Ἡ καρδία ὡς κέντρο φυσικό, ὑπερφυσικό καί παραφυσικό

καρδία ς κέντρο φυσικό, περφυσικό καί παραφυσικό

Του Φώτη Σχοινά*

Φιλοκαλική νθρωπολογία

Ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἔγινε δεκτή στήν τότε ΕΟΚ τό 1981 ἡ γαλλική ἐφημερίδα Le Monde ἔγραφε μέ πηχαῖο τίτλο: « χώρα τς Φιλοκαλίας εσλθε στήν Ερώπη». Διακριτικό στοιχεῖο καί γνωριστικό σημεῖο τῆς πολιτισμικῆς ταυτότητας τῆς Ἑλλάδος κατά τήν Γαλλική ἐφημερίδα προβάλλει ἡ Φιλοκαλία. Ἡ Φιλοκαλία συνετέθη τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ ΙΗ’ αἰῶνα ἀπό τόν γιο Μακάριο Νοταρ, ἐπίσκοπο Κορίνθου, καί τόν γιο Νικόδημο τόν γιορείτη καί ἀποτελεῖ συλλογή κειμένων γιά τήν καρδιακή, νοερά προσευχή καί συνιστᾶ τό πεντόσταγμα τῆς ἡσυχαστικῆς, νηπτικῆς ἐμπειρίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τήν ἴδια περίοδο – τέλη τοῦ ΙΗ’ αἰῶνα καί ἀρχές τοῦ ΙΘ’– προβάλλει στόν Ἑλληνικό χῶρο ὁ Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τό ἀντίπαλο ἰδεολογικό ρεῦμα τῆς Φιλοκαλικῆς ἀναγεννήσεως, ἡ ὁποία ἀπεκλήθη, σκωπτικά, καί Κολλυβαδικό κίνημα.

Στήν παροῦσα ἀνακοίνωση θά ἐξετάσουμε ἕνα βασικό στοιχεῖο τῆς φιλοκαλικῆς ἀνθρωπολογίας, ἡ ὁποία, σημειωτέον, εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ βιβλική καί πατερική ἀνθρωπολογία. Τό βασικό καί κεφαλαιῶδες αὐτό στοιχεῖο τῆς φιλοκαλικῆς/ἡσυχαστικῆς ἀνθρωπολογίας εἶναι ἡ καρδία ς κέντρο φυσικό, περφυσικό καί παραφυσικό, ὅπως τό ἐκθέτει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό νηπτικό ἀριστούργημά του Συμβουλευτικόν ἐγχειρίδιον.

Ἡ καρδία κατά τόν γιο Νικόδημο τόν γιορείτη, ὁ ὁποῖος συνοψίζει ὅλη τήν πρό αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτοῦ βιβλική καί πατερική παράδοση, εἶναι τό φυσικό κέντρο τῆς ψυσωματικῆς ἀνθρώπινης ὀντότητας. Ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ψυχή εἶναι εἶδος τοῦ σώματος, ἄν καί δέν περιέχεται ὡσάν σέ ἀγγεῖο στήν καρδία ἐπειδή εἶναι ἀσώματη, ἐν τούτοις σάν ὄργανο καί ὄχημα βρίσκεται στό μέσον τῆς καρδίας καί ἀκριβῶς στό μέση, στό διαυγέστατο καί καθαρώτατο πνεῦμα πού εἶναι στό μέσον μεταξύ σώματος καί νοῦ (τό ὁποῖο ὀνομάζεται καί ζωτικό καί αὐγοειδές καί ψυχικό πνεῦμα καί νευρώδης χυμός).1 Ἡ οὐσία τοῦ νοῦ βρίσκεται στήν καρδία, ἐνῶ ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ βρίσκεται στόν ἐγκέφαλο. Ὁ ἅγιος Νικόδημος στό σημεῖο αὐτό κάνει χρήση τῆς Παλαμικῆς διακρίσεως σέ οὐσία καί ἐνέργεια. Κάθε οὐσία, εἴτε ἄκτιστη εἴτε κτιστή, ἔχει τίς ἰδιάζουσες σ᾿ αὐτήν ἐνέργειες· οὐσία ἀνενέργητη εἶναι ἀδιανόητη. Ὁ ἡσυχαστής ἅγιος γράφει: «ν τ γκεφάλ δέ, ς ν ργάν ερίσκεται οχί οσία καί δύναμις το νοός, τοι τς ψυχς· λλά μόνη το νοός νέργεια, ς προείπομεν ν τ ρχ, καί φες τούς νεωτέρους φυσικούς καί μεταφυσικούς νά λέγωσιν, τι οσία τς ψυχς ερίσκεται ες τόν γκέφαλον καί ες τό το γκεφάλου κωνάριον». 2 Στό σημεῖο αὐτό ὁ ἅγιος Νικόδημος χωρίς νά κατονομάζει ννοε προφανς τόν Καρτέσιο. Ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ οὐσία τοῦ νοῦ βρίσκεται στόν ἐγκέφαλο, κατά τόν Ἁγιορείτη, εἶναι τό ἴδιο σάν νά λέγει κάποιος «τι φυτική ψυχή δέν ερίσκεται ρχικς ες τήν ρίζαν το δένδρου, λλά ες τόν κλάδον καί ες τόν καρπόν».3

