενίοτε έπαιρναν άμεσα μέτρα για να το πετύχουν. Σε πολλές περιπτώσεις η νομισματική παραγωγή δεν ήταν συστηματική και μεταξύ των εκδόσεων μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο αριθμός των νομισμάτων που εκδίδονταν είχε άμεση σχέση με τα μέταλλα που διέθεταν οι εκδίδουσες αρχές και το εύρος των κερματικών συναλλαγών. Από τη διοχέτευσή τους στην αγορά, μέσω διαφόρων κρατικών πληρωμών, και της ανακύκλωσής τους, μέσω της κάθε είδους φορολογίας, παρεμβαλλόταν η κυκλοφορία τους.
Χρήσιμες πληροφορίες για τη νομισματική κυκλοφορία αλλά και την οικονομία των διαφόρων περιοχών του ελληνικού κόσμου παρέχουν τα νομίσματα, που ανακαλύπτονται τυχαία ή κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, μεμονωμένα ή ως θησαυροί. Ιδιαίτερα οι θησαυροί, τα νομίσματα δηλαδή που αποκρύφθηκαν ή απωλέσθηκαν ως σύνολα στο παρελθόν, αποτελούν σημαντική πηγή και για τη χρονολόγηση των νομισμάτων.
 
«Θησαυρός» Από την Ακρόπολη Αθηνών, 1886
 
Ο «θησαυρός» από 62 αργυρά νομίσματα ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του 1886 στο βράχο της Ακρόπολης. Βρέθηκε κοντά στο Ερέχθειο, σε στρώμα που συμπεριλάμβανε μαρμάρινες αναθηματικές κόρες, κομμάτια επιγραφών και πήλινα αντικείμενα. Πρόκειται για το στρώμα καταστροφής, που σχετίζεται με την πυρκαγιά που προκάλεσαν οι Πέρσες στα μνημεία του ιερού βράχου, όταν κατέλαβαν την Αθήνα το 480 π.Χ. Το εύρημα περιλαμβάνει μόνον αθηναϊκές κοπές. Ένα τμήμα του είναι οι μικρές υποδιαιρέσεις, όπως οβολοί με τον τύπο του τροχού, που ανήκουν στα χρόνια της διακυβέρνησης της πόλης από την οικογένεια των Πεισιστρατιδών (560-510 π.Χ.).
Τα περισσότερα όμως νομίσματα είναι πρώιμες γλαύκες, δηλαδή τετράδραχμα με την κεφαλή της Αθηνάς στην πρόσθια όψη και τη γλαύκα στην άλλη. Το κακότεχνο της κατασκευής των συγκεκριμένων νομισμάτων πιθανόν να οφείλεται στη μαζική παραγωγή τους που χρονολογείται τη δεκαετία του 480 π.Χ., λίγα χρόνια πριν την εισβολή των Περσών. Την περίοδο αυτή οι Αθηναίοι εξέδωσαν μεγάλη ποσότητα νομισμάτων για να ναυπηγήσουν και να συντηρήσουν ισχυρό στόλο από τριήρεις.
Ο «θησαυρός» ίσως να ήταν μια προσφορά σε κάποιο από τα ιερά της Ακρόπολης. Η έκφραση ευλάβειας προς το θείο συχνά συνδέθηκε με την εξαγορά της ευμένειας του θεού με την προσφορά υλικών αγαθών, με αποτέλεσμα στα ιερά να συγκεντρώνονται πλούσια αναθήματα. Η συγκέντρωση μεγάλου πλούτου από τα ιερά είχε σαν επακόλουθο την ανάπτυξη έντονης οικονομικής δραστηριότητας σε αυτούς τους χώρους, όπως για παράδειγμα την κατάθεση χρημάτων προς φύλαξη αλλά και τη λήψη δανείων.
 
«Θησαυρός» Από την Όλυνθο Χαλκιδικής, 1931
 
Ο «θησαυρός» εντοπίστηκε σε οικία της Ολύνθου στη Χαλκιδική κατά τη διάρκεια εκτεταμένων ανασκαφών στον αρχαίο οικισμό. Αποτελείται από 34 αργυρά νομίσματα, από τα οποία 33 είναι τετράδραχμα της Χαλκιδικής Συμμαχίας και ένα τετράδραχμο της Ακάνθου, πόλης στην ανατολική Χαλκιδική.
Πρόκειται για ένα ποσό 136 δραχμών, αρκετά σημαντικό αν αναλογιστούμε ότι την εποχή αυτή η τιμή πώλησης ενός ακινήτου ξεκινούσε από τις 280 δραχμές. Η Όλυνθος ήταν η πρωτεύουσα της Χαλκιδικής Συμμαχίας, η οποία από τα τέλη του 5ου και το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., αποτέλεσε ισχυρή πολιτική, στρατιωτική και οικονομική δύναμη στο βορειοελλαδικό χώρο. Η σπουδαιότητα της Συμμαχίας αντανακλάται και στην πλούσια νομισματική της παραγωγή. Η δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Απόλλωνα στην πρόσθια και η κιθάρα του θεού στην οπίσθια όψη των νομισμάτων των Χαλκιδέων, θεωρούνται από τις αριστοτεχνικότερες παραστάσεις της αρχαίας σφραγιστικής. Οι Χαλκιδείς αντιστάθηκαν με σθένος στα σχέδια του Φίλιππου Β’, βασιλιά της Μακεδονίας, για επέκταση του βασιλείου του.
Η Συμμαχία διαλύθηκε το 348 π.Χ., όταν ο μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε ύστερα από πολιορκία την Όλυνθο και σε επίδειξη ισχύος κατέστρεψε την πόλη και εξανδραπόδισε τους κατοίκους της. Με αυτό το γεγονός πολύ πιθανόν να συνδέεται και η απόκρυψη του «θησαυρού». Ο κάτοχος των νομισμάτων απέκρυψε στο μαγειρείο της οικίας του ό,τι πιο πολύτιμο είχε στα χέρια του, με την προσδοκία μετά την πάροδο του κινδύνου να αναζητήσει το «θησαυρό» του.
 
