Το εναρκτήριο μυστήριο

Το εναρκτήριο μυστήριο*

 Του Γιώργου-Νεκτάριου Παναγιωτίδη**

«Μα τόσο ξαφνικά σκοτείνιασε!
Κι είναι σαν να περνώ μέσα από στοές κι αρχαίους
πυλώνες,
κάτω από τόξα γοτθικά»

(Κ. Στεργιόπουλος, «Ξαφνικά»)

  1. «Ένας μεγάλος θεολόγος της εποχής μας, ο Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware, βασιζόμενος σε εκκλησιαστικές πηγές αποκάλεσε την Κοίμηση της Θεοτόκου το ‘έσχατο μυστήριο’», κατέληγε ο λειτουργός την ομιλία του.

Το εκκλησίασμα μισοαδημονούσε και μισοήταν προσηλωμένο στα λεγόμενα. Ο ομιλητής φάνηκε τώρα να μειδιά αινιγματικά και ανεπαισθήτως.


«Όμως, για μας ως Ορθόδοξους Χριστιανούς, το μυστήριο είναι το πεντόσταγμα, ο εσώτατος πυρήνας της θεολογίας όπως και της ζωής μας. Αυτή η ακολουθία που κάνουμε αυτή τη στιγμή λέγεται θεία μυσταγωγία. ‘Στην πατερική παράδοση, θεολογία σημαίνει, πρώτ’ απ’ όλα, θεωρία του Τριαδικού Μυστηρίου’, μας λέει επίσης ο Παύλος Ευδοκίμωφ.  Και, ετυμολογικά,  η λέξη αυτή παράγεται από το ρήμα μύω, που σημαίνει ‘κλείνω τα μάτια και το στόμα’, δηλαδή χρειάζεται να κλείσω τα μάτια, για να μετάσχω σε αυτό. Ή, αλλιώς, είναι κάτι όπου χρειάζεται να κλείσω τα μάτια, ωστε να ‘δω’».

Για μερικές στιγμές, φάνηκε η ανυπομονησία να αμβλύνεται, πριν ξαναξεκινήσει να ακούγεται ο χαρακτηριστικός ετερόκλητος ήχος εντός του Ναού.

«Να μη σας κουράσω όμως άλλο. Εύχομαι τη σημερινή βαρυσήμαντη μέρα για την πίστη και την Εκκλησία που συναποτελούμε όλοι μας να μετέχετε όλοι, στο μέτρο που μπορείτε, σ’ αυτό το έσχατο μυστήριο. Αμήν».

Η Αθανασία Πετράκη, που άκουγε με προσοχή από το στασίδι όπου καθόταν, τώρα κινήθηκε να πάρει αντίδωρο και να βγει από το Ναό. Κοίταξε τον ουρανό που πρόβαλε μέσα από τις φυλλωσιές των πανύψηλων δέντρων του προαύλιου χώρου με προσηλωμένο βλέμμα και σφαλισμένα χείλη. Τα σημάδια των καιρών προμηνούσαν, παρά τον –δυσφόρητο ως εντελώς αφόρητο- καύσωνα των προηγούμενων ημερών, μια περίπου ανεξήγητη δροσιά.

«Φθινόπωρο μέσ’ στο καλοκαίρι», σκέφτηκε. «Περίεργα πράματα…»

  1. Έχοντας περπατήσει για λίγα λεπτά, βρέθηκε μπροστά στην καγκελόπορτα του σπιτιού της οδού Σατωβριάνδου. Το Χείμαστρο ήταν η κωμόπολη στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης όπου συμβίωνε με τον φοιτητή Δασολογίας και ποιητή Νίκο Σωτηρόπουλο κατά τα τελευταία χρόνια.

Σε όλο το δρόμο απλωνόταν μια σιγή που περιστασιακά μόνο διακοπτόταν από τιτιβίσματα. Είχε προγραμματίσει να συναντηθεί με τις φίλες της, Γεωργία Σιγανίδου, νομικό, και Μαρία Πιπερίδου, πληροφορικό και συμφοιτήτριά της από τα προπτυχιακά χρόνια. Ο Νίκος σήμερα έλειπε στο χωριό του μαζί με τους γονείς του, οπότε της πρότεινε να κάνουν χρήση του σπιτιού αυτού, που ήταν σαφώς δροσερότερο. Επρόκειτο περί ενός παλιού οικογενειακού πατρικού που αποκαλούσε «γραφείο», μια που το μεταχειριζόταν κατά κύριο λόγο ο ίδιος ως μελετητήριο- ως χώρο μελέτης, περισυλλογής και γραφής.