Ἡ καρδία εἶναι ἡ ἕδρα, ἡ ρίζα, ἡ ἀρχή καί ἡ πηγή ὅλων τῶν φυσικῶν σωματικῶν καί ψυχικῶν δυνάμεων. Ὁ ἅγιος Νικόδημος δέχεται τήν ἀριστοτελική διάκριση τῆς ψυχῆς σέ φυτική, θρεπτική, αὐξητική, ζωτική, αἰσθητική καί φυσικά διανοητική καί θεωρεῖ κέντρο αὐτῆς τῆς ψυχῆς τήν καρδία. Ἀκόμη ἡ καρδία εἶναι τό κέντρον τῆς θυμικῆς καί ἐπιθυμητικῆς ψυχῆς· τῆς νοητικῆς, τῆς λογιστικῆς καί τῆς θελητικῆς. Ἀποτελεῖ τόν μυστικό καί ἀπόκρυφο θάλαμο τοῦ νοῦ, τοῦ καθαρωτάτου καί ἀνωτάτου γνωστικοῦ ὀργάνου τῆς ψυχῆς. Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ καρδία εἶναι τό ὄργανο καί τό ὄχημα ὄχι μόνο τοῦ λογικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τοῦ ἀλόγου καί παθητικοῦ. Ὅπως ἀπό τό κέντρο τοῦ κύκλου ξεκινοῦν καί ἐξέρχονται ὅλες οἱ γραμμές στήν περιφέρεια καί ἐπιστρέφουν στό κέντρο ἔτσι καί ἡ καρδία εἶναι στόν ἄνθρωπο ἕνα εἶδος κέντρου ἀπό τό ὁποῖο ἐκπηγάζουν καί ἐπιστρέφουν ὅλες οἱ αἰσθήσεις καί ψυχοσωματικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου.4

