Η ΓΝΩΣΗ ΩΣ ΔΥΝΑΜΗ

         Έως τον 16ο αιώνα στη Δ. Ευρώπη επικρατούσε η αριστοτελική  ιεράρχηση και ταξινόμηση για τις σχέσεις φιλοσοφίας-επιστήμης-τεχνολογίας. Η φιλοσοφία, ως «πρώτη φιλοσοφία»  εθεωρείτο  «αρχικωτάτη των επιστημών», «επιστήμη των επιστημών», «μόνη γαρ αυτή αύτης ένεκέν εστί», ενώ οι άλλες επιστήμες υπάρχουν για χάρη της και την υπηρετούν.  Επίσης  η φιλοσοφία εθεωρείτο αυτοτελής αξία, η οποία οδηγεί στην αλήθεια και στο θεωρητικό βίο που προσφέρει την ευδαιμονία. Η αξία της επιστήμης πήγαζε από την αλήθεια της γνώσης που παρήγαγε, την υλιστικά αντικειμενική αλήθεια, υπηρετώντας έτσι τη φιλοσοφία, τη θεωρητική γνώση. Γι αυτό διαχωρίζονταν σαφώς οι θεωρητικές επιστήμες από τις πρακτικές. Μάλιστα κατά τον Πλάτωνα : η γνώση είναι αρετή. (Στο μεσαίωνα η φιλοσοφία εθεωρείτο θεραπενίδα της θρησκείας). 

    Αλλά τον 17ο αιώνα  δεν είναι πια η αλήθεια, η αναζήτηση της ουσίας, η αναζήτηση του «Είναι»,  η αληθινή γνώση, η πιστή αντανάκλαση των νόμων της φύσης στην ανθρώπινη νόηση,  αυτό που μετράει. Από τότε πια η γνώση αναγνωρίζεται ως δύναμη. Γνωρίζω να αξιοποιώ, συνεπώς γνωρίζω να κερδίζω, αποτιμά μεθοδολογικά η εποχή. Κίνητρο πια για την ανάπτυξη της επιστήμης είναι τα πρακτικά και οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από τη μετατροπή των γνώσεων αυτών σε τεχνολογικές εφαρμογές. Η επιστήμη  υπηρετεί πολύ λιγότερο, δευτερευόντως, τη φιλοσοφία και κυρίαρχα πια την τεχνολογία. Παύει πια να κατατάσσεται στις καθαρά θεωρητικές ενασχολήσεις και συντάσσεται με τις πρακτικές μέχρι που στην εποχή μας πια γίνεται λόγος για τεχνοεπιστήμη σαν η επιστήμη και η τεχνολογία να αποτελούν ενιαίο σύνολο, ταυτιζόμενες σχεδόν.

   Μέτρο πια της αξίας της επιστήμης δεν είναι η αντικειμενική αλήθεια της γνώσης που αποκαλύπτει αλλά τα πρακτικά τεχνολογικά οφέλη που διευκολύνει να παραχθούν. Έτσι το ωφέλιμο παίρνει τη θέση του αληθινού. Μέχρι που σήμερα πια να διατυμπανίζουν: ό,τι είναι χρήσιμο είναι και αληθινό!! Πρόκειται προφανώς για διαφορετική ιεράρχηση  των κοινωνικών αξιών. Κατά την έκτοτε κοινωνικά επικρατούσα ιδεολογία αποδίδεται μεγαλύτερη  σημασία και σπουδαιότητα στο πρακτικά ωφέλιμο και στο οικονομικό κέρδος από όση στο αληθινό.  Πρόκειται για αλλαγή της κοινωνικής κοσμοθεωρίας. Έτσι εκτός της επιστήμης αλλάζει και η φιλοσοφία ως  η κοινωνικά κυρίαρχη κοσμοθεωρία, η οποία πλέον καλείται να υποστηρίζει την τεχνοεπιστήμη και το κοινωνικό σύστημα από το οποίο αυτή προωθείται και το οποίο ευνοείται από αυτήν. 

    Στη νέα κοσμοθεωρία ως κυρίαρχο ζήτημα τίθεται το γνωσιοθεωρητικό και όχι πια το οντολογικό, όχι πια το ζήτημα της ουσίας, όχι πια το ζήτημα του «Είναι».