«Θησαυρός» Από την Αρχαία Κόρινθο, 1930
 
Ο «θησαυρός» βρέθηκε σε μια κοιλότητα του εδάφους κάτω από το δάπεδο της βόρειας στοάς στην Αγορά της αρχαίας Κορίνθου. Αποτελείται από ένα χρυσό περιδέραιο και 51 χρυσούς στατήρες — 41 του Φιλίππου Β’ και 10 του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα νομίσματα του Φιλίππου προέρχονται από τα νομισματοκοπεία της Πέλλας και της Αμφίπολης, ενώ του Αλεξάνδρου από τα νομισματοκοπεία της Αμφίπολης, της Μιλήτου, της Ταρσού, της Σαλαμίνας στην Κύπρο και της Σιδώνας.
Η ανεύρεση εκδόσεων των μακεδόνων βασιλέων στην Κόρινθο πιθανόν να σχετίζεται με την παρουσία των μακεδονικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο μετά το 338 π.Χ. και την εγκατάσταση φρουράς για τον έλεγχο του Ισθμού. Ο «θησαυρός» πρέπει να αποκρύφθηκε μετά το 330 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος είχε πλέον καταλύσει την Περσική αυτοκρατορία και επέκτεινε τα όρια του κράτους του προς τα βάθη της Ανατολής. Εκείνη την εποχή καθιερώθηκε η συστηματική έκδοση και η ευρύτερη χρήση του χρυσού νομίσματος στον ελληνικό κόσμο.
Η έντονη εκμετάλλευση των μεταλλείων χρυσού στη Μακεδονία από τον Φίλιππο Β’ και η πρόσβαση του Αλεξάνδρου στα πλούσια αποθέματα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών επέτρεψε την κοπή χρυσών νομισμάτων σε μεγάλες ποσότητες που κατέκλυσαν τις αγορές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η αναλογία του χρυσού προς τον άργυρο από 1:13 σε 1:10. Έτσι, ο κάθε χρυσός στατήρας του «αντιστοιχούσε σε 20 αργυρές δραχμές, όσο περίπου ήταν ο μηνιαίος μισθός ενός πεζού στρατιώτη.
 
«Θησαυρός» από τη Μύρινα Καρδίτσας, 1970
 
Ο «θησαυρός», τυχαίο εύρημα που εντοπίσθηκε μέσα σε μελαμβαφή όλπη, αποτελείται από 149 στατήρες Αίγινας. Απ’ αυτούς οι 131 έχουν την παράσταση της θαλάσσιας χελώνας, και τοποθετούνται χρονολογικά στον πρώιμο 5ο αιώνα π.Χ. Οι υπόλοιποι 18 στατήρες ανήκουν στον τύπο της χερσαίας χελώνας, που υιοθετήθηκε μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας του νησιού, το 457 π.Χ.
Η απόκρυψη του «θησαυρού» χρονολογείται γύρω στο 440 π.Χ. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα υστερόσημα, σφραγίσματα μεταγενέστερα με τα οποία επαναφέρει στην κυκλοφορία τα κέρματα η ίδια εκδίδουσα αρχή ή κάποια άλλη, επίσημη ή όχι, και συναντώνται τόσο στους πρώιμους όσο και στους οψιμότερους στατήρες του «θησαυρού».
Φαίνεται πως σχετίζονται με τη σταδιακή έλλειψη αυτού του είδους νομισμάτων από τις συναλλαγές, που με τη σειρά της οφείλεται στην κάμψη της νομισματικής παραγωγής της Αίγινας. Πάντως στην περιοχή της Θεσσαλίας, μολονότι είχαν ήδη κυκλοφορήσει οι πρώτες τοπικές αργυρές κοπές, ακολουθώντας και αυτές τον αιγινητικό νομισματικό σταθμητικό κανόνα, η επίμονη προτίμηση του νομίσματος της Αίγινας στις συναλλαγές και τους αποθησαυρισμούς απηχεί τον διεθνή χαρακτήρα του.
 
