Η κατάργηση της τριμερούς χρηματοδότησης

Η κατάργηση της τριμερούς χρηματοδότησης

 

Του Γιώργου Ρωμανιά *

 

Το κύριο χαρακτηριστικό της χρηματοδότησης του νέου ασφαλιστικού συστήματος είναι η επιδιωκόμενη απόσυρση του κράτους από το ισχύον σήμερα καθεστώς της τριμερούς συγχρηματοδότησης (εργαζόμενοι – εργοδότες – κράτος) του συστήματος.

1. Η κατάργηση αυτή συνοδεύεται από δύο ακόμη παράλληλες επιδιώξεις:

 

-πρώτον, από τη μεθοδευμένη προσπάθεια να παραπλανηθεί ο λαός ότι το κράτος εξακολουθεί να χρηματοδοτεί την κοινωνική ασφάλιση, επειδή από το 2018 θα καταβάλλει την αποκαλούμενη βασική σύνταξη και

-δεύτερον, από την παντελή απόκρυψη ότι η τριμερής χρηματοδότηση (ασφαλισμένοι, εργοδότες, κράτος) επιβάλλεται από τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας 102 που το ελληνικό κράτος έχει επικυρώσει και εισαγάγει στην εσωτερική μας έννομη τάξη με τον Ν. 3251/1955 (και συνεπώς, δεν επιτρέπεται η ανατροπή της με άλλο νόμο -βλ. άρθρο 28 παρ. 2 του Συντάγματος που απαγορεύει την κατάργηση με νεότερο νόμο άλλου νόμου που επικυρώνει Διεθνή Σύμβαση).

Παρά τη μεθοδευμένη αλλά επιφανειακή ασάφεια του κειμένου του νομοσχεδίου για το ασφαλιστικό (που, πάντως, δεν έχει κατατεθεί ακόμη στη Βουλή), από την 1.1.2005 (και όχι από την 1.1.2008), καταργούνται το ΕΚΑΣ, το επίδομα των ανασφάλιστων υπερηλίκων και τα κατώτατα όρια και στο σύνολό τους συγχωνεύονται με την αποκαλούμενη βασική σύνταξη.

Συνεπώς, η βασική σύνταξη αποτελεί προνοιακού και όχι συνταξιοδοτικού χαρακτήρα επίδομα και ανήκει στο κρατικό προνοιακό και όχι στο δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα (με το οποίο δεν έχει οποιαδήποτε σχέση).

Εξάλλου, είναι γνωστό ότι το προνοιακό σύστημα βαρύνει εξ ολοκλήρου τον κρατικό προϋπολογισμό και δεν έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα (αντιθέτως, το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα έχει -συλλογικό – ανταποδοτικό χαρακτήρα).

Οι διαπιστώσεις αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το κράτος επιχειρεί να χρεώσει το συνταξιοδοτικό σύστημα με τις προνοιακές δαπάνες, τις οποίες, όμως, οφείλει εξ ορισμού να καταβάλει, αποκλειστικώς, ο κρατικός προϋπολογισμός.

Η έκταση, όμως, της επιχειρούμενης παραπλάνησης των πολιτών προκύπτει και από την αδίστακτη δήλωση, σε τηλεοπτική εκπομπή, του υφυπουργού Εργασίας ότι μετά το 2015 θα εξακολουθήσουν να καταβάλλονται από το κράτος όλες οι υφιστάμενες μέχρι τότε χρηματοδοτήσεις προς τα ασφαλιστικά Ταμεία και επί πλέον θα καταβάλλεται και η βασική σύνταξη (ενώ το κείμενο του νομοσχεδίου δεν λέγει αυτό).

Είναι, άλλωστε, γνωστή η επιμονή του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εφαρμοστεί η βασική σύνταξη από το 2015 και όχι από το 2018 (αφού μετά την εφαρμογή αυτή το κράτος απαλλάσσεται από τη συγχρηματοδότηση της δημόσιας σύνταξης).

Όλα αυτά, βέβαια, σημαίνουν ότι, αν τελικά ψηφισθούν οι ρυθμίσεις αυτές, θα έχουμε ολική ανατροπή της κοινωνικής ασφάλισης: η συμμετοχή του κράτους στη συγχρηματοδότησή της συνιστά βασικό εννοιολογικό στοιχείο της κοινωνικής ασφάλισης (κι αυτό δεν αποτελεί συνέπεια μόνον των ρυθμίσεων της ΔΣΕ 102 αλλά και της εσωτερικής έννομης τάξης: το ΣτΕ έχει νομολογήσει ότι την κοινωνική ασφάλιση μόνο ν.π.δ.δ. μπορούν να την παρέχουν).

 

2.Πέρα από την επιδίωξη αυτή, η κυβέρνηση επιδιώκει και τη συμπληρωματική χρηματοδότηση του συστήματος από 5 ακόμη πηγές:

 

Πρώτον, από την επιβάρυνση του μεγάλου αριθμού των συνταξιούχων με ειδικές εισφορές και βάρη (ΛΑΦΚΑ) που θα χρησιμοποιηθούν για την καταβολή των συντάξεων άλλων συνταξιούχων.

Δεύτερον, από τη μείωση του συνόλου σχεδόν των συντάξεων (άμεση κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης, μείωση των συντάξεων σε συγκεκριμένες κατηγορίες, π.χ. συνταξιούχοι ΔΕΗ και ΟΤΕ, και από το 2015 μείωση του ετήσιου δείκτη αναπλήρωσης από το 2 % στο 1,2 % και υπολογισμός της σύνταξης με βάση τις αποδοχές ολόκληρου του συντάξιμου βίου).

Τρίτον, από το πάγωμα των συντάξεων τουλάχιστον για μία τριετία (εκτιμάται ότι η μείωση της αγοραστικής αξίας των συντάξεων, εξ αυτού και μόνον του λόγου, θα κυμανθεί περί το 15% ακόμη και για τις συντάξεις των 300 ευρώ).

Τέταρτον, από την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών (δεν αυξάνονται τα ποσοστά αλλά επιμηκύνεται ο χρόνος καταβολής εισφορών που μπορεί σε ακραίες περιπτώσεις να φθάσει και τα 20 έτη).

Πέμπτον, αυξάνεται ο αριθμός των απαιτουμένων συντάξιμων ετών από τα 35 στα 40 έτη και συνεπώς επιβραδύνονται οι συνταξιοδοτήσεις ή σε περίπτωση μη επιβράδυνσης μειώνεται το ποσόν που καταβάλλεται ως σύνταξη.

3.Ουσιαστική είναι και η κατάργηση της ρύθμισης του άρθρου 146 του νόμου 3655/2008, που προέβλεπε τη σταδιακή μείωση των επικουρικών συντάξεων από 1.1.2013, ώστε το 2020 να έχουν περιορισθεί στο 20% των συνταξίμων αποδοχών. Αντί της καταργούμενης ρύθμισης, προβλέπεται η διερεύνηση της βιωσιμότητας των επικουρικών Ταμείων μέσα στο 2011, από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και ο αντίστοιχος καθορισμός των ποσοστού αναπλήρωσης, χωρίς να ισχύει, πλέον, το κατώτατο όριο του 20% που προέβλεπε ο νόμος Πετραλιά αλλά και με πιθανή την κατάργηση και συγκεκριμένων επικουρικών Ταμείων.

 

* Ο Γιώργος Ρωμανιάς είναι Επιστημονικός Σύμβουλος  ΙΝΕ-ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔY

 

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ, Σάββατο, 29 Μαΐου 2010, http://www.topontiki.gr/Articles/view/6252

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.