Από τότε που η κυβέρνηση Ερντογάν κήρυξε το 2005 ως «έτος της Αφρικής» έχουν περάσει 15 τόσα χρόνια. Σε αυτά τα 15 χρόνια που τετραπλασιάστηκε το ΑΕΠ της Τουρκίας, η Τούρκικη κυβέρνηση μεθοδικά και σταθερά, θέτει στόχους, παίρνει πρωτοβουλίες και μέτρα ενίσχυσης της παρουσίας της σε αυτή την ήπειρο της εξελισσόμενης νεοαποικιοκρατίας αλλά και των νέων, ντόπιων, ισχυρών καπιταλιστικών κρατών.
Βασικός μοχλός ανάπτυξης του τούρκικου επεκτατισμού και επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι η «Τουρκική Συνομοσπονδία Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών» (TUSKON), η οποία προωθεί κυρίως τα συμφέροντα καπιταλιστών που σχετίζονται με το κυβερνών κόμμα (ΑΚΡ) του πρωθυπουργού Ερντογάν. Η TUSKON συνενώνει 30.000 εταιρείες και 150 περιφερειακές εμπορικές οργανώσεις, συνιστώντας επί της ουσίας την καινούρια επιχειρηματική βιτρίνα μίας χώρας που κατατάσσεται πλέον διεθνώς στη 17η θέση οικονομικής ισχύος. Πέρα από την TUSKON, η τουρκική αστική τάξη χρησιμοποιεί και μηχανισμούς της λεγόμενης ήπιας ισχύος προωθώντας τη δράση ισλαμικών οργανώσεων αρωγής και «αναπτυξιακής» βοήθειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ΤΙΚΑ, η «Τουρκική Υπηρεσία Διεθνούς Συνεργασίας και Ανάπτυξης», που έχει σε εξέλιξη δεκάδες αποστολές σε 37 αφρικάνικες χώρες.
Το τούρκικο κυβερνών κόμμα ΑΚΡ εκφράζει έμπρακτα και σταθερά τη δυναμική των νέων αστικών δυνάμεων της ραγδαία αναπτυσσόμενης Τουρκίας. Γι’ αυτό και δηλώνει συνεχώς πως η Τουρκία οφείλει να κάνει την παρουσία της πιο έντονη και ορατή στο διεθνές περιβάλλον, επιδιώκει την αναθεώρηση διεθνών συμβάσεων, επαναλαμβάνει πως θα υπερασπιστεί τα συμφέροντά της επί των φυσικών πόρων στις θάλασσες, τα οποία ξεκινούν από την Ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο, τη Διώρυγα του Σουέζ και απλώνονται μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό.
Ο Ινδικός Ωκεανός, πρωτευόντως, αλλά και η ανατολική Μεσόγειος αποτελούν για τον Ερντογάν ιδέα: η κεντρικότητα του Ισλάμ συνδυασμένη με την παγκόσμια ενεργειακή πολιτική.
Τα δεδομένα είναι ορατά, οι δηλώσεις συνοδεύονται από έμπρακτα προωθούμενες πολιτικές. Η Βόρεια Αφρική αντιμετωπίζεται από την τούρκικη ελίτ ως μέρος της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, περιοχή με την οποία και η τούρκικη κοινωνία γενικότερα νιώθει οικεία όχι μόνο γιατί είναι κοντά αλλά και γιατί οι στενοί ιστορικοί δεσμοί των εκεί μουσουλμανικών πληθυσμών με τους Οθωμανούς ανατροφοδοτούν την αναδυόμενη αντίληψη από τον Ερντογάν και το ΑΚΡ πως η Βόρεια Αφρική αποτελεί μέρος της Οθωμανικής – τουρκικής περιφέρειας. Το ζήτημα είναι και η υπόλοιπη Αφρική, κυρίως η μακρινή υποσαχάρια περιοχή. Περιοχή γεμάτη προβλήματα, πείνα, αρρώστιες και εμφύλιους πολέμους αλλά και μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας και ορυκτού πλούτου.