Νομίσματα από το Κωρύκειον Άντρον
 
Το Κωρύκειον Άντρον στις πλαγιές του Παρνασσού, όχι μακριά από το πανελλήνιο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, υπήρξε στην αρχαιότητα τόπος λατρείας του Πάνα και των Νυμφών. Οι ανασκαφές στο εσωτερικό του σπηλαίου αποκάλυψαν πλήθος τεχνουργημάτων, όπως πήλινα ειδώλια, αγαλματίδια, αγγεία και νομίσματα, κατάλοιπα της λατρευτικής δραστηριότητας στο ιερό. Τα περισσότερα από τα εκατό νομίσματα που περισυλλέγησαν, είναι χάλκινα και χρονολογούνται στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. Τα 2/5 των νομισμάτων εκδόθηκαν από νομισματοκοπεία γειτονικά με το Κωρύκειον Αντρον, όπως των Φωκέων, των Λοκρών και των Αιτωλών.
Τα υπόλοιπα προέρχονται από περισσότερο απομακρυσμένες περιοχές, όπως τη Θεσσαλία, την Αττική, την Πελοπόννησο, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα, τη Μακεδονία και τη Μ. Ασία. Τα νομισματικά ευρήματα μαρτυρούν για την ποικίλη προέλευση των προσκυνητών του ιερού. Η καθιέρωση των χάλκινων νομισμάτων στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου από τον 4ο αιώνα π.Χ. έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή καθώς αποσκοπούσε στη διευκόλυνση των συναλλαγών τοπικού χαρακτήρα και στην εξοικονόμηση πολύτιμου μετάλλου με την αντικατάσταση αργυρών κοπών. Σε αντίθεση με τα νομίσματα από ευγενή μέταλλα, οι χάλκινες κοπές χρησιμοποιούνταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα, και κυρίως από όσους συμμετείχαν στις πανηγύρεις, τις αγορές, τα δικαστήρια, τους ταξιδιώτες. Συνεπώς, η κυκλοφορία και η γεωγραφική εξάπλωση του χάλκινου νομίσματος είναι περισσότερο αντιπροσωπευτική της διακίνησης των ανθρώπων.
 
Ιδεολογία και συμβολισμός
 
Τα νομίσματα ήταν αντικείμενα ευρείας χρήσης. Στην επιφάνειά τους αποτυπώνονταν θέματα χαρακτηριστικά της πόλης και εύκολα αναγνωρίσιμα από τους πολίτες. Με αυτή την έννοια, στην παράσταση και στην επιγραφή των νομισμάτων, συμπυκνώνονταν τα σύμβολα της κάθε ανεξάρτητης πόλης – κράτους και αργότερα του κάθε ηγεμόνα.
 
Μυθολογικές παραστάσεις και Θεοί
 
Στα νομίσματα των πόλεων απεικονίζονται θέματα από την αρχαία ελληνική μυθολογία και τη θρησκεία. Πρόκειται για μύθους που τις περισσότερες φορές αφορούν στην τοπική ιστορία της πόλης (καταγωγή, τοπικοί ήρωες, προέλευση του ονόματος, ιδρυτές), κάνοντας έτσι και τα νομίσματα περισσότερο αναγνωρίσιμα. Το φτερωτό άλογο Πήγασος, ξεπήδησε από τη Μέδουσα Γοργώ, όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Η Αθηνά Χαλινίτις, έδωσε στο μυθικό ήρωα Βελλερεφόντη τα χαλινάρια για να τον δαμάσει στην Κόρινθο, δίπλα στην πηγή Πειρήνη, σύμφωνα με το μύθο. Το δίπτυχο Πήγασος-Αθηνά είναι ο κύριος τύπος των κορινθιακών νομισμάτων από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως το τέλος της κορινθιακής νομισματοκοπίας τον 3ο αιώνα μ.Χ.
 
Χλωρίδα – Πανίδα
 
Από τις πιο αγαπητές νομισματικές παραστάσεις είναι αυτές που προέρχονται από το βασίλειο των ζώων και των φυτών. Τις περισσότερες φορές επιλέχθηκαν γιατί ήταν τα κύρια προϊόντα μιας πόλης ή γιατί συνδέονταν με το όνομά της. Ζώα της ξηράς και της θάλασσας, αμφίβια και ερπετά, πτηνά και έντομα, δέντρα, φύλλα, καρποί, φρούτα και κάθε λογής φυτά, κοσμούν νομίσματα διαφόρων πόλεων.
Στα τετράδραχμα της Εφέσου, η μέλισσα συνδέεται με τη λατρεία της Αρτέμιδος, αφού οι ιέρειές της ήταν γνωστές ως «μέλισσαι». Σταθερός νομισματικός τύπος της Κυρήνης υπήρξε η παράσταση του φυτού σιλφίου, χάρη στο εμπόριο του οποίου η πόλη όφειλε την πλεονεκτική της θέση ανάμεσα στις ελληνικές αποικίες της Αφρικής.
Το σίλφιον δεν υπάρχει πια ως φυτικό είδος και παραδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς Θεόφραστο και Διοσκουρίδη ως φάρμακο για όλες τις ασθένειες. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι στην εποχή του βρέθηκε μόνο ένα φυτό σιλφίου, το οποίο πρόσφεραν στον αυτοκράτορα Νέρωνα ως το τελευταίο δείγμα αυτού του πασίγνωστου τότε είδους. Το σέλινο που αποδίδεται φυσιοκρατικά, στην πρόσθια όψη των αργυρών, αλλά και των χάλκινων νομισμάτων του Σελινούντος στη Σικελία, λειτουργούσε και ως «λαλούν σύμβολο» της πόλης. Η παράσταση του φυτού με την ίδια ονομασία με την πόλη, κάνει άμεσα αναγνωρίσιμο το νόμισμα και αυτή είναι μια πρακτική που ακολούθησαν πολλές πόλεις.
 
