ΘΑ ‘ΜΑΙ ΚΙ ΕΓΩ ΣΤΟ ΠΑΡΤΙ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ

ΘΑ ‘ΜΑΙ ΚΙ ΕΓΩ ΣΤΟ ΠΑΡΤΙ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ

 

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

 

 

 Θα ‘μαι κι εγώ – ξανά – στο πάρτι του Μανόλη, τέτοιες γιορτάρες μέρες γκριζωπές. Είναι βλέπεις απ’ τους κολλητούς που δεν βαστάς να αποχωριστείς, μ’ όλο κι αν διαβούν περίσσια χρόνια. Ίσα – ίσα, τότε είναι που πιότερο τον αγαπάς. Καθώς ξεμακραίνεις και από τις πρώιμες αλλά και απ’ τις ύστερες άνοιξες. Ποιανού η ψυχή βαστάει την απουσία σε τέτοιο γενέθλιο πανηγύρι χαράς ; Κι ας έχει πλακώσει τη ψυχή μας ο διάολος του μνημονίου. Τώρα, μάλιστα, πιο πολύ παρά ποτέ, είναι που απαιτείται η μνημόνευση των μεγάλων μας πανηγυριών. 

Λέω πως κι ετούτη τη φορά θα ‘ναι παρόντες κι ο Μήτσος κι η Αργυρώ, οι μανάδες του Γιώργη και του Μανόλη και ο αδελφός της Κωνσταντίνας. Θα ‘ναι ετούτη τη χρονιά παρόντες και κάνα δυο ακόμη που μας λείψανε μάταια. Θα ‘ναι κι ο Άρης, κι ο Νικολής, ο Ερνέστο και ο Σολωμός. Θα ‘ναι ξανά ο Φεντερίκο και η Ρόζα, δυο τρεις μυριάδες Έλληνες φαντάροι, ο Αλέξιος ο Κομνηνός κι ο κυρ Ιωάννης. Θα ‘ναι ακόμη ο κυρ Κωνσταντής κι ο καπετάν Γιώργης ο γύφτος. Ο Μάνος και ο Ψαρρονίκος. Ο Μιχάλης, ο Ταξιάρχης κι οι γιαγιάδες. Η Αγγελική με την Αννίκα. Κι’ από κοντά η μάνα μου κι ο κύρης μου αγκαζέ κι οι άλλες μανάδες ξέγνοιαστες σε ολόλευκες σεζλόνγκ.

Τα λαμπιόνια του δέντρου θα τριζοβολούνε στους χορούς τους και θα μοιάζει ο καιρός απρόσμενη καλοκαιρία, μες στο καταχείμωνο. Κι ο ουρανός στολισμένος κι αυτός με τη γαλαζοπράσινη φορεσιά της άγιας νύχτας και το στραφταλιστό τσεμπέρί του, ριγμένο ελαφρά στους ώμους. Ασύννεφο κι ασέληνο το στερέωμα θα υποκλίνεται κι όλο γονατιστό στα γόνατα, θα βαράει ολονυχτίς παλαμάκια μπρος στον κυκλοτερό χορό τους. Κι αν έχεις μάτι γερακιού της νύχτας, θα ξεχωρίσεις καλά, ολάκερη τη ζωή που ΄χε στήσει αυτί κι αφουγκράζεται το λαμπρό άλμα των χορευτάδων. Θα σου ‘μοιάζει η πλάση όλη, ένας κύκλος, γύρω – γύρω. Κι αίφνης στην πρωτιά των χορευτών ο ένας, ύστερα ο δεύτερος, ύστερα ο τρίτος κι ύστερα ο Μανώλης και στο κατόπι οι υπόλοιποι ένα γύρω. Στο δεύτερο γύρισμα του κύκλου, ο δεύτερος γίνεται πρώτος κι ο πρώτος τελευταίος. Κι ύστερα, ο τρίτος γίνεται με τη σειρά του πρώτος κι ο δεύτερος πιάνει τα μπόσικα του τέλους και πάει λέγοντας. Ξεμανίκωτος κάθε φορά ο πρώτος, σηκώνει το ζερβό του χέρι κι κάνει λέει με μιας να κατεβάσει ένα αστέρι, μα εκείνο όλο νάζι σαν κοριτσόπουλο, του ‘κάνει τσαλίμια και χασκογελώντας διαφεύγει. Που και που, το ταπεινό γέλιο των μανάδων που καμαρώνουν τα βλαστάρια τους, διακόπτει την ευγνωμοσύνη των χορευτών, που ολόρθοι στρέφουνε κορμί και νου, μάτια και καρδιά, να τις ιδούν, να τις χορτάσουν.