Ὁ Ἅγιορείτης ἅγιος φέρει καί τό ἑξῆς ἐπιχείρημα ὅτι κέντρο τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ καρδία καί ὄχι ὁ ἐγκέφαλος: ἡ ψυχή εἶναι ἀεικίνητη, ἄρα πρέπει νά ἔχει ἕνα ἀεικίνητο σωματικό ὅργανο ὡς ὄργανο καί ἕδρα. Τέτοιο ἀεικίνητο σωματικό ὄργανο εἶναι μόνο ἡ καρδία, ἡ ὁποία δέν σταματᾶ ποτέ νά κτυπᾶ καί νά λειτουργεῖ ἀπό τήν πρώτη μέχρι τήν τελευταία στιγμή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὅταν σταματήσει νά λειτουργεῖ, ἐπέρχεται ὁ θάνατος. Τοὐναντίον ὁ ἐκγέφαλος δέν εἶναι ἀεικίνητος· ὑπάρχουν περίοδοι ἀναστολῆς τῆς λειτουργίας του. Π.χ. ὁ ἐγκέφαλος ἀδρανεῖ τούς ἐννέα μῆνες πού ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔμβρυο στήν κοιλιά τῆς μητέρας του. Ἐπίσης ὁ ἐγκέφαλος ἀδρανεῖ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι βρέφος. Ὡσαύτως ὁ ἐγκέφαλος ἠρεμεῖ καί ἀδρανεῖ στούς βαθεῖς καί ἀφαντάστους ὕπνους. Ἐπίσης ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑποστεῖ κάποιο βίαιο καί ἰσχυρό κτύπημα, κρανιοεγκεφαλική κάκωση καί ἔχουμε ἀπώλεια συνειδήσεως.5 Μποροῦμε νά προσθέσουμε καί μία ἀκόμη περίπτωση πλήρους ἀναστολῆς τῆς ἐγκεφαλικῆς λειτουεγίας, τήν ὁποία περίπτωση δέν μποροῦσε νά γνωρίζει ὁ ἡσυχαστής Ἁγιορείτης τήν ἐποχή του: τήν χορήγηση ἀναισθητικοῦ, τήν νάρκωση, γιά τήν τέλεση κάποιας σωματικῆς ἐγχειρίσεως/ἐπεμβάσεως.

Ἡ καρδία εἶναι ἐπιπλέον καί κέντρο ὑπερφυσικό· διότι ἡ ὑπερφυσική, ἄκτιστη χάρη πού δεχθήκαμε διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος βρίσκεται στήν καρδία, σάν σέ καθέδρα καί θρόνο.6 Ὁ ἅγιος Νικόδημος πρός πίστωση τῆς ἀποφάνσεώς του αὐτῆς φέρει ἀρκετές Ἁγιογραφικές καί Πατερικές μαρτυρίες, ἀπό τίς ὁποῖες θά σημειώσουμε δύο, τίς πλέον χαρακτηριστικές, τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου καί το γίου Διαδόχου Φωτικς. Λέγει γιος Μακάριος:

« καρδία γεμονεύει λου το ργάνου, καί πάν κατάσχ τάς νομάς τς καρδίας χάρις, βασιλεύει λων τν λογισμν, καί τν μελν· κε γάρ στιν νος, καί πάντες ο λογισμοί τς ψυχς».7  Ὡσαύτως ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς διδάσκει: «γώ κ τν θείων Γραφν καί ξ ατο το νο τς ασθήσεως κατείληφα, τι πρό μέν το γίου βαπτίσματος ξωθεν χάρις πρός τά καλά προτρέπεται τήν ψυχήν, δέ σατανς ν τος ατς μφωλεύει βάθεσιν· πό δέ τς ρας, ν περ ναγεννώμεθα, ξωθεν μέν δαίμων γίνεται, σωθεν δέ χάρις».8