    Ο άνθρωπος  στην Αρχαία Φιλοσοφία είναι ο σκοπός του εαυτού του ενώ στη νεότερη κοσμοθεωρία υποβιβάζεται σε μέσο που υπηρετεί την ισχυροποίηση του κοινωνικού συστήματος. Επειδή η νεότερη επιστήμη αναπτύσσεται για χάρη της τεχνολογίας και της πρακτικής ωφελιμότητας, ο επιστήμονας υπηρετεί και αμείβεται ανάλογα με την ωφελιμότητα των γνώσεων που παράγει για τον εργοδότη του.

   Από πλευράς ηθικής, όταν η γνώση οριζόταν ως αρετή που οδηγούσε στην ευδαιμονία, οι ανθρώπινες αξίες ήταν ενσωματωμένες, ταυτισμένες με τη γνώση, γι αυτό και η πιο σπουδαία αλήθεια ήταν αυτή της αυτογνωσίας, όταν όμως η γνώση ορίζεται ως δύναμη, η κοινωνικά αναγκαία ηθική μόνο εκτός επιστημονικής γνώσης μπορούσε να προκύψει.  Γιατί οι νόμοι της επιστήμης ως νόμοι της φύσης είναι ηθικά  ουδέτεροι, αδιάφοροι για το καλό ή το κακό των επιστημόνων και αυτών που χρησιμοποιούν ή εκμεταλλεύονται τις επιστημονικές γνώσεις.

     Ο  Ευτύχης Μπιτσάκης  σχολιάζει: 2*   »  Η έννοια της προόδου είναι κατεξοχήν αστική έννοια. Και αυτό επειδή η αστική τάξη αναπτύχθηκε σε γενετική αλληλεξάρτηση µε τις νεότερες επιστήμες  και την τεχνολογία, και η αντίληψή της για τον άνθρωπο είναι η έκφραση αυτού ακριβώς του γεγονότος. Η αληθινή γνώση, κατά τους πρώιμους στοχαστές της αστικής τάξης, είναι η επιστημονική. Αλλά η γνώση είναι δύναμη, και ο άνθρωπος θα γίνει κύριος και εξουσιαστής της φύσης µε τη βοήθεια της επιστήμης. Η επιστημονική γνώση δεν είναι λοιπόν µόνο μέσον για το φωτισμό των ανθρώπων, προϋπόθεση για την κοινωνία του ορθού λόγου και του κράτους δικαίου. Είναι ταυτόχρονα το θεμέλιο της τεχνολογικής προόδου που θα λυτρώσει τον άνθρωπο από την ένδεια και θα οδηγήσει στην κοινωνία της αφθονίας. Ο Ρότζερ Μπέικον, προς το τέλος του Μεσαίωνα, ο Φράνσις Μπέικον τρεις αιώνες αργότερα, ο Καρτέσιος, οι άγγλοι εμπειριστές και οι γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές, ακόμα και ο Καντ, ο Χέγκελ κλπ. εξέφρασαν, καθένας µε τον τρόπο του, την αστική αντίληψη για την πρόοδο. Στο ουτοπικό  έργο του, Η Νέα Ατλαντίδα, π.χ., ο Φράνσις Μπέικον περιγράφει ένα φανταστικό ίδρυμα (που δεν ήταν τόσο φανταστικό, αφού ήταν η ιδεολογική µμεταγραφή των επιστημονικών ιδρυμάτων της εποχής του), τον «Οίκο του Σολομώντα» ή «Κολέγιο των Έργων των Έξι Ημερών», όπου οι επιστήμονες µμελετούν τους νόμους της φύσης, που δεν είναι άλλοι από τους νόμους του θεού. Αλλά έστω και µε τη θεϊκή της κατοχύρωση, η επιστήμη, η ανακάλυψη των κρυμμένων φυσικών δυνάμεων, δεν καλλιεργείται «εαυτής ένεκεν». Επειδή οι δυνάμεις της φύσης, γράφει ο Μπέικον, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή θερμότητας, την κίνηση µμηχανών κλπ., και ο άνθρωπος θα θερίσει άφθονους καρπούς, όταν µε τη βοήθεια της επιστήμης ανακαλύψει την ουσία των πραγμάτων. Η επιστήμη βρίσκεται στην υπηρεσία του Κράτους που φάρος του είναι το Κολέγιο. Ακόμα και η επιστημονική κατασκοπία επιτρέπεται, μπροστά στο κρατικό συμφέρον . Η ουτοπία του Μπέικον, ουτοπία της ανερχομένης αστικής τάξης, είναι µια πρώιμη τεχνοκρατική ουτοπία. Στην ουτοπία αυτή εκφράζονται µε ενάργεια οι αυταπάτες της αστικής τάξης για την κοινωνική πρόοδο και τον ιστορικό της ρόλο, καθώς και η κυρίαρχη ωφελιμιστική αντίληψη της τάξης αυτής για τη γνώση, σε αντίθεση µε την «ανιδιοτελή» αντίληψη των αριστοκρατών της δουλοκτητικής αρχαιότητας. »

