Αρχείο κατηγορίας Ταξικό ταπί και ξερό ψωμί

Ταξικό ταπί και ξερό ψωμί

Μαζέψτε τις….celebrities ΣΥΝ & ΔΗΜΑΡ

Μαζέψτε  τις….celebrities  του ΣΥΝ  και  της  ΔΗΜΑΡ: Τους  πήραμε  χαμπάρι ‼

 

Του Τάσου Σχίζα*

 

Στο  «Χυτήριο» λοιπόν….. Η Ελλάδα στο εκτελεστικό απόσπασμα της τρόϊκας και των ντόπιων  δοσίλογων  ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ  και  ο  ΣΥΡΙΖΑ  στο  «Χυτήριο».

Η  «Αυγή»  της  13-10-2012  και  αυτή… στο  «Χυτήριο». Στην  πρώτη  σελίδα  και  στην  τελευταία …. θαυμάζουμε:

«…Η άφιξη αντιπροσωπείας του ΣΥΡΙΖΑ με επικεφαλής τους βουλευτές Κατριβάνου, Σταμπουλή και …. Τατσόπουλο, καθώς και της ΔΗΜΑΡ από τους βουλευτές … Ρεπούση και Μπίστη, Παπαδόπουλο αποφόρτισε την ένταση και οι φανατισμένοι ακροδεξιοί κατάλαβαν ότι, πιά (‼) δεν έκαναν παιχνίδι μόνοι τους (‼)

Την ώρα που η Ρεπούση – Μπίστης – Παπαδόπουλος (κρατιέμαι, δεν αρχίζω τα καντήλια ακόμα) έχουν δώσει στα  Αφεντικά όλες τις διαβεβαιώσεις για το τελειωτικό χτύπημα – γενοκτονία  του  Ελληνικού λαού (μέσω της δοσίλογης ΧΟΥΝΤΑΣ που υπηρετούν), την ώρα αυτή, ο … απίθανος Τατσόπουλος και οι δύο εκλεκτές κυρίες του ΣΥΝ (;) του ΣΥΡΙΖΑ (;) αναλαμβάνουν:

– να ξεπλύνουν τους ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ της ΔΗΜΑΡ.

– να εκτοξεύσουν τη δημοτικότητα της Χρυσής Αυγής.

– να πείσουν τους αφελείς ότι ΣΗΜΕΡΑ έχουμε αστική δημοκρατία.

– ότι τρείς χιλιάδες «αυτοκτονημένοι» συμπατριώτες μας, 1.500.000,00 κατεστραμμένοι άνεργοι, χιλιάδες καρκινοπαθείς εγκαταλελειμμένοι χωρίς χημειοθεραπεία, εκατομμύρια ζωές και όνειρα κατεστραμμένα από τους ΔΟΣΙΛΟΓΟΥΣ Ρεπούση – Μπίστη – Παπαδόπουλο, όλοι αυτοί οι ΗΔΗ νεκροί, …. κινδυνεύουν να ….. αυτοκτονήσουν, να μείνουν άνεργοι και χωρίς χημειοθεραπεία και να … καταστραφούν από … τον περιφερόμενο θίασο της Χρυσής Αυγής.

Συγχαρητήρια στην εφημερίδα ΑΥΓΗ, πολύ σωστά το γράφει: με την άφιξη όλων των εκλεκτών βουλευτών του ΣΥΝ αλαμπρατσέτα ΔΗΜΑΡ, «οι φανατισμένοι ακροδεξιοί κατάλαβαν ότι, πιά, δεν έκαναν  παιχνίδι  μόνοι τους».  Πολύ  σωστά:

Το …«παιχνίδι», μετά  την  χαριτωμένη  ΠΡΟΒΟΚΑΤΣΙΑ της Χρυσής  Αυγής, ανέλαβαν  να  το  συνεχίσουν  οι  επαγγελματίες  ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ: οι τρόφιμοι στα χουντοκάναλα της διαπλοκής celebrities Τατσόπουλος και Μπίστης, καθώς και  η  εκλεκτή  κυρία  Ρεπούση (το  υποσχέθηκα  θα  κρατηθώ,  πρόκειται  για  κυρία).

Μόνο που  έχετε  κάνει  όλοι  σας  ένα  λάθος,  ένα  μικρό λάθος: Δεν  πρόκειται  για  παιχνίδι, ούτε  για  «παιχνίδι»,  πρόκειται  για  τη  ζωή  μας.

Όλων  ημών  που  τρία  χρόνια  τώρα  καταπίνουμε  το  δηλητήριο που μας ποτίζουν σε δόσεις, που  έχουμε  απαρατήσει τα σπίτια μας και αγωνιζόμαστε νυχθημερόν ενάντια στη Νεοταξίτικη  ΧΟΥΝΤΑ  των   «αγορών»  και  του  Κεφαλαίου, που  χτυπηθήκαμε  με  τα  Τάγματα ασφαλείας (ΜΑΤ) αυτής της Χούντας στις 29-6-2011 και στις 12-2-2012 στο Σύνταγμα, την ώρα που, μέσα στη Βουλή, οι  κατά  φαντασίαν  βουλευτές του  ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ αποκαλούσαν τον Παπακωνσταντίνου, τον  Γιωργάκη, τον Παπαδήμο & το Σαμαρά, …. ΚΥΡΙΟΥΣ (‼), την ώρα που προσπαθούσαν να πείσουν έναν ολόκληρο λαό ότι δεν έχουμε Γενοκτονία, αλλά … ΑΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (‼), ότι δεν έχουμε Συνταγματική εκτροπή, εκχώρηση άνευ όρων και αμετάκλητα της εθνικής κυριαρχίας, Προδοσία, και «κοινοβουλευτική»  (όπως και ο Χίτλερ, άλλωστε)  ΧΟΥΝΤΑ.

Ξέρουμε, όπως λένε οι διαφωτιστές και οι … μαρξιστάδες, ότι  η  δίκαιη ΟΡΓΗ και η δίψα του ΛΑΟΥ για να ζήσει, πρέπει να  «εκφραστεί στο Εποικοδόμημα», πρέπει να φτιάξει ο Λαός το κόμμα ΤΟΥ, το πολιτικό ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ, που θα απαντήσει στους δυνάστες ΤΩΡΑ, στον παρόντα  χρόνο, σε αυτή  τη ζωή.

Και θα το φτιάξουμε. Πολλοί από εμάς, ψήφισαν στις εκλογές  ΣΥΡΙΖΑ. Γι' αυτό τον λόγο. Γι' αυτόν  που  είπαμε,  για το γαμημένο το εποικοδόμημα. Κι έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ ανήκει σε όλο το λαό. Δεν ανήκει μόνο στην ΑΥΓΗ, στον Τατσόπουλο, στη Ρεπούση, στο Μπίστη, στο Gay Pride,  και  στα  «Δίκτυα».

Αν το Σύστημα καταφέρει και τον κρατήσει στα χέρια του, χάρισμά του ‼ Τότε, θα φτιάξουμε ΑΛΛΟ «πολιτικό υποκείμενο». Και ΑΛΛΟ, και ΑΛΛΟ, όσα χρειαστεί, μέχρι να  βγούμε  απάνω,  να  δούμε  ΦΩΣ,  να  αναπνεύσουμε, να  λευτερωθούμε. Θα το παλέψουμε, όμως ακόμα με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Κατ' αρχήν  γιατί  έχει  πλάκα:

Να  βλέπεις  μετριότητες  και  μηδενικά σαν τον Τατσόπουλο και τη Ρεπούση να προσπαθούν να κερδίσουν το …παντεσπάνι τους στην ΥΕΝΕΔ του ΣΚΑΙ & του ΜΕGA  καλώντας τους χρυσαυγίτες αστυνομικούς των ΜΑΤ της κυβερνητικής ΧΟΥΝΤΑΣ για να συλλάβουν τους …χρυσαυγίτες  ΝΕΟΝΑΖΙ.

Επίσης και ΚΥΡΙΩΣ διότι ΔΕΝ έχει πλάκα να ξέρεις ότι όλον αυτόν το θίασο της στημένης ΠΡΟΒΟΚΑΤΣΙΑΣ των Βουλευτών του «Χυτηρίου», (με μπόχα …αποχωρητηρίου), τον πληρώνει από το υστέρημά  του,  από το αίμα του,  ο  Ελληνικός  λαός.

Δεν απευθύνομαι, λοιπόν, στα λαμόγια, στους δοσίλογους βουλευτές της ΔΗΜΑΡ. Απευθύνομαι στους εβδομήντα τόσους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ: Μία εντολή έχετε λάβει από τον Ελλήνικό λαό κύριοι, λίγο περίπλοκη, αλλά μία:

Να  προκαλέσετε  γνήσιες & ελεύθερες αστικές εκλογές, να επαναφέρετε τη Δημοκρατία, ώστε να  εκφραστεί  η  βούληση  του  Ελληνικού  λαού  να  ζήσει  χωρίς  Μνημόνια  &  Γενοκτονία.

Λίγες μέρες πρίν στηθεί ο Ελληνικός λαός στο απόσπασμα  των δολοφονικών «μέτρων» που υλοποιούν οι ΦΑΣΙΣΤΕΣ της ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, δεν έχετε την εξουσιοδότηση να ξαναπετάξετε τη μπάλα στην εξέδρα, να γίνετε το σωσίβιο που  θα  ΞΑΝΑ-βαφτίσει (για  τρίτη φορά, μετά τις 29-6-2011 και 12-2-2012) τη ΧΟΥΝΤΑ σαν  ΔΗΘΕΝ δημοκρατία, με λίγα λόγια δεν έχετε την εξουσιοδότηση να τρέχετε ολημερίς στα  στημένα  «Χυτήρια», ούτε  στα … σφαιριστήρια.

Εντέλλεστε (για την ακρίβεια πληρώνεστε) για να ζητήσετε ΕΚΛΟΓΕΣ τη μέρα (σε λίγες μέρες) που (και) η κυρία Ρεπούση θα φέρει στη Βουλή το τελεσίγραφο της ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ του  Ελληνικού  λαού.

Εντέλλεστε  να πείτε, (στο ανώτερο πολιτικό επίπεδο) για λογαριασμό και ΜΑΖΙ με τον κόσμο που σας ψήφισε, ένα απλό, τεράστιο ΟΧΙ, τα μέτρα αυτά  ΔΕΝ  ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ, πολύ  απλά:  ΔΕΝ  ΘΑ  ΠΕΡΑΣΟΥΝ.

Ζητάμε ΑΚΥΡΩΣΗ  Μνημονίων & Δανειακής σύμβασης, ΠΑΥΣΗ ΠΛΗΡΩΜΩΝ στους τοκογλύφους για να σωθεί ο Λαός μας, ανατροπή της ΧΟΥΝΤΑΣ των ΔΟΣΙΛΟΓΩΝ και παραδειγματική ΤΙΜΩΡΙΑ τους. Εμείς θα είμαστε ΕΚΕΙ, όπως πάντα  τρία  χρόνια  τώρα, εκεί ΕΞΩ, στην πλατεία, στο Σύνταγμα, όπως  πάντα.

Αν  ΦΟΒΑΣΤΕ,  έχει  καλώς, ΠΗΓΑΙΝΤΕ  ΣΠΙΤΙ  ΣΑΣ, θα βρούμε κάποιον από ΕΜΑΣ που να  φοβάται  λιγότερο.

Αν  έχετε  υποσχεθεί  ΥΠΗΡΕΣΙΑ  στους  δολοφόνους μας,  τότε  να  πάτε  να  γαμηθείτε.

Είπαμε:  Δεν  είναι  «παιχνίδι»,  είναι  η  ζωή  μας.

 

Υ.Γ. για την εφημερίδα ΑΥΓΗ: Την επόμενη φορά (μέσα στις επόμενες κρίσιμες ημέρες)     που θα θελήσετε να  πετάξετε τη μπάλα στην εξέδρα, αν δεν «βγάλει» κάποιο «event» η Χρυσή Αυγή, για  ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ,  πάρτε  συνέντευξη  στον … Πίου ‼

 

Σάββατο 13-10-2012

 

* Ο Τάσος Σχίζας είναι Πολιτικός Μηχανικός από την όμορφη Πάτρα

Σχεδιάζει(ουν) τη διάσπαση των συνδικάτων;

Κάποιος(οι) σχεδιάζει(ουν) τη διάσπαση των συνδικάτων;

 

Του Οδυσσέα Πραξιάδη

 

 

Πρόσφατα «αλιεύσαμε» στη διαδικτυακή «θάλασσα» ένα κείμενο του Αντώνη Δραγανίγου – στελέχους του ΝΑΡ –  με τον τίτλο  «Ο Λένιν και η Διεθνής για τα συνδικάτα».  Το κείμενο αυτό είχε γραφτεί στην εφημερίδα ΠΡΙΝ στις 15/11/09, αλλά είναι αλήθεια ότι μας έκανε εντύπωση η επαναδημοσίευσή του σε ιστοσελίδα, αυτή την πολύ κρίσιμη περίοδο.

Το κείμενο υποτίθεται ότι πραγματεύεται την άποψη του Λένιν και της Κομμουνιστικής Διεθνούς (εφεξής ΚΔ) σχετικά με την ενότητα του εργατικού κινήματος. Ο Αντώνης Δραγανίγος (ΑΔ) υποστηρίζει, ανάμεσα στα άλλα, ότι:

α) το έργο του Λένιν «Ο "Αριστερισμός" παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» κακοποιήθηκε από το ρεφορμισμό και χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει τη συμβιβαστική του πολιτική,

β) ο «Αριστερισμός» γράφτηκε σε ιδιαίτερες συνθήκες υπονοώντας ότι σήμερα δεν έχει εφαρμογή,

γ) η ΚΔ δε θεωρούσε πολιτικό ατόπημα τη διάσπαση των συνδικάτων και ότι αυτή (η διάσπαση) δεν είναι θέση αρχής, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να εφαρμοστεί σήμερα στο εργατικό κίνημα.

Για να υποστηρίξει τα παραπάνω, παραθέτει αποσπάσματα από το έργο του Λένιν και από τα ντοκουμέντα της ΚΔ και χωρίς να το λέει ευθέως, αφήνει να εννοηθεί ότι σήμερα στο εργατικό κίνημα πρέπει να μας καθοδηγήσει ο «επαναστατικός» προσανατολισμός της διάσπασης που πάνω-κάτω είναι λενινιστική τακτική. Στο παρόν σημείωμα θα απαντήσουμε στις απόψεις του ΑΔ, αλλά θα θέσουμε και ορισμένα γενικότερα ζητήματα για το εργατικό κίνημα.

I. ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Το ελάττωμα του εκλεκτικισμού και της κατακρεούργησης των κειμένων των κλασικών δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Πρόκειται για μια γάγγραινα της οποίας φορείς είναι αρκετοί πολιτικοί χώροι και για μερικούς φαίνεται ότι η ασθένεια αυτή είναι ανίατη.

Κατά την ταπεινή μας άποψη η χρήση των κειμένων των κλασικών πρέπει να γίνεται υπό τις εξής προϋποθέσεις:

α) να μην ακρωτηριάζονται τα κείμενα ώστε πάση θυσία να δικαιωθεί μια δογματική άποψη που νομίζουμε ότι είναι επαναστατική,

β) να εξετάζουμε το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκε το κείμενο και να ερμηνεύουμε γιατί έχει το συγκεκριμένο περιεχόμενο και τη συγκεκριμένη μορφή,

γ) να βλέπουμε τυχόν αλλαγές στη σκέψη των κλασικών και να εξηγούμε το γιατί υπήρξαν,

δ) να δούμε τη σκέψη των κλασικών σε συνάρτηση με την πράξη, δηλαδή να δούμε αν ο προσανατολισμός που έδωσαν σε εκείνο ή ετούτο το ζήτημα είχε πρακτικό αντίκρισμα – θετικό ή αρνητικό –  μέσα στο επαναστατικό και εργατικό κίνημα.

Αν αυτές τις παραμέτρους δεν τις πάρουμε υπόψη τότε δεν παρουσιάζουμε τη σκέψη των κλασικών αλλά της καρικατούρας τους. Τους παραμορφώνουμε, τους κάνουμε αγνώριστους, μεταλλάσουμε το Μαρξισμό από επιστήμη σε ψευδοεπιστήμη.

II. ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ

Ας ξεκινήσουμε με το τι είναι τα συνδικάτα. Η εργατική τάξη στην πορεία σύγκρουσης με το κεφάλαιο υιοθέτησε κάποιες πρώτες μορφές οργάνωσης όπως τα ταμεία αλληλοβοήθειας, τα ασφαλιστικά ταμεία, οι συνεταιρισμοί κ.ά. Επρόκειτο περισσότερο για οργανώσεις υποστήριξης και αλληλεγγύης παρά για όργανα αγώνα. Αργότερα (στην εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού) εμφανίστηκαν τα συνδικάτα που αποτέλεσαν και αποτελούν μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του προλεταριάτου (ακόμη μεγαλύτερη είναι η δημιουργία του κόμματος της εργατικής τάξης, ενώ  «υπέρτατη» κατάκτηση είναι η επανάσταση και η εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου).

Είναι γνωστό ότι η ταξική πάλη διεξάγεται σε τρία επίπεδα: το οικονομικό, το πολιτικό και το ιδεολογικό. Τα επίπεδα αυτά διόλου δεν είναι αυτόνομα και η αυτοτέλειά τους είναι σχετική. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν «περιοχές» της ταξικής πάλης όπου αλληλεπικαλύπτονται τα τρία επίπεδα. Τα συνδικάτα παίζουν ρόλο κυρίως στους οικονομικούς αγώνες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να είναι αδιάφορα στις άλλες δυο μορφές ταξικής πάλης. Είναι υποχρεωμένα, αν δε θέλουν να μετατραπούν σε συντεχνίες, να διεξάγουν την πάλη τους και σε ιδεολογικό και σε πολιτικό επίπεδο.

Ποια, όμως, πρέπει να είναι η σχέση ενός επαναστατικού κόμματος με τα συνδικάτα; Για να απαντήσουμε σε αυτό το κεφαλαιώδες ερώτημα χρειάζεται να διευκρινίσουμε πως το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης δεν είναι ενιαίο, ποτέ δεν ήταν τέτοιο και ποτέ δεν πρόκειται να γίνει, ακόμη και σε σοσιαλιστικές συνθήκες. Μπορεί, για παράδειγμα, να διακρίνει κάποιος:

– ένα γραφειοκρατικό στρώμα που μπαίνει στην υπηρεσία του κεφαλαίου και των αστικών κυβερνήσεων,

– ένα στρώμα που αν και δεν είναι ενταγμένο σε κάποιο γραφειοκρατικοποιημένο μηχανισμό είναι κερδισμένο με τη λογική της υποταγής και τα ιδεολογήματα της ταξικής συναίνεσης,

– ένα στρώμα που μπορεί να μην ακολουθεί με συνέπεια τα αστικά ιδεολογήματα αλλά απέχει και δηλώνει αδιάφορο απέναντι στις διαδικασίες της ταξικής πάλης,

– ένα στρώμα με αντιφάσεις στη σκέψη και δράση του που παλινδρομεί ανάμεσα στη σύγκρουση και την υποταγή,

– ένα στρώμα με ριζοσπαστικές διαθέσεις που ωστόσο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επαναστατικό,

– ένα στρώμα επίσης με ριζοσπαστικές διαθέσεις που κατατείνει σε αναρχοσυνδικαλιστικές ή και σεχταριστικές απόψεις και

– ένα στρώμα πρωτοπόρο που κατανοεί τους κανόνες της ταξικής πάλης και έχει ολοκληρωμένα επαναστατικά χαρακτηριστικά.

Οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ύπαρξη διαφορετικών επιπέδων συνείδησης και στη δυσκολία να διαμορφωθεί αυτόματα επαναστατική συνείδηση είναι:

α) η δυσκολία από την πλευρά της εργατικής τάξης να αποκωδικοποιήσει τους μηχανισμούς εκμετάλλευσής της (φετιχοποίηση του εμπορεύματος),

β) ο ρόλος που παίζει το γραφειοκρατικοποιημένο στρώμα της εργατικής τάξης και η εργατική αριστοκρατία που δουλεύουν ως πολιορκητικός κριός στο εσωτερικό της τάξης,

γ) οι μισθολογικές διαφορές ανάμεσα σε τμήματα της εργατικής τάξης,

δ) η δημιουργία αυταπατών και στρεβλών αντιλήψεων λόγω της υποτιθέμενης αντίθεσης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα,

ε) ο εφεδρικός στρατός (άνεργοι) που χρησιμοποιούνται ως μέσο πίεσης στους υπόλοιπους,

στ) οι μηχανισμοί χειραγώγησης όπως τα αστικά ΜΜΕ, η τρομοκρατία στους εργασιακούς χώρους, η αστική δικαιοσύνη και τα σώματα καταστολής.

