Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο ΙΙ

Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο – Μέρος ΙΙ
Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Κείμενα των: Δέσποινας Ευγενίδου, Ευαγγελίας Αποστόλου, Γιάννη Στόγια, Παναγιώτη Τσελέκα, Μαίρης Φουντουλή, Ευτέρπης Ράλλη, Αλέξη Τότσικα.

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2611

Τα νομίσματα των ελληνικών πόλεων – κρατών
Αίγινα – Κόρινθος – Αθήνα

Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο τα νομίσματα εκδίδονταν από τις πόλεις-κράτη. Αυτές, ανεξάρτητα από την έκταση και τη δύναμή τους, είχαν αυτόνομη οικονομία και διαφορετικό νόμισμα η κάθε μία, που ξεχώριζε από τους τύπους του. Η κάθε πόλη απεικόνιζε στα νομίσματά της παραστάσεις οικείες στους πολίτες της, που προέρχονταν από την ιστορία της, τη μυθολογία της, τα χαρακτηριστικά προϊόντα της. Έκοβαν κυρίως αργυρά νομίσματα, λιγότερα χρυσά και από τον 4ο αι. π.Χ. πολλά χαλκά. Πολύ σπάνια χρησιμοποιούσαν το σίδηρο και άλλα κράματα. Η Αίγινα, η Κόρινθος και η Αθήνα έκοψαν τα πρώτα αργυρά ελληνικά νομίσματα και διέδωσαν τη χρήση του νομίσματος στον υπόλοιπο τότε γνωστό κόσμο.

Η Αίγινα πρώτη, λίγο πριν από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., εξέδωσε στατήρες με παράσταση θαλάσσιας χελώνας στην πρόσθια όψη και έγκοιλο, μοιρασμένο σε ακανόνιστα διάχωρα, στην άλλη. Τα νομί­σματα* της Αίγινας – γνωστά ως χελώναικυκλοφόρησαν στις περισ­σότερες περιοχές του Ελλαδικού χώρου. Βρέθηκαν όμως και στην Περσία, την Αίγυπτο και την Κάτω Ιταλία. Η αντικατάσταση της θαλάσσιας χελώνας από τη χερσαία και η χάραξη των αρχικών της πόλης αποτελούν τα χαρακτηριστικά της αλλαγής που συντελέστη­κε το 446 π.Χ., λίγο πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, και σηματοδοτεί το τέλος της κυριαρχίας της Αίγινας στη θάλασσα.

* [Σημείωση βιβλιοθήκης: Στο Πάριο χρονικό αναφέρονται τα εξής: ΑΦ’ ΟΥ Φ[ΕΙ]ΔΩΝ Ο ΑΡΓΕΙΟΣ ΕΔΗΜΕΥΣ[Ε ΤΑ] ΜΕΤ[ΡΑ ΚΑΙ ΣΤ]ΑΘΜΑ ΚΑΤΕΣΚΕΥΑΣΕ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑ ΑΡΓΥΡΟΥΝ ΕΝ ΑΙΓΙΝΗι ΕΠΟΙΗΣΕΝ, ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΩΝ ΑΦ’ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ, ΕΤΗ ΓΗΔΔΔΙ, ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΟΣ ΑΘΗΝΩΝ [ΦΕΡΕΚΛ]ΕΙΟΥΣ….. = σε νέα ελληνική: Όταν ο Φείδων ο Αργείος κοινοποίησε τα μέτρα και σταθμά κατασκεύασε αργυρό νόμισμα που το έφτιαξε στην Αίγινα, έγινε 11ος από τον Ηρακλή, έτος ΓΗΔΔΔΙ=631, όταν ο Φερέκλειος βασίλευε στην Αθήνα].

Η Κόρινθος επίσης έκοψε στατήρες στα μέσα περίπου του 6ου αι. π.Χ., που αντα­νακλούν την εμπορική και οικονομική της ανάπτυξη. Η κυκλοφορία των πρώτων Κορινθιακών στατήρων ήταν τοπικά περιορι­σμένη, η ανεύρεσή τους όμως σε «θησαυρούς» στις αποικίες της στη Μεγάλη Ελλάδα δηλώνει τη μεγάλη τους διάδοση.

