Πέντε λόγιοι, δάσκαλοι και καθηγητές της Κέρτεζης από την επανάσταση του 1821 έως την Κατοχή του 1940

Πέντε λόγιοι, δάσκαλοι και καθηγητές της Κέρτεζης από την επανάσταση του 1821 έως την Κατοχή του 1940

[Αποσπάσματα από τη μελέτη του με τίτλο: Λόγιοι και καθηγητές της επαρχίας Καλαβρύτων κατά τα παλαιότερα χρόνια. Επιμέλεια Παν. Α. Μπούρδαλας]

Το 3ο κατά σειρά κτήριο – σχολείο της Κέρτεζης, ως «Δημοτικό σχολείο Κερτέζης», όπως αποτυπώθηκε την δεκαετία του 1970!

Του Θανάση Τζώρτζη

 1. Αναγνωστόπουλος Αθαν.: αναφέρεται το 1906 ότι ήταν δημοδιδάσκαλος, καταγόμενος από την Κέρτεζη  των Καλαβρύτων.

2. Αντωνόπουλος Π.: αναφέρεται το 1906 ότι ήταν ελληνοδιδάσκαλος, καταγόμενος από την Κέρτεζη  των Καλαβρύτων.

3. Δοσίθεος: μοναχός από Κέρτεζη, φημισμένος διδάσκαλος επί τουρκοκρατίας στην επαρχία Καλαβρύτων (Ν. Κ. Διαμαντόπουλου – Επ. τ. Καλ/των 1969). Ο Δοσίθεος γεννήθηκε στην Κέρτεζη, το 1774 (ή 1764; (ΔΟΜΗ)) και το κοσμικό του όνομα ήταν Δήμος Τσιβίλης. Νεαρός ακόμη εντάχθηκε στο μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στην πατρίδα του. Σπούδασε στο Μεσολόγγι, στην Πάτρα το 1774 (Μουρούτη Γκενάκου Ζ., Άγ. Θεόδωροι Καλαβρ.) και στην Χίο.

Διετέλεσε σχολάρχης της σχολής Σοπωτού και εδίδαξε στη σχολή του Σοποτού από το 1801 έως το 1804, στη Σμύρνη το 1808, ύστερα πάλι στο Σοποτό (1809 – 1814) (Γ. Π.: Πραγματεία … -Εν Αθήναις 1906-Επ. τ. Καλ/των). όπου συγκέντρωνε μαθητές απ’ όλη την Πελοπόννησο, στα Καλάβρυτα (1815 – 1823), όπου διετέλεσε σχολάρχης και δίδαξε έξι χρόνια, ξανά στο Σοποτό (1823 – 1830), όπου κατά την εποχή του Ιμπραήμ δίδασκε ακόμη και στα σπήλαια και τα βουνά. Από το 1828 δίδασκε στη σχολή του Σοποτού με μισθό 1500 γρόσια, όπου είχε 30 μαθητές σε 4 τάξεις και 20 που σπούδαζαν κοινά γράμματα. Εκεί έμεινε έως το τέλος του 1830. Δίδαξε σαν οικοδιδάσκαλος στο σπίτι του οπλαρχηγού Σωτήρη Θεοχαρόπουλου («εν Βαρβάρα της Νωνάκριδος» (Γ. Π.: Επαρχία… – Βορύλλα Α. : Κέρτεζη – 1994).

Τα τελευταία χρόνια αφιέρωσε στο σχολείο της πατρίδος του όπου και πέθανε το 1835. Ασκήτευσε από τα παιδικά του χρόνια ακόμα. Στο Μεσολόγγι μαθήτευσε με δάσκαλο τον [Γ. Παλαμά (1801-1804), ότε μετέβη εις Χίον τη προτροπή των επιτρόπων, ίνα διδαχθή μαθηματικά και φιλοσοφίαν επί τη υποσχέσει να επιστρέψη και να διδάξη αυτά εν Σοπωτώ. Έπειτα το σχολείο έμεινε κλειστό για 18 μήνες αλλά το 1809 ο Δοσίθεος συμπληρώσας τις σπουδές του στη Χίο και διαμείνας και επί εν έτος στη Σμύρνη ως προσωρινός δάσκαλος επανήλθε κατά την υπόσχεσίν του στο Σοπωτό, όπου έγινε ανθουσιωδώς δεκτός και διαφημίστηκε σ’ όλη σχεδόν την Πελοπόννησο ότι στο Σοπωτό εδίδασκε μαθηματικός και φιλόσοφος και έτσι έσπευσαν μαθητές να διδαχθούν στο Σοπωτό.