Όλα τα παραπάνω υπογραμμίζουν την ανάγκη να υπάρχουν διακριτά όρια ανάμεσα στα συνδικάτα και το επαναστατικό κόμμα, αφού το μεν κόμμα συσπειρώνει τη συνειδητή πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το μεν συνδικάτο πρέπει να συσπειρώνει ευρύτατες εργατικές μάζες. Να το πούμε αλλιώς: αν αίφνης η εργατική τάξη συνειδητοποιούσε στο σύνολό της την ανάγκη επαναστατικού σχηματισμού της κοινωνίας, αν κατανοούσε στο σύνολό της τους μηχανισμούς εκμετάλλευσής της και την ανάγκη αδιάκοπης ταξικής πάλης που θα έφτανε μέχρι τέλους, τότε τα συνδικάτα θα ήταν άχρηστα αφού όλοι οι εργάτες θα συσπειρώνονταν στο κόμμα τους και τα συνδικάτα θα γίνονταν ένα με το κόμμα. Αυτό, όμως, προφανώς δε γίνεται και ούτε και πρόκειται να γίνει. Το συνδικάτο δεν μπορεί να θέτει ως προϋπόθεση ένταξης των εργατών σε αυτό, ένα πλαίσιο εφ' όλης της ύλης. Πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλο το φάσμα των εργατικών στρωμάτων, ανεξάρτητα από το επίπεδο συνείδησης. Εντός των συνδικάτων οι κομμουνιστές οφείλουν να αποκαλύπτουν την πολιτική του κεφαλαίου, να κάνουν το συνδικάτο ένα σχολείο ταξικής πάλης και ταξικής διαπαιδαγώγησης και όταν κρίνεται ότι οι συνθήκες το επιβάλλουν, να βαθαίνουν την πολιτικοποίηση των συνθημάτων, των αιτημάτων και των εργατικών αγώνων.

Ένας από τους φορείς της στρεβλής, περί συνδικάτων, αντίληψης υπήρξε ο Τρότσκι. Συγκεκριμένα στην μπροσούρα του «Για το ρόλο και τα καθήκοντα των συνδικάτων» που αφορούσε στη σοβιετική περίοδο εξέφρασε μια γραφειοκρατική άποψη (κρατικοποίηση των συνδικάτων), την οποία δεν άφησε αναπάντητη ο Λένιν. Η απάντηση του Λένιν μπορεί να αφορά στο ρόλο των συνδικάτων στην περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά μας προσφέρει τρόπο σκέψης και για το ρόλο τους στον καπιταλισμό: «Από το ένα μέρος, τα συνδικάτα αγκαλιάζουν όλους ανεξαιρέτως, περιλαμβάνοντας στις γραμμές της οργάνωσης τους βιομηχανικούς εργάτες, τα συνδικάτα είναι η οργάνωση της τάξης που διοικεί, κυριαρχεί και κυβερνά, της τάξης που πραγματοποιεί τη δικτατορία, της τάξης που πραγματοποιεί τον κρατικό καταναγκασμό. Όμως η οργάνωση αυτή δεν είναι οργάνωση κρατική, δεν είναι οργάνωση καταναγκασμού, είναι οργάνωση διαπαιδαγωγική, οργάνωση προσέλκυσης, εκπαίδευσης, είναι σχολείο, σχολείο διεύθυνσης, σχολείο οικονομικής διαχείρισης, σχολείο του κομμουνισμού. Είναι σχολείο εντελώς ασυνήθιστου τύπου, γιατί έχουμε να κάνουμε όχι με δασκάλους και μαθητές, αλλά έχουμε να κάνουμε με κάποιο εξαιρετικά ιδιόμορφο συνδυασμό αυτού που έμεινε από τον καπιταλισμό και που δεν μπορούσε να μη μείνει, και αυτού που προβάλλουν από μέσα τους τα επαναστατικά πρωτοπόρα τμήματα, ή επαναστατική -μπορούμε να πούμε- πρωτοπορία του προλεταριάτου. Γι' αυτό, το να μη μιλάει κανείς για το ρόλο των συνδικάτων, χωρίς να παίρνει υπόψη του αυτές τις αλήθειες, σημαίνει να καταλήγει αναπόφευκτα σε μια σειρά λάθη.

»Τα συνδικάτα, από την άποψη της θέσης του στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, βρίσκονται – αν μπορεί να εκφραστεί κανείς έτσι – ανάμεσα στο Κόμμα και στην κρατική εξουσία […]», οι υπογραμμίσεις δικές μας (Λένιν, Για τα συνδικάτα, Άπαντα, τ. 42, σελ. 203, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Ο Λένιν δεν υποκύπτει στη γοητεία της εξουσίας. Στην εύκολη αλλά απολύτως καταστροφική άποψη για κρατικοποίηση των συνδικάτων. Η κατάκτηση της εξουσίας δεν τον οδηγεί σε βολουνταρισμούς γιατί αντιλαμβάνεται την ποικιλομορφία των συνειδήσεων και ότι ο καταναγκασμός, ο διοικητισμός, η γραφειοκρατικοποίηση, θα απομακρύνει την εργατική τάξη από το κόμμα. Όπως λέει χαρακτηριστικά σε άλλο σημείο, η διαφωνία του με τον Τρότσκι βρίσκεται «πάνω στο ζήτημα των μεθόδων για το πλησίασμα της μάζας, της κατάκτησης της μάζας, της σύνδεσης με τη μάζα», οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο (ο.π., σελ. 206).

Εν ολίγοις, ενώ η εργατική τάξη είχε στα χέρια της την εξουσία, παρόλα αυτά ο Λένιν θέτει ζήτημα της καλύτερης δυνατής προσέγγισης της εργατικής τάξης. Αν, λοιπόν, αυτό το κρίσιμο ζήτημα έμπαινε εμφατικά ακόμη και σε συνθήκες που η εξουσία ήταν επαναστατική, δε θα πρέπει να μπαίνει εμφατικότερα σε συνθήκες καπιταλισμού;

III. Ο «ΑΡΙΣΤΕΡΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ

Ο «Αριστερισμός» του Λένιν γράφτηκε το 1920, μια περίοδο κατά την οποία είχαν κάνει την εμφάνισή τους «υπεραριστερά» κόμματα με σοβαρότατες αποκλίσεις από το Μαρξισμό-Λενινισμό. Οι αριστερίστικες απόψεις εμφανίστηκαν μετά από την προδοσία της Β' Διεθνούς κατά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο (στήριξε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο), σε συνθήκες όπου τα συνδικάτα παρουσίαζαν σοβαρές τάσεις μαζικοποίησης, κι ενώ το πρώτο εργατικό κράτος ήταν γεγονός και έπνεε επαναστατικός άνεμος σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Αυτό το μίγμα – τουλάχιστον κάποια συστατικά του – ευνοούσαν την άνθιση απόψεων όπως αυτών που υποστήριζαν ότι:

α) στα επαναστατικά κόμματα δεν αρμόζουν οι συμβιβασμοί και οι πολιτικές συμμαχίες,

β) οι επαναστάτες δεν πρέπει να δουλεύουν μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα,

γ) τα κομμουνιστικά κόμματα δεν πρέπει να παίρνουν μέρος στις αστικές εκλογές και τα αστικά κοινοβούλια.

Οι απόψεις αυτές εκφράστηκαν από κόμματα που υπήρχαν στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Αυστρία, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στην Ολλανδία και άλλες χώρες. Ένας επιφανής εκπρόσωπος αυτών των απόψεων ήταν ο Αμαντέο Μπορντίγκα (ΑΜ). Ο ΑΜ ήταν Ιταλός και αντιπρόσωπος στο συνέδριο της ΚΔ. (Αργότερα μάλιστα διαφώνησε με την τακτική του αντιφασιστικού μετώπου της ΚΔ, αφού πίστευε πως ο φασισμός είναι άλλη μια πλευρά της αστικής δημοκρατίας και ως εκ τούτου δε χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης από τα επαναστατικά κόμματα). Ένα άλλο επιφανές στέλεχος του αριστερισμού ήταν ο Άντονι Πάννεκοκ (ΑΠ). Ο ΑΠ ήταν Ολλανδός κι έπαιρνε μέρος στη δουλειά της ΚΔ. Μάλιστα, ο ΑΠ υπερτόνιζε τη «συντηρητική» φύση των συνδικάτων, αν και αργότερα από το 1920.

Έγραφε χαρακτηριστικά: « […] Η ουσία του συνδικαλισμού δεν είναι επαναστατική, αλλά συντηρητική», (Άντον Πάννεκοκ, Ο συνδικαλισμός, σελ. 17, εκδ. Επαναστατική Αυτοοργάνωση, χ.χ.) Ο «Αριστερισμός» γράφτηκε για να απαντήσει στις απόψεις αυτών των κομμάτων και για να διανεμηθεί στους αντιπροσώπους του 2ου συνεδρίου της ΚΔ τυπωμένο σε τρεις γλώσσες, κάτι που δείχνει τη μεγάλη σημασία που έδιναν στην πολεμική απέναντι στο μέτωπο των αριστερίστικων απόψεων, τόσο ο Λένιν όσο και η ΚΔ.

Ο Λένιν έγραψε ένα από τα σπουδαιότερα πονήματα της μαρξιστικής φιλολογίας σε ζητήματα τακτικής και στρατηγικής, με συμπεράσματα που δεν αφορούν, στενά, στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο αλλά είναι διαχρονικά. Συνέτριψε με δομημένη και διαλεκτική επιχειρηματολογία όλες τις αιτιάσεις των νεαρών αριστερίστικων κομμάτων, δίνοντας ξεκάθαρο προσανατολισμό στο επαναστατικό κίνημα.

IV. Ο ΛΕΝΙΝ ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ

Ο Λένιν απαντά κυρίως στις απόψεις των Γερμανών «αριστερών» για μη συμμετοχή στα αντιδραστικά συνδικάτα. Χαρακτηρίζει τις απόψεις αυτές ως παιδιάστικες και γελοίες ανοησίες και ειρωνεύεται την απόφασή τους να βγουν από τα υπάρχοντα συνδικάτα και να δημιουργήσουν την «εντελώς καινουργιούτσικη, την εντελώς καθαρούτσικη εργατική ένωση κτλ. κτλ. που τη σοφίστηκαν οι καλοί μας (και ασφαλώς στο μεγαλύτερο μέρος τους πολύ νεαροί) κομμουνιστές κτλ.», (Λένιν, Ο «Αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Άπαντα, τ. 42, σελ. 32, εκδ. Σύγχρονη Εποχή). Και συνεχίζει: «Τον αγώνα όμως ενάντια στην "εργατική αριστοκρατία" τον διεξάγουμε εξ' ονόματος της εργατικής μάζας και για να την τραβήξουμε με το μέρος μας. Τον αγώνα ενάντια στους οπορτουνιστές και σοσιαλσωβινιστές αρχηγούς τον διεξάγουμε για να τραβήξουμε την εργατική τάξη με το μέρος μας. θα ήταν ανοησία να ξεχνά κανείς αυτή τη στοιχειώδη και εξόφθαλμη αλήθεια. Και ακριβώς τέτοια ανοησία κάνουν οι "αριστεροί" γερμανοί κομμουνιστές, που από τον αντιδραστικό και αντεπαναστατικό χαρακτήρα των ηγετικών κύκλων των συνδικάτων βγάζουν το συμπέρασμα ότι. Οι κομμουνιστές πρέπει να βγουν από τα συνδικάτα!!να δημιουργήσουν νέες επινοημένες μορφές εργατικής οργάνωσης!! Αυτό είναι ασυγχώρητη βλακεία, που ισοδυναμεί με την πιο μεγάλη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν οι κομμουνιστές στην αστική τάξη […] Να μη δουλεύεις μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα σημαίνει να εγκαταλείπεις τις λειψά αναπτυγμένες ή καθυστερημένες εργατικές μάζες στην επιρροή των αντιδραστικών ηγετών, των πρακτόρων της αστικής τάξης, των αριστοκρατών ηγετών ή των "αστοποιημένων εργατών" […]

» Η ανόητη ακριβώς "θεωρία" για τη μη συμμετοχή των κομμουνιστών στα αντιδραστικά συνδικάτα δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο πόσο επιπόλαια οι "αριστεροί" κομμουνιστές αντικρίζουν το ζήτημα της επιρροής πάνω στις "μάζες" και πόση κατάχρηση κάνουν με τις κραυγές τους της λέξης "μάζα". Για να μπορέσεις να βοηθήσεις τις "μάζες" και να κατακτήσεις τη συμπάθειά τους, την αγάπη τους και την υποστήριξή τους δεν πρέπει να φοβάσαι τις δυσκολίες, δεν πρέπει να φοβάσαι τις στρεψοδικίες, τις τρικλοποδιές, τις προσβολές και τις καταδιώξεις από μέρους των "αρχηγών" [..] αλλά να δουλεύεις υποχρεωτικά εκεί που είναι οι μάζες. Πρέπει να είσαι σε θέση να κάνεις κάθε θυσία, να υπερνικάς τα πιο μεγάλα εμπόδια για να διεξάγεις μια συστηματική, επίμονη, σταθερή και υπομονετική προπαγάνδα και ζύμωση μέσα σε εκείνα ακριβώς τα ιδρύματα, τους συλλόγους και τις ενώσεις, ακόμη και στις πιο αντιδραστικές, όπου υπάρχουν προλεταριακές και μισοπρολεταριακές μάζες. Και τα συνδικάτα και οι εργατικοί συνεταιρισμοί (οι τελευταίοι τουλάχιστον ορισμένες φορές) είναι ακριβώς οργανώσεις όπου υπάρχει μάζα […]», οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο, (Λένιν, Ο «Αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Άπαντα, τ. 42, σελ. 36-37, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Ο Λένιν απαντά με κατηγορηματικό τρόπο και στο ζήτημα της πολιτικοποίησης των συνδικάτων: «Δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μεγαλύτερο παραλογισμό, μεγαλύτερη ζημιά για την επανάσταση απ' αυτή που φέρνουν οι "αριστεροί" επαναστάτες! Ακόμη και τώρα στη Ρωσία, αν ύστερα από 21/2 χρόνια πρωτοφανέρωτες νίκες ενάντια στην  αστική τάξη της Ρωσίας και της Αντάντ βάζαμε σαν όρο εγγραφής στα συνδικάτα την "αναγνώριση της δικτατορίας", θα κάναμε ανοησία (!), θα καταστρέφαμε την επιρροή μας στις μάζες, θα βοηθούσαμε τους μενσεβίκους. Γιατί όλο το καθήκον των κομμουνιστών είναι ακριβώς να ξέρουν να πείθουν τους καθυστερημένους, να ξέρουν να δουλεύουν ανάμεσά τους και όχι να απομονώνονται απ' αυτούς με επινοημένα, παιδιάστικα-"αριστερά" συνθήματα», οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο, (Λένιν, Ο «Αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Άπαντα, τ. 42, σελ.37-38, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Για το Λένιν η τακτική διάσπασης των συνδικάτων είναι τακτική που ευνοεί τον ταξικό αντίπαλο: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κύριοι Γκόμπερς, Χέντερσον, Ζουώ και Λεγκίν θα χρωστούν μεγάλη ευγνωμοσύνη στους "αριστερούς" αυτούς επαναστάτες [..]», (Λένιν, Ο «Αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Άπαντα, τ. 42, σελ.38, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Ο Λένιν τοποθετείται και για τον προσανατολισμό που πρέπει να υπάρξει στην ΚΔ: «Η Εκτελεστική Επιτροπή της ΙΙΙ Διεθνούς πρέπει, κατά την προσωπική μου γνώμη, να καταδικάσει ανοικτά και να προτείνει στο επόμενο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς να καταδικαστεί τόσο γενικά η πολιτική της μη συμμετοχής στα αντιδραστικά συνδικάτα [..] Η ΙΙΙ Διεθνής πρέπει να ξεκόψει από την τακτική της ΙΙ και να μην προσπερνά τα φλέγοντα ζητήματα, να μην τα σκεπάζει, αλλά να τα βάζει ανοικτά. Είπαμε καταπρόσωπα όλη την αλήθεια στους "ανεξάρτητους" […], καταπρόσωπα πρέπει να πούμε όλη την αλήθεια και στους "αριστερούς" κομμουνιστές», η υπογράμμιση δική μας (Λένιν, Ο «Αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Άπαντα, τ. 42, σελ.38-39, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

V. Η ΚΔ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ

Ο Λένιν, όπως ήδη είδαμε δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνειών για το ζήτημα της συμμετοχής. Θα λέγαμε ότι η θέση του για συμμετοχή στα αντιδραστικά σωματεία αποκτά την ισχύ θέσης αρχής.

Το επόμενο συνέδριο της ΚΔ ακολούθησε, άραγε, τις διδαχές του Λένιν; Ας δούμε τη σχετική απόφαση: «Οι κομμουνιστές θεωρούν ότι οι στόχοι και η ζωή των συνδικαλιστικών οργανώσεων έχουν μεγαλύτερη σημασία από την εξωτερική μορφή που παίρνουν κι έτσι δεν πρέπει να διστάζουν να προκαλούν τη διάσπαση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, εάν η άρνηση να το κάνουν θα ισοδυναμούσε με άρνηση να εμπλακούν στην επαναστατική δράση, μέσα στα συνδικάτα, στην προσπάθειά τους να τα μετατρέψουν σε όπλα του επαναστατικού αγώνα και με άρνηση να οργανώσουν τα τμήματα του προλεταριάτου που υφίστανται τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση. Αλλά και όταν μια τέτοια διάσπαση αποδεικνύεται αναγκαία, πρέπει να συντελείται μόνο όταν οι κομμουνιστές κατορθώσουν -μέσα από την ενεργή συμμετοχή τους στον οικονομικό αγώνα και από το συνεπή αγώνα ενάντια στους οπορτουνιστές ηγέτες και τις τακτικές τους- να πείσουν τις πλατιές μάζες ότι η διάσπαση επιχειρείται όχι για χάρη κάποιων μακρινών επαναστατικών σκοπών που οι μάζες δεν καταλαβαίνουν ακόμη, αλλά για χάρη των πιο άμεσων και συγκεκριμένων συμφερόντων της εργατικής τάξης και της ανάπτυξης του οικονομικού της αγώνα. Σε περίπτωση που η διάσπαση είναι αναγκαία, οι κομμουνιστές πρέπει συνεχώς και προσεκτικά να εξετάζουν τις τακτικές τους για να διασφαλίσουν ότι η διάσπαση δε θα οδηγήσει στην απομόνωση των κομμουνιστών από τις μάζες» (3η Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, Το συνδικαλιστικό κίνημα και οι εργοστασιακές επιτροπές και η 3η Διεθνής, σελ. 143-144, εκδ. Εργατική Πάλη, χ.χ.).

Στο παραπάνω απόσπασμα έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

1) Το κείμενο της ΚΔ δεν είναι πλήρως εναρμονισμένο με τον προσανατολισμό που χάραξε ο Λένιν. Να σημειωθεί πως η χρονική διάρκεια που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στον «Αριστερισμό» του Λένιν και στο ντοκουμέντο της ΚΔ ήταν μόλις δυο μήνες, πολύ μικρό χρονικό διάστημα για να προέκυψε κάτι δραματικό για να αλλάξει ο προσανατολισμός του Λένιν (Ιούνιο του 1920 εκδόθηκε ο «Αριστερισμός», Αύγουστο του 1920 βγήκε το ντοκουμέντο της ΚΔ). Το κείμενο της ΚΔ εκφράζει την ιδεολογική αντιπαράθεση που υπήρχε στους κόλπους της ΚΔ. Άλλωστε, το τελευταίο απόσπασμα του Λένιν που παραθέσαμε δείχνει και την αγωνία του για να υπάρχει απόφαση σε σωστή βάση.

2) Η προσπάθεια συγκερασμού διαφορετικών απόψεων φαίνεται από τις αντιφάσεις και τις ασάφειες στο ντοκουμέντο της ΚΔ. Το ντοκουμέντο κάνει λόγο για την ανάγκη οργάνωσης και δράσης εκείνου του τμήματος της εργατικής τάξης που υφίσταται τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση, παραβλέποντας τα υπόλοιπα τμήματα και πέφτοντας σε έναν απαράδεκτο εργατισμό. Στον «Αριστερισμό» του Λένιν δεν υπάρχει κανένας τέτοιος διαχωρισμός. Κι ακόμη: τι νόημα έχει να διασπαστούν τα συνδικάτα όταν πειστούν για αυτό πλατιές μάζες εργατών; Μα αν πειστούν οι πλατιές μάζες τότε θα έχεις και τη δυνατότητα αλλαγής συσχετισμών, εντός των ήδη υπαρχόντων συνδικάτων. Κι αφού εξασφαλίσεις τη στήριξη των πλατιών μαζών προκειμένου να πας σε διάσπαση γιατί θα πρέπει να είσαι προσεκτικός για να μην απομονωθείς;

3) Συχνά θεωρείται ότι την εισήγηση στην ΚΔ την έκανε ο Λένιν. Δυστυχώς για όσους το υποστηρίζουν ή το υπονοούν, θα πρέπει να ξέρουν ότι την εισήγηση την έκανε ο Ράντεκ, κάτι που αναφέρεται στην αγγλόφωνη έκδοση των ντοκουμέντων της ΚΔ (The Communist International in Lenin's Time, Proccedings and Documents of the Second Congress, 1920, Volume 1, p. 1005, Pathfinder, New York, London, Montreal, Sydney). Να θυμίσουμε ότι ο Ράντεκ ανήκε στο μπολσεβίκικο κόμμα από το 1917, το 1918 ήταν «αριστερός» κομμουνιστής και από το 1923 μέλος της τροτσκιστικής αντιπολίτευσης. Επομένως, ο Λένιν ουδέποτε εισηγήθηκε το σχετικό κείμενο, κάτι που αν έκανε θα αναιρούσε τον ίδιο του τον εαυτό.

