Τασούλα Καραγεωργίου, «Τι γίναν οι μαστόροι;»: Η επαναλειτουργία του «εργοστασίου»

Τασούλα Καραγεωργίου, «Τι γίναν οι μαστόροι;»:

Η επαναλειτουργία του «εργοστασίου»*

Του Γιάννη Στρούμπα

Το δέσιμο με τη γη, η επικοινωνία με το χώμα, όπως αυτά επιτυγχάνονταν σε προγενέστερους καιρούς, στη σύγχρονη εποχή έχουν καταλυθεί. Τσιμέντο κι άσφαλτος κατακαλύπτουν το χώμα, εμποδίζοντας τον άνθρωπο να βρει τις ρίζες του, στεγανοποιώντας τον κι αποξηραίνοντας τα θετικά του συναισθήματα. Οχήματα μικρά και μεγάλα, κυρίως οι νταλίκες, σκορπούν τα ψυχρά τους ντεσιμπέλ στις εθνικές λεωφόρους. Το ρημαγμένο τοπίο μουλιάζει και μουχλιάζει απ’ τη βροχή, καταδυναστεύεται απ’ το κρύο. Στο εχθρικό τούτο περιβάλλον η Τασούλα Καραγεωργίου, στην ποιητική της συλλογή «Τι γίναν οι μαστόροι;», αναζητά μία πρωτογένεια, τη ζωή «στο πρώτο κύτταρό της», στην αρχική της αγνότητα. Ο τιθέμενος στόχος απαιτεί για την εκπλήρωσή του την κατάλληλη καθοδήγηση, τη συνδρομή των «μαστόρων».

Η αξιοποίηση των μαστόρων προϋποθέτει καταρχάς τον προσδιορισμό τους και στη συνέχεια τον εντοπισμό τους. Ποιοι είναι λοιπόν οι αναζητούμενοι μάστορες; Η ποιήτρια λύνει ένα κομμάτι του γρίφου με το μότο «Ψάχνω να βρω τον Σολωμό,/ τη σκοτεινή μου αγάπη», το οποίο προτάσσει στα ποιήματα της συλλογής. Οι μάστορες προσδιορίζονται, επομένως, στον χώρο της τέχνης, της ποίησης, κι εντοπίζονται στα έργα τους, εφόσον έχουν πάψει να βρίσκονται εν ζωή. Μεταξύ δε των ποιητών, η Καραγεωργίου φαίνεται ότι προκρίνει ως μάστορες εκείνους που καλλιεργούν στην ποίησή τους ρυθμικά στοιχεία, όπως το μέτρο, την ομοιοκαταληξία, τα πλούσια εκφραστικά μέσα, αλλά κι εκείνους που υμνούν τη φύση κι αποκαθιστούν την επαφή μαζί της, καθιστάμενοι μεσολαβητές μεταξύ αυτής και των σύγχρονων ανθρώπων, των αποκομμένων από τη μαγική της επενέργεια. Γι’ αυτό κι αναζητά τον Σολωμό, που κατέχει μαστορικά να ανασυνθέτει τον «Πειρασμό» κάθε μαγευτικού, για τον άνθρωπο, φυσικού τοπίου, μα και άλλους ποιητές, όπως ο Κρυστάλλης, με την τρυφερότητα και την έκσταση που σιωπά μπροστά στο θαύμα της φύσης, μπροστά στο «άπλερο πουλάκι» και το σκίρτημά του.