     Έτσι η αστική ουτοπία σχηματίζεται ως άρνηση της αριστοτελικής φιλοσοφίας με το «novum organum»  και της πλατωνικής με τη «New Atlantis»,  αναπτύσσεται όμως ως διαλεκτική της συνέχεια. Στο σαφέστατα νέο οικοδόμημα της επιστήμης η αρχαία σκέψη αναγνωρίζεται στα θεμέλιά του. Ανάλογα η επιστημονική επανάσταση της νεότερης εποχής ξεδιπλώνεται διαλεκτικά  ως άρνηση και συνέχεια της Αρχαίας επιστήμης. Δικαιούται επομένως  ο Τόμας Κουν να υποστηρίζει: «κάθε πολιτισμός, του οποίου έχουμε μαρτυρίες, διέθετε μια τεχνολογία, μια τέχνη, μια θρησκεία, ένα πολιτικό σύστημα, νόμους, κ.ο.κ.  Σ ορισμένες περιπτώσεις αυτές οι πλευρές πολιτισμού ήταν εξίσου αναπτυγμένες με τις δικές μας. Μόνο όμως οι πολιτισμοί που προέρχονταν από την Αρχαία Ελλάδα  διέθεταν κάτι περισσότερο από τα ελάχιστα ίχνη επιστήμης. Το σύνολο της επιστημονικής γνώσης  είναι προϊόν της Ευρώπης, στους τελευταίους τέσσερις αιώνες. Κανένας άλλος τόπος καμιά άλλη εποχή δεν στήριξε τις τόσο ειδικές αυτές κοινότητες, από τις οποίες προέρχεται η επιστημονική παραγωγικότητα.» 1*

    Επίσης η θέση πως:  «οι νόμοι της φύσης  είναι  οι νόμοι του θεού» ήταν βολικά λειτουργική για τη νέα εξελικτικά δόμηση της αγγλικής κοινωνίας.  Χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του βασιλιά/σας  συνδυάζονταν  ταυτόχρονα οι ρόλοι του αρχηγού του κράτους, της κεφαλής  της Αγγλικανικής εκκλησίας (από το 1534), όπως και του ιδρυτή της  Royal Society, της κρατικής Ακαδημίας Επιστημών ιδρυμένης το 1660 (τρεις δεκαετίες μετά το θάνατο του Βάκωνα) σε παγκόσμια πρωτοτυπία. Οπότε η πιο πάνω θέση δεν ήταν πια θεωρία αλλά κανόνας που ρύθμιζε την κρατικά οργανωμένη και κοινωνικά αποδεκτή, πρωτίστως ασφαλώς από την αστική τάξη, επιστημονική και τεχνοκρατική δραστηριότητα.