Ἡ καρδία εἶναι ἐπίσης καί κέντρο παραφυσικό, διότι σ᾿ αὐτή ἐμφωλεύει ὁ βύθιος πύθων καί οἱ δαίμονες αὐτοῦ καθώς ἐπίσης τά ἀκάθαρτα καί θεοστυγῆ πάθη. Γράφει ὁ Ἁγιορείτης ἡσυχαστής ἐπ᾿ αὐτοῦ: « καρδία εναι κόμη καί κέντρον παραφυσικόν· διότι λα τά παράφύσιν πάθη, καί λοι ο βλάσφημοι, καί περήφανοι, καί ασχροί, καί πονηροί λογισμοί, καί λαι α κακαί πιθυμίαι, κλίσεις, ρέξεις, καί προσπάθειαι (=ἐμπαθεῖς προσκολλήσεις), καί συγκαταθέσεις, τινα φθάσαμεν νά λάβωμεν ες τά το κόσμου πράγματα, κ τς καρδίας γενννται, καί ν τ καρδί ερίσκονται· τά ποα, καθώς τέφρα σκεπάζει τόν σπινθρα τς φωτίας, οτω καί ατά σκέπασαν, καί σκεπάζουσι τήν θείαν χάριν, ν λάβομεν πό το θείου βαπτίσματος… κε εναι καί α ρίζαι καί α ρχαί λων τν παρά φύσιν μαρτιν… κε στι καί σατανς, ν καί χι ες τό βάθος τς καρδίας (κε γάρ χάρις στίν, ς επεν νωτέρω γιος Διάδοχος), λλ᾿ μως ες τήν πιπολήν καί πιφάνειαν τς καρδίας, καί πλς περί τήν καρδίαν, ς ατός πάλιν λέγει Διάδοχος· καπνίζων μέν τόν νον διά τς γρότητος το σώματος, καί διά τς πιθυμίας καί δονς τς σαρκός· προσβάλλων δέ διά το νδιαθέτου καλουμένου λόγου, το φυσικς ν τ καρδί λαλουμένου, λους τούς μπαθες καί τόπους λογισμούς».9 Ὁ ἅγιος Νικόδημος πρός κατοχύρωση τῆς θέσεώς του αὐτῆς φέρει τούς Κυριακούς λόγους: «κ τς καρδίας ξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεαι, πορνεαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι·τατα εσι τά κοινοντα (=τά μολύνοντα, ἀκάθαρτον ποιοῦντα) τόν νθρωπον». (Ματθ. ιε’ 19).

Ὁ ἅγιος Νικόδημος συμβουλεύει τόν ὀρθόδοξο ἀσκητή νά ἑνώσει τήν ἐνέργεια τοῦ νοῦ, πού ἑδράζεται ὅπως εἴπαμε στόν ἐγκέφαλο, μέ τήν οὐσία τοῦ νοῦ, πού εὑρίσκεται στήν καρδία. Εἶναι γνωστό ὅτι κάθε οὐσιώδης ἐνέργεια ἔχει φυσική σχέση μέ τήν ἐνεργοῦσα οὐσία καί δύναμη. Καί ἡ οὐσιώδης ἐνέργεια πρός τήν οὐσία ἀπό τήν ὁποία ἐκπηγάζει ἐπιστρέφει καί ἑνώνεται καί ἀναπαύεται. Ὁ φυσικός τόπος καί ἡ φυσική διαμονή τοῦ νοῦ εἶναι ἡ καρδία.10  Ἔτσι λοιπόν καί ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ πρέπει νά ἑνωθεῖ μέ τήν οὐσία του πού βρίσκεται στήν καρδία. «Διά τοῦτο καί σύ, ἐπειδή ἠλευθέρωσας τήν ἐνέργειαν τοῦ νοός σου, ἧς ὄργανον ἐστιν ὁ ἐγκέφαλος… πρέπει νά γυρίσῃς τόν νοῦν σου εἰς τήν καρδίαν σου, τήν οὖσαν ὄργανον τῆς τοῦ νοός οὐσίας καί δυνάμεως, ὡς προείρηται· καί νά θεωρῇς νοερῶς ὅλον τόν ἔσω ἄνθρωπον».11