Μαθητές του υπήρξαν μεταξύ άλλων οι: Ρήγας Παλαμήδης από την Τρίπολη, Θεοχαρόπουλος Λυμπεράκης από την Βαρβάρα, ο ιεροδιάκονος Βησσαρίων από Χαλκιάνικα, ο Προκόπιος Οικονόμου, κατόπιν επίσκοπος Άνδρου, ο πρώην Ακόβου και έπειτα Τριπόλεως επίσκοπος Δανιήλ, ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος εκ Καλαβρύτων, ο Λύσανδρος Βιλαέτης και ο Νικ. Αγαμέμνων Αυγερινός εκ Πύργου, ο ιατρός Νικ. Παπαλεξόπουλος τον οποίον έφερε μαζί του από τη Σμύρνη, οι ντόπιοι Μιχαήλ Κούκας, Χαράλαμπος Λοντοτσακίρης και άλλοι.

Στη συνέχεια προσέλαβε ως υποδιδάσκαλο τον Λοντοτσακίρη (1811-1813) και υπήρξε σχολάρχης σ’ αυτό το σχολείο μέχρι τον Ιανουάριο του 1814, οπότε υποχρεώθηκε δια της βίας από τους άρχοντες των Καλαβρύτων, να μείνη στο σχολείο των Καλαβρύτων ως δάσκαλος μέχρι τον Ιανουάριο του 1821. Στο σχολείο του Σοπωτού τον διαδέχθηκε ο Χαρ. Λοντοτσακίρης από το 1814-1815. Το 1823 προσκλήθηκε εκ τρίτου ο Δοσίθεος ο οποίος στο μέσο της επανάστασης έτρεχε με άλλους Σοπωτινούς στα βουνά και στα σπήλαια όπου εδίδασκε μέχρι το 1830, οπότε διορίστηκαν από τον Καποδίστρια έφοροι οι Χαρ. Λοντοτσακίρης και Αναγν. Φάσος (Π…, σ. 67)]. Στη σχολή Σοπωτού είχε μαθητή και τον Ρήγα Παλαμίδη. Δεν ασχολήθηκε με τη συγγραφή αλλά η προσφορά του στην παιδεία υπήρξε μεγάλη (ΔΟΜΗ).

Διετέλεσε σχολάρχης Σοποτού, Καλαβρύτων και Κέρτεζης (Νικ. Κ. Διαμαντόπουλος, Επετ. τ. Καλαβρ. 1969, σ. 29). Μαθητής του ο εκ Στρεζόβης μοναχός και ιεροκήρυκας Ανανίας, ο οποίος πέθανε το 1854 (Π…, σ. 73).

4. Κόντης Γ.(Π.Α.Μ.: εώργιος)αναφέρεται το 1906 ότι ήταν δημοδιδάσκαλος, καταγόμενος από την Κέρτεζη  των Καλαβρύτων. (Κόντης: επών. α) τίτλος ευγενείας στη φεουδαρχική Δύση, κόμης: (Δούκ. 8521‑2)· β) ως προσφών.: (Κορων., Μπούας 149). [<ιταλ. conte – παλαιότ. γαλλ. Conte], πρβ.Δούκας, Μπέης κτλ.{ΜΚΣ}).