    Μπορούμε επομένως να μιλάμε για διαφοροποιούμενο κράτος,  (για κράτος προπομπό του εθνικού κράτους), για εξελισσόμενη θρησκεία και εκκλησία, καθώς μάλιστα η Αγγλικανική εκκλησία διαφοροποιούταν  από το Μεσαιωνικό Ρωμαιοκαθολικισμό , (αν η πρώτη  θεωρούσε την επιστήμη θεολογικά συμβατή  η δεύτερη την  υποπτευόταν) , μιλάμε λοιπόν  για διαφορετική επιστήμη και τεχνολογία, για διαφοροποιούμενο κοινωνικό σύστημα, στο οποίο οι σχέσεις φιλοσοφίας-θεολογίας-επιστήμης-τεχνολογίας-κράτους-κοινωνικών τάξεων ανασυνθέτονται εξελικτικά. Οι δε διαφορές ή και αντιπαλότητες  θεολογίας και επιστήμης, θρησκείας και επιστημονικών ακαδημιών  ρυθμίζονται εντός των πλαισίων του κράτους το οποίο υπηρετούν, αποτελώντας μάλιστα  τμήμα του, και οι δυο. Μια συμβατότητα κρατικά, πολιτικά και κοινωνικά λειτουργική χωρίς αυτό να αναιρεί τη θεμελιώδη αντίθεση της  «αποκαλυπτικής»  με την λογική επιστημονική αλήθεια. Και είναι αυτή μια από τις θεμελιώδεις αντιφάσεις που καθιστούν τον καπιταλισμό μη λογικά συνεπές σύστημα.

   Με τη Royal Society (και τους άλλους θεσμούς, μηχανισμούς και ιδρύματα)  η κρατική ισχύς ενισχύεται με τη δύναμη της τεχνοεπιστήμης. Έτσι η επιστήμη γίνεται κρατική, καθώς σπουδαίο τμήμα του κράτους αποτελούν πια οι ανώτεροι επιστημονικοί μηχανισμοί και θεσμοί  αλλά και το κράτος γίνεται κατά κάποιο τρόπο επιστημονικό. Ως τέτοιο χαρακτηρίζουμε το κράτος που διαμορφώνει συνθήκες ευνοϊκές  για την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας και συμβουλεύεται αυτούς τους οργανισμούς για την αποτελεσματικότερη οργάνωση και παρέμβασή του.

   Βέβαια η Μ. Βρετανία δεν ήταν μοναδικότητα ή ιδιαιτερότητα στην τεχνοεπιστημονική οργάνωση αλλά το πετυχημένο υπόδειγμα, γιατί το παράδειγμά της θα ακολουθήσουν (κάποτε μάλιστα με μεγαλύτερη επιτυχία) με διαφορετική  χρονική υστέρηση πρώτα οι ευρωπαϊκές και μετά όλες σχεδόν οι χώρες του κόσμου, ηγήθηκε όμως της επιστημονικής επανάστασης της νεότερης εποχής και  ως προς το πλήθος των επιστημόνων και ως προς την ποιότητα των νέων επιστημονικών παραδειγμάτων, όπως των νέων επιστημονικών κοσμοθεωριών στη φυσική με το Νεύτωνα.(Η επιστημονική επανάσταση της νεότερης εποχής εξελίχθηκε σε όλη τη Δυτική Ευρώπη και μάλιστα σε επικοινωνία των διαφόρων μερών.)

   Έκτοτε η επιστημονική και η τεχνολογική ισχύς θα αποδειχθεί  σημαντική  παράμετρος, σημαντικός συντελεστής οικονομικής και κρατικής ισχύος. Έκτοτε δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρό κράτος παγκόσμιας κλάσης  χωρίς επιστημονικοτεχνολογική ισχύ. Αλλά και για τα μικρότερα  αποτέλεσε όρο επιβίωσης. Αυτή την αλήθεια δεν επετράπη σε κανένα να την παραβλέψει χωρίς υψηλότατο τίμημα.

   Μπορούμε να συνοψίσουμε τους απαραίτητους όρους της επιστημονικής ανάπτυξης:

  1.Αξιωματική θεμελίωση οφειλόμενη στη φιλοσοφική επεξεργασία του λόγου και της ύπαρξης  φυσικών νόμων.

  2.Εμπλουτισμός της επιστημονικής έρευνας με την πειραματική μέθοδο.

  3. Σχηματισμός επιστημονικών κοινοτήτων και ιδρυμάτων – πολλαπλασιασμός ερευνητικών επιστημονικών κέντρων στη Δυτ. Ευρώπη τα οποία επικοινωνούν.

 4.Ανάπτυξη βιβλιοθηκών, επιστημονικών εκδόσεων και εργαστηρίων.