Ὁ Ὀρθόδοξος ἀσκητής/ἡσυχαστής θά κατεβάσει τό νοῦ στήν καρδία μέ τήν κυκλική κίνηση τοῦ νοῦ πού εἶναι ἀπλανής. Στίς ἄλλες δύο κινήσεις τοῦ νοῦ, τήν εὐθεῖα καί τήν ἐλικοειδῆ, μπορεῖ νά παρεισφρύσει ἡ πλάνη. Εὐθεῖα κίνηση τοῦ νοῦ εἶναι ὅταν ὁ νοῦς ἀπό τά ἐξωτερικά αἰσθητά, σάν ἀπό κάποιες εἰκόνες, ἀναβαίνει στήν ἁπλῆ καί νοητή θεωρία. Ἐλικοειδής κίνηση τοῦ νοῦ εἶναι, ὅταν ὁ νοῦς φωτίζεται ἀπό τίς θεῖες γνώσεις, ὄχι ὅλως διόλου νοερά, ἀλλά μέ σειρά ἀπό λογικές σκέψεις καί συλλογισμούς. Κυκλική κίνηση τοῦ νοῦ εἶναι ὅταν ὁ νοῦς ἐπιστρέφει στήν καρδία καί προσεύχεται νοερά.12

Ἐκεῖ λοιπόν στήν καρδία εὑρισκόμενος ὁ νοῦς ἄς προσεύχεται τήν μονολόγιστη προσευχή, ἐπικαλούμενη τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: «κε δέ ες τήν καρδίαν ερισκόμενος νος σου, ς μή σταται νά θεωρ, καί λλο τι νά κάμν· λλά ερίσκων τό λογιστικόν, τοι τόν νδιάθετον λόγον τς καρδίας, διά το ποίου διαλογιζόμεθα… καί ναγινώσκομεν λόκληρα βιβλία μυστικς, χωρίς νά λαλ τό στόμα· τοτον, λέγω, τόν νδιάθετον λόγον ερίσκων νος σου, ς μή τόν φήσ νά λέγ λλο τι, ε μή τήν σύντομον ταύτην μονολόγιστον καλουμένην εχήν· τοι τό “Κύριε ησο Χριστέ Υέ το Θεο λέησόν με”. λλά δέν φθάν τοτο μόνον· λλ᾿ κόμη χρειάζεται νά κινήσς καί τήν θελητικήν δύναμιν τς ψυχς σου, τοι νά λέγς τήν εχήν ταύτην μεθ᾿ λης τς θελήσεως καί δυνάμεως καί γάπης. Τό λέγω καθαρώτερον. μέν νδιάθετος λόγος ς λέγ μόνον τήν νωτέρω εχήν· δέ νος ς προσέχ τόσον διά τς νοερς του θεωρίας, σον καί διά τς νοερς του κος, ες μόνα τά τς εχς λόγια, καί πολλ μλλον ες τά τν λογίων νοούμενα, μένων νείδεος καί σχημάτιστος, χωρίς νά φαντάζηται, νά νο λλο τι ασθητόν, νοητόν, σωθεν ξωθεν, κν εναι καί γαθόν. πειδή γάρ Θεός ξω πάντων τν ντων ασθητν καί νοητν στι, καί πέρ πάντα τατα· διά τοτο καί νος, στις ζητε νά νωθ μετά το Θεο διά τς προσευχς, ξω πρέπει νά γίνηται πάντων τν ντων, καί πέρ πάντα τατα, να πιτύχ τς θείας νώσεως».13

Ὁ νοῦς λοιπόν εὑρισκόμενος στόν φυσικό του τόπο, τήν καρδία, προσευχόμενος ἀφαντάστως καί καθαρῶς δέχεται τήν θεία ἔλλαμψη, καθιστάμενος θεοειδής καί πνευματοειδής. Σκοπός τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί ὅλης τῆς ὀρθόδοξης ἡσυχαστικῆς ἀγωγῆς εἶναι νά καθαρθεῖ καί νά φωτισθεῖ ὄχι μόνο ὁ νοῦς, ἀλλά καί τό παθητικόν τῆς ψυχῆς. Νά μεταμορφωθοῦν τά θεοστυγῆ πάθη σέ ἔνθεα. Νά ἀνακαινισθεῖ ὅλος ὁ ἔσω ἄνθρωπος. Νά ἐκδιωχθεῖ ἀπό τήν καρδία ὁ βύθιος δράκων καί νά βασιλεύσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Σκοπός τῆς φιλοκαλικῆς ἀγωγῆς δέν εἶναι ἡ ρύθμιση τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ἡ τακτοποίηση τῶν ἠθῶν, ἀλλά ὁ ἀνακαινισμός ὁλοκλήρου τοῦ ἔσω ἀνθρώπου καί ὁ ἔμπλησμός του διά τῆς ἀκτίστου θείας χάριτος.

