Η κρίση της ΕΕ, η Ελλάδα και η Αριστερά

Η κρίση της ΕΕ, η Ελλάδα και η ΑριστεράΤου Σταύρου Μαυρουδέα*

 

Το 2011 σημαδεύθηκε από την κρίση ενός από τους βασικούς πυλώνες του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος, της ΕΕ. Η κρίση αυτή δεν είναι απλά κρίση του ευρώ (δηλαδή της Ευρωζώνης) αλλά κρίση όλου του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ενοποίησης όπου η ΟΝΕ αποτελεί την πιο προωθημένη αιχμή του.
1.    Η κρίση της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ενοποίησης
 
Η ΕΕ αποτέλεσε ένα από τα πιο φιλόδοξα εγχειρήματα του 20ου αιώνα, καθώς οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις προσπάθησαν να φτιάξουν ένα ενιαίο ιμπεριαλιστικό μπλοκ. Και αυτό στην περιοχή του κόσμου όπου ο καπιταλισμός γεννήθηκε κατ’ εξοχήν με την μορφή του εθνικού κράτους και όπου οι συγκρούσεις μεταξύ εθνικών καπιταλισμών πήραν τις πιο άγριες μορφές τους. Πίσω από τα φληναφήματα περί κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας κλπ. βρίσκεται ένα πυραμιδοειδές ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα. Στην κορυφή του βρίσκονται λίγοι ισχυροί ηγεμονικοί καπιταλισμοί (που μπορεί να συνδέονται περισσότερο μεταξύ τους και να είναι παρόμοιοι αλλά που ποτέ δεν χάνουν την ξεχωριστή εθνική ταυτότητα τους). Ακολουθεί μία ενδιάμεση βαθμίδα με λιγότερο ισχυρές και αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Τέλος, η βάση της πυραμίδας είναι οι χώρες της λεγόμενης «ευρω-περιφέρειας» με πιο αδύνατες οικονομίες. Στο εσωτερικό της πυραμίδας αυτής αναπτύσσονται ιμπεριαλιστικές σχέσεις δηλαδή υπάρχει μεταφορά πλούτου από τους πιο αδύναμους καπιταλισμούς στους πιο ισχυρούς.
Το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ενοποίησης πέρασε από αρκετές φάσεις και καμπές. Φαίνεται όμως ότι η σημερινή κρίση φέρνει στο προσκήνιο τις εγγενείς αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ενοποίησης με τρόπο που καμία φυγή προς τα εμπρός δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίσει.
 
2.    Η κρίση της ΕΕ και οι ερμηνείες της
 
Υπάρχουν δύο κύριες επίσημες ερμηνείες της σημερινής κρίσης της ΕΕ. Κατά την πρώτη – εκπορευόμενη από τον ηγεμονικό πυρήνα της ΕΕ – τα προβλήματα προκύπτουν από λάθη πολιτικής (και όχι εγγενή δομικά προβλήματα). Αυτά τα λάθη πολιτικής αφορούν κυρίως τις χώρες των PIIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία (πλέον ξεκάθαρα εντάσσεται στην κατηγορία αυτή, μετά τους αρχικούς δισταγμούς και ταλαντεύσεις), Ελλάδα και Ισπανία) όπου η ασύνετη οικονομική διαχείριση οδήγησε σε υπερχρέωση. Αυτό σε αντίθεση με τον «προτεσταντικό» και εγκρατή Βορρά όπου δεν υπάρχει πρόβλημα. Όμως τα προβλήματα των PIIGS κινδυνεύουν να «επιμολύνουν» τον υγιή πυρήνα φορτώνοντας του τα βάρη της σωτηρίας των σπάταλων εταίρων. Γι’ αυτό οι τελευταίοι πρέπει να μπουν υπό αυστηρή λιτότητα και σκληρή οικονομική κηδεμονία από τις υγιείς δυνάμεις της ΕΕ.