 5. Διεθνής επικοινωνία και ανταλλαγές των επιστημονικών ιδρυμάτων η οποία διευκολύνεται από την κοινή γλώσσα (μεσαιωνική λατινική), τα κοινά  πρότυπα και μεθοδολογία.

 6.Επινόηση και κατασκευή οργάνων που διευκολύνουν την παρατήρηση και την πειραματική έρευνα.(Τηλεσκόπια, μικροσκόπια, θερμόμετρα, χρονόμετρα..)

7.Ανάλυση των επιστημονικών αντικειμένων και πολλαπλασιασμός τους  που οδηγεί στον πολλαπλασιασμό των επιστημονικών κλάδων και στην εξειδικευμένη γνώση.

8. Διάδοση της γνώσης, άνοδος του μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού.

9.  Συνύπαρξη, συμβατότητα, της επικρατούσας θρησκείας και της επιστήμης.

10. Νέα κοσμοθεωρία υποστηρικτική της τεχνοεπιστήμης ως διαλεκτική εξέλιξη της ιδεολογικής αντιπαράθεσης εμπειρισμού και ρασιοναλισμού.

11. Ανάπτυξη των εμπειρικών πρακτικών γνώσεων και  αύξηση της παραγωγικότητας της ανθρώπινης εργασίας.

12. Χρηματοδότηση κρατική και ιδιωτική. Καθώς μάλιστα η τεχνοεπιστήμη παίρνει κερδοφόρο επιχειρηματική διάσταση το δε οικονομικό σύστημα παίρνει όλο και περισσότερο εμπορευματική μορφή.

13.  Ακαδημαϊκή ελευθερία, αυτοδιοίκηση, νομική και κρατική προστασία για τα ανώτερα επιστημονικά ιδρύματα και οργανισμούς.

14. Αυξημένο κοινωνικό κύρος της επιστήμης και των φορέων της επικυρωμένο από την ανώτατη πολιτειακή εξουσία.

15. Ανάπτυξη των μαθηματικών , της μαθηματικής λογικής και της  χρήση των μαθηματικών στις  επιστήμες. Έτσι έχουμε  μαθηματική διατύπωση των φυσικών νόμων, καθώς το «βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο σε μαθηματική γλώσσα» , (Γαλιλαίος).

    Εκεί που έφτασαν τα πράγματα  φυσιολογικά και αναμενόμενα ο Μπάρουχ  Σπινόζα υποστήριζε πως: Ο θεός και η φύση είναι δυο ονόματα για το ίδιο ενιαίο όλο. Έστω και αν αυτή του η θέση του κόστισε την αποβολή του από τη θρησκευτική του κοινότητα.  Το επόμενο φιλοσοφικό βήμα ήταν  η εμφάνιση του υλιστικού φιλοσοφικού ρεύματος μέσα στο ευρύτερο κίνημα του Διαφωτισμού.

   Άλλωστε  είχε σμικρύνει η θεωρητική απόσταση που έμενε να διανυθεί. Οι νόμοι της φύσης και η γενική τους ισχύς  ήταν πια αποδεκτοί από την ισχυρότερη και πλειοψηφούσα μερίδα της επιστημονικής κοινότητας. Η επιστήμη πάλι είχε αποδειχτεί σε κυρίαρχη ή και μοναδική οδό  ανακάλυψής τους.   Η οδός της  ‘Αποκαλυπτικής και Θείας» αλήθειας έκριναν οι υλιστές  φιλόσοφοι πως δεν είχε κάτι να προσφέρει. Το ζήτημα του «Είναι» ξανάγινε πρωταρχικό  και θα επιδιωχθεί να εναρμονιστεί  λογικά  με τη γνωσιοθεωρία στο Διαλεκτικό Υλισμό των Μαρξ-Ένγκελς το 19ο αιώνα.

Σημειώσεις:

 1* «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», σελ. 251

 2*  «Η έννοια της προόδου: Η αστική και η µαρξιστική αντίληψη». Διαδίκτυο.

 3. Ευχαριστίες στο συνάδελφο Παναγιώτη Χαλούλο για τη φιλολογική επιμέλεια. http://users.sch.gr/pchaloul/.

 * Ο Χρήστος Τσουκαλάς είναι συνταξιούχος φιλόλογος και μέλος των Αντιτεραδίων της Εκπαίδευσης.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.