Σε κάθε περίπτωση, παρά τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις του ντοκουμέντου της ΚΔ, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι μέσω αυτού του ντοκουμέντου καλείται η εργατική τάξη να πάει σε μαζική διάσπαση των συνδικάτων. Οι προϋποθέσεις που τίθενται είναι αυστηρές και αυτό δε χωρά πολλές παρερμηνείες.

Η ΚΔ συνέχισε στην ίδια ρότα στα μετέπειτα συνέδριά της; Η απάντηση είναι αρνητική. Στο 3ο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 1921, το πνεύμα είναι διαφοροποιημένο:« […]Το καθήκον των κομμουνιστών είναι να εξηγήσουν στο προλεταριάτο ότι τα προβλήματά του δε θα λυθούν αν εγκαταλείψουν τα παλιά συνδικάτα για να δημιουργήσουν καινούρια ή αν μείνουν έξω από αυτά, αλλά αν τα επαναστατικοποιήσουν, απαλλάσοντάς τα από τη ρεφορμιστική επιρροή και τους προδότες ρεφορμιστές ηγέτες, και αν τα μετατρέψουν σε πραγματικά προπύργια του επαναστατικού προλεταριάτου.

»Στην περίοδο που μας έρχεται, το κύριο καθήκον όλων των κομμουνιστών είναι να διεξάγουν ένα σταθερό και ρωμαλέο αγώνα για να κατακτήσουν την πλειοψηφία των συνδικαλισμένων. Οι κομμουνιστές δεν πρέπει να αποθαρρύνονται  από τις αντιδραστικές τάσεις που εκδηλώνουν σήμερα τα εργατικά συνδικάτα αλλά πρέπει να προσπαθούν να υπερνικήσουν όλη την αντίσταση και, με την ενεργητική συμμετοχή τους στους καθημερινούς αγώνες, να κερδίσουν τα συνδικάτα με το μέρος του κομμουνισμού. Το πραγματικό μέτρο για την εκτίμηση της δύναμης ενός κομμουνιστικού κόμματος είναι η επιρροή που ασκεί πάνω στη μάζα των συνδικαλισμένων εργατών. Το κόμμα πρέπει να μάθει πώς να ασκεί επιρροή στα συνδικάτα χωρίς να μπαίνει στον πειρασμό να τα κηδεμονεύσει […]», (3η Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, Η Κομμουνιστική Διεθνής και η Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνής. Ο αγώνας εναντίον της συνδικαλιστικής (αντεργατικής) Διεθνούς του Άμστερνταμ, σελ. 334, εκδ. Εργατική Πάλη, χ.χ.).

Ομοίως στο 4ο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 1922, διαπιστώνεται ότι: «15. Η θεωρία της αυτονομίας, όπως τη διατυπώνουν οι γάλλοι, οι ιταλοί και οι ισπανοί αναρχοσυνδικαλιστές, αποτελεί με λίγα λόγια πολεμική κραυγή του αναρχισμού εναντίον του κομμουνισμού. Οι κομμουνιστές μέσα στα συνδικάτα πρέπει να καταπολεμήσουν αποφασιστικά αυτή την προσπάθεια των αναρχοσυνδικαλιστών να εισάγουν λαθραία, κάτω από τη σημαία της αυτονομίας, αυτό το αναρχικό βρομοεμπόρευμά τους ώστε να μη διαιρεθεί το εργατικό κίνημα σε εχθρικά μεταξύ τους τμήματα και να μην επιβραδυνθεί ή παρεμποδιστεί ο θρίαμβος της εργατικής τάξης […]

»21. Το σύνθημα της Κομμουνιστικής Διεθνούς ("ενάντια στη διάσπαση των συνδικάτων")πρέπει να εφαρμοστεί εξίσου δραστήρια όπως και στο παρελθόν, παρά τις λυσσασμένες διώξεις στις οποίες υποβάλλουν τους κομμουνιστές οι ρεφορμιστές σε όλες τις χώρες. Οι ρεφορμιστές επιδιώκουν να παρατείνουν το σχίσμα με τους αποκλεισμούς και τις διαγραφές. Διώχνοντας συστηματικά τα καλύτερα στοιχεία των συνδικάτων ελπίζουν να κάνουν τους κομμουνιστές να χάσουν την ψυχραιμία τους, να φύγουν από τα συνδικάτα, εγκαταλείποντας το καλομελετημένο σχέδιό τους δηλαδή της κατάκτησης των οργανώσεων αυτών από το εσωτερικό τους, και να ταχθούν υπέρ του σχίσματος. Αλλά δε θα μπορέσουν οι ρεφορμιστές να καταφέρουν αυτό που θέλουν.

»22. Το σχίσμα του συνδικαλιστικού κινήματος, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, αποτελεί το μεγαλύτερο κίνδυνο για το εργατικό κίνημα στο σύνολό του. Το σχίσμα στα εργατικά συνδικάτα θα έριχνε την εργατική τάξη πολλά χρόνια πίσω, γιατί η μπουρζουαζία θα μπορούσε τότε να ξαναπάρει εύκολα πίσω τις πιο στοιχειώδεις εργατικές κατακτήσεις. Οι κομμουνιστές πρέπει με κάθε μέσο να εμποδίσουν το συνδικαλιστικό σχίσμα. Με όλα τα μέσα, με όλες τις δυνάμεις των οργανώσεών τους, πρέπει να εμποδίσουν την εγκληματική ελαφρότητα με την οποία οι ρεφορμιστές σπάζουν τη συνδικαλιστική ενότητα.

»23. Στις χώρες όπου υπάρχουν παράλληλα δύο εθνικές συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες (Ισπανία, Γαλλία, Τσεχοσλοβακία, κ.λπ.) οι κομμουνιστές πρέπει να αγωνιστούν συστηματικά για την ενοποίηση αυτών των παράλληλων οργανώσεων. Εφόσον υπάρχει αυτός ο σκοπός της συγχώνευσης των συνδικάτων, που σήμερα είναι διασπασμένα, δεν είναι καθόλου λογικό να αποσπούμε τους μεμονωμένους κομμουνιστές και τους επαναστάτες εργάτες από ρεφορμιστικά συνδικάτα μεταφέροντάς τους στα επαναστατικά συνδικάτα. Κανένα ρεφορμιστικό συνδικάτο δεν πρέπει να μείνει χωρίς επαναστατική ζύμη. Η ενεργητική εργασία των κομμουνιστών και στα δυο συνδικάτα που υπάρχουν παράλληλα, αποτελεί προϋπόθεση για την αποκατάσταση της ενότητας που υπάρχει σήμερα», οι υπογραμμίσεις δικές μας (3η Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, Θέσεις για την κομμουνιστική δράση μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, σελ. 424-425, εκδ. Εργατική Πάλη, χ.χ.).

Το 1921 ιδρύεται η Κόκκινη Διεθνής των Εργατικών Συνδικάτων (ΚΔΕΣ) που αποτελούσε τη Διεθνή μιας σειράς συνδικάτων με προσανατολισμό στην ταξική πάλη και όχι στην ταξική συνεργασία. Στο ιδρυτικό συνέδριο υπήρξαν έντονες αντιπαραθέσεις και διαφωνίες. Ένα από τα ζητήματα που προκάλεσε αυτές τις αντιπαραθέσεις ήταν αυτό των διπλών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Πρέσβεις της άποψης για την ανάγκη ύπαρξης διπλών συνδικαλιστικών οργανώσεων ήταν οι αριστεριστές και τα αναρχοσυνδικαλιστικά στοιχεία. Ωστόσο μετά από τη σχετική διαπάλη η απόφαση του συνεδρίου ήταν ξεκάθαρη: «τα πιο συνειδητά, επαναστατικά, δραστήρια στοιχεία θα πρέπει να ανήκουν οργανικά και να δουλεύουν εκεί που βρίσκονται η μάζα της εργατικής τάξης: στα εργοστάσια, στους τόπους δουλειάς, στους μικρότερους πυρήνες των συνδικάτων, προσπαθώντας παντού να εξασφαλίσουν υπεύθυνες ηγετικές θέσεις μέσα στο εργατικό κίνημα, από τη βάση ως την κορυφή», (Βλέπε αναλυτικότερα Ουίλιαμ Φόστερ, Η ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος, τ. Β', σελ. 56, εκδ. Εταιρεία Ελληνικού Βιβλίου, 1978).

Ωστόσο, υπήρξε και ένα λάθος που αφορούσε στη σχέση της ΚΔΕΣ με την ΚΔ. Το συνέδριο αποφάσισε τη στενότερη δυνατή σύνδεση της ΚΔΕΣ με την ΚΔ. Όμως «Η αποκατάσταση οργανικών δεσμών ανάμεσα στις δυο Διεθνείς, υπήρξε πάντως ένα λάθος τακτικής. Γιατί έτεινε να στενέψει την ΚΔΕΣ, μια και πλατιές μάζες εργατών σε όλο τον κόσμο δεν ήταν έτοιμες να δουλέψουν σε τόσο στενή συνεργασία με τα κομμουνιστικά κόμματα πολύ περισσότερο γιατί η διεθνής κατάσταση δεν ήταν τόσο επαναστατική ώστε να σπρώξει τις μάζες να υπερπηδήσουν τους δισταγμούς τους και να αποδεχθούν χωρίς επιφυλάξεις την πολιτική ηγεσία των κομμουνιστικών κομμάτων. Κατά συνέπεια, στο δεύτερο συνέδριο της ΚΔΕΣ, το 1922, η αμοιβαία αντιπροσώπευση καταργήθηκε ύστερα από πρόταση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Γαλλίας και η συνεργασία των δυο Διεθνών συνεχίστηκε χωρίς πια να υπάρχει οργανικός δεσμός», (Ουίλιαμ Φόστερ, Η ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος, τ. Β', σελ. 57-58, εκδ. Εταιρεία Ελληνικού Βιβλίου, 1978).

Μετά από όλα αυτά, εκείνο που έχει αξία είναι να δούμε ποια από τις δυο γραμμές «περπάτησε»: αυτή των αριστεριστών ή η λενινιστική; Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση των Γερμανών κομμουνιστών που ήταν φορείς της αντίληψης περί αναγκαιότητας ύπαρξης παράλληλων συνδικάτων. Το αριστερίστικο KAPD (το δημιούργησαν οι «υπεραριστεροί» που διασπάστηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας το KPD δηλ. το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας) δεν κατάφερε απολύτως τίποτα, παρά μόνο να αποσπάσει κάποιους εργάτες από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας και στη συνέχεια να εξαφανιστεί. Κανένα εργατικό κίνημα δεν αναπτύχθηκε στη βάση των «κόκκινων» συνδικάτων. Αντίστοιχη ήταν και η πορεία του αναρχοσυνδικαλισμού που παρήκμασε μετά το 1921. Αντίθετα όπου το εργατικό κίνημα πορεύτηκε με τον προσανατολισμό της ΚΔ και του Λένιν, «πάτησε στα πόδια του», είχε ανάπτυξη και κατακτήσεις. Η πράξη ήταν ανέκαθεν ο καλύτερος δάσκαλος.

VI. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Το 1920 συνέρχεται το 2ο συνέδριο της ΓΣΕΕ στην Αθήνα. Τρεις ήταν οι τάσεις που εμφανίστηκαν κατά τη διεξαγωγή του συνεδρίου: μία που υποστήριζε τη συνεργασία της ΓΣΕΕ με το ΣΕΚΕ (Κ), μία που υποστήριζε τη συγχώνευση της ΓΣΕΕ με το κόμμα και μία που διατύπωσε την ανάγκη να μείνει η ΓΣΕΕ έξω από κάθε κόμμα. Επικράτησε η πρώτη κι έγινε γνωστή ως η άποψη της «οργανικής σύνδεσης» του ΣΕΚΕ με τη ΓΣΕΕ. Όμως «Η θέση αυτή δεν ήταν σωστή, γιατί παραβίαζε και κατέλυε την οργανωτική αυτοτέλεια της ΓΣΕΕ, περιόριζε τη μαζικοποίησή της και αντικειμενικά αλλοίωνε το ρόλο και το χαρακτήρα της. Μια πρώτη αρνητική συνέπεια ήταν αν παραμείνουν έξω από τη ΓΣΕΕ οι ομοσπονδίες των σιδηροδρομικών και των (Ιστορικό τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ, Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, Α' τόμος, 1918-1949, σελ. 110, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1995).

Στο 3ο συνέδριο (1926) διορθώνεται η εσφαλμένη γραμμή. Η ΚΕ του ΚΚΕ με γράμμα της προς το σώμα σημείωνε ότι «χάριν της ενότητος της εργατικής τάξεως, διακόπτει την οργανικήν σύνδεσίν του με τη Γενική Συνομοσπονδίαν Εργατών και κηρύσσεται υπέρ της πλήρους οργανικής ανεξαρτησίας της…» (Το ΚΚΕ Επίσημα κείμενα, τόμος δεύτερος, σελ. 124, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Για να ανατραπεί ο συσχετισμός δυνάμεων μέσα στο 3ο συνέδριο, η παγκαλική δικτατορία προέβη στη σύλληψη 110 αριστερών συνέδρων. Έτσι, έγινε κατορθωτό να αρπάξουν τη διοίκηση της ΓΣΕΕ οι ρεφορμιστές. Η πραξικοπηματική αυτή ενέργεια δεν ήταν η μόνη. Ακολούθησε η προσπάθεια να μετατραπούν τα συνδικάτα σε όργανα της δικτατορίας, οι αθρόες διαγραφές σωματείων και συνδικαλιστών που συνοδεύονταν και από συλλήψεις. Αυτή ήταν μια ιδιότυπη διάσπαση του εργατικού κινήματος μέσα από ωμές παρεμβάσεις και την άσκηση τρομοκρατίας.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση τέθηκαν σοβαρά ερωτήματα για τη δράση, την παρέμβαση και την οργάνωση των ταξικών δυνάμεων. Έτσι, στο 4ο συνέδριο του ΚΚΕ (Δεκέμβριος του 1928) αποφασίζει ότι: « […] Άμεσο κεντρικό καθήκον του κόμματος είναι η εργασία για τη σύγκληση του ενωτικού πανελλαδικού συνεδρίου, η συγκέντρωση των ταξικών δυνάμεων του συνδικαλιστικού κινήματος, η επανίδρυση του ταξικού κέντρου των συνδικάτων για τη οργάνωση και τη διεξαγωγή των οικονομικών αγώνων της εργατικής τάξης […]», (Γιώργη Κατσούλη, Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, τ. Γ', 1927-1933, σελ. 96, εκδ. Νέα Σύνορα, χ.χ.). Με άλλα λόγια αποφασίζεται η ίδρυση ενός νέου τριτοβάθμιου εργατικού σωματείου. Η απόφαση αυτή υλοποιείται το Φεβρουάριο του 1929 και ιδρύεται η Ενωτική ΓΣΕΕ. Έτσι, μέσα στο εργατικό κίνημα υπάρχουν πλέον δύο τριτοβάθμιες εργατικές ενώσεις.

Ήταν σωστή η απόφαση αυτή; Να πώς αντιμετωπίζει – και θεωρούμε σωστά –  αυτό το ερώτημα το 1ο δοκίμιο της ιστορίας του ΚΚΕ: «Η απόφαση για την ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ, παρά τις αντίξοες συνθήκες που είχαν δημιουργήσει η παγκαλική δικτατορία και οι κατοπινές κυβερνήσεις, παρά τους αντιδημοκρατικούς και αντεργατικούς νόμους, τις συλλήψεις, τις διώξεις, τις διαγραφές σωματείων και συνδικαλιστών, παρά το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα, με την ύπαρξη κόκκινων και κίτρινων συνδικάτων, είχε επιβληθεί από τα πράγματα, αλλά ήταν κάπως βιαστική, γιατί δεν είχαν εξαντληθεί ακόμη όλα τα περιθώρια και οι μορφές του αγώνα. Η συγκρότηση, αρχικά, 15μελούς επιτροπής αγώνα ήταν σωστή. Η Επιτροπή αυτή θα μπορούσε και να καθοδηγήσει, αλλά και να συσπειρώσει καλύτερα την εργατική τάξη, χωρίς να προχωρήσει στην ίδρυση και της δεύτερης ΓΣΕΕ», οι υπογραμμίσεις δικές μας (Ιστορικό τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ, Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, Α' τόμος, 1918-1949, σελ. 211, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1995).

Ορόσημο στη μετέπειτα εξέλιξη του εργατικού κινήματος μπορεί να θεωρηθεί το 1934, οπότε και πραγματοποιείται η 6η ολομέλεια, ένα κομματικό όργανο που θεωρείται ότι έχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία του ΚΚΕ (Ιστορικό τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ, Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, Α' τόμος, 1918-1949, σελ. 254, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1995). Θεωρούμε ότι η αλλαγή που επήλθε και που σχετιζόταν με τη διόρθωση της στρατηγικής του κόμματος (πριν θεωρούνταν πως η επικείμενη επανάσταση θα ήταν σοσιαλιστική, η 6η ολομέλεια εκτίμησε ότι η επανάσταση εργατών και αγροτών θα είχε αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις γρήγορης μετεξέλιξης σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση), σταδιακά έφερε σημαντικές αλλαγές και στην τακτική του κόμματος που χαρακτηριζόταν μέχρι τότε, συχνά, από αριστερίστικη λογική. Έτσι, εγκαταλείφθηκε σταδιακά η θεωρία του σοσιαλφασισμού που εξίσωνε το φασισμό με τη σοσιαλδημοκρατία και υπήρξαν διαδοχικά ανοίγματα μέσα στο εργατικό κίνημα.

Αναφέρουμε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα που υπογραμμίζουν την αλλαγή στην τακτική του ΚΚΕ:

1) Το Σεπτέμβριο του 1934, το ΚΚΕ και η Ενωτική ΓΣΕΕ απηύθυναν ανοικτό γράμμα προς όλους τους εργαζόμενους της χώρας, τη ΓΣΕΕ, τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα, το Αγροτικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τη ΓΣΕΒΕ με το οποίο επιζητούσαν την αντιφασιστική ενότητα δράσης. Τον Οκτώβριο υπογράφηκε σύμφωνο κοινής δράσης για την αποσόβηση του κινδύνου επιβολής στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας και ανάμεσα στους υπόλοιπους υπέγραφαν και η Ενωτική ΓΣΕΕ και η ΓΣΕΕ.

2) Κατά την απεργία στις 9 Μάη του 1934 που πραγματοποιήθηκε στην Καλαμάτα δολοφονήθηκαν απεργοί εργάτες με διαταγή των κυβερνητικών αρχών. Αυτό αποτέλεσε αφορμή προκειμένου να γίνει σύσκεψη της Ενωτικής ΓΣΕΕ, της ΓΣΕΕ και των Ανεξάρτητων Συνδικάτων και να βγει κοινή διακήρυξη που δημοσιεύτηκε στον Τύπο, με βάση την οποία καλούνταν οι εργάτες σε συμμετοχή πανελλαδικής απεργίας.

3) Στις 2 Ιουλίου του 1935 με πρωτοβουλία του ΚΚΕ καλούνται φορείς και κόμματα, ανάμεσά τους και η ΓΣΕΕ, προκειμένου να δημιουργηθεί Πανελλαδικός Αντιφασιστικός Συνασπισμός.

4) Τον Απρίλιο του 1936 κατεβαίνουν σε απεργία διαρκείας οι καπνεργάτες του Βόλου, της Θεσσαλονίκης, της Ξάνθης, της Δράμας και της Καβάλας, ζητώντας την εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης εργασίας. Στις 9 Μαΐου η Ενωτική ΓΣΕΕ και η ΓΣΕΕ δημοσίευσαν κοινή ανακοίνωση με την οποία καλούσαν τους απεργούς να συνεχίσουν τον αγώνα τους μέχρι τη νίκη. Στην ίδια ανακοίνωση οι δυο συνομοσπονδίες δήλωσαν ότι θα εκπροσωπούν από κοινού τους καπνεργάτες στις διαπραγματεύσεις τους με την κυβέρνηση και τους καπνέμπορούς και αυτό αποτέλεσε μια έμπρακτη εκδήλωση ενός Ενιαίου Μετώπου Πάλης.

