Τα πρόσωπα του Γάμου

Τα πρόσωπα του Γάμου, σχέση και υπακοή στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Προσέγγιση  από επιλογές  των ακολουθιών του Αρραβώνα και του  Γάμου

 Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

 

1. Εισαγωγή.

Πολύ μελάνι έχει χυθεί  τους τελευταίους αιώνες για τις λεγόμενες «σχέσεις των δύο φύλων» γενικώς και των προγαμιαίων και μεταγαμιαίων σχέσεων ειδικώς.

Και από τις δύο τάσεις απουσιάζει συνήθως η εκκλησιολογική αντίληψη και στόχευση[i]. Σπάνια θεωρείται το γαμήλιο ζευγάρι ως ζευγάρι δύο προσώπων, το ένα αρσενικό και το άλλο θηλυκό, άνδρας και γυναίκα. Συνήθως μιλάμε για άνδρα και γυναίκα, όπου όμως στη σκέψη και την πρακτική κυριαρχεί το χαρακτηριστικό του φύλου και όχι το ανθρώπινο υποκείμενο – πρόσωπο. Αποτρόπαια απόδειξη σ’ αυτό αποτελεί η άμβλωση, ως τρόπος αντισύλληψης. Διότι μ’ αυτή δεν είναι μόνο τα δύο πρόσωπα που λειτουργούν με το χαρακτηριστικό του φύλλου μόνο, αλλά και ο πιθανός καρπός της ερωτικής τους πράξης, το  έμβρυο, το οποίο φέρεται να  αποτελεί μια «μια μάζα από ιστούς»[ii].

Μια εκκλησιολογική προσέγγιση με πατερικό φρόνημα, θα μπορούσε να στηριχθεί στις ακολουθίες του Αρραβώνα και του Γάμου, που είναι καρπός της εκκλησιαστικής και πατερικής εμπειρίας και θεολογίας.

2. Οι θεμελιώδεις προσωπικές ευχές (ακολουθία του εκκλησιαστικού αρραβώνα).

Η ακολουθία του εκκλησιαστικού αρραβώνα αποτελεί κατ’ αρχήν μια σχετικά αυτόνομη ακολουθία. Θα μπορούσε μάλιστα να γίνει μια ειδική και εκτενής μελέτη για την ακολουθία αυτή στην ιστορική της εξέλιξη, τη θεολογική και εκκλησιολογική της σημασία για την πορεία του ζευγαριού και τους περίεργους λόγους που την έφεραν να χάνει αυτή την αυτονομία.

Σήμερα σε μια εποχή που το πλήθος των πολιτικών διαζυγίων που παίρνουν και εκκλησιαστική νομιμοποίηση από μόνο του αίρει το βασικό επιχείρημα για την μη ξεχωριστή ιερολογία του από αυτήν του γάμου[iii], η οποία κρατάει από την εποχή του σχίσματος της ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1833). Η ιδιαίτερη αντιμετώπιση αυτής της ακολουθίας μπορεί να δώσει διαστάσεις σε πολλά ζητήματα που αφορούν το ζήτημα της σχέσης δυο νέων ανθρώπων εντός του εκκλησιολογικού  χωροχρόνου.

Πριν μπει λοιπόν το «ευλογητός ο Θεός…» γι’ αυτή την ακολουθία,  τίθεται ως πρώτο γεγονός από τον ιερέα η ομολογία κάθε ενός νεόνυμφου, ότι δηλαδή θέλει με ελεύθερη βούληση την εκκλησιολογική σύζευξη, με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Δυστυχώς πολλές φορές στην εποχή μας και στη χώρα μας παρατηρείται το φαινόμενο της προσπέρασης αυτής της καθοριστικής εκκλησιαστικής φάσης. Σε μια εποχή δηλαδή που συχνά δημοσιοποιούνται λόγοι «ανωτέρας βίας» ή συμφέροντα παντοειδή τα οποία  βεβαίως οδηγούν σε εικονικούς γάμους …

Μετά απ’ αυτό, αρχίζει η  καθ’ αυτό ακολουθία του Αρραβώνα[iv] στα ειρηνικά,  που αντιστοιχεί στην  συμβολική τοποθέτηση του εισαγομένου ζεύγους στον χώρο της «κάθαρσης», όπου μετά τις τέσσερις γενικές,  αναπτύσσονται οι  έξι ειδικές ευχές.

Οι ευχές αυτές, ξεκινώντας από την «σωτηρία» που είναι ο τελικός σκοπός της «εν Χριστώ ζωής»,  συνεχίζουν με φθίνουσα πνευματική θεολογική αξία, ώστε να καταλήξουν σε εκείνο  το στάδιο του ζεύγους, που σηματοδοτεί το τέλος της προσωπικής τους κάθαρσης και την αρχή του φωτισμού τους, δηλαδή στην «πνευματική παρθενία», που συμβολίζει η ακολουθία των στεφάνων (γάμου). 

Η πρώτη ειδική ευχή[v] στοχεύει λοιπόν στη σωτηρία των δύο προσώπων ονομαστικά. Πρόκειται για την ευχή που επιβεβαιώνει το κεντρικό στόχο των δύο προσώπων μετά το βάπτισμά τους, ώστε με τη χάρη του Θεού να είναι πάντα ο απλανής αστέρας του νέου ζευγαριού.

Η δεύτερη[vi] αναφέρεται στην παροχή (από το Κύριο) τέκνων «εις διαδοχήν  γένους» και σε όλα εκείνα τα αιτήματα, τα  σχετικά με το στόχο της προσωπικής σωτηρίας. Η παροχή τέκνων προς αυτό το «συμφέρον[vii]», με την απαιτούμενη καλλιτεκνία[viii], δημιουργεί εκείνο το συλλογικό υποκείμενο μικρής κλίμακας, αντίστοιχο του μοναστικού[ix] κοινοβίου, που δύναται να οδηγήσει τα πρόσωπα στον εικονισμό[x] της Εκκλησίας, έχοντας ως ορατό κριτήριο την καλλιτεκνία…

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε πως ούτε ευχή για το πλήθος των τέκνων αναφέρεται, ούτε έχομε ειδική  αναφορά  για  συγκεκριμένο γένος. Αυτό μένει ελεύθερο και απροσδιόριστο. Πιθανά αφορά το εν γένει ανθρώπινο γένος.

Στην τρίτη προσωπική ευχή[xi] επιζητείται τόσο η αγάπη η τέλεια, που είναι ως γνωστό καρπός του Αγίου Πνεύματος με όλα τα βαθιά ειρηνικά χαρακτηριστικά της, αλλά και η καταπεμπόμενη θεία βοήθεια, δηλαδή όλες εκείνες οι άκτιστες ενέργειες για το σκοπό αυτό.

Επειδή τα θεία χαρίσματα δεν δεσμεύονται, με διαλεκτική συνέργεια επιζητείται στην τέταρτη ευχή[xii] η διαφύλαξη των προηγουμένων και η συνεχής αύξησή τους (ευλογία), στο βαθμό που τα δύο πρόσωπα συνεισφέρουν αμοιβαία εσωτερική ομόνοια[xiii]) και βέβαιη πίστη και εμπιστοσύνη μεταξύ τους. (ψυχών και σωμάτων

Η πέμπτη ευχή[xiv] αναφέρεται στο συνολικό βίο των δύο προσώπων, τόσο στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων[xv][xvi] (πολιτεία). Η ευχή και αναφορά αυτή επιζητά και στα δύο επίπεδα το «άμεμπτο», δηλαδή το αψεγάδιαστο και ανεπίληπτο του ήθους, χωρίς παράπονα δηλαδή από τους τρίτους. (βιωτή), όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο

Η έκτη και τελευταία προσωπική ευχή[xvii] των ειρηνικών, αναφέρεται στο ανώτατο χάρισμα για την «πνευματική κάθαρση» στο ζευγάρι, στο χάρισμα του «τίμιου»[xviii] γάμου και της «αμίαντης» κοίτης.

Πρόκειται, για εκείνο το στάδιο «κάθαρσης» των προσώπων  του ζεύγους, όπου τους χαρίζεται η πνευματική «παρθενία»[xix] και οδηγείται το ζεύγος στον «εικονισμό»[xx] του μυστηρίου της Εκκλησίας.

Μακάρια είναι τα ορθόδοξα ζευγάρια που είτε με ακραίο[xxi] νηπτικό δρόμο, είτε με ενδιάμεσα[xxii] στάδια οικονομίας του πνευματικού αγώνα τους, γίνονται τελικά δέκτες τέτοιων ουράνιων χαρισμάτων, απαρχή του σταδίου του «θείου φωτισμού».

3. Η οριζόντια και κάθετη  υπακοή ως σχέση ελευθερίας (αποστολικό ανάγνωσμα της ακολουθίας του γάμου).

α) Οι στίχοι 20-33 του Ε΄ κεφ. της προς Εφεσίους επιστολής του Απ. Παύλου, αποτελούν το αποστολικό ανάγνωσμα στην Ακολουθία του Γάμου. Κατανοούμε επομένως την ιδιάζουσα σημασία τους. Το κείμενο είναι διδακτικό, με τεράστια προβολή στο επίπεδο του εκκλησιολογικού δόγματος, επομένως και του εκκλησιαστικού ήθους και φρονήματος. Για τη μελέτη του μπορεί να χωριστεί σε τρεις ενότητες.