5. Στριφτόμπολας Αναγνώστης: «ή Στριφτόμπολας Δημήτριος»οπλαρχηγός β΄ τάξης (Φραντζής, τ. Δ΄, σ. 169). «Αγωνιστής και φιλικός, ο οποίος καταγόταν από την Κέρτεζη Καλαβρύτων. Η μητέρα του ήταν εξαδέλφη [2]του Θ. Κολοκοτρώνη, με τον οποίο συνεργάστηκε σε επαναστατικές ενέργειες κατά την προεπαναστατική περίοδο. Επειδή διώχτηκε από τις τουρκικές αρχές, πήγε τρεις φορές στη Ζάκυνθο, όπου αρχικά κατατάχτηκε στον αγγλικό στρατό και, αργότερα, στο γαλλικό.

Ακολούθησε τη Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντα στη Ρωσία και, όταν γύρισε από κει, συνέχισε τη δράση του κατά των Τούρκων στην Πελοπόννησο. Σκοτώθηκε στην αρχή της Επανάστασης στο Λεβίδι της Αρκαδίας (14 Απριλίου 1821), όπου πολεμούσε επικεφαλής ομάδας 48 αντρών [«Οι εκεί οπλαρχηγοί Ν. Σολιώτης, Αναγν. Στριφτόμπολας, Γ. Κουλοχέρης και Γιάννης Πετιμεζάς με τους 60 ανθρώπους που μείνανε μαζί τους πολέμησαν σκληρά, αλλά κυκλώθηκαν από τους Τούρκους και διατρέχανε σοβαρό κίνδυνο, πρόλαβαν όμως ο Πλαπούτας με τον Τσαλαφατίνο, χτύπησαν από τα νώτα τους εχθρούς και τους απωθήσανε, σκοτώθηκαν όμως ο Στριφτόμπολας και ο Σ. Σολμενίκος» (Κουτσιλιέρης Ανάργυρος: Ιστορία της Μάνης, σ. 484)]» (ΔΟΜΗ). Για τη μάχη στο Λεβίδι βλ. και λ. Πετμεζάς Βασίλ.

Γεννήθηκε το 1778 και ήταν γιός του Αργύρη Στριφτόμπολα και εγγονός του Δημητρίου Στριφτόμπολα ο οποίος σκοτώθηκε το στον Αλμυρό της Λακωνίας το 1778. Επίκεφαλής των στρατιωτών του είχε διορίσει τους εξής καπεταναίους: Σπυρίδωνα Κουκουνάρα, Αναγνώστη Κορδή (ο οποίος ήταν και σημαιοφόρος του), Α. Πάτσιο, Γαλάνη, Χριστόδουλο και Ιωάννη Γκερπεσιώτες, Γεώργιο Πατσιαβά, Μήτρο Μαντά, Παναγιώτη και Ζαφείρη Νταβλαίο, Δημήτρη Μπαναβά, Κυριαζή Καπελήσιο, Παναγιώτη Κόσκορη, και Παναγιώτη Καραντζά. Την εποχή εκείνη στα Καλάβρυτα ουδείς άλλος είχε μεγαλύτερο στρατιωτικό σώμα από εκείνον ο οποίος είχε υπό τις διαταγές του 400 στρατιώτες (Στριφτόμπολας, σ. 32). Ο Φωτάκος αναφέρει ότι ο Στριφτόμπολας καταγόταν από το Μεσορούγι της Κλουτσίνας και ότι ξεκίνησε την επανάσταση από την Κέρτεζη με λίγους στρατιώτες, «έως 15, διότι δεν είχε περισσοτέρους των άλλων Κερτεζιτών έχόντων άλλους καπεταναίους, ένας εκ των οποίων ήτον ο Τσέκος» (Φωτάκου: Βίοι Πελοπ/σίων…, 36).

Το αρχικό μνημείο του Αναγώστη – Δημητρίου Στριφτόμπλα στον Αη Θανάση με πορόλιθους. Η φωτογραφία από τα αποκαλυπτήρια της χάλκινης προτομής του στις 22 Ιουνίου του 1969. Πάρθηκε (και διαμορφώθηκε) από το βιβλίο του Γεωργίου Πολύδ. Αγγελόπουλου «Η ΚΕΡΤΕΖΗ από την καλή και την ανάποδη», ΑΘΗΝΑ 1969, σελ. 69.