Καθώς έμπαινε στον αύλειο χώρο και έκανε να κλείσει την καγκελόπορτα, έλαβε μια κλήση.

«Καλημέρα, Αθανασούλα! Χρόνια σου πολλά και ό,τι ποθείς!» Ήταν η Μαρία.

«Καλώς το Μαράκι. Επίσης, γλυκιά μου! Να χαίρεσαι τη γιορτή σου! Και καλό μας πτυχίο!», κατέληγε με παιγνιώδη τρόπο η Αθανασία, «Θεού θέλοντος και κ. Στεργίου επιτρέποντος».

«Σωστά, σωστά… Περνάμε πάλι τους μπελάδες τους προπτυχιακούς…», έκανε γελώντας η Μαρία.

«Κοίτα, είμαστε στο δρόμο. Δηλαδή σχεδόν φτάσαμε. Είσαι εκεί που’ χαμε πει;» Η Αθανασία περιέστρεφε τώρα το κλειδί στην πόρτα του γραφείου και επιθεωρούσε με μια γρήγορη ματιά το χώρο.

«Ναι, ναι, μόλις αριβάρισα. Όταν φτάσετε, χτυπήστε μου τηλέφωνο να βγω. Έχω εδώ μαζί και τ’ αυτοκίνητο, οπότε λέω να πάμε με το δικό μου, να μη σας ξοδεύω άλλο».

Τα δύο κορίτσια στάθμευσαν ακριβώς πίσω από το γαλάζιο Νισσάν Μίκρα της Αθανασίας και συναπάντησαν τη φίλη τους, που τις φίλησε και τις αγκάλιασε επί ώρα πολλή.

Η συντροφιά είχε ως προορισμό το τοπικό αλσύλλιο, όπου επιτοπίως λειτουργούσε  εστιατόριο-καφέ. Το μικρό όχημα διένυε τον ανωφερή δρομίσκο με τη Μαρία, καθήμενη στη θέση του συνοδηγού, να σχολιάζει με περισσό κέφι τα επέκεινα του οχήματος.

«Τι μέρα κι αυτή σήμερα… Έχω την αίσθηση πως είναι σαν ένα φθινοπωρινό επεισόδιο μέσ’ στο καλοκαίρι».

«Μαρία, ακριβώς το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ, πριν λίγο. Ένα θαύμα. Τι δροσάτες αύρες πνέουνε, τι ό,τι κι αν πεις…» , απάντησε εύθυμα η Αθανασία, καθώς άγγιζαν πλέον τη στροφή. Αυτή στη συμβολή της Σατωβριάνδου με την οδό Πελοπίδα.

Το βλέμμα της Μαρίας έγινε ελαφρώς σύνοφρυ, καθώς συλλάμβανε στην άκρη του οπτικού της πεδίου ένα λευκό ημιφορτηγό, μάρκας Volkswagen T3. Οι πινακίδες κυκλοφορίας, στις οποίες αμέσως κατευθύνθηκε, σχεδόν ανεπίγνωστα, η ματιά της, ανέγραφαν: ΝΑΧ 1124.

Το επαγγελματικού τύπου αυτό φορτηγάκι ήταν επιμελημένα σταθμευμένο στην αριστερή όχθη της Σατωβριάνδου, όπως το κοιτούσαν, τοποθετημένο με τη μούρη προς τα κάτω, στην πρώτη διαθέσιμη θέση στάθμευσης.

«Κορίτσια, τούτο δω τι είναι;», είπε μετά από περισυλλογή ορισμένων δευτερολέπτων η Μαρία.

  1. Η Γεωργία κι η Αθανασία στράφηκαν προς το φορτηγάκι και το κοίταξαν επί μερικά δευτερόλεπτα με ενδιαφέρον.

«Τι να σου πω, βρε Μαράκι… Νομίζω καμιά σακαράκα θα είναι απλώς, από αυτές που παρατάνε από δω κι από κει διάφοροι. Τό’ χω ξαναδεί αυτό το όχημα εδώ, είναι σίγουρα 10 μέρες που το θυμάμαι καθαρά. Αν και δε φημίζομαι πάντοτε για την κρυστάλλινη διαύγεια του πνεύματός μου», κατέληξε αυτοσαρκαστικά η Αθανασία, ενώ τώρα το Νισσάν Μίκρα κινούνταν κατά μήκος της ερημικής οδού Πελοπίδα, προσεγγίζοντας την Παλαιολόγων.