Στην πρώτη (22-24) θίγεται το νόημα της (πάντα με ελευθερία) υποταγής της γυναίκας στον άνδρα της, «ως τω Κυρίω».  Στην δεύτερη (25-31) αναλύεται η «υποταγή» του άνδρα στη γυναίκα, που είναι η αγάπη του προς αυτήν.

Στην τρίτη και τελευταία (32-33) εντάσσεται ο γάμος στο Ένα Μυστήριο της Ενανθρώπησης, στη σχέση του Χριστού με την Εκκλησία Του και στον εικονισμό  της δια της σχέσης των συζύγων, που παίρνουν καινούργιο πια περιεχόμενο, μέσα απ’ αυτή την προοπτική.

Πάντως το όλο νόημα της περικοπής ευρίσκεται μέσα στο όλο διδακτικό μέρος του Ε΄ κεφ.  της επιστολής και ειδικότερα στους δυο προηγούμενους στίχους (20-21). Πάνω σ’ αυτούς δείχνεται η στενή σχέση της Ευχαριστιακής ζωής των πιστών με την αλληλο-υποταγή τους. Για όλα τα δώρα του Θεού Πατέρα (κτιστά και άκτιστα) η Ευχαριστία γίνεται πάντοτε «εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»[xxiii] (έμμεσος υπαινιγμός της νοεράς ευχής). Και γίνεται δια της υποταγής του ενός στον άλλον, αλλά πάντοτε «εν φόβω Χριστού».

Ο «φόβος Χριστού» νοηματοδοτεί όλο το πνεύμα της αλληλο-υποταγής των πιστών. Και υποδηλώνει τον προσωπικό, σταδιακό, ασκητικό, ελεύθερο και «εν Αγίω Πνεύματι» τρόπο έν-ταξης του ίδιου θελήματος[xxiv] του ενός πιστού στον άλλο.

Ειδική, αλλά κεντρική περίπτωση στη ζωή αυτού του πνεύματος, έχομε στο γαμήλιο ζευγάρι εντός του εκκλησιαστικού γάμου άνδρα και γυναίκας. Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος αμέσως εισχωρεί σ’ αυτό το χώρο και θα δει το ζήτημα τόσο πρακτικά, όσο και μεστά σε δογματικό περιεχόμενο.

β) Στην πρώτη ενότητα ο δάσκαλος Παύλος πρώτα απευθύνεται στη γυναίκα. Της φανερώνει πως πέρα από κάθε άλλη υποταγή ως πιστού προσώπου στην εκκλησιαστική κοινότητα, σημασία ζωής και θανάτου έχει η υποταγή στον καθ’ αυτό «πλησίον» της, τον δικό της – «ίδιο» άνδρα. Τονίζεται δε πως αυτή γίνεται   «ως τω Κυρίω»,  δηλαδή και με ελευθερία[xxv]. Σκανδαλίζει προκλητικά, και   ιδίως στη σημερινή εποχή των «ατομικών δικαιωμάτων»[xxvi], εκ πρώτης όψεως μια τέτοια υποταγή της γυναίκας προς τον άνδρα και μάλιστα «όπως στον Χριστό».

Όμως, ο βαθύς γνώστης των ανθρωπίνων σχέσεων Παύλος, πριν κλείσει την συντακτική περίοδο, σπεύδει να εξηγήσει την πηγή από  την οποία απορρέει αυτή η ιδιαίτερη «υποταγή». Θεωρώντας το ανδρόγυνο ως έναν ανθρώπινο οργανισμό, φανερώνει πως σ’ αυτόν ο άνδρας λειτουργεί (οφείλει να λειτουργεί κυρίως) ως κεφαλή.

Δεδομένου ότι η κεφαλή θεωρείται το κέντρο του νευρικού συστήματος και ο χώρος προ-φύλαξης του εγκεφάλου, ο άνδρας θεωρείται συμβολικά ο χώρος προ-φύλαξης και το κέντρο της νοήσεως, της λογικής, της διάνοιας του νέου οργανισμού. Η γυναίκα (του) φανερώνεται σαν το υπόλοιπο και όλον κορμί του οργανισμού, που προ-φυλάσσει το κέντρο του κυκλοφορικού συστήματος, την καρδιά, το νωτιαίο μυελό, τους πνεύμονες, κλπ, ως ο χώρος δηλαδή που συμβολίζει τη κυκλοφορία της ζωής. Να μη ξεχνάμε πως Εύα, η πρώτη γυναίκα του γήινου παραδείσου,  σημαίνει Ζωή. Και ότι μέσα στον Αδάμ υπήρχε ήδη η Εύα[xxvii].

Κατόπιν ο Παύλος βάζει ένα πιο  τολμηρό επίπεδο προσέγγισης. Παραλληλίζει αυτή τη σχέση με αυτή του Χριστού με την Εκκλησία. Ο «Νυμφίος» Χριστός, μέγας εραστής της ανθρωπότητας, ο Λόγος του Θεού Πατρός, είναι η κεφαλή, ως Λόγος, της Εκκλησίας. Με τον περιθωριακό τρόπο ενανθρώπησής Του,  τον ξεχωριστό βίο Του και αποκορύφωμα το   θείο πάθος Του ελκύει προς Αυτόν κάθε λογικό άνθρωπο που τον ποθεί ή τον ανιχνεύει. Η ελεύθερη αυτή εμπιστοσύνη – πίστη μετατρέπεται σε υποταγή «εν Αγίω Πνεύματι»[xxviii], μεταμορφώνεται σε αδελφοποίηση με τον Χριστό και καταλήγει στο τέλος σε υιοθεσία από τον Θεό Πατέρα.

Στο συλλογικό επίπεδο εκφράζεται ως υποταγή της εκκλησιαστικής κοινότητας στο Χριστό[xxix], ως υποταγή των Αγίων, ως υποταγή της Εκκλησίας στο Χριστό – Κεφαλή. Και αυτή η πορεία, πάντα σταδιακή (κάθαρση – φωτισμός – θέωση) είναι άλλου είδους από τις αυταρχικές και επιβαλλόμενες υποταγές στη φθορά και το θάνατο.

Μάλιστα, αφού η «εν Κυρίω Ιησού»[xxx] υποταγή δεν είναι κάτι το αξεπέραστο, η υποταγή της γυναίκας στον άνδρα, όπως της Εκκλησίας στο Χριστό, μπορεί να γίνει στην πορεία «φυσική επιλογή της». Τότε μεταμορφώνεται «εν παντί», αφού τον άνδρα της αυτή τον επέλεξε αρχικά και συνεχίζει να αποδέχεται, πάντα με ισότιμο τρόπο. Ο «ίδιος ανήρ» γίνεται τότε γι’ αυτήν μια ορατή εικόνα του Χριστού, έστω και αρκετά φθαρμένη, εφόσον κάθε άνθρωπος είναι μια τέτοια εικόνα. Και όσο η αγιότητα αυξάνει, τόσο αυτή η εικόνα καθαρίζει και τόσο η υποταγή αυξάνει.

Είναι επίσης αυτονόητο πως ανάλογα το βαθμό που άνδρας της την  επηρεάζει στον βιορυθμό της, επηρεάζει και τον τρόπο υποταγής της σ’ αυτόν.  Οι αστοχίες – αμαρτίες του άνδρα  όμως επηρεάζουν και αρνητικά αυτή την υποταγή, που στην εποχή μας οδηγούν συχνά μέχρι και τον  πλήρη μηδενισμό της, δηλαδή οδηγούν σε πλήθος διαζυγίων, ως απόδειξη της αποτυχίας της  υγιούς  υποταγής. 

Γι’ αυτό το λόγο ο Παύλος ως διακριτικός γέροντας απευθύνεται στη γυναίκα για να ζητήσει την υποταγή της στον άνδρα της και όχι στον άνδρα,  για νομιμοποίηση εξουσιαστικού δικαιώματος πάνω της. Έτσι μια τέτοια ελεύθερη υποταγή, ως καρπός αμοιβαίας εμπιστοσύνης, συμβολίζει και εκφράζει ένα νέο επίπεδο απόταξης του σατανά, ως διαβολέα  στην δημιουργία μιας αγαπητικής σχέσης. Πρόκειται για απόταξη της σατανικής επιρροής με απομάκρυνση του κοσμικού φρονήματος, δηλαδή του ιδίου θελήματος.

Βλέπουμε λοιπόν πως εδώ έμμεσα ο Παύλος, ως διακριτικός,  διεισδύει στη ρίζα του προσωπικού κακού, ίδια με την πτώση στον γήινο παράδεισο που ήταν η ψευδαίσθηση ελπίδας θέωσης μέσω της αποκλειστικής χρήσης του καρπού της κτιστής φύσης, μέσω της εγωιστικής – διανοητικής αποδοχής του ιδίου θελήματος της Εύας. Κατά το κείμενο ούτε  καν ο Αδάμ ερωτήθηκε γι’ αυτή την απόφαση…, μετά την απόρριψη εντός της του δημιουργικού συμβολαίου θέωσης. Δηλαδή η μη  θόλωση του νου της γυναίκας ως τάση, έχει ως απαραίτητο όρο, εντός του εκκλησιαστικού γάμου, την αποδοχή τουλάχιστον του νου του άνδρα της «ως τω Κυρίω», ως σταθερού  δεύτερου πόλου.  Γι’ αυτό προβάλλεται στη γυναίκα  πάντα στην ορθόδοξη παράδοση  το πρότυπο της Παναγίας, ως της γυναίκας της απεριόριστης υπακοής και της πονεμένης μητέρας.