Συνομιλώντας με τον Σολωμό, η Καραγεωργίου μεταμορφώνει το σολωμικό «λευκό βουνάκι πρόβατα» σε «λευκό κρινάκι», το οποίο ανθίζει στη ρωγμή του τοίχου. Μα αν το κρινάκι κατορθώνει να βρει τον δρόμο του νικώντας το μπετόν αρμέ, η επίσης καταγόμενη από τον Σολωμό «γαλάζια πεταλούδα» αδυνατεί να ζήσει στην άσφαλτο. Τα ρομαντικά φεγγαρόλουστα σολωμικά τοπία απομυθοποιούνται, με τη σειρά τους, στη λάσπη του σύγχρονου περιβάλλοντος, στην οποία το ασημί φεγγάρι αδυνατεί να καθρεφτιστεί και να αναδείξει τη χάρη του. Οι λάσπες κυριαρχούν και στην εικόνα του μικρού κοριτσιού που με πέδιλα βαδίζει απροστάτευτο απ’ τις ακαθαρσίες τους. Η θολή εικόνα προεκτείνεται στη ρύπανση της θάλασσας στην περιοχή του Σκαραμαγκά, στη γενικότερη ρύπανση του φυσικού τοπίου στην περιοχή της Ελευσίνας και του Ασπρόπυργου, με την οποία η Καραγεωργίου εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στην παράδοση, ανακαλώντας αυτή τη φορά τους αρχαίους ελληνικούς λατρευτικούς μύθους με τη θεά Δήμητρα, την κόρη της Περσεφόνη και τον θεό του κάτω κόσμου Πλούτωνα. Μόνο που το «πλουτώνειον άντρο» δεν είναι πλέον υπόγειο αλλά υπέργειο, είναι η ίδια η Ελευσίνα, που λόγω της ρύπανσης θυμίζει νεκρό τοπίο, σε μια θεώρηση ενισχυτική εκείνης του Νίκου Γκάτσου στον «Εφιάλτη της Περσεφόνης».

Η αλλοίωση του φυσικού τοπίου συμπορεύεται με την αλλοτρίωση του ανθρώπου. Χαμένος στο πλήθος, στις υποχρεώσεις της καθημερινότητας κι αποπροσανατολισμένος, ο σύγχρονος άνθρωπος αδυνατεί να αφουγκραστεί τον συνάνθρωπο και να τον νιώσει. Έτσι «Αλαφροΐσκιωτος κυλά/ στη σκάλα της Ομόνοιας», με τη ρομαντική φιγούρα του αλαφροΐσκιωτου να μεταβάλλει επίσης το περιεχόμενο της, αφού καταντά να δηλώνει τον εξαϋλωμένο άνθρωπο, που περνά απαρατήρητος στα αδιάφορα μάτια των άλλων, αντί του εξαιρετικά ευαίσθητου δέκτη που ψυχανεμίζεται κάθε μυστηριώδη ύπαρξη στη φύση. Άλλωστε, ένα τόσο ευαίσθητο πλάσμα δύσκολα θα χωρούσε στο ασφυκτικό, πολύβουο άστυ.

Η αλλοτρίωση επιτείνεται από την οικονομική κρίση που μαστίζει τη σύγχρονη ελληνική σκηνή, όπως αποδίδεται μέσω της εικόνας των αστέγων και των ανέργων. Ο αντικατοπτρισμός των ανέργων «Στα τζάμια τ’ άδειου μαγαζιού» δίνει μια συγκλονιστική εικόνα του κοινωνικού προβλήματος, που πετυχαίνει να αποδώσει τόσο το ανθρώπινο δράμα στο πρόσωπο των ανέργων, όσο και την κατάρρευση της οικονομίας στο εγκαταλειμμένο, κλειστό μαγαζί. Η δισημία λειτουργεί ακόμη αποτελεσματικότερα στο δίστιχο για τον άστεγο: «Σε τι τραπέζια τρώει ψωμί; Σε τι ποτήρια πίνει;/ Πού απαγκιάζει ο άστεγος στην ξενιτιά της πόλης;» Η Καραγεωργίου δεν φορτίζει απλώς το δίστιχό της με μια συγκίνηση απορρέουσα από γνήσιο ενδιαφέρον και συμπόνια, μα κι από τραγική ειρωνεία, αφού η άγνοια για την τύχη του αστέγου υποδηλώνει συνάμα πως το ενδιαφέρον για τους αναγκεμένους ανθρώπους εκφράζεται εντέλει μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, ενώ στην ουσία η όποια έμπρακτη συμπαράσταση του κοινωνικού συνόλου προς αυτούς απλώς απουσιάζει.