Ὡσαύτως καί γιος Γρηγόριος Παλαμς, ἀκολουθώντας ἐπί τοῦ προκειμένου τήν μακραίωνα παράδοση τῆς ἀσκητικῆς ἀνθρωπολογίας, θεωρεῖ ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εὑρίσκεται στήν καρδία καί ὄχι στόν ἐγκέφαλο: «Ἐπεί δέ καί ἔνεστι πολυδύναμον πρᾶγμα ἡ καθ᾿ ἡμᾶς ψυχή, χρῆται δ᾿ ὡς ὀργάνῳ τῷ ζῇν κατ᾿ αὐτήν πεφυκότι σώματι, τίσιν ὡς ὀργάνοις χρωμένη ἐνεργεῖ ἡ δύναμις αὐτῆς αὔτη, ἥν καλοῦμεν νοῦν; Ἀλλά γάρ οὐδείς ποθ᾿ ὑπενόησε, οὔτ᾿ ἐπί τοῖς ὄνυξιν, οὔτ᾿ ἐν τοῖς βλεφάροις, οὐδέ μενοῦν ἐν τοῖς μυκτῆρσιν ἤ τοῖς χείλεσιν ἐνῳκισμένην εἶναι τήν διάνοιαν· ἐντός δ᾿ ἡμῖν ἐνεῖναι πᾶσιν αὕτη συνδοκεῖ· διηνέχθησαν δέ τινες, τίνι πρώτῳ ὡς ὀργάνῳ χρῆται τῶν ἐντός.Οἱ μέν ὡς ἐπ᾿ ἀκροπόλει τῷ ἐγκεφάλῳ ταύτην ἐνιδρύουσιν, οἱ δέ τῆς καρδίας τό μεσαίτατον καί τό κατ᾿ αὐτό τοῦ ψυχικοῦ πνεύματος ἀπειλικρινημένον ὄχημα διδόασιν αὐτῇ. Ἡμεῖς δέ αὐτοί, εἰ καί μήτε ἔνδον ὡς ἐν ἀγγείῳ, καί γάρ ἀσώματον, μήτε ἔξω, καί γάρ συνημμένον, ἀλλ᾿ ἐν τῇ καρδίᾳ ὡς ἐν ὀργάνῳ τό λογιστικόν ἡμῶν εἶναι ἐπιστάμεθ᾿ ἀκριβῶς, οὐ παρ᾿ ἀνθρώπου τοῦτο διδαχθέντες, ἀλλά παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ πλάσαντος τόν ἄνθρωπον…».14 Μετάφραση (Παναγιώτη Χρήστου): «πειδή δέ εναι πολυδύναμον πργμα ψυχή μας, χρησιμοποιε δέ ς ργανον τό διά τήν ζωήν της καμωμένον σμα, ποα ργανα χρησιμοποιε δύναμίς της ατή, τήν ποίαν καλομεν νον; λλά πάντως κανείς ποτέ δέν πέθεσεν τι διάνοια εναι νοικισμένη ες τούς νυχας οτε ες τά βλέφαρα, οτε βέβαια ες τούς μυκτρας τά χείλη· τό τι ερίσκεται ντός μν λοι συμφωνον, διαφωνον δέ μερικοί ς πρός τό ργανον κ τν ντός τό ποον πρτον χρησιμοποιε. Πράγματι λλοι μέν τήν γκαθιστον ς ες κρόπολιν ες τόν γκέφαλον, λλοι δέ δίδουν ες ατήν τό νδοκάρδιον καί τό ψυχικόν πνεμα του ς γνησιώτατον χημα. μες δέ ο διοι, γνωρίζομεν κριβς τι τό λογιστικόν μας ερίσκεται, ν χι μέσα ς ες γγεον, φο εναι σώματον, οτε ξω, φο εναι συνημμένον, λλ᾿ ες τήν καρδίαν ς ργανον· δέν διδάχθημεν δέ τοτο πό νθρωπον, λλ᾿ πό τόν διον τόν πλάστην το νθρώπου…».15 Ὅπως γράφει μόλις ἀνωτέρω ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἄλλοι ἐκ τῶν πατέρων τοποθετοῦν τήν ἕδρα τῆς ψυχῆς ὡς σέ ἀκρόπολη στόν ἐγκέφαλο, ἄλλοι στήν καρδία. Γενικά κατά τόν καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου οἱ ἑλληνίζοντες Πατέρες ἐνιδρύουν τήν ψυχή στόν ἐγκέφαλο, οἱ ἰουδαḯζοντες στήν καρδία.16 Πάντως οἱ Πατέρες συνήθως θεωροῦν ὅτι ἡ ψυχή εὑρίσκεται καί διήκει ὅλο τό σῶμα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης αἴφνης γράφει: «Δεξαι γάρ μν λόγος προέθετο τό, μή μέρει τινί το σώματος νδεδέσθαι τόν νον, λλά παντός κατά τό σον φάπτεσθαι, καταλλήλως τ φύσει το ποκειμένου μέρους νεργοντα τήν κίνησιν».17 Μετάφραση (Ἀρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη: «Πρόθεσή μας ἦταν νά δείξει ὁ λόγος, ὅτι ὁ νοῦς δέν εἶναι δεμένος σέ ἕνα μέλος τοῦ σώματος, ἀλλά ὅτι ἐξίσου ἐφάπτεται μέ ὅλο, κι ἐνεργεῖ τήν κίνησή του ἀνάλογα μέ τή φύση τοῦ μέλους πού βρίσκεται κάτω ἀπό αὐτή τήν κίνηση».18 Ὁμοίως καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει: « δέ ψυχή συνδέδεται τ σώματι λη λ καί ο μέρος μέρει καί ο περιέχεται π᾿ ατο, λλά περιέχει ατό σπερ πρ σίδηρον καί ν ατ οσα τάς οκείας νεργείας νεργε».19