γ)  Η δεύτερη ενότητα, παρότι μεγαλύτερη  σε στίχους και λέξεις, θίγει τον έτερο πόλο της ανδρόγυνης σχέσης. Η λαθεμένης προοπτικής «αγάπη» του Αδάμ στην πρόταση της Εύας για αποδοχή του κτιστού καρπού ως τρόπου θέωσης, συναισθηματικής και αισθητικής μόνο διάστασης, αποδεικνύει μια άλλη όψη απολυτοποίησης του ιδίου θελήματος. Ο Απόστολος Παύλος αλλού δείχνει πως ένα πρώτο αλλά θεμελιώδες επίπεδο διάρρηξης του ιδίου θελήματος είναι η συμφωνία[xxxi] στην πνευματική ζωή. Μια συμφωνία η οποία άρχεται από την ερωτική πράξη – συνουσία και η οποία σχετίζεται με την πνευματική ανέλιξη του ζεύγους. Εξάλλου η αγάπη του άνδρα προς τη γυναίκα του – «τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου. Αύτη κληθήσεται γυνή, ότι εκ της σαρκός μου ελήφθη αύτη[xxxii]» – οδηγεί στη θέωση μόνο εφόσον ο τρίτος πόλος είναι η Πνοή Ζωής, δηλαδή οι άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Ο κτιστός καρπός της γης δεν είναι πόλος, είναι απλά πεδίο και μέσον.

Ο Αδάμ λοιπόν αρνήθηκε να θυσιάσει το ίδιον θέλημά του, μπροστά στο θέλγητρο τόσο του γήινου καρπού, όσο  και της φθοροποιού παράκλησης – πρόκλησης της Εύας. Ο Αδάμ αγάπησε με άστοχο τρόπο της Εύα του, γι’ αυτό ο άνδρας  έχει ανάγκη ένα άλλο πρότυπο άνδρα, αυτό του Χριστού. Με άλλα λόγια ο Αδάμ απέτυχε να γίνει ιερέας της κτίσης, να διεισδύσει στη σάρκα του κόσμου και να την αναφέρει στο δημιουργικό κέντρο, τον Τριαδικό δημιουργό. Αντίστοιχα η Εύα -Ζωή δεν κατάφερε να προφυλάξει, να ζωοποιήσει και να προστατεύσει την ανδρική προσπάθεια του Αδάμ[xxxiii].

Ο Χριστός δεν εμποδίστηκε λοιπόν από τα γερασμένα και αντιαισθητικά στοιχεία της ανθρωπότητας (ιστορικές ρυτίδες) ούτε από  τις εγωιστικές και χρησιμοθηρικές ιδιοτροπίες των ανθρώπων (σπίλους) για να δείξει την αγάπη του σ’ αυτήν. Αγάπησε το βαθύτερο είναι της, στο πρόσωπο όσων δεν βολεύονται με λίγο ήλιο και θυσιάστηκε μέχρι σταυρικού θανάτου.

Η αντίρροπη πορεία των ανθρώπων προς την αληθή αγάπη απαιτεί να γίνει «εν ρήματι» ελεύθερης αναζήτησης και αποφασιστικής  αποδοχής της Αλήθειας.  Είτε αυτή γίνεται σπερματικά (με αποκορύφωμα την Παναγία), είτε νοερά (νοερά προσευχή), είτε  ευχαριστιακά στα «σα εκ των σων κατά πάντα και δια πάντα» στην εκκλησιαστική και ευχαριστιακή κοινότητα.

Με τον ίδιο τρόπο προτρέπει ο Παύλος τον άνδρα να αγαπά την γυναίκα του και να ζωογονεί κάθε «ρήμα» που οδηγεί στην ανάπτυξη της τρίπολης σχέσης (άνδρας – Χριστός – γυναίκα)[xxxiv] και να αρνείται αγαπητικά κάθε «ρήμα» που οδηγεί στη διάρρηξή της. Πρόκειται για μια δύσκολη αποστολή του άνδρα,  εξίσου δύσκολη με την «υποταγή» της γυναίκας του… 

Έτσι αυτός ο τρόπος αγάπης του άνδρα στη γυναίκα του αποτελεί παράλληλο σκάνδαλο, ειδικά για την εποχή μας, που έχει αναγάγει σε μέγιστο αγαθό τα ατομικά δικαιώματα και την ατομική ελευθερία, χωρίς υποψία για το ότι αυτή είναι μια αλλοτριωμένη αντίληψη για τη φύση του ανθρώπου. Η γυναίκα για τον άνδρα δεν είναι λοιπόν ένα αντι-κείμενο σώμα, αλλά το δικό του σώμα, μέρος του τριπολικού εαυτού του.

Έτσι δεν είναι ορθό να αντικειμενοποιεί το «δικό του σώμα», να το εκμεταλλεύεται, να το εξουσιάζει, να το καταπιέζει, πολύ δε περισσότερο να το εμπορευματοποιεί. Αντίθετα είναι φυσικό να το περιποιείται, να τιμά, να θυσιάζεται, να αγαπά. Υπόδειγμα γι’ αυτό είναι ο τρόπος που φέρεται ο Χριστός στην Εκκλησία Του.

Πως αλλιώς άλλωστε θα εύρισκε νόημα το γραφικό: «αντί τούτου εγκαταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκοληθήσεται προς τη γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκαν μίαν»[xxxv], όταν απευθύνεται προς τον άνδρα μέσα σε μια ανδροκρατική και πατριαρχική κοινωνία, όταν νυμφεύεται; Πως θα είχε νόημα η διαδικασία ενοποίησης σε μία σάρκα; Αυτή λοιπόν η διάφανη αγάπη που οφείλει να καλλιεργεί ο άνδρας «εν Πνεύματι Αγίω» προς τη γυναίκα του, όσο δύσκολη φαντάζει, τόσο θεραπευτική αποδεικνύεται για το ζευγάρι. Κριτήριο είναι η καλλιτεκνία των παιδιών τους, που ανατρέφονται έτσι «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» μέσω του υποδείγματος των γονέων τους, με ελάχιστα λόγια κατήχησης…

Τα λόγια του Παύλου προς τον άνδρα είναι πολύ περισσότερα απ’ ότι στη γυναίκα για πολλούς λόγους. Το γεγονός της ανδροκρατικής και πατριαρχικής συνήθως ανατροφής δημιουργεί το σύνδρομο της εξουσίας του άνδρα πάνω στη γυναίκα. Γι’ αυτό η θυσιαστικού προσανατολισμού αγάπη είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση, που δεν επιτυγχάνεται σε γρήγορο χρονικό διάστημα. Απαιτείται μακροχρόνια ασκητική διαδικασία, υπομονή και φάσεις μετάνοιας από τις συχνές αστοχίες. Γι’ αυτό το πρότυπο, ο σταυρωθείς και αναστάς Ιησούς Χριστός,  προβάλλεται μπροστά στον άνδρα ως ένα ορατό συνεχές. Είναι τυχαίο το ό,τι προβάλλεται στο τέμπλο των ορθοδόξων ναών μπροστά στα μάτια των ανδρών;

δ) Διδάσκοντας ο Παύλος και τους δυο ασθενείς και ημιτελείς στα πνευματικά πόλους του ενός ανδρογύνου οργανισμού, μας οδηγεί εκ παραλλήλου και στον εσωτερικό κόσμο[xxxvi] κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Παρόμοια θεραπευτική ακολουθείται για την ενότητα του νου (άνδρας) και καρδιάς (γυναίκα),[xxxvii] κάθε  νηπτικού ορθοδόξου. Είναι ανάγκη όμως να τονίσουμε ότι η πνευματική «καρδιά» δεν εντοπίζεται στο σωματικό όργανο, αλλά σε όλη την ύπαρξη[xxxviii].

Η θεραπευτική αυτή[xxxix] είναι η κύρια διεργασία  προσωπικής κλίμακας στην ασκητική των μοναχών μέσω της νοεράς ευχής[xl]. Και αν η ευχή αυτή είναι αναγκαία και για τους έγγαμους, το ίδιο και η υποταγή των μοναχών στον επιλεγμένο γέροντά τους αντικαθιστά την έλλειψη ερωτικού και γαμικού συντρόφου για την καταπολέμηση του ιδίου θελήματος[xli].

Κατανοούμε λοιπόν πως το μυστήριο του γάμου είναι μέγα, γιατί εικονίζει ουσιαστικά έμπρακτα και ορατά το Ένα και Μέγα Μυστήριο της  Θείας Οικονομίας, το μυστήριο του «γάμου του Αρνίου με την Εκκλησία»[xlii]. Δηλαδή το μυστήριο της διαδικασίας οντολογικής ένωσης του Χριστού με τους ανθρώπους σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Το πρώτο έχει ως υπόδειγμα της ένωσής Του με τον ορθόδοξο ασκητή μοναχό/μοναχή και το δεύτερο με το ορθόδοξο ασκητικό  έγγαμο ζευγάρι.