Στη συζήτηση μπήκε τώρα η Γεωργία.

«Υπεύθυνος βασικά για αυτά τα οχήματα είναι ο Δήμος Χειμάστρου», είπε και κοίταξε παρατεταμένα έξω από το παράθυρο. «Εφόσον είναι σε δημόσιο δρόμο για πάνω από 30 μέρες, μπορείς να τους το αναφέρεις, ώστε να κινητοποιηθούν. Βάσει του νόμου, επικολλούν κάποιο αυτοκόλλητο που σηματοδοτεί πως πρόκειται για εγκαταλειμμένο όχημα και, εάν ο ιδιοκτήτης δεν παρουσιαστεί εντός 45 ημερών, το εν λόγω όχημα πηγαίνει για ανακύκλωση, εφόσον θεωρείται πως εξεμέτρησε το ζην και επισήμως».

«Γεωργία, δεν είχα ιδέα λέμε για τη διαδικασία», απάντησε η Μαρία ενθουσιωδώς.

«Το πρόβλημα, κορίτσια, πάντως, είναι το εξής: υπάρχει περίπτωση να ανήκει σε κάποιον που δεν έχει να πληρώσει ασφάλιστρα, πράγμα ουδόλως σπάνιο τη σήμερον ημέρα. Σ’ αυτή την περίπτωση, με μια τέτοια αναφορά επισπεύδεις  το να χάσει κάποιος το αμάξι του… διαπαντός όμως. Υπήρξαν σχετικές διαμαρτυρίες, έχω ακουστά νομίζω, και στην εφαρμογή του νόμου».

«Ναι, Αθανασούλα, έχεις δίκιο…», αποκρίθηκε συλλογισμένη η Μαρία με τη Γεωργία να συγκατανεύει από το πίσω κάθισμα. «Δεν ξέρω γιατί, αλλά το εν λόγω όχημα μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση».

«Ιδιαίτατη, θα έλεγα», είπε η Γεωργία χαμογελώντας.

«Σωστά, σωστά… Ίσως επειδή μοιάζει κάπως με το φορτηγάκι εκείνων των ληστών από το Home Alone», ανταπάντησε γελώντας η Μαρία, στρέφοντας στιγμιαία τον κορμό της προς τα πίσω.

Εν τω μεταξύ, το όχημα είχε φτάσει σχεδόν στον προορισμό του. Η Αθανασία το στάθμευσε με μεγάλη επιδεξιότητα.

«Τι θα λέγατε ν’ αφήναμε πίσω μας για λίγο το φορτηγάκι για το καφέ ‘Αλσύλλιο’», ρώτησε, στρεφόμενη αλληλοδιαδόχως στις δύο φίλες της;

«Σας ευχαριστώ βασικά και τις δυο για τις πληροφορίες. Και πολύ ασχοληθήκαμε…», αποκρίθηκε η Μαρία χαμογελώντας και οι δυο τους βρέθηκαν μπροστά στο αναψυκτήριο, το οποίο ήταν τοποθετημένο στην κορυφή ενός λοφίσκου, όπου, εκτός των πεύκων, δέσποζε υποβλητική και μια κάπως ακανόνιστη δεντροστοιχία από πανύψηλα κυπαρίσσια. Με αργά, καλοζυγισμένα βήματα και με μια παραδόξως ψυχρή αύρα να πνέει στο χώρο, η Μαρία, η Γεωργία κι η Αθανασία πορεύτηκαν προς τον εξωτερικό χώρο του καφέ, όπου κατέλαβαν ένα από τα εξώτερα, απόμερα τραπέζια.

Η ώρα τώρα ήταν περίπου 11.15.

  1. Η συνάντηση των κοριτσιών έλαβε πέρας μετά από τρεις ώρες. Ακολούθησε, κατά τα ειωθότα, οικογενειακό τραπέζι στο πατρικό της οικογένειας Πετράκη στις παρυφές του Κέντρου της πόλης, που διήρκησε 2 περίπου ώρες.