Η νομισματική παραγωγή της Κορίνθου, ύστερα από κάμψη που σημείωσε την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου – λόγω έλλειψης της πρώτης ύλης, του αρ­γύρου, που προμηθευόταν από την Αθή­να – παρουσίασε θεαματική αύξηση στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Οι τύποι των κορινθιακών νομισμάτων εμπνέονται από τη μυθολογία και την τοπική ιστορία: ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο που δάμασε ο κο­ρίνθιος ήρωας Βελλερεφόντης με τη βοή­θεια της θεάς Αθηνάς, αποτυπώνεται στην πρόσθια όψη τους — σ’ αυτόν αναφέρεται και η αρχαία ονομασία τους: πώλοι (που­λάρια).

Γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., καθιερώνεται η κεφαλή της Αθηνάς Χαλινίτιδος στην οπίσθια όψη. Τους ίδιους τύ­πους παρουσιάζουν και τα νομίσματα ορισμένων αποικιών της Κορίνθου, κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., όπως η Λευκάδα, η Αμβρακία κ.ά.

Η Αθήνα ύστερα από τις πρώτες της νομισματικές απόπειρες, τα λεγόμενα εραλδικά νομίσματα (Wappenmunzen), από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. εγκαινίασε την έκδοση των αργυρών τετραδράχμων. Τα νομίσματα αυτά είναι τα πρώτα που εξαπλώθηκαν και διαδόθηκαν στον αρχαίο κόσμο, στον οποίο έγιναν γνωστά ως «γλαύκες», από την παράσταση της κουκουβάγιας στην οπίσθια όψη τους. Στην πρόσθια εικονίζεται η κεφαλή της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης. Με τις παραστάσεις αυτές εκδίδονταν τα αθηναϊκά νομίσματα μέχρι τον 1ο αι. π.Χ., οπότε χρονολογούνται τα τελευταία τετράδραχμα «νέας τεχνοτροπίας». Το διεθνές αυτό νόμισμα απομιμήθηκαν, λόγω της δύναμής του, στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Αραβία, τη Βαβυλωνία, την Λυκία και αλλού.

                                                                                                                                  Η νομισματοκοπία των Αθηνών

 Από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. η Αθήνα έκοψε νομίσματα κυρίως σε άργυρο, αργότερα και σε χαλκό, ενώ σε δυο περιστάσεις εκτάκτου ανάγκης εξέδωσε και χρυσά νομίσματα. Το αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμα κυκλοφόρησαν από την Ιταλία έως το Αφγανιστάν και ήταν ένα από τα ισχυρότερα και μακρο­βιότερα νομίσματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι πρώτες νομισματικές εκδόσεις των Αθηνών, από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. κ.ε., απεικονίζουν διάφορα θέματα, όπως γλαύκα, ίππο, ταυροκεφαλή, τροχό, γοργόνειο κ.ά. Τα νομίσμα­τα αυτά ονομάστηκαν «εραλδικά» (Wappenmunzen) καθώς παλαιότεροι μελετητές θεώρησαν ότι έφεραν εμβλήματα αριστοκρατικών οικογενειών της Αθήνας. Πιθανότερο είναι όμως η θεματολογία να σχετίζεται με θρη­σκευτικές και αθλητικές δραστηριότητες όπως οι γιορτές των Παναθηναίων.

Με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας παγιώ­θηκαν οι παραστάσεις των αθη­ναϊκών νομισμάτων. Για τους επόμενους πέντε αιώνες η πλειονότητα των αττικών κοπών φέρει την κεφαλή της θεάς Αθη­νάς, προστάτιδας της πόλης, και στην άλλη όψη τη γλαύκα, το ιερό σύμβολο της θεάς, με την επιγραφή ΑΘΕ, τα αρ­χικά γράμματα της λέξης Αθηναίων. Από επιγραφές και πηγές σώζονται απο­σπασματικές πληροφορίες για τιμές και μισθούς στην αρχαία Αθήνα.

Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ένας ξυλουργός ή λιθοτεχνίτης έπαιρνε για εργασία στο Ερέχθειο μία αργυρή δραχμή την ημέρα. Την ίδια εποχή το ημερομί­σθιο ενός στρατιώτη ή ναύτη κυμαινόταν από τρεις οβολούς έως έξι οβολούς (που ισούνταν με μία δραχμή). Αργότερα, λίγο πριν από το 330 π.Χ. ένας αττικός μέδιμνος σιταριού (δηλ. περίπου52,18 λίτρα ή40,38 κιλά) στην Αθήνα κόστιζε πέντε δραχμές.