Γιός του ήταν ο δήμαρχος Καλλιφωνίας Γεώργ. Στριφτόμπολας (Χ. Π. Κορύλλου: Πεζοπορία… Πάτραι 1889). Αποφοίτησε από τη Σχολή της Κέρτεζης και συνέχισε τις σπουδές του στη μεγάλη του Γένους Σχολή στη Κων/πολη και διετέλεσε σχολάρχης στη Τρίπολη (Νικ. Κ. Διαμαντόπουλος, Επετ. τ. Καλαβρ. 1969, σ. 28). Από το 1800 έως το 1805 ήταν δάσκαλος στην Τρίπολη, στην ενορία των Ταξιαρχών (Φωτάκου: Βίοι Πελοπ/σίων…, 36).

Η οικία του Γεωργίου Αναγν. Στριφτόμπολα που κληρονόμησε από τον πατέρα του δωρήθηκε στην Κέρτεζη για σχολείο. Ήταν το 2ο κατά σειρά κτήριο των σχολείων της Κέρτεζης. Η Φωτογραφία είναι του Δεκέμβρη του 2015

Η αναμνηστική πινακίδα της δωρεάς 1876 επί δημαρχίας Χρ. Σκαμβούγερα του Δήμου Καλλιφωνίας (έδρα η Κέρτεζη) της εν λόγω οικίας για σχολείο. Η φωτογράφηση ε’ιναι του Απριλίου 2016

Το δημοτικό που ακολουθεί αναφέρεται στον ήρωα:

«Τρεις περδικούλες κάθουνται στην άκρη στο Λεβίδι. /

Είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα, /

είχαν και τα κεφάλια τους στο αίμα βουτημένα. /

Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λένε: /

– Τι ειν’ το κακό που γίνεται στην άκρη στο Λεβίδι; /

Κάνε λιοντάργια πιάνονται, κάνε θεργιά μαλώνουν; /

– Μάιδε λιοντάργια πιάνονται, μάιδε θεργιά μαλώνουν, /

εκλείσαν τον Στριφτόμπολα, τον δόλιον Αναγνώστη. /

Ψιλή φωνίτσαν έβαλεν όσον κι αν εδυνάστη: /

«Που είσ’ Αναγνώστη μ’ αδερφέ και ξάδερφε Βασίλη /

και Νικολάκη γλήγορε, που πας με τους αέρες, /

και μένανε με κλείσανε στην άκρη στο Λεβίδι!»

(Ο Αναγνώστης, ο Βασίλης και ο Νικολάκης, οι οποίοι αναφέρονται στο τραγούδι, είναι οι αδελφοί Πετμεζαίοι) (Σοφοκλής Δημητρακόπουλος).

Κατ’ άλλη παραλλαγή: 

«Τρεις περδικούλες κάθουνται στη μέση στο Λεβίδι. /

Είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα, /

είχαν και τα κεφάλια τους στο αίμα βουτημένα. /

Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λένε: /

– Τι ειν’ το κακό που γίνεται στη μέση στο Λεβίδι; /

που κλείσαν τον Στριφτόμπολα και τον κυρ Αναγνώστη. /

Πέντε μερούλες πόλεμο και πέντε ημερονύχτια./

Πέφτουν τα βόλια σα βροχή, τα σκάϊα σα χαλάζι,/

και κείν’ τα λιανοντούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης./

Ψιλή φωνίτσαν έσουρε όση κι αν εδυνάστη: /

«Όσ’ είστε φίλοι κλάφτε με και σεις οχτροί χαρήτε,/

και σεις δική μου φαμελιά να μαυροφορεθήτε»

(Ν. Πολίτης: Λαογρ. τ. Ε΄. σ. 74 – υπό Χρ. Ν. Λαμπράκη: Τραγούδια των Τσουμέρκων).

