Αρχείο κατηγορίας Σχολείο και Πανεπιστήμιο των ΕΕ- ΔΝΤ- Καλλικράτη

Που έρχονται από τη … Λισαβώνα και φτάνουν στην Αθήνα των τοκογλύφων,χορηγών και πατρώνων τους

Το «δημόσιο εγχείρημα» ως φάμπρικα ανυπόστατων

Το «δημόσιο εγχείρημα» ως φάμπρικα ανυπόστατων ισχυρισμών

Του Γιώργου Μαυρογιώργου*

 
 
 
 


Κάπως έτσι, θα τιτλοφορούσα το κείμενο του επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης και μέλους της Επιτροπής Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων ( ΕΔΑΠ: δεν υφίσταται πια), κ. Γ. Σ. Γεωργίου στον «Πολίτη» της περασμένης Κυριακής, με τίτλο «’Ανησυχίες’ ενός ομότιμου καθηγητή για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Κύπρο». Γνώριζα ότι μια διαδικασία που είχε προταθεί  ως «δημόσιο εγχείρημα» και «μπόλιασμα» μακράς διάρκειας προσφέρεται για πολλαπλές χρήσεις: διαχείριση αντιθέσεων, εξαγορά συναίνεσης, τη ρητορική των «άδειων» υποσχέσεων, εμπέδωση  νεολογισμών ή το άλλοθι για ανάσχεση των δραστικών αλλαγών.

Έτσι, κάπως, οι «ειδικοί»των αλλαγών γίνονται απαραίτητοι για την εξασφάλιση της «νοικοκυρεμένης» συνέχειας. Πέρα από αυτά, τώρα ξέρω ότι το λεγόμενο δημόσιο εγχείρημα προσφέρεται σε ορισμένα «τσακάλια» να κατασκευάζουν ψεύδη. Πάντως, για να το εμπεδώσουμε: οι γνωστοί «τρεις πυλώνες» των Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων (ΝΑΠ) δεν είναι αποτέλεσμα δημόσιου εγχειρήματος όσο είναι υπόθεση ενός καλά σχεδιασμένου και επιμελημένου «μπολιάσματος» συνθηματικών «οδηγιών» και κατευθύνσεων που έρχονται κατευθείαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον ΟΟΣΑ/ PISA.

Ο αντίλογος αναμενόταν

Ομολογώ ότι περίμενα να προκαλέσουν κάποιον αντίλογο  κείμενά  μου που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, από το 2008 και ύστερα, για τα τρέχοντα εκπαιδευτικά ζητήματα στην Κύπρο και όχι μόνο. Δε φανταζόμουν, όμως,  ότι θα σχολιάζονταν κείμενα, που γράφτηκαν στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών μαθημάτων του Τμήματος ΕΠΑ του Πανεπιστημίου της Κύπρου, αναφορικά με την επιθετική διείσδυση του PISA, την υποστήριξή του και την επερχόμενη «παρθενική» εμφάνισή του στα «εσωτερικά» της κυπριακής εκπαίδευσης. Περίμενα τον σχετικό αντίλογο, κυρίως, στις αναλύσεις που κάναμε, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την περίπτωση των ΝΑΠ «Αγωγής Υγείας». Βέβαια, το συνολικό ζήτημα των ΝΑΠ είναι ανοικτό και εκκρεμεί, παρά το «δημόσιο εγχείρημα», μια ουσιαστική, επιτέλους, και «εξονυχιστική» συζήτηση. Θα  το επιχειρήσουμε προσεχώς. Για να επανέλθουμε στην υπόθεση του αντιλόγου, μας απασχολεί το ερώτημα: πώς και ο συντάκτης  δεν αντέδρασε στο κείμενο «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και επιθεωρητισμός», για να υπερασπιστεί το θεσμό που υπηρετεί, μια και κατάφερε να γίνει επιθεωρητής πρόσφατα, σε μια περίοδο γενικευμένης αμφισβήτησης και πολιτικής δέσμευσης για κατάργηση του θεσμού; Το PISA είναι κάτι άλλο: λειτουργεί ως υπερεθνικός «επιθεωρητής» που έρχεται. Είναι, όμως, αντίλογος  επί της ουσίας αυτό που κάνει ο κ. επιθεωρητής; Δεν θα απαντούσα στο συγκεκριμένο κείμενο, εάν δεν μου έδινε την ευκαιρία να ισχυριστώ ότι επιβεβαιώνεται η υπόθεση εργασίας που έχω κάνει ότι: μεταρρυθμιστικές και αντιμεταρρυθμιστικές δυνάμεις και πρακτικές συνυπάρχουν και συγκατοικούν!

Όχι κι έτσι, όμως!

Είναι σαφές από το κείμενο ότι έχουμε να κάνουμε με  έναν ένθερμο υποστηρικτή της άποψης ότι, λίγο-πολύ, το PISA δεν  παρουσιάζει προβλήματα, όταν αυτό είναι επιμελώς ενσωματωμένο στα αναλυτικά προγράμματα. Δε μπορούμε να μην κάνουμε την επισήμανση ότι ο συντάκτης για να ενισχύσει το επιχείρημά του αναφορικά με τη σημαντική θέση των γνώσεων στα «νέα»αναλυτικά προγράμματα, μας υπενθυμίζει τους τρεις πυλώνες. Αντιγράφω από το κείμενό του: «ο πρώτος πυλώνας είναι η προσφορά ενός ‘επαρκούς και συνεκτικού σώματος γνώσεων από όλες τις επιστήμες’, ο δεύτερος αναφέρεται στις γνώσεις και τις ιδιότητες που πρέπει να έχει ένας δημοκρατικός πολίτης και μόλις ο τρίτος πυλώνας αφορά  την ανάπτυξη αυτών που ονομάζονται ‘ικανότητες-κλειδιά’». Είναι αποκαλυπτικό: κάνει  σκόπιμο λάθος αντιγραφής από το προοίμιό των ΝΑΠ. Έτσι, π. χ. τη σαφή διατύπωση των ΝΑΠ  για το δεύτερο πυλώνα: «Αναπτύσσουν στάσεις και συμπεριφορές που διακρίνουν τον δημοκρατικό πολίτη» την αλλοιώνει σε  «γνώσεις και ιδιότητες που πρέπει να έχει ένας δημοκρατικός πολίτης». Ίσως, νομίζει ότι με το να αναφέρει τον όρο «γνώσεις» δυο φορές ενισχύει τη θέση τους. Ίσως, για το συντάκτη οι «στάσεις και συμπεριφορές» είναι  το ίδιο με τις «γνώσεις και ιδιότητες»!  «Μόλις»μια φορά γίνεται αναφορά στις ικανότητες! Αποσιωπά ότι, σύμφωνα με το προοίμιο, «Στα ΝΑΠ η διδακτέα ύλη περιορίζεται(sic) σε ένα επαρκές και συνεκτικό σώμα γνώσεων από όλες τις επιστήμες».Έστω κι έτσι, μπορεί να μας υποδειχθεί που και πως μεταφράζεται αυτό σε πράξη; Μήπως στα νέα σχολικά βιβλία και στο επιμορφωτικό υλικό; Αλήθεια, σε ποιους από τους τρεις πυλώνες εστιάζεται η επιμόρφωση; Μήπως στον τρίτο, που είναι «μόλις»;
Δεν έχουμε υποστηρίξει ότι  στα ΝΑΠ «παραμελούνται οι γνώσεις» αλλά ότι περιορίζονται, χωρίς να προσδιορίζεται το λεγόμενο «επαρκές και συνεκτικό σώμα». Μήπως, τελικά, είναι μια απλή «προσθαφαίρεση ύλης»; Φανταστείτε: πρώτα συντάχτηκαν τα ΝΑΠ και ύστερα έγιναν οι διαπραγματεύσεις για τα ωρολόγια προγράμματα! Ακόμα γίνονται! Λες και,  το περιεχόμενο και η έκτασή του δεν είναι συνάρτηση του προβλεπόμενου διδακτικού χρόνου! Η αναφορά, εξάλλου, «από όλες τις επιστήμες», σε αντίθεση με το PISA που δεν ενδιαφέρεται για όλες τις επιστήμες,  από μόνη της, δεν αναβαθμίζει τη θέση των γνώσεων, χωρίς να λάβουμε υπόψη τις επιμέρους ιεραρχήσεις και διακρίσεις. Θα μπορούσαμε, άραγε, να έχουμε ΝΑΠ, χωρίς να αντλούμε από «όλες τις επιστήμες»; Αλλά, και πάλι, η όποια συμπερίληψη «όλων των επιστημών» δεν αναιρείται από το αξιολογικό παράδειγμα των «εσωτερικών» ή «εξωτερικών» εξετάσεων ή άτυπων αξιολογήσεων  που γίνονται  κάθε φορά; Για το PISA, βέβαια, ισχύει αυτό που γράψαμε: «υποβαθμίζει τις γνώσεις σε πληροφορίες» και ως  διεθνές «εξεταστικό παράδειγμα» και υπερεθνικός «επιθεωρητής» επηρεάζει τα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών που συμμετέχουν. Τελεία και παύλα!
Δεν πρόκειται να επεκταθούμε και πάλι  στην ουσία του θέματος PISA, γιατί τα σχετικά κείμενα που έχουμε γράψει είναι αρκετά και εξαντλητικά. Κινδυνεύει κανείς να γίνει «διαφημιστής» του PISA, όταν κρατάει για πολύ καιρό τη συζήτηση ανοικτή, έστω κι αν προσπαθεί να αρθρώσει αντίπαλη άποψη. Κι αυτό, λόγω της κυρίαρχης θέσης των ιδεολογημάτων που το συνοδεύουν και των ένθερμων υποστηρικτών που καταφεύγουν στην παραπλάνηση και σε αλχημείες. Θα καταπιαστώ με τους τρόπους με τους οποίους αξιοποιείται  η διαδικασία του «δημόσιου εγχειρήματος», που με πολλούς τρόπους προβλήθηκε ως «πρωτόγνωρη» διαδικασία. Αλλά, ας δούμε τις αρχές και τις εφαρμοσμένες  πρακτικές   συγκεκριμένου μέλους της ΕΔΑΠ.

Ελλαδίτη: Εσύ, να μιλάς για  την Ελλάδα

Από το 2008, που αποδέχτηκα με μεγάλη χαρά την  πρόταση να είμαι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου(ΕΣ) του ΥΠΠ, δεσμεύτηκα και δημοσίως ότι η υπόθεση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, όταν προγραμματικά είναι «ριζοσπαστική προοδευτική» με ενδιαφέρει και ότι στρατεύομαι υπέρ της. Μου είπαν ότι πρόκειται για «δημόσιο εγχείρημα» (όχι διάλογος και διαπραγμάτευση). Σε αυτό επέλεξα να συμμετέχω  ως σκεπτόμενος πολίτης και ως «κριτικός φίλος».  Συμμετείχα και στις εσωτερικές διαδικασίες του ΕΣ και σε δημόσιες παρεμβάσεις, συστηματικά για τρία χρόνια τώρα, όπως και άλλοι εθελοντές «μάχιμοι»(!) εκπαιδευτικοί. Είναι ψευδής, επομένως,  ο ισχυρισμός ότι «επέλεξα αυτή την εποχή» να δημοσιοποιήσω τις απόψεις μου. Είναι ανυπόστατος ο ισχυρισμός ότι επιθυμώ να  «προσφέρω προστασία στην Κύπρο» ή να «διδάξω τι μεταρρύθμιση» χρειάζεται η Κύπρος, γιατί απλούστατα δεν το διανοήθηκα. Συνειδητά επιλέγω να μη σιωπώ και να δημοσιοποιώ συχνά και ανοικτά τις  επιστημονικές απόψεις μου και τις πολιτικές μου εκτιμήσεις, για να συμμετέχω σε μια διαδικασία ανάδειξης των ορίων που έχουν αυτά που γίνονται. Η συμβολή μου και η εγκυρότητα των απόψεων μου κρίνονται στη δοκιμασία της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, τώρα ή  και στο μέλλον.  
Τις όποιες συμβουλευτικές/εισηγητικές μου απόψεις τις καταθέτω αρμοδίως στο ΕΣ, όσο οι διαδικασίες το επιτρέπουν. Ποιος μου αφαιρεί, λοιπόν, το δικαίωμα της συμμετοχής και στο δημόσιο διάλογο; Από πότε ο επιθεωρητής κ. Γεώργιος Γεωργίου εκδίδει αξιολογικές εκθέσεις και πιστοποιητικά «καταλληλότητας» («κατάλληλο πρόσωπο») για συμμετοχή στο «δημόσιο εγχείρημα»; Δεν αντιλαμβάνομαι την αναφορά στον «Ελλαδίτη». Πρόκειται για κώλυμα ή στιγματισμό; Ούτε αντιλαμβάνομαι την προτροπή να μην ασχολούμαι με τη «συγγραφή άρθρων στην Κύπρο αλλά στην Ελλάδα». Κι εγώ νόμιζα πως οι ιδέες δεν αναγνωρίζουν κατασκευασμένα σύνορα. Καταρχήν, συστηματικά αναφέρομαι στις δύο χώρες και όχι μόνο. Πέραν αυτού, όμως, γιατί με αποκλείει από την περίπτωση της Κύπρου; Ως μέλος και αντιπρόεδρος του ΕΣ και ως σκεπτόμενος πολίτης ενδιαφέρομαι ακαδημαϊκά και πολιτικά. Πώς θεμελιώνεται, άραγε, αυτή η αξίωση και η προτροπή του κ. Γεωργίου; Ποιες αφετηρίες και ποιες προεκτάσεις και ποια συνάφεια έχει μια τέτοια αντίληψη, με έναν επιμελημένο εθνικισμό ή ρατσισμό; Ποιος «Ελλαδίτης» εξαιρείται από τον ιδιότυπο αυτό αποκλεισμό που επιχειρεί;

Η στρέβλωση ως δημόσιο εγχείρημα

Φαίνεται ότι τα τερτίπια και οι μανούβρες που είχε το «δημόσιο εγχείρημα» ήταν φροντιστήριο για ορισμένους ώστε να εκθέτουν τα ψεύδη και τη στρέβλωση σε «δημόσιο εγχείρημα». Πώς αλλιώς να εξηγήσω τη σωρεία των παραποιήσεων και των στρεβλώσεων; Είναι τόσο κραυγαλέες που μόνο ως σκόπιμες εξηγούνται. Τι σημαίνει «δριμύ κατηγορώ» σε μια ανάλυση επιστημονικού και εκπαιδευτικού περιεχομένου; Γιατί αποφεύγει τον όρο κριτική; Ουδέποτε ισχυριστήκαμε ότι τα ΝΑΠ «παραμελούν τις γνώσεις». Ούτε έχω διατυπώσει άποψη «απόλυτης αντίθεσης» στις ικανότητες. Είναι άλλης τάξεως η  απόλυτη αντίθεση στις «ικανότητες ερήμην των γνώσεων». Ουδέποτε διατύπωσα την άποψη ότι είναι «περίπου ηθικό παράπτωμα» και «συντέλεια του κόσμου της εκπαίδευσης» η συζήτηση των αποτελεσμάτων του PISA. Είναι άλλο πράγμα να υποστηρίζει κανείς την άποψη ότι η συγκεκριμένη συζήτηση δεν είναι έγκυρη και ότι πυροδοτεί την έξαρση του ανταγωνισμού, την επικύρωση της ιεραρχικής κατάταξης και την ανασύνταξη των εκπαιδευτικών συστημάτων για προσαρμογές προς τα κριτήρια του ΟΟΣΑ. Δεν έχω κάνει ποτέ πρόταση να «διαγράψουμε τις ‘περιοχές ικανοτήτων’». Πόσες, άραγε, πρόσθετες παραποιήσεις θα χρειαστεί να αναφέρω για να τεκμηριώσω την άποψη ότι στο όνομα του «δημόσιου εγχειρήματος», ο επιθεωρητής κ. Γεωργίου μέλος της ΕΔΑΠ, καταφεύγει, κατά σύστημα, στη στρέβλωση  των δημοσιευμένων απόψεών μου, στα συγκεκριμένα κείμενα ή άλλα που είναι «αναρτημένα» στην προσωπική μου ιστοσελίδα και στο διαδίκτυο; Από ένα σημείο του κειμένου και ύστερα, ο συντάκτης εκτρέπεται σε αυθαίρετους και ανεπίτρεπτους ισχυρισμούς προκειμένου να με πλήξει  προσωπικά και να μειώσει την αξιοπιστία των απόψεων που εμπεριέχονται στα κείμενα που υποτίθεται ότι διάβασε. Ο κ. επιθεωρητής, στα  μεταπτυχιακά μαθήματα που  παρακολούθησε, δεν έμαθε το στοιχειώδες: να γνωρίζει σε ποιον ανήκουν τα κείμενα που ισχυρίζεται ότι διαβάζει;  Μήπως, το γνωρίζει, αλλά σκοπίμως μου αποδίδει κείμενα που δεν φέρουν το όνομά μου; Είχε τόσα πολλά κείμενα δικά μου με επώνυμο. Γιατί δεν αναφέρεται σε αυτά; Γιατί, επιλέγει τον ανυπόστατο ισχυρισμό ότι «αποκρύπτω ενδιαφέροντα στοιχεία» που, δήθεν, εντόπισε; Θα  συνεχίσω τη λίστα των στρεβλώσεων  και με άλλες αθλιότητες.