Η εκμετάλλευση των αργυροφόρων κοιτασμάτων των μεταλλείων του Λαυρίου στην Αττική θα δώσει σημαντικό πλεονέκτημα στην Αθήνα για να προωθήσει τη νομισματική της παραγωγή. Τα αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμα θα κυκλοφορήσουν ευρύτατα στον κλασικό κόσμο και θα γνωρίσουν λόγω της αποδοχής τους πολλές απομι­μήσεις, ιδίως στο χώρο της Ανατολής τον 4ο αιώνα π.Χ. (Λυκία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος κ.ά.). Η τύχη της πόλης συχνά αντικατο­πτρίζεται στα νομίσματά της, με χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της έκδοσης κερμάτων με αργυρό περίβλημα και χάλ­κινο πυρήνα. Πρόκειται για τα πονηρά χαλκία που ανα­φέρει ο Αριστοφάνης και τα οποία συνιστούν μια κοπή εκτάκτου ανάγκης στο τέλος του Πελοποννησιακού Πο­λέμου (406/5 π.Χ.).

Σε άλλη περίσταση πάλι, γύρω στο 295 π.Χ., ο τύραννος Λαχάρης θα αναγκαστεί μέσα στην πολιορκημένη πόλη να απογυμνώσει το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς και να προβεί στην κοπή χρυσών νομισμάτων, για την πληρωμή μισθοφόρων. Το 2ο αιώνα π.Χ. το αθηναϊκό νόμισμα θα γνωρίσει μία δεύ­τερη ακμή με μια νέα σειρά αργυρών νομισμάτων πρόκειται για τα λεγόμενα τετράδραχμα «Νέας Τεχνοτροπίας». Τα συγκεκρι­μένα νομίσματα παρουσιάζουν τη γλαύκα πάνω σε αμφορέα, ενώ την όλη παράσταση περιβάλλει στεφάνι ελιάς — στοιχείο που έδωσε και τη χαρακτηριστική ονομασία στεφανηφόρα που απαντά σε πλήθος επιγραφών.

Με την παραχώρηση της Δήλου από τους Ρωμαίους το 166 π.Χ. η Αθήνα θα αποκτήσει ένα σημαντικό λιμάνι, το οποίο θα της επιτρέψει να διαδώσει πάλι τη νομισματοκοπία της και να εξυπη­ρετήσει τόσο τα δικά της όσο και τα ρωμαϊκά συμφέροντα. Η αθηναϊκή νομισματική παραγωγή παρουσιάζει ποικιλία υποδιαιρέ­σεων όπως τετράδραχμα, δραχμές, τριώβολα, οβολούς, ημιωβόλια κ.λπ., γεγονός που δείχνει την προσπάθεια εκχρηματισμού της αττι­κής κοινωνίας και στις καθημερινές συναλλαγές. Στο πνεύμα των καιρών, ανάλογη πρακτική συνιστά και η κοπή χάλκινων νομισμάτων, από τον 4ο αιώνα π.Χ. κ.ε., με πληθώρα νέων εικονογραφικών τύπων.

                                                                                                                                                    Δεκάδραχμον Αθηνών

 Το αθηναϊκό δεκάδραχμο είναι από τα σπα­νιότερα νομίσματα του αρχαίου κόσμου. Τα βαριά αυτά νομίσματα ζύγιζαν περίπου 43 γραμμάρια και ισοδυναμούσαν με 10 αθη­ναϊκές δραχμές. Ξεχωρίζουν από τη χαρα­κτηριστική πίσω πλευρά τους όπου η γλαύκα εικονίζεται μετωπική. Η Αθήνα σε μια μόνο περίσταση προχώρη­σε στην έκδοση δεκαδράχμων. Τα νομίσμα­τα αυτά είχαν συνδεθεί αρχικά από τους μελετητές με την ανακάλυψη μιας νέας φλέβας αργύρου στο Λαύ­ριο (483 π.Χ.) ή με τους Περσικούς Πολέμους ως επινίκια κοπή (479 π.Χ.). Η νεώτερη έρευνα κατέδειξε ότι τα δεκάδραχμα συνι­στούν σειρά ενταγμένη στην αθηναϊκή νομισματική παραγωγή και η οποία πρέπει να χρονολογηθεί υστερότερα.