5) Στις 27 Ιουλίου του 1936 η Ενωτική ΓΣΕΕ και η ΓΣΕΕ, δημοσίευσαν κοινή ανακοίνωση με την οποία καλούσαν τους εργαζόμενους Αθήνας και Πειραιά να κατέβουν στις 5 Αυγούστου σε 24ωρη πανεργατική απεργία διαμαρτυρίας για το νομοσχέδιο Μεταξά, με το οποίο δημεύονταν κεφάλαια ασφαλιστικών ταμείων.

6) Στις 16 Ιουλίου του 1941 ιδρύεται το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ) από τις τρεις παρατάξεις του συνδικαλιστικού κινήματος: την Ενωτική ΓΣΕΕ (υπό την επιρροή του ΚΚΕ), τη ΓΣΕΕ (υπό την επιρροή των ρεφορμιστών) και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα (υπό την επιρροή του Σοσιαλιστικού Κόμματος). Βασικοί σκοποί του ΕΕΑΜ ήταν: η οργάνωση της πάλης των εργατών για τις καθημερινές οικονομικές διεκδικήσεις, η υπεράσπιση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργατών, η πάλη κατά της αισχροκέρδειας και της μαύρης αγοράς. Επίσης, στόχος ήταν να εργαστεί για τη συγκρότηση Πανελλαδικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, από όλα τα κόμματα και τις κάθε είδους οργανώσεις που θέλουν να παλέψουν για το διώξιμο του ξένου κατακτητή και την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξένο ζυγό.

7) Μετά την κατοχή ιδρύεται ο ΕΡΓΑΣ στις 30 Μαρτίου του 1945 που αποτελείται από παρατάξεις προσκείμενες στην αριστερά, αλλά βάση του ΕΡΓΑΣ αποτέλεσε το ΕΕΑΜ. Σκοπός του ΕΡΓΑΣ δεν ήταν η δημιουργία νέας ΓΣΕΕ. Ο ΕΡΓΑΣ δρούσε εντός της ΓΣΕΕ και εργαζόταν για να απομονώσει και να εκδιώξει όλους τους φασίστες από τα εργατικά σωματεία.

Έπειτα ακολουθεί μια σκληρή μάχη για την κηδεμονία του εργατικού κινήματος από την πλευρά του αστικού κράτους. Στις 27 Ιουλίου του 1946 το Συμβούλιο της Επικρατείας ακυρώνει το 8ο συνέδριο της ΓΣΕΕ στο οποίο στο μεταξύ έχει επικρατήσει με συντριπτικό τρόπο το ψηφοδέλτιο του ΕΡΓΑΣ, συγκεντρώνοντας ποσοστό πάνω από 80%. Ο υπουργός εργασίας διορίζει νέα προσωρινή διοίκηση στη ΓΣΕΕ. Αντίστοιχη πρακτική ακολουθήθηκε στα σωματεία όλων των βαθμίδων. Κατόπιν αυτού του πραξικοπήματος στους κόλπους του εργατικού κινήματος, ακολουθεί μια περίοδο κρατικών παρεμβάσεων, διώξεων και φυλακίσεων συνδικαλιστικών στελεχών.

Το Δεκέμβριο του 1954 ξεσπά κρίση στο εσωτερικό της ΓΣΕΕ η οποία και διασπάται. Καρπός της διάσπασης είναι η νέα ΓΣΕΕ της οποίας ηγέτης ήταν ο Γονής που διετέλεσε αργότερα υπουργός Εργασίας της κυβέρνησης Παπάγου. Η Νέα ΓΣΕΕ σύμφωνα με κείμενα του δημοσιογραφικού οργάνου της (Εργατική Σημαία) δεν είναι κόμμα αλλά «[…] ΕΘΝΙΚΟΝ συνδικαλιστικόν όργανον της ΕΞΥΓΙΑΝΣΕΩΣ πιστεύον εις την αρχήν της τριμερούς συνεργασίας Κράτους-Εργοδοτών-Εργατών». Επίσης διευκρίνιζε ότι « Θα ΔΙΑΧΩΡΙΣΗ απολύτως τους εθνικόφρονας εργάτας από τους κομμουνιστάς και θα τους απομονώση», (Αναφέρεται στο: Δημήτρης Κατσορίδας, Βασικοί σταθμοί του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα 1870-2001, σελ. 115, εκδ. ΑΡΙΣΤΟΣ/ΓΣΕΕ, Αθήνα 2008). Η δημιουργία της Νέας ΓΣΕΕ αποτέλεσε μια προσπάθεια της αστικής τάξης να διασπάσει το εργατικό κίνημα και να του δώσει συντηρητικό προσανατολισμό.

Το Φεβρουάριο του 1962 συγκροτείται η κίνηση των 115 Συνεργαζόμενων Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων. Ο αριθμός 115 δήλωνε τον αριθμό των σωματείων που αρχικά συγκρότησαν την κίνηση, όμως η δυναμική της κίνησης ήταν τέτοια που τα σωματεία ξεπέρασαν τα 800! Την κίνηση αυτή δημιούργησαν συνδικάτα που είχαν διαγραφεί από τη ΓΣΕΕ και συμμετείχαν στην ηγεσία του συνδικαλιστές με όχι ενιαίες πολιτικές αντιλήψεις. Βασικά αιτήματα ήταν: οι αυξήσεις μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων, η εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας και των μέτρων για την πρόληψη ατυχημάτων στους χώρους εργασίας, η καταβολή του δώρου δηλαδή του 13ου μισθού, επί των πραγματικών αποδοχών και όχι των προβλεπόμενων από τις συμβάσεις. Παρά τη μεγάλη δυναμική της κίνησης (τα πάνω από 800 σωματεία) και την ικανότητα να συσπειρώνει πλατιές μάζες εργαζομένων (διαδηλώσεις με 100.000 εργαζόμενους) δεν τέθηκε στόχος δημιουργίας άλλης ΓΣΕΕ, αλλά παρέμβασης στο εργατικό κίνημα ώστε να κερδηθεί η ήδη υπάρχουσα ΓΣΕΕ.

Το 1985 είναι μια χρονιά κατά την οποία ανατρέπεται η εκλεγμένη διοίκηση της ΓΣΕΕ με δικαστική απόφαση και διορίζεται νέα διοίκηση. Πλην της ΠΑΣΚΕ οι υπόλοιπες παρατάξεις αρνούνται να συμμετάσχουν στη διορισμένη διοίκηση κι έτσι η νέα διορισμένη διοίκηση είναι μονοπαραταξιακή (ΠΑΣΚΕ). Αφορμή για το διορισμό νέας διοίκησης αποτέλεσε η παραίτηση 17 μελών της ΠΑΣΚΕ από την 45μελή διοίκηση της ΓΣΕΕ κι έτσι το δικαστήριο απεφάνθη ότι υπάρχει έλλειμμα διοίκησης. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν έχουν ως εξής: στην ολομέλεια της ΓΣΕΕ στις 16 Οκτωβρίου του 1985 ξεσπά κρίση όταν δεν περνά η πρόταση για διεξαγωγή απεργίας (απάντηση στην εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης), αφού υπήρξε ισοψηφία (18-18). Στο μεταξύ είχαν διαφοροποιηθεί 7 μέλη της ΠΑΣΚΕ. Στη συνέχεια συγκροτήθηκε ένα συμμαχικό μέτωπο αποτελούμενο από τους 17 της ΕΣΑΚ-Σ, 2 του ΑΕΜ και τους 7 διαγραμμένους, πλέον, της ΠΑΣΚΕ. Τα δικαστήρια χρησιμοποιώντας νομικίστικα τερτίπια πήρε την απόφαση που, ήδη, έχουμε περιγράψει. Παρά το πραξικόπημα της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και πάλι οι ταξικές δυνάμεις δεν μπήκαν στον πειρασμό για διάσπαση της ΓΣΕΕ και τη δημιουργία νέας εργατικής συλλογικότητας. Αν είχε χρησιμοποιηθεί η λογική της διάσπασης σε εκείνη τη φάση, τότε θα είχαν ικανοποιηθεί όλοι εκείνοι που απεργάζονταν τη διάλυση του συνδικαλιστικού κινήματος και θα είχε σημειωθεί ένα μεγάλο πισωγύρισμα στο εργατικό κίνημα (Για τα γεγονότα βλέπε αναλυτικότερα ΕΣΑΚ-Σ, ΓΣΕΕ 1985, Το πραξικόπημα, Αθήνα 1986 & Γιώργος Κουκουλές, Βασίλης Τζαννετάκος, Συνδικαλιστικό κίνημα 1981-1986 Η μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε, εκδ. Οδυσσέας, 1986).

VII. Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Τον Απρίλιο του 1999 ιδρύεται το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο (ΠΑΜΕ). Στο εγχείρημα συμμετέχουν το ΚΚΕ, το ΔΗΚΚΙ, τμήματα του παλιού ΚΚΕ «Εσωτερικού» και ανεξάρτητοι συνδικαλιστές. Το ΠΑΜΕ προσανατολίστηκε εξ' αρχής στη δημιουργία ενός ταξικού πόλου μέσα στο εργατικό κίνημα που θα πάλευε ενάντια στα ιδεολογήματα της ταξικής συναίνεσης και θα αποτελούσε ένα συσσωμάτωμα δυνάμεων με ριζοσπαστικό προσανατολισμό. Η παρουσία του ήταν διακριτή, η προσφορά του στο εργατικό κίνημα σημαντική, πρωτοστάτησε σε αγώνες, συνέβαλε στην ανάπτυξη αγώνων, έδωσε ελπίδα στην εργατική τάξη, πίεσε τη ΓΣΕΕ για αποφάσεις, αποκάλυψε την απάτη των κοινωνικών διαλόγων.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η στροφή της ηγεσίας του ΚΚΕ συνοδεύτηκε και από ανάλογη στροφή του ΠΑΜΕ. Οι ξεχωριστές πορείες έγιναν θέση αρχής και μάλιστα σε κρισιμότατες για το εργατικό κίνημα στιγμές. Τα αιτήματα που έθετε το ΠΑΜΕ ήταν μαξιμαλιστικά και κατέληγαν στο αίτημα της λαϊκής εξουσίας και λαϊκής οικονομίας (δικτατορία του προλεταριάτου). Τα συνδικαλιστικά συνθήματα άρχισαν σταδιακά να απογειώνονται. Για παράδειγμα ένα σύνηθες σύνθημα είναι το «ταξικά τα μέτρα, ταξική κι η πάλη, πάμε για ανατροπή και κοινωνία άλλη». Δηλαδή ακουγόταν και ακούγεται ένα σύνθημα που καλεί σε κατάληψη της εξουσίας, την ώρα που το εργατικό κίνημα δυσκολεύεται σοβαρά να απαντήσει στη σημερινή επίθεση του κεφαλαίου. Την ώρα που το ποσοστό των συνδικαλισμένων εργατών δεν υπερβαίνει το 20% και η επιρροή του ΠΑΜΕ είναι το 20% του 20%, δηλαδή επηρεάζει συνδικαλιστικά μόλις το 4% της εργατικής τάξης.

Οι δυνάμεις που συγκρότησαν αρχικά το ΠΑΜΕ άρχισαν να φυλλορροούν με αποτέλεσμα η ηγεσία του ΠΑΜΕ να απαρτίζεται, πλέον, μόνο από μέλη και φίλους του ΚΚΕ. Οι αγώνες άρχισαν να δίνονται όχι με όρους μαζικού λαϊκού κινήματος, αλλά ακτιβισμού. Αυτές οι επιλογές είχαν σοβαρά αρνητικά αποτελέσματα: σε μια σειρά εργατικών χώρων (που μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις μερικοί εξ' αυτών ανήκουν στην  καρδιά της εργατικής τάξης) η δύναμη του ΠΑΜΕ υποχώρησε μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και οξύτατης και άνευ προηγουμένου αντεργατικής αντεπίθεσης (Μέταλλο, Ναυπηγεία, ΟΣΝΙΕ, ιδιωτική εκπαίδευση, Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών κ.ά.). Ενώ μετά το 30ο συνέδριο της ΓΣΕΕ το 2001, το ΠΑΜΕ εξέλεξε 10 μέλη στα 45 της Εκτελεστικής Επιτροπής, στο 33ο συνέδριο του 2007 εξέλεξε 9 μέλη στα 45. Δηλαδή, ενώ το 2001 μετά από δυο διασπάσεις και σε αρνητικότατο για το ΚΚΕ κλίμα, η δύναμη του ΠΑΜΕ ήταν πολλαπλάσια της κομματικής επιρροής (σχεδόν πέντε φορές πάνω), στο επόμενο χρονικό διάστημα και με το ΚΚΕ να έχει ανασυγκροτηθεί η επιρροή του ΠΑΜΕ μειώθηκε.  Επιπλέον, με την τακτική που έχει επιλέξει η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ κατάφεραν το ακατόρθωτο: να υπάρξουν γενικές απεργίες κατά τις οποίες τα μπλοκ της ΓΣΕΕ ήταν μαζικότερα από αυτά του ΠΑΜΕ.

Παράλληλα, υπήρξαν στιγμές που από στελέχη του ΚΚΕ υπονοούνταν η ανάγκη διάσπασης του εργατικού κινήματος. Για παράδειγμα ο Γιώργος Πέρρος, μέλος της διοίκησης της ΓΣΕΕ στο γενικό συμβούλιο του τριτοβάθμιου οργάνου κάλεσε την εργατική τάξη «να κόψει τον ομφάλιο λώρο από τη ΓΣΕΕ». Η έκκληση αυτή δεν είχε να κάνει με την ανάγκη η εργατική τάξη να πάρει αποστάσεις από την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, αλλά έθετε εμμέσως το θέμα της διάσπασης (Ριζοσπάστης, 19/12/2009). Εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι αυτή η δήλωση του Γ.  Πέρρου αναπαράχθηκε από την εφημερίδα ΠΡΙΝ (Γιάννης Ελαφρός, «Κι όμως έγινε απεργία χωρίς τη ΓΣΕΕ», 20/12/2009). Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η ομιλία του Γιώργου Σκιαδιώτη στην απεργία της 23ης Φεβρουαρίου του 2011. Πιο προσεκτικός από το Γ. Πέρρο, κάλεσε την εργατική τάξη «σε κάθε τόπο δουλειάς, σε κάθε γραφείο, σε κάθε γειτονιά να χτίσουμε μαζικά ταξικά συνδικάτα, λαϊκές επιτροπές», (Ριζοσπάστης, 25/2/2011). Πού είναι το κακό, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, σε αυτή την πρόταση; Ο Γιώργος Σκιαδιώτης όφειλε να κάνει έκκληση για την ενδυνάμωση, τη μαζικοποίηση και τον αναπροσανατολισμό των ήδη υπαρχόντων σωματείων και τη δημιουργία νέων όπου αυτά δεν υπάρχουν. Το πρώτο, όμως, σκέλος της πρότασης απουσιάζει, όχι τυχαία, κι έτσι οδηγούμαστε μοιραία στο συμπέρασμα για την ανάγκη δημιουργίας «κόκκινων» συνδικάτων. Όντως, η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ επιδιώκει τη δημιουργία «κόκκινων» συνδικάτων που η ιστορία, όπως είδαμε, τα καταδίκασε; Ας αφήσουμε την πράξη να μιλήσει: η ηγεσία προσανατόλισε το κόμμα να συγκροτήσει νέα σωματεία σε χώρους που ήδη υπήρχαν άλλα. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν οι τράπεζες, οι ΟΤΑ, η ιδιωτική εκπαίδευση. Σε αυτούς τους χώρους δημιουργήθηκαν -ή πιο σωστά σύμφωνα με την έκφραση του Λένιν επινοήθηκαν- νέα σωματεία, τα οποία όχι μόνο δεν κατάφεραν να συσπειρώσουν εργαζόμενους παρά μόνο ελάχιστους, αλλά άφησαν στον κυβερνητικό κι εργοδοτικό συνδικαλισμό ελεύθερο το πεδίο δράσης.

«Κορυφαία» στιγμή της υποτίμησης των συνδικάτων και του εργατικού κινήματος αποτέλεσε η απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ να αναγκάσει τα κομματικά του μέλη να πάρουν μέρος στην απεργία της 17ης Δεκεμβρίου του 2009 που κήρυξε το ΠΑΜΕ, χωρίς να υπάρχει απόφαση του σωματείου τους. Η απόφαση αυτή ήταν πρωτοφανής για τα ελληνικά και παγκόσμια δεδομένα του εργατικού κινήματος. Μετά την απεργία η ηγεσία του κόμματος πανηγύριζε πως επρόκειτο για απεργία σταθμό. Υπάρχει, όμως, ένα βασικότατο και αναπάντητο ερώτημα: αφού ήταν η απεργία τόσο πετυχημένη και αφού η επίθεση στις κατακτήσεις της εργατικής τάξης είναι αδιάκοπη και δεν έχει προηγούμενο, γιατί αυτού του είδους η απεργία δεν επαναλήφθηκε;

Βέβαια πρέπει να πούμε ότι το ΠΑΜΕ το τελευταίο χρονικό διάστημα δείχνει να κάνει μια στροφή. Συγκεκριμένα, ενώ στη απεργία που αναφέραμε ο Γ. Σκιαδιώτης καλούσε σε αγώνα «για άλλη πολιτική, για εργατική λαϊκή εξουσία» (Ριζοσπάστης, 25/2/2011), ενώ τα πλαίσια πάλης του ΠΑΜΕ τελείωναν με την ίδια επωδό της λαϊκής εξουσίας (βλέπε χαρακτηριστικά το πλαίσιο πάλης του 2008-2009), ενώ οι ξεχωριστές συγκεντρώσεις ήταν «ζήτημα ζωής και θανάτου», σημειώθηκαν ορισμένες αλλαγές: πλαίσια πάλης που απουσίαζε η οποιαδήποτε αναφορά στη λαϊκή εξουσία (βλέπε χαρακτηριστικά τα αιτήματα του ΠΑΜΕ, Ριζοσπάστης, 9/9/12) και προσπάθειες κοινών πορειών (απεργίες ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, απεργία ΔΟΕ, ΟΛΜΕ, ΟΙΕΛΕ, ΕΙΝΑΠ, ΟΤΑ στις 12/9/12).

Κατά τη γνώμη μας αυτή η στροφή δεν είναι ειλικρινής αφού δε συνοδεύεται από αυτοκριτική. Απλώς η ηγεσία του ΠΑΜΕ κάνει την ανάγκη φιλότιμο. Αν, επίσης, δει κάποιος την ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ (ένθετο Ριζοσπάστη, 2/9/12), την αρθρογραφία του τελευταίου τεύχους της ΚΟΜΕΠ (τεύχος 4-5, 2012), το γεγονός ότι δεν ανακαλείται η απόφαση για τη δημιουργία «κόκκινων»  συνδικάτων και κυρίως το γεγονός ότι η ηγεσία επιμένει πεισματικά να μην παίρνει καμία αγωνιστική πρωτοβουλία προκειμένου να δημιουργηθεί ένα λαϊκό μέτωπο αντίστασης απέναντι στη σύγχρονη βαρβαρότητα, δεν μπορεί να έχει αυταπάτες για την παρούσα «στροφή». Οι «στροφές» του ΠΑΜΕ είναι προϊόν του εκλογικού στραπάτσου και της απομαζικοποίησης του και ως εκ τούτου είναι κινήσεις απολύτως καιροσκοπικές.

Δυστυχώς, η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ έχει πάρει διαζύγιο με το παρελθόν του κόμματος που, άλλωστε, το έχει χαρακτηρίσει κατ΄επανάληψη οπορτουνιστικό. Το «οπορτουνιστικό», λοιπόν, ΚΚΕ ακολουθώντας τη λογική του Λένιν και της ΚΔ έλεγε σε προηγούμενες εποχές πως «Η ενότητα της εργατικής τάξης, αποτελεί γι αυτήν άμεση ζωτική ανάγκη» (Τμήμα διαφώτισης της ΚΟΑ του ΚΚΕ, Συνδικαλιστικά μαθήματα, σελ. 69, Αθήνα 1976). Επίσης υπογράμμιζε την αξία της πάλης για «Ένα Συνδικάτο-Μια ομοσπονδία-Ένα Εργατικό Κέντρο-Μια ΓΣΕΕ», (Ό.π., σελ. 79).

Οι απόψεις της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ δεν είναι καινούριες. Στην Ελλάδα εκφράστηκαν στο παρελθόν με ακραίο τρόπο από το ρεύμα του Μαοϊσμού. Το 1975 οι Μαοϊκοί υποστήριζαν ότι «Δεν υπάρχουν […] επιχειρήματα υπέρ της γραμμής για "ένα σωματείο, μια Ομοσπονδία, ένα Κέντρο, μια Συνομοσπονδία". Το επιβεβαιώνουν αυτό και τα αποτελέσματα από την ως τα σήμερα εφαρμογή της […]

»Πρέπει […] να δημιουργηθούν ξεχωριστές, πραγματικά ανεξάρτητες ταξικές συνδικαλιστικές οργανώσεις του προλεταριάτου, να συγκροτηθεί νέα ΓΣΕΕ, στηριγμένη στέρεα πάνω στη γραμμή της ταξικής πάλης», οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο, (Προβλήματα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος 1964-1967, σελ. 56-58, Ιστορικές εκδόσεις, Αθήνα 1975).