Δεν είστε το κατάλληλο πρόσωπο…

Από ένα σημείο και ύστερα ο συντάκτης εκτρέπεται σε αυθαίρετους και αστήρικτους  ισχυρισμούς προκειμένου να  πλήξει  εμένα προσωπικά και να μειώσει την αξιοπιστία των απόψεων που εμπεριέχονται στα κείμενα που υποτίθεται ότι διάβασε. Καταρχήν ισχυρίζεται ότι «αποκρύπτω ενδιαφέροντα στοιχεία» στα πρόσφατα άρθρα μου! Λες και θα έπρεπε στα άρθρα μου να αναφέρομαι σε όλες τις δραστηριότητες μου! Πάντως, το βιογραφικό μου είναι προσιτό σε κάθε ενδιαφερόμενο στην προσωπική μου ιστοσελίδα που παρατίθεται στο τέλος των κειμένων που γράφω. Ψεύδεται όταν ισχυρίζεται ότι «αποκρύπτω». Ο ίδιος, όμως, αποκρύπτει κάτι σημαντικό: έχει  σχετικά πρόσφατο μεταπτυχιακό τίτλο . Αυτός είναι τίτλος, δεν είναι δραστηριότητα ή θέση μέλους στην ΕΔΑΠ. Στο βιογραφικό μου, λοιπόν, αναφέρω ότι  υπήρξα μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής της «Μορφωτικής Αναπτυξιακής Πρωτοβουλίας» και μέλος της επιστημονικής ομάδας υποστήριξης του «Δικτύου Σχολικής Καινοτομίας» στην Ελλάδα, μέχρι το 2010. Αυτό το γεγονός, ο αξιότιμος επιθεωρητής το αξιοποιεί με τον πιο άκομψο και απαράδεκτο τρόπο. Γιατί ισχυρίζεται, άραγε, ότι το αποκρύπτω; Όφειλα να βγάλω «ντουντούκα»; Αν και κινδυνεύω να θεωρηθώ απολογητικός ή αμυντικός, ας μου επιτραπεί να εξηγήσω στον επιθεωρητή κάποια πράγματα: πως είναι να αγωνίζεσαι για κάτι «από τα μέσα και από τα έξω»
Ως μέλος του συγκεκριμένου Δικτύου είχα, όντως,την εμπειρία να συνεργάζομαι με  συναδέλφους, όπως τον Αλέξη Δημαρά (μέλος της Ειδικής Συμβουλευτικής Επιτροπής του ΥΠΠ για τα ΝΑΠ), τη Μαρία Ρεπούση, τον Γ. Κουζέλη, τον Δ. Ματθαίου. Είμαι πολύ ικανοποιημένος που μου δόθηκε η δυνατότητα να αντιπαρατεθώ  πολύ συχνά στις  νεοφιλελεύθερες απόψεις του Γ. Ψαχαρόπουλου. Για τη σχέση μου με άλλους ακαδημαϊκούς (π. χ. το Δημαρά), σας παραπέμπω, κ. Γεωργίου, στο πρόσφατα δημοσιευμένο και αναρτημένο κείμενο «Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που δε γίνεται...». Δεν αντιλαμβάνομαι τα περί «παρέας»! Στη «δική» σας ΕΔΑΠ υπήρχε παρέα και ποιοι τη συγκροτούσαν; Είσαστε όλοι των αυτών αντιλήψεων και προσεγγίσεων; Στο Επιστημονικό Συμβούλιο του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου, όπου συμβαίνει να είμαι αντιπρόεδρος δε διανοούμαι ότι μπορώ να «κάνω παρέα»; Η σειρά όλων των κειμένων που δημοσιεύτηκαν για το PISA  δεν έχει δημιουργήσει κάποιον κραδασμό στις σχέσεις μου με τον πρόεδρο του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΥΠΠ, που συμβαίνει να  έχει και σχετική αρμοδιότητας στο PISA. «Παρέα» δεν είμαστε. Ενδεχομένως, δεν του χρειαζόταν αυτές οι δημοσιεύσεις. Αλλά συνεχίζουμε και στις 13.1.12 έχουμε την πρώτη συνεδρίαση. Διατηρώ την επιστημονική, ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα και συμμετέχω σε μια δύσκολη διαδικασία διαμόρφωσης προτάσεων. Η δυσκολία αυτή, δε με οδήγησε στην παραίτηση ή την απόσυρση. Στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου, συμμετέχω ως επιμορφωτής σε σεμινάρια, αν και επανειλημμένα έδωσα τη μάχη μου για αλλαγές στη μορφή και στο περιεχόμενο τους, που δεν έγιναν.
Είχα, όντως, την αποκαλυπτική  εμπειρία να συμμετέχω σε μια «Πρωτοβουλία» με χρηματοδότηση γνωστών κοινωφελών ιδρυμάτων(Ευγενίδειο, Ίδρυμα Ωνάση, Ίδρυμα Λαμπράκη, Μποδοσάκη κ.α. με τις σχετικές αναφορές σε ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες) για τη δημιουργία του Δικτύου Σχολικής Καινοτομίας. Δεν ήταν εύκολη η επιλογή της συμμετοχής. Γνωρίζω παιδαγωγούς που δε δέχονται να συμμετέχουν και να παρεμβαίνουν «από τα μέσα» σε τέτοιες πρωτοβουλίες. Παρόλα αυτά, συνειδητά, επέλεξα να συμμετάσχω. Δέχτηκα να συμμετάσχω με τον όρο ότι «δεν τίθενται όροι λογοκρισίας» στις απόψεις μου και στις προσεγγίσεις μου.  Ήταν αποκαλυπτικό για μένα ότι δε δέχτηκα την παραμικρή υπόδειξη. Είναι πολύ σημαντικό για μένα που στο Δίκτυο Σχολικής Καινοτομίας αυτής της «Πρωτοβουλίας» αναρτήθηκαν και προωθήθηκαν στα επιμορφωτικά σεμινάρια που έκανα, πολλά κείμενα εργασίας με σαφείς τους θεωρητικούς και ιδεολογικούς μου προσανατολισμούς (π.χ. τα κείμενα, Καινοτομία διδασκαλίας μιας αντίπαλης σχολικής ιστορίας, Περιθώριο για καινοτομίες στο σχολείο, Καινοτομία και εκπαιδευτική πολιτική Σχολείου).Δεν αναφέρω όλα τα κείμενα γιατί είναι πολλά. Που είναι το PIZA σε αυτά; Θα μου πει κάποιος ότι αυτά τα κείμενα δεν είναι τα κυρίαρχα στο όλο. Σύμφωνοι. Αλλά, πώς θα ήταν αν δεν συμπεριλαμβάνονταν καθόλου στο υλικό επιμόρφωσης και δε συμμετείχα στις επιμορφώσεις; Δεν διεκδικώ τίτλους «ναυαγοσώστη». Απλώς, εξηγώ, με ποιο σκεπτικό σκέφτομαικαι δρω.
Το ερώτημα είναι γιατί ο κ. επιθεωρητής, μια και είχε το υλικό (όπως ισχυρίζεται), δεν αναφέρεται στα ενυπόγραφα αυτά κείμενά μου και πάνω σε αυτά να κάνει την όποια κριτική του; Μια και με αναγνωρίζει ως μέλος του Δικτύου, με τη «μεγαλύτερη προσφορά στο επιμορφωτικό  υλικό», γιατί αποφεύγει να παραθέσει ένα «τσιτάτο» από τα δικά μου επώνυμα κείμενα; Γιατί, αντί να κάνετε αυτό, κ. επιθεωρητή επιλέγετε να ψεύδεστε ασύστολα όταν με αναφέρετε ως μέλος της συγγραφικής ομάδας του κειμένου «Περιοχές Ικανοτήτων» και «Έκθεση Αποτίμησης». Αυτά τα κείμενα είναι επώνυμα, χωρίς το όνομά μου. Κύριε επιθεωρητή, για σας, το δημόσιο εγχείρημα είναι πασαρέλα για ψεύδη, αποσιωπήσεις και στρεβλώσεις; Να είστε βέβαιος ότι εάν συμμετείχα θα σας υποδείκνυα τη δική μου συμβολή και σφραγίδα.
Στο προγραμματικό ανώνυμο κείμενο της «Πρωτοβουλίας» από το οποίο αντλεί ο κ. Γεωργίου αρκετά και εκτενή αποσπάσματα, θα παραθέσω ορισμένα – από τα πολλά – που είναι της προσωπικής μου συμβολής και διεκδίκησης ( Μου είναι πολύ εύκολο να το αποδείξω). Με τη συμμετοχή μου «από τα μέσα», σε αυτό το κείμενο πολιτικής των «επιχειρηματιών»συμπεριλήφθηκαν θέσεις, όπως οι ακόλουθες:
«Τίθεται ζήτημα ανασυγκρότησης του περιεχομένου της γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης για την απόκτηση όσο το δυνατό ευρύτερων γνώσεων και μόρφωσης. Θα υποστηρίζαμε ότι, κάτω από τις παραπάνω εξελίξεις, το δίκτυο της τυπικής εκπαίδευσης και κυρίως το ενιαίο υποχρεωτικό σχολείο καλείται να ανασυγκροτηθεί και να ασχοληθεί ιδιαίτερα με όσους χάνουν αυτό το σχολείο μέσα από διαδικασίες σχολικής αποτυχίας, διάκρισης και διαρροής. Έτσι και αλλιώς η παντοδυναμία και το μονοπώλιο του τυπικού σχολείου έχει αντικειμενικά αρθεί. Αυτό καθαυτό το γεγονός συνιστά μια πρόκληση η οποία αν δεν απαντηθεί θα συνδεθεί με εξελίξεις κατάρρευσης του καθιερωμένου δημοσίου τυπικού εκπαιδευτικού δικτύου από την πρωτοβάθμια προς την τριτοβάθμια. Σε μια τέτοια προοπτική θα πληγούν ιδιαίτερα όσοι προέρχονται από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα…
Η καινοτομία… προσφέρεται ιδιαίτερα, και κατά προτεραιότητα, για εκπαιδευόμενους που προέρχονται από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα ή ομάδες, τόσο για την ανάδειξη και την άμβλυνση των κοινωνικών επικαθορισμών και εμποδίων όσο και την ανάπτυξη προσωπικών στρατηγικών ή «καλών πρακτικών» για την υπέρβασή τους…
Το Σχέδιο δραστηριότητας επιδιώκει να υποστηρίζει τους μαθητές να: κατανοούν τις θεμελιώδεις έννοιες και αρχές, να αποκτήσουν ουσιαστικές γνώσεις, να αποκτήσουν βασικές ικανότητες και να αναπτύξουν θετικές στάσεις για θετική πράξη και δράση.»
Που εντοπίζεται το PISA σε αυτά. Θα μου πει κάποιος ότι αυτές οι πινελιές δεν εξασφαλίζουν τον έλεγχο του ιδεολογικού προσανατολισμού ενός Δικτύου. Αν ήταν, πάντως, να απουσιάζουμε από εκπαιδευτικές δραστηριότητες που δεν ελέγχουμε πλήρως, θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι, άραγε, προσφέρει η επιλογή της απέξω κριτικής, χωρίς προϋποθέσεις διείσδυσης; Θεωρώ ότι έδωσα υπερβολική έκταση στο σχολιασμό του κειμένου. Δε θα μπορούσα, όμως, με ένα σύντομο κείμενο διάψευσης να αποκαλύψω τις πρακτικές αυτών που δεν αντέχουν την ουσιαστική συζήτηση για τα αναλυτικά προγράμματα της Κύπρου. Είχαν την εμπειρία του «δημόσιου εγχειρήματος» με συναντήσεις, «παλαμάκια» και πολλές υποσχέσεις και τώρα, τους μένει η φάμπρικα της στρέβλωσης και του ψεύδους. Ίσως, δε φταίει, τελικά, ο κ. Γεωργίου, που  ως μέλος της ΕΔΑΠ, με την ιδιότητα  του εκπαιδευτικού (και πρώην μεταπτυχιακού φοιτητή), αρχικά, και αργότερα του επιθεωρητή, αναγκάστηκε να υπερασπιστεί αδέξια άλλον.
Όσο για τον ισχυρισμό του για «χειραγώγηση και υπονόμευση ή και οικειοποίηση τομέων της δημόσιας εκπαίδευσης από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις» θα συμφωνούσα επί της αρχής. Δεν ανησυχώ, όμως, με «πρωτοβουλίες» μικρής εμβέλειας και διάρκειας. Η συγκεκριμένη «Πρωτοβουλία» δεν υφίσταται και το «Δίκτυο» διαλύεται. Ανησυχώ, όμως, για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Κύπρο που λειτουργούν με σαφή επιχειρηματικά και οικονομικά κριτήρια της αγοράς. Ο κ. επιθεωρητής;
Να διευκρινίσω, κλείνοντας, κάτι: Δεν είμαι επισκέπτης καθηγητής  για το τρέχον εξάμηνο στο  Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ελπίζω να μη θεωρηθεί ότι αποκρύπτω  το γεγονός ότι κάποτε υπήρξα. Δεν αναφέρω σε ποιο Πανεπιστήμιο είμαι ομότιμος και δε θεωρώ ότι  το αποκρύπτω. Υπογράφω ως άμισθος αντιπρόεδρος- δεν το αποκρύπτω- για να υποδηλώσω κάτι σημαντικό: Ως άμισθος μπορείς να κρατάς μια θέση για συμβολικούς ή άλλους λόγους, χωρίς να κάνεις τίποτε. Μπορείς, όμως, εάν το επιλέξεις, να προσφέρεις και σημαντικό έργο, με υψηλό βαθμό  «ουσιαστικής κριτικής φιλίας», ανεξαρτησίας και ελευθερίας. Πάντως, για μένα, το σημαντικό δεν είναι να επιλέξεις ανάμεσα στο «από μέσα»ή στο «απέξω». Το σημαντικό είναι, όταν επιλέγεις, κάτω από προϋποθέσεις, το «από μέσα», να μη χάνεις τις θεωρητικές και τις ιδεολογικές αρχές που αποτυπώνονται στο επιστημονικό, επιμορφωτικό, εκπαιδευτικό σου έργο και στην εν γένει κοινωνική σου δράση. Με λίγα λόγια, να μην αφομοιώνεσαι και να μη παραμορφώνεσαι!
 
* Ο Γιώργος Μαυρογιώργος είναι Ομότιμος καθηγητής Παιδαγωγικής. Άμισθος Αντιπρόεδρος του Επιστημονικού  Συμβουλίου του ΥΠΠ,  Ιστοσελίδα  http://pep.uoi.gr/gmavrog  email: gmavrog@cc.uoi.gr

ΠΗΓΗ: 11-1-2012, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=54770

 

Με αφορμή το σχ. νόμου για το Τεχνολογικό Λύκειο

«Με αφορμή το σχέδιο νόμου για το Τεχνολογικό Λύκειο»
Από την Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση στη δια «Βίου Κατάρτιση»

Του Κώστα Κορδάτου*

 
 
 
 


Σε μια κατάσταση κρίσης και σημαντικών οικονομικών μεταβολών οι κυρίαρχοι κύκλοι επιβάλουν μια σειρά αναδιαρθρώσεων, σε κοινωνικό – εργασιακό επίπεδο που επηρεάζουν άμεσα και τα συστήματα εκπαίδευσης.
Οι εξαγγελίες της κας. υπουργού παιδείας για, αλλαγές στην εκπαίδευση με το νέο λύκειο και ιδιαίτερα στην Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση (ΤΕΕ) ήταν και είναι από τις βασικές επιδιώξεις των Κυβερνητικών Πολιτικών για το «ανθρώπινο δυναμικό», όπως συνήθως αναφέρεται, στις χώρες τις Ευρωπαϊκής ένωσης (Ε.Ε.) με τη πριμοδότηση της δομικής ανάπτυξης της συνεχιζόμενης επαγγελματικής Κατάρτισης.

Προσπαθούν δηλαδή να συνδέσουν την εκπαίδευση με το νέο παραγωγικό μοντέλο, με κοινωνικές σχέσεις νέου τύπου (πιστωτικές μονάδες, συνεχιζόμενη κατάρτιση κ.α.) και καινούργιους τρόπους οργάνωσης των επιχειρήσεων στη θέση του φορτικού και του Τεϋλοριακού μοντέλου παραγωγής.