Για τους σκοπούς αυτούς, εκτός από τις στοχευμένες επισκέψεις πολυμελούς επιχειρησιακής και διπλωματικής αντιπροσωπείας υπό τον Ερντογάν σε μεμονωμένα κράτη (2005 Αιθιοπία, Νότια Αφρική), η τούρκικη κυβέρνηση διοργάνωσε το 2008 στην Κωνσταντινούπολη τη σύνοδο κορυφής Αφρικής – Τουρκίας στην οποία συμμετέχουν υψηλόβαθμοι κρατικοί λειτουργοί από 49 αφρικάνικες χώρες.
Μετά την εξαιρετικά επιτυχημένη σύνοδο, ο δρόμος άνοιξε. Η Τουρκία, την ίδια χρονιά, εκλέγεται μη μόνιμο μέλος του συμβουλίου ασφάλειας του ΟΗΕ με την ψήφο 51 από τις 53 αφρικάνικες χώρες.
Παράλληλα επιχειρεί κινήσεις στρατηγικής σημασίας. Το Τζιμπουτί είναι το τέλος της διαδρομής του στρατηγικού ναυτιλιακού δρόμου από το Σουέζ, στο στενό Μπαμπ ελ Μαντάμπ, που αποτελεί βασικό κόμβο προς τον Κόλπο του Άντεν και τον Ινδικό Ωκεανό. Η παραπάνω εμπορική διαδρομή είναι ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια οικονομία, καθώς 25.000 πλοία και το 20% των παγκόσμιων εξαγωγών περνά μέσα από αυτή σε ετήσια βάση.
Γι’ αυτό και αυτό το μικροσκοπικό, κρίσιμο για το στρατηγικό κέρας της Αφρικής, το Τζιμπουτί, είναι το διοικητικό κέντρο των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων της περιοχής. Στο όνομα της επιχείρησης για την καταπολέμηση της σομαλικής πειρατείας συνωστίζονται 4.200 αμερικανοί στρατιωτικοί, σταθμεύουν 20 αεροσκάφη F-15 και drones, 1.900 γάλλοι και 7 αεροσκάφη Mirage 2000, 600 μέλη της Ναυτικής Δύναμης Αυτοάμυνας της Ιαπωνίας, 300 Ιταλοί στρατιώτες, άγνωστος αριθμός Κινέζων, όσο και Σαουδάραβες, προς εξασφάλιση του ναυτιλιακού στενού.
Παρά ταύτα η υπό τον Ερντογάν τούρκικη κυβέρνηση δεν ασχολήθηκε με το Τζιμπουτί. Έριξε το βάρος στη διπλανή Σομαλία. Ακολουθώντας τον «ανεξάρτητο» και μοναχικό δρόμο που επιτάσσει ο νεοοθωμανικός μεγαλοϊδεατισμός, ο Ερντογάν πήρε το ρίσκο να επενδύσει σε αυτήν την ασταθή και χαοτική χώρα με σκοπό να την καταστήσει σταθερή πολιτικά.
Τότε τα γεωστρατηγικά οφέλη θα είναι πολλαπλά και ο ρόλος του τούρκικου κρατικού σχηματισμού στον νέο παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων αναβαθμισμένος, συμπεριλαμβανομένης και μιας νέας σχέσης με τις ΗΠΑ. Εκεί και στο πολλά υποσχόμενο, σε αποθέματα πετρελαίου, υπέδαφος της Σομαλίας στοχεύει η κυβέρνηση Ερντογάν.
