Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού
Κείμενα των: Δέσποινας Ευγενίδου, Ευαγγελίας Αποστόλου, Γιάννη Στόγια, Παναγιώτη Τσελέκα, Μαίρης Φουντουλή, Ευτέρπης Ράλλη, Αλέξη Τότσικα.
Συνέχεια από το Μέρος ΙII:
http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2617
Η χρήση των νομισμάτων στις συναλλαγές και τις πληρωμές δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., τα καθιέρωσε σταδιακά ως την επικρατέστερη μορφή χρήματος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Πόλεις – κράτη και ηγεμόνες εξέδωσαν τα δικά τους νομίσματα για να εδραιώσουν την αυτονομία τους, για να διευκολύνουν τις οικονομικές συναλλαγές τους και για να επωφεληθούν από την ίδια τη διαδικασία της κοπής, κερδίζοντας σε μέταλλο.
Για την έκδοση νομισμάτων σε πολύτιμο μέταλλο χρησιμοποιήθηκε, εκτός από τον άργυρο και το χαλκό, ο ήλεκτρος και ο χρυσός. Κατά κανόνα, η κοπή χρυσών νομισμάτων στον Ελλαδικό χώρο είναι σπάνια μέχρι και τα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ., επειδή η αξία του χρυσού ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τον άργυρο. Για αυτό το λόγο φυλασσόταν για περιόδους ανάγκης ή για σημαντικές πληρωμές.
Συνήθως τα ελληνικά κράτη επέβαλλαν τη χρήση των εκδόσεών τους μέσα στην εδαφική περιοχή τους, χωρίς να αποκλείουν αναγκαστικά την κυκλοφορία κοπών άλλων εκδοτριών αρχών, και ενίοτε έπαιρναν άμεσα μέτρα για να το πετύχουν. Σε πολλές περιπτώσεις η νομισματική παραγωγή δεν ήταν συστηματική και μεταξύ των εκδόσεων μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο αριθμός των νομισμάτων που εκδίδονταν είχε άμεση σχέση με τα μέταλλα που διέθεταν οι εκδίδουσες αρχές και το εύρος των κερματικών συναλλαγών. Από τη διοχέτευσή τους στην αγορά, μέσω διαφόρων κρατικών πληρωμών, και της ανακύκλωσής τους, μέσω της κάθε είδους φορολογίας, παρεμβαλλόταν η κυκλοφορία τους.
Χρήσιμες πληροφορίες για τη νομισματική κυκλοφορία αλλά και την οικονομία των διαφόρων περιοχών του ελληνικού κόσμου παρέχουν τα νομίσματα, που ανακαλύπτονται τυχαία ή κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, μεμονωμένα ή ως θησαυροί. Ιδιαίτερα οι θησαυροί, τα νομίσματα δηλαδή που αποκρύφθηκαν ή απωλέσθηκαν ως σύνολα στο παρελθόν, αποτελούν σημαντική πηγή και για τη χρονολόγηση των νομισμάτων.
Τα περισσότερα όμως νομίσματα είναι πρώιμες γλαύκες, δηλαδή τετράδραχμα με την κεφαλή της Αθηνάς στην πρόσθια όψη και τη γλαύκα στην άλλη. Το κακότεχνο της κατασκευής των συγκεκριμένων νομισμάτων πιθανόν να οφείλεται στη μαζική παραγωγή τους που χρονολογείται τη δεκαετία του 480 π.Χ., λίγα χρόνια πριν την εισβολή των Περσών. Την περίοδο αυτή οι Αθηναίοι εξέδωσαν μεγάλη ποσότητα νομισμάτων για να ναυπηγήσουν και να συντηρήσουν ισχυρό στόλο από τριήρεις.
Ο «θησαυρός» ίσως να ήταν μια προσφορά σε κάποιο από τα ιερά της Ακρόπολης. Η έκφραση ευλάβειας προς το θείο συχνά συνδέθηκε με την εξαγορά της ευμένειας του θεού με την προσφορά υλικών αγαθών, με αποτέλεσμα στα ιερά να συγκεντρώνονται πλούσια αναθήματα. Η συγκέντρωση μεγάλου πλούτου από τα ιερά είχε σαν επακόλουθο την ανάπτυξη έντονης οικονομικής δραστηριότητας σε αυτούς τους χώρους, όπως για παράδειγμα την κατάθεση χρημάτων προς φύλαξη αλλά και τη λήψη δανείων.