Η ένοχη σιωπή της βολεμένης κοινωνίας αποτυπώνεται στο βλέμμα του αφεντικού, το οποίο στρέφεται αλλού, αποφεύγοντας τα ικετευτικά μάτια του παιδιού που αναζητά εργασία. Η αποφυγή της δυσάρεστης κατάστασης συνιστά και μια παράλληλη περιχαράκωση σε μια προσωπική ευζωία. Γι’ αυτό ίσως και η μοναξιά ταξιδεύει μοναχή «μες στ’ αδειανό βαγόνι», σε μια εκλεπτυσμένη και λειτουργική προσωποποίηση από τη γραφίδα της ποιήτριας. Στην «ερημιά του κόσμου» λιγοστά είναι τα καταφύγια ανθρωπιάς, με ένα τους την αγκαλιά της μάνας, έναν εκλεκτό δροσερό ίσκιο. Καταφύγιο συνιστούν και οι ανθρώπινες στάσεις που προκρίνουν την αξιοπρέπεια και την αγάπη, εφόσον «Λάθος δεν γίνεται ποτέ στο άλφα της αγάπης». Το ίδιο ισχύει για τη γενναιότητα μπροστά στον θάνατο, την περήφανη αντιμετώπισή του που στέκει μακριά από κάθε μικροπρεπή μεμψιμοιρία.

Στον αντίποδα των προηγούμενων στάσεων, οι αντικοινωνικές συμπεριφορές ψέγονται: «Ε, σεις, μικρά αφεντικά, μη λέτε εύκολα “όχι”./ Το χι χαράζει την καρδιά σαν το καρφί στο τζάμι.» Μεταχειριζόμενη το εκφραστικό σχήμα της μεταφοράς, με το «χι» από τη λέξη «όχι», που χαράζει την καρδιά, καθώς και το σχήμα της παρομοίωσης του χαράγματος της καρδιάς με το χάραγμα που αφήνει το καρφί στο τζάμι, η Καραγεωργίου απορρίπτει την απολυτότητα, τον εγωισμό, την αδιαλλαξία των «μικρών αφεντικών», χωρίς όμως να πέφτει στην παγίδα του διδακτισμού ή του να φανεί η ίδια απόλυτη, αφού η παραίνεσή της χαρακτηρίζεται από απαλές προτροπές, που διατηρούν χαμηλούς τους τόνους τους και προστατεύουν τις καρδιές αντί να τις χαράζουν.

Απέναντι στην οξεία οικονομική και ηθική κρίση υπάρχει αντίδοτο; Θα μπορούσε η τέχνη να προσφέρει κάποια, έστω, παρηγοριά; «Ποίημα, φέρε στο παιδί/ καινούρια παπουτσάκια», προτρέπει η ποιήτρια στα έργα της τέχνης τα οποία και η ίδια καλλιεργεί. Η προτροπή, βεβαίως, δεν είναι πάντα αρκετή για να νικήσει την εξαθλίωση, όπως φανερώνει η ύπαρξη έργων τέχνης, κι ακόμη πιο συγκεκριμένα λογοτεχνικών έργων, στα οποία οι δύσμοιροι άνθρωποι τελικά δεν λυτρώνονται. Άλλωστε, πώς θα κατόρθωνε μια μυθοπλασία, όσο ρεαλιστικές κι αν είναι οι βάσεις της, να χαρίσει υποδήματα στους αναγκεμένους ή να τους χορτάσει ψωμί; «Άρτος, ψωμί ή άλφιτα·/ χορταίνεις με μια λέξη;»