Επιστρέφοντας κατά το απομεσήμερο, η Αθανασία σκέφτηκε να ακολουθήσει το δασικό δρόμο, μία από τις εναλλακτικές διαδρομές που οδηγούσαν στην κωμόπολη της κατοικίας της. Ακολουθώντας την ανωφέρεια που εξέβαλλε προς τον κεντρικό που ένωνε το Χείμαστρο με τη Θεσσαλονίκη και μη έχοντας άλλο στο νου της από την ξεκούραση, το βλέμμα της έπεσε σε ένα εγκαταλειμμένο μπαταριοκίνητο παιδικό αυτοκίνητο.  Ένα κόκκινο παιδικό αυτοκίνητο, σχεδιασμένο κυρίως για νήπια, αφημένο κατάμονο στην δεξιά όχθη του δασικού δρόμου. Αφημένο συγκεκριμένα στο χώμα πέραν του οποίου εκτεινόταν το φυσικό πρανές, δηλαδή μια κατωφερής ερημική πλαγιά πάνω στα μάκρη της οποίας αναφύονταν μόνο δέντρα σε πυκνές συστάδες.

Η Αθανασία παρέμεινε στη θέση της συλλογισμένη για μερικές στιγμές, ατενίζοντας έντονα, με ανοιχτά τα μάτια, το παράδοξο θέαμα του εντελώς παράταιρου αντικειμένου αυτού, πριν επιταχύνει το όχημα.

Αφού έφτασε στην δυτική οριογραμμή του Χειμάστρου, και στην Οδό Παλαιολόγων, έστριψε αποφασιστικά προς τα δεξιά, ώστε να οδηγήσει το όχημα επί της Οδού Πελοπίδα. Προσπερνώντας την Βενιζέλου, έστριψε το αμάξι προς τα αριστερά, ώστε να βρεθεί τελικώς επί της Σατωβριάνδου.

Η όλη κίνηση της στροφής ήταν βραδύτατη, αργόσυρτη. Αξιοποιώντας το  ησύχιο του απογεύματος, βρέθηκε σύννους να κοιτάζει προς το πίσω μέρος του αποθηκευτικού χώρου του υπόλευκου από την πολυκαιρία  ημιφορτηγού. Κατόρθωσε τελικά, με μεγάλη προσπάθεια και υπό την κατάλληλη οπτική γωνία, να διακρίνει μια αφανή στον έξω κόσμο πλαστική σακούλα. Η σακούλα αυτή φαινόταν, γεμισμένη, όπως μπορούσε να εκτιμήσει, με ένα απροσδιόριστο περιεχόμενο και επιμελημένα σφαλισμένη. Η πείρα της στο έργο του βοηθού ιδιωτικού ερευνητή, στο πλευρό του θείου της Στέργιου Πετράκη, λειτούργησε αυτή τη φορά ανησυχαστικά. Φτάνοντας στο σπίτι της Σατωβριάνδου, κάλεσε αμέσως τις δύο έμπιστες φίλες της.

«Έχω τη σκέψη πως κάτι μπορεί να συμβαίνει τελικώς με το άσπρο φορτηγάκι», είπε στη Γεωργία. «Σε κάθε περίπτωση, επειδή είναι εγκαταλειμμένο και στα πρόθυρα της μόνιμης απόσυρσης, δεν το βλέπω διόλου πιθανό να ενοχληθεί κάποιος εάν  κάνουμε μια μικρή… χμ, ,πολύ μικρή, ολιγόλεπτη μόλις, έρευνα. Μπορείς να είσαι στις 22.00 στο σπίτι της Σατωβριάνδου;  Υπόσχομαι τη βέλτιστη αποζημίωση κατόπιν- και αυτό είναι δέσμευση», κατέληξε γελαστά.

«Αθανασία, δε θα μπορούσα να σκεφτώ κάτι πιο ενδιαφέρον για ένα τέτοιο δειλινό. Βεβαίως και θά’ μαι εκεί».

  1. Η ώρα πέρασε γοργά ως την στιγμή της προγραμματισμένης συνάντησης. Η οδός Σατωβριάνδου, μια πάροδος, ένα δρομάκι τόσο μοναχικό όσο η περίφημη Οδός Μοργκ, ισκιώθηκε βαθμιαία από άκρου εις άκρον, ενώ το αχνόφωτο από τους δημοτικούς φανοστάτες συνέτεινε στην εξώκοσμη σιγή και ακινησία.

