Το μάθημα των «Θρησκευτικών»

Το μάθημα των «Θρησκευτικών»

Του Νικήτα Χιωτίνη*

Δεν είναι μόνο τις τελευταίες ημέρες που το μάθημα των «Θρησκευτικών» στα σχολεία βρίσκεται στην επικαιρότητα. Πολλά χρόνια τώρα τίθεται ζήτημα περί της χρησιμότητάς του, αλλά τον τελευταίο καιρό είναι που λαμβάνονται και εφαρμόζονται αποφάσεις από την Πολιτεία περί του αν, πότε και πώς ένας μαθητής μπορεί να απαλλαγεί της υποχρέωσης παρακολούθησής του, αποφάσεις που φαίνονται λογικές. Επειδή όμως κατά τη γνώμη μου το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό, όπως δηλαδή εκ πρώτης όψεως φαίνεται, επιτρέψτε μου μια προσπάθεια ανάδειξης των πραγματικών του διαστάσεων.

Δεν χωρεί αμφιβολία πως οι συνθήκες που οδήγησαν στην επικράτηση του Χριστιανισμού ως τρόπου θεώρησης του Κόσμου και των σχέσεων του ανθρώπου με αυτόν και με τον συν-άνθρωπό του, καθώς και οι εξ αυτών προκύψασες προτεραιότητες της ζωής, άλλαξαν. Η Δυτική νεωτερική πρόταση εισήγαγε έναν άλλο τρόπο νοηματοδότησης της ύπαρξης και της ζωής, ένα άλλο συλλογικό φαντασιακό ως φιλοσοφική της θεμελίωση, με αποτέλεσμα η χριστιανική πίστη να μεταλλαχθεί σε σχήματα κανόνων ζωής ή ψυχολογικού καταφυγίου, δηλαδή να αλλοιωθεί ουσιαστικώς. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο κ. Χρ. Γιανναράς, η Δύση θρησκειοποίησε τον Χριστιανισμό, από τρόπο δηλαδή θεώρησης της Αλήθειας τον μετέτρεψε σε δόγμα/κανόνα ζωής, εισάγοντας μια ψευδεπίγραφη, αλλά συνάμα και υποκριτική «ηθική», ακολουθώντας, ου μη συμμετέχοντας, στην αποϊεροποίηση των κοινωνιών και των κρατών. Αλλά και ο ορθόδοξος ανατολικός Χριστιανισμός δείχνει να προσπαθεί να προσαρμοστεί στις εξελίξεις της νεωτερικής Σκέψης.

Η εξέλιξη όμως αυτή, της σταδιακής αποϊεροποίησης της Δύσης σε επίπεδο συγκρότησης, λειτουργίας και ανάπτυξης των κρατών και των κοινωνιών της, είναι ασύμμετρη ως προς τις διεθνείς εξελίξεις και πραγματικότητες. Η Ανατολή εμμένει στα δόγματά της, δόγματα που επιβάλλουν άκαμπτους τρόπους ζωής και συμπεριφοράς –σε μεγάλο τουλάχιστον βαθμό έτσι εμφανίζονται στο διεθνές προσκήνιο–, αρνούμενη πεισματικά να ακολουθήσει την εξέλιξη της δυτικής διανόησης. Είναι εμφανέστατο ότι αυτή η ασυμμετρία των ένθεν κακείθεν εξελίξεων θα οδηγήσει σε πολλαπλά κοινωνικά αδιέξοδα και σε πολύ δυσάρεστες καταστάσεις, έχουμε ήδη αρχίσει να τις βιώνουμε. Αποφεύγω να χαρακτηρίσω τα ήδη δραματικά τεκταινόμενα και οφειλόμενα στους ανατολικούς φονταμενταλισμούς, γιατί είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκα, καθόσον εμπλέκονται σε αυτά και δυτικές υστεροβουλίες που ψυχρά και απάνθρωπα χειρίζονται τους ανθρώπους και τις πίστεις τους. Δεν μπορούμε όμως να μη λάβουμε υπ’ όψη μας πως από τη μια μεριά ο Χριστιανισμός, αυτός που στήριξε τη Δύση σε όλη την ιστορική της διαδρομή, της σημερινής εποχής συμπεριλαμβανομένης, εξασθενεί, από την άλλη ο Ισλαμισμός παραμένει ο ίδιος στο συλλογικό φαντασιακό των πιστών του, ως άκαμπτος φονταμενταλιστικός κανόνας ζωής και συμπεριφοράς. Επίσης ότι οι χριστιανικοί πληθυσμοί μειώνονται δραματικά, ενώ αντιθέτως οι μουσουλμανικοί αυξάνονται ραγδαία, αλλοιώνοντας άρδην και την ίδια την ιστορική πολιτισμική φυσιογνωμία του ευρωπαϊκού χώρου.