Εκφράστηκαν, επίσης, από ακραίες σεχταριστικές φωνές που υποστήριζαν την ανάγκη η εργατική τάξη «να καταστρέψει (σ.σ. ας προσεχτεί το ρήμα που χρησιμοποιείται) βαθμιαία όλους τους αντιπρολεταριακούς οργανισμούς» και «τα παραδοσιακά συνδικαλιστικά σχήματα», (Φίλιπ Κότα, Συνδικαλιστικό κίνημα, Δυο αντίθετες γραμμές στο παγκόσμιο συνδικαλιστικό κίνημα, σελ. 155, εκδ. Να υπηρετούμε το λαό, χ.χ.).

Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όλοι οι επαναστατικοί βερμπαλισμοί της ηγεσίας του ΚΚΕ και η στενή συγγένειά τους με τον παλαιότερο αριστερισμό, συνοδεύονται από μια απαισιόδοξη και ηττοπαθή λογική με βάση την οποία δεν μπορούμε να έχουμε κατακτήσεις: «[…] Η λύση στα προβλήματα, η αισθητή ανακούφιση, η βελτίωση, η αλλαγή υπέρ των εργαζομένων, για όλα αυτά δεν μπορεί να υπάρξει πρόταση θεωρώντας όλα τα άλλα πράγματα στατικά, εντός των ορίων της σημερινής πολιτικής. Όχι γιατί δε θα θέλαμε να υπάρχει βελτίωση. Γιατί να μη θέλουμε; Κι αν θέλετε να φανεί ακόμη περισσότερο ο ρόλος του ΚΚΕ σε μια άμεση βελτίωση και να καταγραφεί έτσι. Θα έπρεπε να είμαστε πολιτικά ηλίθιοι για να μην το θέλουμε αυτό. Όμως, αντικειμενικά δε γίνεται(!)», η υπογράμμιση δική μας, (Συνέντευξη Α. Παπαρήγα στο Mega, Ριζοσπάστης, 16/4/10). Η παραπάνω δήλωση της Α. Παπαρήγα δεν ήταν μια άτυχη στιγμή, αφού παρόμοιες απόψεις έχουν λεχθεί κατ' επανάληψη.

VIII. ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τα ντοκουμέντα που παραθέσαμε από το Λένιν και την ΚΔ δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Αυτό που μας κάνει εντύπωση είναι ότι ο Α. Δραγανίγος χειρίζεται τα κείμενα του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος με έλλειψη σεβασμού και βεβαίως δεν εννοούμε σεβασμό θρησκευτικού τύπου. Αλήθεια ο ΑΔ δεν έχει υπόψη του τις αποφάσεις των επόμενων συνεδρίων της ΚΔ, παρά μόνο αυτή που παραθέτει; Γιατί είναι λογικό να υποστηρίζει πως ο «Αριστερισμός» γράφτηκε μέσα σε ειδικές συνθήκες ενώ κάτι ανάλογο δεν ισχύει για το ντοκουμέντο της ΚΔ που επικαλείται; Αν ο ρεφορμισμός κακοποίησε τον «Αριστερισμό», αυτός είναι λόγος σήμερα να τον πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων; Αν η ενότητα του εργατικού κινήματος δεν είναι θέση αρχής, η διάσπαση είναι; Δεν παίρνει υπόψη του ότι τη διάσπαση του εργατικού κινήματος την επιχείρησαν στο παρελθόν  και κατ' επανάληψη η αστική τάξη και η σοσιαλδημοκρατία; Αν σήμερα τίθεται θέμα δημιουργίας «κόκκινων» συνδικάτων, γιατί να μην πάμε και στη δημιουργία «κόκκινων» φοιτητικών συλλόγων, «κόκκινων» οργανώσεων στους αγρότες και τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, «κόκκινων» επιστημονικών σωματείων κ.λπ.;

Οι αντιλήψεις που εκπορεύονται από τον ΑΔ συγγενεύουν, για να μην πούμε ταυτίζονται, με αυτές τις απόψεις της ηγεσίας του ΚΚΕ. Αυτό μας κάνει ανήσυχους, αφού μπορεί να δούμε στο άμεσο μέλλον απρόσμενες (;) συγκλήσεις, με κατασκευασμένα μέτωπα που θα επιδιώκουν τη διάσπαση του εργατικού κινήματος στο όνομα της επίθεσης που δέχεται η εργατική τάξη. Πρωτοβουλίες με «καθαρότητα» αλλά που θα αφήνουν απ' έξω το συντριπτικά μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης.

Όσοι νομίζουν ότι κάτι τέτοιο θα δώσει πνοή στο εργατικό κίνημα δεν κατανοούν τους μηχανισμούς που αλλοτριώνουν τη συνείδηση της εργατικής τάξης και τους οποίους αναφέραμε σε άλλο σημείο του κειμένου. Δεν κατανοούν ότι η εργατική συνείδηση δεν επαναστατικοποιείται με βερμπαλισμούς, αλλά με επίμονη δουλειά. Δεν κατανοούν ότι για να είναι νικηφόροι οι εργατικοί αγώνες χρειάζεται να μπουν στη μάχη πλατιές μάζες εργαζομένων και όχι μειοψηφίες. Δεν παίρνουν υπόψη τους την ιστορική εμπειρία που μας διδάσκει ότι όπου επιχειρήθηκαν τεχνητές συλλογικότητες που ήταν εγκεφαλικές συλλήψεις χωρίς γείωση με τη ζωή, απέτυχαν παταγωδώς.  Δεν κατανοούν ότι η εργατική τάξη κατέβηκε μαζικά στις γενικές απεργίες όταν τις κήρυσσε η ΓΣΕΕ και πολύ λιγότερο όταν τις κήρυσσε το ΠΑΜΕ, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν φάσεις που το ΠΑΜΕ καλά έκανε και τις κήρυσσε μόνο του. Δε θέλουν να καταλάβουν πως άλλο η αποκάλυψη του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού που είναι όρος ζωής για το εργατικό κίνημα και άλλο η διάσπασή του.

Η αποχή από το εργατικό κίνημα εκφράζει μια ιδιότυπη τεμπελιά: αυτός που διασπά δε θέλει να ασχοληθεί με την κοπιαστική δουλειά του μυρμηγκιού που απαιτείται για να παρουσιαστούν ρήγματα στις συντηρητικές και υποταγμένες συνειδήσεις. Βολεύεται αυτάρεσκα στη δήθεν επαναστατική φρασεολογία, αναλώνεται σε φαντεζί κινήσεις, νιώθει ότι πράττει στο ακέραιο το επαναστατικό του καθήκον επιδιδόμενος σε ένα διαγωνισμό «αριστεροσύνης» και στο τέλος αυτό που έχει καταφέρει είναι να  κάνει ζημιά στο εργατικό κίνημα.

Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι η δημιουργία ενός Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου που θα μπορούσε να δώσει ώθηση και στο εργατικό κίνημα. Άλλωστε ένα τέτοιο μέτωπο πρέπει να έχει το εργατικό κίνημα στο επίκεντρό του. Οι σημερινές συνθήκες επιτάσσουν μαζικοποίηση των συνδικάτων, ταξικό και ενωτικό προσανατολισμό τους, ενωτικές πρωτοβουλίες και τη σύνταξη ενός συνδικαλιστικού προγράμματος  που θα συσπειρώσει ευρύτατες λαϊκές μάζες, δημιουργία συνδικάτων σε χώρους που δεν υπάρχει συνδικαλιστική εκπροσώπηση, κάλυψη κατηγοριών εργαζομένων που δεν έχουν σήμερα συνδικαλιστική στέγη (άνεργοι, εργαζόμενοι με δελτίο παροχής, εργαζόμενοι με ελαστικές σχέσεις εργασίας κ.ά). Σε αυτά θα δοκιμαστούν οι πολιτικές και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις. Σε αυτά θα τους κρίνει και η ιστορία.

Οδυσσέας Πραξιάδης

ΠΗΓΗ: 25 Σεπτ., 2012, http://neosantaios313.blogspot.gr/2012/09/blog-post_4996.html

Ζητείται Ελπίς!

Ζητείται Ελπίς!

 

Του Γιώργου Κ. Καββαδία*


Στην κόλαση, όπως την περιγράφει ο Δάντης στη «Θεία Κωμωδία» υπάρχει η επιγραφή: «Εσείς που μπαίνετε, ξεχάστε κάθε ελπίδα». Αυτό περιγράφει και τη σημερινή πραγματικότητα, αφού ο λαός και η χώρα αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη μεταπολεμική οικονομική και κοινωνική οπισθοδρόμηση. 

Η πολιτική της τρικομματικής κυβέρνησης εντείνει τον κοινωνικό πόλεμο και απειλεί να καταδικάσει το λαό σε αργό θάνατο εκποιώντας και την ίδια τη χώρα. Όσο πιστευτές ήταν οι προεκλογικές δεσμεύσεις για «επαναδιαπραγμάτευση» ή «απαγκίστρωση» από τη δανειακή σύμβαση και το μνημόνιο 2, άλλο τόσο πιστευτές είναι και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού ότι:… «Αυτά θα είναι και τα τελευταία μέτρα. Δεν θα υπάρξουν άλλα!».

Είναι φανερό ότι τα μέτρα σε βάρος των μικρομεσαίων και των εργαζομένων δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Η επίθεση έχει βάθος χρόνου μέχρι να φυσήξει ούριος άνεμος για πιο υψηλή κερδοφορία του κεφαλαίου. Είναι ενδεικτικό ότι από την επόμενη «δόση – μαμούθ» των 31,3 δις ευρώ, τα 25,5 δις προορίζονται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αν και από το 2008 μέχρι τώρα οι ελληνικές τράπεζες έχουν πάρει κρατικές ενισχύσεις ύψους 145 δις, κυρίως με τη μορφή εγγυήσεων. Τα υπόλοιπα 5,8 δις αφορούν ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου. Με άλλα λόγια «άνθρακες ο θησαυρός για το λαό και τη χώρα.

Παράλληλα όλο και πιο έντονα δηλώνεται ότι στόχος της κυβερνητικής πολιτικής είναι η μετατροπή της Ελλάδας σε μια απέραντη Ειδική Οικονομική Ζώνη (ΕΟΖ) που αυτό θα σημάνει και τη μετατροπή της χώρας σε «μπανανία», δηλαδή χώρα – προτεκτοράτο με υποθηκευμένη τη λεηλατημένη τη δημόσια περιουσία και πλούτο, με εργαζόμενους με εξευτελιστικούς μισθούς, χωρίς εργασιακά δικαιώματα, πενιχρές συντάξεις και περιορισμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Δυόμιση χρόνια μετά την εγκαθίδρυση του ΔΝΤ και της Τρόικας και το ρολόϊ της Ιστορίας γυρίζει για τον ελληνικό λαό στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, αφού το εισόδημα των εργαζομένων έχει μειωθεί κατά 50% , η στατιστική τιμή της ανεργίας προσεγγίζει το 24% και 55% στη νεολαία, χιλιάδες νέοι και άνεργοι τραβούν το δρόμο της μετανάστευσης. Την ίδια ώρα που οι μισές από τις μεγάλες επιχειρήσεις παρουσιάζονται κερδοφόρες για το 2011, βάσει των επίσημων ισολογισμών που επεξεργάστηκε η εταιρεία ICAP! Από την πλευρά της η κυβέρνηση και τα διαπλεκόμενα Μ.Μ.Ε. προσπαθούν να πείσουν ότι «πρωταθλητές» στη φοροδιαφυγή είναι οι μικρομεσαίοι με βάση και την έρευνα ότι σε 28 δις ευρώ ανέρχονται φορολογητέα εισοδήματα που απέκρυψαν το 2009 οι επιτηδευματίες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες. «Σιωπούν», όμως, για τη νόμιμη φοροαπαλλαγή, τη συστηματική και διαχρονική φοροδιαφυγή των εκατοντάδων δις από την οικονομική ελίτ που αποδεικνύεται από τις καταθέσεις στις τράπεζες της Ελβετίας και άλλων χωρών. 

Είναι, μάλιστα, τόσο μεγάλη η κερδοσκοπική μανία και η υποτέλεια της ελληνικής αστικής τάξης που ακόμα και η Α. Μέρκελ δήλωσε ότι: «πολλοί πλούσιοι που έχουν ζήσει στην Ελλάδα μαζί με τα λεφτά τους έχουν εγκαταλείψει προ πολλού τη χώρα και δεν συνεισφέρουν το μερίδιό τους γιοα τη χώρα τους». (Από τον ημερήσιο τύπο, 18 – 9 – 12).

Με το σκηνικό της απάτης και της δημαγωγίας παίζεται το θέατρο της «σκληρής διαπραγμάτευσης» της κυβέρνησης με την Τρόϊκα, χωρίς να μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα της κοινωνικής κόλασης. Υπάρχει, λοιπόν, ελπίδα;

Η ελπίδα πάντα υπάρχει και δεν είναι άλλη από τους κοινωνικούς αγώνες που αποτελούν την ατμομηχανή της ιστορικής εξέλιξης. Αρκεί όλοι μας να βρούμε το σθένος και να ορθώσουμε το ανάστημά μας παραμερίζοντας τις σειρήνες της ηττοπάθειας και της μοιρολατρίας. 

Μα, μπορούν να νικήσουν σήμερα οι αγώνες στο έδαφος του υποταγμένου συνδικαλισμού και με συνδικαλιστές που νοιάζονται για τα κομματικά και προσωπικά τους συμφέροντα θα αντιτείνουν πολλοί καλοπροαίρετοι, αλλά και κακοπροαίρετοι.

Ας αποτινάξουμε τη σκουριά της προπαγάνδας κυβέρνησης και Μ.Μ.Ε. που πρόσφατα βρήκαν ευκαιρία να ξιφουλκίσουν ενάντια στο συνδικαλισμό γενικεύοντας την όντως προνομιακή και σκανδαλώδη ρύθμιση από τη δικτατορία του Ι. Μεταξά για συνταξιοδότηση μιας χούφτας συνδικαλιστών, προέδρων και γενικών γραμματέων, στον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για τα δικά τους παιδιά που εκφράζουν τα συμφέροντα και στηρίζουν τις πολιτικές τους. Σάρκα από τη σάρκα τους είναι. Άπειρες φορές η Αριστερά των κοινωνικών αγώνων και όχι του κοινοβουλίου έχει καταγγείλει τα προνόμια, τη διαπλοκή με τα κόμματα εξουσίας και το κράτος της συνδικαλιστικής αριστοκρατίας.

Γι αυτό και δεν εκπλήσσει η στάση αγώνων που είχαν κηρύξει η ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ μετά τις 12 Φλεβάρη. Οι ελεγχόμενες από ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ συνδικαλιστικές ηγεσίες τος έχουν καθηλώσει το συνδικαλιστικό κίνημα σε ρόλο παθητικού θεατή της κυβερνητικής επίθεσης.

Η ανασυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος αποτελεί προϋπόθεση για την σωτηρία του λαού. Σήμερα, για να είναι χρήσιμο το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να συγκρουστεί αποφασιστικά με τις κυρίαρχες πολιτικές, να ενώνει τους εργαζόμενους ξεπερνώντας τόσο μικροπαραταξιακές λογικές και κομματικές περιχαρακώσεις, όσο και τις κυβερνητικές προσπάθειες διαίρεσης του κόσμου της δουλειάς. Παράλληλα οι χωριστές συγκεντρώσεις, η διάσπαση των σωματείων μπορεί να εξυπηρετούν κομματικές γραμμές και εν τέλει την κυβερνητική πολιτική, παρά την φραστική καταδίκη της, αλλά όχι τους εργαζόμενους.

Γνωρίζοντας τις δυσκολίες και κόντρα στις σειρήνες του συμβιβασμού και του απομονωτισμού να βαδίσουμε στο δρόμο των ενιαίων και μαζικών αγώνων για την ανατροπή των μνημονιακών μέτρων. Η ανατροπή της σημερινής βαρβαρότητας δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα της ατομικής και συλλογικής δράσης και αντίστασης.

«Το ζήτημα πια έχει τεθεί:

Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε…

ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο

απέναντί τους».

Μ. Κατσαρός.

 

* Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκαπίδευσης» και του Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε.


ΠΗΓΗ: 21/9/2012 http://www.live-pro.gr/arthra/….B1

17-6-2012: Πρώτες σκέψεις – ίσως εν θερμώ

Πρώτες σκέψεις (ίσως εν θερμώ) για το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου

 

Του Γιώργου Ντάφλου

 

 

Το αποτέλεσμα της 17ης Ιούνη αποτελεί σαφώς υποχώρηση σε σχέση με αυτό της 6ης Μάη. Οι δυο κύριες μνημονιακές δυνάμεις (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) από 32% και 149 έδρες βρέθηκαν στο 42% και στις 162 έδρες. Έτσι τα βήματα που έγιναν στις 6 Μάη όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκαν αλλά είχαμε πισωγύρισμα και αυτό φυσικά δημιουργεί απογοήτευση σε μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας. Η μεγάλη αλλά όχι αρκετή για τη πρωτιά άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην μεταφορά ψήφων από την πανωλεθρία των άλλων αριστερών σχηματισμών (ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλπ). Το ΚΚΕ έχασε περίπου το 50%  και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το 70% των ψήφων τους.

Ο φόβος, οι εκβιασμοί και η πρωτοφανής τρομοκρατία που ασκήθηκε από το εσωτερικό και το εξωτερικό έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ψήφο του Ελληνικού λαού και ξαναγύρισε ένα σημαντικό κομμάτι στο μνημονιακό μπλοκ. Αρνητικό ρόλο έπαιξε και η στάση του ΚΚΕ που μιλούσε για τον κίνδυνο της άτακτης χρεοκοπίας με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Από την 6η Μάη πίστευα ότι είναι πολύ δύσκολο να αντέξει μόνος του ο ΣΥΡΙΖΑ την επίθεση (παρόλο το στρογγύλεμα των θέσεων του) που θα εντείνονταν από τα ντόπια και τα ξένα κέντρα. Δυστυχώς οι άλλοι πόλοι της αριστεράς ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποβάθμισαν την συγκεκριμένη πολιτική μάχη – για την εκλογική ανατροπή του μνημονιακού μπλοκ που θα περιείχε κι έναν ισχυρό συμβολισμό –  λες και το επίδικο των εκλογών ήταν η λαϊκή εξουσία και η αντικαπιταλιστική έξοδος από την ευρωζώνη αντίστοιχα. Δεν μπόρεσε έτσι να δημιουργηθεί  ένα πλατύ μέτωπο με τους τρεις σημαντικότερους πόλους  (ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και φυσικά και άλλα ρεύματα (όπως Καζάκης κ.α)  που θα έκανε κοινή κάθοδο με τους (ενδεικτικά) τρεις στόχους που ο Ευτύχης Μπιτσάκης έθεσε εδώ και αρκετό καιρό:

1. Να μην πεινάσει ο κόσμος -που ήδη πεινάει

2. Σταματάμε να πληρώνουμε διότι δεν έχουμε λεφτά. Στο μέλλον θα δούμε τι θα κάνουμε

3. Έξω η τρόικα! Αποκτήσαμε κυβέρνηση νόμιμη με εκλογές

Φυσικά ο κάθε πολιτικός χώρος θα κρατούσε τους στρατηγικούς του στόχους που θα ήταν πεδίο ζυμώσεων και συγκρούσεων.

Όμως ο πόλεμος δεν τελείωσε! Πρέπει να κρατήσουμε ζωντανό αυτό που πετύχαμε τα 2,5 τελευταία χρόνια και να το μπολιάσουμε για τις μάχες που έρχονται. Και δημιουργία του μετώπου που προηγούμενα περιγράφηκε συνεχίζει να είναι ζητούμενο. Όμως θα έχουμε δυο καινούργιες δυσκολίες:

Η επιστροφή της ΝΔ στην ρητορική της ΕΡΕ του 50 προαναγγέλλει σκλήρυνση στάσης και αύξηση καταστολής με τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς.

Η ενδυναμωμένη παρουσία της Χρυσής Αυγής με σημαντικές δυνάμεις σε ρόλο συμπληρωματικού παρακρατικού-κρατικού μηχανισμού καταστολής.