"Σ΄ αυτό το κοινωνικό πεδίο αντιπαράθεσης οι δυνάμεις του κεφαλαίου δεν περιορίζονται μόνο στους άμεσους στόχους. Επιδιώκουν, αφού ελέγξουν το νέο-δημιουργούμενο σύστημα κατάρτισης, να το μετατρέψουν σε κύριο μηχανισμό των επαγγελματικών ειδικοτήτων των εργαζομένων, εκτοπίζοντας έτσι το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης"
«Γιάννης Μηλιός»
 
Στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. «στο επίκεντρο όλων των πρωτοβουλιών βρίσκεται λοιπόν υποχρεωτικά η ιδέα της δια βίου εκπαίδευσης και της συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης», η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη κάθε ατόμου στην επαγγελματική ζωή, στην παραγωγική διαδικασία με την ευρεία έννοια (στον κοινωνικό – καπιταλιστικό – καταμερισμό εργασίας), όταν αυτή υπάρχει. Ακόμα και οι πλέον «ανειδίκευτες» εργασίες προ-απαιτούν πιστοποίηση για τους απασχολημένους σε ένα σύνολο πρόσκαιρων γνώσεων και πρακτικών δεξιοτήτων, που καθιστούν δυνατή την ένταξή τους στο κοινωνικό και νέο επαγγελματικό περιβάλλον, αυτό με τις ευέλικτες μορφές εργασίας και του part time.

Η εκπαίδευση, προφανώς και με τη νέα απόπειρα του Τεχνολογικού Λυκείου της κ. Διαμαντοπούλου θα προσανατολίζει τους εκπαιδευόμενους προς το σύστημα απασχόλησης, στα διαφορετικά επαγγελματικά περιεχόμενα αλλά και τις ιεραρχικές βαθμίδες του συστήματος, του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας που επιβάλουν οι οικονομικές ελίτ.

Ο διαχωρισμός των βαθμίδων εκπαίδευσης και των διαφορετικών επιπέδων και τύπων σχολείων και σχολών του εκπαιδευτικού συστήματος που υπάρχουν, όπως επίσης και η υποβάθμιση των τεχνικών γνώσεων και δεξιοτήτων, θέλουν να υπηρετείται με ιεραρχική ευλάβεια δομές χειραφέτησης των τεχνικών παραγωγής έργου και του υποβιβασμού των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από τις γνώσεις και την επαγγελματική εμπειρία που συνεχώς υποβιβάζονται στο επίπεδο της ΤΕΕ, για να έχει ανίσχυρο τον νέο πτυχιούχο-εργαζόμενο δηλαδή χωρίς εργασιακά δικαιώματα κάθε ειδικότητας που συμμετέχει στη διαμόρφωση του πλούτου με τα μέσα παραγωγής που χειρίζεται και διευθύνει.

Εδώ μπορούμε να δώσουμε δύο παραδείγματα υποβιβασμού των δικαιωμάτων μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα για να γίνω πιο κατανοητός, είναι αυτά της κατάργησης των σχολών υπομηχανικών, όπου στη θέση τους αργότερα ιδρύθηκαν τα υποβαθμισμένα ΚΑΤΕ, καθώς και η κατάργηση των σχολών εργοδηγών που στη θέση τους ιδρύθηκαν με το Ν 576/77 τα ΤΕΛ που διέλυσαν κυριολεκτικά τη δομή της ΤΕΕ (που κανένας τότε δεν κατάλαβε τι έρχεται). Οι αλλαγές όλες αυτές ήταν κατ΄ εντολή των ευρωπαϊκών και διεθνών ταμείων που δάνειζαν τη χώρα για υποδομές στην ΤΕΕ (βλέπε ΤΑΣΕ), αλλά εκείνη την περίοδο τρέχαμε πίσω από το ενιαίο σχολείο, όπως και σήμερα (χωρίς να διαφωνούμε ως οραματικό στόχο) ενώ χάσαμε την Ενιαία Δημόσια Εθνική Εκπαίδευση και τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχίων που ήταν καταχωρημένα διεθνώς και στους δύο προαναφερόμενους τύπους σχολών που καταργήθηκαν. Ο διαθλαστικός φακός της εποχής δεν έδωσε την δυνατότητα σε πολλούς να βγάλουν αντικειμενικά συμπεράσματα για το έργο εκείνων των σχολών παρά μόνο οι μαξιμαλιστικοί στόχοι έφαγαν το εφικτό.

Και τώρα τι;
Το όχημα που σήμερα θέλουν να χρησιμοποιήσουν για να «παγώσει ο χρόνος» της εξέλιξης του ανθρώπου στη ζωή και ενεργητική δημιουργία, είναι η αμάθεια και οι χαμηλές προσδοκίες της νέας γενιάς. Αυτό επιτυγχάνεται σταδιακά με την κατάρτιση σε βάρος της Ενιαίας Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Μεταφέρουν την υπόθεση απόκτησης ειδικότητας και επαγγελματικών δικαιωμάτων έξω από τις δοσμένες παιδαγωγικές συνθήκες του σχολείου στο λεγόμενο 4ο έτος του τεχνολογικού λυκείου, όπως προτείνεται από το υπουργείο. Με στόχο πάντα την διάσπαση της ενιαίας τεχνικής παιδείας και την ιδιωτικοποίηση των προσδοκιών απόκτησης κάποιων πιστωτικών μονάδων στον ατομικό συναγωνισμό, που θα προωθείται για την εξασφάλιση των νέων σε μια καλύτερη θέση, σε πιθανή πρόσβαση σε κάποια πρόγραμμα εθελοντικής εργασίας μέσω των stages. Χωρίς βέβαια να τεκμηριώνεται από την πρόταση ότι στο νέο… τεχνολογικό λύκειο θα εξασφαλίζονται οι σημερινές ειδικότητες και η πρακτική άσκηση μέσα στο σχολείο.

Οι ανησυχίες μας αυτές έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι για πρώτη φορά  εισάγεται στην εκπαίδευση του υπουργείου παιδείας ο θεσμός της μαθητείας και νόρμες του γερμανικού δυϊκού συστήματος εκπαίδευσης. Το λεγόμενο παραγωγικό σχολείο που θέλουν να εφαρμόσουν με αντιφατικό τρόπο θα οδηγεί τους μαθητές στην απόκτηση των δεξιοτήτων του επαγγέλματός τους έξω από το σχολείο αφού τα δημοσιονομικά προβλήματα και οι δανειστές της τρόικας δεν θα επιτρέπουν την επένδυση σε νέες υποδομές στη ΤΕΕ και ούτε καν για τη λειτουργία της υπάρχουσας.

Οι ειδικότητες που συνδέονται με την βιομηχανική παραγωγή και απαιτούν κόστος εγκατάστασης και λειτουργίας του εργαστηριακού εξοπλισμού δεν θα υπάρχουν αφού η πρόταση για το τεχνολογικό λύκειο «πονηρά» κρύβει αυτήν την αρνητική εξέλιξη και προβάλει τα νέα πεδία κάποιων δήθεν διεπιστημονικών μαθημάτων με ένα αθροιστικό αποτέλεσμα των μερικών προσεγγίσεων των διαφόρων επιστημονικών πεδίων θεωρώντας ότι θα μπορέσουν να διαχειριστούν με τον τρόπο ευέλικτο και φθηνό αυτό τον μεγάλο όγκο της γνώσης και των πληροφοριών στα στενά όρια κάποιων μαθημάτων του Λυκείου.

Υποβιβάζουν την ειδίκευση που όπως φαίνεται είναι αναγκαία εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας γνώσης, καταργώντας ουσιαστικά τα περισσότερα μαθήματα και τις δεξιότητες από τους επαγγελματικούς τομείς και τις ειδικότητες. Πρώτα βέβαια μεταφέρει το σύνολο των επαγγελματικών μαθημάτων στη Γ’ τάξη και παραδίδει στη συνέχεα τους «πελάτες» στο μύλο του 4ου έτους κάθε επιχειρηματία για το ξεκοκάλισμα του ΕΣΠΑ και όποιος αντέξει.

Ξεχνούν ηθελημένα βέβαια οι συντάκτες του σχεδίου και οι εμπνευστές του ότι η εξειδίκευση είναι γενικότερο φαινόμενο που συνδέεται άμεσα με την εργασία, σε όλες τις μορφές της.
 
Κρύβουν έτσι τον βασικό πυρήνα της πρότασής τους αφού με το περιεχόμενο του προγράμματος του Τεχνολογικού Λυκείου, όπως παρουσιάστηκε από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου παιδείας, θα ενισχύει τον καταμερισμό της εργασίας με ένα συγκεκριμένο τρόπο, που είναι σύμφυτος με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αυτόν της φάμπρικας της μαθητείας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευσης. Δηλαδή παραδίδεται η απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασίας των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στις ιδιωτικές (πολυεθνικές) εταιρίες. Χαρακτηριστικό γνώρισμα εκμετάλλευσης της παιδικής εργασίας δια της ανταποδοτικής εκπαίδευσης-μαθητείας στο πολυεθνικό κεφάλαιο. Μετατρέποντας με αυτό τον τρόπο την γνώση από αγαθό και υποχρέωση της πολιτείας να την παρέχει σε όλους δωρεάν και αδιακρίτως σε ατομική υπόθεση του καθενός!

Σήμερα βιώνουμε την απαξίωση της δημόσιας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπ/ση (ΤΕΕ) (ελλείψεις: καθηγητών, υποδομών, σύγχρονων προγραμμάτων-βιβλίων, εποπτικών μέσων, νέων ειδικοτήτων κ.α.), που στόχο έχει τη κατάργησή της ώστε με τον τρόπο αυτό να ελαφρύνουν το δημοσιονομικό κόστος λειτουργίας της εκπαίδευσης υπέρ των δανειστών και του ιδιωτικού τομέα (βλέπε εισήγηση Αλμούνια) για να συγκλίνουν οι δείκτες όπως λένε με την Ε.Ε. και τα μνημόνια που έχουν υπογράψει με την τρόικα. Παράλληλα θα παραδώσουν το φιλέτο της επαγγελματικής ειδίκευσης-κατάρτισης (4ο έτος) και της δήθεν αποκατάστασης των νέων στους μεγαλοσχολάρχες των ιδιωτικών ΙΕΚ & ΚΕΚ και στα περιφερειακά κέντρα εξειδικεύσεων (βλέπε έτος ειδίκευσης της πρότασης για το τεχνολογικό Λύκειο) που έρχεται μέσω των περιφερειών και τις ΣΔΙΤ!


Επιδιώκουν με το δίκτυο της δια βίου μάθησης και κατάρτισης εκτός των άλλων και η εφαρμογή των προ-συνταξιοδοτικών απολύσεων των εκπαιδευτικών αφού οι περισσότερες θέσεις τεχνικών ειδικοτήτων θα καταργηθούν. Διότι το μεγαλύτερο μέρος των λειτουργιών της ΤΕΕ θα παραδοθεί σε ιδιώτες μέσου των περιφερειακών αυτοδιοικήσεων και των Καλλικρατικών δήμων, ενώ θα επικρατήσει κατά κόρον το ωρομίσθιο και οι ατομικές σχέσεις εργασίας (μπλοκάκι) στη θέση των μόνιμων θέσεων εργασίας.

Με αυτή την αντιδραστική τομή που προωθούν στην εκπαίδευση βρίσκονται πολιτικά και τυπικά σε αντιστοιχία με της οδηγίες του ΟΑΣΑ, των βιομηχάνων και των πολιτικών τους προϊσταμένων της Ε.Ε. στα πλαίσια των ανταγωνισμών και των αναδιαρθρώσεων στην παραγωγή νέου πλούτου υπέρ των πολυεθνικών στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία που σαρώνει κύρια το νότο της Ευρώπης.
 
Για τον σκοπό αυτό η χρηματοδότηση της δια βίου εκπαίδευσης από το ΕΣΠΑ θα γίνεται πλέον από το ΥΠδΒΜΘ και όχι από τον ΟΑΕΔ για την ΤΕΕ (νέα αρμοδιότητα) ώστε να καταρτίσουν τα στελέχη της νέας οικονομίας (πράσινης ανάπτυξης!) με τρόπο τέτοιο που να ενσωματώσουν πιο γρήγορα και ευέλικτα τη νέα τεχνολογία υπέρ της νέας «άυλης» παραγόμενης υπεραξίας των δικτύων, των ΜΜΕ, των πληροφοριών κ.α. Έτσι οι φτωχοί και όσοι εργάζονται με 300 ευρώ, όπως και οι άνεργοι (δεν θα μπορούν τα παιδιά τους ούτε να αποφοιτούν από το Λύκειο τουλάχιστον) θα είναι απλά οι χρήστες-καταναλωτές των τεχνολογικών γνώσεων, χωρίς στοιχειώδης πρόσβαση σ΄ αυτές.

Σε αυτή την κρίσιμη φάση πρέπει κατά την γνώμη μας ένα νέο αγωνιστικό μορφωτικό και παλλαϊκό ρεύμα να πάρει πρωτοβουλίες και να αρθρώσει μια πρόταση γενικευμένου τύπου στην εκπαίδευση που θα αποκαλύπτει τα σχέδιά τους, θα ξεπερνάει τις μέχρι τώρα παγιωμένες αντιλήψεις για τον ρόλο της ΤΕΕ στην ελληνική κοινωνία, όπου θα απαιτεί την δωρεάν απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων από κρατική δομή (υπ. παιδείας) για όλα τα παιδιά που θέλουν να ακολουθήσουν επάγγελμα σε ένα αναβαθμισμένο επίπεδο σπουδών και χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο της πρόσβασής τους με προτεραιότητα σε ανώτερη εκπαιδευτική βαθμίδα χωρίς φραγμούς..

Παράλληλα αυτός ο παλλαϊκός συντονισμός θα εξασφαλίζει τη συνεχίσει της φοίτησης των παιδιών σε όλη τη χώρα δωρεάν ώστε να παίρνουν τεχνικές γνώσεις και επαγγελματικά δικαιώματα από τη Δημόσια Τ.Ε.Ε. και από ενιαίο φορέα.

Η ίδρυση Τεχνολογικών Λυκείων και από άλλα υπουργεία και οργανισμούς, όπως υπόσχεται η υπουργός και οι διάφοροι "ειδικοί" της ΤΕΕ ενισχύουν τους φόβους μας ότι τελικά ο στόχος είναι καθαρά ένα σχολείο της αγοράς πέρα και έξω απο τους στόχους του εκπαιδευτικού κινήματος και τις σύγχρονες απαιτήσεις της παιδαγωγικής επιστήμης .

Σε πρώτη φάση για το 2012 κοινός τόπος όλων των συλλογικών και προσωπικών παρεμβάσεων πρέπει να είναι η απόρριψη  της πρότασης Διαμαντοπούλου για το Τεχνολογικό Λύκειο που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο μια συνταγή με παλιά υλικά που έρχεται να καταργήσει ότι έχει απομείνει από την ΤΕΕ των τεχνικών ειδικοτήτων, όπως τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχίων, την μονιμότητα των καθηγητών και την μετάβαση του κόστους λειτουργίας της στις τοπικές κοινωνίες και την μετατροπή των μαθητών σε πελάτες!

* Ο Κώστας Κορδάτος είναι Πρόεδρος της  ΠΕΤ ΕΕΜ -ΤΕ1. και Γεν. Γραμματέας της  Β’ ΕΛΜΕ Αιτωλ/νίας

ΠΗΓΗ πρώτης δημοσίευσης: Κυριακή, 15 Ιανουαρίου 2012,  http://peteem1.blogspot.com/2012/01/blog-post_15.html

Εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση και οι «ειδικοί»

Εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση και οι «ειδικοί»

Του Γιώργου Μαυρογιώργου*

 
 
 
 
Με τo παρόν κείμενο – το δωδέκατο στη σειρά – κλείνουμε έναν κύκλο αναλύσεων που δημοσιεύσαμε στην εφημερίδα «Ο Πολίτης της Κυριακής», που τόσο φιλόξενα  μας παραχώρησε σελίδα για τη στήλη «Με τα μάτια των Μεταπτυχιακών Φοιτητών». Τα ίδια κείμενα, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις, τα «κρεμάσαμε»  και  στο διαδίκτυο (www.alfavita.Gr). Το πλαίσιο του προβληματισμού αφορά στην Κύπρο και στην Ελλάδα, μια και είναι σαφείς οι μεταξύ τους «δάνειες» και «αντιδάνειες» ανταλλαγές.

