O ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

O  ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΣ  ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Του Κώστα Υψηλάντη

         O Γιώργος πηγαίνει Β Λυκείου, είναι ψηλός κι αδύνατος κι ένας από τους  χειρότερους μαθητές. Η ματιά του είναι διαπεραστική, έτοιμη να επιτεθεί σε κάθε στραβοκοίταγμα.  Κανένας από το σχολείο δεν ξέρει ότι ζεί μόνος του με την γιαγιά του, εδώ και 17 χρόνια, από τότε που γεννήθηκε.

        Η  γιαγιά έχει  άσχημο λεξιλόγιο, αλλά στον Γιώργο έχει ιδιαίτερη αδυναμία. Τις περισσότερες φορές μονολογεί, κοιτάζοντας το πρόσωπο της στον καθρέπτη. Ζούνε και οι δυό σε μια  παμπάλαια μονοκατοικία,  παράγκα του 1900, και στερούνται και οι δυό ακόμα κι από τα πιο βασικά. Η κόρη της κας Χαρίκλειας και μάνα του Γιώργου, η Ρένα, τους επισκέπτεται μια φορά τον μήνα, γιατί, όπως η ίδια τους εξηγεί συνεχώς, γυρνάει στην επαρχία σαν πλασιέ αρωμάτων και κοσμημάτων. Όταν επιστρέφει  για λίγο, δεν μένει ποτέ σπίτι γιατί το αφεντικό της, όπως ισχυρίζεται, είναι πολύ παράξενο και θέλοντας να ελέγχει τους πωλητές του, τους νοικιάζει ένα φθηνό ξενοδοχείο.

 Η Ρένα, έχει πατήσει τα 44 και  μοιάζει αρκετά με τον Γιώργο. Ψηλή κι αδύνατη με την φωνή της να είναι βαριά από το πολύ τσιγάρο. Ο Γιώργος προσπαθεί να της πάρει καμιά κουβέντα από τα ταξίδια της στην επαρχία αλλά του κάκου. Η Ρένα  ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και οι κουβέντες της είναι μετρημένες.  Όταν ο Γιώργος ήταν μικρός, δεν τον

απασχολούσε που μένει η μητέρα του γιατί  σκεπτόταν μόνο τι θα του φέρει από τη επαρχία. Τώρα ο Γιώργος ψάχνει τα πάντα, από τα πιο απλά έως τα πιο μπλεγμένα.  Με τα χρήματα της μάνας που τα φέρνει κάθε μήνα, ζεί αυτός και η γιαγιά του αλλά  δεν είναι αρκετά για νεανικές εξόδους με κεράσματα και τσιγάρα. Μόνο τα καλοκαίρια μπορεί να δουλέψει για να κρατάει κάτι για τον χειμώνα. Αυτή η στέρηση αρκετές φορές τον έβαλε στο πειρασμό της κλοπής, καθώς καθημερινά βλέπει τους συμμαθητές του να χαίρονται όλα όσα του λείπουν. Οι περισσότεροι έχουν μηχανάκι, κι άλλοι μοτοσυκλέτα, και βγάζουν  βόλτα τα κορίτσια τους ενώ καπνίζουν πάνω από δυό πακέτα την ημέρα. Έχουν και  στερεοφωνικό και  λάπτοπ.

      Στα 14 έκανε την πρώτη του μικροκλεψιά.  Κανείς δεν κατάλαβε το σουγιαδάκι που πήρε από το τραπέζι, ενώ έτρωγε με άλλους πολλούς γιατί σίγουρα η μικρή του αξία δεν κίνησε καμία υποψία. Μετά το σουγιαδάκι,ήρθε το η κάμερα και το βίντεο. Όλα πουλήθηκαν λιγότερο από την μισή τους τιμή. Ο Γιώργος, τώρα πιά, έχει  διαβεί την πόρτα της παρανομίας.

      Σε μια λογομαχία με κάποιον που κατάλαβε την κλοπή που του έκανε, αντάλλαξε για πρώτη φορά βαριές βρισιές και βλαστήμιες. Όλα οι γνωστές βρισιές   ακούστηκαν, μα αυτό που του έμεινε περισσότερο στην μνήμη, ήταν δυό λέξεις που του πέταξε ο άλλος κατάμουτρα.  «Α, να χαθείς, πουτάνας γιέ, πουτανόσπορε».

Οι χειρότερες βλαστήμιες  του φάνηκαν γλυκόλογα μπροστά στις δυό αυτές λέξεις. Έφυγε με το μυαλό του κολλημένο στην ηχώ των λόγων του τύπου που τον πρόσβαλε μ΄αυτά τα λόγια.