Και ένα μικρό σχόλιο για τις δράσεις από δω και πέρα: Πέρα από τις γνωστές μορφές κινητοποιήσεων με πανεργατικές απεργίες(με 1,5 εκ ανέργους;) – συλλαλητήρια, καταλήψεις, χρειάζεται και η οργάνωση ενός παράλληλου δικτύου δράσεων και οργάνωσης της κοινωνίας. Η αυτοοργάνωση σε πολλούς τομείς της καθημερινότητας είναι σήμερα ζητούμενο. Το κίνημα της πατάτας, που εκδηλώθηκε το προηγούμενο διάστημα, είναι ένα πρόπλασμα για την οργάνωση που απαιτείται. Η ενίσχυση του συνεταιριστικού κινήματος και η παραγωγική ανασυγκρότηση στον πρωτογενή τομέα (γεωργία-κτηνοτροφία) πρέπει να αποτελέσουν την αιχμή της αριστεράς, που έχει το στελεχιακό δυναμικό να ενισχύσει αυτές τις δράσεις αρκεί να μην αυτό διατίθεται για παράλληλους μονολόγους σε ακροατήρια 25 ανθρώπων. Αλλιώς με τα λόγια «θα χτίζουμε παλάτια και ανώγεια»

 

Γιωργος Νταφλος, 19-6-2012

«Μνημονιακά» συμφέροντα: τον «υπέρ όλων αγώνα»

Τα «μνημονιακά» συμφέροντα δίνουν τον «υπέρ όλων αγώνα»

 

Του Μενέλαου Γκίβαλου*

 

Τα υπολείμματα του, πάλαι ποτέ κραταιού, δικομματισμού αποτελούν σήμερα τα τελευταία κομματικά «ράκη», τα έσχατα πολιτικά προκαλύμματα πίσω από τα οποία οι δυνάμεις της διαπλοκής, τα εγχώρια συστημικά συμφέροντα και οι δυνάμεις της ξένης κατοχής, «οι σταυροφόροι του Μνημονίου», δίνουν τον «υπέρ όλων αγώνα»…

Γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα ανήκουστα δεινά, ο εξευτελισμός, οι απηνείς επιθέσεις και οι εκβιασμοί τους οποίους υπέστη την τελευταία περίοδο ο ελληνικός λαός οδηγούν νομοτελειακά στην αλλαγή της ιστορικής «ατζέντας»:

Το πολιτικό και κοινωνικό «κεφάλαιο» το οποίο «κατατέθηκε» με την ψήφο των πολιτών στις 6 Μαΐου αποτελεί πλέον την αφετηρία ώστε στις 17 Ιουνίου ο ελληνικός λαός να ανοίξει οριστικά τον δρόμο για μια «νέα μεταπολίτευση», στην οποία τα καθεστωτικά πολιτικο-οικονομικά συμφέροντα θα απολέσουν την εξουσία την οποία σήμερα κατέχουν και ασκούν. Η «οικονομικο-πολιτική δικτατορία» που οδήγησε τη χώρα σε καθεστώς ξένης κατοχής, στην εξαθλίωση μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού και στη διάλυση της παραγωγικής – οικονομικής δομής νιώθει τώρα το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια της… Ο ελληνικός λαός «ξύπνησε», απαιτεί και επιβάλλει πλέον τους δικούς του όρους, παίρνει τη ζωή του, τις τύχες του, στα χέρια του.

Η λυσσώδης και απροκάλυπτη επίθεση, που παραπέμπει ευθέως στην εμφυλιοπολεμική περίοδο, μπορεί να στρέφεται σε επικοινωνιακό επίπεδο κατά του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας του, όμως στις ιστορικές συνθήκες που ζούμε αποτελεί ευθεία πολεμική κατά της κοινωνίας, κατά των πολιτών. Τα συστημικά-μνημονιακά συμφέροντα θέλουν να αποτρέψουν την καθεστωτικού χαρακτήρα ήττα τους που επέρχεται στις 17 Ιουνίου και όχι απλώς να παρέμβουν στον κομματικό ανταγωνισμό για να ευνοήσουν τους εκλεκτούς τους: ΔΙΝΟΥΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥΣ. Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, τα μνημονιακά πολιτικά πρόσωπα και κόμματα αποτελούν τον «μπερντέ», το θεσμικό προκάλυμμα πίσω από το οποίο «νομιμοποιούν» τη δράση τους τα συμφέροντα αυτά. Αυτός είναι ο βαθύτερος ιστορικός χαρακτήρας της αναμέτρησης που εξελίσσεται την κρίσιμη αυτή περίοδο.

Δεν επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του τον ρόλο τον οποίο σήμερα αναλαμβάνει. Η ίδια η ιστορική συγκυρία, η βίαιη κατάρρευση του πολιτικού – κομματικού συστήματος, ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ σε εκφραστή της μιας πλευράς της κυρίαρχης αυτής ιστορικής αντιπαράθεσης.

Δεν είναι εύκολο ένα κόμμα το οποίο εξαντλούσε την κοινωνική – εκλογική του επιρροή σε ποσοστά της τάξης του 5-6% να «ωριμάσει» μέσα σε λίγες εβδομάδες και να ανταποκριθεί στον ρόλο του «εν δυνάμει» κυβερνητικού σχηματισμού.

Η Ιστορία όμως μας έχει διδάξει ότι στις εποχές των ιστορικών κρίσεων, όπου διακυβεύονται ύψιστα αγαθά και αξίες όπως η επιβίωση, η ελευθερία, η αξιοπρέπεια ενός λαού, ο ιστορικός χρόνος «συμπυκνώνεται» και μπορεί να οδηγήσει σε νέες διεξόδους, τις οποίες δεν μπορούσαμε πριν να φανταστούμε…

Υπάρχουν ασφαλώς πολλές και σοβαρές επιφυλάξεις για τη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας του να κατανοήσουν το βάθος της ιστορικής συγκυρίας και να μπορέσουν να ανταποκριθούν. Δεν αναφερόμαστε βεβαίως στη λασπολογία, στις κινδυνολογίες, στα έωλα επιχειρήματα, στις συκοφαντίες τις οποίες εξαπολύουν συστηματικά από την 7η Μαΐου και μετά οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί και οι πολιτικοί-κομματικοί αναπαραγωγοί τους, που περιφέρονται επί 24ώρου βάσεως στα συστημικά ΜΜΕ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του θα πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν απευθύνονται πλέον στο 5% ούτε καν σε μια εκλογική-κοινωνική βάση – που θα υπερβεί πιθανότητα το 30% στις εκλογές – ούτε ακόμα σε μια μεγάλη πλειοψηφία που ψήφισε τους αποκαλούμενους «αντι-μνημονιακούς» σχηματισμούς: Απευθύνονται σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό και θα πρέπει μέσα από ένα συντεταγμένο και συνεκτικά οργανωμένο πρόγραμμα, μέσα από έναν σαφή και ενοποιημένο πολιτικό λόγο να αναδείξουν τις τομές και τα βήματα μιας πορείας που οδηγεί στη διέξοδο.

Τον φόβο, τις ανοικτές απειλές περί καταστροφής, τους εκβιασμούς, το «κρεματόριο του τρόμου», στο οποίο επιχειρεί να οδηγήσει τον ελληνικό λαό η ΝΔ, η ηγεσία της και τα συμφέροντα που τη στηρίζουν, μπορούν να τα ακυρώσουν τα θεμελιωμένα επιχειρήματα, τα πολιτικά και οικονομικά προγράμματα, οι βασικές επιλογές που θα θέσουν τέρμα στον καταστροφικό κατήφορο.

Η 17η Ιουνίου όπως και η 6η Μαΐου μπορούν να αποτελέσουν κρίσιμους ιστορικούς σταθμούς, ώστε η ελληνική κοινωνία να πιστέψει στις δυνάμεις και στις δυνατότητές της και να διαμορφώσει τους όρους τόσο για τη ριζική ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος όσο και για την ίδια την επιβίωσή της.

Η απώλεια αυτής της ιστορικής ευκαιρίας ίσως καταδικάσει οριστικά την πατρίδα μας και τον λαό μας σε ένα μακροπρόθεσμο καθεστώς υποτέλειας και κοινωνικής και οικονομικής απαξίωσης που θα συγκρίνεται με τις συνέπειες μιας πολεμικής ήττας.

 

* Ο Μενέλαος Γκίβαλος είναι Αναπλ. Καθηγητής της πολιτικής επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αυτοί οι αγώνες δεν δικαιώθηκαν, ούτε χαμένοι πήγαν

Αυτοί οι αγώνες δεν δικαιώθηκαν, αλλά δεν πήγαν και χαμένοι

(Σταχυολόγηση από μια 20ετία αγώνων στην εκπαίδευση)

 

Του Σάββα Μετοικίδη*

 «Φτάνεις κι εσύ κάποτε να πιστέψεις πως σάπισαν

όλα τα περάσματα πως αμείλιχτοι φύλακες

στέκονται ορθοί σε κάθε γωνιά.

Πολλές φορές η νύχτα ξέρει να σου μιλά σα μια

θανάσιμη ηδονική φίλη μα εσύ δε θες να την ακούς,

ζητάς μια λάμπα, τίποτε άλλο από μιαν ελάχιστη λάμπα,

μια λάμπα τόσο ταπεινή μέσα σε τούτο το σκοτάδι».

Μανόλης Αναγνωστάκης «Εποχές 2»

Μετά την περσινή μας απεργία αναπτύσσεται ένας, καλοπροαίρετος κατά βάση, προβληματισμός από συναδέλφους που μάτωσαν στο μεγαλειώδη αγώνα των έξι βδομάδων σχετικά με την αποτελεσματικότητα των απεργιών και το «τι να κάνουμε» από εδώ και πέρα. Η ψυχολογία μας πέρασε από μεγάλες διακυμάνσεις και σε όλους τους συνταξιδιώτες του επικού φθινοπώρου του ’07 έμεινε μια στυφή γεύση, που γίνεται πίκρα όταν συναντιόμαστε, αραιά και πού, στις 24ωρες πορείες – λιτανείες της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ.

Συνέχεια

Τι δεν καταλαβαίνεις;… [Για τους μισθούς]

Τι δεν καταλαβαίνεις;… [Για τους επερχόμενους μισθούς]

 

Του Νίκου Μπογιόπουλου

 

«Δεν καταλαβαίνω τη συζήτηση που μας συγκρίνει με μισθούς Βουλγαρίας», αναφωνούσε με τίμια απορία – μα και με απροσποίητη ενόχληση – ο πρώην υπουργός Οικονομικών και νυν Περιβάλλοντος, ο Γ. Παπακωνσταντίνου, μιλώντας πριν λίγες μέρες σε τηλεοπτικό σταθμό.

Άρα, λοιπόν, τέτοιο θέμα, όπως επέμεινε ο κύριος υπουργός, όχι μόνο δεν τίθεται, αλλά και κακώς συζητείται…

Δεν θα ισχυριστούμε ότι ο κ. Παπακωνσταντίνου είναι ψεύτης. Ας του… πιστώσουμε, δηλαδή, πως ενδεχομένως να αγνοεί το γεγονός ότι:

Είναι ο συνάδελφός του στην κυβέρνηση (τυγχάνει και κυβερνητικός εκπρόσωπος, μάλιστα) ο Παντελής Καψής, ο οποίος – από το ίδιο κανάλι που ο Παπακωνσταντίνου απορούσε με τη συζήτηση περί μισθών Βουλγαρίας – στην ερώτηση «θα πάτε τους μισθούς στα 300 ευρώ;» εκείνος απαντούσε: «Γιατί, ξέρετε εσείς κάποια άλλη λύση;»…

Όταν συνεπώς ο Παπακωνσταντίνου πληροφορηθεί κάποτε τη δήλωση Καψή, και εφόσον η συζήτηση περί μισθών Βουλγαρίας του φαίνεται τόσο… ακαταλαβίστικη (του Παπακωνσταντίνου), δεν έχει παρά να σηκώσει το ακουστικό του τριψήφιου υπουργικού του τηλεφώνου, να πάρει τον Καψή, για να του δώσει (ο Καψής) να την… καταλάβει.

*

Δεν θα ισχυριστούμε, επίσης, ότι ο Παπακωνσταντίνου είναι υποκριτής και φαρισαίος. Άνθρωπος είναι κι αυτός, μπορεί να του ξέφυγε, μπορεί το μάτι του και το αυτί του να μην πήραν χαμπάρι την εικόνα της Λαγκάρντ (η οποία μεταδόθηκε στα ΜΜΕ δεκάδες φορές).

Μπορεί με δυο λόγια να μη γνωρίζει ο καλός υπουργός ότι ήταν η Λαγκάρντ, η διευθύντρια του ΔΝΤ, εκείνη η οποία κάλεσε τους Έλληνες εργαζόμενους να ζήσουν με μισθούς Κροατίας.

Εδώ, βέβαια, ας βάλουμε μια υποσημείωση: Ίσως ο Παπακωνσταντίνου τις συζητήσεις που μας συγκρίνουν με μισθούς Κροατίας να τις… καταλαβαίνει και να μην του προκαλούν αρνητικά συναισθήματα. Πιθανώς, η αλλεργία του να φουντώνει μόνο με τις άλλες συζητήσεις. Εκείνες που μιλούν για μισθούς Βουλγαρίας.

Λογικό: Άλλο Κροατία, άλλο Βουλγαρία. Μην το κάνουμε τώρα «τι Λοζάνη, τι Κοζάνη»…

*

Εντούτοις, παρά την καλόπιστη διάθεσή μας, παρ' ότι δεν έχουμε κανένα λόγο να θεωρούμε τον Παπακωνσταντίνου ψεύτη, υποκριτή και φαρισαίο (σσ: βλέπετε εσείς κανένα λόγο για κάτι τέτοιο;), δεν κρύβουμε ότι μπήκαμε στον πειρασμό να τον θεωρήσουμε… αδιάβαστο, όπως ο άλλος συνάδελφός του, ο Χρυσοχοΐδης (που όση αμέλεια έδειξε στην ανάγνωση του μνημονίου με την τρόικα, τόση επιμέλεια επιδεικνύει να γράφει στα παλιά του τα παπούτσια κάθε μνημόνιο ανθρωπιάς στο θέμα των μεταναστών).

Ο Παπακωνσταντίνου έχει φυσικά τα ελαφρυντικά του:

Το δεύτερο μνημόνιο στο οποίο προχώρησαν οι «σωτήρες» του τόπου ανέρχεται σε πολλές εκατοντάδες σελίδες. Έτσι δεν αποκλείεται η σελίδα 427 του μνημονίου να του ξέφυγε.

Και να που – κατά μια διαβολεμένη σύμπτωση – ακριβώς σε αυτή τη σελίδα είναι, στην σελίδα 427 του μνημονίου, όπου αναφέρονται όλα όσα… δεν καταλαβαίνει ο Παπακωνσταντίνου και συγκεκριμένα τα εξής:

*

«Τα μέτρα αυτά (σσ: μειώσεις μισθών κλπ) θα δώσουν τη δυνατότητα μείωσης της απόκλισης στο επίπεδο του κατώτατου μισθού σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας (Πορτογαλία, Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη)»!

*

Να επομένως από πού ξεκινάει η συζήτηση περί μισθών Βουλγαρίας (που ο Παπακωνσταντίνου… δεν την καταλαβαίνει): Από το γεγονός ότι ο Παπακωνσταντίνου και οι όμοιοί του, όχι μόνο το… συζητούν να μας πάνε σε μισθούς Βουλγαρίας (Ρουμανίας, Λετονίας, Αλβανίας κλπ), όχι μόνο το σκέφτονται, αλλά το αποφάσισαν κιόλας!

Το ψήφισαν! Το έκαναν νόμο του κράτους με ισχύ μέχρι το… 2042!

Και τώρα τι κάνουν; Με το πιο αθώο ύφος του ανήξερου, ζητούν την ψήφο του λαού ώστε να τους λυθούν τα χέρια για να διαπράξουν αμέσως μετά τις εκλογές ένα προειλημμένο έγκλημα. Ένα έγκλημα που, όμως, οι ίδιοι εκείνοι που το αποφάσισαν, ισχυρίζονται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ότι… δεν το έχουν καταλάβει!

 

ΠΗΓΗ: Τετάρτη 4 Απρίλη 2012, Σελίδα 3, http://www1.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=6782581

Μισθολογικό κόστος και ανταγωνιστικότητα

Μισθολογικό κόστος και ανταγωνιστικότητα

 

Του Κοσμά Ιατρίδη*

 

Στην 90η θέση της παγκόσμιας κατάταξης της ανταγωνιστικότητας ανάμεσα σε 142 χώρες από όλο τον κόσμο, βρίσκεται η Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα του World Economic Forum. Η έρευνα δείχνει ότι η Ελλάδα είναι λιγότερο ανταγωνιστική από γειτονικές χώρες όπως η Ρουμανία, η Αλβανία και το FYROM, αλλά και την Μποτσουάνα, τη Γουατεμάλα και το Λίβανο και βρίσκεται στην τελευταία θέση σε ανταγωνιστικότητα μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρώτη στην κατάταξη έρχεται η Ελβετία, ακολουθούμενη από την Σιγκαπούρη που παραγκώνισε την Σουηδία στην τρίτη θέση. Στην συνέχεια της λίστας βρίσκονται η Φιλανδία , οι Η.Π.Α., η Γερμανία, η Ολλανδία, η Δανία, η Ιαπωνία και η Βρετανία καταλαμβάνοντας τις θέσεις 4 ως 10 αντίστοιχα.

Με μία πρώτη ανάγνωση μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το μισθολογικό κόστος δεν είναι ο κύριος παράγοντας που η Ελλάδα βρίσκεται σε τόσο χαμηλή θέση στους δείκτες της ανταγωνιστηκότητας, καθώς, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, οι 9 στις 10 χώρες που βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα της λίστας έχουν υψηλότερο μέσο αλλά και βασικό μισθό. 

Για του λόγου το αληθές με βάση τα στοιχεία της Ομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Εργοδοτικών Οργανώσεων (FedEE) για το οικονομικό έτος 2011, οι μεικτές κατώτερες αμοιβές στον πυρήνα της Ευρωζώνης, διαμορφώθηκαν ως εξής:

Χώρα              Κατώτερος μισθός     Κύρωσης της τελευταίας συμφωνίας

Λουξεμβούργο      1,757.56 ευρώ                   01/01/2011
Βέλγιο                 1,498.87 ευρώ                   05/01/2011
Ιρλανδία              1499,33 ευρώ                     01/07/2011
Ολλανδία             1,424.40 ευρώ                   01/01/2011
Γαλλία                 1,365.00 ευρώ                   01/01/2011
Αυστρία               1.000 ευρώ                        1/01/2009
Κύπρος                909,00 ευρώ                      01/04/2011
Ελλάδα                739,56 ευρώ                    15/07/2010

Μάλτα                  664,95 ευρώ                      01.01.2011
Ισπανία                 653 ευρώ                          01/03/2011
Πορτογαλία           485 ευρώ                          01/01/2011
Σλοβακία              317,00 ευρώ                      01/01/2011
Εσθονία                278,02 ευρώ                      01/01/2008

(Στον πίνακα δεν αναφέρονται η Γερμανία, η Ιταλία και η Φινλανδία διότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από την FedEE)

Ο ελάχιστος μηνιαίος μισθός έχει καθιερωθεί σε 20 από τα 27 κράτη – μέλη (Βέλγιο, Ισπανία, Εσθονία, Ελλάδα, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ολλανδία, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία, Τσεχία, Βουλγαρία, Ρουμανία και Ηνωμένο Βασίλειο). Από τα παραπάνω στοιχεία  παρατηρουμε , ότι αν και κάποιες χώρες έχουν (ή είχαν μέχρι πρότινος) χαμηλότερο βασικό μισθό από αυτόν της Ελλάδος, έχουν αρκετά μεγαλύτερο μέσο μηνιαίο εισόδημα . Παραδείγματος χάριν η Ισπανία όπου ο μέσος μισθός είναι 1757 ευρώ ενώ στην Ελλάδα αγγίζει τα 1447 ευρώ σύμφωνα με το περιοδικό Forbes και στοιχεία της Eurostat για την χρονιά του 2010. Αλλά ακόμα και η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας δεν στηρίζεται στο χαμηλό μισθολογικό κόστος. Σύμφωνα με έρευνα του Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) του Βερολίνου τα 2/3 των εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης στη Γερμανία (14,9 εκατομμύρια εργαζόμενοι) έχουν μηνιαίο εισόδημα 2922 ευρώ μεικτά. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων το 2009 αντιστοιχούσε στο 94% των Βορειοευρωπαίων (Eurostat). Για την χρονιά του 2011 έκθεση του ινστιτούτου εργασίας της ΓΣΕΕ, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ έδειξε ότι η αγοραστική δύναμη όσων έχουν την ατυχία να αμείβονται μόνο με τον κατώτερο μισθό,  έχει υποχωρήσει σε προ του 1984 επίπεδα.