Γλυπτά
 
Πολλές φορές στα νομίσματα απεικονίστηκαν γλυπτά έργα που ήταν ονομαστά στην αρχαιότητα και η φήμη τους διατηρήθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Οι χαράκτες της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής απέφυγαν, κατά κανόνα, να αντιγράψουν σύγχρονα γλυπτά έργα και προτίμησαν να διατηρήσουν μια αυτονομία στην τέχνη τους. Οι χαράκτες όμως της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής πολύ συχνά αντέγραψαν έργα της κλασικής εποχής, αποτυπώνοντας το μεγαλείο της δημιουργίας των προκατόχων τους.
Τα νομίσματα αυτά έγιναν έτσι πολύτιμοι μάρτυρες για έργα που δεν σώζονται και βοήθησαν στην αναπαράστασή τους από τη νεώτερη έρευνα. Στα νομίσματα της Επιδαύρου, απεικονίζεται ο τύπος του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Ασκληπιού, θεού της ιατρικής, καθιστού με σκήπτρο και φίδι. Βρισκόταν στην Επίδαυρο, έδρα της λατρείας του Ασκληπιού και ήταν φημισμένο έργο του γλύπτη Θρασυμήδη από την Πάρο. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση κατά την οποία το νόμισμα και το γλυπτό ανήκουν στην ίδια εποχή.
 
Πορτραίτα
 
Οι ηγεμόνες των ελληνιστικών βασιλείων τόλμησαν να απεικονίσουν τα πορτραίτα τους στα νομίσματά τους, μια συνήθεια που είχαν ξεκινήσει ήδη από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. οι σατράπες της υπό περσική κατοχή Ανατολής. Αυτή η τακτική, που στα ρωμαϊκά χρόνια έγινε κανόνας, εξυπηρετούσε διάφορους σκοπούς.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα οποία επέλεγε να αποδοθεί ο κάθε ηγεμόνας, δηλαδή το διάδημα, απλή ταινία ή με κέρατα, η δορά ελέφαντα, το ακτινωτό στέμμα, το κράνος, του προσέδιδαν μεγαλύτερη αίγλη ως σύμβολα εξουσίας ή θεοποίησης και τον συνέδεαν στις συνειδήσεις των λαών τους με συγκεκριμένα πρότυπα. Οι εικονιστικές αυτές κεφαλές μετέφεραν και διέδιδαν την εικόνα του βασιλέα, ηγεμόνα ή μονάρχη και την έκαναν γνωστή, προπαγανδίζοντας τη δύναμή του, σε συνδυασμό και με τις μεγαλεπήβολες επιγραφές στα νομίσματα που έκοψαν.
Από τεχνικής απόψεως τα πορτραίτα, στην αρχή ιδεαλιστικά, στη συνέχεια ρεαλιστικά, άλλες φορές είναι στατικά και δείχνουν περιορισμένα στην κυκλική επιφάνεια των νομισμάτων και άλλες φορές διακρίνονται από δυναμισμό και ελευθεριότητα, που προδίδουν τη δύναμη και την τόλμη του χαράκτη τους.
Γυναικεία πορτραίτα απαντούν κατεξοχήν στα νομίσματα του βασιλείου της Αιγύπτου. Στους χρυσούς στατήρες, που εξέδωσαν οι ελληνικές πόλεις περί το 196 π.Χ., προκειμένου να τιμήσουν τον ρωμαίο στρατηγό Τίτο Φλαμινίνο, για την νίκη του εναντίον του Φιλίππου Ε’ στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.), αποτυπώθηκε ένα ρεαλιστικό πορτραίτο του. Αποτελεί ταυτοχρόνως ένα από τα τελευταία του είδους του ελληνιστικό πορτραίτο σε ευρωπαϊκό έδαφος και το πρώτο ρωμαϊκό. Το πορτραίτο του βασιλιά Ευκρατίδη Α’ της Βακτρίας αποδίδεται με κράνος και ψηλό λοφίο, κέρατο και αυτί βοδιού, στοιχεία που εμπλουτίζουν τη φυσιοκρατική εικόνα του.
 
Οικοδομήματα
 
Πολλές ελληνικές πόλεις απεικόνισαν στην οπίσθια όψη των νομισμάτων τους οικοδομήματα και αρχιτεκτονικά σύνολα. Σ’ αυτά συγκαταλέγονται ναοί και ιερά διαφόρων αρχιτεκτονικών τύπων, που πολλές φορές αποδίδονται προοπτικά ή άλλες με στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου και συνήθως συνοδεύονται από το λατρευτικό άγαλμα του θεού, στο εσωτερικό τους. Στις περιπτώσεις των σύνθετων οικοδομημάτων και των αρχιτεκτονικών συμπλεγμάτων από δυο ή περισσότερους ναούς οι χαράκτες εκμεταλλεύτηκαν με άριστο τρόπο την μικρή μεταλλική επιφάνεια των νομισμάτων.
Στο ίδιο εικονογραφικό θέμα ανήκουν παραστάσεις με τείχη πόλεων, πύλες και αψίδες, βωμούς, γέφυρες, αλλά και λιμάνια με νεώρια, φάροι, καθώς και ειδικές κατασκευές με συγκεκριμένη χρήση. Στην πίσω πλευρά χάλκινου νομίσματος της Αλεξάνδρειας απεικονίζεται ο Φάρος της πόλης, ένα από τα επτά θαύματα της αρχαιότητας, η φήμη του οποίου είναι γνωστή ως τις μέρες μας. Ήταν έργο του έλληνα αρχιτέκτονα Σωστράτου και παραγγέλθηκε από τον Πτολεμαίο Β’ (286-246 π.Χ.).
 