Κατ’ άλλη παραλλαγή: 

«Τρεις περδικούλες κάθουνται στη μέση στο Λεβίδι. /

η μια τηράει τα Σουδενά, και η άλλη τις Κλουκίνες/

και η Τρίτη η καλύτερη μοιρολογάει και λέει:/

– Τι ειν’ το κακό που γίνεται στη μέση στο Λεβίδι; /

μήνα βουνά γκρεμίζονται, μήνα στοιχειά μαλώνουν/

Πετμεζαίοι πολεμούν μ’ εφτά χιλιάδες Τούρκους./

Εκλείσαν τον Στριφτόμπολα, τον δόλιον Αναγνώστη. /

μεριά τον δέρνει η φωτιά, μεριά και το τουφέκι/

στο παραθύρι κάθεται ψηλή ψωνίτσα βάνει:/

– Πού σαι, αδερφούλη Κωνσταντή και ξάδερφε Θανάση,/

κι ελάτε να με σώσετε απ’ των Τουρκών τα χέρια,/

πάρτε στα χέρια τα σπαθιά, στις πλάτες τα τουφέκια,/

βάζουν τους Τούρκους εμπροστά σάν γίδια και τους πάνε/

σαν την κοπή τα πρόβατα, σαν βουκολιό γελάδια»

(Ελήφθη εκ των «Απομνημονευμάτων» του Φωτάκου, τ. Α΄ …), (Αθ. Θ. Φωτόπουλος)

Και κατ’άλλη παραλλαγή: 

Τρεις περδικούλες κάθουνται στη μέση στο Λεβίδι./

Έχουν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα/

η μια τηράει την Κέρτεζη [3] , και η άλλη τις Κλουκίνες [4] /

και η τρίτη η καλύτερη μοιρολογάει και λέει:/

Τι ειν’ το κακό που γίνεται στη μέση στο Λεβίδι; /

κάνε βουνά γκρεμίζονται, κάνε στοιχειά παλεύουν/

Μήτε βουνά γκρεμίζουνται,/

Μήτε στοιχειά παλεύουν,/

Εκλείσαν τον Στριφτόμπολα,/Οχτώ χιλιάδες Τούρκοι./

Χίλιοι τον κρούν τη μια μεριά/

Και χίλιοι από την άλλη,/

Μια μπαταριά του δόκανε/

Η μια μεριά κ’ άλλη,/

Τρία βόλια τον επήρανε,/

Τα τρία φαρμακωμένα./

το ένα τον πήρε στην καρδιά/

και τα’ άλλο στο πλεμόνι,/

Το τρίτο το φαρμακερό/

τον πήρε στο καρύδι/

Το στόμα του αίμα γέμισε/

Κ’ η μύτη του φαρμάκι/

Η γλώσσα του αηδονολαλεί/

σαν το χελιδονάκι,/

Βρέ πού είσαι μπάρμπα Κωσταντή/

και ξάδερφε Βασίλη,/

και Νικολάκη γλήγωρε/

Γκολφίνε αγαπημένε/

Για βγάλτε τα’ αλαφρά σπαθιά/

και τα βαριά τουφέκια,/

Ελάτε να με πάρετε/

Απ’ των Τουρκών τα χέρια,/

Και αν πάτε από την Κέρτεζη,/

Περάστ’ από της Κλουκίναις/

Κ’ ειδήτε τη γυναίκα μου/

Τη μικροπαντρεμένη,/

Πές της μη με καρτερή/

Να μη μ’ απαντυχαίνη/

Να μην αλλάξη την Λαμπρή/

Φλωριά να μη φορέση/

Τα’ εμένα με σκοτώσανε/

Οι Τούρκοι Τριπολιτζιώτες./

Πήρα τη πλάκα πεθερά/

Τη μαύρη γής γυναίκα/

Και αυτά τα λιανολίθαρα/

Πήρα γυναικαδέλφια» (

Στριφτόμπολας, σ. 121)