Η κοπή πιθανότατα εκδόθηκε μετά από τη μεγάλη νίκη του Κίμωνα στον Ευρυμέδοντα Ποταμό (466 π.Χ.) και εκτός από μάλλον αναμνηστικό χαρακτήρα είχε και κάποια διάρκεια στον χρόνο. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια υπήρχαν μόλις ένδεκα αθηναϊκά δεκά­δραχμα· ακόμη και σήμερα η σπανιότητα των συγκεκριμένων νομισμάτων παραμένει μεγάλη καθώς τα γνωστά τεμάχια είναι γύρω στα σαράντα. Το 1999 με την ευγενική χορηγία ενός ανώνυμου δωρητή το Νομισματικό Μουσείο κατόρθω­σε να αποκτήσει ένα σπανιότατο λαμπρό δείγμα της αθηναϊκής νομισματοκοπίας. Πέραν της αίσιας επιστροφής του στην εκδότρια πόλη — και έδρα του Μουσείου ταυτοχρόνως — το πολύτιμο απόκτημα έχει επιπλέον ιδιάζουσα σημασία, καθώς η πίσω πλευρά του με τη γλαύκα αποτέλεσε από τις αρχές του 20ού αιώνα πηγή έμπνευσης για το έμβλημα του Νομισματικού Μουσείου.

                                                                               Τα νομίσματα των ελληνικών αποικιών στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία

Οι ελληνικές αποικίες στην Κάτω Ιταλία άρχισαν να κόβουν νομίσματα μετά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Οι πρώτες κοπές χαρακτηρίζονται από την ιδιάζουσα κοιλόκυρτη τεχνική χάραξης των τύπων. Στα νομί­σματα αυτά παρατηρούμε ότι η σχεδόν όμοια παράσταση και των δυο όψεων προ­βάλλει έκτυπη στην πρόσθια και πρόστυπη στην οπίσθια όψη. Η ιδιόρυθμη αυτή νομισματοκοπία γνώρισε μεγάλη άνθηση στο τε­λευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα και υιοθετήθηκε από όλα τα κατωιταλικά νομισματοκο­πεία.

Όταν εγκαταλείπεται η κοιλόκυρτη τεχνική, οι κοπές χαρακτηρίζονται από μεγα­λύτερη ποικιλία εικονογραφικών τύπων. Η εικονογραφία αυτή δεν ξεφεύγει από τη φιλο­σοφία των πρώτων ιταλικών νομισμάτων: αναφέρεται άλλοτε στην πηγή πλούτου και άλλοτε στην προστάτιδα θεότητα της εκδότριας πόλης. Χαρακτηριστι­κό παράδειγμα της πρώτης κατηγο­ρίας αποτελούν οι στατήρες του Μεταποντίου, μίας από τις αποικίες των Αχαιών, όπου απεικονίζεται το στάχυ. Η δεύτερη περίπτωση πα­ρουσιάζεται στις κοπές της σπαρτια­τικής αποικίας του Τάραντα, όπου απεικονίζεται ένας έφηβος πάνω σε δελφίνι. Πρόκειται κατά μία ερμη­νεία για τον Φάλανθο, τον ιδρυτή της πόλεως για τον οποίο υπάρχει η παράδοση ότι διασώθηκε στη ράχη ενός δελφινιού.

Άλλη άποψη ταυτί­ζει τη μορφή με τον οικιστή ήρωα Τάραντα, που ήταν γιος του Πο­σειδώνα. Οι αποικίες στη Σικελία άρχισαν να κόβουν νομίσματα από το β’ μι­σό του 6ου αιώνα π.Χ. Οι Συρακούσες, αποικία της Κορίνθου, ήταν η πιο σημαντική πόλη του νησιού με σπουδαία νομισματοκοπία. Η πρόσθια όψη των τετραδράχμων των Συρακουσών φέρει τέθριππο άρμα και Νίκη που υπερίπταται, ενώ την άλλη όψη των κοπών αυτών κοσμεί η κεφαλή της τοπικής νύμφης Αρέθουσας. Οι νομισματικοί τύποι των Συρακουσών επη­ρέασαν και άλλες σικελικές πόλεις, όπως για παράδειγμα τα τετράδραχμα της Μεσσήνης και της Γέλας.