Αναλογιζόμενοι αυτούς τους οντολογικούς εικονισμούς, διαπιστώνουμε ότι ο Χριστός εν Αγίω Πνεύματι είναι στο κέντρο της πνευματικής πορείας. Στον γάμο έχομε το τρίπολο άνδρας – Χριστός – γυναίκα και στο μοναχισμό γέροντας – Χριστός – μοναχός/μοναχή.  Μέσω αυτής της οντολογικής άρνησης του ατομισμού πορεύεται ο πιστός στο δρόμο της κάθαρσης – φωτισμού – θέωσης  σε μια αέναη πορεία. Το ανδρόγυνο λοιπόν γίνεται το πιο ορατό τρίπολο εικόνισμα της σωτηρίας του κόσμου, μέσα στον οποίο κινείται αισθητά, αλλά και πνευματικά στο χωρόχρονο του Γάμου του Αρνίου.

Και επειδή «το δέντρο εκ του καρπού γιγνώσκεται», χωρίς να  μιλάμε απόλυτα, η  καρποφορία φαίνεται κατ’ αρχήν από την καλλιτεκνία των παιδιών[xliii], όπως φαίνεται και η καλλιτεκνία των πνευματικοπαίδων υποτακτικών στο μοναχισμό. Όταν ο καρπός αυτός είναι υπαρκτός, τίποτα δεν σταματά την πορεία αγάπης προς την κοινωνία, που ξεδιπλώνεται σε πολλά επίπεδα αγάπης και αγώνα. Τα ιστορικά φαινόμενα της φιλοξενίας, της αλληλεγγύης[xliv], της (ε)ξέλασης, της ανάπτυξης συλλογικοτήτων, των αντιστασιακών αγώνων είναι ευρύτεροι καρποί που έχουν σχέση και με την εκκλησιαστική πορεία των γάμων. Αν στην εποχή μας βλέπουμε μια μείωση αυτών των εκφράσεων, ας αναλογιστούμε το πόσοι γάμοι είναι αληθινοί και μεταξύ των «ορθοδόξων λαών»….

ε) Μένει ένα τελευταίο ερώτημα: Τι άραγε να σημαίνει η λέξη φόβος που μεταχειρίζεται ο Παύλος και με τον οποίο τελειώνει το αποστολικό ανάγνωσμα στην ιερολογία του ορθόδοξου γάμου; Σημαίνει απλά ένα σεβασμό της γυναίκας  στο πρόσωπό του άνδρα της; Έχω την εντύπωση πως κάτι πολύ βαθύτερο συμβαίνει για μια τέτοια έκφραση[xlv].  Ο φόβος της γυναίκας δεν αφορά μόνο την ίδια και την ευθύνη της για μια παθητική υποταγή της στον άνδρα.

Πρόκειται για μια τελευταία παρακαταθήκη που αφήνεται στα χέρια της, στην καρδιά της, στη σκέψη της, στην πρακτική και προσευχή της. Από τη μια είναι ανάγκη να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση για να διακρίνει πότε είναι απαραίτητο να υποτάσσεται ασυζητητί, πότε με δικές της αμφιβολίες, πότε με προσθήκη δικών της σκέψεων, προτάσεων, πρακτικών. Συχνά μάλιστα είναι ανάγκη, λόγω αυτού του ιερού φόβου[xlvi], να υπερβαίνει τον «ρόλο» της και να ηγείται αυτή στο ταξίδι του γάμου. Τέτοιες δυσκολίες για να εκφράσει δημιουργικά το φόβο της είχε ως γνωστό η γυναίκα του Αγίου Φιλαρέτου[xlvii], η οποία δεν ήταν ικανή να υποταχθεί στα τεράστια βήματα αγάπης που ξεχείλιζαν από την αγία ζωή του άνδρα της.

Πολύ δε περισσότερο να μην υποτάσσεται και να φοβάται, όταν ο άνδρας της ξεφεύγει από την αγάπη που οφείλει να αναπτύσσει σ’ αυτήν «εν Κυρίω» και να αρνείται να ακολουθήσει τέτοιες αστοχίες, παραμένοντας προσηλωμένη και σταθερή στην ορθόδοξη πίστη και πρακτική. Ένα τέτοιο καθήκον έδειξαν πολλές τέτοιες γυναίκες, μένοντας δίπλα σε δύστροπους[xlviii] ή και άπιστους συζύγους, χωρίς να αφήσουν την πίστη τους στα σκουπίδια. Η ζωή της βασίλισσας Θεοδώρας[xlix], και όχι μόνο,  μας το θυμίζει κάθε Κυριακή της Ορθοδοξίας…

Επίλογος

Ζούμε σε μια εποχή όπου τα διαζύγια των ορθοδόξων κοσμικών πληθαίνουν και στη χώρα μας[l]  με τρομερή τάση αύξησης  στους νέους γάμους. Το τραγικό είναι πως πέρα από τα κοινωνικά προβλήματα που συνεπάγονται, συνεπάγονται μια ακόμη κρίση στο χώρο της ιστορικής και «θεσμικής» ορθόδοξης Εκκλησίας. Το ιδεολόγημα της απαγόρευσης της ξεχωριστής ιερολογίας του εκκλησιαστικού αρραβώνα, με απειλή ποινής στον ιερέα που θα το κάνει, με επιχείρημα τι θα συμβεί εκκλησιολογικά με τους διαλυμένους αρραβώνες έχει ήδη καταρρεύσει. Οι χιλιάδες διαλυμένοι και «πνευματικά» γάμοι το αποδεικνύουν[li].

Το μεγάλο πρόβλημα μάλλον είναι η «ευκολία» με την οποία πραγματοποιούνται, χωρίς εκκλησιολογική κατεύθυνση, χωρίς να γνωρίζουν συνειδητά οι νεόνυμφοι το περιεχόμενο του – μαρτυρικού[lii] – χορού του Ησαΐα. Είναι τυχαίο επίσης ότι χιλιάδες γάμοι πραγματοποιούνται σε περιόδους επίσημης νηστείας ή σε ημέρα Παρασκευή; Και αν οι θεωρίες για ιερολογική ανανέωση φαντάζουν ως νέα ήθη, η παγίωση του προβληματικού περιεχομένου των «γάμων», με ένδυμα εκκλησιαστικό, δεν αποτελεί μείζον ζήτημα;

Φτάνει να δουν τα ζευγάρια που παλεύουν μόνο τον εαυτό τους;  Μήπως χρειάζεται να δούμε το γάμο με όλα τα θεολογικά του στοιχεία, σε  μια βάση που ταυτόχρονα θα διαφυλάσσει τον εκκλησιολογικό του χαρακτήρα, αλλά ταυτόχρονα θα αντιμετωπίζει πολυεπίπεδα την απόσταση αυτού του χαρακτήρα από το μέσο θρησκευτικό γάμο, που συνήθως ή διαλύεται ή σαπίζει;

Η ευθύνη μάλλον δεν βαρύνει μόνο τους θεσμικά υπεύθυνους. Τουλάχιστον βαραίνει εμάς τους εγγάμους, ειδικά μάλιστα όταν στην ευθύνη μας μεγαλώνουμε και παιδιά. Παιδιά  σε μια νέα εποχή που μάλλον διεισδύει και εντός των τειχών της θεσμικής εκκλησίας με απρόβλεπτες συνέπειες…

Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι ισχυροποιήσουμε εν Χριστώ το δικό μας γάμο[liii] και το δεύτερο να  εξωτερικεύσουμε αυτή την  κραυγή πόνου  στους πνευματικούς, και να αφήσουμε στη διαμάχη τους συντηρητικούς και φιλελεύθερους που για άλλα αγωνιούν… 

Η αύξηση της συμφωνίας, της σωφροσύνης και της  αγάπης, της ευτεκνίας και της καλλιτεκνίας, της κοινωνικής προσφοράς του ζεύγους, αλλά ιδίως της ευχαριστιακής τους επικέντρωσης  παραμένουν εκκλησιολογικά το βαρύκεντρο του ορθόδοξου γάμου, ό,τι και αν συμβεί…

Χριστούγεννα 2006.

* Ο Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας είναι έγγαμος, καθηγ. φυσικής, πτ. θεολογίας και συμμέτοχος τοπικών και συνδικαλιστικών συλλογικοτήτων.

[i] Ακολουθία του στεφανώματος – γάμου, ειρηνικό 7ο: «Υπέρ του παρασχεθήναι αυτοίς σωφροσύνη, και καρπόν κοιλίας προς το συμφέρον, του Κυρίου δεηθώμεν».