Πηγές
 
● Υπουργείο Πολιτισμού – Νομισματικό Μουσείο, «Η Ιστορία του Νομίσματος», Αθήνα, χ.χ.

●  Αλέξης Τότσικας, «η δραχμή μας», Ιστόραμα, 2002.

●  Ιστορία των νομισμάτων, «Ήτοι εγχειρίδιον ελληνικής νομισματικής / Barclay V. Head», μεταφρασθέν εκ της αγγλικής και συμπληρωθέν υπό Ιωάννου Ν. Σβορώνου, πίνακες Α΄-ΛΕ΄, Εν Αθήναις, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1898.

● Αδαμάντιος Γ. Κρασανάκης, «Νομισματική Ιστορία και τα Αρχαία Νομίσματα Κρήτης». Αθήνα, 2003.


ΠΗΓΗ:  Ημερομηνία καταχώρησης 20-01-2012, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=1336

Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο ΙΙI

Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο – Μέρος ΙΙΙ
Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Κείμενα των: Δέσποινας Ευγενίδου, Ευαγγελίας Αποστόλου, Γιάννη Στόγια, Παναγιώτη Τσελέκα, Μαίρης Φουντουλή, Ευτέρπης Ράλλη, Αλέξη Τότσικα.

Συνέχεια από το Μέρος ΙIΙ:
http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2614
Τα νομίσματα των βασιλέων: Φίλιππος Β’


Μια νέα εποχή στην κοινωνική, οικονομ
ική και πολιτική δομή του αρχαίου κόσμου σηματοδοτήθηκε με το Φίλιππο Β’, βασιλιά της Μακεδονίας. Από το 359 ως το 336 π.Χ. κατόρθωσε να επεκτείνει τα όρια του κράτους του και να το καταστήσει τη σπουδαιότερη δύναμη στον ελλαδικό χώρο. Έχοντας τον έλεγχο μεταλλείων στη Μακεδονία και τη Θράκη, ιδι¬αίτερα τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου στην περιοχή του Παγ¬γαίου, ο Φίλιππος ήταν σε θέση να εκδόσει νομίσματα σε μεγαλύ¬τερες ποσότητες από ότι όλοι οι προκάτοχοί του και να ξεπεράσει τα έσοδα κάθε ελληνικής πόλης – κράτους, με εξαίρεση ίσως την Αθή¬να.

Ο Φίλιππος εξέδωσε νομίσματα και στα τρία μέταλλα, το χρυσό, τον άργυρο και το χαλκό. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συστήματός του ήταν ότι για τα νομίσματα από πολύ­τιμο μέταλλο ακολουθήθηκαν δυο διαφορετικοί σταθμητικοί κανόνες. Ο άργυρος κοβόταν καθόλη τη δι­άρκεια της βασιλείας του Φιλίππου ακολουθώντας ένα τοπικό σταθμητικό κανόνα, τον οποίο εφάρμοζαν για τις αργυρές νομισματοκοπίες τους το Κοινό των Χαλκιδέων με έδρα την Όλυνθο, η Άκανθος στην ανατολική ακτή της Χαλκιδικής, και η Αμφίπολη κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα, όπου το τετράδραχμο είχε θεωρητι­κό βάρος 14,52 γραμ.

Ως εμπροσθότυπος των αργυρών τετραδράχμων, επιλέχθηκε — για πρώτη φορά στα νομίσματα των βασιλέων της Μακεδονίας — το κεφάλι του Δία. Για την άλλη όψη επιλέχθηκαν δυο τύποι: ο έφιππος άνδρας, που σύμφωνα με κάποιες απόψεις είναι ο ίδιος ο Φίλιππος, και ο νεαρός ιππέας που κρατά κλαδί φοίνικα, και αποτελεί αναφορά στη νίκη του αλόγου του Φιλίππου στην Ολυμπιάδα του 356 π.Χ.

Η κοπή του χρυσού άρχισε γύρω στα 345 π.Χ., σύμφωνα με τον αττικό σταθμητικό κανόνα, όπου ο στατήρας είχε θεωρητικό βάρος 8,54 γραμμάρια. Στην πρόσθια όψη των στατήρων απεικονίζεται το κεφάλι του θεού Απόλλωνα, ενώ η παράσταση της πίσω πλευράς, ένα άρμα που το σέρνουν δυο άλογα, σχετίζεται με ανάλογη νίκη του Φιλίππου στους Ολυμπιακούς αγώνες.

Νομίσματα με τους τύπους και το όνομα του Φιλίππου συνέχισαν να εκδίδονται και μετά το θάνατό του το 336 π.Χ. και κυκλοφόρη­σαν ευρέως στον ελλαδικό χώρο, τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Οι χρυσοί στατήρες και τα αργυρά τετράδραχμα, που διείσδυσαν στην Ευρώπη μέσω των Βαλ­κανίων, έγιναν σταδιακά αντικείμενο μίμησης από τους κελτικούς λαούς κατά μήκος του Δούναβη και οι απομιμήσεις αυτές επηρέα­σαν με τη σειρά τους τα νομίσματα της Γαλατίας και της Βρετανίας κατά τον 1ο αιώνα π.Χ.