Στη Σικελία εργάσθηκαν πολλοί σημαντικοί χαράκτες σφραγίδων κοπής νομισμάτων. Αυτό είναι εμφανές στα ίδια τα νομίσματα, καθώς ορισμένα που εκδόθηκαν κατά τον ύστερο 5ο και πρώιμο 4ο αιώνα π.Χ. θεωρούνται από τα πιο εντυπωσιακά του αρχαίου κόσμου από άποψη αισθητικής. Επιπλέον, οι ίδιοι οι χαράκτες αρχίζουν να υπογράφουν υπερήφανοι για τα έργα τους από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. και εξής. Συγκριτικά, ανάμεσα στο πλήθος των νομισμάτων που κόπηκαν στους αρχαίους χρόνους και που είναι δυνατόν να θεωρηθούν αριστουργήματα μικροτεχνίας, ελάχιστα είναι εκείνα που αναγράφουν το όνομα του καλλιτέχνη, αφού οι χαράκτες κρατούσαν την ανωνυμία.

Εξαίρετο παράδειγμα της καινοτομίας αυτής βλέπουμε σε ένα δεκάδραχμο των Συρακουσών, στην οπίσθια όψη του οποίου, κάτω από το λαιμό της Αρέθουσας διαβάζουμε το όνομα του φημισμένου χαράκτη Ευαίνετου. Η επίδραση των μεγάλων χαρακτών της Σικελίας διαδόθηκε σε πολλές κοπές περιοχών της μητροπολιτικής Ελλάδας (Θεσσαλία, Αμφίπολη, Ρόδος κ.ά.) και της νότιας Μικράς Ασίας (Λυκία, Κιλικία).

                                                     Τα νομίσματα των ελληνικών αποικιών στη Μ. Ασία, την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο

Ο χώρος της Μικράς Ασίας απο­τέλεσε το γενέθλιο λίκνο του νομίσματος κατά τον ύστερο 7ο αιώνα π.Χ. και οι εκεί ελληνικές πόλεις παρήγαγαν στο πέρασμα των αιώ­νων μερικά από τα πλέον εξαιρετικά δείγματα νομισματοκοπίας. Τα πρώ­τα νομίσματα κόπηκαν σε ήλεκτρο. Σύντομα η πρακτική αυτή εγκαταλεί­φθηκε κατά τη διάρκεια του 6ου αιώ­να και παγιώθηκε η χρήση του αργύ­ρου, με εξαίρεση τις πόλεις της Κυζίκου, της Λαμψάκου, της Φωκαίας, της Μυτιλήνης και της Χίου που συ­νέχισαν και αργότερα να εκδίδουν νομίσματα ηλέκτρου.

Η νομισματοκοπία της Εφέσου συν­δέεται με τη λατρεία της Αρτέμιδος, της θεάς που κατεξοχήν λατρευόταν στην πόλη. Η μέλισσα, συχνή απει­κόνιση στην πρόσθια όψη των εφεσιακών νομισμάτων, ήταν σύμβολο της αρχαίας ασιατικής θεότητας της φύσης, την οποία οι Ίωνες ταύτισαν με την Άρτεμη. Έμβλημα της θεάς του κυνηγιού επίσης αποτελεί το ελά­φι, που εικονίζεται συνήθως στην άλ­λη όψη, ενώ ο φοίνικας δηλώνει το δέντρο κάτω από το οποίο σύμφωνα με τον μύθο γεννήθηκε η θεά.

Η ιωνική Φώκαια είναι γνωστή από πρώιμες κοπές της που φέ­ρουν ως εμπροσθότυπο μία φώ­κια, το λαλούν σύμβολον (εικονι­στική απόδοση του ονόματος) της πόλεως. Γρήγορα εξελίχθηκε σε σημαντικό νομισματοκοπείο, όπου για δύο περίπου αιώνες (6ο – 4ος αιώνας π.Χ.) επικράτησε η έκδοση μικρών κερμάτων από ήλεκτρο, ίσων με το 1/6 (έκτη) του στατήρα που φέρει κεφαλή νύμφης. Από τη νομισματική παραγωγή της Φωκαίας αξίζει να μνημονευθεί η περίσταση της εμπορικής σύμπρα­ξης με τη γειτονική Μυτιλήνη, όταν γύρω στα 394-390 π.Χ. απο­φασίστηκε η κοπή νομισμάτων εκ περιτροπής και η από κοινού λήψη μέτρων κατά των παραχαρακτών.