[ii]  Έκτρωση: Δικαιώματα και …αδικήματα των γυναικών, Κείμενο της Frederica Mathewes-Green,  http://www.unborn.gr/unborn1/unborn/index.php?id=12,31,0,0,1,0,  «Για χρόνια υιοθέτησα την άποψη ότι το αγέννητο παιδί ήταν μόνο μια μάζα από ιστούς. Όταν συμπτωματικά έμαθα τα σχετικά με μια έκτρωση σε περίπτωση προχωρημένης εγκυμοσύνης, τρόμαξα από την περιγραφή της σύριγγας που το στόμιό της χοροπηδούσε μέσα στην κοιλιά τής μητέρας, καθώς το παιδί της περνούσε τις οδύνες τού θανάτου. Έμαθα ακόμα ότι οι εκτρώσεις σε πρώιμα στάδια εγκυμοσύνης δεν είναι πιο ευγενικές. Το παιδί τεμαχίζεται και κομμάτι -κομμάτι και απορροφάται μέσω ενός αυλού σε μια σακούλα γεμάτη αίμα…»  

[iii] Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ν. Υπ’ αρ. 590, 28-5-1977, κεφ. ΙΗ΄, ΠΕΡΙ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ, Άρθρον 49. 3: «Η κεχωρισμένως από της τελέσεως του μυστηρίου του γάμου ιερολογία της μνηστείας απαγορεύεται κηρύσσεται δε πνευματικώς άκυρος υπό του Αρχιερέως του τόπου ένθα αύτη ετελέσθη. Εις τον τελέσαντα  την ιερολογίαν ιερέα επιβάλλεται ποινή αργίας μέχρις ενός έτους και στέρησις του ημίσεως του μισθού αυτού, ως και φυλάκισις ενός έτους».

[iv]  ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ, έκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ΑΘΗΝΑ 1978, σελ. 5.

[v]  «Υπέρ του δούλου του Θεού (τούδε) και της δούλης του Θεού (τήσδε) των νύν μνηστευομένων αλλήλοις, και της σωτηρίας αυτών, του Κυρίου δεηθώμεν».

[vi]   «Υπέρ του παρασχεθήναι αυτοίς τέκνα εις διαδοχήν γένους, και πάντα τα προς σωτηρίαν αιτήματα».

[vii]   ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ, όπ. προηγ., ειρηνικά της ακολουθίας του Γάμου, τρίτη προσωπική ευχή, σελ. 12.

[viii]   ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ, όπ. προηγ., Β΄ ευχή του Γάμου, σελ. 17: «… Δος αυτοίς καρπόν κοιλίας, καλλιτεκνίαν, ομόνοιαν ψυχών και σωμάτων..».

[ix]    ΚΛΙΜΑΞ, ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, έκδ. «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑΙ 1976, Λόγος ΚΣΤ΄, Περί διακρίσεως κλπ, κγ΄, σελ. 287: «Λοιπόν ας κοπιάζωσι και ας αγωνίζωνται όλοι οι εκκλησιαστικοί και μοναχοί να γίνονται τίμιοι και άξιοι, και να έχωσι λόγια και έργαδια να φωτίζονται και οι κοσμικοί εκ μέρους τους, και να τρέχωσιν εις τας αρετάς πρόθυμοι…». πνευματικά θεάρεστα,

[x]  ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ, όπ. προηγ., Β΄ ευχή του Γάμου, σελ. 15: «Ευλογητός εί, Κύριε ο Θεός ημών, ο του μυστικού και αχράντου γάμου ιερουργός και του σωματικού νομοθέτης,…» και κυρίως όλο το ευαγγελικό ανάγνωσμα, σελ. 21, με ειδική βαρύτητα το στίχο: «ταύτην εποίησε την αρχήν των σημείων ο Ιησούς εν Κανά της Γαλιλαίας και εφανέρωσε την δόξαν αυτού, …».

[xi]   «Υπέρ τού καταπεμφθήναι αυτοίς αγάπην τελείαν, ειρηνικήν, και βοήθειαν, του Κυρίου δεηθώμεν».

[xii]   «Υπέρ του φυλαχθήναι και ευλογηθήναι αυτούς εν ομονοία και βεβαία πίστει, του Κυρίου δεηθώμεν».

[xiii]  Επισκ. Διονυσίου (Λ. Ψαριανού), πρ. Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης, Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΓΑΜΟΣ, εκδ. Απ. Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ΑΘΗΝΑΙ 1964, σελ. 57-62, πρβλ υποσημείωση 8.

[xiv]   «Υπέρ του διαφυλαχθήναι αυτούς εν αμέμπτω βιοτή και πολιτεία του Κυρίου δεηθώμεν».

[xv] ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ, όπ. προηγ., ειρηνικά του Γάμου, Πέμπτη προσωπική ευχή, σελ. 12: «Υπέρ του δωρηθήναι αυτοίς ευτεκνίας απόλαυσιν, και ακατάγνωστον διαγωγήν, του Κυρίου δεηθώμεν».

[xvi]  ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ, όπ. προηγ., Α΄ ευχή του Γάμου, σελ. 16: «… Έμπλησον τους οίκους αυτών σίτου, οίνου και ελαίου και πάσης αγαθωσύνης, ίνα μεταδιδώσι και τοις χρείαν έχουσι, …».

[xvii]  «Όπως ο Κύριος ο Θεός ημών χαρίσηται αυτοίς τίμιον τον γάμον, και την κοίτην αμίαντον, του Κυρίου δεηθώμεν».

[xviii] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΙΒ΄, εις Κολασαείς, Ε.Π.Ε. τόμ. 22, σελ. 344, 342, 388, 346:  «Πως ουν δε και γίνονται εις σάρκαν μίαν; Καθάπερ χρυσού το καθαρώτατον αν αφέλης και ετέρω αναμίξης χρυσώ, ούτω δη και ενταύθα το πιότατον καθάπερ της ηδονής χωνευούσης η γυνή δεχομένη τρέφει και θάλπει, και τα παρ’ εαυτής συνεισεγκομένη άνδρα αποδίδωσι….. αν οι δύο μη γένωνται έν, ουκ εργάζονται πολλούς, έως αν δύο μένωσιν. Όταν δε εις ενότητα έλθωσι, τότε εργάζονται… Τι ούν, όταν παιδίον  μη  ή ούκ  έσονται  είς  οι  δύο;  Εύδηλον. Η μίξις γαρ τούτο εργάζεται αναχέασα και αναμίξασα αμφότερα τα σώματα. Και ώσπερ εις έλαιον μύρον εμβαλών, το πάν εποίησεν έν, ούτω δη και ενταύθα…. Τι αισχύνη τω τιμίω; Τι ερυθριάς επί τω αμιάντω; Ταύτα τών αιρετικών έστι….».

[xix]  Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τάς  ΙΔ΄ επιστολάς του Απ. Παύλου, τόμ. Α΄, εκδ. «Άγιος Νικόδημος», ΑΘΗΝΑ 1971, Ερμηνεία εις την Α΄ προς Κορινθίους επιστολή, κεφ. Ζ, στιχ. 5, σχόλ. 1, σελ. 255: «Και ο Ζωναράς δε και ο Βαλσαμών εις την ερμηνείαν του Γ΄ κανόνος του Αγίου Διονυσίου, την υπό του Αποστόλου διοριζομένην εδώ προσευχήν, την σπουδαιοτέραν ενόησαν συμφώνως τω Θεοφυλάκτω, και την με κακοπάθειαν, και δάκρυα γινομένην. Ο δε Θεοδώριτος λέγει, ότι διά τούτο πρέπει τα ανδρόγυνα να μη σμίγουν εν τώ καιρώ της νηστείας, και προσευχής, διά να τιμούν την νηστείαν, και προσευχήν με την αγιότητα και καθαρότητα του σώματός των».

[xx]  Του ιδίου, στην ίδια σειρά τόμ Γ΄, Ερμηνεία εις την Α΄. προς Εβραίους επιστολή, κεφ.ΙΓ΄, στιχ. 4, σχόλ. 2, σελ. 439-440: «…Τίμιος δε λέγεται ο γάμος και η κοίτη αμίαντος, όταν οι κατά γάμον συναπτόμενοι, είτε ο άνδρας είτε η γυναίκα, όχι μόνον δεν μολύνονται μοιχικώς με άλλα ξένα πρόσωπα, αλλά και όταν αυτοί δεν μολύνονται με παρανόμους μίξεις εις το παρά φύσιν, όταν σμίγουν, όχι διά φιληδονίαν και ακρασίαν, αλλά διά μόνην παιδοποιίαν, και όταν λογιάζουν την σαρκικήν σχέσιν ένα σημείον της πνευματικής ενώσεως αυτών μετά του Χριστού. Επειδή ο γάμος των ευσεβών χριστιανών, δεν είναι μόνον σαρκικός, …., αλλά έχει καρπόν πνευματικής επαγγελίας, ως λέγει ο σοφός Μελέτιος ο Πηγάς…..». Και «…και την κατά σάρκα αύξησιν και επίδοσιν, ως Χριστού ενώσεως, και εις Χριστόν αυξήσεως, και επιδόσεως, μυστικής, οίόν τι σύμβολον. Τοιούτον γάρ τι εστί το μυστήριον τουτί…».

[xxi]  ΚΛΙΜΑΞ, ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, έκδ. «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑΙ 1976, Λόγος Ε΄, Περί Μετανοίας, κζ΄, σελ. 100: «Βλέπε καλώς εσύ οπού νομίζεις ούτω, και στοχάζου ότι δεν δυνάμεθα να επιστρέψωμεν εις τον Θεόν από την οδόν της οκνηρίας, οπού μας εδίωξε και μας εμάκρυνεν από το θείον του πρόσωπον, αλλ’ από άλλην συντομωτέραν. Ήγουν από προθυμίαν και κακοπάθειαν, από αδιάλειπτον προσευχήν, και από την ταχείαν και συντετριμμένην εξομολόγησιν,…».

