Οι «ζυμώσεις» που «ξεφουσκώνουν» μόνες τους…

Οι «ζυμώσεις» που «ξεφουσκώνουν» μόνες τους…*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Η οκταήμερη απεργία των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τις 16/9 ως και τις 25/9/2013 προκάλεσε μετά από τη λήξη της ποικίλες τοποθετήσεις αναφορικά με την επίτευξη ή μη των στόχων της. Όσοι αποτίμησαν θετικά την απεργία λειτούργησαν κυρίως συσχετιστικά, συγκρίνοντας την τελευταία αυτή κινητοποίηση με προηγούμενες.



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 377, 16/10/2013.

Η θετική αποτίμηση συνεκτίμησε τη μαζική κινητοποίηση του κλάδου, ιδίως κατά το πρώτο τριήμερο της απεργίας, τα συντριπτικά ποσοστά συμμετοχής στην απεργία, που υπερέβαιναν το 70%, τις ογκωδέστατες πορείες όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και στις επαρχιακές πόλεις – πορείες, μάλιστα, που ανάγκασαν την κυβέρνηση να επιβάλλει την πλήρη αποσιώπησή τους στα ελεγχόμενα μεγάλα μέσα «ενημέρωσης» -, την αφύπνιση που φάνηκε να δείχνει μετά από πολύ καιρό ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, την έξοδο από την απάθεια και την αδράνεια, τη διαφαινόμενη καθυστέρηση των αρνητικών εξελίξεων στον κλάδο λόγω της αντίδρασης των εκπαιδευτικών, την απόπειρα προσέγγισης της κοινωνίας, εξήγησης σ' αυτήν των δίκαιων αιτημάτων των απεργών, και σύμπλευσης με άλλες ομάδες εργαζομένων. Όσοι αποτίμησαν ως αρνητικά τα απεργιακά αποτελέσματα επισήμαναν τη γρήγορη εγκατάλειψη του αγώνα, ιδίως τη στιγμή που αυτός φαινόταν να προσλαμβάνει τη μορφή απεργίας διαρκείας, καθώς επίσης και την έλλειψη αποτελεσματικότητας, εφόσον τα βασικότερα αιτήματα, μεταξύ των οποίων η επανασύσταση των κλάδων που καταργήθηκαν στα επαγγελματικά λύκεια και η επιστροφή των απολυμένων εκπαιδευτικών στις οργανικές τους θέσεις, δεν ικανοποιήθηκαν.

Αμφότερες οι προσεγγίσεις περιέχουν βάσιμες θέσεις. Η τοποθέτηση καθενός ως προς την επιτυχία ή την αποτυχία μιας απεργίας σχετίζεται με τις προσμονές του από αυτήν και τους στόχους προς επίτευξη που 'χει ορίσει ως πρωταρχική προτεραιότητα. Παράλληλα πάντως με την αρνητική αποτίμηση της συγκεκριμένης απεργίας εμφανίστηκε η παγίως διατυπωμένη τα τελευταία χρόνια αμφισβήτηση κάθε απεργίας ως προς την ικανότητά της να συμβάλει στην ικανοποίηση των εργασιακών διεκδικήσεων. Η μοιρολατρική θέση πως καμιά αντίδραση δεν καρποφορεί, διεκδίκησε για μία ακόμη φορά την κυριαρχική της εγκαθίδρυση, προτείνοντας ουσιαστικά τον συμβιβασμό με τη διάλυση της παιδείας, με την καταρράκωση της αξιοπρέπειας, με τη μετατροπή των εκπαιδευτικών λειτουργών και των νέων που θα κληθούν στο εγγύς μέλλον να ενταχθούν στον χώρο της εργασίας σε δουλοπάροικους ανασφαλείς, φοβισμένους, υποταγμένους, στερημένους από εργασιακά δικαιώματα.