     Η  καχυποψία του για κάθε προσωπικό του θέμα,  δεν τον άφηνε να κοιμηθεί.  Και έπρεπε να δώσει κάποια απάντηση  στον εαυτό του για το παρελθόν του, τώρα πού έχει μάθει όλα τα μονοπάτια της ζωής. Η μητέρα του ήρθε ξανά αυτό το Σαββατοκύριακο, μετά  από μια περιοδεία στην ορεινή Ήπειρο, που όπως τους είπε, έκανε σαν πλασιέ  και τους έφερε και ηπειρώτικο τυρί που ήταν πολύ νόστιμο. Οι υποψίες του, σταμάτησαν για λίγο, αλλά συνεχίστηκαν όταν  είδε την μάνα του να φεύγει βιαστικά  από το σπίτι, επειδή όπως είπε η ίδια, το ζόρικο αφεντικό είχε τα νεύρα του, εκείνη την ημέρα.

     Ο  Γιώργος έφυγε κι αυτός από το σπίτι στα κλεφτά από την γιαγιά παίρνοντας το ένα ζευγάρι κλειδιά μαζί του, και έτρεξε να την παρακολουθήσει. Η μητέρα του, στάθηκε στον δρόμο για ταξί και ο Γιώργος αναγκάστηκε να πάρει το παλιό μηχανάκι του γειτονόπουλου, για να συνεχίσει την παρακολούθηση….

     Πάρκαρε  το μηχανάκι μακρυά από την πόρτα ενός σπιτιού που σταμάτησε το ταξί, για να μην τον δεί  η μητέρα του. Αυτή, τότε μπήκε βιαστικά μέσα στο σπίτι αυτό  που έμοιαζε πολύ μ΄αυτό της γιαγιάς του στην εξωτερική του όψη, παλιό και προχειροβαμμένο… Η φωτεινή του πινακίδα Η Ο T E L FANTASY,  είχε χάσει τα μισά της  γράμματα.

     Μια βαμμένη προκλητικά, εξηντάρα γυναίκα του έκλεισε τον δρόμο.  Μια βρισιά  της αντί για χαιρέτισμα.

–  Έχεις λεφτά, ρε,  ή ήρθες για μάτι;  Να  τα δώ, αλλοιώς στρίβε.

Ο Γιώργος της έδειξε κάτι κέρματα κι αυτή γελώντας, τον έδιωξε.

 –  Μ΄αυτά, ούτε εμένα δεν παίρνεις, μπανιστιρτζή. ΄Αντε ξεκουμπίσου.

 Στον διάδρομο, δυό γυμνές πλάτες διαγράφονταν σε έναν καθρέπτη. Τα μαλλιά της μιάς γυναίκας,  ήταν τα μαλλιά της μητέρας του.  Ο  Γιώργος θα αρνιόταν  να το παραδεχτεί, αν δεν αναγνώριζε την φωνή της μάνας του να βρίζει τους φαντάρους που έρχονταν μόνο για μάτι.

– Άμα συνεχίσουμε με αυτούς τους ματάκηδες, θα το κλείσουμε το  μαγαζί, είπε με την βαρειά της φωνή.

– «Πουτάνας γιέ,  πουτάνας γιέ»…   ακούστηκαν μέσα του τα λόγια αυτού που τον είχε βρίσει πριν λίγες μέρες.

Ώστε ήταν αλήθεια.  Τόσα χρόνια το αφεντικό δεν την  άφηνε να κοιμηθεί στο σπίτι της, γιατί « κοιμόνταν» εδώ.   Και φυσικά ούτε αφεντικό υπήρχε, ούτε  δουλειά του πλασιέ αρωμάτων και κοσμημάτων. Όλα ήταν ένα ψέμα για την κάλυψη της πορνείας,,,

– Ο Γιώργος βγαίνει αηδιασμένος από την μακροχρόνια κοροϊδία και τον εξευτελισμό. Η γιαγιά τα γνώριζε όλα αλλά τα υπέμενε βρίζοντας, χάριν των χρημάτων που μπαίνανε στο σπίτι. Η Ρένα, όμως τώρα  έχει μεγαλώσει, «έχασε την μπογιά της», που λένε, και τα έσοδα είχαν  λιγοστέψει. Ο  Γιώργος επιστρέφει το μηχανάκι στο γειτονόπουλο αλλά ο ίδιος δεν επιστρέφει στο σπίτι της γιαγιάς.   Τώρα πλέον αυτό το σπίτι είναι ξένο, δεν τον χωράει,  θα φύγει από εκεί για πάντα.  Δεν μπορεί να παριστάνει τον ανήξερο..