Η δημοσιοποίηση των σεμιναρίων
 
Οι δεκαεπτά μεταπτυχιακοί/ές φοιτητές/τριες και ο διδάσκων αισθανόμαστε ιδιαίτερη ικανοποίηση με την εμπειρία να δημοσιεύουμε τις συζητήσεις  που κάναμε στις σεμιναριακές συναντήσεις, έχοντας ως θέμα τον «εκπαιδευτικό σκεπτόμενο», σε περίοδο έντονων κοινωνικών διεργασιών. Η ιδέα ήταν απλή, αλλά  αρκετά απαιτητική: οι εισηγήσεις  που γίνονταν στο πλαίσιο των σεμιναρίων προετοιμάζονταν για «εσωτερική» χρήση αλλά και για δημοσιότητα. Μας ενδιέφεραν, πρωτίστως, εκπαιδευτικοί-αναγνώστες.
Το να διδάσκεις ως επισκέπτης  σε πανεπιστήμιο, σε χρονική στιγμή  αποχώρησής σου από τη διδασκαλία, αντιμετωπίζεις την πρόκληση  να αναμετρηθείς με αυτά που δεν πρόλαβες να «δοκιμάσεις» στη διάρκεια της θητείας σου. Από αυτή την άποψη, είμαι ευγνώμων σε συναδέλφους, στο Τμήμα ΕΠΑ του Πανεπιστημίου της Κύπρου, που μου προσέφεραν τις προϋποθέσεις να συνεργαστώ με μεταπτυχιακούς  φοιτητές και φοιτήτριες και να δημοσιοποιήσουμε δείγμα αυτής της συνεργασίας. Τώρα που το σκέφτομαι, είναι σα να συνεργάστηκαν μαζί μου, στα σεμινάρια, με το συμβολισμό της «αποχώρησής» μου από  την πανεπιστημιακή διδασκαλία. Κι αυτό είναι πολύ τιμητικό.
Τα θέματά μας αναφέρονται σε ζητήματα τρέχουσας εκπαιδευτικής συγκυρίας. Στην Κύπρο, σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις, βρισκόμαστε σε τροχιά  «ριζοσπαστικής προοδευτικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης». Υιοθετήσαμε το θεωρητικό και πολιτικοιδεολογικό πρόταγμα μιας τέτοιας μεταρρύθμισης και  συμμετείχαμε συνειδητά στο πεδίο υποστήριξής της, ώστε αυτή να σχεδιάζεται και να προωθείται χωρίς εκπτώσεις, συγχύσεις αναστολές και αντιφάσεις. Επιθεωρητής μου έκανε την επισήμανση πως «όλα αυτά  θα μπορούσατε να τα εισηγείστε εσωτερικά  στο Επιστημονικό Συμβούλιο, αντί να τα δημοσιοποιείτε στον τύπο». Θα ήταν δυνατόν, βέβαια, να γίνει κάτι τέτοιο, εάν και εφόσον υπήρχαν οι προϋποθέσεις.
Μια και τα σεμινάρια είχαν ως αντικείμενο τον «εκπαιδευτικό σκεπτόμενο», μας ενδιέφερε να αναδείξουμε τις δοκιμασίες των εκπαιδευτικών μπροστά  στις μεταρρυθμιστικές  υποσχέσεις. Γνωρίζουμε πως οι εκπαιδευτικοί, στα αλλεπάλληλα  «επεισόδια» μεταρρυθμίσεων, όταν εκτίθενται σε ασαφείς οριοθετήσεις του «νέου», έχουν πολλούς λόγους να το «βάζουν στα πόδια». Γνωρίζουμε, επίσης, ότι οι  όποιες πρόχειρες και ανεπεξέργαστες εισηγήσεις των «ειδικών»  εγκαθιστούν στο όλο εγχείρημα το μηχανισμό της αντιμεταρρύθμισης.
Είναι αρκετά δύσκολο εγχείρημα να παίρνεις δημοσίως θέσεις, πάνω σε  τρέχοντα θέματα. Η επικαιρότητα κάνει ώστε οι όποιες παρεμβάσεις να είναι  ανοιχτές σε πολλαπλές χρήσεις, στη σκόπιμη στρέβλωση ή στην εύκολη απόρριψη. Η  εγκυρότητα των αναλύσεών μας, ωστόσο, δεν εξαρτώνται από αυτές τις μορφές χρήσης. Οι απόψεις μας δοκιμάζονται, κυρίως, στις διεργασίες που σημειώνονται στην κοινωνική δυναμική που η ίδια  η υλική έκφραση της μεταρρύθμισης αναδεικνύει καθημερινά.
Ενδεχομένως, τα ζητήματα που αναδείξαμε να μην έχουν προτεραιότητα σε μια εποχή μεγάλης κοινωνικής αναταραχής  που προκαλεί η βάρβαρη επίθεση εναντίον της εργασίας, του κοινωνικού κράτους και της εκπαίδευσης. Σημειώνουμε, πάντως, τον κυνισμό της σιωπής αυτών που εμπλέκονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Μόνο σε έκτακτες και ειδικές περιπτώσεις (π.χ. απόσυρση ενός βιβλίου Θρησκευτικών, το ωρολόγιο πρόγραμμα) προκαλείται σχετική συζήτηση, αν και αυτή υποχωρεί, συνήθως,  πολύ γρήγορα! Έχουμε επίγνωση ότι με τα κείμενά μας αυτά συμμετέχουμε σε μια διαδικασία που εμπλέκει διαλεκτικά την υπόθεση της συντελούμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με εκφάνσεις αντιμεταρρύθμισης.
 
Μεταρρύθμιση και αντιμεταρρύθμιση
 
Με το πρόγραμμα διακυβέρνησης (2008) ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, είχε εξαγγείλει μια «ριζοσπαστική προοδευτική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση». Είχε, δηλαδή, υποσχεθεί το μετασχηματισμό της εκπαίδευσης ώστε να αμβλυνθούν οι κοινωνικές της λειτουργίες στη διευρυμένη αναπαραγωγή των υφιστάμενων σχέσεων άνισης κατανομής πλούτου, προνομίων και  εξουσίας στην κοινωνία. Από μόνη της, η συγκεκριμένη πολιτική εξαγγελία, με δεδομένη την καταγραφή των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στην κυπριακή κοινωνία, τον παρεμβατικό  ρόλο της Εκκλησίας, τη μεσολάβηση των ΜΜΕ και τη δυναμική που αναπτύσσουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών, έχει ανοίξει και το χορό των αντιμεταρρυθμιστικών  διεργασιών.
Μια ριζοσπαστική προοδευτική  εκπαιδευτική μεταρρύθμιση εμπεριέχει το σπέρμα της αντιμεταρρύθμισης  έτσι που  μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι δύο διαδικασίες σχετίζονται διαλεκτικά. Το ίδιο το σχολείο ως κρατικός ιδεολογικός μηχανισμός δύσκολα δέχεται μεταρρυθμίσεις των κοινωνικών λειτουργιών που επιτελεί. Το αυταρχικό και συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης της εκπαίδευσης ενισχύει την ακαμψία του σχολείου. Η εκπαιδευτική διοίκηση στην Κύπρο βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής συγκεκριμένων – άκρως αντιμεταρρυθμιστικών – κύκλων, όπου κυριαρχούν τα ιδεολογήματα περί εκπαιδευτικής ηγεσίας και «διαχείρισης». Έχουν συγκροτήσει άτυπα «δίκτυα» συνεδρίων, ημερίδων, επιμορφωτικών σεμιναρίων και μεταπτυχιακών και επηρεάζουν το «προφίλ» των στελεχών εκπαίδευσης, με απόψεις που δεν έχουν έγκυρη επιστημονική βάση. Πέρα από τη διοίκηση, οι εκπαιδευτικοί, συνήθως, δέχονται με σκεπτικισμό τις μεταρρυθμίσεις, καθώς καλούνται, κάθε τόσο, σε εντατικοποίηση της εργασίας τους για πιστή και άκριτη εφαρμογή τους. Η όποια επιμόρφωση, συνήθως, εκφυλίζεται σε συνταγές μιας «επίκαιρης» σκοπιμότητας, με αποτέλεσμα και η  μεταρρυθμιστική   θεωρία να υποβαθμίζεται σε οδηγίες «μιας χρήσης».
Ως εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ορίζουμε το σύνολο των μέτρων και των διαδικασιών που αναφέρονται τόσο στις αναπροσαρμογές της εξωτερικής οργάνωσης ενός εκπαιδευτικού συστήματος (π. χ. βαθμίδες εκπαίδευσης) όσο και στους αναπροσανατολισμούς στο περιεχόμενο και τη μορφή της εκπαιδευτικής πράξης (π.χ. περιεχόμενο μαθημάτων, μέθοδος διδασκαλίας). Από αυτή την άποψη, μια ριζοσπαστική προοδευτική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση  συγκροτεί ενιαίο σύνολο έτσι που εξωτερικές και εσωτερικές  αναδιατάξεις να συνδέονται με στόχο τους απαραίτητους  δομικούς μετασχηματισμούς που προωθούν ένα  πιο δημοκρατικό σχολείο σε μια πιο δημοκρατική κοινωνία.
Η αντιμεταρρύθμιση εξάλλου μπορεί να οριστεί ως μια σειρά αντιδράσεων – δυνατό να είναι επίσημες και φανερές ή σιωπηρές και λανθάνουσες – που εκδηλώνονται σε όλες τις φάσεις μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και που έχουν ως αποτέλεσμα την υπονόμευση, τη μερική αναίρεσή της ή και την πλήρη ματαίωσή της. Συχνά, για την εξήγηση της αποτυχίας των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, επισημαίνεται η «κοινωνική αμβλυωπία των διανοούμενων» και η απόσυρση των φορέων της εκπαιδευτικής αλλαγής στο περιθώριο της μάχης για τη μεταρρύθμιση, σε συνδυασμό με τις αντιδράσεις που γίνονται από συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, εκκλησιαστικούς κύκλους ή άλλες κοινωνικές διεργασίες.
 
Όταν μιλούν  οι «ειδικοί»
 

Η αντιμεταρρύθμιση μπορεί να ενεργοποιείται από τις δομικές αντιφάσεις του ίδιου του  σχεδιασμού, από την πλευρά των «ειδικών», και εκδηλώνεται με διάφορες μορφές, όπως τον κατακερματισμό και την αποσπασματικότητα, τον αποπροσανατολισμό, την αναβολή, την αναδίπλωση, τις παρενέργειες. Η περίπτωση αυτή είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική για τα εκπαιδευτικά πράγματα των τελευταίων ετών στην Κύπρο. Οι εκπαιδευτικές αλλαγές στο σύνολό τους έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Στις μέχρι τώρα αναλύσεις, δε γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη δυναμική της αντιμεταρρύθμισης που πυροδοτείται από τους ίδιους τους  «ειδικούς» συμβούλους.
Υποθέτουμε ότι η όποια εξέλιξη στην εκπαίδευση της Κύπρου δεν μπορεί να αποσυνδεθεί  από τις αντιλήψεις, τις αφοριστικές απόψεις και τις έντονες παρεμβάσεις που ανέπτυξε ο πρόεδρος της ΕΔΑΠ, καθηγητής Γιώργος Τσιάκαλος. Είναι εύγλωττη η διευκρίνιση που κάνει: «Συμφωνήσαμε στο τέλος ότι όταν εγώ λέω – όταν λέω «εγώ» εννοώ η Επιτροπή μας…»,  για να συμπληρώσει σε άλλο σημείο «Τ’ αναλυτικά προγράμματα που πάω να κάνω, δεν είναι για τα δικά μου παιδιά και τα δικά μου εγγόνια. Αν είχα μόνο για τα παιδιά μου, θα ήταν εντελώς διαφορετικά τ’ αναλυτικά προγράμματα. Αλλά δεν είναι για τα δικά μου. Είναι για όλου του κόσμου». Η σφραγίδα της ευθύνης του «ειδικού» είναι σαφέστατη. Η Επιτροπή απουσιάζει!
Στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (ΕΣΥΠ), το 2009, έχει αποκαλύψει ενδιαφέρουσες πτυχές. Κατ αρχήν έχει «οργώσει» την Κύπρο, αν και  καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ισχυρίζεται ότι από το Σεπτέμβριο μέχρι τον Μάρτιο (2008-09) έκανε ο ίδιος 127 συναντήσεις και ομιλίες σε ολόκληρη την Κύπρο, σε περίπου 15-20 χιλιάδες  ανθρώπους. Υπολόγισε «σε καθημερινή βάση 2,65 (!) ομιλίες και συναντήσεις». Ο «κόσμος» έπρεπε να ενημερωθεί για τους τρεις «πυλώνες» των σχολικών προγραμμάτων, με σκοπό την εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής συναίνεσης. Είναι ζήτημα εάν ο Υπουργός ήταν σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο. Ο πρόεδρος  διαβεβαίωνε τους εκπαιδευτικούς ότι οι αλλαγές δε  θίγουν τις εργασιακές τους σχέσεις!
Δεν αποκρύπτει τη σημασία που αποδίδει στη συναίνεση: «Αυτό είναι όμως ταυτόχρονα και η ευκαιρία σε ορισμένες κοινωνίες που ενδιαφέρονται να προχωρήσουν το εκπαιδευτικό τους σύστημα, να οδηγηθούν σε συναίνεση(…) Υπήρχε μια ερώτηση, είναι δυνατόν μια αριστερή κυβέρνηση ενός κομμουνιστικού κόμματος να έχει συναίνεση με όλα τα υπόλοιπα κόμματα; Η συναίνεση είναι δυνατή, γιατί από διαφορετικές αφετηρίες ξεκινώντας οδηγούνται στον ίδιο τύπο σχολείου(…) Δεν υπήρχε από την αρχή ως δεδομένο,  στην πορεία το καταφέραμε, με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε». Συναίνεση για προοδευτικό ριζοσπαστισμό στην Κύπρο! Αυτό μένει να δοκιμαστεί στο τεστ αντοχής της πράξης. Είναι δυνατόν να μιλάμε για συναίνεση για έναν τύπο σχολείου που να έχει «διαφορετικές αφετηρίες»; Μήπως δεν πρόκειται για συναίνεση  για τον τύπο σχολείου μιας προοδευτικής ριζοσπαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης; Σε τι συνίσταται το ριζοσπαστικό και προοδευτικό, όταν το σχολικό πρόγραμμα «έχει βάλει μέσα» το PISA των αγοραίων κριτηρίων της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας; Όπως έχει υποστηρίξει, «Αφού το κάναμε και αυτό το πράγμα, κάναμε δηλαδή τους τρεις πυλώνες και από το περιεχόμενο φτιάξαμε αυτή τη συναίνεση και τη διαφοροποίηση με PISA, παίρνοντάς την μέσα, ορίσαμε τις Επιτροπές…». Έτσι, μια υπόθεση ανοικτή σε αντιθέσεις και σε συγκρούσεις προβάλλεται ως  μια «μεγάλη συμφωνία» που επιτρέπει ώστε τα κριτήρια που συνδέονται με τους τρεις πυλώνες να προτείνονται ως «απόλυτα».

Η αντιμεταρρύθμιση είναι εδώ!
 