Είναι άραγε όντως τόσο άσφαιρο το απεργιακό όπλο, όσο παρουσιάζεται; Ασφαλώς, δεν παραγνωρίζεται το γεγονός πως μια σύγχρονη μορφή των εργασιακών διεκδικήσεων απαιτεί κι εκσυγχρονισμό των μεθόδων που μεταχειρίζεται. Ήδη καταδείχτηκε προς τη σχετική κατεύθυνση η ανάγκη να προβάλλονται αποτελεσματικότερα τα δίκαια των εργασιακών κλάδων από τα μέσα ενημέρωσης, ιδίως εφόσον και οι εκάστοτε εξουσίες τα χρησιμοποιούν ως αιχμή του δόρατός τους για να σπιλώνουν τους εργαζομένους, να ενεργοποιούν τον λεγόμενο «κοινωνικό αυτοματισμό» και να συντρίβουν εν τη γενέσει της κάθε διεκδίκηση («"Όμηροι" της παραπληροφόρησης· "όμηροι" της "μοίρας"…», Αποικία Ορεινών Μανιταριών, 22/9/2013). Όσες όμως εναλλακτικές δραστηριότητες κι αν επιδείξει κάποιος κλάδος στο πλαίσιο των διεκδικήσεών του, καμιά δεν διαθέτει την ισχύ μιας συντονισμένης απεργίας διαρκείας.

Η ενημέρωση, φυσικά, του κοινωνικού συνόλου, ώστε να αποδεσμευτεί αυτό από την προπαγάνδα της εξουσίας, είναι ύψιστης σημασίας. Η ευόδωση ενός εργασιακού αγώνα παρουσιάζει θετικότερες προοπτικές όταν η κοινωνία κατανοεί τα δίκια του και δεν στέκεται απορριπτική απέναντί του. Ακόμη όμως κι αν η επιζητούμενη κατανόηση συντελεστεί, από μόνη της δεν συνιστά συνθήκη επαρκή προκειμένου να τελεσφορήσει μια κινητοποίηση. Ακόμη, επίσης, κι αν επιτευχθεί το μέγιστο αποτέλεσμα της επικοινωνιακής κινητοποίησης ενός κλάδου, που είναι, πέρα από την κοινωνική κατανόηση, η συμπαράταξη του συνόλου των εργασιακών κλάδων στο ίδιο διεκδικητικό μέτωπο, ούτε τούτη η συμπόρευση είναι από μόνη της αρκετή για να επιφέρει θετικό αποτέλεσμα. Το κίνημα των «αγανακτισμένων», που συγκέντρωσε σχεδόν την καθολική αποδοχή του κοινωνικού συνόλου και κινητοποίησε για αρκετές εβδομάδες ικανότατο πλήθος πολιτών, φυλλορρόησε κι εξατμίστηκε βράζοντας στο ζουμί της αναποτελεσματικότητάς του. Οι ήπιες διαμαρτυρίες, όπως η προαναφερόμενη, έστω κι αν κοινωνικά είναι καθολικώς αποδεκτές, δεν συγκινούν καμία εξουσία, εφόσον στερούν από τον εαυτό τους κάθε θεμιτό μέσο πίεσης. Όσες πορείες, όσες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κι αν οργανωθούν από το σύνολο των συνδικάτων, περιορίζονται απλώς στο κυκλοφοριακό τους αντίκτυπο, τη στιγμή που οι αντιλαϊκές κυβερνήσεις συνεχίζουν ακάθεκτες τις μεθοδεύσεις τους. Είναι εμφανές πως η συμπόρευση των εργασιακών κλάδων, εφόσον επιτευχθεί, χρειάζεται ένα βήμα παραπέρα: την κήρυξη συντονισμένης πολιτικής απεργίας διαρκείας.

Η απεργία διαρκείας προτείνεται ως το μόνο αποτελεσματικό μέσο διεκδικήσεων, αφού είναι το μόνο ικανό να ασκήσει πραγματική πίεση. Οι «πολιτικώς ορθές» διαμαρτυρίες, που ευνοούνται από την καθεστωτική προπαγάνδα, προτείνονται ακριβώς επειδή δεν προκαλούν την παραμικρότερη ενόχληση στα συμφέροντα που εκπροσωπούν οι συστημικές κυβερνήσεις. Τι αντίκτυπο, ωστόσο, θα 'χε μια απεργία διαρκείας των αγροτών, που θα συνοδευόταν όχι από αποκλεισμούς των εθνικών οδικών δικτύων, παρά από κατακράτηση της ανθεκτικής, τουλάχιστον, γεωργικής παραγωγής στις αγροτικές αποθήκες; Τι θα σήμαινε, ως άσκηση πίεσης σε μια κυβέρνηση, η ακύρωση της διοχέτευσης μιας ολόκληρης σοδειάς λαδιού στο εξωτερικό; Τι αντίκτυπο θα είχε για την οικονομία μιας τουριστικής χώρας η παράλυση των τουριστικών υπηρεσιών για μια ολόκληρη σεζόν; Πόσο πιεστική θ' αποδεικνυόταν η ακινητοποίηση κάθε αστικού και υπεραστικού μέσου μεταφοράς; Θα επανακτούσε μια κυβέρνηση το ενδιαφέρον της για μια απεργία εκπαιδευτικών, εάν από αυτήν εξαρτιόταν η απώλεια της σχολικής χρονιάς για τους μαθητές;