– Οι κλεψιές του Γιώργου, τώρα συνεχίστηκαν με αυξανόμενο ρυθμό. Ο Γιώργος έγινε μέλος συμμορίας που άδειαζε μοναχικά σπίτια. Στην αρχή ένας απλός τσιλιαδόρος, μετά μπουκαδόρος από τους πιο γρήγορους κουβαλητές.  Περιζήτητος και σε άλλες συμμορίες  με  μεγάλη φήμη στα βόρεια πλούσια προάστια της Αθήνας. Ο Γιώργος δεν αργεί να μπεί στο κύκλωμα της εμπορίας των «σκληρών» ναρκωτικών. Θέλει να κερδίσει τον χαμένο καιρό, και είναι έτοιμος να φτάσει στα άκρα. Τώρα δεν έχει σουγιά στην μπότα αλλά ένα γεμάτο περίστροφο…  Δεν θα διστάσει να το χρησιμοποιήσει αν κινδυνεύσει με σύλληψη.

– Μετά τα ναρκωτικά, αρχίζει την ληστεία των τραπεζών, που από καιρό, είχε σκοπό να αρχίσει. Σε μια από αυτές τραυματίζει τον ένοπλο φύλακα και αποκτά διεθνή καταζήτηση με αμοιβή. Στα  27 του χρόνια βρίσκεται στο εξωτερικό, σαν διακινητής ναρκωτικών από την Λατινική Αμερική… Σε ένα μπλόκο, όμως, στημένο από την τοπική αστυνομία, τον πιάνουν μαζί με άλλους τρείς. Στην αρχή φαινόταν, ότι θα τον χρησιμοποιούσαν για δόλωμα για να βρούν μεγαλύτερα «κομμάτια» της εμπορίας κοκαΐνης, αλλά στο τέλος, προσπαθούν να του φορτώσουν και άλλες «δουλειές¨, που ούτε που ήξερε.

Η τοπική Αστυνομία έπρεπε να παρουσιάσει έργο και ο Τζώρτζ ο Γκρέκος ήταν καλή περίπτωση. Θα του φόρτωναν δυό φόνους και πέντε ληστείες, στην δίκη που προετοίμαζαν..  Οι φυλακές, ένα ολάκερο φρούριο, λύγιζε και τους πιό «» θαμώνες.

 Ο Τζώρτζ ο Γκρέκος ήταν σε μόνιμη απομόνωση, πριν το Δικαστήριο. Οι αμερικάνικες συμμορίες δεν σκόπευαν να τον υπερασπιστούν, κι ο ίδιος δεν είχε κρατήσει ούτε τα ελάχιστα για τα γηρατειά. Στην Αμερική δεν έχει καταργηθεί η θανατική ποινή και ο Γιώργος φοβάται πως προς τα εκεί θα καταλήξουν οι δικαστές.

   Μεγάλη δημοσιότητα φανέρωνε μεγάλη ποινή. Και τα δυό δεν άργησαν να τον υποδεχτούν. Πολλοί ψευδομάρτυρες, κανένας υπερασπιστής. Κι η ποινή ήταν αυτό που φοβόταν. Δις εις θάνατον. Λες και μπορούσε να αναστηθεί και να ξαναεκτελεστεί.

 Σε ένα μήνα, έπρεπε να είχαν τελειώσει όλα. Οι εφημερίδες μιλούσαν για εξάρθρωση μεγάλης σπείρας δολοφόνων και εμπόρων ναρκωτικών. Οι τοπικοί αστυνομικοί είχαν σίγουρη την προαγωγή τους. Οι δικαστές εκπλήρωσαν το καθήκον τους σε ένα εισαγόμενο εγκληματία και μόνο λίγες φωνές μίλησαν για ποινή παραδειγματισμού.

  Ο  Γιώργος παγώνει όταν ακούει την ποινή. Του απομένουν μόνο άλλες τριάντα μέρες ζωής πριν την ηλεκτρική καρέκλα. 30 μέρες ζωής είναι σαν 30 φύλλα τετραδίου που θα σκίζει κάθε μέρα και από ένα. Στο τέλος θα πεταχθεί και το εξώφυλλο.

   Ο  Γιώργος στην αρχή σκέπτεται να κάνει απεργία πείνας. Αλλά τελικά μετανοιώνει αφού ξέρει ότι δεν πρόκειται να του συμπαρασταθεί κανένας απολύτως. Ρωτάει αν μπορεί να ζητήσει αναστολή ή να κάνει έφεση κι όλοι του μιλούν για πολλά λεφτά και άγνωστο είναι το αποτέλεσμα.  Ο Γιώργος, πιστεύει, πως και να είχε τα χρήματα, το αποτέλεσμα θα ήταν πάλι το ίδιο, η ίδια καταδίκη. Δύο φορές ή μία φορά εις θάνατον είναι το ίδιο πράγμα. Και εδώ είναι Αμερική. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Και αυτός είναι το μικρό ψάρι που πρέπει να φαγωθεί.