Η δεύτερη επίσημη ερμηνεία εκπορεύεται εν πολλοίς από την υπερατλαντική υπερδύναμη (και τους στενότερους ευρωπαίους συμμάχους της, της Αγγλίας προεξάρχουσας). Η ερμηνεία αυτή αναγνωρίζει δομικά προβλήματα στο ευρω-ενωσιακό οικοδόμημα και συγκεκριμένα το γεγονός ότι δεν αποτελεί μία βέλτιστη νομισματική περιοχή. Σε μαρξιστικούς όρους αυτό σημαίνει ότι η Ευρωζώνη αποτελείται από πολύ διαφορετικές οικονομίες (δηλαδή κυριαρχεί η ανισομετρία) ενώ έχει στριμωχθεί στο ενιαίο νομισματικό κοστούμι του ευρώ που ταιριάζει σε κάποιες οικονομίες αλλά όχι σε άλλες. Συνεπώς, είτε η Ευρωζώνη πρέπει να εξελιχθεί σε μία πλήρη οικονομική ένωση (δηλαδή και με δημοσιονομική ενοποίηση και συνεπώς με μεταφορές πόρων από τους πλουσιότερους στους φτωχότερους έτσι ώστε να εξισορροπηθούν οι ανισομετρίες) είτε να πάει σε μία ελεγχόμενη διάσπαση. Το τελευταίο γιατί οι ΗΠΑ θέλουν μεν να εξαλείψουν την απειλή από την ΕΕ ενάντια στην παγκόσμια ηγεμονία τους αλλά δεν θέλουν μία ανεξέλεγκτη κατάρρευση της ΕΕ που θα δημιουργήσει ένα στρατηγικό κενό στην Ευρώπη και πιθανά θα ωθήσει σε αναδιάταξη των διεθνών συμμαχιών (π.χ. μία σύμπραξη της γερμανικής και της ρωσικής αστικής τάξης).
Και οι δύο αυτές ερμηνείες είναι χαρακτηριστικές του πολιτικού βολονταρισμού και της απολογητικής μυωπίας της αστικής θεωρίας. Ιδιαίτερα και οι δύο ερμηνείες αγνοούν το ρόλο της σημερινής οικονομικής κρίσης. Και αυτό γιατί όλες οι αστικές ερμηνείες, αφού απέτυχαν να προβλέψουν το ξέσπασμα της, την χαρακτήρισαν σαν χρηματοπιστωτική κρίση (όπως και οι ριζοσπάστες συγγενείς τους της κρίσης χρηματιστικοποίησης) και επιπλέον έσπευσαν ήδη από πέρυσι να εξαγγείλουν το ξεπέρασμα της (βλέπε Μαυρουδέας (2007, 2009)). Βέβαια, ήδη γνωρίζουν ότι το τελευταίο συνιστά πλέον διαψευσμένο ευσεβή πόθο τους καθώς κρίση επιστρέφει το 2012 με τόση ένταση που μπορεί να κάνει την προηγούμενη φάση της απλό αστείο.