[xxii]  Του ιδίου, Λόγος ΚΣΤ΄, νθ΄, σελ.: 303: «Δια τούτο είναι καιροί διαμερισμένοι. Και άλλος καιρός είναι εκείνος, εις τον οποίον χρεωστεί τις  να κακοπαθή και να μάχεται, και άλλος καιρός να κάθηται και να αναπαύηται. Καιρός να δακρύη και να κλαίη, και καιρός να ευρίσκεται σκληροκάρδιος. Καιρός να προστάζη, και καιρός να προστάζεται και να υποτάσσεται. Καιρός να νηστεύη, και καιρός να τρώγη μετά διακρίσεως……. Καιρός να μολύνεται, ίσως εκ της υπερηφανίας του, και καιρός να καθαρίζεται δια της βαθυτάτης του ταπεινώσεως και εξομολογήσεως….».

[xxiii] Mητροπολίτης Nαυπάκτου +Iερόθεος, Ο χορός του Ησαΐα στο μυστήριο του γάμου, http://forum.athos.gr/index.php/topic,607.0.html, «Άλλωστε όλα τα μυστήρια έχουν σκοπό να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην θεία Ευχαριστία, στην θεία Kοινωνία, αφού το μυστήριο της θείας Eυχαριστίας είναι το κέντρο και ο σκοπός όλων των μυστηρίων. Χωρίς τον Xριστό κανένα πράγμα δεν έχει αξία. Με τον Xριστό, όλα τα πράγματα και όλες οι στιγμές και οι πτυχές του ανθρώπινου βίου λαμβάνουν νόημα και σκοπό. Η αγάπη του ανδρογύνου πρέπει να εμπνευσθεί από την αγάπη του Xριστού προς την Eκκλησία και οι δυσκολίες και το μαρτύριο του γάμου πρέπει να λαμβάνει δύναμη από την κένωση και την θυσιαστική προσφορά του Xριστού ».

[xxiv]  Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή, το ίδιον θέλημα και η υπακοή (Μνήμη του Αγίου Ευθυμίου), http://img.pathfinder.gr/clubs/files/70304/7.html,   «Οι αναγνώσεις των βίων δύο κορυφαίων Πατέρων, του Αγίου Παχωμίου και του Μεγάλου Ευθυμίου, μας δίδουν αφορμή να σχολιάσωμε θέματα πού αφορούν το πρακτικό μας καθήκο…  Εκείνο πού έχει σημασία να προσέξωμε στον βίο και των δύο Πατέρων, είναι το ότι μας συνιστούν την ακρίβεια της συνειδήσεως του πρακτικού μας καθήκοντος και ιδιαίτερα την αποφυγή του «ιδίου θελήματος».  Το θέλημα γίνεται με πολλούς τρόπους, αλλά οι κεντρικοί είναι δύο. Το ένα είναι το «εκ δεξιών». Χάριν δήθεν ευλαβείας κάνει κάποιος το θέλημα του. Το άλλο είναι το «εξ αριστερών. Πιο επικίνδυνο όμως είναι το «εκ δεξιών». Το «εξ αριστερών» είναι καταφανές. Εκείνος πού κάνει το θέλημα του για ηδυπάθεια, έχει μαζί και την εντροπή. Εκείνος όμως πού κάνει το θέλημά του από τα δεξιά, είναι σχεδόν ανίατος, διότι είναι δύσκολο να τον πείσης ότι σφάλλει, καθ’ ην στιγμή στηρίζεται στο καύχημα ότι ευσεβεί, ότι αγωνίζεται…»

[xxv] Γαλ. ε΄, 13: «Υμείς γαρ επ’ ελευθερία εκκλήθητε, αδελφοί. Μόνο μη την ελευθερίαν εις αφορμήν τη σαρκί, αλλά δια της αγάπης δουλεύετε αλλήλοις»

[xxvi] Γιώργος Βαλσάμης, Καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτεσθαι, σημείωση 8,

http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/valsamis_marriage.html,

«Μόνο όταν δεν υπάρχει αγάπη γίνεται λόγος για δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η έλλειψη αγάπης υποπτεεται τη διαφορά και συγχέει την ισοτιμία με την ισοπέδωση. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ότι σ᾽ αυτὴν ακριβώς την επιστολή, όπου προβάλλεται η αρχή του Πατρός δια του Υιού, του ανδρός δια της γυναικός, κλπ., σ᾽ αυτή την επιστολή υπάρχει και ο περίφημος ύμνος στην αγάπη, για την οποία ο Παῦλος λέει, ότι δεν έχει δικαιώματα, δεν ζηλεύει και δεν σκέπτεται το κακό, ότι πιστεύει, ελπίζει, και χαίρεται με την αλήθεια..»

[xxvii] Γέν. α’ 27, β’ 18-25. Ματθ. ιθ’ 3-4: «… ουκ ανέγνωτε ότι ο κτίσας απ’ αρχής  άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς;»

[xxviii]  Α΄ Κορ. ιβ΄, 3: «… Και ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μή εν Πνεύματι Αγίω».

[xxix] Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ Ζωής, Λόγος έκτος, στιχ. 5: «… εί τις τω Χριστώ μη κοινωνός είη της γνώμης,την εαυτού ζωήν ου προς την αυτήν εκείνω τάττει καρδίαν, αλλά δήλός εστι καρδίας εξηρτημένος ετέρας… Ει δε ζην μεν ουκ έστι μη της καρδίας εξηρτημένους ςκςίνης, εξηρτήσθαι δε ουκ αν είη μη τα αυτά βουλομένους, ίνα ζην δυνηθώμεν, σκοπώμεν όπως των αυτών εράν τω Χριστώ και τοις αυτοίς εκείνω δυνησόμεθα χαίρειν». Βλ. και Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, τόμ. 22, Νικόλαος Καβάσιλας. έκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 514.  αλλ’ οίς εκείνος επιτάττει προς παλινωδίαν εξάγοι,

[xxx] Ο Γάμος ως μυστήριο, του π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, απόσπασμα από το βιβλίο: Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων, http://www.oodegr.com/oode/koinwnia/oikogeneia/gamos1.htm.

«… Έτσι ο Θεός με την αγαθότητά Του θέσπισε το γάμο, μέσα στον οποίο οι σύζυγοι ξεπερνούν τον εαυτό τους, ακόμη και μετά την πτώση, και διδάσκονται την επιστρoφή στην ενότητα, η οποία συνεχώς ευρύνεται και αγκαλιάζει όλο και περισσότερα πρόσωπα. Ο γάμος που Τελείται «εν Κυρίω» (Α’ Κορ. ζ’ 39) προσλαμβάνεται σαν δεσμός στο σώμα της Εκκλησίας και έτσι δεν εκφράζει απλώς την ένωση του Χριστoύ με την Εκκλησία, αλλά ο ίδιος ο δεσμός του γάμου «εν Κυρίω» γίνεται Εκκλησία: «εγώ δε λέγω εις Xριστόν και εις την Εκκλησίαν» (Εφεσ. ε’ 23).

Η διαφορά μεταξύ του φυσικού δεσμού και του γάμου «εν Κυρίω» είναι ακριβώς αυτή: ότι με το μυστήριo, η Εκκλησία προσλαμβάνει το δεσμό αυτό στο σώμα Της και τον εντάσσει στην υπηρεσία της αιώνιας αγάπης. Οι σύζυγοι ξεπερνούν τον εγωκεντρισμό τους και ξανατοποθετούνται στο δρόμο που οδηγεί στην κοινωνία προσώπων, στην ενότητα της μιας ανθρώπινης φύσης, «εις Xριστόν και εις την Εκκλησίαν». Αντίθετα ο γάμος που δεν συνάπτεται «εν Κυρίω», ο φυσικός δηλαδή δεσμός, τελειώνει στον τάφο...».

[xxxi] Ιωάννου Δαμασκηνού, Ιερά Παράλληλα, τίτλος ΙΑ΄, Περί Πορνείας, Migne 96, 257: «… Μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου. Εγκρατεύη, και ου θέλεις καθευδήσαι μετά του ανδρός σου; Εκείνος δε ουκ απολαύων σου απέρχεται, λοιπόν αμαρτάνει, και η αμαρτία εκείνου εγκράτεια  λογίζεται. Τι βέλτιον; Μετά σου αυτόν καθευδήσαι, ή μετά πόρνης; Η απόλαυσίς του ου κεκώλυται. Μετά σου εάν καθεύδη, ουκ έστιν έγκλημα. Μετ’ εκείνης δε εάν καθευδήσει, απώλεσας σου τα μέλη…..

Οράς ότι δια τούτο έλαβες γυναίκα και συ έλαβες άνδρα, ίνα συμφωνείτε, και θέλεις εγκρατεύεσθαι; Δράμε όσον δύνη. Όταν ατονήσεις, λάβε φάρμακον την συνουσίαν, ίνα μη πειράση υμάς ο Σατανάς».

[xxxii] Γέν., β΄, 23.

[xxxiii] Παύλος Ευδοκίμωφ, Η γυναίκα και η σωτηρία του κόσμου, εκδ. Πουρνρά, Θεσσαλονίκη, σελ.313.