Οι Σομαλοί θυμούνται, λοιπόν, ακόμη τον Τούρκο Πρόεδρο, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Μογκαντίσου, το 2011, να παίρνει αγκαλιά το πρώτο βρώμικο και πεινασμένο παιδί που βρήκε στο διάβα του, πετυχαίνοντας το μαλακό συναισθηματικό τους υπογάστριο. Να συνάπτει στη συνέχεια ειδική συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας (2014), να εγκαινιάζει παράλληλα (2015), νοσοκομείο 13.500 m2 το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την τουρκική υπηρεσία διεθνούς συνεργασίας και ανάπτυξης. Το νοσοκομείο φέρει το όνομα Ερντογάν. Δεν είναι παράξενο λοιπόν πως αν επισκεφθεί κάποιος την πρωτεύουσα Μογκαντίσου θα αντικρίσει, πλέον, περισσότερες τουρκικές παρά σομαλικές σημαίες, ενώ θα διαπιστώσει πως πολλά από τα αγόρια ακούν στο όνομα Ερντογάν και τα κορίτσια στο Ιστανμπούλ.
Ούτε προκαλεί, μετά τα παραπάνω, ερωτήματα το γεγονός πως το 2014 τρεις τούρκικες φρεγάτες και ένα πλοίο ανεφοδιασμού πλέουν κατά μήκος του συνόλου των αφρικανικών ακτών και καταπλέουν σε 25 λιμάνια 24 διαφορετικών κρατών με κέντρο τη Σομαλία.
Στις εξελίξεις πρέπει να προστεθούν και οι βαθύτατοι ιστορικοί δεσμοί και κοινές επιδιώξεις της Τουρκίας –ισχυρού Κατάρ, εδραιωμένοι στα τέλη του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο της τότε Αγγλο-Οθωμανικής αντιπαλότητας, οι οποίοι συσφίχθηκαν ιδιαίτερα μετά το 2002, με την άνοδο του AKP στην εξουσία.
Το άνοιγμα της Τουρκίας στην Αφρικανική ήπειρο έχει ως οικονομικό αποτέλεσμα την αύξηση του όγκου των εμπορικών συναλλαγών από τα $5,47 δισ. στα $23,4 δισ. το 2014, οι άμεσες επενδύσεις στην περιοχή να ξεπεράσουν τα $ 6 δισ. και η τουρκική αναπτυξιακή βοήθεια στις αφρικανικές χώρες να ανέλθει στα 1,5 δισ. τα χρόνια 2012-14.
Η Λιβύη εντάσσεται σε αυτήν τη γενικότερη, μόνιμη και στρατηγικής σημασίας επεκτατική πολιτική της νέας Τουρκίας που αναζητά και διεκδικεί ζωτικό χώρο. Και μάλιστα σε μια περιοχή που όλοι οι ιμπεριαλιστικοί παίχτες «παίζουν» και η Κίνα καταφθάνει πάση δυνάμει, να κατακλύσει την ήπειρο.
Λιβύη, το δεύτερο θέατρο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών
Η Λιβύη έχει τα μεγαλύτερα αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου (48.000 δισεκατομμύρια βαρέλια, η ένατη στη σειρά παγκόσμια) στην Αφρική. Η χώρα εξορύσσει σήμερα 1,1 εκατ. βαρέλια ημερησίως (είναι η δέκατη όγδοη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο) και σχεδιάζει να αυξήσει την παραγωγή στο 1,5 εκατ. βαρέλια έως το τέλος του 2020.
Η Λιβύη γίνεται το δεύτερο θέατρο, μετά τη Συρία, όπου η Ουάσιγκτον διασταυρώνει τα ξίφη της με της Μόσχας, μέσω ποικίλων εξωτερικών δυνάμεων αλληλοσυμπληρούμενων και αλληλοϋποβλεπόμενων συμφερόντων. Η Τουρκία, το Κατάρ, ομάδες οι οποίες πρόσκεινται στη Μουσουλμανική αδελφότητα (αλλά και η Ιταλία), υποστηρίζουν την κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης Σάρατζ με έδρα την Τρίπολη (που επίσης υποστηρίζει η Γερμανία και ο ΟΗΕ), ενώ η Γαλλία, η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία έχουν υποστηρίξει τον στρατηγό Χαφτάρ (όργανο της CIA για περισσότερα από 30 χρόνια) που ελέγχει την κατ’ εξοχήν πετρελαιοφόρα δυτική Λιβύη.