 

                                                                                                                                                    Μέγας Αλέξανδρος

 

Ο Μέγας Αλέξανδρος βασίλεψε από το 336 ως το 323 π.Χ. Συνέχισε το έργο του πατέρα του Φιλίππου Β’ και δημιούργησε μια τεράστια αυτοκρατο­ρία, που εκτεινόταν από τη Μακεδονία μέχρι τα βάθη της Ανατολής. Η ρευστοποίηση μέρους από τα αμύθητα πλούτη των Αχαιμενιδών, που περιήλθαν στην κατοχή του, επέφερε σημαντικές αλλαγές στις οικονομικές συνήθειες του ελληνικού κόσμου.

Ο Αλέξανδρος εφάρμοσε ενιαία νομισματική πολιτική στο αχανές κράτος. Επέβαλε την έκδοση των ίδιων τύπων από πολλά συγχρόνως νομισματοκοπεία ενώ για τα νομίσματά του σε ευγενή μέταλλα ακολούθησε τον αθη­ναϊκό σταθμητικό κανόνα που ήταν ευρύτατα αποδεκτός την εποχή εκείνη. Εντυπωσιακές ποσότητες αργυρών και χρυσών αλεξάνδρειων κοπών κατέκλυσαν τις αγορές της Ανατολικής Μεσογείου, και σε αυτό συνέβαλε και η επιστροφή των παλαιμάχων και των μισθοφόρων του Αλεξάνδρου στις πατρίδες τους.

Στην πρόσθια όψη των χρυσών στατήρων, απεικονίζεται η κεφαλή της θεάς Αθηνάς με κορινθιακό κράνος, πιθανόν εμπνευσμένη από το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου του Φειδία στην Ακρόπολη. Η οπίσθια όψη αυτών των νομισμάτων φέρει την καθαρά συμβολική παράσταση της Νίκης και προβάλει την ιδέα ότι η Νίκη αποτελεί μια από τις ιδιότητες του Μακεδόνα βασιλιά.

Το κεφάλι του Ηρακλή, μυθικού προγόνου του βασιλικού οίκου της Μακεδονίας, επιλέγεται ως εμπροσθότυπος των αργυρών και χάλ­κινων κοπών. Ο Δίας καθισμένος σε θρόνο να κρατά αετό και σκή­πτρο απεικονίζεται στις αργυρές κοπές, όπως τετράδραχμα, δραχ­μές αλλά και δεκάδραχμα. Οι συγκεκριμένοι τύποι είχαν γενική παραδοχή από τους Έλληνες. Ταυτόχρονα ήταν αποδεκτοί και από τους λαούς της Ανατολής οι οποίοι έβλεπαν σε αυτούς τους δικούς τους θεούς, όπως τον Βάαλ στη μορφή του Διός και τον Μελκάρτ ή τον Γκιλγκαμές στο πρόσωπο του Ηρακλή.

Νομίσματα με τους τύπους και το όνομα του Αλεξάνδρου συνέχισαν να παράγονται και να κυκλοφορούν μετά το θάνατο του βασιλιά από τους Διαδόχους, τους Επιγόνους και πολλές πόλεις μέχρι και το 2ο αιώνα π.Χ. Ενδεικτικό της αποδοχής των αργυρών νομισμάτων του είναι το γεγονός ότι πλήθος απομιμήσεών τους εκδόθηκαν από διάφορους λαούς και ηγεμόνες στις παρυφές του ελληνιστικού κόσμου.

 

                                                                                                                                         Συμμαχικά και Κοινά νομίσματα

 

Στη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας συνάφθηκαν διάφορες στρατιωτικές συμμαχίες πόλεων ή εθνών, προ­κειμένου να αντιμετωπίσουν συλλογικά ένα προβλεπόμενο κίνδυνο (π.χ. Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία) ή να απαλλαγούν από άλλης μορφής υποτέλεια, όπως η αθηναϊκή ηγεμονία, που προά­σπιζε τα αθηναϊκά κυρίως συμφέροντα με δυσβάστακτο για τους λοιπούς Έλληνες τρόπο. Σε ορισμένες περιπτώσεις το κοινό νόμι­σμα αποτελούσε μέρος της ενιαίας τακτικής της συμμαχίας. Επίσης ιδρύθηκαν Συμπολιτείες και Κοινά, πολιτικό-στρατιωτικές και πολιτειακές ενώσεις των πόλεων σε διάφορες περιοχές, που μεταξύ των άλλων κοινής αποδοχής δεσμεύσεων, ήταν η έκδοση κοινού νομίσματος. Οι κοπές αυτές χαρακτηρίζονταν από περιορι­σμένη και τοπική κυκλοφορία.

