Πολιτικής υποκρισίας … συνέχεια ΙΙ

Πολιτικής υποκρισίας και ελλιπούς ενημέρωσης  συνέχεια… [20-09-2011]

 

Του Νικήτα Χιωτίνη


 

Διανύουμε περίοδο οικονομικής κρίσης. Όλοι την αντιλαμβανόμαστε εκ του αποτελέσματός της: δεν έχουμε ως κράτος τα χρήματα για να αποπληρώσουμε τα χρέη μας, το κράτος αντλεί από μας – με κάθε δυνατό, νόμιμο και παράνομο τρόπο – τα χρήματα για να εξυπηρετήσει τα χρέη του και μειώνεται η καταναλωτική μας άνεση – ενίοτε έως εξαφανίσεως κάθε τέτοιας δυνατότητάς μας. Μέχρις εδώ τα πράγματα είναι κατανοητά. Όταν όμως αρχίζουν οι συζητήσεις για τα αίτια αυτού του φαινομένου και κυρίως για τους τρόπους θεραπείας του, περισσεύει η υποκρισία, η παραπληροφόρηση και η προπαγάνδα, αλλά και, δυστυχώς, η ασχετοσύνη των δήθεν σχετικών.

Συχνά – πυκνά, με ύφος ανακουφιστικό και εν πολλοίς ευχαριστήριο, προβάλλονται από τα ΜΜΕ δηλώσεις σημαντικών πολιτικών παραγόντων των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών – καγκελαρίων και προέδρων, υπουργών Οικονομικών και διοικητών τραπεζών και οργανισμών, δημοσιογράφων και λοιπών πολιτικών και πολιτικολογούντων – ότι η Ελλάδα δεν θα «πτωχεύσει» και δεν θα φύγει από το ευρώ. Με τον ίδιο τρόπο προβάλλονται και οι αντίστοιχες δηλώσεις των Ελλήνων υπουργών. Κανείς όμως δεν μας εξηγεί πως η πτώχευση μιας χώρας δεν είναι το ίδιο με την πτώχευση ενός νοικοκυριού – αν και διάφοροι άσχετοι αλλά προβεβλημένοι (τυχαίο;) μας λένε ότι είναι το ίδιο πράγμα. Αλλά το σπουδαιότερο είναι πως κανείς δεν μας εξηγεί πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν επιθυμούν την «πτώχευσή» μας και την έξοδό μας από το ευρώ – και την Ευρώπη – όχι για λόγους συναισθηματικούς ή ρομαντικούς, αλλά γιατί μια «πτώχευσή» μας, δηλαδή δήλωση αδυναμίας πληρωμής των χρεών μας, θα επέφερε αλυσιδωτά προβλήματα στις ευρωπαϊκές τράπεζες, ενώ μια έξοδός μας από το ευρώ θα επέφερε την πλήρη διάλυσή του, με καταστροφικές συνέπειες για τις ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Αυτό το τελευταίο άλλωστε έχει λεχθεί, ακριβώς έτσι, από την Angela Merkel, αλλά περιέργως δεν έχει τύχει μήτε της δέουσας προβολής μήτε της δέουσας ανάλυσής του.

Είναι κατάδηλον πως το οικονομικό μας πρόβλημα είναι θεμελιακώς πολιτικό και γεωπολιτικό, δηλαδή εξαρτάται από πολιτικές επιλογές και γεωπολιτικά ζητήματα. Όμως, φαίνεται να υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των ανωτέρω δεδομένων, που αφορούν στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Συνεπής προς την πολιτική στρατηγική του, ο παραγωγικός Βορράς έκρινε πως θα πρέπει να αυξήσει πάση δυνάμει τα οικονομικά του οφέλη απομυζώντας, εντέχνως και στην κυριολεξία, τον λιγότερο παραγωγικό Νότο, φαινομενικά τουλάχιστον αδιαφορώντας για τις ευρύτερες γεωπολιτικές συνέπειες που αυτή η στρατηγική του απειλεί να προκαλέσει (σημαντική επισήμανση: το πώς και το γιατί οι χώρες της βόρειας Ευρώπης παρουσιάζονται πιο παραγωγικές σε ένα ελάχιστο μέρος της Ιστορίας, δηλ. στον 20ό και ίσως και 21ο αιώνα, ενώ σε όλη την υπόλοιπη – δηλαδή με διάρκεια άνω των 85 με 90 «παραγωγικών αιώνων» – ο Νότος ήταν αυτός που δημιουργούσε την Ιστορία, είναι ένα άλλο θέμα που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και εξέτασης). Η παρουσία του Νότου και ιδιαιτέρως της Ελλάδας (με όρους «ιστορικού βάθους», όπως θα ’λεγε ο Νταβούτογλου, θα λέγαμε ο – όχι ολόκληρος – χώρος της πρώην ελληνορωμαϊκής αυτοκρατορίας ή οικουμένης) υπήρξε απαραίτητη για την οικοδόμηση της Ευρώπης.