Το περίεργο αυτό πάζλ συμπληρώνεται από μια ιδιομορφία –κατάλοιπο του καθεστώτος Καντάφι: Η «Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου» (NOC) εξακολουθεί να είναι ο μοναδικός φορέας των εξαγωγών αργού πετρελαίου της Λιβύης μέσω ενός πολύπλοκου δικτύου συνεργασιών με ξένες εταιρείες. Τα Ηνωμένα Έθνη μάλιστα – με την πλήρη συμφωνία των ΗΠΑ – έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θα μπορούσε να εξάγει πετρέλαιο από τη Λιβύη κανένας άλλος πέραν της NOC.
Ωστόσο, τα χρήματα που καταβάλλουν στη NOC οι ξένες εταιρείες πετρελαίου ή οι ναυτιλιακές εταιρείες ως τίμημα στις πωλήσεις, κατατίθενται αποκλειστικά στην Κεντρική Τράπεζα της Λιβύης (CBL) από την οποία πληρώνονται οι μισθοί όλων των αντιμαχόμενων στρατιωτικών ομάδων στη χώρα επειδή όλοι έχουν καταχωρηθεί ως κρατικοί υπάλληλοι! Και οι δυο φορείς, NOC και CBL, τεχνικά εδρεύουν στην Τρίπολη.
Πως να γίνει; Αν δεν εξαχθεί πετρέλαιο από τις περιοχές που ελέγχει ο στρατηγός Χαφτάρ η χώρα καταρρέει. Αν όμως αυτό εξορυχτεί και δεν πωληθεί από την ελεγχόμενη από την κυβέρνηση NOC, τότε τα κρατικά έσοδα καταρρέουν. Αλλά από αυτά, μέσω της ουδέτερης CBL, αμείβονται οι αντιμαχόμενοι στρατοί και όλοι ανεξαιρέτως οι κρατικοί υπάλληλοι σε ανατολική και δυτική Λιβύη. Γι αυτό και τελικά όλοι συμφωνούν οι μεν να παράγουν, οι δε κατά καιρούς ακόμη και ένοπλα αντιμαχόμενοι να πωλούν και αμφότεροι να αμείβονται από κοινού από την Κεντρική Τράπεζα της Λιβύης (CBL).
Αυτή η ιδιομορφία (εκείνοι που ελέγχουν τα πετρελαϊκά πεδία, τους αγωγούς και τους τερματικούς σταθμούς να μην έχουν ελέγξει ποτέ τις πληρωμές και τα χρήματα που αντλεί το πετρέλαιο της Λιβύης από τη διάθεσή του στην ελεύθερη αγορά), συνθέτει μια τραγελαφική πραγματικότητα και ταυτόχρονα έναν άξονα των πολιτικών συμπεριφορών στη Λιβύη.
Η ίδια ιδιομορφία συνθέτει και την υλική βάση της δίχρονης, ήδη, δυναμικής εκεχειρίας που έχει επιτευχθεί ανάμεσα στις αντιμαχόμενες μερίδες της χώρας. Εκεχειρία που συνοδεύεται από τη διακηρυγμένη επιδίωξη πραγματοποίησης ενός προγραμματισμένου Εθνικού Συνεδρίου, που στηρίζεται από τον ΟΗΕ, με στόχο να διευκολύνει τις εθνικές εκλογές στη διχασμένη χώρα.
Φυσικά αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να διαρκέσει αιώνια
Ήδη η απόφαση του αρχιστράτηγου του Λιβυκού Εθνικού Στρατού (LNA), Χαλίφα Χαφτάρ, (ηγέτη με έντονα αντι-ισλαμικά χαρακτηριστικά που υποστηρίζουν Γαλλία, Ρωσία αλλά και η Σαουδική Αραβία, να εξαπολύσει την υπό εξέλιξη επίθεση στην Τρίπολη, (με τη βοήθεια της Αιγύπτου, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων) έχει προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις στους σχεδιασμούς των εμπλεκόμενων στη Λιβύη των φατριών και του διχασμού.