Πρόκειται για ένα ποσό 136 δραχμών, αρκετά σημαντικό αν αναλογιστούμε ότι την εποχή αυτή η τιμή πώλησης ενός ακινήτου ξεκινούσε από τις 280 δραχμές. Η Όλυνθος ήταν η πρωτεύουσα της Χαλκιδικής Συμμαχίας, η οποία από τα τέλη του 5ου και το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., αποτέλεσε ισχυρή πολιτική, στρατιωτική και οικονομική δύναμη στο βορειοελλαδικό χώρο. Η σπουδαιότητα της Συμμαχίας αντανακλάται και στην πλούσια νομισματική της παραγωγή. Η δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Απόλλωνα στην πρόσθια και η κιθάρα του θεού στην οπίσθια όψη των νομισμάτων των Χαλκιδέων, θεωρούνται από τις αριστοτεχνικότερες παραστάσεις της αρχαίας σφραγιστικής. Οι Χαλκιδείς αντιστάθηκαν με σθένος στα σχέδια του Φίλιππου Β’, βασιλιά της Μακεδονίας, για επέκταση του βασιλείου του.
Η Συμμαχία διαλύθηκε το 348 π.Χ., όταν ο μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε ύστερα από πολιορκία την Όλυνθο και σε επίδειξη ισχύος κατέστρεψε την πόλη και εξανδραπόδισε τους κατοίκους της. Με αυτό το γεγονός πολύ πιθανόν να συνδέεται και η απόκρυψη του «θησαυρού». Ο κάτοχος των νομισμάτων απέκρυψε στο μαγειρείο της οικίας του ό,τι πιο πολύτιμο είχε στα χέρια του, με την προσδοκία μετά την πάροδο του κινδύνου να αναζητήσει το «θησαυρό» του.
Η ανεύρεση εκδόσεων των μακεδόνων βασιλέων στην Κόρινθο πιθανόν να σχετίζεται με την παρουσία των μακεδονικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο μετά το 338 π.Χ. και την εγκατάσταση φρουράς για τον έλεγχο του Ισθμού. Ο «θησαυρός» πρέπει να αποκρύφθηκε μετά το 330 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος είχε πλέον καταλύσει την Περσική αυτοκρατορία και επέκτεινε τα όρια του κράτους του προς τα βάθη της Ανατολής. Εκείνη την εποχή καθιερώθηκε η συστηματική έκδοση και η ευρύτερη χρήση του χρυσού νομίσματος στον ελληνικό κόσμο.
Η έντονη εκμετάλλευση των μεταλλείων χρυσού στη Μακεδονία από τον Φίλιππο Β’ και η πρόσβαση του Αλεξάνδρου στα πλούσια αποθέματα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών επέτρεψε την κοπή χρυσών νομισμάτων σε μεγάλες ποσότητες που κατέκλυσαν τις αγορές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η αναλογία του χρυσού προς τον άργυρο από 1:13 σε 1:10. Έτσι, ο κάθε χρυσός στατήρας του «αντιστοιχούσε σε 20 αργυρές δραχμές, όσο περίπου ήταν ο μηνιαίος μισθός ενός πεζού στρατιώτη.
Η απόκρυψη του «θησαυρού» χρονολογείται γύρω στο 440 π.Χ. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα υστερόσημα, σφραγίσματα μεταγενέστερα με τα οποία επαναφέρει στην κυκλοφορία τα κέρματα η ίδια εκδίδουσα αρχή ή κάποια άλλη, επίσημη ή όχι, και συναντώνται τόσο στους πρώιμους όσο και στους οψιμότερους στατήρες του «θησαυρού».