Η αδυναμία, ωστόσο, της ποίησης να παράσχει υλική βοήθεια στον άνθρωπο, δεν συμπορεύεται με την πραγματική της δύναμη να λυτρώσει ψυχικά. Γι’ αυτό η Καραγεωργίου επιμένει στη μαγεία της γλώσσας, ιδίως όπως αναδεικνύεται μέσα από την επικοινωνία της με την παράδοση, με τις προγονικές της μορφές. Πλάι στη λέξη «άλφιτα», λοιπόν, «λαμπυρίζει» και το ομηρικό επίθετο «λευκώλενος», που με την αναπαραστατική του δύναμη κι ευστοχία φωτίζει ακόμη περισσότερο την ήδη αστραφτερή, λόγω του υλικού απ’ το οποίο είναι κατασκευασμένη αλλά και της γλυπτικής τέχνης που τη λάξευσε, μαρμαροκολόνα. Φαίνεται πως κάποιες λέξεις ικανοποιούν την πείνα, την αισθητική τουλάχιστον, προσδίδοντας μάλιστα μια πικάντικη αλμύρα, όπως συμβαίνει με «Τα αλμυρά ουσιαστικά,/ Κάλυμνος, Λέρος, Τήλος», ή μια ευωδιά ισχυρή όπως του ρόδου: «Μια λέξη αρκεί –αμβροσίοδμα– σαν ρόδα που ευωδιάζουν»· η δε λεκτική εντύπωση, την οποία σχολιάζει η Καραγεωργίου, δεν είναι απλώς αισθητική, παρά, πολύ περισσότερο, και φορέας παράδοσης τόσο γλωσσικής όσο και λογοτεχνικής, όπως προκύπτει από την ταυτότητα των ποιητών, δηλαδή του Όμηρου και του Κάλβου, που συντηρούν ή πλάθουν τις σπάνιες λέξεις.

Η συντήρηση των λέξεων που κατάγονται από το μακρινό γλωσσικό παρελθόν αποτελεί γενικότερα συντήρηση της παράδοσης μέσα από την ενεργοποίηση της μνήμης. Η μνήμη ενεργοποιείται εξίσου κι από τα παραδοσιακά στοιχεία άλλων τεχνών, όπως της αρχιτεκτονικής: «Δίχως πεζούλι πέτρινο, πού ν’ ακουμπήσει η μνήμη;» Προερχόμενο από το αρχιτεκτονικό παρελθόν, το πέτρινο πεζούλι λειτουργεί πολυεπίπεδα, εφόσον δεν συνιστά απλώς έναν φορέα ανάμνησης παρελθοντικών γεγονότων ή μια εκδήλωση της τέχνης των αναζητούμενων μαστόρων, που εδώ παύουν να ’ναι μόνο λογοτέχνες, αλλά, πολύ περισσότερο, αποκαθιστά την επικοινωνία του ανθρώπου με τη φύση, μια επικοινωνία εξαρχής επιζητούμενη από την ποιήτρια, έπειτα από την ακύρωσή της στο ασφυκτικά τσιμεντένιο σύγχρονο άστυ.

Μπορεί, λοιπόν, μέσα στο κλίμα της παρούσας οικονομικής κρίσης να ’ναι «Κλειστό το εργοστάσιο» και να αναρωτιέται η ποιήτρια «Τι γίναν οι μαστόροι;»· μπορεί να ’ναι δυσεύρετοι ακόμη κι οι «μαστόροι» στην τέχνη, ιδίως στην ποίηση, αφού στη σύγχρονη ποιητική παραγωγή συχνά ο ελεύθερος στίχος, στη συντριπτική του επικράτηση, αποκόπηκε εντελώς από τον ρυθμικό του βηματισμό και τη «μαστορική» του επεξεργασία. Τα έργα που κληροδότησε, ωστόσο, το «εργοστάσιο» εξακολουθούν να περιφέρονται μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες, να βρίσκονται εκεί για όσους επιθυμούν να τα ανακαλύψουν, και να μπολιάζουν την ποιητική δημιουργία λογοτεχνών που επιχειρούν την επαναλειτουργία του «εργοστασίου». Η Τασούλα Καραγεωργίου, με τους ιαμβικούς της δεκαπεντασύλλαβους της παρούσας συλλογής, εντάσσεται στη χορεία των προαναφερθέντων μαστόρων λογοτεχνών, επιτυγχάνοντας «Κτύπος ιάμβου ν’ ακουστεί στο αίμα της καρδιάς μας»· και ν’ «ακουστεί», μάλιστα, όχι μόνο σαν μετρικός ρυθμός, παρά και με τη σολωμική σημασία του ρήματος «ακούω», δηλαδή νιώθω, σε μια κινητοποίηση των συναισθημάτων, που οδηγούν τον άνθρωπο στο μέλλον, καλλιεργώντας την ευαισθησία του, μέσα από τα σπλάχνα της καρποφόρας παράδοσης.

Τασούλα Καραγεωργίου, «Τι γίναν οι μαστόροι;», εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014, σελ. 64.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 409, 16/2/2015.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.