Δυο–τρεις κορδέλες πλαστικές, σαν αυτές που κρεμούν στις εξώπορτες τους οι πιτσιρικάδες «the party is here», ξεκουρδίστηκαν και σαν χλωρά κλωναράκια ξεπέταξαν αίφνης ανθούς και πρασινάδες, δείγμα κι αυτό, πως δεν αντέχει ετούτη η γιορτή το πλαστικό.  Οι πασπαλισμένες στη χρυσόσκονη χριστουγεννιάτικες μπάλες έσκασαν με μιας, σαν σβόλοι χώματος που τρακάρουν με ταχύτητα σε τραχύ τσιμέντο. Και μαζί τους, ένα σωρό στολίδια, μπιχλιμπίδια και λογής-λογής διακοσμητικά, παραιτηθήκαν απ’ τους ρόλους τους και βροντήσαν κατά γης τις λαμπερές φορεσιές τους. Μαζί τους, το ‘βαλαν στα πόδια τα πλαστικά συναισθήματα των ανθρώπων, οι πλαστικές σημαίες, οι σιδηρές ρητορείες κι οι πλαστικές ηθικές.

Στην παραστιά που φλογίζει παραδίπλα, παραδόθηκαν οικειοθελώς οι λογής συμβάσεις των ανθρώπων και των κρατών. Τα δικαιώματα κι οι κατακτήσεις προσφέρθηκαν αυτεξουσίως να πατηθούν στα άλματα των χορευτών. Η ευζωία του καθενός γίνηκε ταπεινό χαλάκι στα βήματα του χορού τούτης της νύχτας.

Η μουσική απλωνόταν σε κύκλους, σαν βότσαλα που πετούν οι μαθητές στη ατάραχη λίμνη κι όλο η συμμετρία απλωνόταν στις ψυχές. Κάθε χτύπημα χορδής, ακόμη ένα βήμα των λαμπρών χορευτών, ακόμη μια σπιθαμή κορμιού που συντονιζόταν στον ρυθμό. Ακόμη ένας κύκλος χορευτών κι ακόμη ένας τραγουδισμός πουλιών που σιγοντάριζαν τους όρθιους βιολιστές. Τα μεγάφωνα κι οι ηλεκτρισμοί, τα γυαλιστερά όργανα και οι κουστουμαρισμένοι μπουζουξήδες, τα λαμέ φορέματα και τα ασπρουλιάρικα μπράτσα ξέχειλα ανέραστης ορμής, στέκαν πιο κει, άσχετα αυτά κι αυτοί μέσα στις τόσες σχέσεις.

Σφιχτοκουμπωμένα κουμπιά, ξεγελώντας τους ιδιοκτήτες τους, γύρευαν κάτι light να δροσίσουν το έχει τους. Αδύνατον να δροσιστείς – μές στο καταχείμωνο – με τέτοια υποκατάστατα. Τα γυαλιστερά παράσημα των στρατηγών, κατέρρευσαν στο νοτισμένο – απ’ την υγρασία της νύχτας – δάπεδο. Μονάχα μια οσμή από λιωμένο μαύρο σίδερο έφτανε ως τα ρουθούνια τους, κι εκείνοι γυρνούσαν ανήσυχα πέρα δώθε αγωνιώντας για τα κανόνια τους. Πιο μακριά ακόμη, απορημένοι στέκονταν οι λογιστές που σφιχταγκάλιαζαν τα κιτάπια τους, γιομάτοι απελπισία για την τόση αφειδώλευτη προσφορά. Ξενέρωτοι κι ανυποψίαστοι αντάμα.