Μία Μαρξιστική ερμηνεία της σημερινής κρίσης της ΕΕ πρέπει να ξεκινήσει ακριβώς από την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2007-8 (την πρώτη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 21ου αιώνα). Η τρέχουσα οικονομική κρίση αποτελεί συνεπακόλουθο της δομικής κρίσης του 1973 – που απαιτούσε μία ριζική αναδιάρθρωση της «εσωτερικής αρχιτεκτονικής» του καπιταλιστικού συστήματος – και της αποτυχίας των διαδοχικών κυμάτων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που ακολούθησαν να δημιουργήσουν μία νέα και λειτουργική τέτοια αρχιτεκτονική. Αυτά τα κύματα καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων κατόρθωσαν μόνο μερικά να αναστρέψουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και να απαλύνουν την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου. Ιδιαίτερα το τελευταίο κύμα, δηλαδή ο νεοφιλελευθερισμός, οδήγησε σε μία αλματώδη αύξηση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου (τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση») που όταν έφθασε στα όρια της κατέφυγε σε μία ανεξέλεγκτη φυγή προς τα εμπρός με την εκτεταμένη χρήση πλασματικού κεφαλαίου σε συνδυασμό με το πιστωτικό χρήμα (δηλαδή τη λεγόμενη «χρηματιστικοποίηση»). Η φυγή αυτή προς τα εμπρός επέτεινε εντέλει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου καθώς η κερδοφορία του παραγωγικού κεφαλαίου (όπου παράγεται η υπεραξία) αγκομαχούσε ολοένα και πιο πίσω από τις διογκούμενες αποτιμήσεις και προσδοκίες του συνολικού κεφαλαίου (παραγωγικού και μη). Το ξέσπασμα της κρίσης ανακάλεσε βίαια στην πραγματικότητα όλο αυτό το καπιταλιστικό «πάρτυ». Για να την αντιμετωπίσουν οι αστικές κυβερνήσεις εγκατέλειψαν άρον-άρον τις νεοφιλελεύθερες δοξασίες και προσέφυγαν μαζικά στην κρατική παρέμβαση για την στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αυτή η επιδότηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και κερδοφορίας με δημόσιους πόρους εκτίναξε στα ύψη τα συνήθως προϋπάρχοντα δημοσιονομικά ελλείμματα. Οι περισσότερες χώρες για να καλύψουν τα ελλείμματα αυτά προσέφυγαν σε διεθνή δανεισμό με αποτέλεσμα το εξωτερικό χρέος να εκτιναχθεί στα ύψη και αυτό με την σειρά του. Καθώς οι φόβοι της κατάρρευσης (με την «επιστροφή της κρίσης» μετά τις στρουθοκαμηλικές διαβεβαιώσεις περί ξεπεράσματος της) αυξήθηκαν, αυτό οδήγησε στην περίπτωση αρκετών χωρών στη δραματική αύξηση του κόστους αυτού του δανεισμού με αποτέλεσμα πολλές χώρες να οδηγούνται στην χρεοκωπία.
Όμως εκτός από την αναταραχή στο εσωτερικό κάθε καπιταλιστικής οικονομίας η οικονομική κρίση όξυνε και τους διεθνείς ανταγωνισμούς και ιδιαίτερα αυτούς μεταξύ των ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Καθεμία από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προσπαθεί να περάσει τα βάρη της κρίσης σε άλλες ιμπεριαλιστικές και μη χώρες και να είναι αυτή που στο τέλος της κούρσας θα βγει νικητής. Εδώ η ΕΕ προσπάθησε να παίξει ένα πονηρό παιχνίδι. Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης οι ΗΠΑ προχώρησαν σε μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και μία πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική (με περίπου μηδενικά επιτόκια αλλά και διαδοχικά προγράμματα Ποσοτικής Χαλάρωσης). Περίπου το ίδιο έκαναν και αρκετές οικονομίες της Λεκάνης του Ειρηνικού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Κίνα όπου εφαρμόσθηκε μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική αλλά με μία όχι πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική (καθώς η Κίνα δεν έχει πρόβλημα χρηματοδότησης καθώς διαθέτει άφθονα κεφάλαια). Αντιθέτως, η ΕΕ ακολούθησε μία σφικτή δημοσιονομική πολιτική και ταυτόχρονα μία πιο σφικτή νομισματική πολιτική (καθώς οι μειώσεις επιτοκίων ήταν πιο αργές και μικρότερες από αυτές της FED). Αυτό σήμαινε ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα «φουσκώνουν» τις οικονομίες τους για να αντιμετωπίσουν τον άμεσο κίνδυνο της κρίσης αλλά ταυτόχρονα διακινδυνεύουν το σκάσιμο της «φούσκας» να τις κατακρημνίσει κυριολεκτικά. Από την άλλη η ΕΕ επιδιώκει να εκμεταλλευθεί τις «φούσκες» των ανταγωνιστών της (πουλώντας και στους μεν και στους δε) ενώ κρατά πιο νοικοκυρεμένη την δική της οικονομία και φυσικά μην παρέχοντας αντίστοιχες διευκολύνσεις στους τελευταίους. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε μία «εσωτερική κινεζοποίηση» της Ευρωλάνδης βάζοντας την ευρωπαϊκή περιφέρεια (τα PIIGS) στη μέγγενη του χρέους. Δηλαδή οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί εν πολλοίς τεχνηέντως οδήγησαν σε έκρηξη του εξωτερικού χρέους των PIIGS έτσι ώστε να μπουν – έμμεσα ή άμεσα – σε Μνημόνια, δηλαδή σε εκχώρηση της οικονομικής κυριαρχίας τους και σε υποβάθμιση στον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Στόχος της κίνησης αυτής δεν είναι μόνο η μετατροπή τους σε πισθάγκωνα δεμένους οφειλέτες και η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων τους έναντι πινακίου φακής. Επιπλέον, είναι η μετατροπή τους σε «ευρωπαϊκές Κίνες» με μηδαμινούς μισθούς και άθλιες εργασιακές σχέσεις.