Στο Λεβίδι στις 13 Απριλίου, σ’ επιχείρηση 6000 Τούρκων, όντας επικεφαλής Καλαβρυτινών στρατιωτών (επικεφαλής των οποίων επίσης ήσαν οι Σ. Χαραλάμπης, Σ. Θεοχάρης, Θ. Σακελλαρίου, Ν. Σολιώτης, Κων/νος και Βασίλειος Πετιμεζαίοι, Παναγιώτης (Αναγνώστης) Αρβάλης) και Τριπολιτσιωτών, μαζί με τους Σολιώτη Ν. Χαραλάμπη Σωτήρη, Πετιμεζαίους Βασίλειο και Κων/νο, δείλιασαν «ως μη εξησκημένοι περί τας μάχας» και ετράπησαν σε φυγή στους απέναντι του Λεβιδίου ορεινούς λόφους. Εκεί εκτός του Αναγνώστη Στριφτόμπολα, εφονεύθη και ο Σωτήρης Σαλμενίκος Μπουλουκξής και τρείς άλοι στρατιώτες. (Φραντζής, Β΄, σ. 6-7).

Μαζί του στη μάχη στο Λεβίδι, πολέμησε και ο Κατριμουστάκης (Βασίλης Κατρής) από το χωριό Μποντιά της Μαντινείας. Άλλο δημοτικό με τίτλο «Του Δημήτρη Στριφτόμπολα» είναι το εξής:

«Νά ήταν η μέρα βροχερή κ’ η νύχτα ποντισμένη,/

Παρασκευή ξημέρωσε νά είθε μήν ξημερώσει/

π’ εκίνησ’ ο Στριφτόμπολας να πάει στη Μέσα Μάνη˙/

και Μαντινιώτες τα σκυλιά μπροστά τον καρτερούνε./

– Πίσω, μωρέ Στριφτόμπολα, και σύ, μωρέ Δημήτρη,/

γιατ’ οι Μανιάτες είν’ κακοί και θέ νά σέ σκοτώσουν./

– Βρέ γω Τούρκους δε σκιάζομαι, Ρωμαίους δεν φοβάμαι/

κι αυτά τα Νικολόπουλα στο νού μου δεν τά βάνω./

Κι ακόμα λόγος έστεκε κ’ η συντυχιά κρατιέται,/

μια μπαταριά του δώκανε με τρί’ ασημένια βόλια./

Τα τρία τον επλήγωσαν πικρά, φαρμακωμένα/

και το σπαθί ετράβηξε γιουρούσι για να κάμει/

κι αμέσως εγονάτισε με το σπαθί στο χέρι./

Ψιλή φωνίτσα έβγαλε όσο κι αν εδυνάστη:/

 – Έχετε γειά, ψηλά βουνά, και χαμηλά λαγκάδια,/ βρυσούλες με τα κρύα νερά όλες να στερφευτήτε/

και σείς, βρέ παλληκάρια μου, και σείς, παιδιά δικά μου,/ πάρετέ μου το πόσι μου μαζί με τ’ άρματά μου,/

σύρτε τα της γυναίκας μου της μικροπαντρεμένης˙ πέτε της μή μέ καρτερεί καί μή μέ παντυχαίνει,/

γιατ’ εξαναπαντρεύτηκα κι άλλη γυναίκα πήρα,/

πήρα την πλάκα πεθερά τη μαύρη γής γυναίκα./»

(Πρώτη δημοσίευση στο φυλλάδιο του Κ.Α. (= Γ. Στριφτόμπολα, υιού του ήρωα Αναγνώστη…),

«ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΝ.

Πιστοποιούμεν οι υποφαινόμενοι εις ένδειξιν της αληθείας, ότι ο ποτέ Αναγνώστης Στριφτόμπολας, εκ της κωμοπόλεως Κερτέζης των Καλαβρύτων, επί της ενάρξεως του υπέρ της ανεξαρτησίας της Πατρίδος αγώνος, αναφανείς με ζήλον και πολλήν προθυμίαν, με ικανόν Σώμα στρατιωτών υπό την οδηγίαν του, οπλαρχηγός εν Καλαβρύτοις, ηγωνίσθη γενναίως εις την πολιορκίαν των εν Καλαβρύτοις οθωμανών. Μετά την άλωσιν δε τούτων, μεταβάς εις την πολιορκίαν της Κορίνθου, εφάνη χρήσιμος. Αλλά συνελθών μετά των λοιπών οπλαρχηγών της επαρχίας Καλαβρύτων εις το Λεβείδιον της Τριπολιτζάς, ετοποθετήθη εκεί μετά των λοιπών στρατευμάτων, όπου εις την εκείθεν φυγήν των λοιπών οπλαρχηγών από την επιδρομήν οκτώ χιλιάδων εκ Τριπόλεως εξελθόντων επιλέκτων οθωμανών, έμεινε μόνος, με τεσσαράκοντα και οκτώ εκ των στρατιωτών του ΕΞ ΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ θελήσεως, αντικρούων την άνισον αυτών δύναμιν, έπεσε γενναίως απέναντι των εχθρών της πατρίδος εις την αξιομνημόνευτον εκείνην Μάχην του Λεβειδίου, δι’ ής πρώτον επεστηρίχθη η υπέρ αναεξαρτησίας Ελληνική επιχείρησις!