Επιπλέον, οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψη μας και την τάση των ανθρώπων, ή εν πάση περιπτώσει μεγάλου μέρους τους, να καταφεύγουν σε μεταφυσικές δοξασίες. Ενδεχομένως από ψυχολογική πίεση που δεν μπορούν ορθολογικώς να αντιμετωπίσουν, ενδεχομένως από ελλιπή πληροφόρησή τους, ενδεχομένως από πειστικό, πιεστικό και έντεχνο προσηλυτισμό. Ιδιαιτέρως οι νέοι μας μπορούν έτσι εύκολα να ενταχθούν, από επιτήδειους προσηλυτιστές, σε θρησκευτικά δόγματα και φονταμενταλισμούς, που θα εκκολάπτονται σε μυστικά, δηλαδή κοινωνικώς ανέλεγκτα, εργαστήρια προπαγάνδας.

Από τα παραπάνω είναι προφανές πως με τον αποκλεισμό των «Θρησκευτικών» από τα σχολεία –αρχικώς γι’ αυτούς που δεν είναι χριστιανοί, αλλά πρακτικώς για όλους, γιατί δίνει αυτήν τη δυνατότητα η σχετική πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Παιδείας– όχι μόνο δεν υποστηρίζονται η νεωτερικότητα, οι νεωτερικές εκκοσμικευμένες κοινωνίες και γενικότερα η Δυτική πολιτισμική πρόταση, όπως φαντάζομαι (και ελπίζω) πως επιδιώκουν οι εξοβελίζοντας το μάθημα αυτό από τα σχολεία, αλλά αντιθέτως καταδικάζονται σε περιθωριοποίησή τους.

Με τα ανωτέρω δεν υποστηρίζουμε τη διατήρηση του μαθήματος των «Θρησκευτικών» υπό κατηχητικό χαρακτήρα του Χριστιανισμού και μάλιστα στη θρησκειοποιημένη μορφή του. Αυτό προφανώς δικαιούνται να το κάνουν οι χριστιανικές εκκλησίες, όπως και όλα τα άλλα δόγματα δικαιούνται να διδάσκονται σε ειδικά, αλλά και διαφανή ως προς τις στοχεύσεις τους, κέντρα, όπου όποιος θέλει να τα παρακολουθήσει, μπορεί να το κάνει. Αυτό που αποκαλούμε σήμερα «θρησκείες» ήταν σχηματοποιήσεις οντολογιών, συνιστούσαν τις εκάστοτε φιλοσοφικές θεμελιώσεις των κοινωνιών, στις οποίες έχει στηριχτεί –και στον βαθμό που εξακολουθούν να συνιστούν τις φιλοσοφικές θεμελιώσεις των κοινωνιών εξακολουθεί να στηρίζεται– η Ιστορία του ανθρώπου. Ως τέτοιες πρέπει να παρουσιάζονται στους μαθητές, να «διδάσκονται» –με τον όρο «διδασκαλία» σύμφωνα με τις σημερινές ανάγκες και δεδομένα–, να συζητούνται, να ερευνώνται. Δεν μας επιτρέπεται δηλαδή να ενισχύουμε, αμέσως ή εμμέσως, ή έστω να συντηρούμε, τους κάθε είδους φονταμενταλισμούς. Γιατί αυτό κάνουμε όταν λέμε πως οι μαθητές των κάθε είδους θρησκευτικών δογμάτων δεν μπορούν να ερευνήσουν τον τρόπο νοηματοδότησης της ζωής τους στους χώρους Παιδείας τους, επαφιέμενοι στις οικογένειές τους και στις Παραδόσεις τους, όπως αυτές κάθε φορά εμφανίζονται, ενίοτε λανθασμένα και δολίως, αλλά και όντας ευάλωτοι στους κάθε είδους προσηλυτισμούς. Η Παιδεία στοχεύει στην εξέλιξη της Σκέψης, ενίοτε με τρόπο επαναστατικό. Η Παιδεία δεν στοχεύει στη συντήρηση του παρελθόντος, το κρίνει και το εξελίσσει. Οφείλουμε να εισαγάγουμε τους εκπαιδευόμενους στα σχολεία μας στη φιλοσοφική έρευνα και στην επιστημονική πληροφόρηση, συχνά και στην αμφισβήτηση και στη δημιουργία: σε αυτό συνίσταται η Παιδεία.

Η Δύση έχει προ πολλού εμπεδώσει τα διδάγματα της «εποχής των φώτων» (17ος και 18ος αιώνες), δεν δικαιούμεθα να δημιουργούμε εμείς τώρα προσκόμματα στην ιστορική της παρουσία και εξέλιξη. Υπό αυτό το πρίσμα οφείλουμε να σχεδιάζουμε την Παιδεία στα σχολεία μας, ομοίως και τα «Θρησκευτικά» ως μάθημα.

* Ο Νικήτας Χιωτίνης είναι δρ Αρχιτέκτων/MSC Φιλοσοφίας Πολιτισμού, καθηγητής ΤΕΙ Αθήνας

ΠΗΓΗ: 30.9.2015, http://www.topontiki.gr/article/144598/mathima-ton-thriskeytikon

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.