Τα δύο κορίτσια εμφανίστηκαν στις 9.55 με κανονικότατο φθινοπωριάτικο πανωφόρι. Η Μαρία χτύπησε αποφασιστικά την εξώθυρα. Η Αθανασία  άνοιξε και τις έμπασε με σπουδή, σφιχταγκαλιάζοντές τες.

«Καλέ, τι αιφνίδια ψύχρα, Αθανασούλα;», είπε η Μαρία, βγάζοντας το μαύρο μπουφάν και αποθέτοντάς το στον καναπέ, πριν καθησουν κι οι τρεις τους στην τραπεζαρία. Η Αθανασία είχε στραμμένο το βλέμμα της στην επιβλητική βιβλιοθήκη που δέσποζε στα εσώτερα της σαλοτραπεζαρίας.

«Ναι, είναι σαν ένα παράξενο επεισόδιο αυτή η μέρα. Το κάτι αλλο, που λέμε».

Η Μαρία ξεφύσησε, κοίταξε ολόγυρα και χαμογέλασε κοιτώντας τη κάπως εξεταστικά και παρηγορητικά.

«Λοιπόν, σε επηρεάσαμε μ’ εκείνο το περιστατικό που σου αναφέραμε στο αλσύλλιο, ε;»

Η αναφορά ήταν στην ανεύρεση ενός πτώματος σε προχωρημένη αποσύνθεση σε εγκαταλειμμένο όχημα. Η Αθανασία έπλεξε τα χέρια της και κοίταξε στιγμιαία προς την πόρτα.

«Ναι, Μαράκι, ίσως κι αυτό. Ταυτόχρονα, δεν ξέρω πώς να το πω αλλά έχω την παράξενη αίσθηση ή βεβαιότητα ότι κάτι υπάρχει εκεί. Κάτι ακαθόριστο αλλά βαρυσήμαντο», κατέληξε. «Σε κάθε περίπτωση, δεν βλάπτουμε κάποιον ή παραβιάζουμε ουσιωδώς κάτι».

«Σωστά, Αθανασία», απάντησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα η Γεωργία. «Θα μου φαινόταν ίσως ανούσιο το εγχείρημα, εάν δεν υπήρχε όλο αυτό».

«Έτσι είναι», συμπλήρωσε η Μαρία. «Είσαι άλλωστε από τους λίγους ανθρώπους που ξέρω με τόσο νηφάλια κρίση». Επικράτησε στιγμιαία σιγή. «Και, για νά’ χουμε καλό ρώτημα, πως θα εισβάλουμε μέσα εκεί;», κατέληξε.

«Α! Piece of cake!»,  αποκρίθηκε γελώντας η Αθανασία. «Έχω τα κατάλληλα εργαλεία», συνέχισε, δείχνοντάς τους δύο κλασικά μεταλλικά εργαλεία παραβίασης κλειδαριών και ένα μαύρο φακό τσέπης. «Δε διετέλεσα βοηθός του περιβόητου ιδιωτικού ερευνητή θείου μου άνευ λόγου. Τα ανέκτησα από το σπίτι της Αλλατιου προ λίγου», κατέληξε υπομειδιώντας με νόημα.

«Σκέφτομαι να παραφυλάτε όσο εγώ ασχολούμαι με την παραβίαση της κλειδαριάς, εσύ Μαρία από την μεριά της Πελοπίδα…», συνέχισε, στρεφόμενη προς τα αριστερά.

«…κι εγώ παρακάτω στη Σατωβριάνδου», συμπλήρωσε η Γεωργία. «Τέλεια! Εάν είσαι έτοιμη, Αθανασούλα, φύγαμε!»

«Είμαι έτοιμη. Κάτι τελευταίο: ας ορίσουμε ένα χρονικό όριο για την έρευνα γύρω στα πέντε λεπτά. Με βάση την εντελώς απομειωμένη μέση συχνότητα κίνησης αυτή την ώρα, νομίζω πως θα είμαστε σχετικά ασφαλείς».

«Σωστά, Αθανασία», απάντησε κατανεύοντας η Γεωργία. «Εάν κάτι συντρέξει, θα σου στείλουμε άμεσα γραπτό μήνυμα».

«Στοιχειώδες, Γουώτσον», συμπλήρωσε και η Μαρία χαμογελώντας.