Πάντως διατηροῦμε ἐπιφυλάξεις γιά τήν ἀνωτάρω γνώμη τοῦ καθ. Παναγιώτη Χρήστου ὅτι οἱ ἑλληνίζοντες Πατέρες ἐνιδρύουν τήν ψυχή στόν ἐγκέφαλο, οἱ ἰουδαḯζοντες στήν καρδία, δεδομένου ὅτι εἶναι ἑληνικώτατη ἡ ἀντίληψη ὅτι ἕδρα τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ καρδία. Γιά παράδειγμα ὁ μηρος, ὁ ἡγεμών τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, θεωρεῖ ὡς ἕδρα τῆς ψυχῆς τήν καρδία. Στό μηρικόν Λεξικόν το . Πανταζίδου στό λῆμμα ἦτορ δίνονται οἱ ἑξῆς ἑρμηνεῖες: 1) Ἡ καρδία ὡς μέλος τοῦ  ἀνθρωπίνου σώματος. 2) Ἡ καρδία ὡς ἕδρα τῆς ζωτικῆς δυνάμεως. Τά Παραδείγματα πού φέρει Πανταζίδης εἶναι πάμπολλα. Ἐμεῖς θά στοιχειοθετήσουμε τρία-τέσσερα: Ἱλιάς Α 188 Ὡς φάτο· Πηλεΐωνι δ’ ἄγχος γένετ, ἐν δέ οἱ ἦτορ στήθεσσιν λυσίοισι διάδιχα μερμήριξεν. Μετάφραση (. Κομνηνο-Κακριδ): «τσι μίλησε. Τόν γιό το Πηλέα τόν πρε τότε θυμός, καί ψυχή του ταλαντεύθηκε μέσα στά δασιά του στήθη». Ἰλ. Θ 413: πῇ μέματον; Τί σφῶΐν ἐνί φρασίν μαίνεται ἦτορ; Μετάφραση(Ὀ. Κομνηνοῦ-Κακριδῆ): «Πο τρέχετε; Τί τρέλλα εναι ατή πού σς πιασε;». Ἰλ. Υ 169: ἐν δέ τέ οἱ καρδίη στένει ἄλκιμον ἦτορ.  Μετάφραση (Ὀ. Κομνηνοῦ-Κακριδῆ): «καί μέσα στήν καρδιά του βογγάει δυνατή ψυχή». Ἰλ. Χ 452: ἐν δ’ἐμοί αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνά στὀμα Μετάφραση (Ὀ. Κομνηνοῦ-Κακριδῆ): «Καί σέ μένα τήν δια χτυπ στό στθος μου καρδιά, καί μο φτασε ψυχή στό στόμα».