Όμως το σχέδιο αυτό είναι πολύ πονηρό για να βγει αληθινό. Οι άλλοι μεγάλοι παγκόσμιοι ιμπεριαλιστικοί πόλοι δεν αφήνουν φυσικά την ΕΕ να παίξει ανενόχλητα σε βάρος τους. Έτσι – ιδιαίτερα μέσω των υποτιθέμενα ανώνυμων «αγορών» και των οίκων αξιολόγησης (δύο βασικών εργαλείων που επηρεάζονται καθοριστικά από τις ΗΠΑ) – η κρίση χρέους της ευρωπαϊκής περιφέρειας μετατράπηκε σε κρίση χρέους της ΕΕ συνολικά και σε κρίση του ευρώ. Αυτό που ξεκίνησε σαν μία ελεγχόμενη φωτιά εντός αντιπυρικών ζωνών εξελίχθηκε σε ανεξέλεγκτη πυρκαγιά. Έτσι οι άλλοι παγκόσμιοι ιμπεριαλιστικοί πόλοι πιέζουν την ΕΕ στο να «φουσκώσει» και αυτή την οικονομία της – τόσο μέσω δανεισμού (ευρω-ομόλογο κλπ.) όσο και κυρίως μέσω μίας ευρωπαϊκής Ποσοτικής Χαλάρωσης (ιδιαίτερα με το τύπωμα χρήματος). Φυσικά κάτι τέτοιο θα βάλει ταφόπλακα στα όνειρα για μία παγκόσμια ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ηγεμονία και θα αφήσει τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό πόλο πίσω από τους βασικούς ανταγωνιστές του. Γι’ αυτό και η Γερμανία – έχοντας ήδη κάνει έγκαιρα την δική της «εσωτερική κινεζοποίηση» επί Σρέντερ με μείωση μισθολογικού κόστους και ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων – ανθίσταται με νύχια και με δόντια στην προοπτική αυτή. Όμως, όλα τα διαδοχικά σχέδια σωτηρίας της ΕΕ (με τελευταίο αυτό της 26ης Οκτωβρίου 2011) τινάχθηκαν στο αέρα από την «δυσπιστία των αγορών» ως προς την αποτελεσματικότητα τους. Τα πρώτα σχέδια στόχευαν στο να δείξουν ότι η ΕΕ δεν θα αφήσει καμία οικονομία της να χρεοκωπήσει και ότι ο ηγεμονικός πυρήνας της θα βάλει κάποια λεφτά στο τραπέζι (αλλά όχι πολλά) ενώ η «κινεζοποίηση» της ευρωπεριφέρειας θα τρέξει πιο γρήγορα. Αυτά ανατράπηκαν αμέσως καθώς οι άλλοι ιμπεριαλιστικοί πόλοι δεν σκόπευαν να αφήσουν την ΕΕ να ξεφύγει έτσι εύκολα και επιπλέον να «κινεζοποιήσει» μόνο για τον εαυτό της την ευρωπεριφέρεια. Το επόμενο σχέδιο προέβλεπε κάποια περισσότερα χρήματα από τον ηγεμονικό πυρήνα (την επιτάχυνση του EFSF και την αύξηση του ESM) που όμως θα προέκυπταν πουλώντας – και μάλιστα σε εποχή αυξημένης παγκόσμιας «τοξικότητας» – «τοξικά» χρηματοπιστωτικά προϊόντα στους Ρώσους και στους Κινέζους. Και φυσικά οι τελευταίοι τα απέρριψαν σκαιά.