Η Αθανασία κινήθηκε προς την εξώπορτα, την οποία και ξεκλείδωσε. Ένα μετρίως ψυχρό ρεύμα αέρα εισέρρεε, καθώς ξανάκλεινε και κλείδωνε πολλαπλώς.

Υπό ένα κατάθαμπο φωτισμό, σαν μέσα σε κάποιο απόκοσμο ονείρεμα, η Αθανασία άνοιξε τη μεταλλική εξώθυρα του κήπου, μ’ ένα ήχο υψηλής συχνότητας που διατρυπούσε τ’ αυτιά. Την έκλεισε, αφού είχαν διαβεί και τα δυο κορίτσια, ασκώντας περισσή δύναμη, και η πόρτα έκλεισε με θορυβώδη τρόπο, διαταράσσοντας στιγμιαία την, θά’ λεγες, νεκρική σιωπή. Έστρεψε το βλέμμα της προς το υπόλευκο φορτηγό, που ήταν σαν να την κοιτάζει από μακριά, με τα κυκλικά μπροστινά του φώτα. Ξεφύσησε ηχηρά.

«Ο κύβος ερρίφθη…»

  1. Σε λιγότερο από μισό λεπτό, είχαν αφιχθεί στο φορτηγάκι. Η Μαρία κι η Γεωργία έλαβαν τις συμφωνημένες θέσεις τους. Η Αθανασία, τελευταία, προσέγγιζε τώρα από το αριστερό πεζοδρόμιο του δρομίσκου με ματιά προσηλωμένη σε ένα ορισμένο σημείο στη συμβολή των δρόμων και με την περιφερειακή της όραση να συλλαμβάνει κάθε πιθανή κίνηση εκατέρωθεν. Τίποτα. Δεν κινούνταν τίποτα.

Φτάνοντας στο σημείο της πόρτας, έσκυψε αρκετά, ώστε να μη διακρίνεται από την αριστερή όχθη του δρόμου. Αξιοποιώντας την άτυπη εκπαίδευση που της είχε παρασχεθεί, κατόρθωσε να ανοίξει την παλιοκαιρισμένη κλειδαριά μέσα σε λιγότερα από 45 δευτερόλεπτα. Άνοιξε την πόρτα του εγκαταλειμμένου οχήματος και βρέθηκε στη θέση του οδηγού. Οι κινήσεις έπρεπε τώρα να είναι μετρημένες. Στράφηκε αμέσως προς τον αποθηκευτικό χώρο στο πίσω μέρος του βαν, κρύβοντας ταυτόχρονα το μεγαλύτερο τμήμα του κορμού της. Είδε πράγματι μια μαύρη σακούλα. Σφάλισε τα μάτια για μια στιγμή. Την πήρε στα χέρια της. Την άνοιξε και …βρήκε ένα σύνολο από εργαλεία!

Για μια στιγμή φάνηκε να καταπτοείται. «Να είναι μόνο αυτό;», αναλογιζόταν με φρενήρη ένταση. «Όχι, και κάτι άλλο πρέπει να είναι. Είμαι σίγουρη… κάπως». Είχε άλλα τριάμισι λεπτά στη διάθεσή της. Με ένα στιγμιαίο ανάβλεμμα, είδε πως δεν είχε λάβει κανένα γραπτό μήνυμα.

Ανακάθισε σε μια από τις πίσω θέσεις και ξεφύσησε. Στο νου της άστραψε αιφνίδια μια ιδέα. Σφάλισε τα μάτια και προσπάθησε να σκεφτεί όσο ευκρινέστερα μπορούσε. Ξαφνικά, σε μερικές στιγμές, της φάνηκε πως άκουσε ένα ήχο. Ένα βόμβο, τόσο χαμηλής έντασης, που ήταν ελάχιστα πάνω από το κατώφλι ακουστότητας.

«Υπάρχει και κάτι άλλο!», σκέφτηκε και κινήθηκε προς τις μπροστινές θέσεις, όμως ο ήχος τώρα είχε, μυστικοτρόπως, διακοπεί.