Η Ευρώπη δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτόν τον Νότο, δηλαδή δεν θα μπορούσε να σταθεί στο παγκόσμιο τοπίο ως αυτοδύναμη χωρική, οικονομική και πολιτισμική οντότητα. Αλλά βεβαίως και ο Νότος είχε εξίσου ανάγκη τον Βορρά. Τα οφέλη υπήρξαν αμοιβαία. Γι’ αυτό άλλωστε βοηθήθηκε και η ελληνική επανάσταση του 1821, γι’ αυτό εντάχθηκε η Ελλάδα στην ΕΟΚ, γι’ αυτό και η Ε.Ε. προσπαθεί να ολοκληρωθεί με «προσάρτηση» σε αυτήν χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ. Η Ευρώπη δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως σύστημα με στοιχεία απολύτως αλληλοεξαρτώμενα, που σημαίνει πως κανένα συστατικό του δεν μπορεί να υπάρξει αυτοδυνάμως. Όμως, η αποσύνθεση των νότιων χωρών κινδυνεύει να τις οδηγήσει εκτός Ευρώπης – να οι καταστροφικές συνέπειες για όλη την Ευρώπη που αναγνώρισε η ίδια η καγκελάριος της «παραγωγικής» και πλούσιας Γερμανίας.

Πρακτικά εξετάζοντας τη σημερινή οικονομική κατάσταση, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά όλου του ευρωπαϊκού Νότου, είναι σαφές πως δεν υπάρχουν πολλές διέξοδοι, παρά οι ακόλουθες τρεις – όπως άλλωστε έχουν ήδη παρουσιαστεί από αρκετούς σοβαρούς οικονομολόγους: Η πρώτη είναι να διαλυθεί το ευρώ και η Ευρώπη.

Η δεύτερη είναι να καταλάβει η Γερμανία ότι δεν μπορεί να τα έχει όλα στο μάξιμουμ. Με άλλα λόγια, αν θέλει να διατηρήσει την οικονομική ηγεμονία της – όσο δηλαδή μπορέσει να τη διατηρήσει, δεδομένου της εισόδου στο παγκόσμιο οικονομικό τοπίο των κολοσσιαίων κρατών της Κίνας και της Ινδίας, αλλά και της Βραζιλίας και της αναδυόμενης Αφρικής –, θα πρέπει να διατηρήσει στο «παιχνίδι» τον ευρωπαϊκό Νότο. Θα πρέπει με άλλα λόγια να μοιραστεί τα πλεονάσματά της – δεδομένου ότι, όπως έχει επανειλημμένως αναλυθεί, τα πλεονάσματα του Βορρά είναι τα ελλείμματα του Νότου – με τις νότιες χώρες της Ευρώπης, «διασώζοντάς» τες. Ίσως αυτό να αποτυπώνεται στο «κούρεμα» του 50% που ακούμε τελευταία.

Η τρίτη λύση θα ήταν να εκπληρωθεί η ελπίδα του J. Attali πως «η Ελλάς που υπήρξε η μαμή της Ευρώπης, θα γίνει και η μαμή της πλήρους ενοποίησής της», δηλαδή η Ευρώπη να αποφασίσει πραγματική πολιτική – άρα και οικονομική – ενοποίησή της, όπου ένα κεντρικό υπουργείο Οικονομικών θα χειρίζεται το νόμισμά της – όπως δηλαδή κάνουν τώρα οι ΗΠΑ και ξεπερνούν τα προβλήματά τους – προς το συμφέρον όλης της επικράτειάς της και οι οικονομικές δραστηριότητές της θα διασπαρούν αναπτύσσοντας τις περιφέρειες της ευρωπαϊκής ηπείρου, επιφέροντας πραγματική οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και εδαφική συνοχή.