Η συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου 2011 δεν είχε καλύτερη τύχη και είναι και αυτή ήδη νεκρή. Ουσιαστικά, υπόσχεται μία πολύ μακροχρόνια λύση σε ένα πιεστικό βραχυχρόνιο πρόβλημα. Δηλαδή υπόσχεται ότι η Ευρωλάνδη θα «κινεζοποιηθεί» συνολικά και θα γίνει ένας εξαιρετικά νοικοκυρεμένος ενοποιημένος καπιταλισμός. Όμως παραγνωρίζεται ότι αυτό δεν είναι εύκολο καθώς: (α) θα σημάνει την περαιτέρω ενίσχυση της γερμανικής ηγεμονίας (κάτι που ακόμη και η Γαλλία ολοένα και πιο δύσκολα ανέχεται), (β) οι άλλοι ιμπεριαλιστικοί πόλοι γνωρίζουν ότι αυτό θα στραφεί σε βάρος τους και (γ) είναι μία διαδικασία που απαιτεί αρκετό χρόνο για να εφαρμοσθεί (ακόμη και με συνταγματικά πραξικοπήματα σε ευρωπαϊκό αλλά και εθνικό επίπεδο, όπως εμμέσως πλην σαφώς δηλώθηκε). Ταυτόχρονα το πρόβλημα του χρέους που χτυπά πλέον τον ευρωπαϊκό πυρήνα (από την στιγμή που έθιξε την Ιταλία και πλέον και την Γαλλία) απαιτεί άμεσες βραχυχρόνιες λύσεις. Γι’ αυτό και η ΕΕ ετοιμάζεται για νέα διάσκεψη και συμφωνία. Όμως ήδη η ECB εξαναγκάσθηκε σε μία μορφή Ποσοτικής Χαλάρωσης (χωρίς όμως τύπωμα χρήματος) στις πρόσφατες δημοπρασίες ιταλικών ομολόγων.
 
3.    Η Ελλάδα και η αποδέσμευση από την ΕΕ
 
Μέσα στον κυκεώνα της κρίσης της ΕΕ η ελληνική αστική τάξη βρίσκεται σε μία από τις χειρότερες ιστορικά καταστάσεις της. Με την «Μεγάλη Ιδέα» της ένταξης της στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση προσπάθησε να αναβαθμισθεί στον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας και από ένας μεσαίου επιπέδου καπιταλισμός με μεσαίου βεληνεκούς ιμπεριαλιστικές δυνατότητες να γίνει ένας υποδεέστερος μεν αλλά εταίρος δε σε έναν από τους πρώτης γραμμής παγκόσμιους ιμπεριαλιστικούς πόλους. Το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης οδήγησε το εγχείρημα αυτό στην αποτυχία και ο ελληνικός καπιταλισμός είναι υπό υποβιβασμό (βλέπε Μαυρουδέας (2010α, 2011α).
Το ζήτημα για την Αριστερά και ιδιαίτερα για την κομμουνιστική Αριστερά είναι με ποια γραμμή θα πρέπει να παλέψει ενάντια στις πολιτικές του συστήματος με στόχο την σοσιαλιστική προοπτική (βλέπε Μαυρουδέας (2011β)). Το ένα λάθος είναι να εγκλωβισθεί σε άμεσες διεκδικήσεις χωρίς να συνδέονται με την σοσιαλιστική προοπτική και έτσι εύκολα να υπαχθεί σε ενδοαστικές αντιθέσεις και σχεδιασμούς. Τέτοιου τύπου λάθος είναι η προβολή της στάσης πληρωμών (ιδιαίτερα με την υποχώρηση σε επιτροπές λογιστικού ελέγχου) που περιορίζεται να κατανοεί την κρίση σαν κρίση χρέους και αδυνατεί να την συνδέσει με τη σοσιαλιστική μετάβαση. Ένα άλλο λάθος είναι η θρησκευτικού τύπου επίκληση του σοσιαλισμού χωρίς στην πράξη να συγκροτείται η λεπτή κόκκινη κλωστή της ενότητας στρατηγικής και τακτικής.