Φαίνεται πως αυτές οι εκτιμήσεις επιτρέπουν  στον πρόεδρο της ΕΔΑΠ να ισχυρίζεται ότι «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι η μεταρρύθμιση των αναλυτικών προγραμμάτων». Όπως εξηγεί, «Θα σας απαντήσω πρώτα μ’ ένα πολύ βασικό πράγμα, το οποίο υπάρχει στη δική μας (sic)λογική  και που έχει σχέση και μ’ εμένα και τον τρόπο που εγώ(sic) επηρεάστηκα στα παιδαγωγικά» και αναφέρεται στο 1969, όταν ο Σαρλ Ρόμπινσον, Ισραηλίτης από Αμερική, εργάστηκε στη Γερμανία  και συνέβαλε στην εκπαιδευτική αλλαγή επί Βίλι Μπραντ. Είναι αυτός που διατύπωσε, πριν 40 χρόνια, τον ισχυρισμό «Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι η μεταρρύθμιση των αναλυτικών προγραμμάτων»!
Τα σχολικά προγράμματα, δηλαδή, δεν  είναι, απλώς, προγράμματα σπουδών. «Πρώτα τ’ αναλυτικά προγράμματα και μετά έρχονται όλα τα υπόλοιπα». Αυτός ο εξαιρετικός ισχυρισμός έχει  διατυπωθεί επανειλημμένα, τρία χρόνια τώρα, στις διεργασίες διαμόρφωσης των ΝΑΠ. Εκ πρώτης όψεως, δεν είναι εύκολο να συλλάβει κανείς τις επιπτώσεις μιας τέτοιας  επιλογής. Πάντως, εάν ισχύει, τότε πρόκειται σαφέστατα για μια αντιμεταρρυθμιστική επιλογή που εκθέτει την εκπαίδευση της Κύπρου στις πολλές εκκρεμότητες των σχολικών προγραμμάτων που θα κρατούν σε ομηρία ανάσχεσης τα άλλα σημαντικά πεδία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
 
Δεν είναι, άραγε, άκρως αντιμεταρρυθμιστική η συμβουλή προς τον Υπουργό Παιδείας «περιμένετε λιγάκι με τ’ άλλα που θέλετε να κάνετε, μη μου λέτε ότι θα κάνετε πρόγραμμα επιμόρφωσης επειδή έχουμε χρήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση»!΄Η το να ζητείται από τον Υπουργό  «να μην καταθέσει το σχέδιο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, ακόμη, μέχρι που να ολοκληρωθεί» η υπόθεση των ΝΑΠ; Είναι δυνατόν να συναρτάται κάθε φορά, όπως πρότεινε,  η μεταρρύθμιση της πρόσληψης, της επιμόρφωσης και της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών από τα σχολικά  προγράμματα; Δεν είναι αντιμεταρρυθμιστική επιλογή η επιστράτευση  της επιμόρφωσης ως μοχλού προώθησης, κυρίως, των ΝΑΠ;
Τα ευρωπαϊκά κονδύλια για τη μεταρρύθμιση του θεσμού της επιμόρφωσης δεν «πιάνουν τόπο»; Έχουν προτεραιότητα τα  σχολικά προγράμματα, κάθε φορά  με τις ad hoc επιτροπές  ειδικών ή οι θεσμοθετημένες συμβουλευτικές και ερευνητικές δομές που να τα αναλαμβάνουν; Αλήθεια, από όλη αυτή την εμπειρία των ΝΑΠ στην Κύπρο, τι θα μείνει ως μεταρρυθμιστική παράδοση και ιστορία στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο που περιμένει την αναβάθμισή του; Θα τη διηγούνται οι «μάχιμοι» εθελοντές εκπαιδευτικοί που είχαν την όποια εμπλοκή;

Θεωρούμε ότι οι επιλογές και οι πρακτικές που εκφράζουν τις παραπάνω απόψεις  για τα  σχολικά προγράμματα βρίσκονται στην καρδιά συγκεκριμένων αντιμεταρρυθμιστικών διεργασιών που αναφαίνονται στην Κύπρο. Θα επανέλθουμε πιο αναλυτικά σε αυτό το θέμα. Για την ώρα, θα κλείσουμε με ορισμένα ερωτήματα: Αλήθεια! Τι συμβαίνει, όταν ο σχεδιασμός και οι εφαρμογές των σχολικών προγραμμάτων παρουσιάζουν ανοικτές εκκρεμότητες και ελλείψεις;΄Η, πώς, τέλος πάντων, συμβιβάζεται η προεδρική διακήρυξη περί «ριζοσπαστικής προοδευτικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης» με την επιλογή «μπολιάσματος»; Ο Καθηγητής Γιώργος Τσιάκαλος, στο ΕΣΥΠ έχει ομολογήσει: «Έχω γίνει τον τελευταίο χρόνο ένας δεξιοτέχνης του ν’ αποφεύγω ν’ απαντώ σε ερωτήματα. Όχι όμως επειδή δεν έχω απόψεις, αλλά γιατί έχω την εντύπωση, ότι για να μπορέσει κανείς να καταφέρει κάτι, ιδιαίτερα σε θέματα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, είναι να μην επιτρέπει σε άλλους να του βάζουν την ατζέντα των ερωτημάτων».

* Ο Γιώργος Μαυρογιώργος είναι διδάσκων στο σεμινάριο. Άμισθος Αντιπρόεδρος του Επιστημονικού  Συμβουλίου του ΥΠΠΟ

Αφιερωμένο στους μεταπτυχιακούς φοιτητές/τριες του ΕΠΑ  (Σεμινάρια: Αξιολόγηση  και ο εκπαιδευτικός ως διανοούμενος / O Εκπαιδευτικός ως Διανοούμενος).

ΠΗΓΗ: 11-1-2012, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=54712

Eκπαίδευση: αξιοποίηση των τεχνών;

Με αφορμή το «Μείζον πρόγραμμα επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών: Η αξιοποίηση των τεχνών στην εκπαίδευση» *
ας μας επιτραπούν δυο γενικές επισημάνσεις που συμπυκνώνονται στο ερώτημα:
Σε ποια εκπαίδευση αναζητείται η αξιοποίηση των τεχνών;

Του Στέργιου Ζυγούρα

1. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι κάθε επιστημονική εκπαιδευτική προσέγγιση καταλήγει σε ένα κοινό, πολιτικό ζητούμενο ως προς την παιδεία. Λέγοντας «προσέγγιση», αναφέρομαι στην «καινοτομία» που πάνω από μια δεκαετία μονοπωλεί – ως πανάκεια – κάθε παιδαγωγική πρακτική, θεωρώντας, μέσα σε μια αοριστολογία ενός προκαθορισμένου πολιτικού στόχου, ότι κάθε «νέο» είναι οπωσδήποτε καλύτερο από κάθε τι «παλιό», αρκεί να υπηρετείται αυτός ο στόχος. 

Περισσότερο εντυπωσιακή γίνεται η «καινοτομία» όταν αυτή αφήνεται να αντιφάσκει με τις λοιπές σχολικές διαδικασίες (παιδαγωγικές και διοικητικές), όταν αντιβαίνει προς τους συνταγματικούς σκοπούς της παιδείας, όταν υπονοεί την καταπολέμηση μιας «ρατσιστικής» κοινωνικής ή/και κρατικής πρακτικής στην Ελλάδα που είτε δεν είναι ορατή (ορίζεται αυθαίρετα) είτε αφορά σε αίτιο που προκαλείται από την πολιτική, τη στιγμή που η ίδια η πολιτική συνεχίζει να την παράγει (ως αίτιο πάντα).

Συνέχεια

PISA 2012: Πλειοδοσία αγοραίων πλαστών υποσχέσεων σε…

PISA 2012: Πλειοδοσία αγοραίων πλαστών υποσχέσεων σε περίοδο κρίσης

 

Των Γιώργου Μαυρογιώργου* και  μεταπτυχιακών φοιτητών/τριών**


 

Η συζήτηση για το PISA παρουσιάζει ενδιαφέρον, όταν σκεφτούμε τη μεγάλη διείσδυση και το κύρος με το οποίο προβάλλεται. Αυτή θα εμπλουτίζεται όσο πλησιάζουμε στις ημερομηνίες της «επιθεώρησης» και της δημοσίευσης των εκθέσεων. Η κατάσταση επιτείνεται, όταν η συγκυρία είναι αρκετά επιβαρυμένη με πολλά ανοικτά μέτωπα, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά, και στην Κύπρο. Αυτή η συζήτηση έχει, βέβαια, προτεραιότητα σε χώρες, όπου το PISA εφαρμόζεται για πρώτη φορά.

Οι προετοιμασίες για την πρώτη συμμετοχή της Κύπρου είναι πυρετώδεις και δε μένει πολύς χώρος για σκέψη. Η συμβολική βία ενός  προγράμματος διεθνούς υπόληψης, συντελεί ώστε τα θέματα προτεραιότητας να είναι η πιστή στις ρητές οδηγίες διεξαγωγή των δοκιμασιών. Η προτεραιότητα του «πρωτοκόλλου»  εφαρμογής δεν αφήνει περιθώρια για δεύτερες σκέψεις. Όσοι  μένουν απέξω δεν έχουν  εμπειρίες «από πρώτο χέρι». Ούτε έχουν στη διάθεσή τους τα μεγάλα μυστικά  των εφτασφράγιστων εξεταστικών δοκιμίων. Έχουν, ωστόσο, τη δυνατότητα να ασχολούνται με σημαντικές πτυχές του εγχειρήματος. Εμείς επιλέξαμε να δημοσιοποιήσουμε «πώς και τι σκεφτόμαστε» για  αυτά που γίνονται.

Το PISA   αναστατώνει

Σε μια περίοδο γενικευμένης κρίσης,  με όλες τις επιφυλάξεις που έχουμε διατυπώσει, το PISA εισβάλλει στα σχολεία της  Κύπρου. Δεν είναι μόνο η κρίση. Τα σχολεία της Κύπρου έχουν και την ιδιαιτερότητα της πρώτης φοράς, σε μια φάση  «σταδιακής, νοικοκυρεμένης προσεκτικής» εφαρμογής των νέων σχολικών προγραμμάτων. Πώς να αντέξει το κυπριακό σχολείο και πώς να ανταποκριθούν οι μαθητές, όταν την ίδια χρονική στιγμή και για πρώτη φορά δοκιμάζονται  μπροστά στις απαιτήσεις της εγχώριας εκπαιδευτικής αλλαγής αλλά και στις προδιαγραφές και τις απαιτήσεις του υπερεθνικού PISA! Πώς να αξιολογηθεί η επιλογή για «μπόλιασμα» των προγραμμάτων με  προδιαγραφές   PISA; Από ο τι φαίνεται, δε μπορεί να αποφευχθεί  η «αναστάτωση» από τη συγκρουσιακή συνάντηση της ιστορίας και της παράδοσης του κυπριακού σχολείου με τη ρητορική και τα «έξυπνα» ιδεολογήματα  του  PISA, αν και αυτά αποτυπώνονται «μυστικά» στα νέα σχολικά προγράμματα της Κύπρου.

Σκεφτόμαστε αυτούς( εκπαιδευτικούς, διευθυντές, ειδικούς, κ.α.) που εμπλέκονται στη σχετική περιπέτεια. Σκεφτόμαστε, ιδιαιτέρως,  τους μαθητές των Λυκείων που έχουν επιλεγεί, χωρίς κίνητρο, να δοκιμαστούν για  λογαριασμό του υποχρεωτικού σχολείου που άφησαν πίσω τους. Σκεφτόμαστε όσους εργάζονται στο νεοσύστατο και μη στελεχωμένο Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης (ΚΕΕΑ) που, ως «παράρτημα» του PISA, έχει την τυπική – και όχι την ουσιαστική –  ευθύνη του σχετικού προγράμματος. Σκεφτόμαστε όσους εργάζονται στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για την προώθηση των σχολικών προγραμμάτων, με τα ανοιχτά προβλήματα και τα μικρά «αινίγματα». Κάποιος θιασώτης του PISA,ίσως, έλεγε πως οι απαιτήσεις των παράλληλων αυτών διεργασιών είναι συμπληρωματικές με όρους «συνέργειας». Φοβούμαστε πως δεν είναι έτσι. Ούτε αρκεί η αξιοποίηση της διπλωματικής πτυχής του θέματος για να υποστηριχθεί η άποψη ότι η συμμετοχή στο PISA συνιστά στρατηγικής σημασίας νίκη στους κόλπους του ΟΟΣΑ, με δεδομένα τα εμπόδια που έβαζε η πλευρά της Τουρκίας.

Η πρώτη του PISA στην Κύπρο

Η επικείμενη πρώτη συμμετοχή της Κύπρου στις διαδικασίες αξιολόγησης  του PISA παρουσιάζει πολύ σημαντικές προεκτάσεις για την προοπτική της κυπριακής εκπαίδευσης. Τόσο σημαντική κρίνεται η συμμετοχή που, παρά τις περικοπές, έχει εξασφαλιστεί η  σχετική δαπάνη. Αν και δε γνωρίζουμε το ύψος της δαπάνης, θα υποστηρίζαμε ότι με λιγότερες δαπάνες, ίσως το ΚΕΕΑ, αντί να είναι απλώς πρακτορείο και παράρτημα του PISA, θα μπορούσε να αναπτύξει ένα κυπριακό αντίστοιχο πρόγραμμα για την αξιολόγηση του υποχρεωτικού σχολείου, με όρους και κριτήρια που να ανταποκρίνονται στα ιδιαίτερα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των σχολείων, χωρίς να είναι απαραίτητο να συμμετέχει σε μια διεθνή πασαρέλα αμφίβολης εγκυρότητας. Πόσο δύσκολο είναι, άραγε, να σχεδιαστεί ένα κυπριακό αντίστοιχο πρόγραμμα αξιολόγησης;

Η Κύπρος έχει σχετική εμπειρία συμμετοχής σε διεθνείς «δοκιμασίες». Να θυμίσουμε ενδεικτικά τη συμμετοχή στο Third International Mathematics and Science Study (TIMSS) του 1995. Τα αποτελέσματα των μαθητών της Κύπρου, με τις εκπλήξεις τους, άνοιξαν τότε πεδίο αντιπαράθεσης σε ερευνητές, για δημοσιεύσεις. Είχε προκληθεί, μάλιστα, διεθνές ενδιαφέρον με μια υπόθεση εργασίας ότι  οι υψηλές επιδόσεις που είχαν σημειωθεί από Κύπριους μαθητές οφείλονταν σε αντιγραφή!

Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του ΠΙ, η Κύπρος έκανε επίμονες προσπάθειες για να συμμετάσχει, επιτέλους, για πρώτη φορά, στο PISA 2012. Είναι κι αυτό ένας δείκτης της υψηλής υπόληψης που έχει αποκτήσει ο διεθνής μονοπωλιακός «επιθεωρητής» PISA.  Ήδη έγινε η δοκιμαστική φάση, με 40  περίπου σχολεία Μέσης και Τεχνικής Εκπαίδευσης και ορισμένα ιδιωτικά σχολεία, με δείγμα περίπου 1000 μαθητών 15-16 χρόνων (από κάθε σχολείο 20-35 παιδιά και των δύο φύλων). Το Μάρτιο και Απρίλιο του 2012 θα γίνει η καθαυτό  αξιολογική διαδικασία.

Πώς θεμελιώνεται η  επιλογή PISA;

Συστηματικά, στις συζητήσεις, φιλοτεχνείται το κάδρο της Φιλανδίας ή άλλων χωρών και προβάλλεται αρνητική αποτίμηση του εκπαιδευτικού συστήματος: «Η Κύπρος  είναι τελευταία στις επιδόσεις». Αυτό συνιστά μια  ένοχη και απολογητική κριτική μπροστά στο γεγονός ότι η Κύπρος δεν έχει τα πρωτεία. Είναι πολύ ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν δεδομένα που να επιτρέπουν τον ισχυρισμό ότι η Κύπρος κατατάσσεται τελευταία. Άραγε, για ποιο λόγο γίνεται αναφορά σε κάτι που δεν έχει πραγματολογική βάση;

Σε συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας της Ελλάδας (ΕΣΥΠ, 2009), όπου παρουσιάστηκε η εμπειρία των σχολικών προγραμμάτων της Κύπρου, από τον πρόεδρο της ΕΔΑΠ, καθηγητή Γιώργο Τσιάκαλο διατυπώνονται ισχυρισμοί όπως, π.χ. «ακόμη και τα think tanks των εργοδοτών σε χώρες οι οποίες είναι προοδευμένες, ενδιαφέρονται να έχουν ένα σχολείο το οποίο είναι ένα σχολείο όπου υπάρχουν projects, όπου δεν είναι η ύλη εκείνο το πολύ σημαντικό, δεν είναι δηλαδή αποθήκευση πληροφοριών μέσα στο μυαλό, αλλά είναι γνώσεις, όπου πρέπει οι άνθρωποι να μπορούν να αναπτύσσουν διάφορες ικανότητες, όπως είναι η δημιουργικότητα, η δυνατότητα να βρίσκουν διαφορετικές λύσεις κτλ. Και αυτό το θέλουν ακριβώς γιατί αυτό ταιριάζει σ’ αυτό που ονομάζουμε Κοινωνία της Γνώσης και Οικονομία της Γνώσης». Με λίγα λόγια, όπως υποστηρίζεται, ο κόσμος των επιχειρήσεων και η «προοδευτική» παιδαγωγική, αν και έχουν διαφορετικές αφετηρίες, παρουσιάζουν δείκτες σύγκλησης ως προς την προτεραιότητα των δεξιοτήτων.