Τίθεται όμως το ερώτημα: πως ορίζεται η ανταγωνιστικότητα και με ποιους παράγοντες συνδέεται;

Ανταγωνιστικότητα είναι ο βαθμός στον οποίο ένα κράτος μπορεί, υπό συνθήκες ελεύθερης και δίκαιης αγοράς, να προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες που πληρούν τα κριτήρια των διεθνών αγορών, διατηρώντας και αυξάνοντας ταυτόχρονα τα πραγματικά εισοδήματα των ανθρώπων μακροχρόνια.(OECD 1992: 237)

Στην κυρίαρχη οικονομική θεώρηση η ανταγωνιστικότητα ορίζεται ως το αντίστροφο του Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας (unit labor c

ost). Το Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας ορίζεται ως εξής: Ο λόγος του κόστους εργασίας ανά εργαζόμενο, (μισθολογικό κόστος + μη μισθολογικό κόστος), ως προς τον αριθμό μονάδων προϊόντος ανά εργαζόμενο, δηλαδή την παραγωγικότητα της εργασίας του. Δηλαδή το μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι το κόστος για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος.

Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται άμεσα από 5 παράγοντες: (1) το μισθολογικό κόστος, (2) το μη-μισθολογικό κόστος, (3) την απόδοση του εργαζομένου, δηλαδή την παραγωγικότητα της εργασίας του (4) την συναλλαγματική ισοτιμία όταν πρόκειται για εξαγωγές σε χώρες με διαφορετικό νόμισμα (5) και το γενικότερο οικονομικό – φορολογικό και θεσμικό πλαίσιο που προσφέρει μία χώρα στους επιχειρηματίες, δηλαδή το κατά πόσον ευνοεί τις επενδύσεις.

Άμεση απόρροια τον παραπάνω είναι ότι το κόστος εργασίας είναι συσχετισμένο με την παραγωγικότητα, και κατά συνέπεια την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας, αλλά δεν αποτελεί τη μοναδική αλλά ούτε καν την ισχυρότερη ερμηνευτική μεταβλητή. Είναι χαρακτηριστικό ότι χώρες με υψηλό κόστος εργασίας παρουσιάζουν υψηλή παραγωγικότητα όπως η Νορβηγία, η Γερμανία, το Βέλγιο και οι ΗΠΑ ενώ χώρες με χαμηλό κόστος εργασίας παρουσιάζουν χαμηλή παραγωγικότητα, όπως η Πολωνία, η Εσθονία, η Λιθουανία και η Ουγγαρία.

(Επίπεδο παραγωγικότητας και Κόστος Εργασίας το 2010. Στοιχεία για τον τομέα μεταποίησης ανά ώρα εργασίας, Δείκτης για Γερμανία = 100)

Από τον πίνακα προκύπτει πως δεν προσδιορίζεται μία άμεση σχέση του κόστους εργασίας, δηλαδή του μισθολογικού κόστους συμπεριλαμβανομένου και του μη μισθολογικού κόστους, με την παραγωγικότητα, αν δεν εξετάζονται όλοι οι παράπλευροι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν το επιχειρηματικό κλίμα μίας χώρας. Ακόμα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι χώρες με το ίδιο εργατικό κόστος, όπως η Ελλάδα και η Νότιος Κορέα (36 και 37 αντίστοιχα) έχουν τεράστια απόκλιση στην παραγωγικότητα (49 και 72 αντίστοιχα) και κατά συνέπεια στην ανταγωνιστικότητα. Αυτό είναι ακόμα μία απόδειξη ότι στο μισθολογικό κόστος αποδίδεται πολύ μεγαλύτερη σημασία από την πραγματική του αξία σαν στοιχείο υποβοήθησης της ανταγωνιστικότητας.

Επίσης δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε και το γνωστό στην οικονομία ως "παράδοξο του Kaldor" σύμφωνα με το οποίο, χώρες οι οποίες μεταπολεμικά επέδειξαν τη μεγαλύτερη αύξηση του εργασιακού κόστους, πήραν επίσης και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Αλλά και ακόμα μία ανάλυση μιας διαφορετικής περιόδου, 1978-1994, που έγινε από τον Fagerber επιβεβαίωσε το παράδοξο του Kaldor, ότι η αντίληψη ότι μικρό μισθολογικό κόστος οδηγεί σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να αποδειχθεί ιστορικά.

Αλλά ακόμα και η ίδια η μέτρηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας (αντίστροφο της ανταγωνιστικότητας) στην Ελλάδα δεν μπορεί να εκτιμιθεί με ακρίβεια. Παρακάτω παραθέτουμε γράφημα με την χρονική εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας μετρημένο από τους πλέον αξιόπιστους οργανισμούς. Μπορούμε να παρατηρήσουμε την τεράστια απόκλιση ως προς τον υπολογισμό της ακριβής τιμής .

Ένα επιπρόσθετο στοιχείο είναι η έρευνα που έγινε από την ΓΣΕΒΕΕ τον Ιανουάριο του 2012 και αφορούσε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δηλαδή την ραχοκοκκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Τα ευρήματα ήταν ενδεικτικά για το κατά πόσον οι ίδιοι επι χειρηματίες θεωρούν "φρένο" στην ανάπτυξη της επιχείρησης τους το μισθολογικό κόστος.

 Και ο ΣΕΒ μέσω του προέδρου του κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλου, πρότεινε να τηρηθεί η Εθνική Σύμβαση για φέτος μέχρι τη λήξη της τον Δεκέμβριο, χωρίς μειώσεις ως προς τον κατώτατο μισθό και τον 13ο και 14ο μισθό. Σε αυτό είχαν συμφωνήσει και η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου, η Γενική Συνομοσπονδία Εμποροβιοτεχνών και ο Συνδέσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων.

Και ενώ δεν υπάρχει ουδεμία επιστημονική απόδειξη ότι η μείωση του μισθολογικού κόστους οδηγεί σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, και ενώ όλοι οι κοινωνικοί εταίροι τον Φεβρουάριο είχαν συμφωνήσει ότι δεν τίθεται θέμα βασικού μισθού, οι απαιτήσεις της Τρόικας συνεχίζουν να κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που ψηφίστηκε η μείωση του βασικού μισθού κατά 22% και οι επιταγές της τρόικας για τον Ιούνιο, στην επικαιροποίηση του μνημονίου 2, είναι νέα μείωση τουλάχιστον κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Οι ελπίδες για πτώση των τιμών στις υπηρεσίες και τα αγαθά αποδείχτηκαν αβάσιμες. Οικονομικές ιδεολογικές αγκυλώσεις εν είδη θρησκευτικής πίστεως οδηγούν σε περικοπές μισθών, ενώ το αποτέλεσμα είναι η ύφεση, η πτώση της ζήτησης και η συρρίκνωση του ΑΕΠ, πράγμα που με την σειρά του οδηγεί σε μεγαλύτερο χρέος, ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από το ζητούμενο.

Σαφέστατα στην ελληνική οικονομία πρέπει να αλλάξουν πολλά . Όσο επιζήμιες είναι οι πολιτικές που υποστηρίζουν το αντίθετο και επιζητούν την στασιμότητα , τόσο επιζήμιες είναι και οι πολιτικές που οδηγούν στην οικονομική οπισθοδρόμηση στην 10ετία του 80. Διότι αυτό είναι το αποτέλεσμα της εδώ και 2 χρόνια ακολουθούμενης πολιτικής. Η πραγματική ανάπτυξη θα έρθει με επεμβάσεις καίριας σημασίας, όπως ο περιορισμός της γραφειοκρατίας, η ουσιαστική ενίσχυση της διαφάνειας, η έγκαιρη απονομή δικαιοσύνης, η ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου, η οργάνωση και τόνωση της επιστημονικής έρευνας, η συνεχής και υψηλού επιπέδου κατάρτιση των εργαζομένων, η βελτίωση των υποδομών, η ολοκλήρωση της μηχανοργάνωσης και γενικά η ψηφιοποίηση στο δημόσιο τομέα, η δημιουργία ενός απλού, ξεκάθαρου και σταθερού φορολογικού συστήματος και γενικότερα την βελτίωση της λειτουργίας του κρατικού τομέα. Αυτές είναι οι προϋποθέσ6εις της ανταγωνιστικότητας και της δόμησης ενός πραγματικά σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους. Γιατί είναι πραγματικά εφικτή η μετεξέλιξη της Ελλάδος σε ένα κράτος με εύρυθμη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς ταυτόχρονα με την συνύπαρξη των κοινωνικών δικαιωμάτων που την κατατάσσουν στον δυτικό και όχι στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

 

* Ο Κοσμάς Ιατρίδης διδάσκει στο Aristotle University of Thessaloniki

 

ΠΗΓΗ: 21-03-2012, http://politicaldoubts.com/index.php/oikonomia-anaptixi/62-antagonistikotita.html

Τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς… ΙΙ

Τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς… (σημειώσεις για ένα εναλλακτικό παραγωγικό πρότυπο) – Μέρος ΙΙ

 

Του Παναγιώτη Σωτήρη


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι 4. κοινωνικές συμμαχίες

Όλα αυτά απαιτούν και μια νέου τύπου συμμαχία ανάμεσα στις δυνάμεις της εργασίας και άλλα κοινωνικά στρώματα. Δείξαμε ήδη με ποιο τρόπο μπορεί να υπάρξει μια πλατιά συμμαχία με τα μικρομεσαία αγροτικά στρώματα στην κατεύθυνση ενός σύγχρονου συνεταιριστικού κινήματος που θα βάζει διαρκώς αναβαθμισμένες μορφές συλλογικής διαχείρισης και οργάνωσης, σε ρήξη με τη λογική της ατομικής αγροτικής «επιχειρηματικότητας» που σήμερα προτείνεται. Αντίστοιχα, οι δυνάμεις της διανοητικής εργασίας μπορούν να αποτελέσουν κομμάτι μιας συλλογική προσπάθειας εναλλακτικής ανάπτυξης, υπό την προϋπόθεση ότι υπερβαίνουν τον ελιτισμό και λειτουργούν με συνείδηση ότι είναι τμήμα του συλλογικού εργαζομένου.

Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να δούμε και άλλα στρώματα. Σήμερα η κυρίαρχη πολιτική ετοιμάζεται να συντρίψει σημαντικό μέρος των αυτοαπασχολούμενων και των μικρών επιχειρήσεων, ιδίως μέσα από μια παρατεταμένη ύφεση. Τα στρώματα αυτά μπορούν να αποτελέσουν κομμάτι μιας ευρύτερης κοινωνικής συμμαχίας, υπό την προϋπόθεση ότι αποδέχονται και στοιχεία μετασχηματισμού του ρόλου τους: θα τους δοθεί η δυνατότητα επιβίωσης, απαλλαγής από μορφές ανταγωνισμού που τους αποδιαρθρώνουν, ένταξη σε εμπορικά δίκτυα που δεν θα μετακυλούν τεράστιο κόστος στους καταναλωτές, ορθολογική φορολόγηση, αλλά και ταυτόχρονα θα πρέπει να αποδεχτούν ότι δεν θα μπορούν να στηρίζονται ούτε στην υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, ούτε στην αξιοποίηση του προνομιακού ρόλου τους έναντι του καταναλωτή.

5. Ο μετασχηματισμός των παραγωγικών σχέσεων

Κομμάτι όλης αυτής της διαδικασίας δεν μπορεί παρά να είναι ένα αίτημα μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων. Αυτό θα είναι και σε τελική ανάλυση το καθοριστικό πεδίο που θα διαμορφώνει ένα διαφορετικό υλικό συσχετισμό δύναμης μέσα στην παραγωγή. Γιατί είναι προφανές ότι η τυπική αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας δεν συνιστά και μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων, κάτι που καταγράφηκε και ως όριο των περισσότερων αποπειρών σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αυτό σημαίνει ότι τα βήματα προς την ενίσχυση της δημόσιας ιδιοκτησίας και της έμφασης στην αυτοδύναμη ανάπτυξη πρέπει να συνδυαστούν με μεγάλους πειραματισμούς με μη καπιταλιστικές μορφές οργάνωσης της εργασίας που να στηρίζονται στη συλλογικότητα, την αμφισβήτηση ιεραρχιών και αυθεντιών και την απόπειρα υπέρβασης της διάκρισης διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Ένας τέτοιος πειραματισμός για νέες μη εκμεταλλευτικές και μη ιεραρχικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής, που δίνει μια άλλη πιο στρατηγική διάσταση στην αναγκαία εργατική δημοκρατία μέσα στην παραγωγή, απαιτεί και τομές εκτός παραγωγής, κύρια σε ό,τι αφορά την κοινωνικοποίηση της γνώσης και της τεχνογνωσίας και τη διάχυση του «μυστικού της γνώσης». Η σύγχρονη εργατική δύναμη, πολύ πιο «διανοητική» στην ίδια την οντολογία της, με τις αυξημένες γνωσιακές και επικοινωνιακές δεξιότητες, μπορεί να παίξει πρωτοπόρο ρόλο σε αυτό τον πειραματισμό.

6. Ο επαναπροσδιορισμός της ευημερίας

Όλα αυτά απαιτούν επαναπροσδιορισμό της ευημερίας. Πολλές φορές η Αριστερά την όρισε ποσοτικά, ως μια δίκαια κατανεμημένη οικονομική μεγέθυνση. Εδώ δεν μιλάμε γι’ αυτό, αλλά για την ποιότητα της δημόσιας και δωρεάν παιδείας και υγείας, τη μείωση του χρόνου εργασίας την ανάπτυξη εκτεταμένου συστήματος δημόσιων συγκοινωνιών, τη μείωση του άγχους της ανασφάλειας και του κοινωνικοοικονομικού στρες, την πολιτιστική αναγέννηση, την προστασία του περιβάλλοντος, την ουσιαστική κοινωνικότητα που να σπάει την αλλοτρίωση και την εξατομίκευση. Ένα τέτοιο πρότυπο μπορεί στους οικονομικούς δείκτες να μοιάζει «αποανάπτυξη», να μην περιλαμβάνει την εύκολη πρόσβαση σε διάφορα καταναλωτικά φετίχ, αλλά θα ανοίξει δρόμους μιας πραγματικά καλύτερης ζωής.

7. Επιτακτικές απαντήσεις και μεγάλες δυσκολίες

Μια τέτοια προσπάθεια εντάσσεται σαφώς στον ορίζοντα της αμφισβήτησης των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης και μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής προοπτικής. Αυτό δεν σημαίνει δογματική αναπαραγωγή «έτοιμων» επαναστατικών συνταγών. Πόσω μάλλον που εάν μιλάμε για μια «συγκεκριμένη ουτοπία», δηλ. για το οριακό ενδεχόμενο σημερινών εξελίξεων και τομών, δεν θα μιλάμε για μια «αποκαλυπτικού τύπου» επαναστατική εξουσία, όπου ύστερα από ένοπλη εξέγερση και εμφύλιο πόλεμο θα γίνει σοσιαλιστική ανοικοδόμηση πάνω σε ερείπια, αλλά για μια πολύ πιο σύνθετη, άνιση και αντιφατική διαδικασία. Είναι πιθανό ο συνδυασμός πολιτικής και οικονομικής κρίσης να οδηγήσει στην αναγκαστική απόφαση για τομές όπως η έξοδος από το ευρώ και στη συνύπαρξη αντιφατικών κυβερνητικών μορφών με μορφές αυτοοργάνωσης, αυτοδιαχείρισης εργατικού ελέγχου και λαϊκής εξουσίας «από τα κάτω». Θα είναι, επομένως, μια σύνθετη διαδικασία που στα πρώτα βήματα θα φαντάζει ταυτόχρονα ως διαχείριση και μετασχηματισμός του υπάρχοντος. Σήμερα, τα αναγκαία μέτρα για να αποφύγουμε την καταστροφή περιλαμβάνουν ταυτόχρονα αποφάσεις που μπορούν να τις πάρουν ακόμη και αστικές κυβερνήσεις υπό τον εκβιασμό του λαϊκού κινήματος και πολύ τολμηρές μορφές ρήξης με τον «υπαρκτό καπιταλισμό».

Σε αντίθεση με προηγούμενα πειράματα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού που συχνά είχαν να αντιμετωπίσουν είτε μικρό βαθμό προηγούμενης καπιταλιστικής ανάπτυξης, είτε τις επιπτώσεις προηγούμενων καταστροφικών εμφυλίων πολέμων, εμείς μιλάμε για διαδικασίες μετασχηματισμού σε κοινωνίες με σχετικό βάθος των καπιταλιστικών σχέσεων, των αστικών θεσμών, της καπιταλιστικής «δύναμης της συνήθειας» (Λένιν). Η «υπόσχεσή» της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι ατέρμονες θυσίες, θα πρέπει να υπάρχουν αποτελέσματα βελτίωσης, θα πρέπει κι η επιβίωση και μια σχετική ευημερία εξ αρχής να είναι εφικτά.

Όμως, η μεγάλη δυσκολία είναι η άρθρωση ενός εναλλακτικού «κοινωνικού λογισμού», μιας διαφορετικής κοινωνικοποίησης των επιμέρους πρακτικών, που να στηρίζεται στην δημοκρατία, την αυτοδιαχείριση και το συλλογικό σχεδιασμό και να υπερβαίνει την αγορά ως τρόπο συντονισμού επιμέρους ιδιωτικών εργασιών, χωρίς να αναπαράγει τις στρεβλώσεις ενός κεντρικού «σχεδίου» που απλώς επιβάλλεται στο όνομα της κοινωνίας. Χρειάζεται να συναρθρώσουμε τις απαιτήσεις επιβίωσης και εγγύησης ενός ορισμένου επιπέδου διαβίωσης, με το συλλογικό σχεδιασμό, με την συνάρθρωση κοινωνικών συμμαχιών, με το μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων. Για να το πούμε διαφορετικά, μια σύγχρονη διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού θα πρέπει ταυτόχρονα να σέβεται τις αναγκαιότητες που οδήγησαν τον Λένιν στη λογική της ΝΕΠ (διατήρηση και μορφών εμπορευματικής ανταλλαγής, διαλεκτική αντιμετώπιση των κοινωνικών συμμαχιών, ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού) και να δοκιμάζει πρακτικές όπως αυτές που δοκιμάστηκαν στην κινεζική Πολιτιστική Επανάσταση (αμφισβήτηση του καταμερισμού εργασίας, πειραματισμός με την οργάνωση της παραγωγής, κοινωνικοποίηση της τεχνογνωσίας).

Όμως, ένα εναλλακτικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης απαιτεί και άλλης κλίμακας συλλογικότητα, πρωτοβουλία και αλληλεγγύη σε όλες τις όψεις της ζωής, υπέρβαση παραδομένων στερεότυπων, κοινωνικών ιεραρχιών, έμφυλων διακρίσεων, μια άλλη ηθική της στράτευσης και της αλληλεγγύης, μια τομή στις ιδεολογικές πρακτικές, στη συλλογική αυτοσυνείδηση και συγκρότηση των ίδιων των λαϊκών μαζών, αυτό που βολονταρίστικα ορίστηκε ως ο «νέος άνθρωπος» στα συνθήματα του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος.

8. Οι αναγκαίες προϋποθέσεις

Όλα αυτά έχουν  τρεις κρίσιμες απαιτήσεις. Η πρώτη αφορά το θέμα της εξουσίας. Οι τομές αυτές απαιτούν προφανώς και ξεδίπλωμα λαϊκών δυναμικών από τα κάτω, μέσα από ένα ρωμαλέο εργατικό και λαϊκό κίνημα που πραγματικά να πειραματίζεται με νέες μορφές αλλά  απαιτούν και την παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας για να εγγυηθεί ρήξεις και να εξασφαλίσει τη συνέχεια των πειραματισμών. Ακόμη και εάν στοχαστούμε μια ιδιότυπη συνθήκη «δυαδικής εξουσίας», όπου μια κυβέρνηση υπό τον εκβιασμό του λαϊκού κινήματος θα έκανε αναγκαστικές παραχωρήσεις, ενώ το κίνημα θα βάθαινε τις δικές του μορφές «εξουσίας από τα κάτω», σίγουρα το ερώτημα τελικά του ποια κοινωνική συμμαχία ορίζει την πολιτική (και κυβερνητική) εξουσία θα παραμένει κεντρικό. Μια κυβέρνηση που θα εκπροσωπεί μια λαϊκή συμμαχία και την Αριστερά, μαζί με γενναίες θεσμικές τομές, μια πραγματική «συντακτική εθνοσυνέλευση» των κοινωνικών αναγκών και της ρήξης με το «θεσμικό κεκτημένο» του  νεοφιλελευθερισμου, μπορεί να αποτελέσει κομμάτι μιας εφικτής σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Για να μπορεί, όμως, πραγματικά να θέσει με πρωτότυπους όρους το θέμα της κατάληψης εξουσίας θα πρέπει να στηρίζεται καθοριστικά σε όλες τις μορφές λαϊκής και εργατικής αντιεξουσίας, κοινωνικού και εργατικού ελέγχου, αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης σε κάθε επίπεδο, όλο τον πλούτο μιας διεργασίας «από τα κάτω» που οφείλει να ξεκινήσει να δοκιμάζεται από τώρα και να έχει ορίζοντα το μετασχηματισμό και τη σταδιακή απονέκρωση των αστικών κρατικών μηχανισμών.