    Στην Αμερική ζούν πολλοί Έλληνες μετανάστες και ο Γιώργος ζήτησε ορθόδοξο ιερέα για την πρώτη και τελευταία του εξομολόγηση. Του αρκεί ένας απλός αγράμματος παπάς για να ακουμπήσει η ταλαίπωρη ψυχή του, το βάρος της καταδίκης. Η λέξη του θανάτου είναι μια ψυχρή λέξη που το μυαλό τρελαίνεται στο άκουσμά της, αδυνατεί να την ξεπαγώσει  μέσα σε 30 μέρες.

    Ο απλός ιερέας γνωρίζει να ζεί με το δράμα του ληστή στον Σταυρό. Γνωρίζει την απέραντη δύναμη της Μετάνοιας και γνωρίζει της δύναμη της Πίστης και της Ελπίδας. Σε έναν κόσμο που ζεί χωρίς ελπίδα, δεν χρειάζεται η Πίστη. Σε έναν κόσμο που έχει Πίστη σαν μορφή μιάς  Θείας εμπιστοσύνης, η Ελπίδα είναι αυτονόητη. Και ο Γιώργος και πιστεύει, και ελπίζει. Αισθάνεται συντετριμμένος για το άχρηστο παρελθόν που έζησε μέχρι τώρα και θέλει να επανορθώσει, αλλά δεν μπορεί σε μόλις 29 μέρες να κάνει τίποτε.

    Σκέπτεται την γιαγιά του που δεν ξέρει αν ζεί ακόμα, και την μάνα του που μπορεί να την έχουν διώξει από το πορνείο σαν ασύμφορη λόγω ηλικίας. Δάκρυα μετανοίας πλημμυρίζουν τα μάτια του. Αναγνωρίζει τον πνευματικό θάνατο στο οποίο ζούσε τόσα χρόνια ζώντας μια ζωή γεμάτη κλοπές και ναρκωτικά. Δεν μπορεί να αισθανθεί ότι χρειάζεται  να δικαιωθεί αυτός που έχει ταΐσει με τον αργό θάνατο τόσες χιλιάδες νέους. Αισθάνεται το βάρος των ληστειών που έκανε και των χρημάτων που σπατάλησε ζώντας άσωτη ζωή.

    Ο ιερέας του μιλάει για δύο θανάτους. Ο ένας είναι ο γνωστός σωματικός, που όλοι του την εμπειρία θα γνωρίσουμε μια ημέρα. Αυτός είναι ο αναπόφευκτος θάνατος.   Ο άλλος  θάνατος μπορεί να αποφευχθεί, παρότι είναι ο πιο σπουδαίος. Ο θάνατος αυτός είναι ο πνευματικός θάνατος που είναι στην κάθε ανθρώπινη θέληση η δυνατότητα αποφυγής του.

   Ο  ιερέας που ένοιωσε τον πόνο της ψυχικής συντριβής του Γιώργου, του είπε πως στον δεύτερο αυτόν θάνατο, ο Γιώργος βγήκε νικητής, αφού έζησε το μυστήριο της Μετανοίας.


   Ο   Γιώργος κλαίει τώρα από χαρά  γιατί γνωρίζει τα θαύματα που γίνονται στην πατρίδα του αλλά τόσα χρόνια τα είχε λησμονήσει προσπαθώντας να ζήσει μέσα στο υλικό θαύμα που θα έφτιαχνε αυτός για τον εαυτό του…. Ζητάει την θεία Συγχώρεση  και αισθάνεται ανακούφιση από την ανταπόκριση που βρίσκει από τα λόγια του ταπεινού και σοφού ιερέα.

     «Δέκα χρόνια, ίδιος δρόμος, μια ανηφόρα και μια πέτρα στο ίδιο σημείο. Κάθε χρόνο πρέπει να βαδίζω την ανηφόρα για να κατέβω από δίπλα. Στην δέκατη χρονιά ούτε ανεβαίνω, ούτε κατεβαίνω. Αλλά η πέτρα βρίσκεται στο ίδιο σημείο. Θα με περιμένει να ξανάρθω  για να την ξαναβρώ. Θα  βρίσκεται πάντα εκεί»…

        Ο Γιώργος κατάλαβε ότι η πέτρα είναι η γή και αυτός που ανεβοκατεβαίνει είναι ο κάθε άνθρωπος μέχρι την τελευταία του πνοή. Η γή θα τον περιμένει  για να την ξαναζήσει.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.