Φαίνεται πως σχετίζονται με τη σταδιακή έλλειψη αυτού του είδους νομισμάτων από τις συναλλαγές, που με τη σειρά της οφείλεται στην κάμψη της νομισματικής παραγωγής της Αίγινας. Πάντως στην περιοχή της Θεσσαλίας, μολονότι είχαν ήδη κυκλοφορήσει οι πρώτες τοπικές αργυρές κοπές, ακολουθώντας και αυτές τον αιγινητικό νομισματικό σταθμητικό κανόνα, η επίμονη προτίμηση του νομίσματος της Αίγινας στις συναλλαγές και τους αποθησαυρισμούς απηχεί τον διεθνή χαρακτήρα του.
Τα υπόλοιπα προέρχονται από περισσότερο απομακρυσμένες περιοχές, όπως τη Θεσσαλία, την Αττική, την Πελοπόννησο, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα, τη Μακεδονία και τη Μ. Ασία. Τα νομισματικά ευρήματα μαρτυρούν για την ποικίλη προέλευση των προσκυνητών του ιερού. Η καθιέρωση των χάλκινων νομισμάτων στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου από τον 4ο αιώνα π.Χ. έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή καθώς αποσκοπούσε στη διευκόλυνση των συναλλαγών τοπικού χαρακτήρα και στην εξοικονόμηση πολύτιμου μετάλλου με την αντικατάσταση αργυρών κοπών. Σε αντίθεση με τα νομίσματα από ευγενή μέταλλα, οι χάλκινες κοπές χρησιμοποιούνταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα, και κυρίως από όσους συμμετείχαν στις πανηγύρεις, τις αγορές, τα δικαστήρια, τους ταξιδιώτες. Συνεπώς, η κυκλοφορία και η γεωγραφική εξάπλωση του χάλκινου νομίσματος είναι περισσότερο αντιπροσωπευτική της διακίνησης των ανθρώπων.
Στα τετράδραχμα της Εφέσου, η μέλισσα συνδέεται με τη λατρεία της Αρτέμιδος, αφού οι ιέρειές της ήταν γνωστές ως «μέλισσαι». Σταθερός νομισματικός τύπος της Κυρήνης υπήρξε η παράσταση του φυτού σιλφίου, χάρη στο εμπόριο του οποίου η πόλη όφειλε την πλεονεκτική της θέση ανάμεσα στις ελληνικές αποικίες της Αφρικής.
Το σίλφιον δεν υπάρχει πια ως φυτικό είδος και παραδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς Θεόφραστο και Διοσκουρίδη ως φάρμακο για όλες τις ασθένειες. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι στην εποχή του βρέθηκε μόνο ένα φυτό σιλφίου, το οποίο πρόσφεραν στον αυτοκράτορα Νέρωνα ως το τελευταίο δείγμα αυτού του πασίγνωστου τότε είδους. Το σέλινο που αποδίδεται φυσιοκρατικά, στην πρόσθια όψη των αργυρών, αλλά και των χάλκινων νομισμάτων του Σελινούντος στη Σικελία, λειτουργούσε και ως «λαλούν σύμβολο» της πόλης. Η παράσταση του φυτού με την ίδια ονομασία με την πόλη, κάνει άμεσα αναγνωρίσιμο το νόμισμα και αυτή είναι μια πρακτική που ακολούθησαν πολλές πόλεις.
Τα νομίσματα αυτά έγιναν έτσι πολύτιμοι μάρτυρες για έργα που δεν σώζονται και βοήθησαν στην αναπαράστασή τους από τη νεώτερη έρευνα. Στα νομίσματα της Επιδαύρου, απεικονίζεται ο τύπος του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Ασκληπιού, θεού της ιατρικής, καθιστού με σκήπτρο και φίδι. Βρισκόταν στην Επίδαυρο, έδρα της λατρείας του Ασκληπιού και ήταν φημισμένο έργο του γλύπτη Θρασυμήδη από την Πάρο. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση κατά την οποία το νόμισμα και το γλυπτό ανήκουν στην ίδια εποχή.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα οποία επέλεγε να αποδοθεί ο κάθε ηγεμόνας, δηλαδή το διάδημα, απλή ταινία ή με κέρατα, η δορά ελέφαντα, το ακτινωτό στέμμα, το κράνος, του προσέδιδαν μεγαλύτερη αίγλη ως σύμβολα εξουσίας ή θεοποίησης και τον συνέδεαν στις συνειδήσεις των λαών τους με συγκεκριμένα πρότυπα. Οι εικονιστικές αυτές κεφαλές μετέφεραν και διέδιδαν την εικόνα του βασιλέα, ηγεμόνα ή μονάρχη και την έκαναν γνωστή, προπαγανδίζοντας τη δύναμή του, σε συνδυασμό και με τις μεγαλεπήβολες επιγραφές στα νομίσματα που έκοψαν.