Η δεύτερη αφορά το ζήτημα της συλλογικής γνώσης και «κοινωνικής τεχνογνωσίας». Γι’ αυτό χρειάζεται να στηριχτούμε στη συλλογική επινοητικότητα, δημιουργικότητα και εμπειρία των λαϊκών μαζών. Από τον απλό τεχνίτη που ξέρει πώς να γίνει καλά μια επισκευή χωρίς μεγάλο κόστος, στον συλλογικό εργαζόμενο του κατασκευαστικού κλάδου που έχοντας την εμπειρία του μεγάλου φαγοποτιού των μεγάλων έργων ξέρουν πώς να γίνουν πραγματικά χρήσιμες, φθηνότερες και φιλικές προς το περιβάλλον δημόσιες υποδομές, στο κίνημα των υγειονομικών που μπορούν να πουν πολλά για την πρωτοβάθμια υγεία, την πρόληψη, και την απαλλαγή από όλο το βάρος της ιδιωτικοποιημένης «περίθαλψης», στους εκπαιδευτικούς που παλεύουν για μια πραγματικά δημόσια εκπαίδευση, που ξέρουν ότι δεν χρειαζόμαστε πανάκριβους διαδραστικούς πίνακες αλλά πάλη ενάντια στις σύγχρονες μορφές ημιμάθειας, στο δυναμικό που πειραματίζεται με μορφές κοινωνικοποιημένης γνώσης όπως το ελεύθερο λογισμικό, έχουμε τους ανθρώπους που μπορούν να εμπλακεί σε μια τέτοια συλλογική δημιουργική προσπάθεια κοινωνικού πειραματισμού.

Η τρίτη αφορά το ερώτημα ενός νέου διεθνισμού. Ξέρουμε καλά ότι όσο ο πειραματισμός στον οποίο ελπίζουμε παραμένει μέσα σε ένα περιβάλλον καπιταλιστικής διεθνοποίησης θα δέχεται διαρκώς πιέσεις και θα αντιμετωπίζει προβλήματα. Όμως, μια πορεία κοινωνικού μετασχηματισμού στην Ελλάδα, μέσα στην ελπίδα που γεννά ο παγκόσμιος κύκλων αγώνων και εξεγέρσεων  αλλά και μέσα στην πιθανότητα μια τομή στην Ελλάδα να σημαίνει και τομές συνολικά στην Ευρώπη, πιστεύουμε ότι δεν θα είμαστε μόνοι. Και ανάμεσα σε σχηματισμούς που πειραματίζονται με την κοινωνική μετάβαση πολύ πιο εύκολα μπορούν να αναπτυχθούν διεθνείς σχέσεις και συναλλαγές που να στηρίζονται στην αμοιβαιότητα, την ισοτιμία και την αλληλεγγύη.

Απέναντι στην καταστροφή που ανοίγεται μπροστά μας απαιτείται να κάνουμε και άλματα στη σκέψη μας. Η συζήτηση πρέπει να ανοίξει συλλογικά. Το «γκρίζο δέντρο της θεωρίας» ας μπολιαστεί από τη συλλογική εμπειρία των αγωνιζόμενων ανθρώπων.

 

ΠΗΓΗ: (Μια πρώτη και συντομότερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στο τεύχος 29 του περιοδικού Εκτός Γραμμής). Το είδα: http://aristerovima.gr/blog.php?id=3202

Τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς… Ι

Τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς…

(σημειώσεις για ένα εναλλακτικό παραγωγικό πρότυπο) – Μέρος Ι

 

Του Παναγιώτη Σωτήρη


 

Εισαγωγή

Σήμερα έχει γίνει πια σαφές ότι απέναντι στην πραγματικότητα της κρίσης και της κοινωνικής καταστροφής που επιφυλάσσουν τα μέτρα των Μνημονίων η απάντηση δεν μπορεί να είναι απλώς το γενικό όχι στα μέτρα ή η πρόσκληση απλώς για ένα μέτωπο αντίστασης. Αυτό που απαιτείται είναι η διατύπωση μιας εναλλακτικής πρότασης που να μπορέσει να ανασυγκροτήσει την αυτοπεποίθηση των λαϊκών μαζών ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς.

1. Η κρίση του κυρίαρχου προτύπου ανάπτυξης και η πρόκληση μιας εναλλακτικής στρατηγικής

Άλλωστε, έχει γίνει πια σαφές ότι στην Ελλάδα δεν βιώνουμε απλώς την επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών. Ζούμε την κρίση ενός ολόκληρου «αναπτυξιακού παραδείγματος» που στηρίχτηκε στην πρόσδεση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την επέκταση στα Βαλκάνια, τα υπερκοστολογημένα έργα, την επισφάλεια, τη διαμόρφωση «μεσαίων στρωμάτων» προσκολλημένων στον «εκσυγχρονισμό», το χαμηλό μισθολογικό κόστος και την υπερεκμετάλλευση της μεταναστευτικής εργασίας, την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής, την τροφοδότηση του καταναλωτικού ευδαιμονισμού από το φτηνό δανεισμό και τις ανεξέλεγκτες εισαγωγές. Οι συνέπειες δεν περιορίζονται μόνο στη διαμόρφωση των υλικών όρων της τωρινής κρίσης, αλλά και στην ένταση της εκμετάλλευσης, την καταστροφή του περιβάλλοντος και την εμπέδωση ενός εξατομικευμένου καταναλωτικού ευδαιμονισμού σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.

Η απάντηση των αστικών δυνάμεων είναι η συλλογική ενοχή μαζί τα φάγαμε») και η τεράστια υποτίμηση της εργατικής δύναμης, για να γίνουμε χώρα φτηνού εργατικού δυναμικού και προσανατολισμού στις εξαγωγές, παραβλέποντας ότι ανάπτυξη μέσω εξαγωγών και χαμηλού κόστους εργασίας, σε ένα περιβάλλον άρσης προστατευτικών μηχανισμών, συνεπάγεται βίαιη επιδείνωση των όρων εργασίας, των κοινωνικών συνθηκών και του περιβάλλοντος. Ουσιαστικά, το όραμά τους είναι η μετατροπή της Ελλάδας σε μια μεγάλη «Ειδική Οικονομική Ζώνη»  φτηνής εργασίας, εργοδοτικής αυθαιρεσίας, άρσης κάθε εργασιακού, περιβαλλοντικού, αρχαιολογικού περιορισμού στη βούληση των επενδυτών. Ελπίζουν ότι το σοκ μιας βίαιης αλλαγής των όρων εργασίας και ζωής, ακόμη και εάν προκαλεί αρχικά οργή και αγανάκτηση, τελικά θα οδηγήσει στην αποκαρδίωση και έναν εξατομικευμένο επιβιωτισμό και άρα την αναγκαστική προσαρμογή στη νέα συνθήκη.

Απέναντι σε μια τέτοια πραγματική αλλαγή κοινωνικού υποδείγματος, οι ορθές οριοθετήσεις όπως είναι η παύση πληρωμών στο χρέος, η έξοδος από το ευρώ και η ρήξη με την ΕΕ, η εθνικοποίηση των τραπεζών και η αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος της εργασίας, δεν αρκούν. Απέναντι στην ιδεολογική τρομοκρατία ότι αυτά σημαίνουν καταστροφή, πρέπει να πούμε ότι «υπάρχει ζωή μετά το ευρώ» και να δώσουμε συγκεκριμένες απαντήσεις πάνω στο τι, πώς και από ποιους μπορεί να παράγεται και να καταναλώνεται σε αυτή τη χώρα.

2. Η ρήξη με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και η πρόκληση της αυτοδύναμης ανάπτυξης

Αφετηρία μας είναι ότι η ρήξη με τους μηχανισμούς της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της προτεραιότητας της καπιταλιστικής κερδοφορίας μπορεί να δώσει δυναμική για μια αυτοδύναμη κοινωνική ανάπτυξη. Αυτό δεν είναι απομονωτισμός, αλλά διαπίστωση ότι κάθε προσπάθεια ανάπτυξης μέσω διεθνούς ανταγωνιστικότητας, θα συνεπάγεται την εσωτερίκευση πιέσεων για μεγαλύτερη καπιταλιστική παραγωγικότητα, για αναδιαρθρώσεις στην οργάνωση εργασίας και βέβαια για μονόπλευρο προσανατολισμό προς τους εξαγωγικούς κλάδους, με αποτέλεσμα την απαξίωση άλλων σημαντικών τομέων και την αυξημένη αναπαραγωγή καπιταλιστικών κοινωνικών μορφών.

Ως προς το ερώτημα της δυνατότητας επιβίωσης σε συνθήκη μειωμένων συναλλαγών με το εξωτερικό, πρέπει να τονίσουμε ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να διαθέτει και ορυκτό πλούτο και σημαντικότατο παραγωγικό δυναμικό σε κλάδους όπως τα τρόφιμα, η κλωστοϋφαντουργία, η επεξεργασία υλικών με υψηλή προστιθέμενη αξία, η αμυντική βιομηχανία (με όλες τις δυνατότητες που έχει για μη στρατιωτική χρήση), η φαρμακοβιομηχανία, η χημική βιομηχανία, η ναυπηγική. Ακόμη και χωρίς τεράστιες τομές και επενδύσεις η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να καλύπτει μεγάλο μέρος των διατροφικών αναγκών της, των αναγκών σε ένδυση, των περισσότερων δομικών υλικών (είτε ως πλήρη παραγωγή είτε ως σημαντική επεξεργασία), σημαντικού μέρους των φαρμάκων και του υγειονομικού υλικού, έχει υποδομές για την παραγωγή οχημάτων δημόσιας χρήσης, σιδηροδρομικού υλικού, πλοίων όλων των κατηγοριών, επισκευής αεροσκαφών, διαθέτει σημαντικές παραγωγικές δυνατότητες και σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας.

Η έμφαση στην συλλογική αξιοποίηση τέτοιων παραγωγικών δυνατοτήτων σε συνδυασμό με μια νομισματική πολιτική που δεν θα αναπαράγει τον παραλογισμό του ευρώ, θα ανακόψει την διαβρωτική είσοδο φτηνών εισαγωγών και την πίεση για μείωση του κόστους εργασίας και επιδείνωση των συνθηκών εργασίας, ενώ θα επιτρέψει και εξαγωγές, με έμφαση στην ποιότητα των προϊόντων, το άνοιγμα σε άλλες συναλλαγές εκτός των ορίων της ΕΕ. Επιπλέον, θα επιτρέψει πολιτική διαχείριση των εξαγωγών και γενικά των διεθνών συναλλαγών μέσα από διακρατικές συμφωνίες, ιδιαίτερα κρίσιμες για την προμήθεια καυσίμων και μέρους των τροφίμων.

Η ανάγκη για διατροφική ποιότητα και επάρκεια απαιτεί διαφορετική κατάσταση στην αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή. Ένα σύγχρονο συνεταιριστικό κίνημα, με κατάλληλη δημόσια ενίσχυση, που θα διεκδικήσει το σπάσιμο των σημερινών εμπορικών κυκλωμάτων και την άμεση πρόσβαση στον καταναλωτή, παράλληλα με την έμφαση σε ποιοτικά αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, μπορεί σήμερα να καλύψει σημαντικές ανάγκες, να ρίξει το κόστος για τον καταναλωτή και ταυτόχρονα να βελτιώσει το αγροτικό εισόδημα χωρίς την καταφυγή στις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.

Είναι εφικτό να μπουν φραγμοί στην ανεξέλεγκτη τουριστική μονοκαλλιέργεια, μετάβαση από τη σημερινή επένδυση και στο μαζικό εμπορευματοποιημένο και στον «υψηλού εισοδήματος» τουρισμό, προς την έμφαση στον τουρισμό ως κοινωνικό δικαίωμα, στη συνύπαρξη με άλλες παραγωγικές δραστηριότητες, στην ανάδειξη της ίδιας της ποιότητας ζωής και του πολιτισμού και όχι τεχνητών τουριστικών παραδείσων σε κίνητρο για να επισκεφτεί κανείς τη χώρα.

Η αλλαγή του ενεργειακού προτύπου είναι επιτακτική ιδίως από τη στιγμή που θα πρέπει να περιορίζεται και η εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα. Πρωτίστως, χρειάζεται μείωση των ενεργειακών αναγκών, αποκέντρωση, η προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας, αποφυγή ενεργειοβόρων δραστηριοτήτων. Αυτά μόνο σε ένα ριζικά τροποποιημένο περιβάλλον κοινωνικής συμμετοχής και δημόσιας ιδιοκτησίας μπορούν να προχωρήσουν. Σε αυτό το πλαίσιο όντως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό πεδίο δημόσιας επένδυσης, αλλά με όρους δημοκρατικού σχεδιασμού, ομαλής κατανομής μέσα στο χώρο, σεβασμού στο περιβάλλον, συζήτησης και απόφασης των ίδιων των κατοίκων.

3. Δημόσια ιδιοκτησία, αυτοδιαχείριση, δημοκρατικός σχεδιασμός

Σε αυτό το φόντο, η στροφή προς τη δημόσια ιδιοκτησία θα ανοίξει δρόμους μετασχηματισμού. Η υποχρεωτική ιδιωτικοποίηση και «απελευθέρωση» των υποδομών σήμαινε απλώς ένα μεγάλο πάρτι για τους «επενδυτές». Η δράση του ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος αποτέλεσε βασικό παράγοντα της κρίσης. Η δημόσια ιδιοκτησία και ο κοινωνικός και εργατικός έλεγχος των τραπεζών και όλων των στρατηγικών επιχειρήσεων που αφορούν τις κοινωφελείς υποδομές είναι αποφασιστικό εργαλείο για την απασχόληση, για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, τη μείωση του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών, την προστασία του περιβάλλοντος, την απαλλαγή από τη υπερβολή χρήση του ΙΧ, την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως οι διαρκείς αυξήσεις των τιμών ή η απομόνωση ολόκληρων περιοχών, επειδή οι εφοπλιστές ή οι αεροπορικές εταιρίες δεν τις κρίνουν συμφέρουσες. Προϋπόθεση η επιστροφή στην πλήρη δημόσια ιδιοκτησία να μην είναι απλώς μια τυπική υπόθεση, αλλά να συνδυάζεται με νέες μορφές εργατικού και λαϊκού ελέγχου ως προς τις προτεραιότητες και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Αντίστοιχα, η δημόσια ανάληψη των έργων υποδομής και η εθνικοποίηση του κατασκευαστικού κλάδου που άνθισε απομυζώντας δημόσια δαπάνη, μπορεί να προσφέρει εξοπλισμό αλλά και εργατικό δυναμικό με τεράστια εμπειρία και γνώση για την κατασκευή αναγκαίων έργων.

Σε κάθε επίπεδο κυρίαρχη κατεύθυνση πρέπει να είναι η αυτοδιαχείριση, η αυτοδιεύθυνση, και ο κοινωνικός και εργατικός έλεγχος. Αυτό αποκτά στις μέρες μας ξεχωριστή επικαιρότητα. Μέσα σε μια διαδικασία ρήξης πολλές επιχειρήσεις θα κλείσουν ή θα τις διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι, ιδίως εάν αναλογιστούμε και τα χρέη τους. Η ανάληψή τους, χωρίς αποζημίωση των ιδιοκτητών, από τους εργαζομένους τους θα ανοίξει νέες δυνατότητες για την παραγωγή χρήσιμων αγαθών, ιδίως εάν διαμορφώσουμε εναλλακτικά δίκτυα διανομής προϊόντων. Ένα κύμα αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων μαζί με την επέκταση ενός δημόσιου τομέα εθνικοποιημένων επιχειρήσεων με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, θα ανοίξει δρόμους συνολικότερης αμφισβήτησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων προς όφελος των κοινωνικών αναγκών.

Σε αντίθεση με ορισμένη κριτική κομματιών της Αριστεράς, πρέπει να επιμείνουμε ότι η αυτοδιαχείριση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αντίθετη στο συλλογικό κοινωνικό σχεδιασμό, αλλά ως οργανικό στοιχείο μιας σύγχρονης εκδοχής σχεδιασμού. Άλλωστε, αυτοδιαχείριση σημαίνει συλλογική απόφαση, επαφή και επικοινωνία με δίκτυα αλληλεγγύης και υποστήριξης και αυτό εκ των πραγμάτων βάζει το ζήτημα μιας άλλης ανώτερης μορφής κοινωνικοποίησης.

Η αποκέντρωση οφείλει να είναι βασική πλευρά της διαδικασίας. Η μείωση των ενεργειακών αναγκών, η ισόρροπη προς το περιβάλλον ανάπτυξη, η υπεράσπιση τοπικών παραγωγικών δυνατοτήτων, η ανάπτυξη μη εμπορευματικών δικτύων διανομής, απαιτούν μία νέα έμφαση στο τοπικό επίπεδο και εξασφάλιση της παραμονής των ανθρώπων στις περιοχές τους.

Επιπλέον, μια πολιτική αναδιανομής πλούτου προς αναγκαίες κοινωνικές δραστηριότητες θα δώσει και μια άλλη διάσταση στην αναβαθμισμένη παροχή δημόσιας υγείας, παιδείας, πρόνοιας, πολιτισμού, ενημέρωσης. Η υπέρβαση των σημερινών ελλειμμάτων και ταξικών ανισοτήτων στην πρόσβαση, η συλλογική εμπιστοσύνη στο μεγάλο και πολύτιμο δυναμικό που υπάρχει σε αυτούς τους χώρους, το σπάσιμο όλων των μορφών άμεσης και έμμεσης ιδιωτικοποίησης μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες αλλαγές. Αυτό δεν πρέπει να το δούμε μόνο ως επένδυση σε εξοπλισμό ή προσωπικό, αλλά και ως μια διαφορετική κατεύθυνση: έμφαση στην πρόληψη, την πρωτοβάθμια υγεία και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και όχι στην «επισκευή» της εργατικής δύναμης (άλλωστε ξέρουμε ότι καθαυτή η μετάβαση σε μια δικαιότερη κοινωνία με μικρότερο άγχος θα βελτιώσει την υγεία), προτεραιότητα στη βελτίωση της πρόσβασης στην παιδεία και την κοινωνικοποίηση της γνώσης (αναγκαία συνθήκη και του μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων) και όχι σε μεμονωμένους πόλους «Αριστείας», μαζική πρόσβαση και ενίσχυση του Πολιτισμού και της έρευνας.

Όλα αυτά απαιτούν μια άλλης κλίμακας πολιτική σχεδιασμού. Το σπάσιμο όλων των απαγορεύσεων της ΕΕ για εθνικές ενισχύσεις θα επιτρέψει, υπό την προϋπόθεση ότι μιλάμε και για την εξουσίας μιας ευρύτερης λαϊκής κοινωνικής συμμαχίας, στοχευμένη ενίσχυση παραγωγικών κλάδων, στροφή προς τη δημόσια ιδιοκτησία ως στοιχείο σχεδιασμού, διαμόρφωση πραγματικών αναπτυξιακών σχεδίων και όχι απλώς «ευκαιριών για επένδυση», πραγματικά δημόσια επένδυση και όχι διασπάθιση κοινωνικού πλούτου.

Μια τέτοια διαδικασία κεντρικού δημοκρατικού σχεδιασμού απαιτεί ολόπλευρες μορφές συζήτησης και δημοκρατίας και μέσα στην κοινωνία, ανοιχτή και δημόσια αντιπαράθεση για την προοπτική του τόπου, εκπροσώπησης των αντιθεσμών εργατικού και κοινωνικού ελέγχου και στην κορυφή. Αντίστοιχα, «από τα κάτω» και σε τοπικό επίπεδο η ύπαρξη ενός κινήματος αυτοδιαχείρισης, μη εμπορευματικών δικτύων ανταλλαγής και διανομής, μπορεί να διαμορφώσει στοιχεία «τοπικών σχεδίων» με βάση δημοκρατικές διαδικασίες. Αλλά και μέσα στις αμιγώς δημόσιες υποδομές και υπηρεσίες η κατοχύρωση μορφών εργατικού και λαϊκού ελέγχου θα δώσει άλλες δυνατότητες για το σχεδιασμό και τον προσανατολισμό με βάση κοινωνικές ανάγκες. Ποιος μπορεί να οργανώσει καλύτερα ένα νοσοκομείο; Ο διορισμένος μάνατζερ που κυρίως θέλει να εξυπηρετήσει συμφέροντα του ιατροφαρμακευτικού κυκλώματος ή η συνέλευση των γιατρών και των άλλων εργαζομένων που θα είναι στρατευμένη στην υπόθεση της λαϊκής υγείας;

 

ΠΗΓΗ: (Μια πρώτη και συντομότερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στο τεύχος 29 του περιοδικού Εκτός Γραμμής). Το είδα: http://aristerovima.gr/blog.php?id=3202

 

 Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