«Δεν είναι δυνατόν, πριν από λίγο το άκουγα. Ήταν η ιδέα μου;!..», συλλογίστηκε πριν τα μάτια της ανοίξουν διάπλατα. Έσκυψε μπροστά, για να δει στο μέσα μέρος του παρμπρίζ, όπου υπήρχε παρατημένο ένα κινητό τηλέφωνο! Είχε λιγότερο από δύο λεπτά και ήταν σε εμφανές σημείο επί πολύ. Ήταν ώρα να βγει. Η έρευνα είχε αποδώσει καρπούς και δεν ήταν ανάγκη να εκτεθεί σε παραπάνω κίνδυνο.

Βγήκε από το όχημα και σφάλισε απαλά την πόρτα. Με λίγους διασκελισμούς, είχε βρεθεί σε ανύποπτο σημείο στη δεξιά όχθη, κάτω από ένα δέντρο με εκτεταμένα ορισμένα από τα πιο ευμεγέθη κλαδιά του. Περιεργάστηκε διαδοχικά τα σπίτια της αριστερής όχθης, την πάνω και την κάτω πλευρά της Σατωβριάνδου. Τίποτα δε σάλευε. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και τα διαμερίσματα, όσα δεν ήταν, φαινόντουσαν κενά.

Ένα γραπτό μήνυμα ελήφθη εντός πέντε δευτερολέπτων από δύο παραλήπτες, καθώς βάδιζε με ταχείς διασκελισμούς προς τα κάτω.

«Βγήκα. Σας περιμένω στο σπίτι».

  1. Η Γεωργία σφάλισε την πόρτα, ενώ η Μαρία κι η Αθανασία είχαν πάρει θέσεις στην τραπεζαρία στα αριστερά της πόρτας. Η Αθανασία στράφηκε και την κοίταξε με ένα συγκρατημένο χαμόγελο.

«Αυτό είναι», της είπε.

Είχαν μπροστά τους ένα smartphone Samsung τύπου Galaxy Note S3.

«Πρέπει να είναι μοντέλο του 2012», είπε η Μαρία.

«Είναι ανοιχτό, κλειστό;», ρώτησε η Γεωργία αγωνιωδώς, καθώς κινούνταν για να καθίσει δίπλα στη Μαρία και απέναντι από την Αθανασία.

«Πολύ φοβάμαι πως θα μας είναι άχρηστο εντέλει», είπε η Μαρία. «Είναι κλειστό, αν και η Αθανασία λέει πως πρέπει να ήταν ανοιχτό όταν μπήκε στο φορτηγάκι».

«Και πώς… πώς έσβησε;»

«Υποψιάζομαι με την εφαρμογή Remote Turn Off”».

H επόμενη ερώτηση αρθρώθηκε κάπως διακεκομμένη.

«Και πώς… πώς γνώριζε αυτός ο… δεν ξέρω ποιος πότε να κλείσει το κινητό;»

«Θα μπορούσε, υποθετικά μιλώντας, να ήταν κάπου εκεί τριγύρω», αποκρίθηκε η Αθανασία.

«Επίσης, θα μπορούσε να έχει κάλλιστα ενεργοποιημένη κάποια εφαρμογή για απομακρυσμένη μέτρηση επιπέδου ήχων ή ο,τιδήποτε τέτοιο που να τον πληροφορεί με ασφάλεια για ένα γεγονός παραβίασης», αποφάνθηκε η Μαρία. «Κάτι που να υποκαθιστά το συναγερμό».

«Αθανασούλα, τι λες να κάνουμε;», ρώτησε κάπως παγωμένη τώρα η Μαρία.

«Το σκέφτομαι από το απόγευμα, αλλά θα το κάνω τώρα. Θα καλέσω το θείο μου το Στέργιο. Ίσως να είναι σε θέση να βρει τον ιδιοκτήτη, με τη βοήθεια των διασυνδέσεών του», είπε και έκανε μια στιγμιαία παύση. «Όχι ότι θα μας διαφωτίσει απαραιτήτως κάτι τέτοιο, αλλά θα είναι ένα στοιχείο. Θα του στείλω μήνυμα τώρα», κατέληξε.

Η Γεωργία ξεφύσησε.  «Άρα δεν υπάρχει πληροφορία που να μπορούμε να εξορύξουμε από αυτό το μαραφέτι;»

«Μπορούμε να συμπεράνουμε μόνο το εξής, Γεωργία. Το κινητό, από ό,τι είδαμε με την Αθανασία, δε χρησιμοποιεί την κανονική μπαταρία του μοντέλου του, αλλά εναλλακτική τύπου extended life, δηλαδή επεκτεταμένης διάρκειας ζωής, που είναι υπερδιπλάσια».