Τα παραπάνω παραδείγματα καταδεικνύουν πως ένας αγώνας θα ελπίζει σε δικαίωση μόνο αν ασκήσει συντονισμένες πιέσεις, θίγοντας συμφέροντα και προκαλώντας δυσλειτουργίες. Οι δυσλειτουργίες τούτες, άλλωστε, συνιστούν το νόημα κάθε απεργιακού αγώνα. Αν η απεργία έχανε το νόημα της συγκεκριμένης πίεσης, δεν θα 'χε λόγο ύπαρξης με την καθιερωμένη μορφή. Θα περιοριζόταν, ίσως, στη διαμαρτυρία του «περιβραχιόνιου» της δυσαρέσκειας στο μπράτσο, ενώ οι εργαζόμενοι θα προσέφεραν αδιαλείπτως τις υπηρεσίες τους. Αμφιβάλλει ωστόσο κανείς πως μια «λάιτ» μορφή διαμαρτυρίας δεν θα συγκινούσε καμιά εξουσία; Οι εξουσίες εξάλλου δεν συγκινούνται ούτε καν από σαρανταοκτάωρες απεργίες με ποσοστά συμμετοχής περί το 90%, όπως κατέδειξε η πρόσφατη απεργία των εκπαιδευτικών. Το μέγεθος, από την άλλη, του φόβου που προκαλεί στις εξουσίες η στέρηση της παροχής υπηρεσιών, αντικατοπτρίζεται στις υστερικές αντιδράσεις των ελεγχόμενων μέσων «ενημέρωσης», που κραυγάζουν υπερτονίζοντας την «ταλαιπωρία» του «κοσμάκη» ακριβώς από τη στέρηση των υπηρεσιών.

Εδώ ωστόσο κρίνεται αναγκαία η υπενθύμιση πως ένας αγώνας της περιγραφόμενης έντασης δεν αφορά μόνο το πλήγμα που θα δεχτούν οι κυβερνήσεις. Αφορά και τις θυσίες στις οποίες θα υποβληθούν οι ίδιοι οι απεργοί. Μια μακροχρόνια παράλυση των υπηρεσιών προφανώς σημαίνει για τους απεργούς τη στέρηση των εισοδημάτων τους. Οι ψευδαισθήσεις είναι ανώφελες: δεν νοούνται αγώνες χωρίς θυσίες. Ούτε νοείται η μεταφορά ενός αγώνα στις πλάτες των «άλλων». Για να ευοδωθεί μια απεργία διαρκείας απαιτείται μαζική συμπόρευση. Αν έστω και λίγα μέλη ενός εργασιακού κλάδου δεν προτίθενται να στηρίξουν τον αγώνα, και σκοπεύουν αντιθέτως να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, η όποια αντίδραση είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία. Η απεργία των εκπαιδευτικών ατύχησε επειδή σταδιακά έπαψε να υποστηρίζεται εμπράκτως από έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό εκπαιδευτικών, που εγκατέλειπαν την προσπάθεια.