Χρυσάφια και διαμαντικά, πετροκαλαμήθρες, τηλεσκόπια και κάμερες αυτόματες, ένα τσουβάλι μαλαματικά, στολές και μηχανές, τεχνολογίες όλων των ειδών, ξεμακραίναν κατηφορίζοντας μ’ ένα  παραπονιάρικο βουητό ανάμεσα σε πράσινους αμπελώνες και καρποφόρα λιόδεντρα. Σ’ αυτό το πάρτι δεν προσκλήθηκαν ποτέ.  

Κι’ απ’ το βάθος, μπορούσες καθώς ξημέρωνε δειλά, να ξεδιακρίνεις τις παράλληλες μοναξιές των ανθρώπων που βάδιζαν ασυντρόφευτες προς τα δω. Ούτε ένα χέρι, ούτε ένα φιλί δεν αξιώθηκαν, έλεγες. Ούτε ένα βλέμμα. Κανείς τους δεν βάσταξε να μπει στο χορό. Μόνο δειλά–δειλά, σαν κλέφτες στο σκοτάδι γύρευαν στα τυφλά να βαστηχτούν απ’ το κενό που στεκόταν δίπλα τους και τους φάνταζε γεμάτο. Κι’ όλο κουνούσαν τ’ ακροδάχτυλα ψάχνοντας τον διπλανό τους, κι έμοιαζε λες κι έκαναν μυστικά νοήματα στο ανύπαρκτο για να υπάρξει.

Μα – ως προβλεπόταν – αυτό εκεί, πεισματικά ανύπαρκτο, βεβαίωνε οριστικά την απουσία. Επιλογή μου, σκέφτηκα. Η ελευθερία να ‘ρθω σε τούτη τη γιορτή των γενεθλίων, μου ήταν χαρισμένη εξ΄ αρχής. Εγώ φαντάστηκα την ελευθερία σαν απαλλαγή απ’ τα δεσμά του άλλου. Ενός άλλου. Κάποιων άλλων. Ανυποψίαστος βρέθηκα κι εγώ – για μια ακόμη φορά – σε τούτα τα γενέθλια. Ανυποψίαστος για τους χορευτές. Ανυποψίαστος για το φθαρτό μου ολοκαίνουργιο κοστούμι. Ανυποψίαστος για την επικινδυνότητα των γενεθλίων του Μανόλη. Κι ας έχω έρθει τόσες χρονιές. Κι ας με καλεί πεισματικά τόσες χρονιές. Κάθε χρονιά – πως το βαστώ – κάθε χρονιά να είμαι στη γιορτή του σαν τουρίστας! Άσχετος, δίχως σχέση με το διπλανό μου. Μοναχά με άλλοθι την ανυπαρξία του. Κι αυτός τα ίδια κατά πως κι εγώ. Με άλλοθι την ανυπαρξία μου. Με μπαϊράκι κι οι δύο μας το φόβο. Με λάβαρο το ατραυμάτιστο δήθεν εγώ. Κι η ποινή μας, κοινή. Αυτήν που επιβάλλουμε ο ένας στον άλλο. Χρόνια τώρα. Αιώνες ολάκερους. Να μην βαστούμε να μοιραστούμε τούτα τα γενέθλια μ’ έναν ολόκληρο άλλον άνθρωπο. Να μην βαστούμε να γλεντήσουμε βαθιά μέσα στο είναι μας.