Πεσόντος του Αειμνήστου Τούτου Ανδρός, ή χήρα γυνή του Αγγελική Στριφτομπολίνα, μείνασα με πολυάριθμον και αδύνατον οικογένειαν, έφθασεν ως εκ του θανάτου του ανδρός της, και ως εκ των κατά την διάρκειαν της επαναστάσεως ανωμαλιών εις την εσχάτην ένδειαν και στεναχωρίαν, στερουμένη και αυτού του επιουσίου άρτου. Όθεν εις ένδειξιν τούτων, εγένετο το παρόν πιστοποιητικόν κατ’ αίτησίν της, και εδόθη εις χείρας της.

Εν Αθήναις τη 30 Μαΐου 1827.

Πέτρος Μαυρομιχάλης (Στρατηγός), Κανέλλος Δεληγιάννης  (Στρατηγός), Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Στρατηγός), Νικήτας Σταματελόπουλος (Στρατηγός), Χρύσανθος Σισσίνης (Στρατηγός), Διονύσιος Ευμορφόπουλος (Συνταγματάρ.) (Στριφτόμπολας, σ. 54).

Τα οστά του παραδόθηκαν στους ιερείς της Παντανάσσης και αυτοί τα επέταξαν σε βόθρο (Φοίνιξ, 19.3.1865) (Τριανταφύλλου, Λεξ. 1957). (Αθ. Θ. Φωτόπουλος). Ο Φωτάκος μεταξύ άλλων αναφέρει: «…αλλά και διδάσκαλος ων ο Στριφτόμπολας, ήτον όμως στιβαρός και ζωηρός˙ εγνώριζε να πετά το μαχαίρι κάμποσον μακράν, και τούτο εδίδασκε και εις τα πεδία. Ήτον άσπονδος εχθρός των Τούρκων, και όλη μέρα ήρχετο εις φιλονικίας με αυτούς, δεν εδύνατο να τους βλέπη και δεν τους υπέφερε διότι τον επείραζαν. Μίαν ημέραν εφιλονείκισε με ένα Τούρκον και τον εμαχαίρωσε, και αμέσως έγινε άφαντος από την Τριπολιτσάν.