Η παραπάνω πραγματικότητα σημαίνει προφανώς ότι κάθε μελλοντική πρόθεση κινητοποίησης θα πρέπει να αφουγκραστεί τις διαθέσεις των κοινωνικών μελών να συμμετέχουν σ' έναν αγώνα μέχρις εσχάτων. Αν δεν ανιχνευτεί η σχετική πρόθεση, η έναρξη της όποιας κινητοποίησης θα οδηγήσει απλώς σε παρωδία απεργίας. Η διαπίστωση δε της απουσίας αγωνιστικής διάθεσης επίσης επιβάλλεται να ερμηνευτεί. Τι σημαίνει η αποχή από τους αγώνες; Μήπως ότι όσοι απέχουν δεν θεωρούν τα προβλήματα πραγματικά; Μήπως ότι είναι ικανοποιημένοι από τις μισθολογικές «διορθώσεις» και τα «εξυγιαντικά» μέτρα; Μήπως ότι, παρά τη συντριβή του κλάδου τους, εκείνοι θεωρούν πως θα συνεχίσουν να επιπλέουν κινούμενοι υπογείως σε κομματικές διαδρομές και διαδρόμους; Και τι είδους «επίπλευση» είναι δυνατόν να συντελείται «υπογείως»; Επιπλέον, τους ικανοποιεί το γεγονός πως η δική τους ύπνωση προδιαγράφει την καταστροφή της επόμενης γενιάς, μιας γενιάς ανεργίας και μετανάστευσης ή, στη «θετική» εκδοχή, μιας γενιάς των 350 ευρώ με ελαστική κι ανασφάλιστη εργασία; Τους ικανοποιεί η εδραίωση της χώρας τους ως προτεκτοράτου κι αποικίας δουλοπαροίκων; Μήπως θεωρούν ότι τα μέτρα δεν τους αφορούν, αφού πάντα θα πλήττουν «άλλους»; Μήπως εγκαταλείπουν τον αγώνα υποταγμένοι στον φόβο και την τρομοκράτηση; Μα τούτη την τρομοκράτηση δεν θα 'πρεπε να αποτινάξουν; Μήπως «δεν αντέχουν» οικονομικά; Μα, αν άντεχαν οι εργαζόμενοι πριν από τριάντα χρόνια, υπό συνθήκες ασφαλώς δεινότερες, πώς δεν αντέχουν τώρα; Αντέχουν οι δάσκαλοι στη Βραζιλία αγγίζοντας τους δύο μήνες απεργία διαρκείας, και δεν αντέχουν μόνο στην Ελλάδα; Εντέλει, αν όντως «διαφωνούν» με τη μνημονιακή καταστροφική πολιτική, τι ακριβώς περιμένουν ώστε να το διατρανώσουν εμπράκτως; Αναμένουν πότε θα συντελεστούν οι «κατάλληλες» κοινωνικές «ζυμώσεις», «κοσκινίζοντας» στο μεταξύ ενδεχόμενα που τις «ξεφουσκώνουν»; Ή όποιος δεν θέλει να «ζυμώσει», αενάως «κοσκινίζει»;

Μα περισσότερο από καθετί άλλο, η όποια απεργιακή κινητοποίηση θα πρέπει να απαντήσει προκαταβολικά στο εξής κρίσιμο ερώτημα: αν υποτεθεί ότι εξασφαλίζεται η μαζική κινητοποίηση των εργαζομένων, κι ότι κατορθώνει να διανύσει ένα τρίμηνο κινητοποιήσεων, με εμφανή την πρόθεση των εργαζομένων να συνεχίσουν μέχρις εσχάτων, πώς το κίνημα της αντίστασης θα αντιμετωπίσει την πιθανή κυβερνητική ενέργεια της επιστράτευσης; Ίσως εδώ να 'ναι αναγκαία η κατάδειξη του ελλείμματος δημοκρατίας και η πιεστική επιζήτηση της ενεργοποίησης της Δικαιοσύνης απ' τους πολιτικούς σχηματισμούς που αντιπολιτεύονται την ισοπέδωση της χώρας, ενάντια στους καταπατητές του Συντάγματος και τη διαρκή εκ μέρους τους γελοιοποίηση της Βουλής. Εννοείται δε πως η σχετική ενεργοποίηση δύναται να αποκτήσει νόημα μόνο σ' ένα μελλοντικό καθεστώς πραγματικής ελευθερίας και σεβασμού της Δημοκρατίας. Αντίθετα, σ' ένα νομικό περιβάλλον που υπόκειται στις μνημονιακές ορέξεις, οποιοσδήποτε λόγος ή νομική κίνηση αποκατάστασης του κράτους δικαίου θα καταλήξει απλώς σε νέο εμπαιγμό της Δικαιοσύνης και σε περαιτέρω εξευτελισμό των θεσμών και των πολιτών.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.