Η Κύζικος, αποικία της Μιλήτου στην Προποντίδα, εξέδιδε επί μακρόν στατήρες και υποδιαιρέσεις από ήλεκτρο. Χαρακτηριστικό εικονογραφικό στοιχείο που συνοδεύει την παράσταση της πρόσθιας πλευράς αποτελεί ο θύννος, το ψάρι γνωστό σήμερα ως τόνος. Συχνά ο τόνος λειτουργεί ως γραμμή εδάφους, όπως για παράδειγμα σε κυζικηνό νόμισμα όπου παριστάνεται Ηρακλής· παρομοίως σε κυζικηνές κοπές που φέρουν κεφαλή Αθηνάς, ο τόνος εμφανίζεται στο σημείο τομής του λαιμού. Η εμβληματική παρουσία του ψαριού αυτού συνδέεται με τη θέση της πόλης που συνιστούσε πέρασμα για αγέλες τόνων και συνακόλουθα καίριο σημείο για την αλίευση και την εμπορία ενός ιδιαίτερα προσοδοφόρου είδους διατροφής.

Η πόλη Ιστρία ή Ίστρος είχε ιδρυ­θεί κοντά στο δέλτα του Δούναβη από Μιλησίους αποίκους γύρω στο 625 π.Χ. Τα νομίσματα της πόλεως φέρουν στην πίσω πλευρά θαλάσ­σιο αετό πάνω σε δελφίνι. Την πρό­σθια όψη των εκδόσεων της Ιστρίας, κοσμούν δυο εκφραστικά ανδρι­κά κεφάλια, τοποθετημένα σε αντί­θετο άξονα: ίσως αποδίδουν τους Διοσκούρους, η λατρεία των οποίων ήταν διαδεδομένη στα παράλια του Ευξείνου. Κατά μια άλλη ερμηνεία οι δυο αντίρροπες κεφαλές συμβολίζουν τα δυο αντίθετα στόμια του Δούναβη, για τον οποίο πιστευόταν για μια περίοδο ότι εξέβαλλε τόσο στη Μαύρη Θάλασσα όσο και στην Αδριατική.

Η Ολβία, άλλη μια μιλησιακή αποικία, ιδρύθηκε γύρω στο 600 π.Χ. σε καίριο σημείο των παραλίων της σημερινής Ουκρανίας. Η πόλη ήταν για αιώνες σημαντικό εμπορικό κέντρο, γεγονός που εναρμο­νίζεται με την ευδαιμονία που υπονοεί το όνομά της. Η νομισματι­κή παραγωγή της Ολβίας παρουσιάζει ιδιοτυπίες. Τον 5ο αιώνα π.Χ. οι Ολβιοπολίτες εξέδωσαν δελφινόσχημα χάλκινα νομίσματα. Έχει προταθεί η σύνδεση του δελφινιού ως συμβόλου με την τοπι­κή λατρεία του Απόλλωνος, αλλά η ερμηνεία της συγκεκριμένης νομισματικής σειράς παραμένει υπό συζήτηση. Κατά τον ύστερο 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. η πόλη επιδόθηκε στην έκδοση χάλκινων χυτών νομισμάτων μεγάλου βάρους, πριν προχωρήσει στην κοπή παιστών νομισμάτων, δηλ. κερμάτων προερχόμενων από χτύπημα μεταξύ σφραγίδων (παιστά).

Άποικοι από τη Μίλητο είχαν ιδρύσει και το Παντικάπαιον στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Κατέχοντας στρατηγική θέση στη χερσόνησο της Κριμαίας η πόλη αυτή θα ακμάσει στο διάβα των αιώνων. Οι χρυσοί στατήρες του Παντικαπαίου χρονολογούνται από τα μέσα του 4ου αιώνα και αποτελούν έξοχα δείγματα μικρογλυφίας. Στην πρόσθια όψη τους παριστάνεται η κεφαλή του Πάνα, του θεού που ήταν άμεσα συνδεδεμένος με το όνομα της πόλης, ενώ την άλλη πλευρά κοσμεί γρύπας.

 

ΠΗΓΗ: Ημερομηνία καταχώρησης 20-01-2012, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=1336

Συνέχεια στο Μέρος ΙIΙ: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2617

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.