[xxxiv] Δημήτρης Καραγιάννης, Περιοδικό «ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ» τεύχος 52,

http://forum.athos.gr/index.php/topic,242.0.html,  «Χρειαζόμαστε στήριγμα πάνω στο οποίο να πατάμε, που δεν μπορούμε να είμαστε εμείς. Δεν μπορείς από μόνος σου να στηρίζεσαι στον εαυτό σου. Χρειάζεσαι κάπου απ’ έξω να πατάς. Αν οι δύο σύντροφοι γίνουν ένα κλειστό σύστημα, τότε όλα τα αρνητικά στοιχεία που αναφέρονται για ένα απομονωμένο άτομο μπορεί να υπάρξουν σε μία σχέση με ψευδοαμοιβαιότητα π.χ. o Νάρκισσος και η Ηχώ. Η Ηχώ επαναλαμβάνει αυτά που θέλει να ακούσει ο Νάρκισσος. Επομένως ενώ εμφανίζονται επιφανειακά ως μια ιδανική σχέση ζευγαριού, στην ουσία υπάρχει απουσία σχέσης. Και αυτό γίνεται γιατί είναι κλεισμένοι ανάμεσα τους και δεν διαθέτουν σημείο αναφοράς πέρα από αυτούς. Είναι μια κλειστή δυαδικότητα ξεκομμένη και από την κοινωνία με τους άλλους ανθρώπους. Όλα είναι ιδανικά, αλλά τίποτα πραγματικό…».

[xxxv] Εφεσ. ε΄, 31 και Ματθ. ιθ΄, 5.

[xxxvi] Πρωτοπρ. Π. Κων/νου Στρατηγόπουλου, Προγαμιαίες σχέσεις Μεταγαμιαίων ανθρώπων, ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΛΑΣΜΑ, από το βιβλίο «Το σώμα του Χριστού και ο κήπος των τέρψεων» των εκδόσεων Εγρήγορση,   http://www.imglyfadas.gr/theologia01.asp,
«Ο άνθρωπος από τη φύση του είναι πλάσμα ερωτικό. Έχει την τάση να κινείται προς ένωση. Το επίπεδο στο οποίο πραγματοποιείται η ένωση αυτή είναι τριπλό. Κινείται προς ένωση με το Θεό, με το συνάνθρωπο, και ενώνει με τα ψυχικά και διανοητικά του χαρίσματα όλες τις δυναμικές που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητά του. Πιο πρακτικά δοσμένο αυτό το σχήμα θέλει τον άνθρωπο
αΆ) Να έχει αναζητήσεις για τη ζωή και το θάνατο και για τα πέρα από την οριζόντια πραγματικότητα
βΆ) Να θέλει να έχει κοινωνία με τους άλλους ανθρώπους

γΆ) Να προσπαθεί να ξεπεράσει τους εσωτερικούς διχασμούς που τον ταράσσουν και τον κομματιάζουν.
Η προσπάθεια για το κάθε ένα από τα προηγούμενα είναι ερωτική. Η ερωτική πορεία κρύβει πάντα μέσα της μια έξοδο. Έξοδο προς το Θεό, τους ανθρώπους και από την εγωιστική αυταρέσκειά μας…»

[xxxvii] Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, προς Θαλάσσιον, περί διαφόρων απόρων, ερώτ. ΚΕ΄, στιχ. 20-25: «Ουκούν κατά μίαν επιβολήν, τω της αναγωγής προσβαίνοντες λόγω, φαμέν άνδρα είναι τον πρακτικόν νουν, κεφαλήν έχοντα  τον λόγον της πίστεως. Προς όν ως Χριστόν αφορών, ταις των εντολών χάρισιν ωκοδομημένον δια της πράξεως τον οικείον συνίστησιν βίον ο νους,… Γυναίκα  δε του τοιούτου νοός είναι φαμέν αυτήν την έξιν της πράξεως, πολλοίς και διαφόροις κομώσάν τε και κατακεκαλυμμένην πρακτικοίς λογισμοίς τε και ήθεσι,...» 

[xxxviii] Παύλου Ευδοκίμωφ, Η γυναίκα και η σωτηρία του κόσμου, εκδ. Πουρνρά, Θεσσαλονίκη, σελ. 62: «Η καρδιά είναι το κέντρο που ακτινοβολεί και διαποτίζει ολόκληρο τον άνθρωπο. Συνάμα είναι κρυμμένη μέσα στο ίδιο το βάθος της. Η προτροπή «Γνώθι σαυτόν» απευθύνεται προ παντός άλλου σ’ αυτό το βάθος....».

[xxxix] Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, περί των ιερώς ησυχαζόντων, απόκρ, β΄, 3, 15-20: «… Εν τω ηγεμονικώ οργάνω, εν τω της χάριτος θρόνω, όπου ο νους και οι λογισμοί πάντες της ψυχής, εν τη καρδία δηλαδή. Οράς πως αναγκαιότατον τοις προηρημένοις εν ησυχία προσέχειν εαυτοίς επαναγάγειν και εμπερικλείειν  τω σώματι τον νουν, και μάλιστα τω εν σώματι ενδοτάτω σώματι, ό καρδίαν ονομάζομεν».

[xl] Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, περί των ιερώς ησυχαζόντων, απόκρ, γ΄, 2, 10-15: «Αφείθαι μεν γαρ τους αρχομένους ησυχάζειν μακράς αναγνώσεως και προσανέχειν τη μονολογίστω προσευχή, μέχρις αν έξιν τινά σχοίεν του ταύτης αδιαλείπτως έχεσθαι κατά διάνοιαν, καν άλλο τι το σώμα πράττη, ό τε άγιος Διάδοχος και Φιλήμων ο μέγας και ο πολύς τα θεία Νείλος και ο της Κλίμακος Ιωάννης και πολλοί των ζώντων εισηγούνται πατέρων, αλλ’ ουχ ως ανοήτου και πονηράς..

[xli] Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή, το ίδιον θέλημα και η υπακοή (Μνήμη του Αγίου Ευθυμίου), http://img.pathfinder.gr/clubs/files/70304/7.html, «Άρα η υπακοή είναι πραγματικό δείγμα της αληθινής αγάπης. Στην υπακοή και μόνο γίνεται η διαπίστωσι της πραγματικής αγάπης. Βλέπετε μόνοι σας ότι, όταν αγαπάτε κάποιον, πόσο είσθε έτοιμοι και τον προκαλείτε να εκδηλώση το θέλημα του, για να το εφαρμόσετε αμέσως. Και τότε ευρίσκετε ανάπαυσι. Η υπακοή, ένας από τους βασικούς θεσμούς της μοναστικής μας ιδιότητος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά πρακτική αγάπη. Επειδή τον Θεό δεν είναι δυνατό να τον ιδούμε με τα αισθητήρια του κόσμου τούτου, αντί Αυτού έχομε την Εκκλησία, έχομε τους Πατέρες. «Ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί, ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με», λέγει ο Ιησούς μας (Λουκ. 10,16). Το ενδιαφέρο μας είναι πώς να αναπαύσωμε αυτόν από τον οποίο εξαρτώμεθα. Η όλη εξάρτησί μας από τον πνευματικό μας πατέρα, τον Γέροντα, έχει ως θεμέλιο και βάσι την προς τον Θεό αγάπη μας. Ο υποτακτικός πάντοτε έχει μπροστά του ως παράδειγμα τον Ιησού μας, ο οποίος έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού» (Φιλιπ. 2,8)...» 

[xlii] Αποκ. Ιωάννη, κεφ. ιθ΄,  9: «Και λέγει μοι. Γράψον, μακάριοι οι εις το δείπνον του γάμου του αρνίου κεκλημένοι….»

[xliii] Αρχιμανδρίτου Σαράντη Σαράντου, Η ιερολογία του Γάμου και τα συναφή προβλήματα, http://www.alopsis.gr/alopsis/gamos.htm,  «..Είναι από τα πιο αυτονόητα, ότι τα παιδιά όλων των ηλικιών χαίρονται, όταν βλέπουν τους γονείς τους αγαπημένους και ενωμένους. Η ενότητα των δύο συζύγων, του πατέρα και της μητέρας αποτελεί και το βασικό αρχέτυπο μιας ενοποιημένης και όχι διασπασμένης προσωπικότητας στα παιδιά. Αυτονόητο επίσης είναι – και τούτο εξάγεται από την πικρή πείρα των διαζευγμένων συζύγων – ότι ο χωρισμός των γονέων δρα καταλυτικά και διασπαστικά στην προσωπικότητα των παιδιών…».

[xliv] Ακολουθία στεφανώματος – γάμου, τέλος πρώτη ευχής: «… και δος αυτοίς από της δρόσου του ουρανού άνωθεν, και από της πιότητος της γης. Έμπλησον τους οίκους αυτών σίτου, οίνου και ελαίου και πάσης αγαθοσύνης, ίνα μεταδιδόσι και τοις χροίαν έχουσι, δωρούμενος άμα και πάντα τα προς σωτηρίαν αιτήματα»

[xlv] Εφεσ. ε΄ 33: «..., η δε γυνή ίνα φοβείται τον άνδρα

[xlvi] Διονύσης Παπαχριστοδούλου, http://www.vic.com/~tscon/dion/01.htm#_Toc94760942: «Θεωρεί ο απόστολος δεδομένη την αγάπη στη γυναίκα, δεν της ζητά να αγαπάει τον άνδρα της. Την προτρέπει να τον φοβάται. Να φοβάται μήπως εκείνος εκμεταλλευτεί την αγάπη της. Να φοβάται μήπως εκείνη εκμεταλλευτεί την αγάπη της μήπως από την πολλή της την αγάπη φέρεται αδιάκριτα, με παρρησία, άθελά της τον προσβάλλει, γενικά υπερβάλλει και σβήνει και τη λίγη αγάπη που τυχόν έχει ο άντρας της «ουδέν ούτω διαλύειν αγάπην ως η παρρησία, πέφυκε, και μίσος εργάζεσθαι» (ΚΛΙΜΑΞ) «Φόβου γαρ καθ εαυτήν κεχωρισμένη η αγάπη εις καταφρόνησιν πέφυκεν ως τα πολλά μεταπίπτειν, μη οίον στομουμένης φόβῳ της εξ αυτής τικτομένης φυσικώς παρρησίας» (άγιος Μάξιμος).