Με αυτούς και άλλους παρόμοιους ισχυρισμούς έχει συγκροτηθεί η άποψη ότι το PISA παντρεύει τις «προοδευτικές» αδρανείς, μέχρι σήμερα, ιδέες και οράματα περί μορφωμένου ανθρώπου με τις ανάγκες της αγοράς και τους χρησμούς των think tanks των εργοδοτών. Στην ίδια συνεδρίαση του ΕΣΥΠ, αλλά και σε κάθε ευκαιρία  ο πρόεδρος της ΕΔΑΠ δε ξεχνούσε να τονίζει ότι η Κύπρος:

1) έχει τις υψηλότερες δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ( 8% του ΑΕΠ), στην Ευρώπη,

2) είναι η χώρα με τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες (4% των εξόδων ενός νοικοκυριού)για εκπαίδευση, στον ΟΟΣΑ, 

3) έχει εκπαιδευτικούς με το υψηλότερο επίπεδο κατάρτισης, στην Ευρώπη, 4) διαθέτει  υποδομές οι οποίες είναι από τις καλύτερες στην Ευρώπη, και

5) έχει  γονείς με υψηλές φιλοδοξίες για τις σπουδές των παιδιών τους.
Με την επίκληση αυτών των δεικτών, συγκροτήθηκε η ιδεολογική πλατφόρμα για τη σκοπιμότητα της συμμετοχής στο PISA. Όταν συντρέχουν τόσο ευνοϊκές προϋποθέσεις, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της συμμετοχής, η Κύπρος έχει πολλούς λόγους  να επιδιώκει τις αρένες του διεθνούς ανταγωνισμού και των συγκρίσεων! Οι υψηλές δαπάνες στην εκπαίδευση δε «συγχωρούν» ενδιάμεσες ή τελευταίες  θέσεις στη διεθνή κατάταξη. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο ίδιος ο ΟΟΣΑ προωθεί την άποψη ότι οι υψηλές δαπάνες δε συνδέονται με υψηλές επιδόσεις! Είναι σα να προβάλλεται η άποψη ότι η συμμετοχή  στο PISA θα δρομολογήσει τον αυτόματο πιλότο πλοήγησης στο  μαραθώνιο της πρωτιάς και της αριστείας.

Σε ενημερωτικά φυλλάδια  προς τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς, με στόχο την προώθηση των σχολικών προγραμμάτων,  διαβάζουμε ότι  «Η εκπόνηση και η εφαρμογή των νέων Α.Π. φιλοδοξεί να ανεβάσει την Κύπρο, στον τομέα της εκπαίδευσης, εκεί που της αξίζει: στις υψηλότερες θέσεις, σε επίπεδο επιδόσεων, στην Ευρώπη»! Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια «εύκολη» υπόσχεση που συνδέεται με τον εξαιρετικό ισχυρισμό του προέδρου της ΕΔΑΠ ότι «Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση είναι μεταρρύθμιση των αναλυτικών προγραμμάτων». Αυτή η παραδοχή  ενισχύεται από μια παρεμφερή άποψη  του ιδίου ότι η τελευταία θέση «οφείλεται στα αναλυτικά προγράμματα. Τόσο απλά». Η λύση, επομένως, για να μετακινηθούμε από τις τελευταίες θέσεις στις διεθνείς ανταγωνιστικές συγκρίσεις είναι παιδαγωγική: αρκεί να προσαρμόσουμε τα σχολικά προγράμματα στο  «εξεταστικό παράδειγμα» του PISA. Πρόκειται για την επιβεβαίωση της υπόθεσης εργασίας ότι το PISA είναι ένας διεθνής μηχανισμός «πανοπτισμού» των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων.

Η καταληκτική πρόταση  είναι ότι «Έφτασε ο καιρός να φτάσουμε και όλους τους δείκτες επιτυχίας όσον αφορά τα αποτελέσματα(…) και την επιτυχία και τα υψηλά επιτεύγματα σε διεθνείς έρευνες που μετρούν όλα όσα θεωρούνται αναγκαία στη σημερινή κοινωνία της γνώσης και τα οποία περιλαμβάνονται στα νέα Α.Π.(…)που θα φέρει, παράλληλα, και την αναγνώριση της χώρας μας σε διεθνές επίπεδο καθιερώνοντάς την ως μια χώρα που διαθέτει ανθρώπινο δυναμικό με μόρφωση υψηλού επιπέδου και υψηλής ποιότητας».

Όλα αυτά, σύμφωνα με το σχετικό σκεπτικό, θα συντελέσουν στην «αναγνώριση των σχολείων», στην εισαγωγή των μαθητών σε ξένα πανεπιστήμια, στην ευημερία και την κοινωνική πρόοδο της χώρας, στην αντιμετώπιση της απειλής της «ερημοποίησης»,  στην προσέλκυση επενδύσεων από ξένες χώρες, στη στελέχωση των ντόπιων οργανισμών, ερευνητικών ιδρυμάτων και πανεπιστημίων από υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό, κ.λπ. Είναι φανερό πως οι υψηλές δαπάνες για την εκπαίδευση και οι μεταρρυθμιστικές υποσχέσεις, σε συνδυασμό με  την ιδεολογία του διεθνούς  ανταγωνισμού και της πρωτιάς, έχουν συγκροτήσει τον ισχυρό ιδεολογικό πυρήνα για τη διείσδυση του υπερεθνικού μονοπωλιακού νεοφιλελεύθερου «επιθεωρητή» PISA στην εκπαίδευση της Κύπρου. Η κεκτημένη διεθνής αναγνώρισή του ενισχύεται, έτσι, ακόμη περισσότερο από την κυρίαρχη εγχώρια θεοποίησή του. Πρόσφατα σε μια εφημερίδα, στη στήλη «Κοινωνική Ζωή», διαβάζαμε τρία σύντομα διαδοχικά ρεπορτάζ με θέματα: βράβευση αριστούχων, υποτροφίες φοιτητών και τυχεροί λαχείων. Ίσως, αυτό κάτι λέει. Η αισιοδοξία του διεθνούς ανταγωνισμού, το κυνήγι των υψηλών δεικτών και η γοητεία της «εξωτερικής» αξιολόγησης κάνουν θραύση. Η πλειοδοσία, ωστόσο, υποσχέσεων «αγοραίας» κοπής, σε περίοδο κρίσης, προφανώς, θα αναμετρηθεί με τη δοκιμασία της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας τους.

Αλήθεια, τι θα γίνει με τα αποτελέσματα;

Η Κύπρος, με όλες αυτές τις ιδιαιτερότητες, έχει και μια άλλη: Ο μαθητικός πληθυσμός που θα συμμετάσχει στο PISA δε θα είναι  αντιπροσωπευτικό δείγμα, όπως συμβαίνει με άλλες χώρες, αλλά το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού αυτής της ηλικίας, κι αυτό λόγω του μικρού μεγέθους της. Οι μαθητές δεν έχουν εμπειρία παρόμοιων εξεταστικών δοκιμίων, πράγμα που θα αποτυπωθεί στις επιδόσεις, εκτός και σε αυτό το διάστημα έχουμε ενεργοποίηση «φροντιστηρίων» προετοιμασίας για το PISA.

Βέβαια, οι απαντήσεις σε ένα δοκίμιο δεν αποτυπώνουν πάντοτε τις πραγματικές ικανότητες που υποτίθεται ότι ανιχνεύουν, αν συμβεί π.χ. οι μαθητές να συμμετέχουν σε μια διαδικασία με την οποία δεν είναι εξοικειωμένοι και στην οποία δεν επενδύουν προσωπικό ενδιαφέρον. Αλήθεια ποια αποτελέσματα περιμένουμε, εάν υποθέσουμε ότι οι μαθητές δεν πάρουν στα σοβαρά την όλη δοκιμασία, την ίδια στιγμή που οι Φιλανδοί συμμαθητές τους είναι ντοπαρισμένοι στην πρωτιά; Πώς να εξηγήσουμε τα υψηλά ποσοστά μη απαντημένων ερωτήσεων στη δοκιμαστική εφαρμογή που έγινε;

Δε είχαν δεξιότητες ή δεν έβαλαν τα δυνατά τους; Το 2003 στην Αγγλία, όπως και σε άλλες χώρες, δε μπόρεσαν να βγάλουν αποτελέσματα! Μάλλον, με τη διεξαγωγή του PISA, την άνοιξη του 2012, και με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων θα ανοίξουν οι «ασκοί του Αιόλου» με ένα νέο κύκλο υστερικών συζητήσεων για την κρίση της κυπριακής εκπαίδευσης. Δεν αντέχεται το «σύνδρομο της τελευταίας θέσης»! Το πολιτικοιδεολογικό υπόβαθρο του υπερεθνικού νεοφιλελεύθερου PISA θα μείνει στο απυρόβλητο. Όσο πορευόμαστε συνεπαρμένοι με την υπόσχεση να «γίνουμε η Φινλανδία της Μεσογείου» θα είμαστε ανήμποροι για συνολική επαναδιαπραγμάτευση των επιλογών μας προς μια ριζοσπαστική προοδευτική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ο δογματισμός και η πλειοδοσία των εύκολων «δάνειων» υποσχέσεων, από την πλευρά των «γυρολόγων» του PISA, δεν αφήνουν χώρο για επιλογές που να εμπνέονται από τις αρχές μιας κυπριακής προοδευτικής ριζοσπαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.

Θα μείνουμε, για μια ακόμη φορά, έκθαμβοι μπροστά στο «θαύμα» της Φινλανδίας και της Νότιας Κορέας. Δεν αποκλείεται, μέχρι την επόμενη φορά(2015) που θα ξανάρθει ο «επιθεωρητής» PISA,  να μιμηθούμε τους Κορεάτες που από ο τι διαβάζουμε  «κυβερνητικοί λειτουργοί γυρίζουν στους δρόμους περιπολία με αποστολή να βρουν  παιδιά που κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα μετά τις 10 μ.μ. (…) οι μαθητές στο σχολείο είναι εφοδιασμένοι με ειδικά μαξιλαράκια για το θρανίο ώστε να μπορούν να παίρνουν κανένα υπνάκο την ώρα του μαθήματος για να αντέξουν τα μεταμεσονύχτια ιδιαίτερα». Ήδη ακούμε τους «ήχους υστερίας» στις συζητήσεις που θα γίνουν…

 

* Διδάσκων στο σεμινάριο.  Άμισθος Αντιπρόεδρος του Επιστημονικού  Συμβουλίου του ΥΠΠΟ


**  Συνεργάστηκαν οι δεκαεπτά μεταπτυχιακοί/κές  φοιτητές/τριες στο Τμήμα ΕΠΑ του Πανεπιστημίου  Κύπρου (Σεμινάρια: Αξιολόγηση  και ο εκπαιδευτικός ως διανοούμενος / O Εκπαιδευτικός ως Διανοούμενος).Τα ονόματά τους αναφέρονται σε προηγούμενα κείμενα.

 

ΠΗΓΗ: 4-1-2012, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=54363

PISA: O Θρύλος για το «θρήνο» και η … χημεία

O Θρύλος για το «θρήνο», το υποθετικό πείραμα χημείας και οι λανθασμένες «ορθές» απαντήσεις του PISA  

Του Γιώργου Μαυρογιώργου*


 Στη σειρά των κειμένων που δημοσιεύσαμε, με τους μεταπτυχιακούς φοιτητές και φοιτήτριες από το δημόσιο Πανεπιστήμιο της Κύπρου, για το PISA, προσπαθήσαμε να αναδείξουμε τις αρνητικές επιπτώσεις που παρουσιάζει η μεγάλη διείσδυση των θεωρητικών και πολιτικοιδεολογικών αρχών που το υποβαστάζουν. Με λίγα λόγια, υποστηρίξαμε την άποψη ότι το PISA εξελίσσεται σε έναν παγκόσμιο «επιθεωρητή» που προωθεί, στο εννιάχρονο υποχρεωτικό σχολείο (το σχολείο για όλους) μια παιδαγωγική και διδακτική, που απαξιώνει τις γνώσεις υπέρ των δεξιοτήτων.

Συνέχεια

Σκέψεις για το PISA Ι

Σκέψεις για το PISA 

Του Κώστα Θεριανού*


Έχουν γραφτεί πολλά κείμενα για το PISA από το 2000 που άρχισε να εφαρμόζεται. Τα επικριτικά κείμενα εστιάζουν στο ότι το PISA τείνει να γίνει ένας διεθνής «επιθεωρητής» που θα προσπαθεί να φορμάρει τα σχολεία σε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο αναλυτικών προγραμμάτων, τα οποία θα διδάσκονται και θα αξιολογούνται με συγκεκριμένους τρόπους.

Συνέχεια

Το PISA Έρχεται: Σσσσς!

Το PISA Έρχεται: Σσσσς!

 

Των Γιώργου Μαυρογιώργου*,

Γεώργιου   Γεωργίου, Κωνσταντίνου Μαρίνη**

Σε προηγούμενες αναλύσεις έχουμε υποστηρίξει ότι η εκπαίδευση, από δημόσιο και κοινωνικό αγαθό, όλο και πιο πολύ, δέχεται ισχυρές πιέσεις για να μετατραπεί σε  υπηρεσία στην «ελεύθερη αγορά» ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.

Οι αναδυόμενοι «οίκοι αξιολόγησης» με τις διεθνείς συγκρίσεις, στη βάση «αγοραίων» κριτηρίων, αναλαμβάνουν την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Ο ΟΟΣΑ πληρώνεται για να κάνει συμβουλευτικές «αξιολογικές εκθέσεις» και να προωθεί την καπιταλιστική «οικονομική συνεργασία και ανάπτυξη», με μέτρα που περιφέρονται, κατά περίπτωση, γύρω από πολιτικές έντασης του ανταγωνισμού, υποχρηματοδότησης της εκπαίδευσης, ελεύθερης επιλογής σχολείου, έντασης του ελέγχου κ. α .

Συνέχεια

Το Λύκειο της ημιμάθειας!

Το Λύκειο της ημιμάθειας!

ΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ "ΝΕΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ”

 

Του Χρήστου Κάτσικα


 

Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας εδώ και μήνες, με υπερκατανάλωση εύηχων λέξεων και επιδέξιων λόγων, έχει πιάσει όλα τα στασίδια των media για να «πουλήσει» τις προωθούμενες αλλαγές σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες σαν τον εκπαιδευτικό παράδεισο.

Το Υπουργείο Παιδείας, συναγωνιζόμενο το Βαρώνο Μινχάουζεν, νονός της πιο διεστραμμένης διαστρέβλωσης των λέξεων και των εννοιών, προσπαθεί, αφενός, να σκεπάσει τα υπαρκτά προβλήματα που έχει δημιουργήσει η αντιεκπαιδευτική πολιτική στο σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας από το νηπιαγωγείο ώς το Πανεπιστήμιο, αφετέρου να παρουσιάσει το πιο αντιδραστικό εκπαιδευτικό «πακέτο» μετά τη μεταπολίτευση σαν δώρο στην ελληνική κοινωνία και στη νεολαία.

Σε μια περίοδο που στο σύνολό της η εκπαίδευση, από το νηπιαγωγείο ως το Πανεπιστήμιο, στενάζει κυριολεκτικά από τις περικοπές και τις συνέπειές τους, οι προωθούμενες αλλαγές χρησιμοποιήθηκαν αφενός για να καλύψουν τις διαμαρτυρίες της εκπαιδευτικής κοινότητας και αφετέρου για να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη. Στην πραγματικότητα  βρισκόμαστε μπροστά στην εξέλιξη μιας επιχείρησης για να προσαρμοστεί η εκπαίδευση και η εργατική δύναμη στις «νέες συνθήκες», κοντολογίς στην ευελιξία, αποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα, επιχειρηματικότητα, απασχολησιμότητα, κόστος, κ.λπ., αλλά και να τις αναπτύξει, να τις τυποποιήσει περισσότερο, να τις μετρήσει και να τις ελέγξει, ώστε να διαμορφώσει τον σημερινό εργαζόμενο με εργασιακές προδιαγραφές 19ου αιώνα και παραγωγικές δυνάμεις 21ου αιώνα!

ΤΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ

Λιγότερα μαθήματα, ερευνητικές εργασίες, ελεύθερος χρόνος!  Αυτά είναι, μαζί με τις χιλιοπαιγμένες υποσχετικές, τα νέα συνθήματα του Υπουργείου Παιδείας για το «νέο Λύκειο». Να επισημάνουμε βεβαίως ότι το Υπουργείο Παιδείας είναι άσσος στις ταχυδακτυλουργίες. Η μείωση των μαθημάτων έγινε, τουλάχιστον σε ένα μέρος, με την παλιά διαφήμιση των σαμπουάν (2 σε 1, 3 σε 1 κλπ). Πήρε τρία φιλολογικά μαθήματα (Αρχαία, Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία) που διδάσκονται στο σημερινό Λύκειο 9 ώρες και τα «βάφτισε» ένα με τις ίδιες ώρες. Πήρε άλλα τρία μαθήματα (Φυσική, Χημεία και Βιολογία) και τα «βάφτισε» πάλι ένα.

Να πούμε, βέβαια, ότι τα τελευταία πολλά χρόνια, υπήρχαν πλήθος μαθήματα στο Λύκειο και αυτό δεν ήταν ότι καλύτερο καθώς δεν πατούσε σε κάποια πραγματική ανάγκη των μαθητών αλλά σε άλλες «ανάγκες». Ωστόσο το κύριο ζήτημα δεν είναι τόσο τα λιγότερα ή τα περισσότερα μαθήματα που διδάσκεται ένας μαθητής, αλλά η κατεύθυνση, τα περιεχόμενα μάθησης, η ποιότητα των διδακτικών εγχειριδίων, οι τρόποι διδασκαλίας και προπάντων οι επιδιώξεις της.