Η σημερινή κρίση καταδεικνύει τα ιστορικά όρια του καπιταλιστικού συστήματος. Η απάντηση σ’ αυτό δεν μπορεί να είναι η προσφυγή σε συμμαχίες με χειμαζόμενα τμήματα του συστήματος για μια δήθεν φιλάνθρωπη μεταρρύθμιση του συστήματος (με καρύκευμα λίγο φραστικό αντικαπιταλισμό). Οι αντινεοφιλελεύθερες συμμαχίες που στοιχίζονται πίσω από νεο-κεϋνσιανές προτάσεις και επικλήσεις μίας ουτοπικής φιλολαϊκής ΕΕ είναι είτε βαθύτατα υποκριτικές είτε εθελοτυφλούν. Η πρόταση της Αριστεράς πρέπει να ξεκινά από την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού.
Όμως η σοσιαλιστική μετάβαση δεν είναι μία στιγμιαία πράξη, μία ηρωική έφοδος αλλά είναι μία διαδικασία με προϋποθέσεις, βήματα και καμπές. Αυτό απαιτεί ένα μεταβατικό πρόγραμμα, που θα αποτελεί την ενότητα στρατηγικής και τακτικής με βάση τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, όπως υποδειγματικά έχει δείξει ο Λένιν. Φυσικά δεν συνιστά κανένα ενδιάμεσο ιστορικό στάδιο, όπως διάφορες παιδαριώδεις κριτικές υποστηρίζουν. Ο βασικός κόμβος ενός τέτοιου μεταβατικού προγράμματος είναι η αποδέσμευση από την ΕΕ ακριβώς γιατί συμπυκνώνει στη σημερινή συγκυρία το σύνολο των αντιθέσεων και διαχωρίζει την αστική από την προλεταριακή στρατηγική. Η ελληνική αστική τάξη, παρόλα τα εξόφθαλμα πλέον αδιέξοδα της, είναι δεσμευμένη στην ΕΕ και, παρά και τις δικές της ζημιές, δεν τολμά να αντιπαρατεθεί στους ηγεμόνες της ΕΕ θεωρώντας ότι το κόστος θα είναι ακόμη μεγαλύτερο.
Η αποδέσμευση από την ΕΕ είναι προϋπόθεση για την εκκίνηση της διαδικασίας σοσιαλιστικής μετάβασης καθώς στα πλαίσια της ΕΕ όχι σοσιαλισμός, αλλά ούτε η πιο απλή απάλυνση των λαϊκών δεινών δεν γίνεται. Η απλή έξοδος από την ΟΝΕ, αλλά όχι από την ΕΕ, είναι ανεπαρκής και ατελέσφορη. Πρώτον, η ΕΕ δεν θα το επιτρέψει στην παρούσα συγκυρία για ευνόητους λόγους. Όμως και από την σοσιαλιστική σκοπιά αυτό δεν είναι σημαντικό καθώς θα συντηρήσει ψευδαισθήσεις. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι για μία σχετικά μικρή ανοικτή οικονομία σαν την Ελλάδα η ανάκτηση της συναλλαγματικής και εν μέρει της νομισματικής πολιτικής ενώ συνεχίζει να δεσμεύεται από την κοινή αγορά δεν λύνει κανένα ουσιαστικό πρόβλημα. Από την άλλη, η προβολή ως κόμβου ενός μεταβατικού προγράμματος της στάσης πληρωμών είναι ακόμη πιο αδιέξοδη γιατί το πρόβλημα του χρέους είναι παράγωγο της οικονομικής κρίσης και όχι η αιτία.