Δεν μπορώ να προφητεύσω τι από τα τρία θα συμβεί, αλλά αποκλείω το πρώτο, θεωρώντας πως η πλεονασματική Γερμανία δεν θα θελήσει να αυτοκτονήσει. Όμως, δεν θα πρέπει εδώ να ξεχνάμε και την εξάρτηση που έχει (ακόμα;) η Ευρώπη από τις ΗΠΑ. Οι δε υπερατλαντικοί δυτικοί σύμμαχοί μας, πέραν του ότι είναι αυτοί που έσωσαν δύο φορές τη χρεοκοπημένη Γερμανία και στήριξαν τη σημερινή ανάπτυξή της – και αυτό βεβαίως έχει τη σημασία του –, έχουν καταφανώς τη δική τους παγκόσμιας εμβέλειας στρατηγική. Άλλωστε αυτοί πρωτοεισήγαγαν τέτοιου είδους στρατηγικές – και μας δίδαξαν σχετικώς –, σε αυτές οφείλουν τη μέχρι τώρα πορεία τους και βεβαίως δεν σκοπεύουν να τις εγκαταλείψουν. Οι ΗΠΑ, λοιπόν, δείχνουν να ακολουθούν με ακρίβεια τη σειρά των κεφαλαίων του βιβλίου «H σύγκρουση των πολιτισμών», του βασικού στελέχους της «δεξαμενής σκέψης» τους περί της ενδεδειγμένης εξωτερικής πολιτικής S. Huntington. Βρισκόμαστε σήμερα στο τελευταίο κεφάλαιο, όπου αναφέρεται πως η Ελλάδα δεν ανήκει στην Ευρώπη. Όμως τα πράγματα δείχνουν να έχουν μπλεχτεί. H Τουρκία δείχνει μια δυσανάλογη των υπαρξιακών της προβλημάτων αλαζονεία, με την πολιτική Νταβούτογλου: επιδιώκει να αναχθεί σε υπερδύναμη από κάθε άποψη – εδαφική, πολιτική, οικονομική, ενεργειακή – και αυτό δεν το θέλουν μήτε οι ΗΠΑ αλλά μήτε και η Ευρώπη. Έτσι το Ισραήλ, η Κύπρος και η Ελλάδα, καλούνται να παίξουν άλλο ρόλο και από δω και μπρος αρχίζουν τα μεγάλα ζητήματα που δείχνουν πως επηρεάζουν τα πάντα και που καλό θα είναι να τεθούν ανοικτά στο τραπέζι των πολιτικών συζητήσεων και πολιτικών επιλογών μας.

Όμως κανείς δεν μιλάει γι’ αυτά. Η σημερινή πολιτική συζήτηση δείχνει δραματικά περιορισμένη σε «λογιστικές» προτάσεις και στην αντιπαράθεση περί του ποιος είναι καλύτερος στις «διαπραγματεύσεις» – αναφέρομαι στους αρχηγούς των δύο κομμάτων εξουσίας. Η διαπραγμάτευση όμως, την οποίαν διαρκώς επικαλείται η νυν αξιωματική αντιπολίτευση, θέλει επιχειρήματα, επιχειρήματα ευρύτερα του πώς και από πού θα αντληθούν λεφτά για να πληρωθούν τα τοκοχρεολύσια των απεχθών δανείων που πήραμε για να αγοράσουμε γαλλικές φρεγάτες και γερμανικά υποβρύχια (που γέρνουν) και τα διάφορα F αεροπλάνα, για να υποστηρίζουμε εμείς μόνοι μας και ιδίοις εξόδοις τη δήθεν Ενωμένη Ευρώπη. Τέτοια δήθεν πολιτική διαπραγμάτευση εξήγγειλε άλλωστε και ο νυν υπουργός Οικονομικών, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του και ανέκρουσε πρύμναν εκών άκων. Καταφανώς η φαρέτρα του ήταν φτωχή. Βεβαίως η αξιωματική αντιπολίτευση βασίμως πιστεύει πως όταν αναλάβει την εξουσία θα είμαστε στη δεύτερη ή τρίτη διέξοδο, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, εξ επιλογής όμως της Γερμανίας κυρίως και έτσι θα την περάσει σαν διαπραγματευτική της επιτυχία – και μάλλον έτσι προβλέπω να γίνει. Υπάρχει όμως και η περίπτωση να την προλάβει το ΠΑΣΟΚ και έτσι να επανεκλεγεί, εκτός βέβαια και αν αυτό το κόμμα έχει άλλες δεσμεύσεις ή παραμείνει κολλημένο στο να προσπαθεί να νομίζει πως θα ξεχρεώσει πτωχεύοντας όλους τους Έλληνες (σαν μετεξεταστέος πρωτοετής φοιτητής οικονομικών).

Βεβαίως δεν κρίνονται ως σοβαρές οι προτροπές του ΚΚΕ να στείλουμε στη Σιβηρία τους πλουσίους και να βγούμε από την Ευρώπη, αφήνω δε κατά μέρος τα υπόλοιπα κόμματα που λειτουργούν – σχεδόν καταστατικά – ως μπαλαντέρ. Υποκρισία, σκόπιμη παραπληροφόρηση ή απλώς πολιτικοί κατώτεροι – πολύ κατώτεροι – των περιστάσεων και των διακυβευμάτων; Κλίνω στο τελευταίο.

 

* O Δρ. Νικήτας Χιωτίνης είναι Αρχιτέκτων, Καθηγητής ΤΕΙ, Τμήματος Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής και Σχεδιασμού Αντικειμένων.

9-10-2011

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.