Διά τῆς διδασκαλίας του αὐτῆς, περί τῆς καρδίας ὡς κέντρου φυσικοῦ, ὑπερφυσικοῦ καί παραφυσικοῦ, ὅ ἅγιος Νικόδημος παρουσιάζει τό ἀνθρωπολογικό θεμέλιο, τό ἀνθρωπολογικό ὑπόβαθρο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Στήν προβληματική τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ πρωτεύουσα θέση εἶχε τό ἀνθρωπολογικό ζήτημα.20 Ὁ Ἅγιορείτης ἅγιος παρουσιάσει μία διαφορετική ἀπό τούς Εὐρωπαḯζοντες Διαφωτιστές ἀνθρωπολογία δείχοντας ἕνα διαφορετικό προσανατολισμό καί ἕνα διαφορετικό ἀξιακό στόχο τοῦ ἀνθρώπου.

Τέλος σημειωτέον ὅτι κατά τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅπως συνοπτικά παρουσιάζει ὁ Ἁγιορείτης Νικόδημος, ὡς θάνατος πρέπει νά νοηθεῖ ὁ καρδιακός θάνατος καί ὄχι ἁπλῶς ὁ ἐγκεφαλικός θάνατος.

Σημειώσεις

[1] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικόν ἐγχειριδίον, Νεκτάριος Παναγόπουλος, Δ′ ἔκδοση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 163

[2] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.164

[3] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.164

[4] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.162

[5] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.164

[6] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.167

[7] Μακαρίου τοῦ Μεγάλου, Ὁμιλία XV, 20, P.G. 34, 589 AB.

[8] Διαδόχου Φωτικῆς, Λόγος ἀσκητικός, οστ′, Φιλοκαλία, τόμος Α′,Ἀθῆναι 1957, σελ. 258.

[9] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σσ.168-169

[10] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σσ.170-171

[11] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.171

[12] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σσ.171-172

[13] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.173

[14] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 2, 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη [1988, σελ. 124

[15] Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὅ.π., σελ 125

[16]Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 2, 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 124, σημ. 16

[17]Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευῆς τοῦ σώματος, 14, P.G. 44, 173 D

[18]Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευῆς τοῦ σώματος, κείμενο-εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Ἀρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, ἐκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 992, σελ. 129

[19]Ἱωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ιγ’ 39-41, τόμος II, ἔκδοση B. Kotter, Βερολῖνο 1973, σελ. 39

[20]Παναγιώτη Κονδύλη, Ὁ Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ἐκδόσεις Θεμέλιο, Ἀθήνα 1988, σελ. 16

Το ψηφιδωτό που πλαισιώνει τη σελίδα φιλοτεχνήθηκε, τον 6ο αι. μ.Χ., στον ναό του Αγίου Απολιναρίου στη Ραβέννα.

ΠΗΓΗ:  Σάββατο, 04 Απρίλιος 2015, Aντίφωνο

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.