[ο Γ. Π. αναφέρει σχετικά: «το 1800-1805 ήτο δάσκαλος εν Τριπόλει, ένθα μαχαιρώσας Τούρκον έφυγεν εις Ζάκυνθον και είτα επανελθών τω 1818 ήτο επί τινά χρόνον σωματοφύλαξ του Ασ. Ζαΐμη: άμα δε τη ενάρξει ηγούμενος ολίγων συμπολιτών αυτού επολέμησεν εν Καλαβρύτοις και Λεβειδίω, όπου και ενδόξως απέθανε. Τούτου υιός ήτο ο αποθανών αξιωματικός της φάλαγγος και δήμαρχος Καλλιφωνίας Γ. Στριφτόμπολας. Συγγενείς δ’ επίσης είνε και οι εν Πάτραις Στριφτομπολαίοι, εν οίς ο πρώην βουλευτής Πατρών Αλέξιος (Π…, σ. 137)]. Μετά ταύτα εφάνη εις Ζάκυνθον και κατετάχθη εις τα εκεί στρατιωτικά τάγματα και εγυμνάσθη εις την οπλασκίαν. Κατά δε τα 1818 πάλιν εφάνη εις Τριπολιτσάν ως σωματοφύλακας του Ασημάκη Ζαΐμη, ενδεδυμένος και οπλισμένος ως οι τότε Τούρκοι. Εκεί ησθένησε βαρέως και ο Ζαΐμης δεν τον επεριποιήθη, αλλά τον αφήκε και έφυγε, και πολύ δια τούτο ελυπήθη, και φοβούμενος τους Τούρκους κατέφυγε εις του Ιωάννου Στεφανοπούλου, όστις κατήγετο από την κωμόπολιν Ζάτουναν της Καρυταίνης, μεταβάς δε εις Ζάκυνθον έμεινεν ολίγον χρόνον εκεί, και έπειτα ήλθεν και απεκατεστάθη εις Τριπολιτσάν επαγγελόμενος τον ωρολογοποιόν… και έφυγεν εκείθεν και ύστερον ήλθεν εις Λεβίδι όπου και απέθανεν εις την μάχην ταύτην… Και εις την μάχην των Καλαβρύτων πρότερον εφάνη, ότι είχεν πολύν ενθουσιασμόν, αλλ’ εκεί δεν είχε στάδιον δια να αναδειχθή, διότι εντός 24 ωρών οι κλεισθέντες ολίγοι Τούρκοι παρεδόθησαν εις τους προκρίτους της επαρχίας» (Φωτάκου: Βίοι Πελοπ/σίων…, 36).

«…Συνέδραμε μετά του Θ. Κολοκοτρώνη και του Ν. Πετμεζά τον Λαλιώτην Αληφαρμάκην ή Αλήαγαν του Μοναστηρακίου επαναστάντα κατά των Τούρκων και τέλος το 1818 ο Αναγνώστης κρύφα επανελθών διέμενεν εν τη πατρίδι Κερτέζη, ότε τω 1819 εμυήθη τα της Φιλικής Εταιρείας και αναμένων την έναρξιν ηγωνίσθη εν Καλαβρύτοις και Λεβειδίω, όπου εφονεύθη…» (Π…, σ. 49).

Ήταν μεταξύ των ορκισθέντων της πρώτης σειράς, στο λάβαρο της επανάστασης, στην Αγία Λαύρα το 1821 (Ν. Β. Αναστόπουλος, σ. 76). Ο πατέρας του καταγόταν από το Μεσορούγι. Στις 30.5.1827 εκδόθηκε το παρακάτω πιστοποιητικό: ….

Παραπομπές

[2Ο παππούς του Αναγν. Στριφτόμπολα, Δημήτριος Στριφτόμπολας είχε σύζυγο την αδελφή του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, πατέρα του Θ. Κολοκοτρώνη.

[3Πατρίδα του Αναγν. Στριφτόμπολα.

[4] Πατρίδα των γονέων του.

[5] Αλήθεια, αριθ. 292, σελ. 4.

(Και αυτό το κείμενο αποτελεί μέρος της έρευνας – που θα αργήσει να τελειώσει – για την επαρχία Καλαβρύτων. Ζητώ την κατανόηση για όσα έχω παραλείψει. Ελπίζω με το τέλος της έρευνας να είναι ελάχιστα και ασήμαντα).

ΠΗΓΗ: Λόγιοι και καθηγητές της επαρχίας Καλαβρύτων κατά τα παλαιότερα χρόνια. – ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ – NEWS (kalavrytanews.com). Το είδα: http://pefkon.blogspot.gr/2012/10/blog-post_1399.html

Σημείωση από τΜτΒ: Η επιμέλεια, η διαμόρφωση και οι υπογραμμίσεις έγινε από τον Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα στις 02-05-2018. Η φωτογραφία (της δεκαετίας του 1970, του 3ου και τελευταίου κτηρίου του «ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΕΡΤΕΖΗΣ» αναρτήθηκε από το αρχείο του Παν. Α. Μπούρδαλα, την οποία χάρισε παλιός μαθητής.

Πρόσφατη φωτογραφία της μεγάλης πινακίδας του «ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΕΡΤΕΖΗΣ», 01-05-2016 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.