Όσον αφορά στην υποσχετική για περισσότερο ελεύθερο χρόνο των μαθητών αυτό μόνο πικρό γέλιο μπορεί να προκαλέσει. Η διάρθρωση του «νέου λυκείου» και οι νέοι όροι πρόσβασης στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ μετατρέπουν το «νέο λύκειο» σε μαραθώνιο πολλών εμποδίων και εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι αυτή η κατάσταση είναι το έδαφος που λιπαίνει την εξαφάνιση του ελεύθερου χρόνου.

 

ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Α’ ΤΑΞΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

Μάθημα

Ώρες

Ελληνική Γλώσσα (*1)

Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία

5

Νέα Ελληνική Γλώσσα

2

Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

2

Θρησκευτικά

2

Ιστορία

2

Μαθηματικά (*2)

Άλγεβρα

2

Γεωμετρία

3

Ξένη Γλώσσα

3

Φυσικές Επιστήμες (*3)

Φυσική

3

Χημεία

2

Βιολογία

1

Φυσική Αγωγή

2

Ερευνητική Εργασία (Project)

3

Σύνολο

32

1. Ενιαίο μάθημα με τρεις κλάδους: α) Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία, β) Νέα Ελληνική Γλώσσα και γ) Νέα Ελληνική Λογοτεχνία.

2. Ενιαίο μάθημα με δύο κλάδους : α) Άλγεβρα και β) Γεωμετρία.

3. Ενιαίο μάθημα με τρεις κλάδους : α) Φυσική, β) Χημεία και γ) Βιολογία.

 

 Να το ξεκαθαρίσουμε κι ας μην υπάρχει καμιά αυταπάτη: Αυτό που αντιμετώπισαν πρώτα οι μαθητές φέτος ήταν ένα φθηνό Λύκειο, με περισσότερους μαθητές στην τάξη, χωρίς Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη (ΠΔΣ), με εκπαιδευτικούς πιεσμένους από τη μείωση των μισθών και την δραματική αλλαγή των εργασιακών τους σχέσεων,  χωρίς βιβλία, με εξαιρετικά περιορισμένες λειτουργικές δαπάνες,  και με ένα ωρολόγιο πρόγραμμα υποταγμένο πλήρως στο νέο σύστημα εισαγωγής που ψώνισε το Υπουργείο Παιδείας από τα καλάθια προσφορών των χρησιμοποιημένων και χιλιοαποτυχημένων συστημάτων πρόσβασης. Το «Νέο Λύκειο» αποτελεί μια βαθμίδα δεμένη απ’ το λαιμό με την πρώιμη εξειδίκευση, τη βαθμοθηρία, την παραπαιδεία, την εισαγωγή στην τριτοβάθμια.

Το «Νέο Λύκειο» ήρθε, ως ένα νέο, κλωνοποιημένο υβρίδιο, μια νέα καλλιέργεια σε φτωχό, αλίπαστο, κακοπαθημένο, αποαζωτοποιημένο έδαφος:

– καλλικρατικές συγχωνεύσεις,  υποβιβασμοί και  λουκέτα στα σχολεία,

– διάλυση 50 εκπαιδευτικών οργανισμών, ανάμεσα στους οποίους ο ΟΣΚ και ο ΟΕΔΒ (με παραχώρηση του ψηφιακού βιβλίου στην ιδιωτική πρωτοβουλία μετά από κοινοτική επιδότηση),

– απόλυτη ελαστικοποίηση στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών (αναπληρωτές κανονικού ωραρίου, αναπληρωτές μειωμένου, ωρομίσθιοι και ΕΣΠΑτζήδες,

 – επιχείρηση για νέο διοικητικό μοντέλο του υπερδιευθυντή και του ισοπεδωμένου συλλόγου,

 – καλλικρατική κατάτμηση του ενιαίου της εκπαίδευσης και  ‘αποκέντρωση’ του τύπου ‘βγάλτε τα πέρα μόνοι σας’,

 – δρομολογούμενη,  στην πράξη πια,  «αξιολόγηση» της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού,

  δραματική κατρακύλα του προϋπολογισμού για την παιδεία, από το 3,1 στο 2,7%.

ΤΟ «ΣΧΕΔΙΟ ΕΡΕΥΝΑΣ»

Όσο για το λεγόμενο σχέδιο έρευνας να το πούμε καθαρά: Δεν πρόκειται για μια αναγνώριση της ανάγκης διαφορετικής παιδαγωγικής προσέγγισης της γνώσης ώστε οι νέοι να αναζητούν, να ερευνούν και να ανακαλύπτουν, μέσα από ομαδική, κοινωνική δουλειά. Tο λιγότερο που έχουμε να πούμε είναι ότι δεν φυτρώνουν τριαντάφυλλα στο τσιμέντο και δεν έχει κανείς παρά να θυμηθεί τις «συνθετικές δημιουργικές εργασίες» που προέβλεπε ο αλήστου μνήμης ν. Αρσένη. Την ίδια ώρα που οι βιβλιοθήκες των σχολείων κλείνουν αντί να εμπλουτίζονται και η έρευνα έχει κηρύξει πτώχευση, το «σχέδιο έρευνας» θα καταντήσει είτε ένα γκουγκλάρισμα με copy paste είτε θα ανοίξει νέο κύκλο εργασιών στον κλάδο των project makers.

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Το «νέο Λύκειο» είναι μια παραλλαγή του παλιού Κλασικού – Πρακτικού με στοιχεία δεσμών και του Εθνικού Απολυτηρίου που είχε εξαγγελθεί την περίοδο 1995/6. Ουσιαστικά έχουμε μια αναδιάταξη του ωρολογίου προγράμματος, ένα πακέτο προσθαφαίρεσης διδακτικών ωρών και «συγχωνεύσεις μαθημάτων», τα οποία, ανάμεσα σε άλλα, εξυπηρετούν το νέο σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παράλληλα οι όροι και οι προϋποθέσεις εισαγωγής στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, παρόλο που ακόμη δεν έχουν αποτυπωθεί με το "νι και με το σίγμα" από το Υπουργείο Παιδείας, όχι μόνο δεν υπόσχονται άμβλυνση των φροντιστηρίων αλλά αντίθετα λιπαίνουν το έδαφος για νέες αποικίες φροντιστηρίων.

Αυτό που κυρίως αμφισβητείται και υπονομεύεται είναι η γενική μόρφωση, με την έννοια ενός επαρκούς και συνεκτικού σώματος γνώσεων που θα παρέχει στο μαθητή τη δυνατότητα να κατανοεί την πολυπλοκότητα των προβλημάτων του φυσικού και του κοινωνικού περιβάλλοντος και να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις του. Και βέβαια η ανάγκη γενικής, συγκροτημένης γνώσης και η ισότητα ευκαιριών δεν αναφέρονται πια ούτε προσχηματικά ως περιεχόμενο του νέου σχολείου. Αντίθετα οι δείκτες της PISA (κατηγοριοποίηση με βάση δείκτες του ΟΟΣΑ) και η ανάγκη απόκτησης ενός αθροίσματος βασικών δεξιοτήτων γίνεται σημαία, κριτήριο, κεντρική κατεύθυνση. Στα πλαίσια αυτά οι επιτελείς του Υπουργείου Παιδείας, με τα ευρωπαϊκά "σκονάκια" στα χέρια και με την υποτέλεια στο μυαλό, ως αναγκαία γενική γνώση παρουσιάζουν ένα «λιτό πυρήνα  μαθημάτων», μια απομίμηση ενός στεγνού φροντιστηριακού προγράμματος, για την ανάπτυξη των βασικών δεξιοτήτων. Πρόκειται για την πλήρη προσαρμογή στις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου απαιτείται η γενική γνώση να είναι τόση και τέτοια, ώστε να είναι δυνατή η διά βίου κατάρτιση. Αυτού του τύπου η "γενική γνώση"  δεν έχει καμιά σχέση με τη συγκροτημένη, γενική γνώση που χρειάζεται σήμερα ο νέος άνθρωπος για να μπορεί να σταθεί εργασιακά, αξιακά, κοινωνικά και πολιτικά μέσα στις τεχνολογικές – επιστημονικές αλλαγές, στον καταιγισμό των πληροφοριών και στα αδιέξοδα της κρίσης.

Ουσιαστικά η νέα δομή του Λυκείου, υπηρετώντας κατά βάση τις απαιτήσεις του συστήματος πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και όχι την πρωταρχικής σημασίας απαίτηση για επαρκή και συνεκτική γενική μόρφωση-δικαίωμα κάθε παιδιού, θα οδηγήσει τελικά τη διεύρυνση των μορφωτικών ανισοτήτων σε βάρος των πιο αδικημένων.


ΠΗΓΗ: 16-12-2011, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=45465

PISA, το «θαύμα» της Φινλανδίας και …

PISA, το «θαύμα» της Φινλανδίας και το «μακρύ χέρι» της αγοράς

 

Των Γιώργου Μαυρογιώργου*, 

Φωτεινής Αγγελακοπούλου,   Μαρίας  Α. Ιωάννου **


 

Συνεχίζουμε τη σειρά των αναλύσεων που έχουμε κάνει αναφορικά με τα μικρά και  μεγάλα «μυστικά» της γοητείας του PISA, εστιάζοντας στη θέση που επιφυλάσσει για τις γνώσεις στο υποχρεωτικό σχολείο. Ο βασικός μας ισχυρισμός είναι ότι η σύλληψη του δοκιμίου του PISA (τόσο στη μορφή όσο  και στο περιεχόμενο) εμπεριέχει την υποβάθμιση της θέσης των γνώσεων στο υποχρεωτικό σχολείο και αυτό συνδέεται με τις προτεραιότητες της καπιταλιστικής αγοράς.

Πρόκειται για ισχυρισμό που είχε προκαλέσει (2008) την υπεράσπιση του PISA, με την επιστράτευση  του «Θρήνου των Καρυάτιδων»,  από τον καθηγητή Γιώργο Τσιάκαλο, πρόεδρο της Επιτροπής Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων στην Κύπρο. Για αυτό το θέμα παραπέμπουμε στη σειρά προηγούμενων κειμένων μας.

Όπως έχουμε υποστηρίξει, στα δοκίμια του PISA τα δεδομένα ή οι πληροφορίες που κρίνονται απαραίτητες   διατίθενται στους μαθητές ώστε να επιδείξουν «κομβικές» δεξιότητες «ορθής» χρήσης. Οι μαθητές, δηλαδή, αντιμετωπίζονται ως χρήστες έτοιμων» πληροφοριών. Καλούνται να κάνουν «έξυπνες» επιλογές «έξυπνων» προκατασκευασμένων απαντήσεων για να ανταποκριθούν σε «έξυπνες» ερωτήσεις. Στην καλύτερη περίπτωση, καλούνται να συναρμολογούν υπαινιγμούς  για να συνθέτουν σύντομες απαντήσεις. Είναι προφανές ότι  έχει αποκλειστεί η αποστήθιση, αν και δεν είναι ο κύριος  στόχος. Ή, για να το πούμε αλλιώς, η απομάκρυνση από πρακτικές αποστήθισης συνοδεύεται από υποβάθμιση των γνώσεων, υπέρ των λεγόμενων «κομβικών» δεξιοτήτων, λες και απομνημόνευση και γνώση πάνε μαζί!

Η υποβάθμιση των γνώσεων μας θυμίζει το διάλογο του Πλάτωνος «Μένων». Σε αυτόν, ο Σωκράτης προσπαθεί να πείσει  ότι η γνώση είναι ανάμνηση και καλεί έναν δούλο για να δείξει ότι ο «διπλασιασμός του τετραγώνου» δεν  είναι υπόθεση γνώσεων! Ο Σωκράτης, όπως γράφει ο Χρ. Φράγκος, δεν κάνει ερωτήσεις για να ζητήσει κάποια γνώση από το δούλο αλλά για να ζητήσει συλλογισμό. Δεν ενδιαφέρεται τόσο για τις γνώσεις αλλά για τη χρήση των γνώσεων. Κάθε φορά που ο μαθητής δίνει λανθασμένες απαντήσεις του προσφέρει πρόσθετες και συμπληρωματικές πληροφορίες. Δεν έχουμε πρόθεση να αποδώσουμε στο δοκίμιο PISA τα χαρακτηριστικά μιας μαιευτικής διδακτικής προσέγγισης στην απόκτηση των γνώσεων. Ο Σωκράτης δίδασκε. Το PISA αξιολογεί. Το αναφέρουμε για να υπογραμμίσουμε ότι η έμμονη προβολή της άποψης ότι έχουν προτεραιότητα οι ικανότητες και δεξιότητες στη χρήση των γνώσεων σε πραγματικές καταστάσεις ζωής δεν μας δίνει απάντηση στο ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να αποσυνδέουμε την ανάπτυξη ικανοτήτων και δεξιοτήτων από τη διαδικασία απόκτησης των γνώσεων; Αν για τον Πλάτωνα η απάντηση βρίσκεται στην ανάμνηση, για το PISA, μάλλον, βρίσκεται στις ανάγκες της αγοράς.

Ευρωπαϊκή Ένωση και  PISΑ: στον ίδιο αστερισμό

Διαβάζοντας κανείς σχετικά κείμενα διαβούλευσης και  ανακοινώσεις  της ΕΕ (π. χ Επιτροπής της 3ης Ιουλίου 2008 «Βελτίωση των ικανοτήτων για τον 21ο αιώνα: ατζέντα για την ευρωπαϊκή συνεργασία στο σχολικό τομέα» και τη «σύσταση» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, «σχετικά με τις βασικές ικανότητες της δια βίου μάθησης»), έρχεται αντιμέτωπος με τις ρητές αναφορές στις απαιτήσεις της αγοράς. Υποστηρίζεται π.χ. ότι «οι νέοι χρειάζονται ένα ευρύτερο παρά ποτέ  φάσµα ικανοτήτων προκειμένου να αναπτύξουν το δυναµικό τους. Πολλοί νέοι θα εργαστούν σε θέσεις εργασίας που δεν υπάρχουν ακόµη. Πολλοί θα χρειαστούν προηγμένες γλωσσικές, διαπολιτισμικές και επιχειρηματικές ικανότητες. Η τεχνολογία θα εξακολουθήσει να αλλάζει τον κόσµο µε τρόπους που δεν µπορούµε να φανταστούµε(…) Η τάση των σχολικών προγραμμάτων σπουδών είναι να παρέχεται στους µαθητές βοήθεια για την απόκτηση γνώσεων καθώς και των δεξιοτήτων και των µοντέλων συµπεριφοράς που είναι αναγκαία για να εφαρµόσουν τις γνώσεις αυτές σε καθηµερινές περιστάσεις(…) Το Συµβούλιο έχει τονίσει την ανάγκη εφοδιασµού των ατόµων µε «νέες δεξιότητες για νέες θέσεις εργασίας(…) και ικανότητες υψίστου επιπέδου, ακόµη και αριστείας, προκειµένου να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η δυνατότητα καινοτοµίας και χρήσης της έρευνας, η οποία απαιτείται για µεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη και απασχόληση».

Γίνεται φανερό ότι έχουμε σαφή προσανατολισμό προς τις ανάγκες της αγοράς  εργασίας που απαιτούν, κατά προτεραιότητα, επιχειρηματικές ικανότητες και δεξιότητες αριστείας, σε περιβάλλον ανταγωνιστικότητας. Η απόκτηση γνώσεων  υποχωρεί και αντικαθίσταται με τις δεξιότητες χρήσης και εφαρμογής τους σε «καθημερινές περιστάσεις». Είναι σαφές ότι ακούμε  με πολύ μεγάλη ευκρίνεια την ηχώ των παραδοχών που υποβαστάζουν το όλο εγχείρημα του PISA. Οι διατυπώσεις όλων αυτών των προδιαγραφών  αποτυπώνονται με αποκαλυπτικό τρόπο στις συζητήσεις και στις διαδικασίες διαμόρφωσης των σχολικών  προγραμμάτων.

Το «θαύμα» της Φινλανδίας και σχολικά προγράμματα

Οι τρέχουσες διαδικασίες διαμόρφωσης σχολικών προγραμμάτων γίνονται στο πλαίσιο της ατζέντας που παρατηρούνται σε επίπεδο ευρωπαϊκής  εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτή υποστηρίζεται  από την εναρμονισμένη πολιτική του ΟΟΣΑ/ PISA. Έτσι, ένας τριπλός  υπερεθνικός σχηματισμός  (ΕΕ,ΟΟΣΑ και PISA), σε αγαστή συνεργασία, ασκεί έναν ιδιότυπο ολοκληρωτικό «επιθεωρητισμό» στα ίδια τα σχολικά προγράμματα και στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία, με τρόπο που να ευνοεί τη διείσδυση των κριτηρίων της αγοράς στην ίδια την εκπαίδευση.