«Δυστυχώς όμως αυτό δε μας λέει και πολλά», συμπέρανε η Αθανασία. «Και σας χρωστώ κι ένα κέρασμα. Τι θα λέγατε για το Peters εδώ δίπλα, στη Βενιζέλου;»

Συγκατένευσαν όλες. Το Galaxy Note S3 έμεινε στην τραπεζαρία του παλιού πατρικού, υπό το βλέμμα της μεγάλης βιβλιοθήκης που δέσποζε στο χώρο και τους ήχους των ισχυρών ανέμων που πνέανε έξω, σε ένα πρωθύστερο φθινόπωρο.

  1. Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019. Η Αθανασία είχε ήδη αφυπνιστεί και πάρει ένα απλό πρόγευμα, όταν έλαβε μήνυμα από το θείο της, Στέργιο Πετράκη.

«Αθανασούλα, σε χαιρετώ.

Για αυτό που με ρώτησες: το όχημα μάρκας Volkswagen T3 με πινακίδες ΝΑΧ 1124 ανήκει… στο Νομικό Πρόσωπο του Δήμου Χειμάστρου! Έχε κατά νου, ο Δήμος δεν έχει μόνο οχήματα με τα γνωστά διακριτικά (πορτοκαλί πινακίδες και τα τέτοια), αλλά και απλά επιβατηγά, αυτοκίνητα τεχνικών κ.λπ. χωρίς κανένα διακριτικό.

Τα επίλοιπα θα τα πούμε, άμα σε συναντήσω από κοντά.
Φεύγω τώρα ολοσούμπιτος για κάποια επείγουσα δουλειά.
Νά’ σαι πάντα καλά.

Ο θειος σου».

Πριν περάσει το μεσημέρι, η Αθανασία παρατήρησε κάποια πρόσωπα με διακριτικά υπαλλήλων του Δήμου, προφανώς του Τμήματος Ανακύκλωσης. Είχαν έρθει για να περισυλλέξουν το όχημα. Η Αθανασία βγήκε και παρατήρησε την όλη διαδικασία, που φαινόταν να γίνεται με συνοπτικό και ταχύ τρόπο. Μπαίνοντας στο σπίτι της Σατωβριάνδου, κάλεσε τη Μαρία και της ανέφερε το περιστατικό.

«Δεν ξέρω, Αθανασούλα. Κάπως πληροφορήθηκαν, από ό,τι φαίνεται, τα χθεσινά γεγονότα. Γιατί τόση βιασύνη; Πόσες μέρες είχαν περάσει εν τω μεταξύ τελικώς απ’ την εγκατάλειψη;»

«Ναι», είπε πικρά η Αθανασία. «Από ό,τι φαίνεται, δε θα το μάθουμε ποτέ».

«Έτσι ακριβώς», απάντησε η Μαρία. «Το κινητό πιθανότατα δεν θα έχει καμιά πληροφορία, διότι όποιος θα ήθελε να διαγράψει δεδομένα που θα μπορούσαν να ανακτηθούν μπορεί εξ αποστάσεως άνετα να το έχει ήδη κάνει. Και επίσης, για το όχημα, τυχόν μυστικά θα καταποθούν από την καταβόθρα της ανακύκλωσης οχημάτων τέλους κύκλου ζωής… Και δε θα τα μάθουμε ποτέ».

Η Αθανασία δεν απάντησε για μερικές στιγμές. Έκανε μερικά βήματα πάνω στη λεπτή γκρίζα μοκέτα και έριξε μια ματιά έξω, όπου οι φυλλωσιές αναδεύονταν από μια ισχυρή αύρα.

«Σωστά, Μαρία, δε θα τα μάθουμε. Τουλάχιστον όχι τώρα…»

* Το μικρό αυτό διήγημα αποτελεί αφήγηση (νεοελληνιστί, prequel)  που προηγείται χρονικά αυτής του βιβλίου αστυνομικής λογοτεχνίας «Το κρυπτοκείμενο της εξαφάνισης του Ν. Σωτηρόπουλου» που κυκλοφορήθηκε πρόσφατα (εκδ. Manifesto, 2019)

** Ο Γιώργος-Νεκτάριος Παναγιωτίδης είναι πληροφορικός και συγγραφέας.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.