Η θέση για την αποδέσμευση πρέπει να συμπληρώνεται από:
(1) Στάση πληρωμών που θα απαλλάξει την χώρα από το εξωτερικό χρέος.
(2) Επιβολή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων για να αποφευχθεί η φυγή στο εξωτερικό.
(3) Κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (που ούτως ή άλλως στηρίζεται σκανδαλωδώς από το δημόσιο) έτσι ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση του και να χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση της οικονομίας.
(4) Σύστημα προοδευτικής φορολογίας έτσι ελαφρυνθεί το λαϊκό εισόδημα και να εξευρεθούν πόροι από την φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου.
(5) Ελεγχόμενη διολίσθηση της ισοτιμίας του νομίσματος, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα σε συνδυασμό με ένα σύστημα ελέγχου των τιμών έτσι ώστε να μην υπάρξουν αδικαιολόγητες πληθωριστικές αυξήσεις ιδιαίτερα στα είδη μαζικής κατανάλωσης. Η πολιτική αυτή θα διευκολύνει επίσης την παραγωγική αναγέννηση της οικονομίας με την υποκατάσταση εισαγωγών.
Το κρισιμότερο όμως στοιχείο και το επιστέγασμα του προγράμματος είναι η σχεδιασμένη παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας σε σοσιαλιστική βάση (δηλαδή με την κοινωνική ιδιοκτησία και έλεγχο τουλάχιστον των βασικών οικονομικών κλάδων). Όλα τα προηγούμενα μέτρα είναι κυρίως «αμυντικού» χαρακτήρα που διευκολύνουν αλλά δεν επιλύουν από μόνα τους τον πυρήνα του προβλήματος, την οικονομική κρίση. Για να ξεπερασθεί η διάλυση της παραγωγικής δομής και για να αξιοποιηθούν οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι προς όφελος του λαού χρειάζεται ένα συγκροτημένο σχέδιο στόχων και πολιτικών. Καμία ιδιωτική πρωτοβουλία δεν θα επωμισθεί το κόστος και τον κίνδυνο μιας τέτοιας αναδιάρθρωσης, ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες κρίσης και οξυμένης ταξικής σύγκρουσης. Μόνο ένα ρεαλιστικό σχέδιο σοσιαλιστικής οικονομικής οικοδόμησης μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο.
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 

Μαυρουδέας Στ. (2007), «Χρηματοπιστωτική κρίση ή συνολική οικονομική κρίση;», εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 7-10-2007.
Μαυρουδέας Στ. (2009), «Η κρίση, τα αίτια της και η ελληνική οικονομία» σε κείμενα ημερίδας της ΚΕ του ΚΚΕ, Σύγχρονη Εποχή.
Μαυρουδέας Στ. (2010α), «Ανάπτυξη και κρίσεις: Η ταραγμένη διαδρομή του ελληνικού καπιταλισμού» σε Τόπος, «Ο χάρτης της κρίσης: Το τέλος της αυταπάτης», Αθήνα: Τόπος.
Μαυρουδέας Στ. (2010β), «Η ελληνική κρίση, η ΕΕ και οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις», Ουτοπία νο.92.
Μαυρουδέας Στ. (2011α), «Η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση: καπιταλιστική κρίση και ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις» σε Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Οικονομίας (ΕΕΠΟ), «Οικονομική κρίση και Ελλάδα», Αθήνα: Gutenberg.
Μαυρουδέας Στ. (2011β), «Αποδέσμευση από την ΕΕ: κρίσιμη προϋπόθεση για το άνοιγμα μιας διαδικασίας σοσιαλιστικής μετάβασης στη χώρα μας», Ουτοπία νο.96.
Τα περισσότερα κείμενα βρίσκονται στο http://stavrosmavroudeas.wordpress.com. (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ)

ΠΗΓΗ: Submitted by aristeroblog on Thu, 2012-01-12, http://aristeroblog.gr/node/369

* Ο Σταύρος Μαυρουδέας  είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.