Ευβοϊκή Συμπολιτεία. Συστάθηκε και ανέπτυξε τοπικό ρόλο τον 4ο αιώνα π.Χ. Καταρχάς υπό την επιρροή της Θήβας εντάχθηκε στο μέτωπο εναντίον των Αθηναίων και στη συνέχεια, σε ρήξη πλέον με τη Θήβα, οδηγήθη­κε σε προσωρινή προσέγγιση με την Αθήνα. Οι νομισματικές εκδόσεις της Ευβοϊκής Συμπολιτείας έχουν ως κύριες παραστάσεις την κεφαλή της νύμφης Εύβοιας και το μοσχάρι, το οποίο αποτελούσε τη σπουδαιότερη πηγή πλούτου του τόπου, καθιστό ή όρθιο. Οι παραστά­σεις αυτές εναλλάσσονται στις δύο όψεις των νομισμά­των, ενώ το βάρος τους ακολουθεί αρχικά τον αιγινιτικό, στη συνέχεια τον αττικό σταθμητικό κανόνα, ανάλογα με τη σφαίρα επιρροής στην οποία βρισκόταν η Συμπολιτεία.

Κοινόν των Βοιωτών. Υπήρχε ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. Η περίοδος της μεγαλύτερης ανάπτυξης του συμπίπτει με κείνη της θηβαϊκής ηγεμονίας, 378-362 π.Χ. Στην πρόσθια όψη των στατήρων κυριαρχεί η παράσταση της βοιωτικής ασπίδας, το εθνικό έμβλημα των Βοιωτών. Στην άλλη συνα­ντάται ποικιλία παραστάσεων, συνήθως αυτή του κρατήρα.

Δελφική Αμφικτυονία. (336/5-334 π.Χ.) Ο θρησκευτικός αυτός οργανισμός περιελάμβανε δώδεκα αντιπροσώπους ελληνικών πό­λεων, που ανέλαβαν την ευθύνη του ιερού για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αμέσως μετά το θάνατο του Φιλίππου Β’ της Μακεδο­νίας. Εξέδωσε ξεχωριστής ποιότητας αργυρά νομίσματα, στατήρες και δραχμές. Η κεφαλή της Δήμητρας, πεπλοφόρου και με στεφάνι από στάχυα, εικονίζεται στην πρόσθια όψη των στατήρων ενώ στην άλλη, ο Απόλλων, η κυρίαρχη θεότητα των Δελφών, καθισμένος στον ομφαλό της γης, στηρίζεται στη λύρα του.

Κοινόν των Αιτωλών. Τέλη 4ου – μέ­σα 2ου αιώνα π.Χ. Απέκτησε αξιόλο­γη υπόσταση και δράση κυρίως ύστε­ρα από την ανάδειξη των Αιτωλών σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη της κεν­τρικής Ελλάδας τον 3ο αιώνα π.Χ. Από τις νομισματικές εκδόσεις της Αιτωλικής Συμπολιτείας, τα τριώβολα (ημίδραχμα) κόπηκαν σε εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες ιδίως στις τελευ­ταίες δεκαετίες της ύπαρξής της, εξυπηρετώντας την κάλυψη ασταμά­τητων στρατιωτικών αναγκών. Στην πρόσθια όψη τους απεικονίζεται το κεφάλι της Αταλάντης με καυσία (κά­λυμμα κεφαλιού) και στην άλλη ο Κα­λυδώνιος κάπρος που τρέχει προς τα δεξιά. Στο κυνήγι του άγριου αυ­τού ζώου πρωταγωνίστησε η μυθική ηρωίδα Αταλάντη με τα βέλη της, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, που αποδόθηκε και στις παραστά­σεις των νομισμάτων.

Κοινόν των Ακαρνάνων. Έδρασε από τον 4ο αι. π.Χ. μέχρι το 167 π.Χ., ως αντίποδας του Κοινού των Αιτωλών, ασθενέστερος αλλά υπολογίσιμος. Στην πρόσθια όψη των στατήρων, που εξέδω­σε το Κοινό, κυριαρχεί η παράσταση του ανθρωπόμορφου ταύρου, προσωποποίηση του ποτάμιου θεού Αχελώου. Η προάσπιση του ποταμού, πηγής ζωής και ανάπτυξης της Ακαρνανίας, και της δια­τήρησης του ελέγχου του ως φυσικού συνόρου, υπήρ­ξε η πρωταρχική μέριμνα των Ακαρνάνων, στον συνε­χή ανταγωνισμό τους με τους Αιτωλούς. Στην οπίσθια όψη των στατήρων εικονίζεται καθιστός ο Απόλλων Άκτιος.

Κοινόν Ηπειρωτών (234/3-168 π.Χ.) Η δράση του συμπίπτει με τα κρίσιμα χρόνια της ιδιόμορφης και καταλυτικής εμφάνισης των Ρωμαίων στον ελλαδικό χώρο, 234/3-168 π.Χ. Η νομισματοκοπία του Κοινού, στατήρες και δραχμές κυρίως, αναπτύσσεται στις τε­λευταίες δεκαετίες του, ξεκινώντας πριν από το 180 π.Χ., ενώ τη μεγαλύτερη ακμή της παρουσιάζει το τελευταίο διάστημα, ειδικά τις παραμονές της τελικής αναμέτρησης με τους Ρωμαίους, το 168 π.Χ., που επεφύλασσε το βάναυσο τέλος της Ηπείρου. Οι συ­ζευγμένες κεφαλές του Δωδωναίου Δία με στεφάνι από φύλλα δρυός και της νύμφης Διώνης, στην πρόσθια όψη των στατήρων, θυμίζουν τη σύνθεση στα νομίσματα της Πτολεμαϊκής δυναστείας. Σε μια σύγχρονη περίπου πτολεμαϊκή κοπή εικονίζονται ενωμένες οι κεφαλές του Σαράπιδος και της Ίσιδος. Στην οπίσθια όψη απο­δίδεται επιτιθέμενος ταύρος, μέσα σε στεφάνι δρυός.