Είναι επικίνδυνη γιορτή τα Χριστούγεννα, αδέρφια. Δεν είναι χαχαχα και χουχουχου επισκέψεις τουριστών στην ψυχή του άλλου. Δεν είναι ένα ουίσκι παραπάνω, ούτε ένα κιλό κουραμπιέδες. Είναι χορός στα γενέθλια ενός Θεού κολλητού, που πρέπει πριν απ’ όλα να φυσήξεις από πάνω σου τις πασπαλισμένες ζάχαρες κι ύστερα να ‘χεις γερή καρδιά να σύρεις το χορό στην πρώτη, μα και στην τελευταία τη σειρά. Σαν έρθει κι η σειρά σου. Να σύρεις έναν ανύπαρκτο στην ύπαρξη, έστω μοναχά για ένα λεπτό. Μια στάλα. Έτσι. Κι’ ας φανταστείς πως μπορεί εσύ να γκρεμιστείς στο τίποτα. Δες ξανά Ποιος σέρνει το χορό! Δες Ποιος περίλαμπρος χοροστατεί!

Είναι βαθιά επαναστατική πράξη τα Χριστούγεννα, αδέρφια. Μονάχα που σ’ αυτήν την επανάσταση, ζυγιάζει ο καθείς τι είναι έτοιμος να χάσει κι όχι τι γυρεύει να κερδίσει ή να βαστήξει απ’ τα καθώς τα λεν κεκτημένα. Στο πάρτι των γενεθλίων του Μανώλη, καθένας μπαίνει στο χορό με το μαρτυρίκι των πατημένων θέλω του καρφιτσωμένο στο μέρος της καρδιάς. No χάσιμο, no party! No προσφορά, no επανάσταση!

Σ’ αυτήν την επανάσταση, όπως και σ’ όλες τις άλλες τις μεγάλες του Γένους, δεν μπαίνεις για να κερδίσεις, μα για να χάσεις, αν με εννοείς.

Εν τούτοις, κοντεύουν πάλι σε λίγες μέρες τα γενέθλια Του κι Εκείνος επιμένει εδώ και 2010 χρόνια να γιορτάζει και να μας καλεί. Κι εσύ αδερφέ μου, περιμένεις μια κάποια κάρτα-πρόσκληση απ’ το ταχυδρομείο. Κι εσύ περιμένεις την αναγγελία της επανάστασης απ’ τις τηλεοράσεις. Σαν να περιμένεις την ήττα του μνημονίου με μιαν απεργία. Σαν να προσδοκείς κάπου κρυφά εντός σου την επιστροφή των γλυκερών ημερών της κατανάλωσης. Σαν να ζητάς να ξεφορτωθείς όπως-όπως τα Χριστούγεννα για μιαν ακόμη φορά. Λες και δεν έμαθες ακόμη πως, κάτι υπάρχει μόνο αν τ’ αγαπάς, στο βαθμό που τ’ αγαπάς και για όσο. Λες κι ερωτεύτηκε ποτέ κανείς στ’ αληθινά δια αλληλογραφίας. Για τούτο είναι που η πατρίδα σήμερα πληγώνεται απ’ τα καρφιά των Ευρωπαίων λογιστών. Είναι πολλά τα Χριστούγεννα που ο λαός μας έπαψε να  ΄ναι ερωτευμένος μαζί της.  Μα θέλω – απερισκέπτως εύελπις – να προσδοκώ πως σ’ αυτά τα Χριστούγεννα θα ψηλαφίσουμε ξανά – έπειτα από καιρό – το ιδιαίτερο πρόσωπο του τρόπου μας.

Θα ‘μαι κι εγώ στο πάρτι του Μανώλη, μάλλον ανύπαρκτος θεατής για μιαν ακόμη χρονιά, άσχετος μέσ’ στους γνωστούς και μεσ’ στις τόσες «σχέσεις», όμως ξεφόρτωτος εφέτος απ’ τις φιοριτούρες της κατανάλωσης και της καλοζωισμένης ευζωίας.  Ίσως έτσι μου χαριστεί μια θέση στο χορό της επανάστασης των Χριστουγέννων…

Καλά Χριστούγεννα αδέρφια και σύντροφοι ή μάλλον Χριστούγεννα Εδώ και Τώρα!

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ, 14.12.2010, antonisandroulidakis@gmail.com

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.