Αναφέρεται ότι στην Ελλάδα, αυτοί που είχαν, κατά καιρούς, τις αρμοδιότητες «εθνικού διαχειριστή» στο PISA, είχαν και την ευθύνη διαμόρφωσης των νέων σχολικών προγραμμάτων. Αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία όπου οι λεγόμενοι «εθνικοί  διαχειριστές» έχουν αυτοανακηρυχθεί εντολοδόχοι, εργολάβοι και τοποτηρητές των πολιτικών του PISA. Τους «εθνικούς διαχειριστές» δεν τους απασχολεί η σκοπιμότητα συμμετοχής ούτε τους ενδιαφέρει, έστω, μια κριτικά προσανατολισμένη συμμετοχή. Η προτεραιότητά τους είναι πώς θα εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις ώστε να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές συμμόρφωσης στις αρχές του PISA για να έχουν οι μαθητές υψηλότερες επιδόσεις.

Είναι όλοι και όλες  τους συνεπαρμένοι από το «θαύμα» της Φινλανδίας.

Θα μπορούσαμε, παραφράζοντας, να ισχυριστούμε ότι το «θαύμα» της Φινλανδίας» έχει γίνει το «όπιο» που βοηθάει την προπαγάνδιση του PISA. Το μυστικό του, βέβαια, σύμφωνα με  Φινλανδή πανεπιστημιακό Μαθηματικό, βρίσκεται στο ότι «τα φινλανδικά σχολικά εγχειρίδια περιέχουν πολλά προβλήματα της μορφής των θεμάτων του PISA»!Τόσο απλό! Στην Ελλάδα, «το σύνολο, σχεδόν, των διδασκομένων μαθηματικών στο Γυμνάσιο δεν αποτελεί αντικείμενο ελέγχου μέσω του PISA». Έτσι, κάπως, ευνοούνται  οι επιλογές να ευθυγραμμιστούν τα σχολικά προγράμματα στην Ελλάδα  προς τις προδιαγραφές PISA, για να είμαστε ανταγωνιστικοί στις επιδόσεις!  Είναι σημαντικό να καταγράψουμε τους όρους και τις συνθήκες υποδοχής του PISA στην Κύπρο.  Η συζήτηση για την κρίση  στην Ελλάδα φαίνεται ότι ενισχύει τάσεις για απομάκρυνση από ομοιότροπες επιλογές εκπαιδευτικής πολιτικής. Η Ελλάδα αναφέρεται, πλέον, ως παράδειγμα προς αποφυγή. Στο συγκεκριμένο θέμα,  βέβαια, οι επιλογές δεν είναι πολύ διαφορετικές, λόγω του υπερεθνικού «επιθεωρητισμού» της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του PISA. Το θέμα αυτό θα το αναλύσουμε σε επόμενο κείμενό μας. Ας δούμε τώρα  πού εντοπίζουμε, το «χέρι» της αγοράς;

Το PISA υποβαθμίζει τις γνώσεις σε πληροφορίες

Υποστηρίζουμε ότι, παρά τη διαφήμιση που γίνεται με αναφορά στο ιδεολογικό παραπλανητικό νεφέλωμα της «Κοινωνίας της Γνώσης», το PISA εκθρονίζει τις γνώσεις από το υποχρεωτικό σχολείο. Ρητά δηλώνεται ότι «η εξέταση επικεντρώνεται στην ικανότητα των νέων να χρησιμοποιούν τις γνώσεις  και τις δεξιότητες για να αντιμετωπίζουν πραγματικές καταστάσεις της ζωής». Αυτό το ορίζουν ως εκδοχή «αλφαβητισμού », με τη διευκρίνιση ότι δεν περιορίζεται στην κριτική ανάγνωση και γραφή αλλά περιλαμβάνει το σύνολο των γνωστικών διαδικασιών που συνδέονται με όλα τα επιστημονικά πεδία και τις  άλλες εκφάνσεις της ζωής. Εδώ, μάλλον, έχει τις αφετηρίες της μια ιδιότυπη μορφή καταιγίδας που παρατηρείται στη σχετική βιβλιογραφία, στη συζήτηση των σχολικών προγραμμάτων  και στις επιμορφώσεις, με την ατέλειωτη και βασανιστική σειρά νεολογισμών και «αλφαβητισμών» (σχολικού, κοινωνικού, καταναλωτικού, τεχνολογικού, κειμενικού, κριτικού, κ.α.). Ίσως, η επινόηση του «αλφαβητισμού» προσφέρεται για να καλυφθεί το κενό που δημιουργεί η εκθρόνιση της προτεραιότητας των σχολικών γνώσεων.

Έχει, από αυτή την άποψη, πολύ ενδιαφέρον ο ισχυρισμός που ανέπτυξε στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας(2009) ο  Πρόεδρος της Επιτροπής Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων της Κύπρου, καθηγητής  Γιώργος Τσιάκαλος. Όπως διαβάζουμε στα πρακτικά, «τα σχολεία που προσανατολίζονται στην "Κοινωνία της Γνώσης” είναι υποχρεωμένα να εγκαταλείψουν το παραδοσιακό πρότυπο της «αποταμίευσης» πληροφοριών στο μυαλό των μαθητώντ/ριών» γιατί «πρέπει να βρεθεί χρόνος για να καλλιεργηθούν οι "ικανότητες-κλειδιά”» . Αυτός ο στόχος είναι εφικτός γιατί παρέχεται «η τεχνική δυνατότητα από την πρόσφατη ανάπτυξη των τεχνολογιών πληροφορίας. Στην εποχή μας είναι δυνατή η άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες, οι οποίες σε μέγεθος υπερβαίνουν κατά πολύ το σύνολο της ύλης που παρέχεται στα εκπαιδευτικά συστήματα όλου του κόσμου. Συνεπώς, η απόκτηση της ικανότητας να χειρίζεται κανείς τις τεχνολογίες πληροφορίας παρέχει στο εκπαιδευτικό σύστημα τη δυνατότητα να απαλλαγεί από όλη εκείνη τη σχολική ύλη, η οποία δεν συμβάλλει στην καλλιέργεια των «ικανοτήτων-κλειδιών» ενώ, ταυτόχρονα, μπορεί να αποκτηθεί εύκολα και γρήγορα με την κατάλληλη τεχνολογία». Έτσι, ουσιαστικά, έχει συγκροτηθεί μια συνδυασμένη άποψη για «απαλλαγή από όλη εκείνη τη σχολική ύλη», την αποταμίευση των πληροφοριών στις βάσεις δεδομένων του διαδικτύου και την εύκολη «ανάκληση» κι ανάκτησή τους  για χρήση. Η συρρίκνωση δηλαδή των γνώσεων στο σχολείο  ευνοείται τεχνικά με τη γενικευμένη εφαρμογή των Τεχνολογιών  Πληροφορίας και Επικοινωνίας, που συνδέονται πολλαπλώς με την εισαγωγή κριτηρίων της αγοράς στην εκπαίδευση.

Η συνάρθρωση της συζήτησης για την «κοινωνία της γνώσης» και την «κοινωνία της πληροφορίας» έρχεται να ισχυροποιήσει την προώθηση  της άποψης ότι η γνώση μπορεί να μεταφραστεί σε πληροφορία για εύκολη ή «έξυπνη» χρήση. Η πληροφορία, δηλαδή, προβάλλεται ως γνώση  και  η πληροφόρηση αποσυνδέεται από τη θεωρία, με αποτέλεσμα να καθίσταται μάλλον πηγή σύγχυσης παρά προϋπόθεση ενημέρωσης και κατανόησης. Μάλλον, προτείνεται μια συνεκτική «εγκυκλοπαίδεια» κατακερματισμένων πληροφοριών στιγμιαίας χρήσης, σε ένα πλαίσιο εύκολης πληροφόρησης. Με άλλα λόγια, πριμοδοτείται ένα είδος άρνησης απέναντι στη γνωστική «βάσανο» κατάκτησης της γνώσης.

Η γνώση  καθώς υποβαθμίζεται σε πληροφορία υφίσταται σημαντικές αλλοιώσεις. Αυτές οι αλλοιώσεις με τη μορφή εικόνων και κατακερματισμένων πληροφοριών παρεμβαίνουν ανάμεσα στους μαθητές- χρήστες  και την κοινωνική πραγματικότητα και προβάλλουν μια μηχανιστική εκδοχή της. Αυτό δημιουργεί συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη καταναλωτικών μορφών συμπεριφοράς μπροστά στη γνώση. Το PISA,δηλαδή, προωθεί αντιλήψεις διδασκαλίας και  αξιολόγησης που κατακερματίζουν την ενότητα των γνώσεων και των ικανοτήτων και  κατ επέκταση τη διαδικασία μάθησης, αποσυνδέοντας τη διαδικασία προσέγγισης στις γνώσεις από τις ικανότητες  και τις δεξιότητες που  απαιτούνται.  Προκαλεί το διχασμό των υποκειμένων. Οι μαθητές δηλαδή καλούνται να αναπτύσσουν ικανότητες και δεξιότητες με το να ασκούνται μηχανιστικά  με αποσπασματικές και κατακερματισμένες πληροφορίες που τους δίνονται. Με αυτόν τον τρόπο αποσύρεται, από το εννιάχρονο υποχρεωτικό σχολείο το πρόταγμα της καλλιέργειας ολοκληρωμένων πολιτών που να διαθέτουν θεμελιώδεις και ουσιαστικές γνώσεις και γενική παιδεία. Είναι προφανές ότι αυτό, κατά προτεραιότητα, αφορά στις κοινωνικές κατηγορίες μαθητών που δε θα συνεχίσουν τις σπουδές στο λύκειο ή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό, από μόνο του, απαξιώνει και υποβιβάζει το υποχρεωτικό σχολείο.

Το PISA εγκαθιδρύει τα κριτήρια της αγοράς στο υποχρεωτικό σχολείο

Έχουμε  υποστηρίξει ότι το PISA, πέραν των άλλων, ως υπερεθνικός «επιθεωρητής»  ασκεί έλεγχο στο περιεχόμενο του υποχρεωτικού σχολείου.  Από πολλούς  υποστηρίζεται ότι η εκπαίδευση βρίσκεται σε μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού της σχέσης της με την αγορά εργασίας. Λόγω της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης,  έχουν διαψευστεί οι υποσχέσεις ενός καπιταλιστικού παράδεισου της ανάπτυξης και της  ευημερίας που προϋπέθετε και ευνοούσε τη συνεχή άνοδο του μορφωτικού επιπέδου. Σε μια εποχή που έχει συντελεστεί η αποσύνδεση των τίτλων  σπουδών από τη δομή της ανεξέλεγκτης αγοράς εργασίας, διαγράφονται τάσεις «πόλωσης προσόντων».

Σε μια τέτοια εξέλιξη προβλέπεται αύξηση θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, αλλά και θέσεων εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις με τυπικά προσόντα». Το εννιάχρονο υποχρεωτικό σχολείο είναι η δεξαμενή από όπου, κυρίως, θα αντλούνται  οι μελλοντικοί  εργαζόμενοι χαμηλής εξειδίκευσης που αν και ανειδίκευτοι χρειάζεται να έχουν πολλές δεξιότητες. Οι  θέσεις εργασίας για «ανειδίκευτους» εργαζόμενους, όπως υποστηρίζεται,  έχουν την ιδιαιτερότητα ότι απαιτούν πολλές κοινωνικές, επικοινωνιακές δεξιότητες και πρωτοβουλίες. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε την αναβάθμιση των δεξιοτήτων σε βάρος των γνώσεων. Οι γνώσεις είναι απαραίτητες μόνο σε όσους-λίγους θα συνεχίσουν σε ανώτερες  και εξειδικευμένες σπουδές. Μπορούμε να ισχυριστούμε, δηλαδή, ότι με το PISA έχουμε  μια απόπειρα ελέγχου του περιεχομένου του υποχρεωτικού σχολείου ώστε οι μαθητές που δε θα συνεχίσουν ανώτερες σπουδές να διαθέτουν τις αναμενόμενες  δεξιότητες

Πέρα από αυτό, η συντελούμενη υποβάθμιση των γνώσεων συνδέεται, και με την απαίτηση της αγοράς για ευελιξία και εύκολη προσαρμογή των εργαζομένων σε νέα δεδομένα. Ο  ΟΟΣΑ δεν το αποκρύπτει : «Οι εργοδότες  θεωρούν τις δεξιότητες παράγοντες-κλειδιά για δυναμισμό και ευελιξία. Ένα εργατικό δυναμικό που διαθέτει τέτοιες δεξιότητες είναι σε θέση να προσαρμόζεται διαρκώς στη ζήτηση και σε μέσα παραγωγής που εξελίσσονται συνεχώς ».  Μέσα σε κλίμα αβεβαιότητας και ρευστότητας, οι λεγόμενες «κομβικές»  δεξιότητες θεωρούνται κεφαλαιώδους σημασίας, καθώς, σε συνδυασμό με τις προτεινόμενες «στάσεις» και «συμπεριφορές», προσφέρονται για διαχείριση της απογοήτευσης, της ματαίωσης και των ψευδαισθήσεων. Είναι καίριας σημασίας  οι νέοι να  αποδέχονται τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις  ή την αναγκαιότητα της  ανεργίας και της εφεδρείας. Ο ΟΟΣΑ, και πάλι, κατηγορηματικά θα μας πει ότι «δεν θα μπορέσουν όλοι να σταδιοδρομήσουν στον δυναμικό τομέα της "νέας οικονομίας" -μάλιστα, οι περισσότεροι δεν θα τα καταφέρουν- και, έτσι, τα σχολικά προγράμματα δεν μπορούν να σχεδιαστούν με βάση την υπόθεση ότι όλοι πρόκειται να φθάσουν μακριά»!

Το PISA πρωτοστατεί στην προώθηση πολιτικών εκπαίδευσης που να έχουν άμεση αντιστοιχία προς τις εξελίξεις που σημειώνονται στην καπιταλιστική αγορά. Πάει χέρι-χέρι με τις πολιτικές της ΕΕ. Ο κατάλογος των «βασικών δεξιοτήτων και συμπεριφορών και στάσεων» και των «δεικτών ποιότητας» έχει γίνει «Ευαγγέλιο» και «τσελεμεντές» εκπαίδευσης για μια «επιτυχημένη ζωή» στην παγκόσμια αγορά.

Το δοκίμιο PISA κατασκευάζει τις καταστάσεις ζωής

Πέρα από τα παραπάνω, υποστηρίζεται ότι η αξιολόγηση του PISA επικεντρώνεται σε «πραγματικές καταστάσεις ζωής». Είναι φανερό ότι  πρόκειται για απλές περιγραφές επιλεγμένων καταστάσεων ζωής.  Πόσο εύκολο είναι, άραγε, να ισχυρίζεται κανείς ότι τα θέματα αναφέρονται, με τον ίδιο τρόπο, σε  «πραγματικές καταστάσεις ζωής» των μαθητών, ανεξάρτητα από τις υλικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις; Και, πάντως, η όποια χρήση και εφαρμογή γνώσεων και πληροφοριών είναι «ασκήσεις επί χάρτου». Σε πραγματικές καταστάσεις δίνει κανείς εξετάσεις για απόκτηση π.χ. διπλώματος οδήγησης! Δεν υπαινισσόμαστε μια τέτοια εξέταση. Επισημαίνουμε , ωστόσο, την προσπάθεια που γίνεται να αποδοθούν στο  PISA δυνατότητες που δεν έχει. Πολύ περισσότερο δεν αντέχει σε  σοβαρή κριτική δοκιμασία ο εξαιρετικός ισχυρισμός ότι το PISA «αξιολογεί το κατά πόσο οι μαθητές είναι προετοιμασμένοι για τη μελλοντική τους ζωή». Απλούστατα, δε μπορεί να συγκεντρώνει τις  εξαιρετικές ενδείξεις  για να  κάνει κάτι τέτοιο. Αν και η  πραγματική ζωή δε χωράει στο χαρτί, το PISA επιμένει να  επιστρατεύει ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, για να ασκεί την αποπλανητική του γοητεία. Έχει, σ αυτό, πολλούς προπαγανδιστές. Ξεχωρίζουμε το «Θαύμα της Φινλανδίας» και το «Θρήνο των Καρυάτιδων»!


* Διδάσκων στο σεμινάριο. Ομότιμος καθηγητής Παιδαγωγικής, Άμισθος Αντιπρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΥΠΠΟ, Ιστοσελίδα  http://pep.uoi.gr/gmavrog  email: gmavrog@cc.uoi.gr
** Μεταπτυχιακές  φοιτήτριες στο Τμήμα ΕΠΑ του Πανεπιστημίου  Κύπρου (Σεμινάριο:  O Εκπαιδευτικός ως Διανοούμενος)

ΠΗΓΗ: 17-12-2011, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=53131