Από τεχνικής απόψεως τα πορτραίτα, στην αρχή ιδεαλιστικά, στη συνέχεια ρεαλιστικά, άλλες φορές είναι στατικά και δείχνουν περιορισμένα στην κυκλική επιφάνεια των νομισμάτων και άλλες φορές διακρίνονται από δυναμισμό και ελευθεριότητα, που προδίδουν τη δύναμη και την τόλμη του χαράκτη τους.
Γυναικεία πορτραίτα απαντούν κατεξοχήν στα νομίσματα του βασιλείου της Αιγύπτου. Στους χρυσούς στατήρες, που εξέδωσαν οι ελληνικές πόλεις περί το 196 π.Χ., προκειμένου να τιμήσουν τον ρωμαίο στρατηγό Τίτο Φλαμινίνο, για την νίκη του εναντίον του Φιλίππου Ε’ στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.), αποτυπώθηκε ένα ρεαλιστικό πορτραίτο του. Αποτελεί ταυτοχρόνως ένα από τα τελευταία του είδους του ελληνιστικό πορτραίτο σε ευρωπαϊκό έδαφος και το πρώτο ρωμαϊκό. Το πορτραίτο του βασιλιά Ευκρατίδη Α’ της Βακτρίας αποδίδεται με κράνος και ψηλό λοφίο, κέρατο και αυτί βοδιού, στοιχεία που εμπλουτίζουν τη φυσιοκρατική εικόνα του.
Στο ίδιο εικονογραφικό θέμα ανήκουν παραστάσεις με τείχη πόλεων, πύλες και αψίδες, βωμούς, γέφυρες, αλλά και λιμάνια με νεώρια, φάροι, καθώς και ειδικές κατασκευές με συγκεκριμένη χρήση. Στην πίσω πλευρά χάλκινου νομίσματος της Αλεξάνδρειας απεικονίζεται ο Φάρος της πόλης, ένα από τα επτά θαύματα της αρχαιότητας, η φήμη του οποίου είναι γνωστή ως τις μέρες μας. Ήταν έργο του έλληνα αρχιτέκτονα Σωστράτου και παραγγέλθηκε από τον Πτολεμαίο Β’ (286-246 π.Χ.).
● Αλέξης Τότσικας, «η δραχμή μας», Ιστόραμα, 2002.
● Ιστορία των νομισμάτων, «Ήτοι εγχειρίδιον ελληνικής νομισματικής / Barclay V. Head», μεταφρασθέν εκ της αγγλικής και συμπληρωθέν υπό Ιωάννου Ν. Σβορώνου, πίνακες Α΄-ΛΕ΄, Εν Αθήναις, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1898.
● Αδαμάντιος Γ. Κρασανάκης, «Νομισματική Ιστορία και τα Αρχαία Νομίσματα Κρήτης». Αθήνα, 2003.
ΠΗΓΗ: Ημερομηνία καταχώρησης 20-01-2012, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=1336


Θυμάμαι τον περασμένο Οκτώβρη, που συμμετείχες στην κατάληψη του σχολείου μας ενώ το φροντιστήριο συνέχιζε απρόσκοπτα.
Δεν πιστεύουμε σε τίποτα και πουθενά. Απουσία νοήματος στην προσωπική και κοινωνική μας ζωή. Πασχίζουμε να καλύψουμε το κενό στις δομές και στο περιεχόμενο ενός σχολείου που προπαγανδίζει την ατομική επιβίωση του «εγώ ελπίζω να τη βολέψω!».