Κοινόν των Θεσσαλών. Ιδρύθηκε τον 2ο αιώνα π.Χ. και λειτούρ­γησε υπό ρωμαϊκή κηδεμονία μέχρι την εποχή του Αυγούστου. Στην πλούσια νομισματοκοπία του δεσπόζουν οι αργυροί στατή­ρες, με την κεφαλή του δαφνοστεφανωμένου Δία στην πρόσθια όψη και στην άλλη τον αγαλματικό τύπο της Αθηνάς Ιτωνίας.

Αχαϊκή Συμπολιτεία (τέλη 3ου-2ος αι­ώνας π.Χ.). Μια από τις σπουδαιότερες συμμαχίες της ελληνιστικής περιόδου, συγκροτήθηκε προς τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. και σύντομα ήλεγχε πολιτικά όλη την Πελοπόννησο. Μετά τις πρώτες εκδόσεις αργυρών τριωβόλων (ημιδράχμων) που είχαν κοινούς τύπους, κεφαλή Δία δαφνοστεφανωμένου στην εμπρό­σθια όψη και στην άλλη το μονόγραμμα ΑΧ της συμμαχίας μέσα σε στεφάνι, οι πόλεις-μέλη χάραξαν ενδεικτικά σύμβο­λα και μονογραφήματα, που δήλωναν την ταυτότητά τους. Τα νομίσματα αυτά χρησίμευαν για την πληρωμή του σιτηρέσιου των στρατιωτών αλλά και για άλλες συν­αλλαγές, όπως οι εμπορικές.

 

                                                                                                                                            Τεχνική κατασκευής


Οι σφραγίδες- μήτρες ήταν κατασκευασμένες από ορείχαλκο, σίδηρο ή μπρούντζο. Μια μήτρα μπορούσε να παράγει από 10.000 έως 30.000 νομίσματα. Ειδικοί τεχνίτες χάρασσαν τις μή­τρες για την τύπωση των νομισμάτων.

Η κατασκευή του αρχαίου νομίσματος γινόταν σε ειδικά κρατικά εργαστήρια, τα νομισματοκοπεία. Οι μεγαλύτερες πόλεις διέθεταν οργανωμένες εγκαταστάσεις. Στην ανασκαφή της αρχαίας Αγο­ράς της Αθήνας εντοπίστηκε και νομισματοκοπείο, που λειτουρ­γούσε από τα τέλη του 5ου αιώνα έως και τα χρόνια του Αυγούστου (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.).

Η τεχνική κατασκευής ξεκινούσε με τον καθαρισμό και με το λιώ­σιμο του μετάλλου. Όταν το μέταλλο με τη θέρμανση αποκτούσε υγρή μορφή το έχυναν σε καλούπια για να πάρει κυκλικό σχήμα, ή σχημάτιζαν ράβδους από τις οποίες έκοβαν κυκλικές πλάκες. Οι κυκλικές αυτές πλάκες μετάλλου, ακόμα και σήμερα, ονομάζονται πέταλα. Η αποτύπωση των παραστάσεων γινόταν με την τοποθέτη­ση των πετάλων ανάμεσα σε δυο σφραγίδες-μήτρες. Με την πίεση που προκαλούσε το χτύπημα ενός σφυριού στις σφραγίδες οι παρα­στάσεις αποτυπωνόταν στο πέταλο. Όταν το «πέταλο» ήταν παχύ, συνήθως θερμαινόταν πριν να χτυπηθεί. Η τεχνική αυτή κατασκευής νομισμάτων χρησιμοποιήθηκε έως και το 17ο αιώνα, οπότε γενικεύ­τηκε η χρήση των μηχανών.

Η πλειονότητα των αρχαίων πόλεων έκοψε αργυρά νομίσματα. Χρυσά νομίσματα κόπηκαν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ή σε μεγα­λύτερο αριθμό από πόλεις που διέθεταν την πρώτη ύλη. Η χρήση τους γενικεύτηκε με το Φίλιππο Β’ και το γιο του Αλέξανδρο. Χαλκός χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά τον 4ο αιώνα, κυρίως για τις υποδιαιρέσεις κατώτερης αξίας. Καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή του μετάλλου των νομισμάτων ήταν η ύπαρξη μεταλλευμά­των σε κάθε περιοχή. Δεν είναι πάντα γνωστό από που προμηθευ­όταν η κάθε πόλη μέταλλο για τα νομίσματά της. Η Αθήνα έπαιρνε άργυρο από το κοντινό της Λαύριο.

Τα αρχαία ελληνικά νομίσματα ήταν αποκλειστικά χρηστικά αντικείμενα. Οι Έλληνες όμως φρόντιζαν πολύ για την τελειότητα της κατασκευής τους και απέδωσαν καλλιτεχνικά τις παραστάσεις. Κάποιες φορές οι χαράκτες έγραφαν το όνομά τους επάνω στα νομίσματα.

 

ΠΗΓΗ:  Ημερομηνία καταχώρησης 20-01-2012, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=1336

Συνέχεια στο Μέρος ΙV: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2621