Σε αυτή την σύνθετη πολιτική κατάσταση επενδύει και η Τουρκία με σκοπό να αποκτήσει επιρροή στη Λιβύη, παρουσιαζόμενη ως ένα από τα διεθνή στηρίγματα της νομιμότητας. Γι’ αυτό, προς ώρας, στηρίζει την επίσημη κυβέρνηση που αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ παρόλο που αυτή δεν ελέγχει παρά ένα μικρό τμήμα της λιβυκής επικράτειας. Επιπλέον δε μέσω της συμφωνίας που υπογράφηκε μεταξύ Αλ-Σάρατζ και Τουρκίας ουσιαστικά προσβλέπει σε «δικαιώματα» στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή που συνδέει επιπλέον τη Λιβύη με θαλάσσια σύνορα Κύπρου και Ελλάδας.
Η Τουρκία έχει εξοπλίσει την κυβέρνηση της Τρίπολης με drones και στρατιωτικά οχήματα και σύναψε συμφωνία με τον Σάρατζ για την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας. Εντούτοις, η απόφαση της Βουλής των αντιπροσώπων της Λιβύης, η οποία πρόσκειται στον Εθνικό Στρατό (LNA) του στρατηγού Χαφτάρ, να απορρίψει τη συμφωνία που έχει συναφθεί με την Τουρκία δημιουργεί σοβαρά εμπόδια στους στόχους της Άγκυρας.
Μεγαλύτερες δυσκολίες και διεθνείς αρνήσεις συναντά η απόφαση Ερντογάν να στείλει στρατιωτική βοήθεια που του ζητήθηκε από την κυβέρνηση της Τρίπολης: ΗΠΑ, Ρωσία, Ιταλία, αλλά και ΕΕ, στο όνομα της πολιτικής περιορισμού της Τουρκίας σε περιφερειακή έστω δύναμης ,έχουν ήδη διαμηνύσει σε όλους τους τόνους ότι απορρίπτουν ξένη παρέμβαση στα εσωτερικά της Λιβύης.
Η κρισιμότητα της κατάστασης συμπυκνώνεται στην πρόσφατη δήλωση του προέδρου της Βουλής της Λιβύης: «Όλες οι χώρες έχουν προειδοποιήσει την Τουρκία να μην επέμβει. Δεν επιθυμούν μια (περιφερειακή) σύγκρουση», τόνισε στο Γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων. Ζήτησε μάλιστα δε από τον Κύπριο Υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Χριστοδουλίδη, τον οποίο συνάντησε στη Λευκωσία, να μεταφέρει δυο μηνύματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Να μεταφέρει στην ΕΕ το μήνυμα πως «οι Λίβυοι πρέπει να αποφασίσουν μόνοι τους για το μέλλον τους», καθώς και το μήνυμα πως «τυχόν εμπλοκή της Τουρκίας στην κρίση στη Λιβύη, με στρατεύματα επί του εδάφους, θα σημαίνει την πλήρη αποσταθεροποίηση όχι μόνο της χώρας αλλά και όλης της περιοχής».
Η επικινδυνότητα και κρισιμότητα της κατάστασης για τους λαούς της περιοχής είναι εμφανής. Το ζήτημα είναι «τι κάνουμε».
Σκέψεις, λοιπόν, γι’ αυτό, ως συμβολή στη συλλογικό αγώνα για το ελληνοτουρκικό ζήτημα στο φως αυτών των εξελίξεων απαιτούν ξεχωριστό, δεύτερο μέρος αυτού του σημειώματος.
ΠΗΓΗ: ΤΕΤΑΡΤΗ, 01 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020, https://kommon.gr/diethni/item/2805-i-tourkiki-dieisdysi-stin-afriki-kai-i-livyi-tou-alekou-anagnostaki
* Ο Αλέκος Αναγνωστάκης είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός.