Και όλα αυτά σε ένα ιδεολογικό κλίμα που προτάσσει την αριστεία του χρήματος και των ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και την ατομική ευθύνη, υπογραμμίζοντας εξαρχής ότι κάποιοι/ες δεν θα πρέπει να προχωρήσουν εκπαιδευτικά. Πάντα με την εμμονή στον πειθαρχικό έλεγχο όλων (διδασκόντων και διδασκομένων), συχνά και με τη χρήση ανοιχτής βίας, καθώς η επιχειρηματικότητα και η εργασιακή ευελιξία απαιτούν και υποταγή.
Με βάση τα παραπάνω, η κυρία Κεραμέως προτάσσει τη λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας. Πρόκειται για έναν όρο που προβάλλεται εδώ και τρεις δεκαετίες από τον εκπαιδευτικό νεοφιλελευθερισμό. Η εκπαιδευτική αυτονομία σχετίζεται με την επιβολή των αρχών του επιχειρηματικού μάνατζμεντ στο δημόσιο σχολείο, την ανταγωνιστική και επιχειρηματική του λειτουργία και την ολοένα και μεγαλύτερη αποποίηση των δημόσιων ευθυνών για τη χρηματοδότηση. Προτρέπει την εμπορική εκμετάλλευση των δομών του δημόσιου σχολείου, την εκμίσθωση χώρων για να διασφαλίζεται η χρηματοδότηση, την εξασφάλιση χορηγιών που θα πιστοποιούν και την ικανότητα των νέων σχολικών διευθυντών-μάνατζερ.
Η κυβέρνηση, στο πλαίσιο του προγράμματος ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0», προτάσσει ως κεντρική εκπαιδευτική προτεραιότητα τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής εκπαίδευσης, ενώ η Κεραμέως πρόσφατα μίλησε ανοιχτά για τη λεγόμενη ανεστραμμένη τάξη. Η τάση είναι πανευρωπαϊκή και αφορά την προώθηση ενός υβριδικού μοντέλου εκπαίδευσης που θα συνδυάζει τη διά ζώσης διδασκαλία με τις ποικίλες μορφές ψηφιακής εκπαίδευσης. Σύμφωνα με την ανεστραμμένη τάξη, η βασική εκπαιδευτική διαδικασία θα πραγματοποιείται στο σπίτι, ενώ στο σχολείο ο χρόνος θα αφιερώνεται στην εμπέδωση και πρακτική εφαρμογή όσων έχουν σταλεί με βίντεο, ψηφιακές προβολές από πλατφόρμες κλπ. Τέτοιες αντιδραστικές ιδέες όχι απλά υπονομεύουν το δικαίωμα στη μόρφωση, όχι απλά εξατομικεύουν την ευθύνη για τη μόρφωση στα ίδια τα παιδιά, αλλά καταργούν το ίδιο το νόημα του σχολείου ως μιας ουσιαστικής ζωντανής και απρόβλεπτης ανθρώπινης σχέσης επικοινωνίας, διαλόγου και αντιπαράθεσης.
Τέλος, σε ένα τέτοιο σχολείο δεν θα μπορούσε να λείπει η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Ο υποταγμένος και φοβισμένος εκπαιδευτικός, ο εκπαιδευτικός που θα δουλεύει, πλέον, όχι για τα παιδιά αλλά για την εργασιακή του επιβίωση και το βιογραφικό του, κουμπώνει με τον κυρίαρχο αστικό εκπαιδευτικό προσανατολισμό. Επιδιώκουν να διαμορφώσουν νέες δομές επιθεωρητισμού και ελέγχου της παιδαγωγικής πράξης, να ελαστικοποιήσουν ακόμη περισσότερο τις εργασιακές σχέσεις, αλλά και να χειραγωγήσουν το εκπαιδευτικό περιεχόμενο του δημόσιου σχολείου. Εργαστήρια Δεξιοτήτων για την επιχειρηματικότητα και τον εθελοντισμό, συνεργασίες με ποικίλους επιχειρηματικούς ομίλους, ευρωπαϊκά προγράμματα, μπορούν να επιβληθούν ως εκπαιδευτικές κανονικότητες, μόνο αν ο εκπαιδευτικός είναι φοβισμένος και γνωρίζει πως αυτό το περιεχόμενο και αυτή η εκπαιδευτική πρακτική θα εκτιμηθεί και θα αξιολογηθεί θετικά. Η στόχευση είναι επομένως διπλή: ουσιαστικός έλεγχος του τι θεωρείται αποδεχτό στο σχολείο – σίγουρα όχι η γνώση και η κριτική σκέψη αλλά η «δεξιότητα» της επιχειρηματικότητας για παράδειγμα– και η κάμψη των αντιστάσεων σε ένα σχολείο που θα ισχύει ο δεσποτισμός του διευθυντή και του σχολικού συμβούλου.
Όλα αυτά προωθούνται στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει ο νόμος Χατζηδάκη, με την προσπάθεια διάλυσης των πρωτοβάθμιων σωματείων. Ο κόσμος της εκπαίδευσης έχει, ωστόσο, αποδείξει εδώ και δεκαετίες ότι μπορεί να ανατρέπει αναγκαιότητες και δεδομένες για το κεφάλαιο πραγματικότητες. Για τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών, για την εργασιακή και παιδαγωγική του αξιοπρέπεια, για το μέλλον.
ΠΗΓΗ: Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΠΡΙΝ 26-27.6.2021. Το είδα: 28.06.2021, Από το δικαίωμα στην εκπαίδευση στην «Αυτονομία» των σχολείων – Σελιδοδείκτης (selidodeiktis.edu.gr).
* Ο Γιώργος Καλημερίδης είναι δάσκαλος.