Πολύ βαρύτερη λοιπόν η ασθένεια του άνδρα. Πολύ ισχυρότερο το φάρμακο που του δίνει. Αγάπα, αγάπα, αγάπα, αγάπα. Κανονικά θα έπρεπε να αισθάνονται οι άνδρες προσβεβλημένοι από το ανάγνωσμα δηλαδή τι; Είναι πέτρες ψυχρές και παγερές, δεν έχουνε καθόλου αγάπη; Διαβάζουμε όμως τα κείμενα της Εκκλησίας χωρίς να γνωρίζουμε τις προϋποθέσεις της και τα παρεξηγούμε. Τα καταλαβαίνουμε κοινωνικά και εκεί ακριβώς που υπάρχει τιμή εμείς βλέπουμε υποτίμηση. Πατάει το πόδι η ελαφρόμυαλη, τρώει τη σφαλιάρα και διαλύεται ο γάμος πριν καλά-καλά αρχίσει.

Η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα. Δύο στο τετράγωνο ίσον τέσσερα «αγάπα» για τον άνδρα. Χωρίς φιλαυτία, όχι προς ίδιον τέλος, όχι από συμφέρον, για καλοπέραση, αλλά με την αγάπη που «ου ζητεί τα εαυτής». Τέσσερα αγάπα για τον άνδρα και ένα φοβού για τη γυναίκα. Αγάπη μετά φόβου και, όταν έρθη με το καλό η αγάπη που έξω βάλλει το φόβο, η αγάπη που ουδέποτε πίπτει, αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις.»

[xlvii] Συναξαριστής Δεκεμβρίου, Ματθαίου Λαγγή, Αθήνα 1982, σελ. 17-30,  1η Δεκεμβρίου.

[xlviii] Αμαλία Κ Ηλιάδη, Γάμος και αγιότητα στη Μέση Βυζαντινή Περίοδο,  http://www.archive.gr/modules.php?nam … ;file=article&sid=145

«Στο Βίο της αγίας Θωμαΐδος της Λεσβίας, που διαδραματίζεται στην Μυτιλήνη και στην Κων/πολη του 10ου αιώνα, θίγεται ο ξυλοδαρμός των γυναικών απ’ τους συζύγους τους ως κοινωνική πληγή της εποχής. Οι γονείς της αγίας Θωμαΐδος ευτύχησαν στο γάμο τους και ο βιογράφος της αγίας τους ονομάζει «ζεύγος χρυσούν, ζεύγος τρισευδαίμον και μακάριον», ενώ η Θωμαΐδα ατύχησε στο γάμο της, ο οποίος απέβη αγκάθινο στεφάνι γι’ αυτή. Οι γονείς της, όντας ευκατάστατοι και ευσεβείς, την πάντρεψαν σε ηλικία 24 ετών με ένα νέο ονόματι Στέφανο. Η Θωμαΐδα, παρότι διακρινόταν ως ενάρετη, καλή και υποδειγματική σύζυγος και νοικοκυρά και δίχως να δίνει καμιά αφορμή, αντιμετώπιζε χείριστο τρόπο συμπεριφοράς εκ μέρους του συζύγου της. Ο ατυχής της γάμος ανάγκασε τους θλιμμένους γονείς της να αναχωρήσουν απ’ τη Μυτιλήνη για τα μέρη της Κων/πολης. Ο πατέρας της, μετά από λίγο καιρό, πέθανε και η μητέρα της έγινε μοναχή και αργότερα ηγουμένη.

Ο σύζυγος της Θωμαΐδας, απ’ την φιλαργυρία και την πλεονεξία του, ειρωνευόταν και έβριζε την ευλάβεια και την φιλοστοργία της. Μάλιστα την χτυπούσε βάναυσα σ’ όλο της το σώμα. Στο τέλος η αγία πεθαίνει απ’ τα τραύματα που της προξένησε ο βάρβαρος σύζυγός της. Έζησε δεκατρία χρόνια μαρτυρικού συζυγικού βίου και πέθανε σε ηλικία 38 ετών. Τάφηκε στο μοναστήρι που ήταν ηγουμένη η μητέρα της..

[xlix] Συναξαριστής Τριωδίου, Ματθαίου Λαγγή, Αθήνα 1983, σελ. 245-251, Κυριακή Α΄ της Ορθοδοξίας,

[l] «Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, ο «ακαθάριστος δείκτης γαμηλιότητας» μειώθηκε το 2004 σε 4,6 γάμους ανά 1.000 κατοίκους, από 5,3 το 2002. Στην αρχή της δεκαετίας του 1980 καταγράφηκαν 7,3 γάμοι ανά 1.000 κατοίκους. Παράλληλα ο ολικός δείκτης διαζυγίων παρουσιάζει αυξητικές τάσεις, οι οποίες οφείλονται κυρίως στην απλοποίηση της διαδικασίας με την καθιέρωση του συναινετικού διαζυγίου. Ετσι, το 1984 κατατραφόταν 8 διαζύγια ανά 100 γάμους, δέκα διαζύγια το 1994 και 21 το 2004. Ο αριθμός των γεννήσεων εκτός γάμου παρουσιάζει αύξηση, φθάνοντας το 2004 στις 5.382 με αναλογία 50,9 επί 1.000 γεννήσεων.» ΠΗΓΗ: http://tech.pathfinder.gr/tech/216961.html,

[li] «Τα στοιχεία που ζητήσαμε και πήραμε από την Μητρόπολη της Βέροιας και αφορούν περιπτώσεις που έχουν τελεσιδικήσει με αποτέλεσμα να λυθεί ο γάμος, είναι ενδεικτικά της τάσης στην σημερινή κοινωνία την τελευταία δεκαετία:

Το 1996 υπογράφηκαν 774 γάμοι και 88 διαζύγια, το 1997: 915 γάμοι και 100 διαζύγια, το 1998: 838 γάμοι και 91 διαζύγια, το 1999: 941 γάμοι και 124 διαζύγια, το 2000: 765 γάμοι και 112 διαζύγια, το 2001: 832 γάμοι και 120 διαζύγια, το 2002: 847 γάμοι και 129 διαζύγια, το 2003: 828 γάμοι και 125 διαζύγια, το 2004: 785 γάμοι και 144 διαζύγια και το 2005: 764 γάμοι και 135 διαζύγια.», εφημ. ΛΑΟΣ Ημαθίας,

http://www.laosver.gr/news/local/4668.html,

[lii] Mητροπολίτης Nαυπάκτου +Iερόθεος, Ο χορός του Ησαΐα στο μυστήριο του γάμου, http://forum.athos.gr/index.php/topic,607.0.html, «Στο τέλος της τελετής γίνεται ο λεγόμενος χορός του Hσαΐα και μαζί με άλλα τροπάρια ψάλλεται και το τροπάριο «άγιοι Mάρτυρες οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες πρεσβεύσατε προς Kύριον ελεηθήναι τας ψυχάς ημών». Μάλιστα του χορού προηγείται ο ιερεύς κρατώντας το ιερό Ευαγγέλιο. Αυτό θέλει να πει ότι τα βήματα της ζωής του ανδρογύνου θα είναι μαρτυρικά, γι’ αυτό και επικαλούμαστε τις πρεσβείες των αγίων Mαρτύρων. Για να μπορέσει το ανδρόγυνο να βαδίσει αισίως τον δρόμο αυτόν, απαιτείται να προηγήται της ζωής του ο πνευματικός πατέρας, ο οποίος θα τους καθοδηγεί με το ιερό Ευαγγέλιο, δηλαδή με τις εντολές του Χριστού…»

[liii] Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου, ΠΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ ΜΙΑ ΑΡΜΟΝΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΝΔΡΟΓΥΝΟ, http://www.imlemesou.org/dev/index.ph … amp;id=920&Itemid=163,

 «… Το πιο μεγάλο δώρο που μπορούμε να κάνουμε στα παιδιά μας είναι την παρουσία μας. Είναι την αρμονία της οικογένειας μας. Γι’ αυτή την αρμονία πρέπει να θυσιάσουμε πράγματα τα οποία κάνουμε. Ακόμη και πράγματα τα οποία μπορεί να μας φαίνονται απαραίτητα, γιατί πρέπει να καταλάβουμε ότι το πιο απαραίτητο πράγμα είναι αυτή η ειρήνη, αυτός ο πλούτος που δεν εξαρτάται από εξωτερικά πράγματα...»

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.